ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 1
Kaufman, L. & Rousseeuw, J. P. 1990. Finding Groups in Data. An Introduction to Cluster Analysis, New Jersey, John Wiley & Sons. Koutsias, N., Arianoutsou, M., Kallimanis, A. S., Mallinis, G., Halley, J. M. & Dimopoulos, P. 2012. Where did the fires burn in Peloponnisos, Greece the summer of 2007? Evidence for a synergy of fuel and weather. Agricultural and Forest Meteorology, 156, 41-53. Lambin, E. F., Turner, B. L., Geist, H. J., Agbola, S. B., Angelsen, A., Bruce, J. W., Coomes, O. T., Dirzo, R., Fischer, G., Folke, C., George, P. S., Homewood, K., Imbernon, J., Leemans, R., LI, X., Moran, E. F., Mortimore, M., Ramakrishnan, P. S., Richards, J. F., Skånes, H., Steffen, W., Stone, G. D., Svedin, U., Veldkamp, T. A., Vogel, C. & Xu, J. 2001. The causes of land-use and land-cover change: moving beyond the myths. Global Environmental Change, 11, 261-269. Mallinis, G., Emmanoloudis, D., Giannakopoulos, V., Maris, F. & Koutsias, N. 2011. Mapping and interpreting historical land cover/land use changes in a Natura 2000 site using earth observational data: The case of Nestos delta, Greece. Applied Geography, 31, 312-320. Matthews, G. V. T. 1993. The Ramsar Convention on Wetlands: its history and development. Ramsar convention bureau Gland. Moreira, F., Viedma, O., Arianoutsou, M., Curt, T., Koutsias, N., Rigolot, E., Barbati, A., Corona, P., Vaz, P., Xanthopoulos, G., Mouillot, F. & Bilgili, E. 2011. Landscape wildfire interactions in southern Europe: Implications for landscape management. Journal of Environmental Management, 92, 2389-2402. Parcerisas, L., Marull, J., Pino, J., Tello, E., Coll, F. & Basnou, C. 2012. Land use changes, landscape ecology and their socioeconomic driving forces in the Spanish Mediterranean coast (El Maresme County, 1850 2005). Environmental Science & Policy, 23, 120-132. Pontius, J., G. Robert, et al. (2004). Detecting important categorical land changes while accounting for persistence. Agriculture, Ecosystems & Environment 101(2 3): 251-268. Rousseeuw, P. J. 1987. Silhouettes: A graphical aid to the interpretation and validation of cluster analysis. Journal of Computational and Applied Mathematics, 20, 53-65. Rudel, T. K., Coomes, O. T., Moran, E., Achard, F., Angelsen, A., Xu, J. & Lambin, E. 2005. Forest transitions: towards a global understanding of land use change. Global Environmental Change, 15, 23-31. Serra, P., Pons, X. & Saurí, D. 2008. Land-cover and land-use change in a Mediterranean landscape: A spatial analysis of driving forces integrating biophysical and human factors. Applied Geography, 28, 189-209. Smardon, R. C. 2009. Sustaining the Worlds Wetlands, Springer. Wiersma, G. B. 2004. Environmental Monitoring, Taylor & Francis. Xystrakis, F., Theodoropoulos, K., Eleftheriadou, E., Samaras, D. A., Damianidis, C. & Papadopoulos, T. 2014. Succession rates and patterns twelve years after land use abandonment in the estuary of the River Aliakmon, N. Greece. Acta Botanica Croatica, 73, 251-265. Zalidis, G., Mantzavelas, A. & Gourvelou, E. 1997. Environmental impacts on Greek wetlands. Wetlands, 17, 339-345. Zomeni, M., Tzanopoulos, J. & Pantis, J. D. 2008. Historical analysis of landscape change using remote sensing techniques: An explanatory tool for agricultural transformation in Greek rural areas. Landscape and Urban Planning, 86, 38-46. Zorrilla-Miras, P., Palomo, I., Gómez-Baggethun, E., Martín-López, B., Lomas, P. L. & Montes, C. 2014. Effects of land-use change on wetland ecosystem services: A case study in the Doñana marshes (SW Spain). Landscape and Urban Planning, 122, 160-174. Αναγνώριση και Σύνθεση των Οικοτόπων οκτώ Ιερών Δασών στην Περιοχή Κόνιτσας - Ζαγορίου 789
Κοράκης, Γ. 1, Καψάλης, Ελ. 2α,Τσιακίρης, Ρ. 3, Στάρα, Κ. 4α,Halley,J.M. 4β, Παπαϊωάννου, Χ. 2β, Κατή, Β. 2γ 1 Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Πανταζίδου 193, 68200, Ορεστιάδα, gkorakis@fmenr.duth.gr 2 Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων, Σεφέρη 2, 30100, Αγρίνιο, α eleftherios.kapsalis@gmail.com, β agriogido@hotmail.com, γ info@cbcd.eu 3 Δασαρχείο Ιωαννίνων, Μ. Κοτοπούλη 62, 45455, rigastsiakiris@gmail.com 4 Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών,Πανεπιστημιούπολη, 45110, α kstara@cc.uoi.gr, β jhalley@cc.uoi.gr Περίληψη Στις περιοχές της Κόνιτσας και του Ζαγορίου, υπάρχουν καταγεγραμμένα δεκάδες ιερά δάση ποικίλης έκτασης που προστατεύονται από την υλοτόμηση και διατηρούνται ως φυσικά αποθέματα. Η γνώση του είδους των οικοτόπων είναι απαραίτητη για την εφαρμογή προγραμμάτων αποτελεσματικής διαχείρισης και παρακολούθησης της βιοποικιλότητάς τους. Στο πλαίσιο ευρύτερης έρευνας για την βιοποικιλότητα επιλεγμένων ιερών δασών παρουσιάζονται στην παρούσα εργασία τα αποτελέσματα της αναγνώρισης των τύπων οικοτόπων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και των οικοτόπων εθνικής σημασίας που εμφανίζονται σε αυτά. Επιλέχθηκαν προς έρευνα οκτώ ιερά δάση που συνδέονται με αντίστοιχους οικισμούς. Οι τύποι οικοτόπων που καταγράφηκαν περιλαμβάνουν τα θερμόφιλα φυλλοβόλα δρυοδάση (91Μ0), τα μικτά θερμόφιλα δάση φυλλοβόλων (925Α), τις υποβαθμίσεις των προηγούμενων σε αειθαλείς τύπους (934Α) και τα δάση μαύρης πεύκης (9530). Αν και τα ιερά δάση προστατεύονται από υλοτόμηση δέχονται ανθρώπινη επέμβαση λόγω της κτηνοτροφικής χρήσης και αναψυχής. Λέξεις κλειδιά: ιερά δάση, παραμεσογειακή βλάστηση, τύποι οικοτόπων, οδηγία 92/43ΕΟΚ, Ήπειρος Εισαγωγή Τα αρχαία ή αρχέγονα δάση αποτελούν διεθνώς ιδιαίτερα σπάνια ενδιαιτήματα (Chandran and Hughes 2000, Whittaker and Fernandez-Palacios 2007). Συχνά τέτοια αρχαία δάση διατηρήθηκαν έως τις μέρες μας γιατί προστατεύονται ως ιερά και συνδέονται με απαγορεύσεις υλοτομίας (Stara et al. 2012). Σήμερα οι περιοχές που υπόκεινται σε διαχείριση μέσω θρησκευτικών δοξασιών αναγνωρίζονται ως Ιεροί Φυσικοί Τόποι (Sacred Natural Sites) (Oviedo and Jeanrenaud 2007). Εκτός από την πολιτισμική τους αξία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας (Dudley et al. 2009). Στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στις ορεινές κοινότητες του Ζαγορίου και της Κόνιτσας, η πλειονότητα των οικισμών συνδέεται με ιερά δάση που διατηρούν χαρακτηριστικά πρωτογενούς δομής και σύνθεσης. Συνήθως διατηρήθηκαν είτε ως προστατευτικά, σε κλιτύες πάνω από τους οικισμούς, είτε ως φυσικά αποθέματα που προστατεύουν σημαντικούς φυσικούς πόρους και ταυτόχρονα εξυπηρετούν επίσης λατρευτικούς και αισθητικούς σκοπούς (Stara 2012a). Η έκτασή τους ποικίλει από ομάδες δέντρων και μικρές λόχμες, οι οποίες συνήθως απαντούν κοντά σε εκκλησίες ή ξωκλήσια στα οποία και αφιερώνονται, έως και εκτεταμένα δάση που προστατεύονται συχνά με εκκλησιαστικά επιτίμια και κοινοτικές αποφάσεις (Stara 2012b). Τα περισσότερα εντοπίζονται στη ζώνη των δρυοδασών όπου, στην οροσειρά της Πίνδου, βρίσκονται οι περισσότεροι οικισμοί (Νιτσιάκος κ.ά. 1998). Οι επιτρεπόμενες καρπώσεις εντός των δασών αυτών ποικίλουν κατά περίσταση, και κυμαίνονται από την απόλυτη προστασία μέχρι και την ελεγχόμενη κοπή κάποιων δέντρων για σκοπούς που σχετίζονται με ανάγκες που αφορούν το σύνολο της κοινότητας. Ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων η υλοτομία των δέντρων απαγορεύεται, ενώ η βόσκηση, η συλλογή ξερών και κατακείμενων κλαδιών, καθώς και μη ξυλωδών δασικών προϊόντων (συλλογή μανιταριών, κυνήγι κλπ) συνήθως επιτρέπονται (Στάρα 2009). Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό της παραδοσιακής διαχείρισης των ιερών δασών στη βόρεια Πίνδο, είναι ο συνδυασμός της μακρόχρονης απαγόρευσης της ξύλευσής τους με τη χρήση τους ως δασολιβαδικά (silvopastoral) συστήματα (Στάρα και Τσιακίρης 2010). Τα συγκεκριμένα ιερά δάση, στην περιοχή της βόρειας Πίνδου, σύμφωνα με τους Korakis et al. (2008) και Καψάλης (2012) έχουν αξία ως νησίδες σημαντικής βιοποικιλότητας σε σχέση με τα αντίστοιχα μη προστατευόμενα της ευρύτερης περιοχής. Τα μη προστατευόμενα δάση φυλλοβόλων πλατυφύλλων, κατά κανόνα 790
υπόκεινται σε πρεμνοφυή διαχείριση για πολλές δεκαετίες, ενώ παράλληλα τα αείφυλλα πλατύφυλλα βόσκονται και καίγονται περιοδικά, με αποτέλεσμα και οι δύο τύποι να έχουν πολύ μικρότερη μέση ηλικία και διάμετρο. Η κανονική πρεμνοφυής διαχείριση των φυλλοβόλων δρυοδασών εφαρμόζεται με τη διενέργεια αποψιλωτικών υλοτομιών με παρακρατήματα σε άτομα ή ομάδες. Ο περίτροπος χρόνος ορίζεται περίπου στα 20 έτη (Καψάλης 2012). Στο πλαίσιο γενικότερης έρευνας των ιερών δασών στη περιοχή του Ζαγορίου και της Κόνιτσας εντοπίστηκε και καταγράφηκε ένα δίκτυο ιερών φυσικών τόπων και συστάδων (Στάρα 2009, Tsiakiris et al. 2013). Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των ενδιαιτημάτων (οικοτόπων) που απαντούν σε οκτώ ιερά δάση τα οποία επιλέχθηκαν προς μελέτη γιατί σχηματίζουν υψηλές συστάδες με τυπικό δασικό χαρακτήρα. Σκοπός της εργασίας είναι η αναγνώριση και ταξινόμηση των ενδιαιτημάτων, η οποία βασίζεται στην χρήση χλωριδικών δεδομένων και οδηγεί στην διάκριση των τύπων οικοτόπων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος (του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ) και των οικοτόπων εθνικής σημασίας. Η γνώση του είδους των οικοτόπων είναι απαραίτητη για την εφαρμογή προγραμμάτων αποτελεσματικής διαχείρισης και παρακολούθησης της βιοποικιλότητας των δασών αυτών (Δημόπουλος κ.ά. 2005). Υλικά και Μέθοδοι Η περιοχή έρευνας βρίσκεται στην οροσειρά της βόρειας Πίνδου. Ειδικότερα επιλέχθηκε η περιφέρεια του Ζαγορίου και η περιφέρεια της Κόνιτσας καθώς εκεί κατά την διάρκεια των τελευταίων 10 ετών έχει καταγραφεί σημαντικός αριθμός ιερών δασών. Τα ιερά δάση εντοπίστηκαν με αρχειακή έρευνα των ιστορικών πηγών (δημοσιευμάτων και αδημοσίευτων χειρογράφων) και επιτόπια εθνογραφική έρευνα (Στάρα 2009). Οι περιπτώσεις που εξετάστηκαν και καταγράφηκαν περιλαμβάνουν από μεμονωμένα δέντρα δίπλα σε εξωκκλήσια, ομάδες ή λόχμες δέντρων μέχρι και εκτεταμένα δάση. Στη συνέχεια οριοθετήθηκαν από αεροφωτογραφίες του 1945 και επιτόπια επαλήθευση και επιλέχθηκαν με αναγκαίες συνθήκες: α) την καλή κατάσταση διατήρησης, β) η ελάχιστη έκταση να μην είναι μικρότερη από 3,5 ha και γ) ο βαθμός συγκόμωσης να είναι μεγαλύτερος από 70% για να εξασφαλίζεται ο δασικός χαρακτήρας (Tsiakiris et al. 2013). Τα ιερά δάση που τελικά επιλέχθηκαν προς μελέτη βρίσκονταν στην περιφέρεια οκτώ οικισμών και στη συνέχεια αναφέρονται σε σχέση με αυτούς (Σχήμα 1). Οι οικισμοί είναι οι εξής: Κάτω Πεδινά, Ελαφότοπος, Αηδονοχώρι, Μάζι, Μόλιστα, Κόνιτσα, Μεσοβούνι και Βίτσα. 791
Σχήμα 1. Χάρτης της περιοχής έρευνας. Σημειώνονται οι οικισμοί στους οποίους καταγράφηκαν τα ιερά δάση. Figure 1. Map of the study area. There are marks at the villages where the sacred forests occur. Για την αναγνώριση των ενδιαιτημάτων χρησιμοποιήθηκαν τα παρακάτω: α) Δεδομένα που προήλθαν από τις χλωριδικές καταγραφές και αφορούν στα τυπικά, χαρακτηριστικά και κυρίαρχα είδη (Δημόπουλος κά 2012), β) Το ερμηνευτικό εγχειρίδιο των τύπων οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (Interpretation Manual of European Union Habitats, EU 27, 2007), γ) Ο Τεχνικός Οδηγός Χαρτογράφησης τύπων οικοτόπων (Ντάφης κ.ά 2001). Η αναγνώριση και ταξινόμηση των τύπων οικοτόπων στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας ακολουθεί την σύγχρονη κωδικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα χρησιμοποιούνται οι τετραψήφιοι κωδικοί και οι ονομασίες της Οδηγίας 92/43 και οι κωδικοί της Palaearctic Habitats Classification που βασίζονται στο εγχειρίδιο Corine (Commission of the European Communities 1991). Για τους τύπους που απαντούν στην Ελλάδα και δεν περιέχονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43 (οικότοποι εθνικής σημασίας ή ελληνικοί οικότοποι) χρησιμοποιούνται οι κωδικοί που δόθηκαν στο έργο των Ντάφη κ.ά (2001). Αποτελέσματα - Συζήτηση Οι τύποι οικοτόπων καθορίζονται από την παρουσία των χαρακτηριστικών και κυρίαρχων ειδών χλωρίδας. Αναγνωρίστηκαν συνολικά τέσσερεις τύποι οικοτόπων. Δύο από τους οικότοπους είναι ευρωπαϊκοί και δύο ελληνικοί. Στην συνέχεια περιγράφονται αναλυτικά ενώ στον Πίνακα 1 αναφέρονται συνοπτικά με τους κωδικούς της οδηγίας 92/43, εθνικής σημασίας (GR) και Palaearctic Habitats Classification (PHC). Πίνακας 13. Τύποι οικοτόπων ανά ιερό δάσος. Table 1. Habitat types per sacred forests. ΙΕΡΟ ΔΑΣΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ 92/43 ΚΩΔΙΚΟΣ GR ΚΩΔΙΚΟΣ PHC ΚΑΤΩ ΠΕΔΙΝΑ - 934A 45.41 ΕΛΑΦΟΤΟΠΟΣ - 934A 45.41 ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙ - 925A 41.8 ΜΑΖΙ 91M0-41.76 ΜΟΛΙΣΤΑ 9530-42.6 ΚΟΝΙΤΣΑ 9530-42.6 ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ - 925A 41.8 ΒΙΤΣΑ 91M0-41.76 Κωδικός ελληνικού οικότοπου: 934Α Κωδικός Palaearctic Habitats Classification: 45.41 Ελληνικά δάση πρίνου (Quercus coccifera) O οικότοπος 934Α απαντά σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, αλλά απουσιάζει από την υπόλοιπη Ε.Ε. Καταλαμβάνει κυρίως εδάφη πετρώδη και άγονα, στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης, σε υψόμετρα μέχρι 1400 μ. Τα δάση πουρναριού χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι και στο παρελθόν έχουν υποστεί εντατικές ξυλεύσεις για παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Αποτέλεσμα της εντατικής εκμετάλλευσης του παρελθόντος είναι η υποβάθμιση της δομής τους σε θαμνώνες ή δασολίβαδα. Οι σπάνιες περιπτώσεις διατήρησης δενδρώδους ορόφου συνδέονται συχνά με εκκλησίες. Στον οικότοπο 934Α ανήκουν τα ιερά δάση στα Κάτω Πεδινά και τον Ελαφότοπο. Πρόκειται για δενδρώδεις αειθαλείς σχηματισμούς στους οποίους κυριαρχεί το πουρνάρι (Quercus coccifera) στον ανώροφο. Στον θαμνώδη όροφο κυριαρχούν τα είδη Phillyrea latifolia, Juniperus oxycedrus, Carpinus orientalis, και συμμετέχουν τα Quercus pubescens, Cornus mas, Acer monspessulanum, Fraxinus ornus, Hedera helix. H συνοδός χλωρίδα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη Hippocrepis emerus subsp. emeroides, Prunus mahaleb, Asplenium ceterach, Asplenium adiantum-nigrum, Cyclamen hederifolium, Clinopodium vulgare, Asparagus acutifolius, Ruscus aculeatus, Melica uniflora,geranium purpureum. Ειδικότερα: Στα Κάτω Πεδινά σε υψόμετρο 898 μ. αναπτύσσεται ώριμη σπερμοφυής συστάδα Quercus coccifera με παρουσία Carpinus orientalis - Acer monspessulanum στον υπόροφο. Το ιερό δάσος βρίσκεται κοντά στον οικισμό, βόσκεται εντατικά και παρουσιάζει εμφανή εικόνα διατάραξης των εδαφικών συνθηκών από τα κτηνοτροφικά 792
ζώα (αλλοίωση της φυσικής δομής του εδάφους, συσσώρευση οργανικής ουσίας ζωικής προέλευσης στον Α ορίζοντα). Χαρακτηριστική είναι η παρουσία αζωτόφιλων δεικτών όπως Stellaria media, Galium aparine, Alliaria petiolata, Urtica dioica, Lamium maculatum. Στον Ελαφότοπο σε υψόμετρο 726 μ. διατηρείται μέσης ηλικίας σπερμοφυής συστάδα Quercus coccifera. Το ιερό δάσος βόσκεται, ενώ καταγράφηκε, με υψηλή αφθονία, η μοναδική περίπτωση σε όλα τα ιερά δάση της περιοχής έρευνας, του εξωτικού είδους-εισβολέα (Abelia grandiflora). Το ιερό δάσος του Ελαφότοπου βρίσκεται κοντά σε δρόμο (κατάντη) που ενώνει χωριά του κεντρικού Ζαγορίου με το Καλπάκι και την Κόνιτσα και έχει δεχθεί κατά καιρούς αποθέσεις αδρανών υλικών ή απορριμμάτων. Επιπρόσθετα, σε τμήμα εντός των ορίων του ιερού δάσους του Ελαφότοπου παρατηρείται, εκτός των αειφύλλων, μίξη φυλλοβόλλων με κυρίαρχο είδος στον ανώροφο την Quercus pubescens. Η σύνθεση αυτή προσομοιάζει στον τύπο οικοτόπου 925Α ο οποίος εμφανίζεται ευρύτατα στην περιοχή. Κωδικός ελληνικού οικότοπου: 925Α Κωδικός Palaearctic Habitats Classification: 41.8 Δάση οστρυάς, ανατολικού γαύρου και μικτά θερμόφιλα δάση Ο οικότοπος 925Α εξαπλώνεται στην υπο-μεσογειακή Ευρώπη και εμφανίζεται συχνά στο βόρειο τμήμα του ελλαδικού χώρου, συνήθως σε πρεμνοφυείς συστάδες, πάνω σε διάφορα υποστρώματα. Υψομετρικά κατανέμεται από τα 50 μέχρι τα 1500 μ. Στους πιο ξηρούς και πετρώδεις σταθμούς βρίσκεται οικολογικά κοντά στους αείφυλλους δασικούς τύπους. Στον οικότοπο 925Α ανήκουν τα ιερά δάση στο Αηδονοχώρι και το Μεσοβούνι. Πρόκειται για οικότοπο τυπικό της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης που χαρακτηρίζεται από ποικιλία θερμόφιλων φυλλοβόλων ειδών. Στις περιοχές που μελετήθηκαν τα κυρίαρχα είδη εμφανίζονται σε σπερμοφυή δεντρώδη μορφή. Μεταξύ αυτών είναι τα είδη Ostrya carpinifolia, Carpinus orientalis, Fraxinus ornus, Acer obtusatum, A. monspessulanum, Quercus pubescens, Q. trojana, Cercis siliquastrum. H συνοδός χλωρίδα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη Polystichum setiferum, Corylus avellana, Euphorbia amygdaloides, Sorbus domestica, Rosa canina, Aremonia agrimonoides, Geum urbanum,potentilla micrantha, Hedera helix, Silene italica, Cornus mas, Veronica chamaedrys, Myosotis sylvatica, Symphytum bulbosum, Scutellaria columnae, Phillyrea latifolia, Ruscus aculeatus, Asparagus acutifolius, Luzula forsteri, Dactylis glomerata. Ειδικότερα: Στο Αηδονοχώρι σε υψόμετρο 826 μ. διατηρείται ώριμη συστάδα Ostrya carpinifolia - Acer obtusatum με παρουσία Carpinus orientalis Quercus spp. στον υπόροφο. Το ιερό δάσος συνιστά φυτοκοινότητα που εδράζεται σε σταθεροποιημένο κολλούβιο. Βόσκεται συστηματικά και χρησιμοποιείται περιστασιακά ως χώρος πανήγυρης και αναψυχής. Ως αποτέλεσμα της έντονης βόσκησης η φυσική σύνθεση της φυτοκοινότητας έχει υποστεί διατάραξη και συμμετέχουν διαταραχόφιλα αλλά και αζωτόφιλα είδη λόγω συσσώρευσης οργανικής ουσίας. Αυτά περιλαμβάνουν τα Alliaria petiolata, Galium aparine, Urtica dioica, Anthriscus sylvestris, Mercurialis annua, Legousia speculum-veneris, Hordeum murinum, Poa trivialis, Anisantha sterilis, Ochlopoa annua. Στο Μεσοβούνι σε υψόμετρο 592 μ. και στη θέση παλαιού οικισμού που σήμερα ελάχιστα ίχνη του σώζονται, διατηρείται συστάδα με ώριμα σπερμοφυή άτομα Q. pubescens, A. monspessulanum ενώ μαζί τους εμφανίζεται το πουρνάρι, τοπικά ως υπολειμματικό, σε δενδρώδη μορφή. Κωδικός Οδηγίας 92/43: 91Μ0 Κωδικός Palaearctic Habitats Classification: 41.76 Παννονικά και Βαλκανικά δρυοδάση με ευθύφλοιο και απόδισκο δρυ Πρόκειται για νέο τύπο οικοτόπου που προστέθηκε στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ μετά την είσοδο των τελευταίων χωρών (Ρουμανία και Βουλγαρία) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτόν τον τύπο οικοτόπου μπορούν να ενταχθούν τύποι βλάστησης που μέχρι σήμερα ταξινομούνται στον εθνικής σημασίας (ελληνικό) τύπο οικοτόπου 924Α (θερμόφιλα δρυοδάση). Τα θερμόφιλα δρυοδάση απαντούν στην υπο-ηπειρωτική Κ και Α Βαλκανική, στην Ανατολία και στην παραμεσογειακή ζώνη της ηπειρωτικής Ελλάδας, εκτός από τις πολύ νότιες περιοχές. Συνήθως εμφανίζονται σε υψόμετρο 50-1400 μ., χαρακτηριστικά πάνω σε πυριγενή υποστρώματα όπως και στην δική μας περιοχή μελέτης. Ο οικότοπος περιλαμβάνει κυρίως πρεμνοφυή ή διφυή νεαρά δάση, ενώ τα ώριμα ή υπερήλικα σπερμοφυή δάση είναι σπάνια. 793
Στον οικότοπο 91Μ0 ανήκουν τα ιερά δάση στο Μάζι και τη Βίτσα. Ο οικότοπος περιλαμβάνει τα αμιγή ή μικτά θερμόφιλα δάση φυλλοβόλων δρυών κυρίως με τα είδη Quercus cerris, Q. frainetto, τα οποία κυριαρχούν στις περιοχές των ιερών δασών που εντάχθηκαν στον οικότοπο, με χαρακτηριστική, επιπρόσθετα, τη συμμετοχή του Carpinus orientalis. Στον ανώροφο και στο θαμνώδη όροφο κυριαρχούν τα είδη Quercus frainetto, Q. cerris, Q. trojana, Q. pubescens, Carpinus orientalis, και συμμετέχουν τα Fraxinus ornus, Cornus mas. H συνοδός χλωρίδα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη Euphorbia amygdaloides, Trifolium pignantii, Lathyrus laxiflorus, L. venetus, Sorbus domestica, Rosa arvensis, Aremonia agrimonoides, Geum urbanum, Veronica chamaedrys, Symphytum bulbosum, Luzula forsteri, Verbascum nigrum, Dactylis glomerata, Platanthera chlorantha. Ειδικότερα: Στο Μάζι σε υψόμετρο 641 μ. διατηρείται ώριμη συστάδα Q. frainetto με μικτό υπόροφο όπου κυριαρχεί το Carpinus orientalis. Το ιερό δάσος προστατεύτηκε την τελευταία δεκαπενταετία από τη βοσκή, ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ως θερινός στάλος και υπόκειταν σε συστηματική βόσκηση. Εντός του δάσους κοντά στις δύο εκκλησίες ο χώρος έχει δεχθεί κατά καιρούς αποθέσεις αδρανών υλικών ή απορριμμάτων. Στη Βίτσα σε υψόμετρο 906 μ. διατηρείται ώριμη μικτή συστάδα Q. cerris - Q. frainetto. Ασκείται πολύ ελαφριά (σποραδική) πίεση βόσκησης. Κωδικός Οδηγίας 92/43: 9530 Κωδικός Palaearctic Habitats Classification: 42.6 (Υπο-) Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά μαυρόπευκα O οικότοπος 9530 εξαπλώνεται στα όρη της Μεσογείου, στην Κύπρο, Ανατολία και Κριμαία. Πρόκειται για τα ορεινά δάση της ομάδας της μαύρης πεύκης (Pinus nigra agg.) και περιλαμβάνει τις ομήλικες ή υποκηπευτές συστάδες μαύρης πεύκης της ημιορεινής και ορεινής μεσογειακής περιοχής. Είναι συνήθως αμιγείς ή μπορεί να είναι μικτές με την συμμετοχή ειδών όπως τα Abies borisii-regis, Ostrya carpinifolia, Acer obtusatum και άλλων όπως συμβαίνει στην περιοχή μελέτης. Απαντάται σε υψόμετρα από τα 150 έως τα 1600 μ. σε αρκετά όρη της ηπειρωτικής χώρας, σε πλείστες περιπτώσεις σε οφιολιθικό υπόστρωμα όπου σχηματίζουν τελικές φυτοκοινωνίες, αλλά ενίοτε και σε ασβεστόλιθο, γνεύσιο, σχιστόλιθο ή φλύσχη. Πρόκειται για πολύτιμα παραγωγικά και προστατευτικά δάση ακόμη και σε υποβαθμισμένα εδάφη και αποτελούν οικότοπο προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον οικότοπο 9530 ανήκουν τα ιερά δάση στη Μόλιστα και την Κόνιτσα. Στον ανώροφο και στο θαμνώδη όροφο κυριαρχούν τα Pinus nigra, Abies borisii-regis, και συμμετέχουν τα Quercus petraea, Ostrya carpinifolia, Corylus avellana, Acer obtusatum. Εδώ η συνοδός χλωρίδα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη Doronicum orientale, Lembotropis nigricans, Trifolium patulum, Geranium sanguineum, Primula acaulis, Rosa pendulina, Malosorbus florentina, Cephalanthera rubra. Ειδικότερα: Στην Κόνιτσα σε υψόμετρο 969 μ. διατηρείται ώριμη συστάδα Pinus nigra με συμμετοχή νεαρότερων ατόμων της Abies borisii-regis στα χαμηλότερα τμήματα, ενώ εμφανίζονται σποραδικά και άτομα Pinus heldreichii. Στην Μόλιστα σε υψόμετρο 1158 μ. διατηρείται προστατευτική συστάδα Pinus nigra με συμμετοχή στον υπόροφο του είδους Ostrya carpinifolia. Συμπεράσματα Οι τύποι οικοτόπων που αναγνωρίστηκαν στα αντιπροσωπευτικά ιερά δάση του Ζαγορίου και της Κόνιτσας αποτελούν τους πιο κοινούς δασικούς τύπους της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Περιλαμβάνουν τα θερμόφιλα φυλλοβόλα δρυοδάση (91Μ0), τα μικτά θερμόφιλα δάση φυλλοβόλων (925Α), τις υποβαθμίσεις των προηγούμενων σε αειθαλείς τύπους και ειδικά τους πρινώνες (934Α) και τα δάση μαύρης πεύκης (9530). Παρόλο που τα ιερά δάση προστατεύονται από την υλοτόμηση, δέχονται, σε διάφορες εντάσεις, την ανθρώπινη επέμβαση καθώς υπόκεινται σε κτηνοτροφική χρήση, ενώ κάποια από αυτά αποτελούν τόπους αναψυχής και πανηγύρεων κατά τη διάρκεια του θέρους, καθώς συχνά φιλοξενούν εκκλησίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και εγκαθίστανται είδη ξένα προς την φυτοκοινότητα. Τα ιερά δάση που εμφανίζονται περισσότερο επηρεασμένα από την ανθρώπινη δραστηριότητα είναι αυτά που βρίσκονται κοντά σε οικισμούς ή στην ανθρώπινη παρουσία. Αυτά είναι α) των Κάτω Πεδινών που βρίσκεται κοντά στον οικισμό και έχει υποστεί τα τελευταία 50 χρόνια έντονη κτηνοτροφική χρήση, β) του Αηδονοχωρίου που υπόκειται σε έντονη βόσκηση και περιστασιακά σε αναψυχή και πανηγύρεις και γ) του Ελαφότοπου που 794
βρίσκεται κοντά στο δρόμο (κυρίως κατάντη) που ενώνει χωριά του κεντρικού Ζαγορίου με το Καλπάκι και την Κόνιτσα και έχει δεχθεί κατά καιρούς παράνομες αποθέσεις αδρανών υλικών ή απορριμμάτων. Προτείνεται η διατήρηση των ιερών δασών ως νησίδες που δεν υλοτομούνται, όπου θα μπορεί να εφαρμοστεί μακροχρόνια συστηματική παρακολούθηση της εξέλιξης της φυτοκοινότητας. Ευχαριστίες H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: ΘΑΛΗΣ. Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Abstract In Epirus, in the province of Konitsa and Zagori have been recorded sacred forests of varying extent protected from logging and kept as natural reserves. Their classification in habitat types is essential to implement effective management and biodiversity monitoring. General research on the biodiversity of sacred forests is undertaken and the results of the identification of habitat types of European interest and habitats of national importance are presented in this paper. Eight sacred forests associated with adjacent settlements have been selected and studied. The habitat types recorded include thermophilous deciduous oak forests (91M0), mixed thermophilous deciduous forests (925A), the degradation of the previous in evergreen types such as kermes oak forests (934A) and black pine forests (9530). Although the sacred forests are protected from logging human impact is present due to livestock grazing and recreation use. As these forests are rare examples of old growth Mediterranean forest we propose them to be included in a framework of a European Habitat Monitoring Network in order to monitor the evolution of their habitat types in a long term. Βιβλιογραφία Chandran, M.D.S., Hughes, J.D. 2000. Sacred Groves and Conservation: The comparative History of Traditional Reserves in the Mediterranean Area and in South India. Environmental History. Vol. 6, pp. 169-186. Commission of the European Communities. 1991. Habitats of the European Community. CORINE Biotopes Manual. Luxemburg. Commission of the European Communities. Δημόπουλος, Π., Bergmeier, E., Θεοδωρόπουλος, Κ., Fischer, P., Τσιαφούλη, Μ. 2005. Οδηγός Παρακολούθησης τύπων οικοτόπων και φυτικών ειδών στις περιοχές του Δικτύου Natura 2000 με Φορείς Διαχείρισης στην Ελλάδα. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και ΥΠΕΧΩΔΕ, Αγρίνιο. Σελ. 172. Δημόπουλος, Π., Bergmeier, E., Ελευθεριάδου Ε., Θεοδωρόπουλος, Κ., Γερασιμίδης, Α., Τσιαφούλη, Μ. 2012. Οδηγός Αναγνώρισης και Ερμηνείας Δασικών Τύπων Οικοτόπων στην Ελλάδα. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας, Αγρίνιο. Σελ. 178. Dudley, N., Higgins-Zogib, L., Mansourian, S. 2009. The links between Protected Areas, faiths, and Sacred Natural Sites. Conservation Biology. Vol. 23, No. 3, pp. 568-577. European Commission DG Environment. 2007. Interpretation Manual of European Union Habitats (EUR 27). Καψάλης, Ε. 2012. Οικολογική αξία των ιερών δασών ως προς τους δρυοκολάπτες και εφαρμογές στη δασική διαχείριση. Μεταπτυχιακή Διατριβή. Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας, Αγρίνιο. Σελ. 94. Korakis, G., Stara, K., Tsiakiris, R. 2008. Nature conservation in traditional protected areas. A floristic approach of sacred woods in Zagori (NW Greece). In: Tsachalidis, E.P. (ed). Scientific Annals of the Department of Forestry and Management of the Enviroment and Natural Resources. Orestiada. pp. 95-106. Νιτσιάκος, Β., Αράπογλου, Μ., Καρανάτσης, Κ. 1998. Νομός Ιωαννίνων. Σύγχρονη Πολιτισμική Γεωγραφία. Γιάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. 795
Ντάφης, Σ., Παπαστεργιάδου, Ε., Λαζαρίδου, Ε., Τσιαφούλη, Μ. 2001. Τεχνικός Οδηγός Αναγνώρισης, Περιγραφής και Χαρτογράφησης Τύπων Οικοτόπων της Ελλάδας. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ). Oviedo, G., Jeanrenaud, S. 2007. Protecting Sacred Natural Sites of Indigenous and Traditional People. In: Mallarach, J., Papayannis, T. (eds). Protected Areas and Spirituality. Proceedings of the First Workshop of the Delos Initiative - Montserrat, 23-26 November 2006. Gland: IUCN. Στάρα, Κ. 2009. Μελέτη και καταγραφή ιερών δασών και δασυλλίων στον Εθνικό Δρυμό Βίκου-Αώου. Παραδοσιακές μορφές διαχείρισης, αντιλήψεις και αξίες των τοπικών κοινωνιών για τη διατήρηση του φυσικού τους περιβάλλοντος. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα. Σελ. 432. Stara, K. 2012a. Trees and the sacred in modern Greece. Langscape. Vol. 2, No. 11, pp. 60-63. Accessed 16 October 2014 www.terralingua.org/blog/2012/09/06/terralingua-langscape-volume-2-issue-11 Stara, K. 2012b. Northern Pindos National Park excommunicated forests. In: Mallarach, J.M. (ed). Spiritual Values of Protected Areas of Europe. Workshop Proceedings. Federal Agency for Nature Conservation, Germany. Accessed 16 October 2014 www.bfn.de/fileadmin/mdb/documents/service/skript322.pdf Στάρα, Κ., Τσιακίρης, Ρ. 2010. Τα λιβάδια που ήταν δάση. Η περίπτωση των προστατευτικών δασών του Ζαγορίου. Στο: Σιδηροπούλου, Α., Μαντζανάς. Κ., Ισπικούδης, Ι. (εκδ). Λιβαδοπονία και Ποιότητα Ζωής. Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου - Ξάνθη, 14-16 Οκτωβρίου 2010. Θεσσαλονίκη. Σελ. 57-62. Stara, K., Tsiakiris, R, Wong, J. 2012. Sacred trees and groves in Zagori, Northern Pindos National Park, Greece. In: Pungetti, Gl., Oviedo, G., Hooke, D. (eds). Sacred Species and Sites. Advances in Biocultural Conservation. Cambridge: Cambridge University Press. Tsiakiris, R., Betsis, A., Stara, K., Nitsiakos, V., Roubas, V. and Halley J.M. 2013. Defining sacred forests in Konitsa and Zagori: A method of randomly selecting research and control sites for biodiversity study and further statistical analysis. Unpublished Report of 1st and 4th W. G. Thalis Sage: Conservation through religion. The sacred groves of Epirus. 9 p. Whittaker, R.J., Fernandez-Palacios, J.M. 2007. Island biogeography. Ecology, evolution and conservation. Oxford University Press. Oxford. Συμβολή στη Γνώση της Χλωρίδας της Κέας Κατσογιάννη, Μ. 1, Καρακατσάνη, Ειρ. 2, Φωτιάδης, Γ. 1 ¹Τ.Ε.Ι. Στερεάς Ελλάδας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος, 36.100, Καρπενήσι, rikatso@yahoo.com ²Ιουλίδα, Κέα, 84000, Κυκλάδες,r-karak@otenet.gr Περίληψη Η Κέα (Τζιά) ανήκει στο Νομό Κυκλάδων και απέχει 40 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά και 16 ν.μ. από το Λαύριο. Το Ανατολικό τμήμα της έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 (ANATOLIKI KEA GR 4220011), συνολικής έκτασης 7.155 ha. Στο μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από δάσος βαλανιδιάς (Quercus ithaburensis subsp. macrolepis) και από φρύγανα (κυρίως Sarcopoterium spinosum). Σκοπός της εργασίας είναι η συμβολή στη γνώση της χλωρίδας της Κέας στα πλαίσια της οποίας συστηματοποιούνται δεδομένα που συλλέχθηκαν από το 1995 μέχρι την Άνοιξη του 2015. Ο χλωριδικός κατάλογος περιλαμβάνει 439 taxa, σε μια πρώτη προσπάθεια καταγραφής της χλωρίδας του νησιού, για την ανάδειξη και την ορθότερη αξιοποίηση του, με έμφαση στην περιοχή Natura 2000 (κυρίως περιοχή Ελληνικά, Κάτω Μεριά) και τα οικολογικά πρότυπα πολλαπλής χρήσης. Λέξεις κλειδιά: Κέα, Χλωρίδα, Κυκλάδες, Natura 2000, Δάσος Βαλανιδιάς Εισαγωγή 796