Μην ξυπνάτε αυτούς που ονειρεύονται Μην ξυπνάτε αυτούς που ονειρεύονται αφήστε τους ν αυγάζουν στο σκοτάδι, ξυπνήστε αυτούς τους ξεχασμένους που απλά κοιμούνται που σαν ξυπνήσουν το πρωί τον πηγαιμό, δεν τον θυμούνται και παίρνουν χρώματα και πάλι απ την αχνοκεριά και ζωγραφίζουν έναν κόσμο άδειο, και δεν φοβούνται δεν νοιάζονται για κείνα τα παιδιά που ταξιδεύουν στα όνειρα που έμαθαν, φεγγάρια να χαϊδεύουν. Μην ξυπνάτε αυτούς που ονειρεύονται αφήστε τους να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο, ξυπνήστε αυτούς που ζούνε μονάχα στο σκοτάδι αυτούς που ξέχασαν νωρίς της γέννας το ασπράδι, εκείνους, που δεν βρίσκουν στα όνειρα βυζάστρες, να πιούνε στάλες απ των αστεριών το γάλα εκείνους που δεν έμαθαν να κάνουν, όνειρα μεγάλα. Μην ξυπνάτε αυτούς που ονειρεύονται αφήστε τους να φτιάχνουν στον ύπνο τους βελούχια, ξυπνήστε αυτούς, που στον αχό απ το δάκρυ δεν αφτιάζονται και σαν το γέρμα κοντοφθάνει για τον ύπνο βιάζονται, εκείνους που δεν χάιδεψαν ποτέ, βροχής τα ψιχαλίδια αυτούς ποτέ στο ξύπνημα, που δεν είδαν στολίδια. Μην ξυπνάτε αυτούς που ονειρεύονται αφήστε να γεμίσουν τον κόσμο με γαρδέλια, ξυπνήστε αυτούς μέρα Μαγιού που δεν μυρίζουν γιασεμί που στο κακό, στο μαύρο δεν έμαθαν να φωνάζουν μη, αυτούς που ασέληνοι δεν έχουν μια ευχή για το φεγγάρι όλους εκείνους, που στα παιδιά δεν έκαναν μια χάρη, ξυπνήστε αυτούς, κι αφήστε τους αβάσκαντους να ταξιδεύουνε Μην ξυπνάτε, αυτούς που ονειρεύονται.
Τι όμορφα που μοιάζεις Τι όμορφα που μοιάζεις, σαν τα ριπίδια του γαλάζιου στων αστεριών τα στέκια σαν τους ροδαμούς του φεγγαριού ντυμένο με φιλύρα σαν χρυσό μοιάζεις στημόνι που γνέθουν οι Ευμενίδες στους αγγέλους που ξυπνούν κι αμέσως παίζουν λύρα. Τι όμορφα που μοιάζεις, σαν τ αειπάρθενα νερά ανθοστόλιστης κρυφής αυλής σαν γλυκιά προτωλαλιά μιας αηδονούσας καλημέρας μοιάζεις...σαν αλικόπλαστη μορφή σε γύρω μελισσών μέλι σα γνέθουν οι βασίλισσες στο πέρασμα της μέρας. Τι όμορφα που μοιάζεις, σαν προσευχή απάνεμη μες τους τρελούς βοριάδες σαν την γλυκιά την προσμονή ενός μικρού χελιδονιού σαν την ευχή.. μιας μαργαρίτας με όνειρα χιλιάδες κι άγιο κρασί ενός μπρούσκου. από άρωμα φιλιού. Τι όμορφα που μοιάζεις, σαν ένα ηλιοτράγουδο σε πληγωμένα μέρη και ανήλια σαν την πρωτόλευκη την Πούλια, σε ουρανού αγνάντι και σαν, σαν χρυσοκέντητος ανθός μελίχαρα τα χείλια σε χώμα αδιάβατο και λάβρο, να μοιάζεις σε διαμάντι. Τι όμορφα που μοιάζεις, και μοιάζει όλος ο κόσμος μου γιασεμομύριστο φιλί και νιώθω σε πρωτόγνωρα φεγγάρια πως βαδίζω μπορεί για όλον τον κόσμο, να είσαι κι από κάτι για μένα αυτό το κάτι, είναι όλος ο κόσμος μου, δεν θέλω να σαι δίπλα μου επειδή με αγαπάς αλλά αυτή σου την αγάπη, θέλω να την αξίζω. Τι όμορφα που μοιάζεις.
Εαρινή εσπέρα Εαρινή εσπέρα κι οι νύμφες του Μαγιού αποκαμωμένες φόβο μυλοβολούν τ αειπάρθενα χρώματα της άνοιξης, και μοιάζουνε οι πράξεις απ τις Ερινύες εσκεμμένες μέρα Μαγιού, χωρίς ευμένεια, δίκαια μέρα κατάνυξης. Εαρινή εσπέρα κι οι Ευμενίδες σε Φθινοπώρου δειλινό γι ακόμη μια συγχώρεση σε άψυχα και πεπτωκότα φύλλα, που έωλα γύμνωσαν κλαδιά κι έμεινε μόνο το λινό και μοιάζουν στους βοριάδες τα ισιόκορμα σαν κοίλα. Ελικοβλέφαρη η Θεά, θωρρεί τον φλοίσβο του Μαγιού στις φοβισμένες ρίζες καθώς τα πέταλα μεριάζουν, κι οι νύμφες οι ερατεινές χάνουν το χρώμα του φιλιού μέρα Μαγιού κι οι Ερινύες, την Άρτεμις τρομάζουν. Εαρινή εσπέρα και μοιάζει επέκεινα η συγχώρεση για κείνους της ζωής, που μ ευταξία ξόδεψαν τα δώρα, κι ο πηγαιμός στο μαύρο, κόλαφος η συμπόρευση απ την αρχή έμοιαζε θέσφατο, των ρίψασπις η ώρα.
Σιγή ενός αγγέλου Πιάσε τα φτερά εκείνου του μαΐστρου τους φτερωτούς διαβάτες που κατά τον πουνέντε, τα αετίσια όνειρα που κατά την άρκτο τις ροδόχρωμες ευχές γλυκιάς αμπέλου, πιάσε τους γαρμπίδες πριν πάει η ώρα πέντε και στείλε αυτό το μήνυμα σιγή ενός αγγέλου. Πιάσε τις σταγόνες της βροχής πριν γίνουν χώμα τα ήλιοτράγουδα απ τ αστέρια καμωμένα, τα μελίχαρα ταξίδια απ το γαλάζιο δώμα την προσμονή του ανοιξιάτικου πινέλου, πιάσε τα λιανοτράγουδα κι ας είναι θυμωμένα και στείλε αυτό το μήνυμα σιγή ενός αγγέλου. Πριν ξημερώσει και βγει ο περβολάρης γράψε το μήνυμα στα σύννεφα επάνω ένας αητός ταξίδεψε, θάνατου καβαλάρης σιγή ενός αγγέλου, τ αθάνατου ζητιάνο.
Ο κόσμος των ονείρων μου Πώς να ζωγραφίσω τον κόσμο των ονείρων μου. Τι χρώμα άραγε να βάλω στον Αγιόηχο πώς να δείξω εκείνα τα φτερά της αετούσας. Πώς να περιγράψω Θεέ μου μια αλικόπλαστη μορφή γιασεμομύριστο φιλί πώς να το ζωγραφίσω πως δείχνεις άραγε με χρώματα, μια όμορφη ζωή. Κι αν έχω κάνει με παιδιά ροδόχτιστη αυλή κι αν στην ποδιά μας έχουμε φεγγαροκέντητες ελπίδες πως δείχνεις των αγγέλων εκείνο το φιλί που τραγουδά την άνοιξη πάντα μ ακροστιχίδες. Με λέξεις πώς να γράψεις για ηλιόχαρη αυγή και πώς να περιγράψεις μια αηδονούσα καλημέρα δυοσμοσταλιά σαν πέφτει απ τη βροχή. Πώς να δείξω εκείνα τα φτερά της αετούσας τι χρώμα άραγε να βάλω στον Αγιόηχο. Πώς να ζωγραφίσω τον κόσμο των ονείρων μου.
Στης λασπουριάς τα μέρη Παίζαμε μέρα μεσημέρι φτωχιάς αυλής, φτωχά παιδιά, όμως αητούς κρατούσαμε στο χέρι στο δρόμο με τη λασπουριά. Κι όταν φαινόταν γέροντας στα μέρη τρέχαμε όλο χαρά, με τη σειρά, να του φιλήσουμε το χέρι, κι έτσι μάθαμε τη γεύση του φιλιού εκεί, στης λασπουριάς τα μέρη. Παίζαμε μέρα μεσημέρι κοντά σ αυλές με γιασεμιά, και σαν τις μέλισσες κρυφτό με το αστέρι παίρναμε χρώματα σε άλλη γειτονιά. Κι όταν κυράδες μας στήνανε καρτέρι τότε απλώναμε φτερά, και τι χαρά, σαν κάποιο περιστέρι, κι έτσι μάθαμε τη γεύση απ το ψηλά εκεί, στης λασπουριάς τα μέρη. Και όταν έρχονταν το γιόμα τα χείλη ξέδιψα χωρίς γεύση από γάλα, χορτέναμε από ουρανό κι έτσι μάθαμε να κάνουμε, όνειρα μεγάλα.
Ακόμη μια βασίλισσα Κι έλεγα οι μέλισσες, γιατί τριγύρω σου πετούνε; μέρα Μαγιού κι οι δυοσμαρίνες σπαρτές με περβολάρη κι αυτές στη χάρη των ανθών, αδιάφορα περνούνε μοιάζεις γαλάζια θάλασσα και πάνω σου οι γλάροι. Κι έλεγα μην είσαι η γύρη, του γιασεμιού στολίδι μοιάζουν ακάτεχες οι Νύμφες σε άνοιξης αμπέλι, οι Ερινύες ζήλεψαν σ αυτό, των μελισσών παιχνίδι γιορτή μελιού, μέλι γλυκό, των ομματιών σου μέλι. Κι έλεγα μην είσαι τάχα, των μελισσών βυζάστρα που σ αγκαλιά ορφανά κρατείς με όνειρα περίσσια, μα πως φαντάζουν δίπλα σου σα να πετούνε στ άστρα βρήκανε μια βασίλισσα, και σε φωλιά αετίσια.
Κέρασμα Εσείς που έχτε γλυκό του κουταλιού για κέρασμα που χετε δέντρα στην αυλή κι υάκινθους στον κήπο, μην λησμονήσετε ποτέ, ενός φτωχού το πέρασμα μην είναι η πόρτα σφαλιστή και έξω γράφει λείπω. Εσείς που έχετε ανθούς και μπρούσκο από σταφύλι ένα ποτήρι θα χετε κι από πηλό ας είναι, βάλτε σταγόνες προσευχής στα διψασμένα χείλη δυο λόγια πέστε τρυφερά, λίγο κοντά μας μείνε. Εσείς που έχτε καρδιά κι αετίσια αβερτοσύνη που έχετε τα μάτια του κι από ψηλά κοιτάτε, σαν δείτε βλέμμα σπουργιτιού, δείξτε του καλοσύνη πάρτε το λίγο στα ψηλά, και ας μαζί πετάτε. Κι εσείς, εσείς βελούχια που χετε και βίγλες σε φεγγάρια που πιάνατε από μικροί με ξόβεργες τ αστέρια, αφήστε για τους ορφανούς, στον πηγαιμό σας χνάρια να χετε πάντα μια αγκαλιά, και ανοιχτά τα χέρια.
Σημάδι στο Θεό Κρατάς την πέτρα και βλέπω το θυμό σου είμαι κι εγώ οργισμένος μην νομίζεις, μα δεν σημάδεψα ποτέ μου τα φεγγάρια δεν γκρέμισα αητούς που ζωγραφίζεις δεν έσβησα των αστεριών τα χνάρια γιατί μετά δεν θα χω που να κοιτάξω για να ονειρευτώ, γιατί μετά δεν θα χω τι να γράψω. Πολλές φορές κι εγώ είχα σημάδι το Θεό μα είπα καλύτερα μην την πετάξω, είπα καλύτερα, για άλλη μια φορά, καλύτερα ας γράψω, καλύτερα ας κλάψω.
Θυσία Θυσία, δεν είναι να πεις πως αγαπάς κι ο εγωισμός, ταξίδι σε πιρόγα Θυσία είναι το κερί που λιώνει, μα στέκεται αλύγιστο για να καεί η φλόγα. Θυσία, δεν είναι το δάκρυ που θ αφήσεις, σαν απ αυτό δεν γεύεσαι αλμύρα Θυσία είναι η βροχή που στέλνει τα παιδιά της στου θάνατου τη μοίρα. Θυσία είναι η του φεγγαριού αιώνια ανάσα που δεν μεριάζει απ της γης τη γειτονιά για να χουν κάπου, να στείλουν τις ευχές τους τα παιδιά. Θυσία είναι ο ποταμός, που αφήνει να τρώει τα σωθικά του η ζωή θρέφοντας θάλασσες σα νιώσεις μοναξιά και θέλεις, μια γαλάζια αγκαλιά ένα πρωί. Θυσία, δεν είναι να πεις πως αγαπάς μα όμως να παίρνεις και να δίνεις Θυσία είναι, αν μπορείς να μην ζητάς, κι αγάπη εσύ να γίνεις.
Δεν είμαι ποιητής χωρίς να ονειρεύομαι Δεν είμαι ποιητής χωρίς να ονειρεύομαι δεν γίνεται να γράφω χωρίς να ταξιδεύω, δεν έχω δίπλα μου λουλούδια να χαϊδεύω μόνο θεριά, που πρέπει μερέψω. Δεν είναι ποίηση οι απλές εκείνες λέξεις που σαν παιδιά λέγαμε στις αλάνες ξοπίσω μας με βίτσες σαν τρέχανε οι μάνες, ποίηση είναι, οι λέξεις που με κάνουν να πεθαίνω κάθε βραδιά, κι όταν στο τέλος το πρωί, οι ίδιες λέξεις μου δίνουνε ζωή. Δεν γράφω για να δείξω ποιητή μονάχα άνθρωπο χαμένο και μονάχο που γνέθει η απανεμιά σε πληγωμένο βράχο, δεν είναι ποίηση όταν γράφω για το νου σ άγνωστα μέρη, σε άγνωστη βραδιά μα όταν οι λέξεις, πάνε μέσα στην καρδιά. Δεν γράφω ποίηση να γίνω ποιητής μα άνθρωπος καλύτερος μέσα από τις λέξεις σαν αντιμάχομαι θεριά ώσπου ουρανέ να φέξεις, κι άλλωστε, δεν ξέρω ακόμα ποιητής τι πάει να πει θαρρώ όμως ποίηση, είναι το δάκρυ που μοιάζει στη βροχή άγιες σταγόνες ανάμεσα στις λέξεις. Δεν γράφω ποίηση χρωμάτων σε καμβά για τα εσώψυχα που κρύβει η καρδιά μου, δεν ζωγραφίζω ν αναρωτιούνται στην ποδιά μου τι θέλει άραγε να πει ο καλλιτέχνης, αυτό επιτρέπεται στον πίνακα της τέχνης η ποίηση όμως, θα πρέπει να χει πάντα κάτι να σου δώσει κι απαγορεύεται να πεις, τι ήθελε να πει ο ποιητής. Δεν γράφω ποίηση γιατί έχω χαρά μα κάποιο πόνο βαθιά στα σωθικά μου καταραμένη ανάγκη να φέρω, ειρήνη πρώτα στην καρδιά μου, μετά, στον κόσμο αν μπορώ κι αυτό μέσα απ την ποίηση με λόγο πάντα έμμετρο.
Δεν γράφω ποίηση μόνο για να γράφω μα για να μάθω τους μεγάλους ποιητές άλλωστε, δεν ξέρω αυτό τι πάει να πει αυτό που ξέρω, πως οι μεγάλοι ποιητές, ποιήματα άλλων εξυμνούσαν και πάντα διάβαζαν μακριά απ τη σκιά τους ενώ οι μέτριοι, διαβάζουν μόνο τα δικά τους. Δεν γράφω ποίηση για να γενώ αητός έτσι κι αλλιώς, πάντα πετώ στα σύννεφα επάνω, δεν ξέρω αν ποτέ θα γίνω ποιητής μ αυτό που έμαθα, είναι πως ποίηση, δεν είναι αυτό, που σου δίνει τα φτερά για να πετάξεις αλλά είναι αυτό, που σου μαθαίνει ότι για να πετάξεις, δεν χρειάζεσαι φτερά.
Εσείς που γράφετε ποιήματα Εσείς που γράφετε ποιήματα, μην γράφετε αλήθειες. Μην γράφετε γι αυτά που έγιναν παρά μονάχα, γι αυτά που έπρεπε να γίνουν γι αυτά που θέλατε να γίνουν κι ας πάτε κόντρα, και στο Θεό ακόμα. Φτιάξτε μια νέα γη, με νέο χώμα και χελιδόνια, χωρίς τον πληγωμό της προσμονής, θα ρθει, δεν θα ρθει. Καινούργιες μαργαρίτες φτιάξτε και πιο λευκές ακόμα χωρίς τον πόνο της αγάπης μ αγαπάει, δεν μ αγαπάει. Νέα φεγγάρια με σκαλιά για τα παιδιά, ν αφήνουν πάνω τις ευχές τους και στην ποδιά και στην ποδιά του ουρανού, φυτέψτε υάκινθους και δυόσμο, φιλύρα στα σοκάκια των αγγέλων και να στε εσείς ο περβολάρης, πάρτε σπόρους απ τη δική σας άνοιξη και φτιάξτε και φτιάξτε έναν δικό σας κόσμο, ένα δικό σας μέλλον. Εσείς που γράφετε, μην γράφετε γι αητούς μα για σπουργίτια που έχουν όμως, αυτό το πέταγμά του, μάθετε στα παιδιά να στήνουν ξόβεργες στα όνειρα μάθετε στους αγέρηδες να φτύνουν την αλμύρα να μην υπάρχουν πια, ξυλάρμενες καρδιές. Πάρτε χρώματα και ζωγραφίστε απ τη αρχή, και τη δική σας μοίρα. Εσείς που γράφετε ποιήματα, μην γράφετε αλήθειες μα ούτε και ψέματα.
Καλά εγώ δεν ξέρω Καλά εγώ δεν ξέρω Εσείς που ξέρετε την τέχνη της γραφής, για δεν γράψατε ακόμα για ένα φτωχό σπουργίτι για μια καρδιά σε μοναξιά που δίχως σπίτι, για όνειρα απάνεμα η άνοιξη που φέρνει για κείνη την αλμύρα, που ο λεβάντες παίρνει. Καλά εγώ δεν ξέρω εσείς που ξέρετε τη δύναμη του λόγου, για δεν γράψατε ακόμα τις μαγεμένες λέξεις κείνες που κρύβουν μυστικά, δονήσεις και ρυθμό κείνες που απαγγέλοντας σε πάνε στο Θεό και ότι πίσω απ τις λέξεις τελικά, δεν βρίσκεται ο Αλέξης μα κάποια προσευχή, λίγο μετά απ το φως εσείς που ξέρετε, θα έπρεπε να ξέρετε το πώς. Καλά εγώ δεν ξέρω Εσείς που ξέρετε και είστε λογοτέχνες, για δεν πετάτε από πάνω σας τη φτώχια; για ποιους γεννήθηκαν του λόγου μας οι τέχνες; κάποιοι γεννήτορες μείναν δίχως μετόχια κάποτε γράφανε ψηλά, ποτέ χωρίς εκπτώσεις κι εσείς που ξέρετε, το ευτελίζετε και γράφετε με δόσεις. Καλά εγώ δεν ξέρω Εσείς που ξέρετε και είστε διανοούμενοι, εσείς, με το κασκόλ, οι ευκόλως εννοούμενοι γιατί επιμένετε να γράφετε μόνο για ερωτευμένους «ω τι χαρά στον έρωτα η άνοιξη θα φέρει, κι ολόγυρα οι νύμφες θα στολίζουν τα μαλλιά σου μπρούσκο φιλί μέρες Μαγιού θα γίνω στην ποδιά σου κι οι μέλισσες θ αρμέγουνε της ομορφιάς σου αγέρι» Μα πως ξεχνάνε τόσο, τους δακρυσμένους, τους πληγωμένους που δεν αδίκησε η ζωή μα η δική σας απραξία εσείς που ξέρετε και γράφετε την ίδια ιστορία, πέστε τα πράγματα αλλιώς, πως θα πρεπε να είναι πάψε να φαίνεσαι μικρός, γράψτα, κι άνθρωπος γίνε.
Καλά εγώ δεν ξέρω Μα εσείς που ξέρετε και είστε ποιητές μήπως βολεύεστε κι αυτό, είναι για το καλό σας; γι αυτό και δεν αλλάζατε ακόμα τον εαυτό σας; γιατί είστε ακόμη γλάστρες, με βασιλικό και δυόσμο, εσείς που ξέρετε, γιατί ακόμα, δεν αλλάξατε τον κόσμο.
Μην σωπαίνεις μίλα Για δεν μιλάς που γέμισε η αυλή σου με απόσκια τα λίγα τριαντάφυλλα που είχες τα μάραναν κι αυτά, μην σωπαίνεις, μίλα. Έχεις ξεχάσει πως είναι ολόκληρη η ανάσα από φόβο ανέμου ψιχαλίδια μονάχα σε κρατούνε ζωντανό, και δεν σ ακούει όταν κοιτάς προς το Θεό κι εσύ, μα δεν ακούς όταν κι αυτός φωνάζει μίλα μην σωπαίνεις μίλα. Σου κλέβουνε τα όνειρα κι απ τη ζωή το χρώμα σου κλέβουν την ελπίδα κι αυτή την προσμονή, αν θα ξανάρθουνε μέρες Μαγιού κι ακόμα, αν θα χεις τότε μια φωλιά για κάποια προσευχή μην σωπαίνεις μίλα. Για δεν μιλάς που στη ζωή σου άπλωσαν πικρή αχνοκεριά στα βήματά σου αχνάδα χωρίς προορισμό κλάμα και δάκρυ στα μάτια απ τα παιδιά, τα όνειρά τους είναι σ αθρεψιά και δεν μιλάς, μην σωπαίνεις μίλα. Γιατί αφήνεις τους ασέληνους να ορίζουν τη ζωή σου γιατί έγινες τόσο μικρός, πιότερο από σπουργίτι των παιδιών τα όνειρα γιατί, αφήνεις δίχως σπίτι, μην σωπαίνεις μίλα. Ξύπνα και πες πως φτάνει, αυτός ο κόσμος μου ανήκει κι αυτή η ανάσα είναι δική μου μην σωπαίνεις μίλα. Στους δρόμους βγες και φώναξε με όση αξιοπρέπεια σ απόμεινε πως φτάνει, θα πάρω πίσω ότι μου κλέψατε, ότι μου ανήκει, θα πάρω πίσω τη ζωή μου θα πάρω πίσω τα όνειρα των παιδιών μου θα ξαναφέρω στις καρδιές μας μέρες Μαγιού και χρώμα στην ανάσα μας θ ανέβω σε βίγλες και θα φωνάξω ελάτε ν αλλάξουμε τον κόσμο μας σε παρακαλώ
θα δώσω πίσω στα παιδιά εκείνες τις ελπίδες εκείνα τα όνειρα του γιασεμιού να φτιάξουν κόσμο όμορφο θα φτιάξω αυλές να χουν στο ξύπνημα γαρδέλια μην σωπαίνεις μίλα κι ορκίζομαι άλλη φορά πως δεν θ αφήσω να κλέψουν τη χαρά μου να κλέψουν τα όνειρά μου να κλέψουν την αγάπη μου, τ άστρα απ τον ουρανό μου μην σωπαίνεις μίλα μα το Θεό μου, θα φωνάξω ότι μπορώ τον κόσμο να αλλάξω απ την αρχή αν θέλω θα τον φτιάξω και δεν θα σταματήσω να φωνάζω ναι μην σωπαίνεις μίλα. Κι αν κι αν δεν θέλεις να το κάνεις για σένα τουλάχιστον κάντο γι αυτούς που δεν έφταιξαν σε τίποτα. για τα παιδιά μας και ποιος ξέρει μπορεί κάποτε να ξαναγεννηθούμε και τα γκρεμισμένα, τα ματωμένα, να είναι δικό μας έργο γι αυτό σε παρακαλώ, Μην σωπαίνεις, μίλα.