ΣYΛΛOΓH XEΛI ONIA Mπελάδες για τρεις
KATEPINA TZΩPI OY Mπελάδες για τρεις Mια ιστορία για τη φιλία, την ανακ κλωση και τη συνεργασία Eικονογράφηση ΣΠYPOΣ ΓOYΣHΣ ΣYΛΛOΓH XEΛI ONIA
Θέση υπογραφής δικαιο χου δικαιωµάτων πνευµατικής ιδιοκτησίας, εφ σον αυτή προβλέπεται απ τη σ µβαση Tο παρ ν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατε εται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νο- µοθεσίας (N. 2121/1993, πως έχει τροποποιηθεί και ισχ ει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Aπαγορε εται απολ τως άνευ γραπτής αδείας του εκδ τη η κατά οποιονδήποτε τρ πο ή µέσο (ηλεκτρονικ, µηχανικ ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατ πωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµ ς, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοιν σε οποιαδήποτε µορφή και η εν γένει εκµετάλλευση του συν λου ή µέρους του έργου. Eκδ σεις Πατάκη Σ γχρονη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους Συλλογή Xελιδ νια 166 Kατερίνα Tζωρίδου, Mπελάδες για τρεις Mια ιστορία για τη φιλία, την ανακ κλωση και τη συνεργασία Yπε θυνη εκδοτικο τµήµατος: Bασιλική Γιαννέλη Eικονογράφηση: Σπ ρος Γο σης Σχεδιασµ ς σειράς: polka dot design ιορθώσεις: Xρ σα Kουλακιώτη DTP: Παναγιώτης Kαπένης Φιλµ-µοντάζ: Mαρία Ποινιο -Pένεση Copyright για την εικονογράφηση Σ. Πατάκης AEE E (Eκδ σεις Πατάκη), Aθήνα, 2009 Copyright Σ. Πατάκης AEE E (Eκδ σεις Πατάκη) και Kατερίνα Tζωρίδου, Aθήνα, 2008 Πρώτη έκδοση απ τις Eκδ σεις Πατάκη, Aθήνα, Mάιος 2009 KET 5864 KEΠ 432/09 ISBN 978-960-16-3134-9 ΠANAΓH TΣAΛ APH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38, 104 37 AΘHNA THΛ.: 210.36.50.000, 801.100.2665, 210.52.05.600 ΦAΞ: 210.36.50.069 KENTPIKH IAΘEΣH: EMM. MΠENAKH 16, 106 78 AΘHNA, THΛ.: 210.38.31.078 YΠOK/MA: N. MONAΣTHPIOY 122, 563 34 ΘEΣ/NIKH, THΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, ΦAΞ: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr e-mail: info@ patakis.gr, sales@ patakis.gr
ÙÔ B Û ÏË
ΠEPIEXOMENA 1. Bρασίδας............................ 11 1. Φο ρλι Φο ρλι....................... 14 1. Mίµης............................... 19 2. Bρασίδας............................ 23 2. Φο ρλι Φο ρλι....................... 28 2. Mίµης............................... 33 3. Bρασίδας............................ 35 3. Φο ρλι Φο ρλι....................... 41 3. Mίµης............................... 46 4. Bρασίδας............................ 49 4. Φο ρλι Φο ρλι....................... 56 4. Mίµης............................... 60 5. Bρασίδας............................ 63 5. Φο ρλι Φο ρλι....................... 68 5. Mίµης............................... 74 6. Bρασίδας Mίµης Φο ρλι Φο ρλι...... 78 7. ουλειά.............................. 84 9
8. Nυχτερινή εξ ρµηση.................. 89 9. «Πο είναι;»......................... 94 10. Kαι τώρα;........................... 98 11. ε τερο µήνυµα...................... 102 12. Eπ µενα βήµατα..................... 106 13. 365+365+365+365..................... 111 14. «Kάτι ακ µα...»...................... 115 15. Ένας αναπάντεχος σ µµαχος........... 119 16. Tρεις µέρες αργ τερα................. 124 17. Γράµµατα και αριθµοί................. 129 18. Tα παράπονα στο δήµαρχο............. 135 19. Mπορεί και να γίνεται................. 146 20. Mια ιδέα............................ 152 21. Πλησιάζει η γιορτή................... 158 22. που υπάρχει καπν ς.............. 163 23. Aνησυχία και αναζήτηση.............. 169 24. Aπαντήσεις.......................... 173 25. Oυφ!............................... 178 26. Έξι µήνες αργ τερα.................. 182 H ιστορία του αληθινο Bρασίδα και ευχαριστίες......................... 186 10
1. µú Û «Π ΟΥΦ! Πουφ! Πουφ!» έκανε η παν ψηλη καµινάδα της Βιοµηχανίας Παραγωγής Κάδων ξεφυσώντας καπν. «Φσσστ!» σφ ριζαν οι δεκάδες βαλβίδες. «Τρακ! Τρακ! Τρακ!» γ ριζαν τα µεγάλα και τα µικρά γρανάζια. «Κραπ-κρουπ! Κραπ-κρουπ! Κραπ-κρουπ!» έκαναν οι ιµάντες του. «Γκουπ!» ακουγ ταν στο τέλος, και γεννι ταν ένας ολοκαίνουριος κάδος. Πορτοκαλί, πράσινοι, κίτρινοι, µπλε, οι κάδοι στέκονταν τακτικά στη σειρά, περιµένοντας υποµονετικά το φορτηγ που θα τους έπαιρνε για να τους τοποθετήσει σε διάφορα σηµεία της π λης. Λίγες ώρες αργ τερα, ο κάθε κάδος είχε βρει τη θέση του και στεκ ταν γυαλιστερ ς και καµαρωτ ς. Και χι άδικα: καθήκον των χρωµατιστών κάδων ήταν να µαζε ουν µ νο χαρτί, γυαλί, αλουµίνιο και πλαστικ, µιας και εδώ και λίγο καιρ ο δήµος της π λης είχε ξεκινήσει ένα πρ γραµµα ανακ κλωσης. Ένας απ αυτο ς τους χρωµατιστο ς κάδους ήταν 11
και ο Βρασίδας: µπλε και ολοκαίνουριος, πως και τ άλλα ξαδέρφια του, είχε πάνω του ένα µεγάλο αυτοκ λλητο µε τρία βελάκια (ένα κ κκινο, ένα πράσινο κι ένα µπλε) που κυνηγο σαν, θαρρείς, το ένα τ άλλο. Κάτω απ τα βελάκια, πως πάνω σε λους τους µπλε κάδους, µεγάλα γράµµατα έλεγαν: 12 ANAKYΚΛΩΣΗ ΧΑΡΤΙΟΥ Η σκέψη τι θα µάζευε µπ λικο χαρτί για ανακ κλωση, απ το οποίο θα βγαινε καινο ριο χαρτί, άρεσε πολ στο Βρασίδα. Κι έτσι, φρέσκος και ορεξάτος, περίµενε ανυπ µονα να του φέρουν το πρώτο πακέτο µε χαρτιά. Τ τε άκουσε δίπλα του ένα «γκουπ»! Τινάχτηκε έκπληκτος, µην καταλαβαίνοντας τι ήταν, και έψαξε να δει απ πο είχε έρθει ο γδο πος. ε χρειάστηκε να κοιτάξει πολ µακριά: ακριβώς δίπλα του είχε προσγειωθεί ένα µεγάλο χαρτ κουτο. «Έκαναν που έκαναν τον κ πο να το φέρουν ως εδώ, γιατί το άφησαν απέξω;» απ ρησε. Λες και κάποιος άκουσε τη σκέψη του Πριν περάσει λίγη ώρα, κάποιος, που ήρθε να πετάξει παλιά περιοδικά, είδε το χαρτ κουτο και το ριξε στον κάδο. «Πάλι καλά!» αναστέναξε ανακουφισµένος ο Βρασίδας. «Ας ελπίσουµε σ ντοµα να µάθουν και λοι οι άλλοι να κάνουν το ίδιο».
εν είχε προλάβει να τελειώσει τα λ για του, ταν ανακάλυψε πως µέσα στο χαρτ κουτο υπήρχαν δυο ξεχασµένες πλαστικές σακο λες. «Μα, καλά, δεν ξέρουν πως δεν πρέπει να ρίχνουν πλαστικ µαζί µε το χαρτί;» ξεφ σηξε ο Βρασίδας. εν έχουν πει στον κ σµο τι πρέπει να ρίχνει στους κάδους ανακ κλωσης; Καλά λένε πως κάθε αρχή και δ σκολη», αναστέναξε. «Ας ελπίσουµε σιγά σιγά να στρώσουν τα πράγµατα». Και πράγµατι, παρά το δ σκολο ξεκίνηµα, η υπ λοιπη µέρα τον αποζηµίωσε, καθώς αρκετοί πέρασαν να του αφήσουν το χαρτί τους και να το κάνουν σωστά: ρίχνοντας τα χαρτιά τους µέσα στον κάδο και φροντίζοντας να πετάνε µ νο χαρτί. Έτσι, ταν πια σκοτείνιασε, ο Βρασίδας ήταν ικανοποιηµένος απ την πρώτη του µέρα στον κ σµο κι ετοιµάστηκε να κοιµηθεί, ελπίζοντας να δει στα νειρά του τ νους χαρτιο που θα βοηθο σε ν ανακυκλωθο ν. 13
1. ºÔ ÚÏÈ ºÔ ÚÏÈ «T Α-ΤΑ-ΡΑ, τα-ρα-τα-ρα, τα-ρα-τα-ρα, τα-ρα!» ήχησαν τα µεγάφωνα. «Καληµέρα!» συνέχισε µια µεταλλική φωνή. «Εί- µαστε έτοιµοι για άλλη µια µέρα στο εξαίρετο ίδρυµά µας!» «Ξηµέρωσε κι λας;» ακο στηκε µια νυσταγµένη φωνή. «Ουφ! Κι έβλεπα ωραίο νειρο τι έγραφα ασταµάτητα και η µ τη µου δεν έλιωνε ποτέ!» ακο στηκε µια άλλη. «Κι εγώ τι αυτή η φρικαλέα ξ στρα είχε χάσει το κοφτερ της δ ντι, κι έτσι, φαφο τα πως ήταν, την είχαν πετάξει στα σκουπίδια!» είπε µια τρίτη. «Ναι, κάνε νειρα» είπε η πρώτη φωνή. «Σιγά τα νειρα! Αν είναι να ονειρε εσαι, σκέψου έναν κ σµο που θα σ αφήνει να γράφεις,τι θέλεις, πως το θέλεις, ποτε το θέλεις», γκρίνιαξε µέσα του ο Φο ρλι Φο ρλι, κι ετοιµάστηκε για άλλη µια µέρα στο ίδρυµα επιµ ρφωσης µολυβιών. «λοι οι τρ φιµοι να συγκεντρωθο ν αµέσως στον περίβολο!» ακο στηκε και πάλι η µεταλλική φωνή. 14
«Καλά, ντε, µας τα πες!» διαµαρτυρήθηκε ένα κίτρινο µολ βι. «Λες και δεν τα ξέρουµε». «Ήθελα να ξερα, δε βαριέται να λέει κάθε µέρα τα ίδια;» γκρίνιαξε ένα κ κκινο. «Σιγά µη βαρεθεί ο Ανεξίτηλος», σκέφτηκε ο Φο ρλι Φο ρλι καθώς κατευθυν ταν προς την αυλή. «Χαρά του είναι να µας κάνει τη ζωή µαρτ ριο. Τ σο µοχθηρ στιλ αποκλείεται να χει ξαναπεράσει απ τη διε θυνση του στρατοπέδου». «Ησυχία!» µίλησε πάλι η φωνή στο µεγάφωνο, λες και ο Ανεξίτηλος είχε ακο σει τις σκέψεις του µολυβιο. «Τώρα που µαζευτήκαµε λοι, θα σας ανακοινώσω το σηµεριν µας πρ γραµµα: Ασκήσεις ευθυγράµµισης». «Οχ!» ακο στηκε ένα χαµηλ φωνο βογκητ απ λα τα παραταγµένα µολ βια. «Άκουσα αντιρρήσεις;» αγρίεψε ο Ανεξίτηλος κι έπεσε απ λυτη σιωπή. «Ωραία», συνέχισε. «Η σηµερινή µας άσκηση είναι απλή: Χάραξη οριζ ντιων γραµ- µών σε φ λλο τετραδίου. Θα βρείτε τα τετράδιά σας στο χώρο του γυµναστηρίου. Στ χος: Ολοκλήρωση της εργασίας µέχρι το µεσηµέρι». Τώρα το βογκητ διαµαρτυρίας δυνάµωσε. «Αυτ είναι αδ νατον!» «ε γίνεται! Απλά, δε γίνεται!» «Να τις κάνει µ νος του τις γραµµές!» µουρµο ριζαν τα µολ βια. «Απαγορε ονται οι διαµαρτυρίες!» τους επανέφε- 16
ρε στην τάξη το στιλ κι λα κίνησαν για το γυµναστήριο, ενώ αναρωτι νταν πώς θα γιν ταν να γεµίσουν µε οριζ ντιες γραµµές ένα τετράδιο εκατ φ λλων µέχρι το µεσηµέρι. Αν για τους περισσ τερους το βάσανο ήταν η ταχ τητα και ο λιγοστ ς χρ νος, υπήρχε κάποιος ανάµεσά τους που είχε ένα πολ σοβαρ τερο πρ βληµα: ο Φο ρλι Φο ρλι. Γιατί αυτ ς δεν ήξερε καν να τραβάει ίσιες γραµµές. εν το κανε επίτηδες. Κάθε φορά που ξεκινο σε να τραβήξει µια γραµµή, ορκιζ ταν πως αυτή τη φορά θα ήταν ολ ισια και κατάµαυρη. Μ νο που ποτέ, µα ποτέ δεν τα κατάφερνε. εν έφτανε που η γραµµή δεν του βγαινε ποτέ ίσια, ήταν πάντα πολ χρωµη. Μάλιστα δεν είχε µ νο ένα χρώµα, δεν ήταν µ νο κ κκινη, πράσινη, κίτρινη ή µπλε, αλλά ήταν µια θε στραβη γραµµή που είχε λα, µα λα τα χρώµατα του ουράνιου τ ξου. Άσχηµη δεν ήταν, µ νο που ο λ γος που λα εκείνα τα µολ βια βρίσκονταν στο στρατ πεδο επιµ ρφωσης που ο Ανεξίτηλος επέµενε να αποκαλεί «ίδρυ- µα» ήταν ακριβώς αυτ ς: ν αποβάλουν τις ποιες κακές, λανθασµένες συνήθειές τους και να µάθουν να τραβο ν ολ ισιες, κατάµαυρες γραµµές. Τα περισσ τερα τα κατάφερναν. χι µως και ο Φο ρλι Φο ρλι. Στους τρεις µήνες που βρισκ ταν εκεί 17
µέσα, δεν είχε καταφέρει να τραβήξει καµία, µα ο τε µία, ολ ισια γραµµή. Και για να λέµε την αλήθεια, δεν ήταν η φιλοδοξία του. νειρ του ήταν να είναι ελε θερος, να µπορεί να τραβάει,τι λογής γραµµές ήθελε, ποτε ήθελε. Το σίγουρο ήταν τι µέσα στο στρατ πεδο δεν επρ κειτο να τα καταφέρει. Γι αυτ και κάθε πρωί που ξυπνο σε, µια σκέψη στριφογ ριζε στο µυαλ του: πώς θα κατάφερνε να φ γει απ κει µέσα. 18
1. ª ÌË «Z ΖΖΖΖ» βο ιζε ο µεταλλικ ς δίσκος που έκοβε τον άσπρο γ ψο. «Μην κουνιέσαι, Μίµη, σε λίγο τελειώνουµε», ακο στηκε η φωνή του γιατρο. Πράγµατι, λίγα λεπτά αργ τερα, ένα λευκ κοµ- µάτι γ ψο, που θ µιζε χιονισµένο κεραµίδι, ξεκολλο σε απ το µπράτσο του αγοριο, αφήνοντας πίσω του λευκά τρίµµατα. «Σαν να φαγες µπεζέδες», τον πείραξε ο γιατρ ς και ο Μίµης χαµογέλασε, κοιτάζοντας για πρώτη φορά το αριστερ του χέρι στερα απ έναν ολ κληρο µήνα. «Παράξενο σου φαίνεται;» τον ρώτησε η µαµά του, η κυρία Άννα. «Έβγαλε κι άλλες τρίχες!» έκανε γεµάτος αηδία ο Μίµης, λες και το χέρι, που είχε µ λις ξεπροβάλει κάτω απ το γ ψο, ήταν ένα ξένο χέρι, που κάποιος είχε βάλει στη θέση του δικο του κάποια στιγµή που εκείνος κοιµ ταν. «Μη στενοχωριέσαι», τον παρηγ ρησε ο γιατρ ς, «έτσι συµβαίνει συνήθως. µως έπειτα απ λίγο καιρ 19