Sic semper. Πάντα έτσι. ΙΙ. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ: ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ Γλυκέ και φωτεινέ μου φίλε! Το θολωτό κελί μας με υποδέχτηκε με ψυχρότητα, θλίψη και μοναξιά όταν άνοιξα την πόρτα του για πρώτη φορά μετά απ το ταξίδι μου. Κι αλίμονο, εισήλθα μόνος μου, χωρίς εσένα. Αυτό δεν παρέμεινε μια πρώτη εντύπωση. Πλύθηκα και τακτοποίησα τα πράγματά μου. Όπως παλιά, στοίβες καταγεγραμμένων σκέψεων τοποθετήθηκαν στα ράφια της βιβλιοθήκης. Όπως παλιά, το κρεβάτι σου στρώθηκε και η καρέκλα σου βρέθηκε στη θέση της (ας υπάρχει τουλάχιστον η ψευδαίσθηση πως είσαι μαζί μου!). Στον πυθμένα ενός πήλινου δοχείου, το λάδι έκαιγε όπως παλιά, στέλνοντας μια ακτίδα φωτός στο Πρόσωπο της «αχειροποίητης εικόνας» του Σωτήρα. Όπως παλιά, αργά το βράδυ ο άνεμος φυσούσε με θόρυβο έξω απ το παράθυρο. Όπως παλιά, ο χτύπος από το ραβδί του νυχτοφύλακα ακουγόταν παρηγορητικός μέσα στη νύχτα και οι ατμομηχανές περνούσαν αφήνοντας βρυχηθμούς. Όπως παλιά, οι κόκορες με διαπεραστική χροιά καλούσαν ο ένας τον άλλο πριν ξημερώσει. Όπως παλιά, στις τέσσερις το πρωί οι καμπάνες χτύπησαν αναγγέλλοντας τον Όρθρο. Μέρες και νύχτες έγιναν ένα για μένα σαν να μην ήξερα πού ήμουν και τι συνέβαινε. Κάτω από τη στέγη, μεταξύ των στενών τοίχων του κελιού μας, ένιωσα πως βρέθηκα πέρα από το χρόνο και τον κόσμο. Και έξω από αυτούς τους τοίχους, οι άνθρωποι θα περνούσαν, θα συζητούσαν, θα διάβαζαν τις εφημερίδες, θα σχολίαζαν 1
τις ειδήσεις, θα έφευγαν, θα περνούσαν ξανά κι αυτό αιώνια. Ξανά, μακρινές ατμομηχανές θα φώναζαν στο βαθύ κοντράλτο τους. Αιώνια ειρήνη εδώ αδιάκοπη κίνηση εκεί. Όλα όπως παλιά Αλλά εσύ δεν είσαι μαζί μου κι όλος ο κόσμος μοιάζει ερημωμένος. Είμαι μόνος, απόλυτα μόνος σ αυτόν τον κόσμο. Ωστόσο, την αγωνιώδη μοναξιά μου συνοδεύει ένας γλυκός πόνος στην καρδιά. Μερικές φορές νιώθω πως έχω γίνει ένα από εκείνα τα φύλλα που στροβιλίζονται από τον άνεμο στα μονοπάτια. Σηκώθηκα σήμερα νωρίς το πρωί κι αισθάνθηκα πως κάτι είχε αλλάξει. Πράγματι, σε μία νύχτα το καλοκαίρι είχε διακοπεί. Χρυσά φύλλα περιστρέφονταν πάνω από το έδαφος σε ελικοειδείς στροβίλους. Σμήνη πτηνών είχαν ήδη αρχίσει να πετάνε. Υπήρξε παρέλαση από γερανούς, κοράκια και καλιακούδες. Ο αέρας ήταν γεμάτος με τη δροσιά του φθινοπώρου, τη μυρωδιά των μαραμένων φύλλων, μια νοσταλγία για μακρινά μέρη. Κατευθύνθηκα προς την άκρη του δάσους. Το ένα μετά το άλλο, το ένα μετά το άλλο, τα φύλλα έπεφταν στη γη. Όπως πεθαίνουν οι πεταλούδες, διέγραφαν αργούς κύκλους καθώς κατέρχονταν στη γη. Πάνω στη χλόη ο αέρας έπαιζε με τις «ρευστές σκιές» των κλαδιών. Πόσο ευχάριστο ήταν, γεμάτο χαρά αλλά και θλίψη! Σιωπηλέ αδελφέ μου, είσαι τόσο μακριά! Μέσα σου είναι η άνοιξη, ενώ μέσα μου το φθινόπωρο, αιώνιο φθινόπωρο. Νιώθω πως όλη μου η ψυχή λειώνει από μελαγχολία στη θέα αυτών των φύλλων που κυματίζουν, καθώς μυρίζω «το άρωμα από τα άλση με τις ξεθωριασμένες λεύκες» 1 Φαίνεται πως η ψυχή βρίσκει τον εαυτό της παρατηρώντας αυτόν το θάνατο, γιατί υπάρχει μια πρόγευση της Ανάστασης σε αυτό το φτερούγισμα. Ατενίζοντας το θάνατο! Και περιβάλλομαι από αυτόν. Και τώρα δε μιλάω θεωρητικά, ούτε για το θάνατο γενικά, αλλά για το θάνατο των αγαπημένων μου προσώπων. Τόσους πολλούς, τόσους πολλούς έχω χάσει τα τελευταία χρόνια. Ο ένας μετά τον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, όπως τα κιτρινισμένα φύλλα, αγαπημένοι μου άνθρωποι έφυγαν μακριά. Είχα αγγίξει την ψυχή τους και είχα δει μερικές φορές μια αντανάκλαση του Ουρανού. Γνώρισα μόνο καλό από αυτούς. Και τώρα η συνείδησή μου δε βρίσκει ειρήνη: «Τι έκανες γι αυτούς;» Δεν υπάρχουν πλέον. Μεταξύ εμένα και αυτών παρεμβάλλεται μια άβυσσος. Ο ένας μετά τον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, σαν τα φύλλα του φθινοπώρου αυτοί οι άνθρωποι, που η καρδιά μου αγάπησε παντοτινά, αιωρούνται 1 Στίχος του Ιβάν Μπούνιν από το ποίημα «Στη Στέπα». 2
πάνω από την τάφρο του σκότους. Πέφτουν δίχως επιστροφή και δεν υπάρχει δυνατότητα να αγκαλιάσω τα πόδια καθενός από αυτούς. Δεν έχω πια την ευκαιρία να εκλιπαρήσω με δάκρυα για συγχώρεση, για συγχώρεση μπροστά σε όλο τον κόσμο. Και κάθε αμαρτία, κάθε «ήσσονος σημασίας» ατόπημα είναι συνεχώς ενώπιόν μου και δεν μπορεί να ξεριζωθεί από τη συνείδησή μου. Όλο και πιο βαθιά οι «ήσσονος σημασίας» απροσεξίες, ο εγωισμός, η αναλγησία της καρδιάς, χαράζουν την ψυχή με πύρινα γράμματα, καθιστώντας την σταδιακά σακατεμένη. Όχι πως υπήρξε κάποτε κάτι σαφέστατα κακό, κάτι απτά αμαρτωλό. Αλλά πάντα (πάντα, Κύριε!) ασήμαντα παραπτώματα. Και από τα ασήμαντα παραπτώματα μεγάλωσαν βουνά! Και κοιτάζοντας προς τα πίσω, κάποιος δεν μπορεί να δει παρά μόνο αχρειότητα. Τίποτε καλό Ω, Κύριε! Τα φύλλα του φθινοπώρου συνεχίζουν να πέφτουν χωρίς σταματημό. Το ένα μετά το άλλο διαγράφουν κύκλους πάνω από τη γη. Ήσυχα το ακατάσβεστο καντήλι στο εικονοστάσι καίει και ο ένας μετά τον άλλο από τους αγαπημένους μας πεθαίνει. «Το ξέρω πως θ αναστηθεί, όταν θα γίνει η ανάσταση στην έσχατη ημέρα.» Εντούτοις, με ένα είδος ήρεμης θλίψης, βρίσκομαι μπροστά από το σταυρό μας, τον οποίο έφτιαξες από ένα απλό ραβδί και ο στοργικός στάρετς μας ευλόγησε, και επαναλαμβάνω: «Κύριε, εάν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δε θα χε πεθάνει.» Τα πάντα γλιστρούν περιδινούμενα προς την άβυσσο του θανάτου. Μόνο Ένας παραμένει. Σε Αυτόν υπάρχει σταθερότητα, ζωή και ειρήνη. «Σε Αυτόν τείνει ολόκληρη η πορεία των γεγονότων, όπως η περιφέρεια προς το κέντρο. Προς Αυτόν συγκλίνουν όλες οι ακτίνες του κύκλου των εποχών.» Δεν είμαι εγώ που ομιλώ από την πενιχρή εμπειρία μου. Όχι, αυτή είναι η μαρτυρία ενός άνδρα που είχε βυθισθεί ολοκληρωτικά στο στοιχείο του Μοναδικού Κέντρου: ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος. Αντίθετα, εξωτερικά του Μοναδικού Κέντρου, «το μόνο βέβαιο είναι πως τίποτε δεν είναι βέβαιο και δεν υπάρχει τίποτε πιο άθλιο ή αλαζονικό από τον άνθρωπο» («solum certum nihil esse certi et homine nihil miserius aut superbius»). Αυτό υποστήριξε ένας από τους πιο ευγενείς παγανιστές, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, ο οποίος αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ικανοποίηση της απεριόριστης περιέργειάς του. Ναι, στη ζωή όλα είναι σε μια κατάσταση ανησυχίας, όλα είναι τόσο ασταθή όσο ένας αντικατοπτρισμός. Και από τα βάθη της ψυχής αναδύεται μια ακατάσχετη ανάγκη να βρει στήριγμα στο «Στῦλο καὶ Ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (1 Τιμ. 3,15), τῆς ἀληθείας, και όχι απλώς μιας ἀληθείας όχι σε κάποια από τις αλήθειες, όχι σε μία από τις εξειδικευμένες και κατακερματισμένες ανθρώπινες αλήθειες, που είναι ασταθείς και διασκορπίζονται σαν τη σκόνη που 3
οδηγείται από την ανάσα του ανέμου πέρα από τα βουνά, αλλά στην ακέραιη και αιώνια Αλήθεια, τη μία και Θεϊκή αλήθεια, την ακτινοβόλο και ουράνια Αλήθεια, αυτή την «Αλήθεια» η οποία, σύμφωνα με τον αρχαίο ποιητή, είναι ο «ήλιος του κόσμου». [3] Πώς μπορεί κανείς να πλησιάσει αυτόν το Στύλο; Μπροστά στο άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου Σέργιου, που δίνει πάντα ειρήνη στην ταραγμένη ψυχή, ακούμε καθημερινά και κάθε ώρα μια κλήση που επίσης υπόσχεται γαλήνη στην ανήσυχη διάνοια. Η 43η περικοπή από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Μτ. 11, 27 30), που διαβάζεται στην Ακολουθία του Αγίου Σέργιου, έχει κατά κύριο λόγο ένα γνωστικό νόημα θα τολμούσα να πω ένα γνωσιολογικό ή επιστημολογικό περιεχόμενο. Αυτό γίνεται πιο φανερό όταν κατανοήσουμε ότι το θέμα ολόκληρου του ενδεκάτου κεφαλαίου του Ματθαίου είναι το πρόβλημα της γνώσης, το πρόβλημα της ανεπάρκειας της ορθολογικής γνώσης και της αναγκαιότητας της πνευματικής γνώσης. [4] Ναι, ο Θεός έχει «αποκρύψει» όλα τα πράγματα που μπορούν να θεωρηθούν ως τα πιο σπουδαία της γνώσης «ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψε αὐτὰ νηπίοις» (Μτ. 11,25). Θα ήταν αδικαιολόγητη αυθαιρεσία στις Γραφές να ξαναερμηνευτεί το «σοφῶν καὶ συνετῶν» ως «ψευδο-σοφών» και «ψευδοσυνετών», και το «νηπίοις» να σημαίνει τους ενάρετους σοφούς. Ο Κύριος είπε χωρίς ειρωνεία ακριβώς αυτό που ήθελε να πει: η αληθινή ανθρώπινη σοφία, η αληθινή ανθρώπινη σύνεση είναι ανεπαρκής ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινη. Αντίθετα, η διανοητική αθωότητα «των νηπίων», η απουσία του διανοητικού πλούτου που αποτρέπει σε κάποιον την είσοδο στη Βασιλεία των Ουρανών, μπορεί να αποδειχθεί βασική προϋπόθεση για την απόκτηση της πνευματικής γνώσης. Όμως η πληρότητα των πάντων βρίσκεται στον Ιησού Χριστό, και επομένως η γνώση μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω Αυτού και από Αυτόν. Όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες για γνώση, που εξαντλούν τους ταλαίπωρους σοφούς ανθρώπους, είναι μάταιες. Όπως αδέξια οι καμήλες, είναι παραφορτωμένοι με τη γνώση τους. Όπως το αλμυρό νερό, η επιστήμη μόνο αναζωπυρώνει τη δίψα για τη γνώση. Ποτέ δε δίνει ειρήνη στην εμπύρετη διάνοια. Γιατί του Κυρίου ο «χρηστὸς ζυγός» και το «ἐλαφρόν φορτίον» (Μτ. 11,30) δίνουν στη διάνοια ό,τι δεν μπορεί να πάρει από τον ανελέητο ζυγό και το σκληρό, αφόρητο βάρος της επιστήμης. Γι αυτό στον τάφο κάποιου που ξεχειλίζει η χάρις, τα Θεία λόγια εξακολουθούν να ακούγονται σαν μια αστείρευτη πηγή ζώντος ύδατος: «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πε- 4
φορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ ἐμοῦ, ὅτι πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.» (Μτ. 11, 27 30) Δεν έχω καμιά επιθυμία να πείσω οποιονδήποτε. Παραδέχομαι τη φτώχεια μου, κι αν υπήρχε κάποιος να αμφιβάλει για την ειλικρίνεια των λόγων μου, θα προτιμούσα να σταματήσω. Ξέρω πως θα με αποδεχθείς, γιατί εσύ είσαι που συντρίβεις τα όρια του εγωισμού μου. Αδελφέ μου, ομόψυχε αδελφέ μου! Απομακρυσμένος από εσένα και μονάχος, μολαταύτα είμαι μαζί σου. Ξεφεύγοντας από το χρόνο, βλέπω το καθάριο βλέμμα σου, άλλη μια φορά, και σου μιλώ πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι για σένα που γράφω τις σκόρπιες μου σκέψεις. Δε θα μου θυμώσεις που το κάνω δίχως μεθοδικότητα, καταγράφοντας παρατηρήσεις εδώ και εκεί. Στις βουβές νύχτες του φθινοπώρου, στις ιερές ώρες της σιωπής, όταν ένα δάκρυ χαράς λάμψει στα βλέφαρά μου, θα αρχίσω στα κρυφά να γράφω για σένα διαγράμματα και πενιχρά τμήματα εκείνων των ζητημάτων που τόσο πολύ κουβέντιασα μαζί σου. Γνωρίζεις εκ των προτέρων τι θα γράψω. Ξέρεις πως το γράψιμό μου δεν θα έχει διδακτικό χαρακτήρα, και ότι ο πομπώδης τόνος θα προέρχεται από την ανόητη ανικανότητά μου. Ενώ ένας σοφός δάσκαλος αντιμετωπίζει ακόμα και το πιο δύσκολο θέμα σαν αστείο, ένας άπειρος μαθητής υιοθετεί σοβαρό ύφος ακόμη και στα πιο τετριμμένα ζητήματα. Και εγώ, σε τελική ανάλυση, δεν είμαι τίποτα περισσότερο παρά ένας μαθητής που επαναλαμβάνει μετά από εσένα τα μαθήματα της αγάπης. [3.] Ευριπίδης, Μήδεια, Πράξη Τρίτη, Δέκατη Σκηνή, σε λόγο του κορυφαίου (Театр Еврипида, μτφρ. Анненский, τόμ. 1, Αγ. Πετ. 1907, σελ. 177). Η αλήθεια, σύμφωνα με τον ορισμό του Νικόλαου Κουζάνου, είναι «intelligibilitas omnis intelligibilis», δηλαδή η κατανόηση όσων αντικειμένων είναι κατανοήσιμα (Nicolaus de Cusa, Opera, Βασιλεία 1565, τόμ. I, σελ. 89b). Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον Άγιο Αυγουστίνο, ο Θεός είναι η πρωταρχική Αλήθεια, «stabilis Veritas», σταθερή, αμετάβλητη Αλήθεια (Εξομολογήσεις, XI 10, PL, τόμ. 37 Περί Τριάδος, 8, PL, τόμ. 42, col. 948 950). [4.] Το ενδέκατο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου παρουσιάζει μια αντίθεση μεταξύ της γνώσης από την ανθρώπινη δραστηριότητα και της πνευματικής γνώσης. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αντιπαραβάλλεται με το πλήθος. Ο Ιωάννης, ο μεγαλύτερος όλων των ανδρών, δεν μπορεί, παρά τις αρετές του, να καταλάβει ούτε την ελάχιστη θέση στη Βασιλεία των Ουρανών. Αντί- 5
θετα, στο πλήθος δίνονται σημάδια που όχι μόνο δείχνουν το δρόμο για τη Βασιλεία αλλά σχεδόν το αναγκάζουν να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο. Και αν παρά τις δυσμενείς συνθήκες, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής συνεχίζει να πιστεύει στον Ιησού Χριστό ενώ το πλήθος παραμένει στη δυσπιστία του, δηλαδή αν και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έχει την πνευματική σοφία ενώ το πλήθος είναι τυφλό, αυτό χρησιμεύει μόνο στο να καταδικάσει ακόμα περισσότερο αυτούς που είναι πνευματικά τυφλοί. Αυτός ο παραλληλισμός μπορεί να αναπαρασταθεί με το ακόλουθο σχήμα: Ιωάννης ο Βαπτιστής Έχει μόνο ακούσει για τα έργα του Χριστού, έχει ήδη αισθανθεί κάτι, και φλέγεται να πληροφορηθεί. Θέτει ερωτήσεις και είναι έτοιμος να πιστέψει. Ο Ιωάννης ζει ως ασκητής στην έρημο δεν κλονίζεται από τα πάθη δε φορά μαλακά ενδύματα. Είναι ο μεγαλύτερος των ανδρών. Παρ όλα αυτά είναι ελάσσων από αυτό που μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε, ακόμα και ο πιο ασήμαντος. Τόσο δύσκολο ήταν προ της έλευσης του Χριστού. Πλήθος (στις πόλεις των Αποστόλων) Το πλήθος βλέπει σημεία, αλλά παραμένει αδιάφορο και δε μετανοεί, Δεν πιστεύει άμεσα, παρά τα γεγονότα. Κάθε αίτημα του πλήθους ικανοποιείται αλλά το ίδιο παραμένει ανικανοποίητο. Είναι κακομαθημένο και αχάριστο. Όμως οποιοσδήποτε από αυτούς τους τυφλούς, αν καταφέρει να δει, θα γίνει ανώτερος από τον Ιωάννη, τον μεγαλύτερο όλων των ανδρών. Τόσο εύκολο έγινε με την έλευση του Χριστού. 6