Oικονομική κρίση και αριστεροί οικονομολόγοιτου Χρήστου Θεοχαρά 1. Εισαγωγή: Οι επιπτώσεις της κρίσης Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, ή μάλλον οι μορφές με τις οποίες αυτή γίνεται αντιληπτή από τους διαχειριστές της, επέβαλε στους φορείς και προπαγανδιστές της κυβερνητικής πολιτικής, την ανάγκη «ανάκλησης του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου» σαν μια αυταπόδεικτη και επιτακτική πραγματικότητα. Η νέα κυβερνητική οικονομική πολιτική στόχευε στη συμπίεση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων των δημοσίων οργανισμών μέσω μιας σειράς μέτρων που περιορίζουν το εργατικό και μικροαστικό εισόδημα. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της κρίσης δεν περιορίζονται μόνο στη σφαίρα της «αναδιανομής» του εθνικού προϊόντος μέσω της υποτίμησης της εργασιακής δύναμης. Οι επιπτώσεις της κρίσης εκτείνονται πολύ πέραν των ορίων των σχέσεων αναδιανομής της παραγόμενης αξίας και μάλιστα είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν σ' όλη τους την έκταση και σημασία. Το εργατικό κίνημα βρέθηκε ιδεολογικά και πολιτικά απροετοίμαστο απέναντι στην επιχείρηση ανάκλησης του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου και παρά τις σημαντικές αντιστάσεις των πρώτων μηνών του '86, έχει σήμερα υποχρεωθεί να αποδεχτεί την πραγματικότητα της «σταθεροποιητικής πολιτικής» δίνοντας έτσι στον Α. Παπανδρέου την ευκαιρία να δημαγωγεί υποστηρίζοντας ότι «οι εργαζόμενοι συμμερίζονται την αναγκαιότητα θυσιών για την επιτυχία του προγράμματος σταθεροποίησης» κλπ. Η εμπέδωση της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής και η καλλιέργεια σήμερα ενός κλίματος αναμονής για ελαστικότερες μορφές εισοδηματικής πολιτικής απετέλεσε τη σημαντικότερη πολιτική υποχώρηση του εργατικού κινήματος στη μεταπολιτευτική περίοδο, ανεξάρτητα από το πότε κυοφορήθηκε αυτή. Έχουμε δηλ. να κάνουμε με μια ριζική τροποποίηση του συνολικού πολιτικού συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων της χώρας υπέρ του κεφαλαίου. Κάτω από το πρίσμα αυτό είναι δυνατό να ειδωθεί και η τροποποίηση της φυσιογνωμίας των δυνάμεων όλου του πολιτικού φάσματος που κάτω από διαφορετικά συνθήματα σπεύδουν να υιοθετήσουν τις προτεραιότητες που αναδεικνύει η κρίση. Ο μετασχηματισμός του πάλαι ποτέ ΚΚΕεσ. σε ΕΑΡ είναι βέβαια η πιο εντυπωσιακή περίπτωση, ωστόσο οι διεργασίες και οι τριβές που εξελίσσονται στο εσωτερικό των άλλων δυνάμεων του πολιτικού χάρτη δεν είναι λιγότερο ουσιαστικές. Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος δεν περιορίζεται στο πεδίο των οικονομικών κατακτήσεων ή των άτυπων κατακτήσεων στους χώρους εργασίας (κατακτήσεων που σχετίζονται με τη «χαλάρωση της εργασιακής πειθαρχίας», την πρακτική αποδυνάμωση του διευθυντικού δικαιώματος), παρ' όλο βέβαια που στο πεδίο αυτό έχουν δοθεί όλοι οι εργατικοί λαϊκοί αγώνες στην τελευταία διετία. Η υποχώρηση είναι ορατή και στο πεδίο της οργανωτικής συγκρότησης του εργατικού κινήματος όπου η πρακτική επιβολή της διάσπασης υποθηκεύει τους αγώνες του στο άμεσο μέλλον, αλλά και στο πεδίο των συνολικών ταξικών συσχετισμών που αντανάκλαση τους αποτελούν οι μεταμορφώσεις των συνιστωσών του πολιτικού χάρτη. Στο πεδίο των συνολικών ταξικών συσχετισμών συμπυκνώνονται και κάποιοι μετασχηματισμοί του ιδεολογικού πλαισίου της πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι, για παράδειγμα, γνωστή η αναζωπύρωση το τελευταίο διάστημα των ιδεολογημάτων της παραοικονομίας, της φοροδιαφυγής, η συκοφάντηση των εργαζομένων που δήθεν απολαμβάνουν υπερβολικά προνόμια δουλεύοντας περίπου τις μισές μέρες του χρόνου κλπ. Σελίδα 1 / 5
Στους μετασχηματισμούς αυτούς εγγράφεται και η διολίσθηση του ιδεολογικού πλαισίου διεξαγωγής του ίδιου του πολιτικού διαλόγου για την οικονομική κρίση. Η διολίσθηση αυτή μπορεί να γίνει περισσότερο διακριτή με την αντιπαραβολή του αντίστοιχου ιδεολογικού πλαισίου που χαρακτήριζε τον επί του «οικονομικού» πολιτικό διάλογο των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Η προσέγγιση και ανάλυση της διολίσθησης αυτής προς συντηρητικότερες κατευθύνσεις επιχειρείται στο υπόλοιπο του σημειώματος αυτού. 2. Πρώτα απ' όλα υπόθεση των μαζών Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια - χαρακτηρίστηκαν όπως είναι γνωστό από μια σχετικά ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη και (επομένως) μια σχετικά απρόσκοπτη λειτουργία της κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου. Τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν σ' ορισμένους κλάδους της παραγωγής ήταν εντυπωσιακά και το ποσοστό των επανεπενδυόμενων κερδών από τα υψηλότερα των αναπτυγμένων χωρών. Ο πληθωρισμός και η ανεργία ήταν προβλήματα που απλά δεν απασχόλησαν ποτέ σοβαρά κανένα από τους κρατικούς λειτουργούς μέχρι τη «δεύτερη πετρελαϊκή κρίση» του 1979. Σ' αυτές χοντρικά τις συνθήκες εγγράφονται οι παρεμβάσεις των αριστερών οικονομολόγων και των πολιτικών φορέων της Αριστεράς. Είναι λοιπόν μέχρι ενός σημείου φυσικό οι παρεμβάσεις αυτές να αναδεικνύουν πρωταρχικά το αίτημα της ανακατανομής του εθνικού προϊόντος υπέρ των εργαζομένων μέσω αυξήσεων των εργατικών αμοιβών, επιμένοντας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι το μέρος της προστιθέμενης αξίας που δινόταν για αμοιβές των εργαζομένων είχε σημαντικά συρρικνωθεί σ' όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Υπήρχε λοιπόν μια σαφέστατα δημοκρατική επιταγή αποκατάστασης των αρνητικών συνεπειών που είχε η δικτατορία πάνω στον εργατικό μισθό. Ταυτόχρονα, μια γενναία αύξηση των μισθών είναι απόλυτα ρεαλιστική δεδομένων των υψηλών ποσοστών κέρδους της ελληνικής βιομηχανίας. «Μια τέτοια αύξηση (εν. κατά 25-30%) δεν πρόκειται να εξαφανίσει τα κέρδη ούτε να τα καθηλώσει σε σταθερά επίπεδα. Αντίθετα θα τους επιτρέψει μια cfuξηση που θα πρέπει και τότε να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη» (Γ. Γιάνναρος, Εργατικός μισθός και κέρδη στην Ελληνική βιομηχανία, ΚΟΜΘΕΠ, 5, Αυγ/Σεπτ. 1975). Παράλληλα οι παρεμβάσεις των αριστερών οικονομολόγων επισημαίνουν την εποχή αυτή τις ανάγκες εκσυγχρονισμού της εργατικής νομοθεσίας, των κανονισμών για τα μέτρα ασφάλειας και πρόληψης εργατικών ατυχημάτων (ανάγκες που βέβαια είχαν αναγνωριστεί και από το επίσημο κράτος, άσχετα αν ελάχιστα καλύφθηκαν στη συνέχεια), θέσπισης συγκεκριμένων όρων και περιορισμών στη δράση του «ξένου πολυεθνικού κεφαλαίου» που είχε πριμοδοτήσει η δικτατορία, ψήφισης σύγχρονης αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, δημιουργίας νομοθετικού πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος από τη βιομηχανική ρύπανση κλπ. Ας σημειωθεί ακόμα ότι η συγκυρία της σχετικά απρόσκοπτης οικονομικής ανάπτυξης των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης συνδυάστηκε με μια φάση σημαντικής ανόδου του εργατικού συνδικαλιστικού απεργιακού κινήματος. Οι αριστεροί οικονομολόγοι, κομματικά ενταγμένοι ή όχι, βρίσκονταν σε μια σχέση αμοιβαίας στήριξης με το μαζικό κίνημα. Οι προτάσεις τους απευθύνονταν κατ' αρχήν στο ίδιο το μαζικό κίνημα ακόμα κι όταν αυτές ήταν του τύπου «έλεγχος των μονοπωλίων και δημοκρατικός προγραμματισμός», ακόμα κι όταν δηλ. οι προτάσεις τους παρέμεναν μακριά από τις κοινωνικές αντιθέσεις που πυροδοτούσαν το απεργιακό κίνημα. «Εμείς υποστηρίζουμε ότι δημοκρατικός έλεγχος και όχι απλώς έλεγχος πάνω στα μονοπώλια είναι δυνατόν σήμερα να προωθηθεί και να πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα εφ' όσον πρώτα απ' όλα γίνει υπόθεση των μαζών και δεύτερο της δημόσιας εξουσίας» (Α. Ζαχαρέας, ΚΟΜΘΕΠ, τ. 8, Γενάρης 1976). Σελίδα 2 / 5
Η σχέση των αριστερών οικονομολόγων της μεταπολίτευσης με το ισχυρό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα από τη μια μεριά και η φύση των προβλημάτων που δημιουργούσε η σχετική μεταδικτατορική οικονομική άνθιση από την άλλη, επέτρεψε σ' αυτούς να διεκδικήσουν με καθαρά επιθετικό τρόπο την υιοθέτηση των θέσεων τους από την κρατική εξουσία. Η οπτική του μαζικού κινήματος (τουλάχιστον σ' όσες περιπτώσεις αυτή κυριάρχησε στην προβληματική τους) τους επέτρεψε να αποφύγουν την παγίδα της ενασχόλησης με προβλήματα της κρατικής διαχείρισης (φοροδιαφυγή των μικροεπαγγελματιών κλπ.). Για τους λόγους αυτούς οι αριστεροί οικονομολόγοι της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου είναι πρώτιστα πολιτικά στελέχη των κομμάτων της Αριστεράς και ελάχιστα έγκυρες προσωπικότητες της πανεπιστημιακής κοινότητας. Συνολικά, οι παρεμβάσεις του αριστερού πολιτικού λόγου στην οικονομική συγκυρία της περιόδου εγγράφονται σε μια προοδευτική σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση και κατορθώνουν χάρη στη στήριξη τους στο απεργιακό κίνημα να ηγεμονεύσουν απέναντι στον απολογητισμό των ιδεολόγων της κρατικής εξουσίας. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο αριστερός πολιτικός λόγος την ίδια περίοδο απέφυγε να αναδείξει εκείνες τις μαζικές πρακτικές που έτειναν να αμφισβητήσουν τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Αναντίρρητα, οι ιδεολογικές καταβολές των αριστερών οικονομολόγων τους έκαναν επιφυλακτικούς απέναντι σε τέτοιου τύπου πρακτικές, νομίζω όμως ότι το ζήτημα αυτό παραμένει δευτερεύον σε σχέση με τον επιθετικό - μη απολιτικό χαρακτήρα των παρεμβάσεων τους. 3. Προτάσεις ρεαλιστικές και συγκεκριμένες Αν έτσι έχουν τα πράγματα την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης σήμερα τα πράγματα μοιάζουν πολύ διαφορετικά. Κατ' αρχή όλοι οι οικονομικοί δείκτες (πληθωρισμός, ελλείμματα δημόσιου τομέα, άνοιγμα εμπορικού ισοζυγίου, ρυθμοί αύξησης του κατά κεφαλαίου ΑΕΠ, ανεργία κλπ.) παρουσιάζουν μια σταθερή επιδείνωση ή το πολύ μια στασιμότητα από το 1984 μέχρι σήμερα. Το καπιταλιστικό κέρδος παύει να θεωρείται μια αυτονόητη πραγματικότητα. Ακόμα και η καπιταλιστική εκμετάλλευση παύει να είναι «αυταπόδεικτη», αφού μέχρι τώρα συνδέονταν με την ύπαρξη του κέρδους αν όχι του «μονοπωλιακού υπερκέρδους». Στην αντιπαράθεση μεταξύ των τεχνοκρατών της σημερινής κυβέρνησης και των αριστερών οικονομολόγων οι πρώτοι έχουν βέβαια τον άχαρο ρόλο του υπερασπιστή της λιτότητας. Ωστόσο η επιχειρηματολογία τους φαίνεται να πατάει στο στέρεο έδαφος της «κοινής λογικής». Όταν το εξωτερικό χρέος της χώρας επιδεινώνεται είναι «λογικό» να ελαττώνονται οι αποδοχές των εργαζομένων, όταν οι δημόσιες επενδύσεις αποδεικνύονται παθητικές είναι «λογικό» να περικόπτονται και όταν οι ιδιώτες επιχειρηματίες διστάζουν να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, είναι πολύ λογικό να τους παραχωρούνται πρόσθετα κίνητρα και διευκολύνσεις. Στο κάτω κάτω αν κανείς σκεφτεί να επιρρίψει ευθύνες στην πολιτική εξουσία για την ύφεση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα θα έχει ασκήσει μια κάθε άλλο παρά αριστερή κριτική. Αν οι ιδιώτες αρνούνται να επανεπενδύσουν τα όποια κέρδη τους, τότε πιθανά αυτό να σημαίνει ότι η κυβερνητική εξουσία αρνείται να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις τους. Αλλά και η κριτική της χαμηλής παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα, του οποίου έχει την άμεση πολιτική ευθύνη διοίκησης η κυβέρνηση, καθόλου δεν αποτελεί ένα σίγουρο βήμα αριστερής πολιτικής παρέμβασης. Εκτός του ότι τα επιχειρήματα αυτά προνομιακά προτάσσονται από τους προπαγανδιστές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της φιλελευθεροποίησης είναι σίγουρο ότι πρακτικά ανοίγουν τις πόρτες όχι για την αποκατάσταση χρηστής ή «νοικοκυρεμένης» διοίκησης των επιχειρήσεων του δημοσίου, αλλά για την ενταντικοποίηση των συνθηκών εργασίας. Η στήριξη σε μια καθολικά αποδεκτή «κοινή λογική» είναι ο πρώτος λόγος που κάνει τους υποστηρικτές της πολιτικής της λιτότητας, παρ' ότι στερημένοι από κοινωνικά στηρίγματα, να βρίσκονται ουσιαστικά στην επίθεση: Είναι αυτοί που υποβάλλουν τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν με συγκεκριμένες Σελίδα 3 / 5
αντιπροτάσεις οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι. Βρίσκονται στην επίθεση γιατί ο διάλογος διεξάγεται στο πεδίο της δικής τους προβληματικής. Οι αριστεροί οικονομολόγοι που απορρίπτουν την κυβερνητική πολιτική «σταθεροποίησης» ως αντιαναπτυξιακή, αναποτελεσματική κλπ., βρίσκονται μπροστά στο καθήκον να υποδείξουν μια άλλη οικονομική πολιτική προσφορότερη για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την ανάσχεση της επενδυτικής ύφεσης. Βρίσκονται μπροστά στην ανάγκη να τοποθετηθούν σ' όλο το φάσμα των προβλημάτων που μπορεί να διαχειριστούν τα κυβερνητικά επιτελεία αρχίζοντας από τα μέτρα σύλληψης της φορολογητέας ύλης, τα μέτρα εξυγίανσης των προβληματικών φθάνοντας μέχρι τα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων καινής πολιτικής εξαγωγών. Τοποθετούμενοι στην προβληματική διαχείρισης της κρίσης, οι αριστεροί οικονομολόγοι βρίσκονται σε μια θέση απεγνωσμένης άμυνας: Είναι αυτοί που συνεχώς οφείλουν να αποδείξουν ότι οι προτάσεις τους είναι συγκεκριμένες, ρεαλιστικές, άμεσα εφαρμόσιμες, ικανές να αντιπαρατεθούν σημείο προς σημείο με την κυβερνητική πολιτική. «Ο Κ. Σημίτης προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο στερεότυπο. Προσπαθεί ούτε λίγο ούτε πολύ να πει ότι "συγκεκριμένο" είναι ό,τι εντάσσεται στη λογική που βλέπει την έξοδο από την κρίση στο κεφάλαιο και τα κέρδη του, ενώ "γενικόλογο" είναι ό,τι εντάσσεται στη λογική που βλέπει στους εργαζόμενους το κυριότερο για την ανόρθωση της οικονομίας. Έτσι για τον Κ. Σημίτη είναι εντελώς συγκεκριμένη η πρόταση που λέει ότι μέσα από την αύξηση των καπιταλιστικών κερδών θα έλθει η πρόοδος. Αλλά του είναι αφόρητα γενικόλογη η πρόταση που λέει ότι η πρόοδος θα ρθει μέσα από μια πολιτική που να ικανοποιεί τις ανάγκες των εργαζομένων». (Γ. Δραγασάκης, Προτάσεις ρεαλιστικές και συγκεκριμένες, Ριζοσπάστης, 20 9 87). Τα πράγματα βέβαια είναι πολύ πιο δύσκολα για τους οικονομολόγους με αριστερές πολιτικές αναφορές. Ακόμα κι αν σήμερα, δυο χρόνια μετά την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος, αυτό παρουσιάζει τις πιο σοβαρές αποκλίσεις από τους στόχους του, καθόλου δεν συνάγεται αυτόματα η ύπαρξη κάποιας εναλλακτικής πρότασης, ή μάλλον καθόλου δεν συνάγεται η ύπαρξη κάποιας αριστερής εναλλακτικής πρότασης. Εξ άλλου θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι μια τέτοια πρόταση θα προέκυπτε από τις επεξεργασίες του οικονομικού τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ ή της ΕΑΡ. Αποδεχόμενοι την ανάγκη εκπόνησης όλο και πιο επεξεργασμένων, συγκεκριμένων προτάσεων, οι αριστεροί οικονομολόγοι του 1987 οδηγούνται βήμα βήμα αλλά σταθερά, στην αποδοχή στοιχείων μιας λογικής που τους είναι αδύνατο πια να αντιμετωπίσουν: Είναι η λογική των «κάποιων αναγκαίων θυσιών», του «κάποιου κόστους» που θα έχει π.χ. η εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων, η λογική των «συντεχνιακών αιτημάτων» και των «περίεργων απεργιών» (Χ. Φλωράκης), η λογική της «φορολογικής δικαιοσύνης», της πάταξης της λούφας και της αναγκαιότητας επιβολής της εργασιακής πειθαρχίας: «Είναι ανάγκη να θεσπιστεί ένας νέος δημοκρατικός δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας που να κατοχυρώνει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των υπαλλήλων αλλά και τις υποχρεώσεις εργασιακής υπευθυνότητας και πειθαρχίας τους. Η δημόσια διοίκηση στην αλλαγή και πολύ περισσότερο στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να είναι βασίλειο της ρουτίνας, της ανευθυνότητας, της αδιαφορίας, του χαρτοβασίλειου, της χαμηλής αμοιβής και του ερασιτεχνισμού «(Μ. Ανδρουλάκης, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 3/7/1986). Πιο πρόσφατη ακόμα είναι η αποδοχή από την πλευρά και του ΚΚΕ ενός «κάποιου» συστήματος σύνδεσης αμοιβής και παραγωγικότητας. Η πιο χαρακτηριστική είναι ίσως η περίπτωση της ΕΑΡ, ή, αν προτιμάτε, η περίπτωση Μ. Παπαγιαννάκη και η αντιμετώπιση από το χώρο αυτό του θέματος των προβληματικών. Σελίδα 4 / 5
«...Αντίθετα, με τη φτηνή εργασία, συντηρούν τη φθηνή ανάπτυξη, που όπως είπαμε προηγούμενα, είναι υπανάπτυξη. Μαραζώνουν την εσωτερική αγορά, συντηρούν στη ζωή τεχνητά τις πιο ξεπερασμένες επιχειρήσεις. Αλλά γιατί συμφέρει στην κοινωνία, στον κόσμο της εργασίας να επιβιώνουν όλα αυτά τα "κουτσά παπιά";» (Μ. Παπαγιαννάκης, «Η Αυγή», 20.9.87). Εδώ ίσως χρειάζεται κάποια επεξήγηση: Η απομάκρυνση από την οπτική μαζικού κινήματος δεν αποτελεί απλώς συνειδητή επιλογή των αριστερών οικονομολόγων. Είναι περισσότερο αποτέλεσμα της υποχώρησης του εργατικού κινήματος, υποχώρησης για την οποία οι ευθύνες των αριστερών κομματικών ηγεσιών είναι μεγάλες, αφού σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου αρνήθηκαν να το κατευθύνουν σε μια αγωνιστική προοπτική, αρκούμενες στα εκλογικά οφέλη που τους εξασφάλιζε. Υπάρχει βέβαια και η διάσταση των ιδεολογικών καταβολών των αριστερών διανοουμένων. Η απομάκρυνση δηλ. από τις θέσεις της κοινωνικής (αντικαπιταλιστικής) κριτικής, τις θέσεις εκείνες που είναι οι μόνες που μπορούν να επιτρέψουν τη μαζική αντίσταση στα ιδεολογήματα της «ανάπτυξης 1992». Αν κάποιος ερχόταν σήμερα να υπερασπιστεί το «δικαίωμα στη λούφα» των δημοσίων υπαλλήλων, να καταγγείλει την υποκρισία όσων μιλάνε για την έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης του νέου εργάτη, να υπερασπιστεί το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητάνε αυξήσεις «πάνω από τα όρια αντοχής του συστήματος» τότε αυτός σίγουρα δεν θα ήταν οικονομολόγος. 4. Με δυο λόγια Ασφαλώς η υπεράσπιση από την μεριά των τεχνοκρατών ιδεολόγων της σημερινής οικονομικής πολιτικής με τον έντονα αντιλαϊκό χαρακτήρα, μιας πολιτικής που εφαρμόζεται από μια ολοένα και λιγότερο φερέγγυα πολιτικά κυβέρνηση είναι ένα άχαρο καθήκον. Η προπαγάνδιση όμως από την πλευρά των αριστερών οικονομολόγων εναλλακτικών προγραμμάτων σταθεροποίησης της οικονομίας δεν είναι μόνο πολύ πιο άχαρο καθήκον. Είναι πράξη ακυρωτική της αριστερής τους ταυτότητας. Όταν μάλιστα η υπεράσπιση τέτοιων εναλλακτικών λύσεων αναγορεύεται σε αριστερή πολιτική παρέμβαση, τότε η ενσωμάτωση της Αριστεράς στις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας δεν είναι μια επικείμενη απειλή, αλλά μια καθημερινή πραγματικότητα. Σελίδα 5 / 5