Κυρίες και κύριοι, Καταρχάς οφείλουμε να συγχαρούμε τους διοργανωτές της παρούσας εκδήλωσης για την ιδέα να συγκεντρώσουν σε μια εκδήλωση ένα σύνολο προτάσεων για τις δυνατότητες και τις προοπτικές ενός ιδιαίτερου τόπου όπως είναι η Αιτωλοακαρνανία. Επιπλέον να ευχαριστήσουμε για την πρόσκληση προς το ΓΕΩΤ.Ε.Ε. να παραστεί σε αυτήν την εκδήλωση. Προτού επεκταθούμε στην θεματολογία της εκδήλωσης θα πρέπει να αναφέρουμε πως το γεωτεχνικό επιστημονικό δυναμικό, δηλαδή οι γεωλόγοι, γεωπόνοι, δασολόγοι, ιχθυολόγοι και κτηνίατροι της Πελοποννήσου και της Δυτ. Ελλάδας ανέρχεται σε ένα σύνολο 5.000 περίπου επιστημόνων όλων των ηλικιών, είναι επομένως κατανοητό το μέγεθος της συμβολής που μπορεί να έχουν σε μια αναπτυξιακή προσπάθεια συνδυάζοντας τον δυναμισμό του νέου με την εμπειρία του μεγαλύτερου. Ειδικά για την Αιτωλοακαρνανία το γεωτεχνικό ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί την εμπροσθοφυλακή των επιστημόνων του νομού αφού μιλάμε για μια περιοχή η οποία κερδίζει και μπορεί να κερδίσει πολύ περισσότερα από την ανάπτυξη ενός δυναμικού και εύρωστου πρωτογενή τομέα. Είναι γνωστό ότι η Αιτωλοακαρνανία αποτελεί μια ευλογημένη περιοχή από απόψεως φυσικών πόρων. Μια περιοχή που συνδυάζει ένα έντονο ανάγλυφο ξεκινώντας από τις ακτές του Ιονίου και φτάνοντας ως τα ορεινά του Παναιτωλικού και επιπλέον από την επαφή με την Πελοπόννησο έως τα Ακαρνανικά όρη. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι ο νομός έχει την δυνατότητα ανάπτυξης πλήθους δραστηριοτήτων ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η φυτική και ζωική παραγωγή του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας. Ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας αποτελεί τον μεγάλο χαμένο των δεκαετιών της πλαστής ευμάρειας της χώρας μας. Παρά το γεγονός ότι επί σειρά δεκαετιών αρκετά χρήματα μέσω απευθείας επιδοτήσεων ή προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης «ρίχτηκαν» στον τομέα αυτό η Ελληνική πολιτεία δεν είχε, όπως εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται την πρόθεση να στηρίξει την ανάπτυξή της σε αυτόν. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η απασχόληση σε αυτόν τον τομέα απαξιώθηκε και συκοφαντήθηκε με αποτέλεσμα ποτέ μέχρι τουλάχιστον πριν τρία χρόνια,
να μην αναστραφεί το κλίμα αστυφιλίας το οποίο έπνιξε την Ελληνική ύπαιθρο από τα τέλη του Β παγκοσμίου πολέμου. Ως αποτέλεσμα αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια σοβαρότατη έλλειψη νέου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα αυτό αφού η αναλογία νέων προς αυτούς που είναι άνω των 50 ετών στον τομέα είναι πάνω από 1:8. Ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας μας από το 40% του 1970 έχει φτάσει στο 7% περίπου σήμερα την ίδια στιγμή που η ανεργία καλπάζει προς το 30% και στην Δυτ. Ελλάδα ο δείκτης αυτός δεν είναι κατά πολύ καλύτερος του μέσου εθνικού όρου. Το ελπιδοφόρο είναι ότι λόγω της πρωτοφανούς για τα τελευταία χρόνια κρίσης που διέρχεται η χώρα μας φαίνεται ότι δημιουργείται ένα παράθυρο για να ανασυσταθεί ο τομέας αυτός έλκοντας δυναμικούς νέους, ανθρώπους που μπορούν να θέσουν τον πρωτογενή τομέα σε νέες βάσεις και να επανεκκινήσουν έτσι την εθνική μας οικονομία βγάζοντάς μας ταυτόχρονα από έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες για μια χώρα, αυτόν της διατροφικής εξάρτησης, κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αυτήν την στιγμή. Με δεδομένο λοιπόν ότι έχουμε ύστερα από πολλά χρόνια ανθρώπινο δυναμικό το οποίο φαίνεται ότι ενδιαφέρεται να παράξει, αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά είναι η εκπαίδευση του δυναμικού αυτού καθώς και η οργάνωση της παραγωγής και σε επίπεδο νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αυτό το τελευταίο δεν μπορεί φυσικά να γίνει ξέχωρα από έναν εθνικό παραγωγικό σχεδιασμό στον πρωτογενή τομέα, η Αιτωλοακαρνανία όμως θα πρέπει να έχει έτοιμες προτάσεις οι οποίες θα συνυπολογιστούν στον εθνικό αυτό σχεδιασμό. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε και στην στρατηγική επιλογή της Ελληνικής πολιτείας των τελευταίων δεκαετιών για την διάσπαση των υπηρεσιών που ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα σε διαφορετικά Υπουργεία και φορείς. Γεωργικές και κτηνιατρικές υπηρεσίες που ανήκουν στο Υπ.Α.Α.Τ., στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, στις αιρετές Περιφέρειες και στους Δήμους, φορείς ελέγχου τροφίμων που εποπτεύονται από διάφορα Υπουργεία όπως το Οικονομικών (Γ.Χ.Κ.), δάση τα οποία όψιμα μεταφέρθηκαν σε ένα κατ όνομα Υπουργείο Περιβάλλοντος, αρδευτικά νερά τα οποία εποπτεύονται από Δήμους, Περιφέρεια και την Ειδική Γραμματεία Υδάτων την ίδια στιγμή που η ιστορική Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων έχει ουσιαστικά διαλυθεί είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα του κατά πόσο είναι εφικτός ένας κεντρικός
προγραμματισμός πρωτογενούς ανάπτυξης με τα διοικητικά δεδομένα που ισχύουν αυτή την στιγμή. Παρόλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποστηρίξουμε ότι η κάθε περιοχή της πατρίδας μας μπορεί να προχωρήσει μόνη της χωρίς να κινηθεί μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο στόχων και αρχών. Πέρα από τα παραπάνω το δεδομένο είναι ένα, ότι υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα για την οργάνωση της πρωτογενούς παραγωγής στον νομό αφού τεθούν οι βάσεις για την άρση των δομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο τομέας στην περιοχή. Βήματα τα οποία μπορεί και πρέπει να γίνουν για την άρση αυτών των δομικών προβλημάτων, τα οποία έχουν επισημανθεί από το Παράρτημα του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. σε διάφορες διαβουλεύσεις είναι: Η θωράκιση του τομέα μέσα από τον προσδιορισμό των ζωνών άσκησης γεωργίας και κτηνοτροφίας. Όσον αφορά στην κτηνοτροφία είναι και εδώ αναγκαία η θωράκιση της άσκησης αυτής σε μέρη στα οποία οι διαδικασίες αδειοδότησης θα έχουν ουσιαστικά επιλυθεί πριν ακόμη από την εγκατάσταση εκμεταλλεύσεων. Επιπλέον θα πρέπει κάποια στιγμή να υπάρξει πολιτική βούληση για την επίλυση του προβλήματος των βοσκοτόπων ώστε να σταματήσει ο διωγμός των Ελλήνων κτηνοτρόφων στους οποίους όμως δεν δίνεται απάντηση για το που μπορούν να βοσκήσουν το ζωικό τους κεφάλαιο. Είναι γνωστά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελληνική κτηνοτροφία με την χρήση των βοσκοτόπων, που είναι ουσιαστικά φθηνή τροφή και παράγοντας ποιότητας για τα παραγόμενα ζωικά προϊόντα, αποτελεί επιπλέον παράγοντα συμπίεσης του κόστους ζωοτροφών. Σε κάθε περίπτωση βέβαια δεν θα πρέπει να συνεχιστεί η ανυπαρξία μελετών βοσκοϊκανότητας που απειλεί την αειφορία των οικοσυστημάτων αυτών. Στην πρώτη περίπτωση της γεωργικής γης θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια για την προστασία του βασικού συντελεστή παραγωγής που είναι η γη αυτή και ιδιαίτερα η γη υψηλής γεωργικής παραγωγικότητας. Η γη αυτή θα πρέπει σε επόμενο στάδιο να είναι κατά προτεραιότητα προσβάσιμη σε ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να ασχοληθούν επαγγελματικά με την γεωργία. Επιπλέον στην γη αυτή μπορεί
να ξεκινήσουν προγράμματα αναδασμών τα οποία με το σημερινό νομικό καθεστώς έχουν παγώσει ή θέλουν δεκαετίες για να ολοκληρωθούν. Με αυτό τον τρόπο θα γίνει ευκολότερη η ανεύρεση γης για τους νέους οι οποίοι θέλουν να την καλλιεργήσουν αλλά θα τεθούν και οι βάσεις άρσης μιας βασικής αδυναμίας που είναι η πολυδιάσπαση του κλήρου με ότι αυτό σημαίνει για το κόστος. Άλλωστε ακόμη και το Σ.τ.Ε. έχει δεχτεί με απόφασή του ότι η γεωργική γη είναι πολύτιμος φυσικός πόρος, περιβαλλοντική συνιστώσα και εθνικό κεφάλαιο το οποίο χρήζει της ανάλογης προστασίας. Πλέον των παραπάνω είναι αναγκαία η δημιουργία ενός οδηγού για τους παραγωγούς σε σχέση με το τι μπορούν να καλλιεργήσουν με σχετική ασφάλεια σε μια περιοχή. Για τον λόγο αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμη μια ζωνοποίηση των αγροτικών περιοχών με βάση τις δυνατότητες καλλιέργειας φυτικών ειδών. Οι ζώνες αυτές μπορεί να προκύψουν από ιστορικά δεδομένα σε συνδυασμό με νεότερα επιστημονικά ευρήματα Επειδή μιλάμε για ένα νομό με μεγάλες εκτάσεις ετησίων καλλιεργειών αναδεικνύεται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η σημασία του γεωργικού πειραματισμού για την περιοχή. Μέσα από ένα δίκτυο πειραματικών αγρών μπορεί να παρακολουθείται και να εξακριβώνεται ο εγκλιματισμός νέων φυτικών ειδών αλλά και νέων ποικιλιών υφιστάμενων καλλιεργειών σε διάφορες περιοχές του νομού ώστε να μπορεί να δοθούν έγκυρες, αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με νέες επιλογές καλλιεργειών, ιδιαίτερα σε μια περιοχή που ψάχνει βηματισμό στην μετά καπνό εποχή Αναγκαία προϋπόθεση για μια επικερδή γεωργία σε έναν νομό με υδατοβόρες καλλιέργειες αλλά και με τα μεγαλύτερα ύψη βροχόπτωσης σε εθνικό επίπεδο είναι η οργάνωση της άρδευσης σε συλλογικό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό απαιτείται επέκταση των υποδομών οργανωμένης άρδευσης αλλά και συντήρηση των υπαρχόντων υποδομών των ΓΟΕΒ και ΤΟΕΒ. Ταυτόχρονα θα πρέπει η Ελληνική πολιτεία να προχωρήσει σε εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου διοίκησης και λειτουργίας των οργανισμών συλλογικής άρδευσης οι οποίοι
στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτή την στιγμή υπολειτουργούν Στα πλαίσια μείωσης του κόστους παραγωγής και με δεδομένη την εκτίναξη του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας τα τελευταία έτη θα πρέπει να εξεταστεί η υιοθέτηση υποδομών ΑΠΕ αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση της γεωργικής παραγωγής. Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να εξεταστεί η κατασκευή ΜΗΥΕ στα αρδευτικά δίκτυα με υψομετρικές διαφορές, η κατασκευή μικρών Φ/Β για εξυπηρέτηση αποκλειστικά και μόνο γεωργικών μονάδων αλλά και η εντοπισμένη επέκταση μικρών αιολικών, εφόσον είναι περιβαλλοντικά αποδεκτό, την στιγμή κατά την οποία η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας είναι από τις τελευταίες σε εγκατεστημένη ισχύ αιολικών με 130 MW ενώ η διοικητική Περιφέρεια Πελοποννήσου έχει 341 MW περίπου. Τέλος και στα πλαίσια και πάλι μείωσης του κόστους παραγωγής θα πρέπει να δοθεί κεντρική λύση στην παραλαβή, επεξεργασία και διάθεση αποβλήτων του πρωτογενούς τομέα και του συνδεδεμένου με αυτόν δευτερογενούς. Στα πλαίσια αυτά το Παράρτημά μας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. έχει προτείνει την εξέταση λύσεων που έχουν να κάνουν με - Την αξιοποίηση των κλαδευμάτων των καλλιεργειών για παραγωγή εδαφοβελτιωτικού ή και ενέργειας - Την αξιοποίηση των αποβλήτων κτηνοτροφικών μονάδων τόσο για την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού όσο και για την παραγωγή ενέργειας (βιοαέριο) - Την αξιοποίηση των αποβλήτων των ελαιοτριβείων τόσο των διφασικών όσο και των τριφασικών για την παραγωγή βιοαερίου με σκοπό την τροφοδότηση εγκαταστάσεων εντατικής γεωργίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στα συμπεράσματα ημερίδας του Παραρτήματος από την οποία προέκυψε ότι η μετατροπή των τριφασικών σε διφασικά δεν αποτελεί από μόνη της πανάκεια λύσης του προβλήματος των αποβλήτων αφού ταυτόχρονα πρέπει να λυθούν μια σειρά από συνοδά προβλήματα όπως η επεξεργασία του διφασικού πυρήνα, οι όροι λειτουργίας των πυρηνελουργείων και άλλα. Επιπλέον
οι αναφορές σε αναγκαιότητα μείωσης του αριθμού των λειτουργούντων ελαιοτριβείων θα πρέπει να γίνονται με πολύ περίσκεψη αφού είναι γνωστό ότι η άριστη ποιότητα του Ελληνικού ελαιολάδου συνδέεται, εκτός των άλλων και με την γρήγορη διαδικασία έκθλιψης αυτού. Όσον αφορά στις ιχθυοκαλλιέργειες θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα πορίσματα του πρόσφατου χωροταξικού των υδατοκαλλιεργειών, με τα όποια προβλήματα παρουσιάζει αυτό. Στα πλαίσια αυτά δίνεται η ευκαιρία για την σύσταση φορέων διαχείρισης ΠΟΑΥ μέσα από τους οποίους θα καταστεί δυνατή η περαιτέρω οργάνωση και ανάπτυξη των μονάδων αλλά και η επαρκής περιβαλλοντική παρακολούθηση αυτών ώστε να είναι σε πλήρη συμφωνία με τις σύγχρονες περιβαλλοντικές απαιτήσεις Στα παραπάνω πλαίσια θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική εξέταση της οργάνωσης και αναβάθμισης των υφιστάμενων καλλιεργειών με βασικό άξονα όσον αφορά στις πολυετείς καλλιέργειες την ελιά και τα εσπεριδοειδή. Σκοπός πρέπει να είναι η διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων αυτών μέσα από συστήματα ολοκληρωμένης διαχείρισης αλλά και αναδιάρθρωσης των ποικιλιών, ιδιαίτερα όσον αφορά στην καλλιέργεια των εσπεριδοειδών. Στον τομέα των μονοετών καλλιεργειών βαρύτητα μπορεί να δοθεί στην καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών τα οποία με ερευνητικά δεδομένα έχουν μεγάλη διατροφική αξία για τα εκτρεφόμενα ζώα. Ειδικά λόγω της δυνατότητας εκτεταμένων αρδεύσεων, η εγκατάσταση παρόμοιων φυτικών ειδών μπορεί να συνδυαστεί με μια περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, ιδιαίτερα δε της αγελαίας στην οποία η χώρα μας είναι ισχυρά ελλειμματική. Στον τομέα της κτηνοτροφίας υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης τόσο της εντατικής όσο και της εκτατικής μορφής αυτής. Βάρος θα πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας αλλά και της αγελαδοτροφίας. Ταυτόχρονα με την κατάλληλη θεσμοθέτηση κτηνοτροφικών ζωνών μπορεί να δημιουργηθούν κατάλληλες υποδομές (π.χ. βιολογικοί καθαρισμοί) και για άλλες εντατικές εκτροφές όπως είναι η χοιροτροφία στην οποία και πάλι ως χώρα είμαστε ελλειμματικοί.
Στον τομέα της διαχείρισης των δασών και με δεδομένο ότι το 60% περίπου της επιφάνειας του νομού καλύπτεται από δάση και δασικές εκτάσεις αναδεικνύεται περίτρανα η αναγκαιότητα σύνταξης διαχειριστικών σχεδίων ώστε τα δάση να αποτελέσουν και πάλι παραγωγικό κομμάτι τόσο μέσα από την υλοτομία όσο και μέσα από πλήθος άλλων δραστηριοτήτων όπως είναι η ρυτινοσυλλογή αλλά και η ανάπτυξη της μελισσοκομίας εντός αυτών. Φυσικά δεν θα πρέπει να αγνοείται και η σημασία της ανάπτυξης του τουρισμού με βάση το δάσος και το ιδιαίτερο περιβάλλον που αυτό προσφέρει για τους επισκέπτες, ιδιαίτερα του νομού όπου μπορεί το δάσος να συνδυαστεί και με υδάτινα σπόρ. Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω απαιτούνται μια σειρά από παρεμβάσεις όπως είναι: Ώθηση στην ανάπτυξη της βοοτροφίας μέσα από την θεσμοθέτηση κτηνοτροφικών ζωνών όπου δεν θα υφίστανται γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης Δημιουργία κτηνοτροφικών πάρκων για την ανάπτυξη εντατικών μορφών κτηνοτροφίας όπως είναι η χοιροτροφία αλλά και τα κονικλοτροφεία. Στην περίπτωση της αιγοπροβατοτροφίας παρόμοιες υποδομές μπορεί να δημιουργηθούν κοντά σε χωροθετημένους βοσκοτόπους, οι οποίες εκτός των άλλων θα βοηθήσουν και στην συμπίεση του κόστους μέσα από κοινή χρήση κάποιων εγκαταστάσεων Δημιουργία υποδομών επεξεργασίας των αποβλήτων των παραπάνω μονάδων, κοντά στις περιοχές που θα υπάρχει συγκέντρωση ζωικού πληθυσμού Ανάπτυξη της καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών στα πλαίσια δημιουργίας λειμώνων με σκοπό την μείωση του κόστους εκτροφής ζώων αλλά και την διατήρηση της αειφορίας των εδαφών αφού πολλά από τα φυτά αυτά βοηθούν στην διατήρηση των επιπέδων αζώτου στο έδαφος Επέκταση των δικτύων ομαδικής άρδευσης τόσο στο νότιο όσο και στο βόρειο κομμάτι του νομού. Συγκεκριμένα το φράγμα Αχυρών θα πρέπει να συνδυαστεί και με το αρδευτικό δίκτυο ώστε να αρδευτούν εκτάσεις στο βόρειο τμήμα του νομού. Επίσης θα πρέπει να προχωρήσει η κατασκευή του γεωλογικού φραγμού
Ευηνοχωρίου προκειμένου να αξιοποιηθεί και εκεί το υπάρχον αρδευτικό Σε κάθε περίπτωση ο υδάτινος φυσικός πλούτος πρέπει να αξιοποιηθεί τόσο για την ορθολογική άρδευση εκτάσεων όσο και για την παραγωγή ενέργειας με σκοπό την ηλεκτροδότηση γεωργοκτηνοτροφικών υποδομών όπως π.χ. τα δίκτυα άρδευσης Ποικιλιακή αναδιάρθρωση των καλλιεργειών εσπεριδοειδών με σκοπό την χρονική κλιμάκωση της συγκομιδής αλλά και την προσαρμογή στις εμπορικές απαιτήσεις Ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών, ειδικά στην περιοχή δυτικών παραλίων του νομού, οι οποίες για την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας αποτελούν το 35% του συνόλου της επικράτειας και το σύνολο σχεδόν του τομέα για την Δυτ. Ελλάδα. Οι μονάδες αυτές θα πρέπει με βάση και το πρόσφατο χωροταξικό να έχουν την δυνατότητα να εκσυγχρονιστούν χωρίς γραφειοκρατικά προβλήματα και να εντάξουν στην λειτουργία τους σύγχρονες μεθόδους για την προστασία του περιβάλλοντος. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσα από την δημιουργία φορέα διαχείρισης ώστε να δοθεί η δυνατότητα αξιοποίησης χρηματοδοτικών εργαλείων αλλά και λήψης αποφάσεων μέσα από διάλογο σε ένα φορέα όπου θα εκπροσωπείται το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών Ενθάρρυνση της ανάπτυξης μικρών μονάδων τυροκόμησης ώστε να είναι δυνατή η αξιοποίηση της πρώτης ύλης απευθείας από τους κτηνοτρόφους και με αξιοποίηση της διάταξης του Ν. 4056 που δίνει την δυνατότητα λειτουργίας μιας τέτοιας μονάδας κοντά στην εκμετάλλευση μόνο για τους κτηνοτρόφους Εντοπισμένη ενσωμάτωση της καλλιέργειας αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, ειδικά σε περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται από χαμηλότερης παραγωγικότητας εδάφη και με σκοπό την βέλτιστη αξιοποίηση αυτών Βασικός προσανατολισμός μπορεί να είναι η οργανωμένη εμπορία τόσο προς το εσωτερικό, αφού το σύνολο του νομού βρίσκεται αρκετά κοντά σε δύο μεγάλα αστικά κέντρα όπως αυτά της Αθήνας αλλά και της Πάτρας, όσο και προς το εξωτερικό αφού ο νομός βρίσκεται δίπλα στην πύλη της χώρας προς Ευρώπη που είναι το λιμάνι της Πάτρας.
Για το σύνολο των προϊόντων πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλα μίγματα εμπορίας, για την περίπτωση που αναφερόμαστε σε επαρκείς ποσότητες προς εμπορία. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να υπάρξουν συνέργειες εμπορικής προώθησης σε επίπεδο Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδας ή ακόμη και σε εθνικό επίπεδο με την χρήση ευρωπαϊκών κανονισμών προώθησης και διαφήμισης. Ειδικά για το ελαιόλαδο θα πρέπει να δοθεί βαρύτητα τόσο στην εξωτερική αγορά όσο όμως και στην εσωτερική αφού η κατά κεφαλήν κατανάλωση τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει κάμψη, λόγω ίσως και της πρωτόγνωρης οικονομικής συγκυρίας. Σε κάθε περίπτωση ο εξαγωγικός προσανατολισμός θα πρέπει να γίνει σε εθνικό επίπεδο αφού οι ποσότητες που διακινούμε δεν δίνουν την ευκαιρία για διαφορετικές πολιτικές ανάλογα με την περιοχή προέλευσης και το Ελληνικό λάδι χαρακτηρίζεται εν γένει ως άριστης ποιότητας στο σύνολό του. ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΕΩΤ.Ε.Ε. / Π.Π.Δ.Σ.Ε.