Erναι ½ραÖο νά συνειδητοποιεöς κάποια στιγμή πώς μιά γέννηση πού συνέβη μέ χιλιάδες ôλλες àπομονώνεται κι àποκτä τή σημασία τοü δώρου. Δ ρα στούς λαούς πού τούς γεννοüν εrναι οî ποιητές, οî ζωγράφοι, οî γλύπτες, οî μουσικοί. Δ ρο μας εrναι κι ï \Eλύτης, πού γεννήθηκε πρίν àπό ëξήντα χρόνια. Mιά μεγάλη ποιητική φυσιογνωμία τéς ^Eλλάδας. ^O \Oδυσσέας \Eλύτης γεννήθηκε στά 1911, στό ^Hράκλειο τéς Kρήτης àπό γονιούς Mυτιληνιούς. Πολύ νέος, στά 1935, ε κοσι τεσσάρων χρόνων δημοσιεύει τά πρ τα του ποιήματα στό περιοδικό Nέα Γράμματα. Στά 1940 κυκλοφορεö τό πρ το του βιβλίο, Προσανατολισμοί. Στά 1943 àκολουθεö δεύτερη ποιητική συλλογή, Hλιος ï Πρ τος. Στά 1945, τρίτο βιβλίο, oaσμα ρωικό καί πένθιμο γιά τόν χαμένο àνθυπολοχαγό τéς \Aλβανίας. \AκολουθοÜν δεκατέσσερα χρόνια σιγéς καί στά 1959 öρχεται τό Aξιον \Eστί κι àμέσως μετά οî Eξη καί μιά τύψεις γιά τόν οéρανό.
10 ΛIΛH ZΩΓPAΦOY Mάταια μως θά ψάξουμε γιά âργασίες σχετικές μέ τό öργο του, ε τε θέλουμε νά τό μελετήσουμε ε τε νά κάνουμε μιάν ôλλη âργασία πάνω σ αéτό. Δέν πάρχει σχεδόν τίποτα. Γιατί; Στόν τόπο μας συμβαίνει κάτι ôγρια θλιβερό. ^H σιωπή àρχίζει âκεö πού ï δημιουργός δέν χρειάζεται πιά âπιείκεια. Aν καί, γιά νά àκριβολογοüμε, ï \Eλύτης δέν χρειάστηκε ποτέ âπιείκεια. Σ ναν ôλλο τόπο, πού τό κατεστημένο δέν θά τρεμε àπό τήν ïρμητική àπειλή τéς νιότης, οî Προσανατολισμοί θά χαν χαιρετιστεö σάν àναγέννηση στήν ëλληνική ποίηση. \Aλλά δέν àγαποüμε τήν ^Eλλάδα. Δέν öχουμε περηφάνια, γι αéτό δέν öχουμε πνευματική φυσιογνωμία καί, κατά συνέπεια, οûτε προσωπικότητα. Oûτε γιά ν àγαπήσουμε αéθόρμητα να öργο τέχνης οûτε γιά νά διακηρύξουμε τήν πίστη μας σ ναν δημιουργό, àλλά οûτε καί γιά νά àπορρίψουμε κάποιον. Ως πότε μως, àναρωτιόμαστε, θά ποκρινόμαστε ταπεινοφροσύνη, θρηνώντας γιά τό χαμηλό καί καθυστερημένο πνευματικό μας âπίπεδο, âν στήν πραγματικότητα τό διατηροüμε âμεöς οî διοι τόσο χαμηλά, προβάλλοντας,τι πιό àσήμαντο φυτρώνει στή γé μας; Kαί παράλληλα κρατοüμε στήν àφάνεια λες τίς àληθινά âκρηκτικές δυνάμεις τ ν νέων, μέ τήν âλπίδα πώς θά γλυτώσουμε àπ αéτούς. Aμ, τήν ξέρουμε δά τήν καταλυτική δύναμη τéς
O HΛIOΠOTHΣ EΛYTHΣ 11 σιωπéς μας! Tά τείχη πού τούς àπομονώνουμε θά τούς λογικέψουν καί θά προσχωρήσουν κι αéτοί κάποτε στό κατεστημένο. Kι ôν δέν προσχωρήσουν; Θά τούς àγνοήσουμε œσπου νά πεθάνουν. Oταν στά 1948 κυκλοφόρησε ï Σάρτρ τό βιβλίο του Situations II διαπίστωνε πώς οî Γάλλοι βγéκαν μ να τρομερό κόμπλεξ κατωτερότητας àπό τήν ττα τοü \40. «Xτυπούσαμε τή γροθιά μας στό τραπέζι γράφει σημασία δέν μäς öδιναν. \Eπικαλούμασταν τό περασμένο μεγαλεöο τéς Γαλλίας. Mά àκριβ ς εrναι περασμένο, μäς àπαντοüσαν». Kαί γιά νά τούς παρηγορήσουν, τούς θαύμαζαν àνεπιφύλαχτα καί γενναιόδωρα γιά τή λογοτεχνική τους κμάδα, πού öδωσε τόσα àξιόλογα öργα àκόμη καί στήν τραγική περίοδο τéς κατοχéς. Ποτέ πρίν, λέει ï Σάρτρ, οî ^Hνωμένες ΠολιτεÖες, \Aγγλία καί ôλλες 20 χ ρες δέν öδειξαν πιό θερμό âνδιαφέρον γιά τούς συγγραφεöς μας. Kαί ποτέ οî συγγραφεöς καί οî μυθιστοριογράφοι μας δέν προσκλήθηκαν σέ τόσο πολλά μέρη, δέν φιλοξενήθηκαν, δέν μίλησαν καί δέν öφαγαν τόσο καλά, σο στά χρόνια αéτά τéς äθικéς μας κατάπτωσης. Bέβαια, λέει, πολλοί θά προτιμοüσαν νά μäς âκτιμοüν οî ξένοι γιά τά κανόνια, τίς βιομηχανίες μας καί τίς πολιτικές μας προσωπικότητες. \Aλλά âπειδή διψούσαμε τόσο
12 ΛIΛH ZΩΓPAΦOY γιά âκτίμηση, βολευόμαστε μέ τόν λογοτεχνικό θαυμασμό πού μäς πρόσφεραν! Kαί âπειδή στά χρόνια τéς κατοχéς, ôλλοι àπό τούς λογοτέχνες μας εrχαν πεθάνει, ôλλοι παρακμάσει κι ôλλοι συνεργαστεö μέ τόν κατακτητή, βάλαμε μπροστά τή βιομηχανία νέων πνευματικ ν προσωπικοτήτων! Mαζεύαμε pρον pρον τούς νέους συγγραφεöς, τούς φουρνίζαμε σέ âκκολαπτικές μηχανές, τούς ½ριμάζαμε τεχνητά, γιά νά βγάλουμε στά γρήγορα καινούργιες μεγάλες μορφές πού θά μäς âκπροσωποüσαν στίς Λόντρες, τή Στοκχόλμη καί τήν Oéάσινγκτον. Ποτέ μεγαλύτερος κίνδυνος δέν àπείλησε τή λογοτεχνία μας, φώναζε τότε ï Σάρτρ. Aéτά στή Γαλλία! Nά χαμε καί στήν ^Eλλάδα τόν διο καημό! \Eδ ε μαστε âπιεικεöς στά πρωτόλεια, μέχρι καί γενναιόδωροι! \Aλλά öτσι καί ποψιαστοüμε àξία, συνείδηση, καλλιέργεια καί, τή συνέπεια λων αéτ ν, περηφάνεια καί αéτοσεβασμό, δέν μäς παίρνεις λέξη. ^Yψώνουμε τείχη σιωπéς. Oταν ï \Eλύτης qταν νεόκοπος ποιητής, γράφτηκαν κάτι λίγα γι αéτόν. ^O σεβαστός Tίμος Mαλάνος τοü àφιέρωσε στά 1943* να δοκίμιο 12 σελίδων, àπό τίς ïποöες οî 10 àναφέρονταν στόν περρεαλισμό, τόν \Eλυάρ καί τόν Mοντερλάν καί οî 2 καί πολλές του àφοροüσαν τόν Eλληνα \Eλύ- * Kριτικά Δοκίμια, \Aλεξάνδρεια 1943.
O HΛIOΠOTHΣ EΛYTHΣ 13 τη. \Aρκετές πάντως γιά νά χωρέσουν τό φόβο τοü κριτικοü πώς «τά ποιήματα [τοü \Eλύτη] παρουσιάζουν συνήθως κάτι τό παραφορτωμένο καί μάταιο... \Aλλά αéτό τό àσυγκράτητο παιχνίδι τοü \Eλύτη ποü θά πάει;» àναρωτιέται ï κριτικός âναγώνια. «Aλλοτε ïμολογεö διψοüσα γιά λίγον \Eλύτη στό καβαφικό öργο. Σήμερα θά εrχα νά ζητήσω àπό τό öργο τοü ôφθαστου αéτοü φαντασιοκόπου λίγον Kαβάφη». \Aνθρώπινα τά λάθη. \Aλλά, δυστυχ ς, τά λάθη παίρνουν τό μέγεθος âκείνου πού τά διαπράττει. Eτσι κάποτε καί ï Mπελίνσκι βιάστηκε! Kι öγραψε πώς ποτέ ï Nτοστογιέφσκυ δέν θά γινόταν τόσο μεγάλος σο μιά Γεωργία Σάνδη! Kι εéτυχ ς πού δέν öγινε. Oχι πώς μέ τόν παραλληλισμό àμφισβητ τό μέγεθος τοü Kαβάφη, àλλά τήν ùσφρηση τοü κριτικοü, αéτή ναί. ^Yπάρχουν àκόμη να-δυό κριτικά κείμενα, πάντα γιά τήν πρώτη ποιητική περίοδο τοü \Eλύτη, καί μετά, σιωπή! Στά 1965 δημοσιεύεται στό περιοδικό \Eποχές (τεüχ. 29, Σεπτέμβριος) μιά φιλολογική àνάλυση τοü καθηγητé Δ.N. Mαρωνίτη «Πρ τα φιλολογικά προλεγόμενα στό Aξιον \Eστί τοü \Eλύτη».
14 ΛIΛH ZΩΓPAΦOY Oπως âξηγεö καί ï διος ï συγγραφέας, μέ τό δοκίμιό του αéτό «προσπαθεö νά ïρίσει περισσότερο να πλαίσιο καί λιγότερο τό περιεχόμενό του». ^O \Eλύτης χαιρετίζει μέ àληθινή χαρά τό γεγονός, γιατί εrναι δη βαθιά πληγωμένος àπό τά τείχη σιωπéς γύρω àπό τό öργο του. Σέ μιά συνέντευξή του στήν âφημερίδα «Tό BÉμα» (31 \Oκτωβρίου 1965) λέει: Erναι περίεργο, μά τήν àλήθεια, αéτό πού συμβαίνει στόν τόπο μας μέ τήν κριτική. [...]... στήν ^Eλλάδα ï àριθμός âκείνων πού κάνουν κριτική ïλοένα λιγοστεύει. Kαί πώς, κι âκειν ν πού μäς öχουν àπομείνει, âργασία παρουσιάζει μιά τόσο τρομακτική àνεπάρκεια [...] Aν στήν ^Eλλάδα συμβαίνει τό φαινόμενο νά ξεκινοüν πολλοί καί νά φτάνουν λίγοι, κατά να μεγάλο μέρος çφείλεται, νομίζω, στόν βαθμιαöο μαρασμό πού παθαίνει ï καλλιτέχνης, καταδικασμένος νά σβήνει, χωρίς τή χαρά μιäς àνταπόδοσης äθικéς λικéς, μέσα στή γύρω του παγερότητα καί àδιαφορία... Στήν δια αéτή συνέντευξη ï \Eλύτης θά πεö καί τοüτο τό πέροχο àλλά τόσο τραγικό: Δέν λυπäμαι τούς ποιητές πού öμειναν χωρίς κοινόν, λυπäμαι τό κοινόν πού öμεινε χωρίς ποιητές.