ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕ ΡΙΟΥ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ. Μτ. 26 Μκ. 14 Λκ. 22 Ἰω. 11

Σχετικά έγγραφα
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Matthew Mark Luke Greek Reconstruction Hebrew Reconstruction

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ - Μ. ΕΒ ΟΜΑ Α του πρωτοπρεσβ. Αλεξάνδρου Σµέµαν

Saint Nectarios Greek Orthodox Church and Shrine

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Η υπαρξιακή απόφαση και τοποθέτηση του Ανθρώπου έναντι της Αλήθειας Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότ. Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Iohannes Damascenus - De azymis

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

Ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Η Παύλεια Θεολογία. Χριστολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ π.ἀλέξανδρος Σμέμαν

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η


Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ". ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΤΟΥΣ 2004 ΦΥΛΛΑ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Ερμηνεία Αποκαλυπτικών κειμένων της Καινής Διαθήκης

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

1st and 2nd Person Personal Pronouns

ΠΟΤΔΗ ΣΗ ΤΝΟΠΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΗ ΚΑΙ ΣΗΝ Q

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 22: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

4Αυτός ήτανε η ζωή, και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους. 4ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.

ΚΑΝΟΝΙΟΝ ΕΤΟΥΣ 2013 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΗΜΕΡΟΜ. ΗΧΟΣ ΕΩΘΙΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 6. Τῆς ἑορτῆς Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ (Τίτ.

Η πορεία προς την Ανάσταση...

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

Και θα γίνει κατά τις έσχατες μέρες να εκχύσω ( αποστείλω ) το Πνεύμα σε κάθε άνθρωπο.

Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου Ενότητα: 2

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ

Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ

Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες, σύμφωνα. με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, γράφοντας δίπλα στον αριθμό κάθε πρότασης τη

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

ΔΕ3. Η Καινή Διαθήκη Α: Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 13: ΤΟ ΝΕΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Αποστολικοί Πατέρες και Απολογητές. Tuesday, March 5, 13

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἄνθρωπος καὶ ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα παρετήρουν καὶ αὐτὸν αὐτόν θεραπεύσει τοῖς σάββασιν κατηγορήσωσιν

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου - Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος στά Ἰεροσόλυμα

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014 Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΕΜΠΤῌ (πρωΐ). ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΤΑ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

3. Ο Χριστός εγκαινιάζει την αληθινή λατρεία

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας (Α Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ & ΩΡΩΠΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 2018

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Τ Η Σ Π Ε Ν Τ Η Κ Ο Σ Τ Η Σ. Η ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Ο ΑΜΝΟΣ Ιερομ. Λεβ Ζιλλέ

π ε ρ ι ε χ ο μ ε ν α

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Ο. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΝΟΥ

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

«Προσκυνοῦμεν σου τά πάθη Χριστέ» Οδοιπορικό στη Μεγάλη Εβδομάδα. Διδ. Εν. 10

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019

Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

1. Ποιος μαθητής πήγε στους Αρχιερείς; Τι του έδωσαν; (Μτ 26,14-16) Βαθ. 1,0 2. Πόσες μέρες έμεινε στην έρημο; (Μκ 1,12)

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος

Πάρε τον, πάρε τον (απ εδώ. Δεν θέλουμε ούτε να τον βλέπουμε) σταύρωσέ τον!

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

Η πρώτη γνωστή συλλογή ορισμένων βιβλίων της Κ. Δ. οφείλεται στον αιρετικό Μαρκίωνα (140 μ.χ., Ρώμη)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ

Να ξαναγράψετε το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνοντας τα κενά με τις

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Io 1:1

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Chapter 26: Exercises

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ

ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕ ΡΙΟΥ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ Μτ. 26 Μκ. 14 Λκ. 22 Ἰω. 11 1 Ἦν δὲ τὸ 1 Ἤγγιζεν δὲ πάσχα καὶ τὰ ἡ ἑορτὴ τῶν ἄζυµα µετὰ δύο ἀζύµων ἡ ἡµέρας. καὶ λεγοµένη ἐζήτουν οἱ πάσχα. 2 καὶ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἐζήτουν οἱ γραµµατεῖς πῶς ἀρχιερεῖς καὶ αὐτὸν ἐν δόλῳ οἱ κρατήσαντες γραµµατεῖς ἀποκτείνωσιν 2 τὸ πῶς ἔλεγον γάρ, Μὴ ἀνέλωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ, αὐτόν, µήποτε ἔσται ἐφοβοῦντο θόρυβος τοῦ γὰρ τὸν λαοῦ. λαόν. 1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους, εἶπεν τοῖς µαθηταῖς αὐτοῦ, 2 Οἴδατε ὅτι µετὰ δύο ἡµέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι. 3 Τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγοµένου Καϊάφα, 4 καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσιν καὶ ἀποκτείνωσιν 5 ἔλεγον δέ, Μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, ἵνα µὴ θόρυβος γένηται ἐν τῷ λαῷ. 47 Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον, καὶ ἔλεγον, Τί ποιοῦµεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ποιεῖ σηµεῖα; 48 ἐὰν ἀφῶµεν αὐτὸν οὕτως, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωµαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡµῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος. 49 εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς, Ὑµεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν, Ἰω. 50 οὐδὲ λογίζεσθε ὅτι συµφέρει ὑµῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ µὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται. 51 τοῦτο δὲ ἀφ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου ἐπροφήτευσεν ὅτι ἔµελλεν Ἰησοῦς ἀποθνῄσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, 52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους µόνον ἀλλ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ θεοῦ τὰ διεσκορπισµένα συναγάγῃ εἰς ἕν. 53 ἀπ ἐκείνης οὖν τῆς ἡµέρας ἐβουλεύσαντο ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν. 54 Ὁ οὖν Ἰησοῦς οὐκέτι παρρησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς Ἰουδαίοις, ἀλλὰ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήµου, εἰς Ἐφραὶµ λεγοµένην πόλιν, κἀκεῖ διέτριβεν µετὰ τῶν µαθητῶν. 55 Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβησαν πολλοὶ εἰς Ἱεροσόλυµα ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ πάσχα ἵνα ἁγνίσωσιν ἑαυτούς. 56 ἐζήτουν οὖν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον µετ ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες, Τί δοκεῖ ὑµῖν; ὅτι οὐ µὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν; 57 δεδώκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐντολὴν ἵνα ἐάν τις γνῷ ποῦ ἐστιν µηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν αὐτόν. ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΙ. Ἡ σύνδεση τῆς διηγήσεως τοῦ πάθους πρὸς τὰ προηγούµενα στὸν Μτ. (26,1) εἶναι περισσότερο λογοτεχνικὴ παρὰ αὐστηρὰ χρονολογική. Ἡ πρόρρηση τοῦ πάθους στοὺς µαθητὲς ἀποσκοπεῖ νὰ δείξῃ ὄτι ὅλα ὅσα θὰ ἐπακολουθήσουν εἶναι µέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ὁ 1

Ἰησοῦς, τὸ κεντρικὸ πρόσωπο τῶν γεγονότων, εἶναι κύριος τῆς ἱστορίας. Ἀντίθετα, τὰ σχέδια τῆς συλλήψεως καὶ θανατώσεως τοῦ Ἰησοῦ ὄχι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς, γιὰ νὰ µὴν ἐµποδισθῇ ἀπὸ τὸ συρρέον πλῆθος ἢ γιὰ νὰ µὴν προκληθῇ τυχὸν ἐξέγερση λόγῳ τῆς δηµοφιλίας τοῦ Ἰησοῦ, δὲν θὰ πραγµατοποιηθοῦν. Θὰ γίνῃ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὁ Ἰησοῦς θὰ συλληφθῇ καὶ θὰ σταυρωθῇ ἀκριβῶς µέσα στὸ πάσχα. Ἡ σύσκεψη τῶν ἰουδαϊκῶν ἀρχῶν κατὰ τὸν Μτ. ἔγινε στὸ σπίτι τοῦ Καϊάφα, ὁ ὁποῖος εἶχε διορισθῆ µέγας ἀρχιερεὺς τὸ 18 µ.χ. ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Πιλάτου (26 36 µ.χ.), τὸν Βαλέριο Γρᾶτο (Valerius Gratus, 15 26 µ.χ.), µέχρις ὅτου ἐπαύθη ἀπὸ τὸν Βιτέλλιο (Vitellius) τὸ 36 µ.χ. (Ἰωσήπου, Ἀρχαιολογία 18,2,2 καὶ 18,4,3). Στὶς Πρ. 4 ὁ Καϊάφας εἶναι ἀκόµη ἀρχιερέας, ὅταν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης προσήχθησαν ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου πιθανῶς καὶ ἐπὶ τοῦ πρωτοµάρτυρος Στεφάνου (Πρ. 7,1). ὲν ἀποκλείεται ὁ ἀρχιερεύς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἐζήτησε ἐπιστολὲς πρὸς τὶς συναγωγὲς τῆς αµασκοῦ γιὰ τὴν σύλληψη τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν (Πρ. 9,1-2) νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο, ὁ Καϊάφας. Τὸ 1990 ἀνεκαλύφθη τυχαῖα τὸ οἰκογενειακὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ Καϊάφα 3 χλµ. Ν τῆς Ἱερουσαλήµ µὲ τὴν ἐπιγραφὴ י הוֹס ף בּ ר ק יּ פ א (Yehosef bar Qayyafa). Ἡ φράση τοῦ Ἰω. «ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου» σηµαίνει ἁπλῶς ὅτι «ἦταν ἀρχιερέας ἐκείνη τὴν µοιραία χρονιά». Οἱ ἑκάστοτε ἀρχιερεῖς ἦσαν δοτοὶ τῆς ρωµαϊκῆς ἐξουσίας καὶ παρέµεναν στὴ θέση τους ὅσο ἐξυπηρετοῦσαν τὰ συµφέροντα τῆς ρωµαϊκῆς πολιτικῆς. Ὁ πληθυντικὸς «οἱ ἀρχιερεῖς» ἐννοεῖ τὸ ἀρχιερατικὸ συµβούλιο, συµπεριλαµβανοµένου καὶ τοῦ ἀρχιερέως. Ὡς διοικητικὸς θεσµὸς εἶναι ἑλληνιστικῆς καταγωγῆς καὶ ἀντιστοιχεῖ στὸ διοικητικὸ συµβούλιο τῶν ἑλληνιστικῶν πόλεων, τὴν βουλὴ ἢ τὸ «κοινὸν τῶν ἱερέων» (Ἰωσήπου, Ἰουδ. Ἀρχαιολογία 13,166 Πρ. 19,14). Ἀπετελεῖτο ἀπὸ δέκα µέλη ἀριστοκρατικῆς προελεύσεως, ἱερεῖς καὶ ἐπιχειρηµατίες λαϊκούς, «τοὺς πρώτους δέκα» (Ἰωσ. Ἰουδ. Ἀρχ. 20,194 λατ. decem primi). Οἱ «ἀρχιερεῖς» µαζὶ µὲ τοὺς «γραµµατεῖς» καὶ τοὺς «πρεσβυτέρους» τοῦ λαοῦ συγκροτοῦσαν τὸ Μεγάλο Συνέδριο (ἑβρ. ס נ ה ד ר ין Σανχεντρίν), τὸ ἀνώτατο διοικητικό, δικαστικό, πολιτικὸ καὶ θρησκευτικὸ ὄργανο τοῦ ἀπανταχοῦ ἰουδαϊσµοῦ. Οἱ «γραµµατεῖς», γνωστοὶ καὶ ὡς «σοφοὶ» ἢ «ραββί», ἦσαν νοµοδιδάσκαλοι και ὡς ἐκ τούτου ἐπαγγελµατείας δικηγόροι. Οἱ «πρεσβύτεροι» ἦσαν διακεκριµένα µέλη τῆς ἀριστοκρατείας. Σὲ πλήρη σύνθεση τὸ Συνέδριο περιελάµβανε ἑβδοµήντα ἕνα µέλη (Mishna, Sanhedrin 1,6 ἐπὶ τῇ βάσει τῶν «ἑβδοµήκοντα ἀνδρῶν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραὴλ» τοῦ Ἀρ. 11,16 σὺν τὸν Μωϋσῆ). Συνεδρίαζε στὸ κτήριο τῆς Βουλῆς Ν τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύµων (Ἰωσ., Περὶ τοῦ Ἰουδ. Πολέµου 5,144). Ἐν τούτοις ἡ πλήρης σύνθεση τοῦ Συνεδρίου ἦταν ἀπαραίτητη µόνο σὲ µεγάλες δίκες, ποὺ ἐπέσυραν θανατικὲς ποινές. Ἕνας µικρὸς ἀριθµὸς συνέδρων συνήθως ἦταν ἀρκετός. Ἐὰν ἡ σύσκεψη γιὰ τὴν σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἦταν βεβαίως δίκη, ἔγινε στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Καϊάφα, θὰ ἐπρόκειτο πιθανώτατα γιὰ ἄτυπη σύσκεψη µὲ περιορισµένο ἢ κατ ἐπιλογὴ ἀριθµὸ µελῶν. Ἡ χρονολογικὴ διατύπωση τοῦ Μκ. (14,1) καὶ πολὺ περισσότερο τοῦ Λκ. (22,1), ὁ ὁποῖος συγχέει τὸ Πάσχα µὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Ἀζύµων, κανονικὰ δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀκριβής. Στὴν πραγµατικότητα ἐπρόκειτο γιὰ δύο διαφορετικὲς ἑορτές. Τὸ Πάσχα פּ ס ח) «Πέσαχ», ἀραµ. פּ ס ח א «Πίσχα») ἦταν 2

µονοήµερη ἑορτὴ στὶς 14 τοῦ µηνὸς Νισὰν (Μάρτιος - Ἀπρίλιος), τοῦ πρώτου µηνὸς τοῦ θρησκευτικοῦ ἡµερολογίου, ἐνῷ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀζύµων «Ματσὼτ ἢ -ὼθ») ἄρχιζε στὶς 15 καὶ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡµέρες µέχρι τὶς מ צּוֹת) 21 τοῦ µηνὸς (Ἐξ. 12,6 15 Λευ. 23,5-9). Ἐν τούτοις, καὶ ὁ Ἰουδαῖος ἱστορικὸς Ἰώσηπος χρησιµοποιεῖ ἀκριβῶς τὴν ἴδια «χαλαρὴ» ὁρολογία: «καὶ δὴ τῆς τῶν ἀζύµων ἐνστάσης ἑορτῆς, ἣ πάσχα παρὰ Ἰουδαίοις καλεῖται» (Ἰουδ. Ἀρχαιολογία 2,10) «κατὰ τὸν καιρὸν τῆς τῶν ἀζύµων ἑορτῆς, ἣν πάσχα λέγοµεν» (14,21) «τῶν ἀζύµων τῆς ἑορτῆς ἀγοµένης, ἣν πάσχα καλοῦµεν ἐκ µέσης νυκτὸς» (Ἰουδ. Ἀρχ. 18,29). Σύµφωνα µὲ τὸ ἰουδαϊκὸ ἡµερολόγιο ἡ ἡµέρα ἄρχιζε καὶ τελείωνε µὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, ἑποµένως ἡ 14η τοῦ µηνὸς τελείωνε τὴν ἴδια ἀκριβῶς ὥρα ποὺ ἄρχιζε ἡ 15η τοῦ µηνός, περίπου στὶς 6 τὸ ἀπόγευµα. Ἡ σύγχυση ὡς πρὸς τὴν ὁρολογία δὲν προήρχετο µόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ πασχάλειο δεῖπνο ἐτελεῖτο µετὰ τὴν δύση τῆς 14ης τοῦ µηνός, δηλ. τὸ βράδυ τῆς 15ης, καὶ ἑποµένως συνέπιπτε µὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀζύµων, ἀλλὰ εἶναι παλαιότερη. Ἀνάγεται στὴ σύγχυση δύο διαφορετικῶν παραδόσεων τῆς Πεντατεύχου. Κατὰ τὴν παλαιότερη (Ἐξ. 12,6.8.18) τὸ Πάσχα προσδιορίζεται στὶς 14 Νισάν, ἐνῷ κατὰ τὴν νεώτερη, ἡ ὁποία καὶ ἐπεκράτησε τελικὰ (Λευ. 23,5 ἑξ. Ἀρ. 28,16 ἑξ.), τὸ Πάσχα προσδιορίζετο ἤδη στὶς 15 (!) Νισάν. Ἡ ἔκφραση «µετὰ δύο ἡµέρας» µπορεῖ βεβαίως νὰ σηµαίνῃ ὅτι ἡ πρόρρηση τοῦ πάθους ἔγινε στὶς 13 Νισάν, ἀλλὰ µᾶλλον ἐννοεῖ στὶς 14 Νισάν, καθὼς ἡ ἀνάλογη ἔκφραση «µετὰ τρεῖς ἡµέρας ἀναστῆναι» (Μκ. 8,31) ἐννοεῖ οὐσιαστικὰ δύο ἡµέρες µετὰ τὴν Παρασκευή, δηλ. τὴν Κυριακή στὴ ἰουδαϊκὴ µέτρηση προσµετρᾶται καὶ ἡ ἡµέρα ἀφετηρίας, ἡ Παρασκευή. «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» [ἑβρ. ben (ha)adam, ἀραµ. bar nasha] εἶναι ἰδιωµατισµός, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ σηµαίνει ἁπλῶς «ὁ ἄνθρωπος». Στὸ ὄραµα τοῦ αν. 7,13 µιὰ οὐράνια µορφὴ «ὡς υἱὸς ἀνθρώπου» κατέρχεται στὸ τέλος τῶν ἡµερῶν ὡς ἐκπρόσωπος «τῶν ἁγίων τοῦ Ὑψίστου», τοῦ λυτρωµένου Ἰσραήλ. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἰδιότητα ὑπαινίσσεται ἡ χρήση τοῦ τίτλου αὐτοῦ ἐκ µέρους τοῦ Ἰησοῦ στὰ εὐαγγέλια. Τὸ νέο στοιχεῖο ὅµως, ποὺ προσδίδει στὸν τίτλο ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ὅτι τὸν συνδέει πάντοτε µὲ τὸ πάθος του συνδυάζοντας τὸ µεσσιανικό του περιεχόµενο µὲ τὸν «πάσχοντα δοῦλο τοῦ Θεοῦ» τοῦ Ἡσαΐα 53. ΙΩΑΝΝΗΣ. Οἱ «ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι» δὲν φαίνεται νὰ ἀµφισβητοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὄντως «πολλὰ ποιεῖ σηµεῖα». Ἐκεῖνο ποὺ ἀµφισβητοῦν εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Φοβοῦνται µήπως ὁ λαὸς παρασυρόµενος ἀπὸ ἕναν ψευδοµεσσία ξεσηκωθῇ κατὰ τῶν Ῥωµαίων κατακτητῶν καὶ προκαλέσῃ τὴν ἐκδικητικὴ µανία τους. Ὁ Καϊάφας ἀναδεικνύεται σὲ δραµατικὸ πρόσωπο, ποὺ ἡ ἱστορία ξεγλιστράει µέσα ἀπὸ τὰ χέρια του κοιτάζοντάς τον πίσω της εἰρωνικά. Χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ συνειδητοποιῇ, ἡ ἀρχιερατική του ἰδιότητα τὸν καθιστᾷ προφήτη, µέσῳ τοῦ ὁποίου φανερώνεται τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς πράγµατι πέθανε ὑπὲρ τοῦ ἔθνους του, καὶ ὄχι µόνον ὑπὲρ τοῦ ἔθνους του, ἀλλὰ ὄχι ἔτσι ὅπως ἤλπιζε ὁ Καϊάφας. Οἱ δὲ Ῥωµαῖοι τελικὰ πράγµατι «ἀροῦσιν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος» καταπνίγοντας στὸ αἷµα τὴν ἰουδαϊκὴ ἐπανάσταση τοῦ 66-70 µ.χ. Ἡ φράση «συµφέρει ὑµῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ» εἶναι γνωστὴ ῥαββινικὴ ἀντίληψη καὶ ὑπάρχει στὸ Midrash Genesis Rabah 94,9. 3

Οἱ Φαρισαῖοι ὅπως καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι καὶ οἱ Ἐσσαῖοι ἐµφανίζονται ὡς πολιτικοθρησκευτικὲς παρατάξεις ἢ κόµµατα περὶ τὰ µέσα τοῦ 2ου αἰ. π.χ. Οἱ Σαδδουκαῖοι προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατικὴ τάξη καὶ µονοπωλοῦν τὴν ἡγεσία τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ἐνῷ οἱ Φαρισαῖοι ἀνήκουν κυρίως στὴν µεσαία τάξη. Ὁ θεσµὸς τῶν «γραµµατέων», δηλ. τῶν νοµοδιδασκάλων, εἶναι ὁπωσδήποτε πολὺ παλαιότερος τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, ἀλλὰ προϊόντος τοῦ χρόνου οἱ περισσότεροι «γραµµατεῖς» προσχωροῦν ὅλο καὶ περισσότερο στὴν παράταξη τῶν Φαρισαίων, στὴν παράταξη ποὺ τελικὰ ἐπεκράτησε καὶ διαµόρφωσε τὸν µεταγενέστερο ἰουδαϊσµό. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ «γραµµατεῖς καὶ Φαρισαῖοι» εἶναι πλέον ἔννοιες σχεδὸν ταυτόσηµες. Ἡ «πόλις Ἐφραὶµ» εἶναι πιθανῶς ἡ Ἀφρὰ (Ἰησ. Ν. 18,23 Ο, ἑβρ. Ὀφρὰ) τοῦ Εὐσεβίου (Ὀνοµαστικὸν 28 «Ἀφρά. κλήρου Βενιαµίν. καὶ νῦν ἐστι κώµη Αἰφραίµ τῆς Βηθὴλ ἀπὸ σηµείων (= ῥωµ. µίλια) ε πρὸς ἀνατολάς»), τὸ «πολίχνιον» Ἐφραὶµ τοῦ Ἰωσήπου (Ἰουδ. Πόλ. 4,551). Ταυτίζεται µὲ τὸ σηµερινὸ Et-Taiyibeh στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ 24 χλµ. ΒΑ τῆς Ἱερουσαλήµ καὶ 7,5 χλµ. ΒΑ τῆς Βαιθήλ. 6 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενοµένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίµωνος τοῦ λεπροῦ, 7 προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον µύρου βαρυτίµου καὶ κατέχεεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἀνακειµένου. 8 ἰδόντες δὲ οἱ µαθηταὶ ἠγανάκτησαν λέγοντες, Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; 9 ἐδύνατο γὰρ τοῦτο πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι πτωχοῖς. 10 γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς, Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ΤΟ ΜΥΡΟ Μτ. 26 Μκ. 14 Λκ. 7 Ἰω. 12 3 Καὶ ὄντος 36 Ἠρώτα δέ τις αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ αὐτὸν τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ Φαρισαίων ἵνα Σίµωνος τοῦ φάγῃ µετ αὐτοῦ λεπροῦ καὶ εἰσελθὼν εἰς κατακειµένου τὸν οἶκον τοῦ αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ Φαρισαίου ἔχουσα κατεκλίθη. 37 καὶ ἀλάβαστρον ἰδοὺ γυνὴ ἥτις ἦν µύρου νάρδου ἐν τῇ πόλει πιστικῆς ἁµαρτωλός, καὶ πολυτελοῦς ἐπιγνοῦσα ὅτι συντρίψασα τὴν κατάκειται ἐν τῇ ἀλάβαστρον οἰκίᾳ τοῦ κατέχεεν αὐτοῦ Φαρισαίου, τῆς κεφαλῆς. 4 κοµίσασα ἦσαν δέ τινες ἀλάβαστρον µύρου ἀγανακτοῦντες 38 καὶ στᾶσα πρὸς ἑαυτούς, Εἰς ὀπίσω παρὰ τοὺς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη πόδας αὐτοῦ τοῦ µύρου κλαίουσα, τοῖς γέγονεν; 5 δάκρυσιν ἤρξατο ἠδύνατο γὰρ βρέχειν τοὺς τοῦτο τὸ µύρον πόδας αὐτοῦ καὶ πραθῆναι ἐπάνω ταῖς θριξὶν τῆς δηναρίων κεφαλῆς αὐτῆς τριακοσίων καὶ ἐξέµασσεν, καὶ δοθῆναι τοῖς κατεφίλει τοὺς 1 «Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡµερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν Ἰησοῦς. 2 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει, ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειµένων σὺν αὐτῷ. 3 ἡ οὖν Μαριὰµ λαβοῦσα λίτραν µύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίµου ἤλειψεν τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέµαξεν ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ ἡ δὲ 4

ἔργον γὰρ καλὸν ἠργάσατο εἰς ἐµέ 11 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε µεθ ἑαυτῶν, ἐµὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε 12 βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ µύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώµατός µου πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι µε ἐποίησεν. 13 ἀµὴν λέγω ὑµῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσµῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς µνηµόσυνον αὐτῆς. πτωχοῖς καὶ ἐνεβριµῶντο αὐτῇ. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν, Ἄφετε αὐτήν τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον ἠργάσατο ἐν ἐµοί. 7 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε µεθ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοῖς εὖ ποιῆσαι, ἐµὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 8 ὃ ἔσχεν ἐποίησεν προέλαβεν µυρίσαι τὸ σῶµά µου εἰς τὸν ἐνταφιασµόν. 9 ἀµὴν δὲ λέγω ὑµῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλον τὸν κόσµον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς µνηµόσυνον αὐτῆς. πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφεν τῷ µύρῳ. 39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων, Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁµαρτωλός ἐστιν. 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν, Σίµων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ, ιδάσκαλε, εἰπέ, φησίν. 41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. 42 µὴ ἐχόντων αὐτῶν ἀποδοῦναι ἀµφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; 43 ἀποκριθεὶς Σίµων εἶπεν, οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσµῆς τοῦ µύρου. 4 λέγει δὲ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης εἷς τῶν µαθητῶν αὐτοῦ, ὁ µέλλων αὐτὸν παραδιδόναι, 5 ιὰ τί τοῦτο τὸ µύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; 6 εἶπεν δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔµελεν αὐτῷ ἀλλ ὅτι κλέπτης ἦν καὶ τὸ γλωσσόκοµον ἔχων τὰ βαλλόµενα ἐβάσταζεν. 7 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς, Ἄφες αὐτήν, ἵνα εἰς τὴν ἡµέραν τοῦ ἐνταφιασµοῦ µου τηρήσῃ αὐτό 8 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε µεθ ἑαυτῶν, ἐµὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε». Λκ. Ὑπολαµβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίµωνι ἔφη, Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ µοι ἐπὶ πόδας οὐκ ἔδωκας αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέν µου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶν αὐτῆς ἐξέµαξεν. 45 φίληµά µοι οὐκ ἔδωκας αὕτη δὲ ἀφ ἧς εἰσῆλθον οὐ διέλιπεν καταφιλοῦσά µου τοὺς πόδας. 46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν µου οὐκ ἤλειψας αὕτη δὲ µύρῳ ἤλειψεν τοὺς πόδας µου. 47 οὗ χάριν, λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁµαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησεν πολύ ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. 48 εἶπεν δὲ αὐτῇ, Ἀφέωνταί σου αἱ ἁµαρτίαι. 49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείµενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁµαρτίας ἀφίησιν; 50 εἶπεν δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα, Ἡ πίστις σου σέσωκέν σε πορεύου εἰς εἰρήνην. 5

Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τοὺς τέσσερεις εὐαγγελιστές, ἀλλὰ µὲ διαφορετικὲς λεπτοµέρειες τόσο ὡς πρὸς τὸν τόπο, τὸν χρόνο καὶ τὰ πρόσωπα ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὰ ἐπὶ µέρους. Εἰδικὰ ὁ Λκ. τοποθετεῖ τὴν ἱστορία πολὺ νωρίτερα συδυάζοντάς την καὶ µὲ µία παραβολὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰω. ἐπίσης τοποθετεῖ τὴν ἱστορία λίγο νωρίτερα, πρὶν ἀπὸ τὴν θριαµβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυµα. Παρὰ τὶς διαφορὲς ὅµως, ὑπάρχουν καὶ κάποιες χαρακτηριστικὲς ὁµοιότητες. ὲν εἶναι τυχαῖο π.χ. ὅτι ὁ Ἰω. συµφωνεῖ πότε µὲ τὴν παράδοση τοῦ Μκ. Μτ. (Βηθανία, «νάρδος πιστική», 300 δηνάρια, «τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε µεθ ἑαυτῶν») πότε µὲ τὴν παράδοση τοῦ Λκ. («ἤλειψεν τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέµαξεν ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ»). Πρόκειται µήπως γιὰ δύο ἢ τρία παρόµοια ἐπεισόδια, ποὺ κατὰ τὴν ἀναπαραγωγή τους µέσ ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση συγχέονται καὶ συγκλίνουν σιγὰ - σιγὰ πρὸς µία ἑνιαία διήγηση ἢ µήπως πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἐξακτινώνεται σὲ διαφορετικὲς ἐκδοχές; Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ θέση τῆς περικοπῆς στὸν Ἰω. καὶ στὸ Λκ. σὲ συνδυασµὸ µὲ τὸ ὅτι ἡ παρεµβολή της διακόπτει τὴν διήγηση τοῦ πάθους στὸν Μτ. καὶ στὸν Μκ. συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἐκδοχῆς ὅτι ἀρχικὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀνεξάρτητη ἱστορία (ἢ ἱστορίες) καὶ δὲν ἀποτελοῦσε ἀναπόσπαστο τµῆµα τῆς διηγήσεως τοῦ πάθους. Πιθανῶς ὅµως ὁ Ἰησοῦς νὰ ὑπενθύµισε τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ στοὺς µαθητές, προσθέτοντας ὅτι ἡ γυναῖκα ἐκείνη µὲ τὴν πράξη της τότε, «προέλαβεν µυρίσαι τὸ σῶµά µου εἰς τὸν ἐνταφιασµόν», πρᾶγµα τὸ ὁποῖο δικαιολογεῖ καὶ τὴν συµπερίληψη τῆς ἱστορίας στὴν συνάφεια τοῦ πάθους. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ σῶµα τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἐµυρώθη ὅπως θὰ ἔπρεπε κατὰ τὴν ταφή Του. (A. Legault, CBQ 16 (1954) σ. 131-45). Ἡ Βηθανία בּ ית ה ינ י) Beth-Hini βλ. M. Jastrow, A Dictionary of the Targuminm, the Talmud Babli and Jerushalmi, and the Midrashic Literature, London, N.Y. 1903, σ. 348) εἶναι στὸ ΝΑ ἄκρο τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, περίπου 3 χλµ. Α τῆς Ἱερουσαλήµ καὶ δὲν ἔχει σχέση µὲ τὴν «πέραν τοῦ Ἰορδάνου» Βηθανία τοῦ Ἰω. 1,28. Ταυτίζεται µὲ τὴν el-azariyeh (< el- Lazariyeh), τὸ Λαζάριον τοῦ 5ου αἰ. µ.χ. (Παλλαδίου, Λαυσιακὸν 44,5), ὅπου ὑπάρχουν ἀρκετοὶ λαξευτοὶ τάφοι, µεταξὺ τῶν ὁποίων «δείκνυται εἰσέτι καὶ νῦν ὁ Λαζάρου τόπος» (Εὐσεβίου, Ὀνοµαστικὸν 58). Ὁ Σίµων ὁ λεπρὸς ἐνδέχεται νὰ εἶναι ἕνας ἀπ τοὺς δέκα λεπροὺς ποὺ ἐθεράπευσε ὁ Ἰησοῦς. Ἡ Μαρία τοῦ Ἰω. 12,3 σὲ καµµιὰ περίπτωση δὲν µπορεῖ νὰ ταυτισθῇ µὲ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαλινή. Τὸ «ἀλάβαστρον µύρου νάρδου πιστικῆς» θὰ πρέπει νὰ ἦταν µιὰ µικρὴ σφραγισµένη φιάλη µὲ ἄρωµα µιᾶς δόσεως, προκειµένου νὰ διατηρῆται τὸ ἄρωµα, τὸ ὁποῖο χρησιµοποιοῦσαν σπάζοντας τὸ φιαλίδιο. Ὁ ἀρωµατισµὸς τῶν συνδαιτυµόνων στὰ δεῖπνα ἦταν συνήθης (πρβλ. Ψ. 22,5). Ἡ νάρδος (< περσ. nardin) εἶναι ἀρωµατικὸ φυτὸ τῆς συνοµοταξίας τῆς βαλεριάνας αὐτοφυὲς στὶς Ἰνδίες, ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ ὁποίου παρήγετο ἀρωµατικὸ λάδι. «Πιστικὴ» (< πίστις) µπορεῖ νὰ σηµαίνῃ «γνήσια». Ἐν τούτοις εἶναι πιθανὸ «πιστικὴ» νὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὀνοµασία τοῦ µύρου: «πιστικὴν νάρδον νοεῖ ἤτοι εἶδος νάρδου οὕτω λεγόµενον πιστικὴν ἢ τὴν ἄδολον νάρδον» (Θεοφύλακτος, PG 123,645b), πιθανῶς µιὰ παραφθορὰ τοῦ spicatum (Γαληνοῦ, Περὶ συνθέσεως φαρµάκων τῶν κατὰ τόπους 12,604: «τὰ πολυτελῆ µύρα τῶν γυναικῶν, ἃ καλοῦσιν αὗται σπικάτα καὶ φουλιάτα») ἢ «πιστικὴ» (= ἀραµ. pistaqa, «πιστάκια») προερχόµενη εἴτε ἀπὸ τὸ δένδρο pistachio (M. Black, An 6

Aramaic Approach to the New Testament, 1967 3, σ. 223-25) εἴτε ἀπὸ τὸ τὸ ἰνδικὸ ὄνοµα τῆς νάρδου, picçita (βλ. BDAG). Τὸ ἀσηµένιο «δηνάριον» (denarius) µετὰ τὴν ἐπὶ Νέρωνος ὑποτίµησή του ἀντιστοιχοῦσε στὸ ἡµεροµίσθιο ἑνὸς ἐργάτη (Μτ. 20,2). Ἑποµένως 300 δηνάρια ἦσαν τριακόσια ἡµεροµίσθια (BDAG). 1 «Ἐµβριµάοµαι, -ῶµαι» (Μκ. 14,5) (< βρίµη = µουγκρητό, δύναµη, «βριαρὸς» = δυνατός, βαρὺς) σηµαίνει ρουθουνίζω (ἐπὶ ἀλόγων) βογγάω βαρυγκοµῶ, ἀγανακτῶ, ἐπιπλήττω (πρβλ. «βρέµω» καὶ λατ. fremo µουγκρίζω, βρυχῶµαι). Ἡ φράση «πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε µεθ ἑαυτῶν» ἀπηχεῖ τὸ ευτ. 15,11 «οὐ γὰρ µὴ ἐκλίπῃ ἐνδεὴς ἀπὸ τῆς γῆς». 14 Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόµενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς 15 εἶπεν, Τί θέλετέ µοι δοῦναι κἀγὼ ὑµῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. 16 καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ. Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟ ΟΣΙΑΣ Μτ. 26 Μκ. 14 Λκ. 22 Ἰω. 10 Καὶ Ἰούδας Ἰσκαριὼθ ὁ εἷς τῶν δώδεκα ἀπῆλθεν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα αὐτὸν παραδοῖ [αὐτοῖς]. 11 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύριον δοῦναι. καὶ ἐζήτει πῶς αὐτὸν εὐκαίρως παραδοῖ. 3 Εἰσῆλθεν δὲ Σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν καλούµενον Ἰσκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθµοῦ τῶν δώδεκα 4 καὶ ἀπελθὼν συνελάλησεν τοῖς ἀρχιερεῦσιν καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτοῖς παραδῷ αὐτόν. 5 καὶ ἐχάρησαν καὶ συνέθεντο αὐτῷ ἀργύριον δοῦναι. 6 καὶ ἐξωµολόγησεν, καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν ἄτερ ὄχλου αὐτοῖς. (Ἰω. 13,2 καὶ δείπνου γινοµένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν ἵνα παραδοῖ αὐτὸν Ἰούδας Σίµωνος Ἰσκαριώτου) Τὸ ὄνοµα Ἰσκαριώτης, πατρωνυµικὸ ἐπίθετο τοῦ Ἰούδα (Ἰω. 6,71 13,2 13,26), µπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἑβρ. א ישׁ ק ר יּ ת (ish qeriyot), «ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Κεριώτ», χωριὸ 16 χλµ. Ν τῆς Χεβρών (Ἰησ. Ν. 15,25) στὴ θέση Khirbet el-qaryatein. Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε ὁ Ἰούδας θὰ πρέπει νὰ ἦταν ὁ µοναδικὸς µὴ Γαλιλαῖος µαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ. Κατ ἄλλη ἐκδοχὴ παράγεται ἀπὸ τὸ ῥ. שׁ ק ר (šaqár, ψεύδοµαι), ἑποµένως «ψεύτης» (Torrey 1 Ἡ µνεία τοῦ δηναρίου στὴ συνάφεια τῆς παραβολῆς τοῦ Μτ. 20 σηµαίνει κατὰ τὴν γνώµη µας ὅτι τὸ κατὰ Ματθαῖον ἐγράφη µετὰ τὴν ἐπὶ Νέρωνος ὑποτίµηση καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἔλεγε τὴν παραβολή, θὰ εἶχε χρησιµοποιήσει προφανῶς ἄλλο νόµισµα, τὴν ἀξία τοῦ ὁποίου προσάρµοσε ὁ Ματθαῖος στὰ οἰκονοµικὰ δεδοµένα τῆς ἐποχῆς του. 7

(HTR 36 [1943] 51 62). Κατ ἄλλους παράγεται ἀπὸ τὸ שׂ ק ר (saqar ἢ µτγ. δηλ. ἐπισηµαίνω, µαρκάρω µὲ τὸ βλέµµα ἢ µὲ κόκκινη βαφή,(ס ק ר «κοκκινοτρίχης» ἢ «βαφέας» θὰ προσέθετα καὶ «σηµαδεµµένος», «σταµπαρισµένος». Μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα ὑπόθεση τοῦ Culmann ἀνάγει τὸ ὄνοµα σὲ ἀναγραµµατισµὸ τῆς λ. «σικαριώτ(ης)», δηλ. σικάριος (< λατ. sica = µαχαίρι). Οἱ σικάριοι (Πρ. 21,38) ἀποτελοῦσαν τὶς ἐκτελεστικὲς ὁµάδες τοῦ ἐθνικιστικοῦ κινήµατος τῶν Ζηλωτῶν. Ἐὰν ὁ Ἰούδας ἦταν Ζηλωτής, εἶναι ἑπόµενο νὰ εἶχε ἀπογοητευθῇ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν εἶχε θεωρήσῃ ὡς ἕναν ἀποτυχηµένο φορέα τῶν µεσσιανικῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸ ποὺ πρόδωσε ἀκριβῶς ὁ Ἰούδας φαίνεται ὅτι ἦταν τὸ µέρος, ὅπου µποροῦσαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ τὴν νύχτα µακριὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος (Ἰω. 18,2). Ὅπως παραδίδει ὁ Ἰω., «ὁ οὖν Ἰησοῦς οὐκέτι παρρησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς Ἰουδαίοις, ἀλλὰ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήµου, εἰς Ἐφραὶµ λεγοµένην πόλιν, κἀκεῖ διέτριβεν µετὰ τῶν µαθητῶν.... δεδώκεισαν δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐντολὴν ἵνα, ἐάν τις γνῷ ποῦ ἐστιν, µηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν αὐτόν» (Ἰω. 11,54-57) καὶ στὸ 18,2 «ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον (= τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν), ὅτι πολλάκις συνήχθη Ἰησοῦς ἐκεῖ µετὰ τῶν µαθητῶν αὐτοῦ». Ὁ λόγος τῆς προδοσίας δὲν ἀναφέρεται. Ὁ Λκ. καὶ ὁ Ἰω. (13,27) λέγουν ἁπλῶς ὅτι «εἰσῆλθεν ὁ Σατανᾶς» εἰς τὸν Ἰούδα. Ὁ πληθ. «οἱ στρατηγοὶ» τοῦ Λκ. ἀναφέρεται στὴν διοίκηση τῆς ἀστυνοµικῆς φρουρᾶς τοῦ Ναοῦ, ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν Λευῖτες. ιοικητὴς τῆς φρουρᾶς ἦταν ὁ «στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ», ἱερέας προερχόµενος ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατικὴ τάξη, µέλος τοῦ ἀρχιερατικοῦ συµβουλίου τῶν δέκα «ἀρχιερέων» καὶ συχνὰ ὑποψήφιος γιὰ τὸ ἀξίωµα τοῦ µεγάλου ἀρχιερέως. Τὰ «τριάκοντα ἀργύρια» τοῦ Μτ. δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐκλαµβάνωνται κυριολεκτικά προέρχονται ἀπὸ τὸν Ζαχ. 11,12 «καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς Εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑµῶν ἐστιν, δότε στήσαντες τὸν µισθόν µου ἢ ἀπείπασθε καὶ ἔστησαν τὸν µισθόν µου τριάκοντα ἀργυροῦς». Στὴν αλληγορία τῆς προφητείας ὁ Ζαχαρίας γίνεται «ὁ καλὸς ποιµὴν» τοῦ αἰχµαλωτισµένου λαοῦ του, τύπος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὑπηρεσίες του ὅµως δὲν ἐκτιµῶνται καὶ ὁ µισθός του ἀποτιµᾶται στὴν ἐλάχιστη ἀποζηµίωση ποὺ προέβλεπε ὁ Μωσαϊκὸς νόµος γιὰ τὴν ἀπώλεια ἑνὸς δούλου ἀπὸ ἀτύχηµα «ἐὰν δὲ παῖδα κερατίσῃ ὁ ταῦρος ἢ παιδίσκην, ἀργυρίου τριάκοντα δίδραχµα (ἑβρ. σίκλους, sheqel) δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, καὶ ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται» (Ἐξ. 21,32). Τὸ µήνυµα τοῦ Μτ., ὁ ὁποῖος σκέπτεται σὰν ραββῖνος, εἶναι ὅτι ὅσα κι ἂν ἔπαιρνε ὁ Ἰούδας, θὰ ἦσαν πάντοτε λίγα. Πάντοτε θὰ ἀντιστοιχοῦσαν σὲ µιὰ δυσανάλογα εὐτελῆ ἀποζηµίωση σὲ σχέση πρὸς τὸ µέγεθος τῆς πράξης του. Ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχιερεῖς ἤθελαν τὴν ἐξόντωση τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τοὺς Συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς στὴν παροῦσα συνάφεια, µολονότι τεκµαίρεται ἀπὸ τὴν ἀκολουθοῦσα δίκη τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰω. παραθέτει ὅτι εἰδικὰ µετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου τὸ ἐρώτηµα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὸ Μεγάλο Συνέδριο ἦταν: «Τί ποιοῦµεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ ποιεῖ σηµεῖα; ἐὰν ἀφῶµεν αὐτὸν οὕτως, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωµαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡµῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος» (11,47-48). Ἀσχέτως τοῦ ἐὰν ἐπίστευαν καὶ οἱ ἴδιοι στὰ «σηµεῖα» τοῦ Ἰησοῦ ἢ ὄχι, ἕνα εἶναι βέβαιο, ὅτι τὸν θεωροῦσαν ψευδοµεσσία καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν δηµοσία ἀσφάλεια. 8

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ ΕΙΠΝΟΥ Μτ. 26 Μκ. 14 Λκ. 22 12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡµέρᾳ τῶν ἀζύµων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ µαθηταὶ αὐτοῦ, Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιµάσωµεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα; 13 καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν µαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς, Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑµῖν ἄνθρωπος κεράµιον ὕδατος βαστάζων ἀκολουθήσατε αὐτῷ, 14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι Ὁ διδάσκαλος λέγει, Ποῦ ἐστιν τὸ κατάλυµά µου ὅπου τὸ πάσχα µετὰ τῶν µαθητῶν µου φάγω; 15 καὶ αὐτὸς ὑµῖν δείξει ἀνάγαιον µέγα ἐστρωµένον ἕτοιµον καὶ ἐκεῖ ἑτοιµάσατε ἡµῖν. 16 καὶ ἐξῆλθον οἱ µαθηταὶ καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίµασαν τὸ πάσχα. 17 Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύµων προσῆλθον οἱ µαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες, Ποῦ θέλεις ἑτοιµάσωµέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα; 18 ὁ δὲ εἶπεν, Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ, Ὁ διδάσκαλος λέγει, Ὁ καιρός µου ἐγγύς ἐστιν πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα µετὰ τῶν µαθητῶν µου. 19 καὶ ἐποίησαν οἱ µαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίµασαν τὸ πάσχα. 7 Ἦλθεν δὲ ἡ ἡµέρα τῶν ἀζύµων, [ἐν] ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα. 8 καὶ ἀπέστειλεν Πέτρον καὶ Ἰωάννην εἰπών, Πορευθέντες ἑτοιµάσατε ἡµῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωµεν. 9 οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ, Ποῦ θέλεις ἑτοιµάσωµεν; 10 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑµῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑµῖν ἄνθρωπος κεράµιον ὕδατος βαστάζων ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν εἰς ἣν εἰσπορεύεται. 11 καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας, Λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, Ποῦ ἐστιν τὸ κατάλυµα ὅπου τὸ πάσχα µετὰ τῶν µαθητῶν µου φάγω; 12 κἀκεῖνος ὑµῖν δείξει ἀνάγαιον µέγα ἐστρωµένον ἐκεῖ ἑτοιµάσατε. 13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἰρήκει αὐτοῖς, καὶ ἡτοίµασαν τὸ πάσχα. Παρ ὅλο ποὺ ἡ ἡµεροµηνία προσδιορίζεται ὡς «ἡ πρώτη τῶν ἀζύµων», δηλ. 15 Νισάν, οὐσιαστικὰ ἐννοεῖται ἡ Πέµπτη 14η Νισάν (ἀπὸ Τετάρτη ἑσπέρας ἕως Πέµπτη ἑσπέρας), διότι τότε ἀκριβῶς ἐτελεῖτο ἡ θυσία τῶν ἀµνῶν τοῦ πάσχα στὸν Ναό. Τὴν ἴδια «ἀνακριβῆ» διατύπωση κάνει καὶ ὁ Ἰώσηπος «καὶ τῆς τῶν ἀζύµων ἐνστάσης ἡµέρας τεσσαρεσκαιδεκάτῃ (!) Ξανθικοῦ µηνός» (Περὶ τοῦἰουδ. Πολ. 5,99). Στὸν µεταγενέστερο ἰουδαϊσµὸ οἱ δύο ἑορτὲς συγχέονται ἐντελῶς καὶ ἀπορροφῶνται ἀπὸ τὸ Πάσχα, τὸ ὁποῖο λογίζεται στὸ ἑξῆς ὡς ἑορτὴ διαρκείας ἑπτὰ ἡµερῶν, ἀρχῆς γενοµένης 9

ἀπὸ τὶς 15 καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς 14 Νισάν. Στοὺς εὐαγγελικοὺς χρονικοὺς προσδιορισµοὺς καὶ στὸν Ἰώσηπο διαπιστώνουµε τὶς πρῶτες ἐνδείξεις τῆς συγχύσεως τῶν δύο ἑορτῶν. Ἡ ἔκφραση «φαγεῖν τὸ πάσχα» ἐννοεῖ «φαγεῖν» τὸν πασχάλειο ἀµνὸ τῆς θυσίας τοῦ Πάσχα, αὐτὸ ποὺ ὁ µεταγενέστερος ἰουδαϊσµὸς ἀποκαλεῖ «Κορµπὰν Πέσαχ» ר בּ ן פּ ס ח),(ק δῶρο, προσφορὰ θυσίας πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὸ Πάσχα (πρβλ. Ἀρ. 9,13). Ἡ ἔνδειξη «ἄνθρωπος κεράµιον ὕδατος βαστάζων» εἶναι πιθανώτατα σηµεῖο ἀναγνωρίσεως. Συνήθως µόνον οἱ γυναῖκες µετέφεραν τὶς στάµνες µὲ τὸ νερὸ καὶ µάλιστα στὸ κεφάλι. Οἱ ἄνδρες σὲ µιὰ τέτοια περίπτωση θὰ χρησιµοποιοῦσαν µᾶλλον ἀσκούς. Ἀκόµα κι ἔτσι ὅµως ἕνας προφητικὸς ὑπαινιγµός, ἀνάλογος τοῦ «εὑρήσετε πῶλον δεδεµένον (ἢ ὄνον δεδεµένην)» (Μτ. 21,2 Μκ. 11,2 Λκ. 19,30), πρὶν ἀπὸ τὴν θριαµβευτικὴ εἴσοδο στὰ Ἱεροσόλυµα, εἶναι ἐµφανής, ἰδίως στὸν Μτ. Ὁ δεῖπνος εἶναι καὶ τηρεῖται πράγµατι µυστικὸς δεῖπνος, γιατὶ πρέπει νὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε, πρὶν συλληφθῇ ὁ Ἰησοῦς. Ὁ ἴδιος γιὰ λόγους µυστικότητος θὰ ἔλθῃ µόλις τὴν τελευταία στιγµή, ὅταν ὅλα θὰ εἶναι πλέον ἔτοιµα. ὲν θέλει νὰ ἐκτεθῇ πρόωρα κινούµενος µαζὶ µὲ ὅλους τοὺς µαθητὲς ἐν σώµατι µέσα στὴν πόλη ἢ πολὺ περισσότερο πηγαίνοντας ὁ ἴδιος τὸν ἀµνὸ τοῦ Πάσχα στὸν Ναὸ πρὸς σφαγή. Τὸ «ἀνάγαιον (δηλ. ὄχι ἰσόγειο) µέγα ἐστρωµένον» τοῦ Λκ. σηµαίνει ὅτι ὑπῆρχαν ἤδη ἕτοιµα χαλιά, µαξιλάρια, ντιβάνια ἢ ἀνάκλιντρα καὶ πιθανῶς κάποιο χαµηλὸ τραπέζι γιὰ τὸ δεῖπνο. Ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Πάσχα τῆς ἐξόδου, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ἰσραηλῖτες ἔτρωγαν ὄρθιοι, ἕτοιµοι πρὸς ἀναχώρηση µὲ τὶς ποιµενικὲς γκλίτσες τῶν νοµάδων στὸ χέρι, τὸ Πάσχα στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἔτρωγαν πάντοτε ἀνακλινόµενοι ἀναπαυτικὰ εἰς ἔνδειξη ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν Αἴγυπτο (Μτ. «ἀνέκειτο», Μκ. «ἀνακειµένων», Λκ. «ἀνέπεσεν»). Ὁ οἰκοδεσπότης ἦταν προφανῶς κάποιος µαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ φράση «ὁ διδάσκαλος λέγει» φαίνεται ὅτι ἦταν ἀρκετή. Ἡ ταύτιση τῆς οἰκίας τοῦ Μυστικοῦ είπνου µὲ τὸ «Ὑπερῷον» κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Κοιµήσεως ἐκτὸς τῶν τειχῶν Ν τῆς Ἱερουσαλὴµ ἀνάγεται στὸν 4ο αἰ. µ.χ. (C. Kopp, Holy Places of the Gospels, N.Y., 1963, σ. 323 ἑξ.). Τὸ Πάσχα (Ἐξ. 12,1-20, 40-51 Ἀρ. 9,1-4 28,16-25 ευ. 16,1-8 23,5-8 ), πρὶν συσχετισθῇ µὲ τὴν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, θὰ πρέπει ἀρχικά νὰ ἦταν µιὰ ποιµενικὴ ἑορταστικὴ τελετή, ἡ ὁποία µέσῳ τῆς ζωοθυσίας ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν γονιµότητα τῶν ποιµνίων τῶν νοµαδικῶν φυλῶν. Τὸ αἷµα τῆς θυσίας στοὺς πασσάλους τῶν σκηνῶν ἀρχικὰ εἶχε ἀποτροπαϊκὸ χαρακτῆρα, ἀποµάκρυνε δηλ. τὰ κακὰ πνεύµατα (πρβλ. τὸν «ὀλοθρεύοντα» Ἐξ. 12,23). Ἡ τελετὴ πρέπει νὰ γινόταν µιὰν ἀνοιξιάτικη νύχτα µὲ πανσέληνο, τὴν ἐποχὴ δηλ. ποὺ τὰ ποίµνια ἐγκαταλείπουν τὰ χειµαδιὰ γιὰ τὰ νέα βοσκοτόπια. Πάντοτε τὸ Πάσχα συνέπιπτε µὲ πανσέληνο, τὴν πιὸ κατάλληλη δηλ. νύχτα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν νοµάδων. Ἡ ἑορτὴ εἶναι πιθανώτατα παλαιότερη τῆς Ἐξόδου καὶ ἴσως νὰ εἶναι αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία ἐζήτησαν ἄδεια ἀπὸ τὸν Φαραὼ οἱ ἡµινοµάδες τότε Ἑβραῖοι τῆς Αἰγύπτου νὰ τελέσουν στὴν ἔρηµο (Ἐξ. 5,1). Ὁ ἄζυµος ἄρτος (ἀπὸ ἀλεύρι καὶ νερό, ποὺ ψήνεται γρήγορα, πρὶν προλάβῃ νὰ ὑποστῇ ζύµωση καὶ φουσκώσῃ), τὸ ψήσιµο τοῦ ζώου, ἄρα χωρὶς τὴν χρήση µαγειρικῶν σκευῶν, τὰ πικρὰ καὶ ἑποµένως ἀκαλλιέργητα χόρτα, ἡ σφιγµένη ζώνη στὴ µέση καὶ ἡ γκλίτσα στὸ χέρι, ὅλα δείχνουν ἐποχὴ µετακινήσεως τῶν ποιµνίων. 10

Ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀζύµων, ἀντίθετα, ἦταν µιὰ γεωργικὴ ἑορτή, ἑορτὴ τοῦ θερισµοῦ καὶ τῆς συγκοµιδῆς τῆς κριθῆς διαρκείας µιᾶς ἑβδοµάδος, ἀρχικὰ ἀπὸ Σάββατο σὲ Σάββατο. Ἀνάγεται στὴν ἐποχὴ τῆς ἐγκαταστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν γῆ Χαναὰν (Λευ. 23,10) καὶ συνδεόταν πάντοτε µὲ κάποιο ἱερό. Ὅταν τὸ ευτερονόµιο καὶ ἡ Ματαρρύθµιση τοῦ Ἰωσία (620/1 π.χ.) ἐπέβαλαν τὸν Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴµ ὡς τὸ µοναδικὸ νόµιµο ἱερό, ἡ ἑορτὴ γινόταν ἔκτοτε µόνο στὴν Ἱερουσαλήµ καὶ ἑποµένως κατέστη προσκυνηµατικὴ ἑορτή, h\ag ח ג) ἢ ג,(ח ὅπως ἡ Πεντηκοστὴ καὶ ἡ Σκηνοπηγία. Ἡ γειτνίασή της µὲ τὸ Πάσχα συµπαρέσυρε καὶ τὸ Πάσχα σὲ προσκυνηµατικὴ ἑορτὴ ( ευ. 16,5-6). Τὸ Πάσχα πάλι µὲ τὴ σειρά του µετέθεσε τὴν πρώτη µέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀζύµων ἀπὸ Σάββατο, ποὺ ἦταν ἀρχικά, στὴν ἑκάστοτε ἀκριβῶς ἑποµένη ἡµέρα τοῦ Πάσχα. Ὁ ἄζυµος ἄρτος τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀζύµων δὲν εἶχε ἀρχικὰ τὸ ἴδιο νόηµα µὲ τὸν ἄζυµο ἄρτο τοῦ Πάχα. Συµβόλιζε τὴν νέα ἀρχή, τὸ νέο ἔτος ποὺ ἐγκαινίαζε ὁ θερισµὸς τῆς κριθῆς. Ὁ µῆνας Ἀβὶβ (ἀργότερα Νισὰν), ὁ µῆνας τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Ἀζύµων, ἦταν ὁ πρῶτος µῆνας τοῦ παλαιοῦ, προαιχµαλωσιακοῦ ἰσραηλιτικοῦ ἡµερολογίου, καὶ διατήρησε τὸν λειτουργικό του χαρακτῆρα καὶ µετὰ τὴν υἱοθέτηση τοῦ νέου βαβυλωνιακοῦ πολιτικοῦ ἡµερολογίου ἀπὸ τῆς αἰχµαλωσίας καὶ ἐντεῦθεν. Τὸ ἀρχικὸ νόηµα τῶν ἑορτῶν ἄλλαξε, ἰδίως αὐτὸ τοῦ Πάσχα, ὅταν συνδέθηκε µὲ τὰ γεγονότα τῆς Ἐξόδου καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Ἀζύµων συνέρεε πλῆθος κόσµου ἀπὸ ὅλα τὰ µέρη ὅπου ὑπῆρχαν Ἰουδαῖοι. Ἀρχικὰ ὁ ἑορτασµὸς ἔπρεπε νὰ τελῆται µόνον πέριξ τοῦ θυσιαστηρίου ἢ τοῦ Ναοῦ ( ευ. 16,7 Β Παρ. 2,4), ἀλλὰ λόγῳ τοῦ πλήθους ἡ ἔννοια τοῦ πέριξ διευρύνθηκε ἀργότερα, ὥστε νὰ συµπεριλαµβάνῃ καὶ ὁλόκληρη τὴν πόλη. Ἡ σφαγὴ τῶν ἀµνῶν γινόταν ἀποκλειστικὰ καὶ µόνον µέσα στὸν Ναὸ ἀπὸ τὶς 12 τὸ µεσηµέρι τῆς 14 Νισάν (Πέµπτης) µέχρι τὶς 5 τὸ ἀπόγευµα. Τὸ πασχάλειο δεῖπνο ὅµως γινόταν µετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, δηλ. στὶς 15 Νισὰν (ἤδη ἑβρ. Παρασκευὴ), ἀπὸ τὶς 7 τὸ βράδυ µέχρι τὰ µεσάνυχτα (Λευ. 23,5 ἑξ. Ἀρ. 28,16 ἑξ.). Ὁ ἀµνὸς (ἢ τὸ ἐρίφιο) τοῦ Πάσχα ἔπρεπε νὰ εἶναι ἑνὸς ἔτους, ἄµωµος καὶ ἀρσενικός. Κανένα ἀπ τὰ ὀστά του δὲν ἔπρεπε νὰ σπάσῃ καθ ὅλη τὴν διαδικασία ἀπὸ τὴν σφαγὴ µέχρι καὶ τὸ ψήσιµο (Ἐξ. 12,10). Ἔπρεπε ἐπίσης νὰ καταναλωθῇ ὁλόκληρο αὐθηµερόν, τὰ δὲ τυχὸν ὑπολείµατα ἔπρεπε νὰ καοῦν µέχρι τὸ πρωΐ. Ὁ ἄζυµος ἄρτος מ צּ ה) «µατσά», πλ. מ צּוֹת «µατσώτ», τὰ ἄζυµα), ποὺ συνώδευε τὸ δεῖπνο, συνδέθηκε µὲ τὸν «ἄρτο τῆς κακώσεως» στὴν Αἴγυπτο συµβολίζοντας πλέον τὴν σπουδὴ τῶν Ἑβραίων κατὰ τὴν Ἔξοδο ( ευ. 16,3). Τὸ δεῖπνο περιελάµβανε ἐπίσης κρασί, πικρὰ χόρτα מ רוֹר) «µαρώρ», πλ. מ רוֹר ים «µερωρίµ», «πικρίδες» Ο ), σύµβολο τῆς δουλείας στὴν Αἴγυπτο καὶ ἕναν χυλὸ ἀπὸ φροῦτα, κρασὶ ἢ ξίδι µὲ καρυκεύµατα, τὴν «χαρῶσετ» χέρες, πηλὸς), σύµβολο τοῦ «πηλοῦ» τῆς βαρειᾶς ἐργασίας ח ר ס < ח ר ס ת ( στὴν Αἴγυπτο (Ἐξ. 1,14), ἀλλὰ καὶ εὐπρόσδεκτο γευστικὸ ἀντιστάθµισµα τῶν «πικρίδων». Ἡ ἐτοιµασία τοῦ πασχάλειου δείπνου περιελάµβανε τὴν φροντίδα ὅλων αὐτῶν καὶ πρὸ παντὸς τὴν προµήθεια καὶ σφαγὴ τοῦ ἀµνοῦ (ἢ ἐριφίου) στὸν Ναὸ τὸ ἀπόγευµα τῆς 14ης πρὸς 15η Νισάν. Βεβαίως τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀναφέρεται ρητὰ στὰ εὐαγγέλια ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπαρκὲς ἐπιχείρηµα ἐναντίον τοῦ πασχάλειου 11

χαρακτῆρα τοῦ Μυστικοῦ είπνου. Οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς λεπτοµέρειες τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρει πρωτίστως εἶναι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, ποὺ συνέδεσαν τὴν Θεία Εὐχαριστία, «τὸ πάσχα ἡµῶν» (Α Κορ. 5,7) µὲ τὸ δεῖπνο ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο πασχάλειος ἀµνὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. 20 Ὀψίας δὲ γενοµένης ἀνέκειτο µετὰ τῶν δώδεκα. 21 καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν, Ἀµὴν λέγω ὑµῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑµῶν παραδώσει µε. 22 καὶ λυπούµενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ εἷς ἕκαστος, Μήτι ἐγώ εἰµι, κύριε; 23 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ὁ ἐµβάψας µετ ἐµοῦ τὴν χεῖρα ἐν τῷ τρυβλίῳ οὗτός µε παραδώσει. 24 ὁ µὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ, οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 25 ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπεν, Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΕΙΠΝΟΣ Μτ. 26 Μκ. 14 Λκ. 22 Ἰω. 13 17 Καὶ ὀψίας 14 Καὶ ὅτε ἐγένετο γενοµένης ἡ ὥρα, ἀνέπεσεν ἔρχεται µετὰ τῶν καὶ οἱ ἀπόστολοι δώδεκα. 18 καὶ σὺν αὐτῷ. 15 καὶ ἀνακειµένων εἶπεν πρὸς αὐτῶν καὶ αὐτούς, Ἐπιθυµίᾳ ἐσθιόντων ὁ ἐπεθύµησα τοῦτο Ἰησοῦς εἶπεν, τὸ πάσχα φαγεῖν Ἀµὴν λέγω ὑµῖν µεθ ὑµῶν πρὸ τοῦ ὅτι εἷς ἐξ ὑµῶν µε παθεῖν 16 λέγω παραδώσει µε, ὁ γὰρ ὑµῖν ὅτι οὐ µὴ ἐσθίων µετ ἐµοῦ. φάγω αὐτὸ ἕως 19 ἤρξαντο ὅτου πληρωθῇ ἐν λυπεῖσθαι καὶ τῇ βασιλείᾳ τοῦ λέγειν αὐτῷ εἷς θεοῦ. 17 καὶ κατὰ εἷς, Μήτι δεξάµενος ἐγώ; 20 ὁ δὲ ποτήριον εἶπεν αὐτοῖς, Εἷς εὐχαριστήσας [ἐκ] τῶν δώδεκα, εἶπεν, Λάβετε ὁ ἐµβαπτόµενος τοῦτο καὶ µετ ἐµοῦ εἰς τὸ διαµερίσατε εἰς τρύβλιον. 21 ὅτι ἑαυτούς 18 λέγω ὁ µὲν υἱὸς τοῦ γὰρ ὑµῖν [ὅτι] οὐ ἀνθρώπου ὑπάγει µὴ πίω ἀπὸ τοῦ καθὼς γέγραπται νῦν ἀπὸ τοῦ περὶ αὐτοῦ, οὐαὶ γενήµατος τῆς δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἀµπέλου ἕως οὗ ἡ ἐκείνῳ δι οὗ ὁ βασιλεία τοῦ θεοῦ υἱὸς τοῦ ἔλθῃ. 19 καὶ ἀνθρώπου λαβὼν ἄρτον παραδίδοται εὐχαριστήσας καλὸν αὐτῷ εἰ ἔκλασεν καὶ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἔδωκεν αὐτοῖς ἄνθρωπος λέγων, Τοῦτό ἐκεῖνος. ἐστιν τὸ σῶµά µου 22 Καὶ ἐσθιόντων [τὸ ὑπὲρ ὑµῶν αὐτῶν λαβὼν διδόµενον τοῦτο ἄρτον εὐλογήσας ποιεῖτε εἰς τὴν ἔκλασεν καὶ ἐµὴν ἀνάµνησιν. ἔδωκεν αὐτοῖς 20 καὶ τὸ ποτήριον 1 Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἦλθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα µεταβῇ ἐκ τοῦ κόσµου τούτου πρὸς τὸν πατέρα, ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσµῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. 2 καὶ δείπνου γινοµένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν ἵνα παραδοῖ αὐτὸν Ἰούδας Σίµωνος Ἰσκαριώτου, 3 εἰδὼς ὅτι πάντα ἔδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας καὶ ὅτι ἀπὸ θεοῦ ἐξῆλθεν καὶ πρὸς τὸν θεὸν ὑπάγει, 4 ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησιν τὰ ἱµάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν. 5 εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν 12

Μήτι ἐγώ εἰµι, ῥαββί; λέγει αὐτῷ, Σὺ εἶπας. 26 Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον καὶ εὐλογήσας ἔκλασεν καὶ δοὺς τοῖς µαθηταῖς εἶπεν, Λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστιν τὸ σῶµά µου. 27 καὶ λαβὼν ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων, Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, 28 τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷµά µου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυννόµενον εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν. 29 λέγω δὲ ὑµῖν, οὐ µὴ πίω ἀπ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήµατος τῆς ἀµπέλου ἕως τῆς ἡµέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω µεθ ὑµῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός µου. 30 Καὶ ὑµνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. καὶ εἶπεν, Λάβετε, τοῦτό ἐστιν τὸ σῶµά µου. 23 καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. 24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Τοῦτό ἐστιν τὸ αἷµά µου τῆς διαθήκης τὸ ἐκχυννόµενον ὑπὲρ πολλῶν 25 ἀµὴν λέγω ὑµῖν ὅτι οὐκέτι οὐ µὴ πίω ἐκ τοῦ γενήµατος τῆς ἀµπέλου ἕως τῆς ἡµέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ. 26 Καὶ ὑµνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. ὡσαύτως µετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων, Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵµατί µου, τὸ ὑπὲρ ὑµῶν ἐκχυννόµενον]. 21 πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος µε µετ ἐµοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης 22 ὅτι ὁ υἱὸς µὲν τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸ ὡρισµένον πορεύεται, πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι οὗ παραδίδοται. 23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ αὐτῶν ὁ τοῦτο µέλλων πράσσειν.. µαθητῶν καὶ ἐκµάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσµένος. 6 ἔρχεται οὖν πρὸς Σίµωνα Πέτρον. λέγει αὐτῷ, Κύριε, σύ µου νίπτεις τοὺς πόδας; 7 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὃ ἐγὼ ποιῶ σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ µετὰ ταῦτα. 8 λέγει αὐτῷ Πέτρος, Οὐ µὴ νίψῃς µου τοὺς πόδας εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς αὐτῷ, Ἐὰν µὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις µέρος µετ ἐµοῦ. 9 λέγει αὐτῷ Σίµων Πέτρος, Κύριε, µὴ τοὺς πόδας µου µόνον ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν. 10 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὁ λελουµένος οὐκ ἔχει χρείαν εἰ µὴ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ ἔστιν καθαρὸς ὅλος καὶ ὑµεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ οὐχὶ πάντες. Ἰω. 11 ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν διὰ τοῦτο εἶπεν ὅτι Οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε. 12 Ὅτε οὖν ἔνιψεν τοὺς πόδας αὐτῶν [καὶ] ἔλαβεν τὰ ἱµάτια αὐτοῦ καὶ ἀνέπεσεν πάλιν, εἶπεν αὐτοῖς, Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑµῖν; 13 ὑµεῖς φωνεῖτέ µε Ὁ διδάσκαλος καὶ Ὁ κύριος, καὶ καλῶς λέγετε, εἰµὶ γάρ. 13

14 εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑµῶν τοὺς πόδας ὁ κύριος καὶ ὁ διδάσκαλος, καὶ ὑµεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας 15 ὑπόδειγµα γὰρ δέδωκα ὑµῖν ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑµῖν καὶ ὑµεῖς ποιῆτε. 16 ἀµὴν ἀµὴν λέγω ὑµῖν, οὐκ ἔστιν δοῦλος µείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος µείζων τοῦ πέµψαντος αὐτόν. 17 εἰ ταῦτα οἴδατε, µακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά. 18 οὐ περὶ πάντων ὑµῶν λέγω ἐγὼ οἶδα τίνας ἐξελεξάµην ἀλλ ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, Ὁ τρώγων µου τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ ἐµὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ. 19 ἀπ ἄρτι λέγω ὑµῖν πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα πιστεύσητε ὅταν γένηται ὅτι ἐγώ εἰµι. 20 ἀµὴν ἀµὴν λέγω ὑµῖν, ὁ λαµβάνων ἄν τινα πέµψω ἐµὲ λαµβάνει, ὁ δὲ ἐµὲ λαµβάνων λαµβάνει τὸν πέµψαντά µε. 21 Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη τῷ πνεύµατι καὶ ἐµαρτύρησεν καὶ εἶπεν, Ἀµὴν ἀµὴν λέγω ὑµῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑµῶν παραδώσει µε. 22 ἔβλεπον εἰς ἀλλήλους οἱ µαθηταὶ ἀπορούµενοι περὶ τίνος λέγει. 23 ἦν ἀνακείµενος εἷς ἐκ τῶν µαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς 24 νεύει οὖν τούτῳ Σίµων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει. 25 ἀναπεσὼν οὖν ἐκεῖνος οὕτως ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ, Κύριε, τίς ἐστιν; 26 ἀποκρίνεται Ἰησοῦς, Ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψω τὸ ψωµίον καὶ δώσω αὐτῷ. βάψας οὖν τὸ ψωµίον [λαµβάνει καὶ] δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίµωνος Ἰσκαριώτου. 27 καὶ µετὰ τὸ ψωµίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ Σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὃ ποιεῖς ποίησον τάχιον. 28 τοῦτο [δὲ] οὐδεὶς ἔγνω τῶν ἀνακειµένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ 29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκοµον εἶχεν Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ [ὁ] Ἰησοῦς, Ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχοµεν εἰς τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ. 30 λαβὼν οὖν τὸ ψωµίον ἐκεῖνος ἐξῆλθεν εὐθύς ἦν δὲ νύξ. Λκ. 22,24 Ἐγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι µείζων 25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται. 26 ὑµεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ ὁ µείζων ἐν ὑµῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούµενος ὡς ὁ διακονῶν. 27 τίς γὰρ µείζων, ὁ ἀνακείµενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείµενος; ἐγὼ δὲ ἐν µέσῳ ὑµῶν εἰµι ὡς ὁ διακονῶν. 28 ὑµεῖς δέ ἐστε οἱ διαµεµενηκότες µετ ἐµοῦ ἐν τοῖς πειρασµοῖς µου 29 κἀγὼ διατίθεµαι ὑµῖν καθὼς διέθετό µοι ὁ πατήρ µου βασιλείαν 30 ἵνα ἔσθητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης µου ἐν τῇ βασιλείᾳ µου, καὶ καθήσεσθε ἐπὶ θρόνων τὰς δώδεκα φυλὰς κρίνοντες τοῦ Ἰσραήλ. Ἰω. 13,31 Ὅτε οὖν ἐξῆλθεν λέγει Ἰησοῦς, Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ 32 [εἰ ὁ θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ] καὶ ὁ θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν αὐτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν. 33 τεκνία, ἔτι µικρὸν µεθ ὑµῶν εἰµι ζητήσετέ µε, καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑµεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν, καὶ ὑµῖν λέγω ἄρτι. 34 ἐντολὴν καινὴν δίδωµι ὑµῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑµᾶς ἵνα καὶ ὑµεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. 35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐµοὶ µαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις. 36 Λέγει αὐτῷ Σίµων Πέτρος, Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; ἀπεκρίθη [αὐτῷ] Ἰησοῦς, Ὅπου ὑπάγω οὐ δύνασαί µοι νῦν ἀκολουθῆσαι, ἀκολουθήσεις δὲ ὕστερον. 37 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος, Κύριε, διὰ τί οὐ δύναµαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; τὴν ψυχήν µου ὑπὲρ σοῦ θήσω. 38 ἀποκρίνεται Ἰησοῦς, Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐµοῦ θήσεις; ἀµὴν ἀµὴν λέγω σοι, οὐ µὴ ἀλέκτωρ φωνήσῃ ἕως οὗ ἀρνήσῃ µε τρίς. 14

Σύµφωνα µὲ τοὺς Συνοπτικοὺς εὐαγγελιστὲς ὁ Ἰησοῦς προσέρχεται (µόνος ἢ «µετὰ τῶν δώδεκα») στὸν Μ µετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου τῆς 14ης Νισάν. Εἶναι ἤδη Παρασκευὴ 15 τοῦ µηνὸς (ἑσπέρα τῆς Πέµπτης µὲ τὴν σηµερινὴ µέτρηση). Ὁ Μυστικὸς εῖπνος (Μ ) τοῦ Ἰω. δὲν εἶναι πασχάλιος («πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα» 13,1 «ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχοµεν εἰς τὴν ἑορτήν» 13,29). Ἐπὶ πλέον ἡ σταύρωση κατὰ τὸν Ἰω. γίνεται στὶς 14 Νισάν, ἀκριβῶς τὴν ἡµέρα καὶ τὴν ὥρα τῆς σφαγῆς τῶν ἀµνῶν τοῦ Πάσχα στὸν Ναό. Καὶ οἱ τέσσερεις εὐαγγελιστὲς βεβαίως συµφωνοῦν ὅτι ἡ σταύρωση ἔγινε Παρασκευὴ καὶ ἡ ἀνάσταση τὴν πρώτη ἡµέρα τῆς ἑβδοµάδος (Κυριακὴ), ὡστόσο, ἐνῷ κατὰ τοὺς Συνοπτικοὺς ἡ Παρασκευὴ αὐτὴ εἶναι ἡ 15η Νισάν, κατὰ τὸν Ἰω. εἶναι ἡ 14η τοῦ Νισάν, ἡ παραµονὴ τοῦ πασχάλιου δείπνου (19,28 οἱ ἀρχιερεῖς «οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα µὴ µιανθῶσιν, ἀλλὰ φάγωσιν τὸ πάσχα» 19,14 «ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα» 19,31 «οἱ οὖν ἰουδαῖοι, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν κ.λπ.... ἦν γὰρ µεγάλη ἡ ἡµέρα ἐκείνου τοῦ Σαββάτου»). Ἑποµένως ὁ Μ τοῦ Ἰω., ποὺ γίνεται στὶς 14 Νισάν, τὴν παραµονὴ (παρασκευὴ) τοῦ Πάσχα, εἶναι ἀποχαιρετηστήριος µὲν, ἀλλὰ ὄχι πασχάλειο δεῖπνος. Τὴν παράδοση αὐτὴ ἀπηχεῖ καὶ ἡ πρακτικὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν υτικὴ δὲν χρησιµοποιεῖ ἄζυµο ἄρτο στὴν Θεία Εὐχαριστία. Τὸ πρόβληµα ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς παραµένει ἄλυτο. πρωΐα 6 π.µ. 6 µ.µ. ἑσπέρα 6 µ.µ. 6 π.µ. Σ Υ Ν Ο Π Τ Ι Κ Ο Ι Πέµπτη Παρασκευὴ Σάββατο Κυριακὴ 15 Παρ. Πάσχα Μ Σταύρωση µνῆµα κενὸ 16 Σάββ. 17 µία τῶν Σαββάτων 18 ευτ. πρωΐα 6 π.µ. 6 µ.µ. ἑσπέρα 6 µ.µ. 6 π.µ. Ι Ω Α Ν Ν Η Σ Πέµπτη Παρασκευὴ Σάββατο Κυριακὴ 14 Παρ. Μ Σταύρωση 15 Σάββ. Πάσχα µνῆµα κενὸ 16 µία τῶν Σαββάτων 17 ευτ. Ὅλες οἱ προσπάθειες συµβιβασµοῦ τῶν δύο παραδόσεων κατέληξαν σὲ ἀποτυχία. Ἡ A. Jaubert στὸ βιβλίο της La date de la Cène, 1957 ὑποστήριξε τὴν πιθανότητα ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ µαθητές του νὰ ἀκολουθοῦσαν τὸ ἡµερολόγιο τοῦ Qumran καὶ νὰ ἐτέλεσαν τὸ Πάσχα ἐνωρίτερα ἀπὸ τὸ Πάσχα τοῦ ἐπίσηµου ἡµερολογίου. Ἡ κοινότητα τοῦ Qumran ἀκολουθοῦσε ἡλιακὸ καὶ ὄχι σεληνιακὸ ἡµερολόγιο, σύµφωνα µὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἑορτὲς ἔπεφταν κάθε χρόνο τὴν ἴδια πάντοτε ἡµέρα τὸ δεῖπνο τοῦ Πάσχα ἐτελεῖτο 15

πάντοτε Τρίτη βράδυ. Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ ἀπὸ τὴν µιὰ µεριὰ διευκολύνει τὰ πράγµατα ἀφήνοντας ἰκανὸ χρονικὸ περιθώριο γιὰ τὴν δίκη τοῦ Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅµως δηµιουργεῖ ἄλλα προβλήµατα. ικαίως διερωτᾶται ὁ K. Stendahl (Matthew στὸ M. Black H. H. Rowley, Peake s Commentary on the Bible, London 1975 6 ), πῶς ἐγηγεῖται νὰ ξεχάστηκε ἡ παράδοση αὐτὴ καὶ οἱ Συνοπτικοὶ νὰ συµφωνοῦν ὅλοι ὅτι τὸ δεῖπνο τοῦ Πάσχα ἔγινε µὲ τὸ ἐπίσηµο σεληνιακὸ ἡµερολόγιο; καὶ γιατὶ ὁ Ἰω., θὰ προσθέταµε ἐµεῖς, ἐπιµένει νὰ µὴ θεωρῇ τὸ δεῖπνο πασχάλιο; διαφωνοῦσε τάχα µὲ τὸ ἡµερολόγιο τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Ἰησοῦ; Ὁ C. H. Turner, (στὸ A New Commentary on Holy Scriptures) κάνει τὴν ἑξῆς εἰκασία: τὸ δεῖπνο δὲν ἦταν πασχάλιο καὶ οἱ µαθητὲς βαρύτατα τεθλιµµένοι µετὰ τὴν σταύρωση δὲν εἶχαν καµµιὰ διάθεση νὰ τελέσουν τὸ πασχάλιο δεῖπνο. Τὴν ἑπόµενη χρονιὰ ὅµως ἐτέλεσαν τὸ πασχάλιο δεῖπνο µιὰ µέρα νωρίτερα, στὴν ἐπέτειο τοῦ Μ.. (14 Νισάν). Ἔτσι προῆλθε ἡ ταύτιση τοῦ Μ µὲ τὸ δεῖπνο τοῦ Πάσχα. Πολύ ἔξυπνο, εἶναι ὅµως καὶ ἀληθινό; Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς Ἰω. ἐκδοχῆς (οἱ περισσότεροι Ἀγγλοσάξωνες) στηρίζονται στὴν ἀπουσία τῆς ἀναφορᾶς τῶν εὐαγγελίων στὸν πασχάλιο ἀµνὸ ἢ στὶς πικρίδες καθὼς καὶ σὲ κάποια χωρία τῶν Συνοπτικῶν, τὰ ὁποῖα ὑπόκεινται σὲ διττή, ἀµφίδροµη ἑρµηνεία καὶ µποροῦν νὰ ἐκληφθοῦν καὶ ὡς ἀσυνέπειες ἐκ µέρους τῶν Συνοπτικῶν. Τὸ «µὴ ἐν τῇ ἑορτῇ» (Μκ. 14,2), θὰ µποροῦσε νὰ σηµαίνῃ «πρὸ ἢ µετὰ τὴν ἑορτὴ» καὶ πάντως ὄχι τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα τὸ Λκ. 22,15 «ἐπεθύµησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν µεθ ὑµῶν πρὸ τοῦ µε παθεῖν λέγω γὰρ ὑµῖν ὅτι οὐ µὴ φάγω αὐτὸ...» δύναται νὰ ὑπονοῇ ὅτι ἡ σταύρωση, ποὺ µεσολαβεῖ, δὲν θὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ πραγµατοποιήσῃ τὴν ἐπιθυµία του νὰ συνεορτάσῃ µαζί τους τὸ Πάσχα, παρὰ µόνον «ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Πῶς γίνεται νὰ ἔχουν ὅπλα οἱ µαθητὲς τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα; Εἶναι δυνατὸν ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ νὰ ἔγινε τὴν ἴδια τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα; Πῶς γίνεται ὁ Σίµων ὁ Κυρηναῖος νὰ ἔρχεται «ἀπ ἀγροῦ» (Μκ. 15,21) τὸ πρωῒ τῆς ἑποµένης, δηλ. διαρκούσης ἀκόµη τῆς ἡµέρας τοῦ Πάσχα; Συµπέρασµα: οἱ Συνοπτικοὶ µετέθεσαν τὸν Μ.., ἔστι ὥστε νὰ συµπίπτῃ µὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία, τὸ χριστιανικὸ Πάσχα (V. Taylor, Mark, σ. 664 ἑξ. τοῦ αὐτοῦ, Behind the Third Gospel, 1926, σ. 37). Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς Συνοπτικῆς παραδόσεως (π.χ. J. Jeremias, The Eucharistic Words of Jesus, 1955 καὶ Higgins, The Lord s Supper in the NT, London, 1952) ἀπορρίπτουν ὅλους τοὺς ἀνωτέρω ἰσχυρισµοὺς καὶ θεωροῦν ὅτι ὁ Ἰω. εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος µετέθεσε τὴν ἡµεροµηνία, ἔτσι ὥστε ἡ σταύρωση νὰ συµβολίζῃ τὴν σφαγὴ τοῦ πασχάλειου ἀµνοῦ (πρβλ. Α Κορ. 5,7 «τὸ πάσχα ἡµῶν ἐτύθη Χριστός»). Τὰ στοιχεῖα τοῦ δείπνου «ἀνακείµενοι», οἶνος, ἑρµηνεία τῶν ἐδεσµάτων, φανερώνουν Πάσχα. Ὁ Oesterley εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι ὁ Μ µπορεῖ νὰ ἦταν ἁπλῶς ἡ τελετὴ τοῦ Qidush, µιὰ ἐναρκτήρια εὐχὴ εὐλογία ἐπὶ ἄρτου καὶ οἴνου, µὲ τὴν ὁποία ὑποδέχονταν τὸ Σάββατο ἢ τὶς ἑορτὲς. Καὶ πάλι ὅµως, ἡ περίπτωση ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ µαθητές του νὰ ἐτέλεσαν τὸ Qidush τῆς ὑποδοχῆς καὶ ἐνάρξεως τοῦ Πάσχα µιὰ ἡµέρα νωρίτερα ἀποκλείεται. (Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω βλ. καὶ H. Strack P. Billerbeck, Kommentar zum NT aus Talmud und Midrash, II, 1924, σ. 812-53. W. O. E. Oesterley, The Jewish Background of the Christian Liturgy, 1925. Marshall, I. H., Last Supper and Lord s Supper. Exeter1981. Ruckstuhl, E., Zur Chronologie der Leidensgeschichte Jesu. Pp. 27 61 στὸ Studien zum Neuen Testament und seiner Umwelt A, 10, ed. A. Fuchs. Linz, 1985.). 16

Τὸ δεῖπνο τοῦ Πάσχα τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθοῦσε ἕνα συγκεκριµένο τυπικὸ ὅµοιο κατὰ βάση πρὸς τὸ σηµερινὸ ס ד ר ה פּ ס ח (σέντερ χαππέσαχ), ἀλλὰ σὲ παλαιότερη µορφή. Μὲ βάση τὸ ἰσχύον τυπικὸ (Talmud, Pesachim 10) καὶ τὰ ἴχνη τῆς πρωτοχριστιανικῆς παραδόσεως (Συνοπτικοὶ Α Κορ. 11,23-25) ἡ τάξη ס ד ר) Σέντερ) τοῦ Πάσχα περιλαµβάνει τέσσερα ἐπίσηµα ποτήρια οἴνου καὶ ἀκολουθεῖ τὴν ἑξῆς σειρά: 1. Εὐλογία ἐπὶ τοῦ οἴνου καὶ ποτήριο 1ο, τὸ λεγόµενο τοῦ καθαγιασµοῦ ק ידּוּשׁ) Κιντούsh) τῆς ἑορτῆς. 2. Νίψη τῶν χειρῶν. 3. Βρώση τοῦ Καρπὰς כּ ר פּ ס) < ἡ «κάρπασος» ἢ τὸ «κάρπασον», ὁ λευκὸς ἑλλέβορος), ἕνα εἶδος µὴ καλλιεργηµένου σέλινου (πετροσέλινο) ἢ µαϊντανοῦ σὲ ἁλµηρὸ νερὸ ἢ ξίδι, σύµβολο τῶν δακρύων τῆς δουλείας στὴν Αἴγυπτο. 4. Κλάση τοῦ ἀζύµου ἄρτου. 5. Μαγκὶντ מ גּ יד) ἀφήγηση), ἑρµηνεία τῆς ἑορτῆς ἡ ὁποία περιελάµβανε διήγηση τῶν γεγονότων τῆς Ἐξόδου. 6. Ἀνάγνωση τοῦ α µέρους τοῦ Χαλλὲλ ה לּ ל) αἶνος, Ψ. 112-113 Ο ) καὶ ἀκολούθως 2ο ποτήριο. 7. Νίψη τῶν χειρῶν. 8. Εὐλογία ἐπὶ τῶν ἀζύµων, βρώση ἐκ τῶν ἀζύµων. 9. Εὐλογία ἐπὶ τῶν πικρῶν χόρτων καὶ ἐν συνεχίᾳ βρώση τῶν πικρίδων ἐµβαπτισµένων στὴν «χαρῶσετ». 10. εῖπνος βρώση τοῦ πασχάλειου ἀµνοῦ µέχρι πέρατος καὶ χρήση οἴνου κατὰ βούληση. 11. Εὐλογία τοῦ δείπνου בּ ר כּ ת ה מּ זוֹן) Μπιρκὰτ χαµµαζὼν) καὶ 3ο ποτήριο. 12. Χαλλέλ (β µέρος, Ψ. 114-117 Ο ) καὶ 4ο ποτήριο. Κατὰ τὴν κλάση τοῦ ἄρτου ἕνα µικρὸ κοµµάτι, τὸ Ἀφικωµὰν ἢ ὀρθώτερα (βλ. Jastow) Ἐπικωµὰν פּ יקוֹמ ן),(א ἐφυλάσσετο «ἐπὶ κῶµον», δηλ. γιὰ διασκέδαση στὸ τέλος τοῦ δείπνου, γιὰ τὸ «ἐπικωµᾷν». Ἐκρύπτετο κάπου καὶ ἐκαλοῦντο τὰ παιδιὰ µετὰ τὸ κυρίως δεῖπνο νὰ τὸ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ ἀνταλλάξουν τὴν ἐπιστροφή του µὲ δῶρα. Ἦταν ἀπαραίτητο νὰ µοιρασθῇ καὶ νὰ καταναλωθῇ ἀπὸ ὅλους τοὺς συνδαιτυµόνες πρὶν ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ 3ου ποτηρίου. Μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ναοῦ τὸ 70 µ.χ. καὶ τὴν κατάργηση τῶν θυσιῶν τὸ (ψητὸ) ἀρνὶ ἢ ἐρίφιο, ἐπειδὴ σχετίζεται µὲ τὴν θυσία τοῦ Πάσχα, δὲν εἶναι πλέον ἀπαραίτητο στὸ ἑβραϊκὸ πασχαλινὸ τραπέζι καὶ µπορεῖ νὰ ἀντικατασταθῇ ἀπὸ ὁποιοδήποτε φαγητό. Ἐν τούτοις πάντοτε τοποθετεῖται σὲ κάθε πιάτο καὶ µιὰ ἐλάχιστη µερίδα ἀρνιοῦ «εἰς ἀνάµνησιν». Τὸ 4ο ποτήριο δὲν γνωρίζουµε ἂν ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. «ὑµνήσαντες ἐξῆλθον»). Στὸ τελετουργικὸ τοῦ δείπνου τοῦ Πάσχα µὲ βάση τὸ Ἐξ. 12,26 καὶ 13,8.14 προβλέπεται ἡ συνήθεια ὁ νεώτερος υἱὸς τῆς οἰκογενείας νὰ ἐρωτᾷ τὸν ἀρχηγὸ τῆς οἰκογενείας, «Τί τοῦτο»; (Ἐξ. 13,14 Ο ) δηλ. τί σηµαίνουν ὅλα αὐτά; Ἀργότερα τὰ ἐρωτήµατα ἔγιναν τέσσερα. Τότε ὁ πατέρας ἀναγινώσκει τὶς περικοπὲς ευ. κεφ. 26 Ἐξ. κεφ. 13 12,29 1,14. Ἐὰν τὸ δεῖπνο ἦταν πασχάλιο, τότε ὁ Ἰωάννης ὡς ὁ νεώτερος τῶν παρισταµένων 17

µαθητῶν θὰ µποροῦσε νὰ εἶναι αὐτὸς τὸ κατάλληλο πρόσωπο, γιὰ νὰ ἀπευθύνῃ τὸ καθιερωµένο ἐρώτηµα στὸν Ἰησοῦ. ὲν εἶναι ἴσως τυχαῖο ὅτι ἀκριβῶς στὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο περιλαµβάνεται καὶ ὁ ἐκτενὴς ἀποχαιρετηστήριος λόγος, µὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς ἐξηγεῖ τὸ νόηµα τοῦ Μυστικοῦ είπνου. Ὁ Ἰησοῦς στὴν θέση τοῦ Μαγκὶντ εἰσάγει µιὰ νέα τοῦ δείπνου ἐν ὄψει τῆς ἐπερχοµένης σταυρώσεως, «τοῦτό ἐστιν τὸ σῶµά µου»... «τοῦτό ἐστιν τὸ αἷµά µου τῆς διαθήκης τὸ ἐκχυννόµενον ὑπὲρ πολλῶν». Ὁ Λκ. συνδυάζει δύο παραδόσεις. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία περιέχει καὶ µιὰ ἀποχαιρετιστήρια διαθήκη τοῦ Ἰησοῦ (22,24-30.35-38), ἡ ὁποία θὰ µποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς µιὰ µικρογραφία τοῦ µεγάλου ἀποχαιρετηστηρίου λόγου τοῦ Ἰω. κεφ. 13-17. Οἱ δύο ἄλλοι Συνοπτικοὶ διασώζουν µόνον ἴχνη τοῦ ἀποχαιρετηστηρίου αὐτοῦ λόγου, Μτ. 26,29 καὶ Μκ. 14,25. Γιὰ τοὺς συστατικοὺς λόγους τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἔχουµε ἐπίσης δύο παραδόσεις, µία τοῦ Μτ. καὶ τοῦ Μκ. καὶ µία τοῦ Λκ. καὶ τοῦ Παύλου (Α Κορ. 11,23-26). 2 Ἡ ἔκφραση τοῦ Λκ. «ἐπιθυµίᾳ ἐπεθύµησα», µολονότι συντακτικὰ ἡ σύστοιχη δοτικὴ δὲν εἶναι ἄγνωστη στὴν κλασσικὴ ἑλληνικὴ (Bl-Deb-F 198, 6), εἶναι µᾶλλον σηµιτισµὸς καὶ µάλιστα πιθανώτατα κατ ἀποµίµηση τῆς γλώσσας τῶν Ο, κάτι ποὺ συνηθίζει ὁ Λουκᾶς. Ὁ Λκ. µεταφέρει τοὺς λόγους τοῦ τοῦ Ἰησοῦ, «οὐ µὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήµατος τῆς ἀµπέλου» (Μκ. 14,25 Μτ. 26,29), πρὶν ἀπὸ τοὺς συστατικοὺς λόγους τῆς Θείας Εὐχαριστίας («εὐχαριστήσας»). Αὐτὴ εἶναι µᾶλλον καὶ ἡ ἀρχική τους θέση, δηλ. στὴν συνάφεια τοῦ ποτηρίου τοῦ Λκ. 22,17, τοῦ 1ου ποτηρίου τοῦ Σέντερ. Τὸ νόηµα εἶναι ὅτι ἡ Εὐχαριστία, κάθε φορὰ ποὺ ἐπαναλαµβάνεται, εἶναι µιὰ πρόγευση τοῦ δείπνου τῆς Βασιλείας (Ψ. 22,5; Ἡσ. 25,6 ἑξ 55,1 ἑξ. 65,13 Σοφον. 1,7 Ἐνὼχ 62,14; Συρ. Ἀποκ. Βαροὺχ 29,3-8 πρβλ. Μκ. 10,37 Λκ. 14,15 Ἀποκ. 7,16-17 19,9 22,17). Ἡ Βασιλεία ὅµως εἶναι κάτι ποὺ ἀναµένεται νὰ ὁλοκληρωθῇ («πληρωθῇ») στὰ ἔσχατα. Πρὸς τὸ παρόν, µολονότι ἤδη ὑφίσταται, εἶναι ἀκόµη «ἐντὸς» (17,20-21), δηλ. δὲν ἔχει ἐκδηλωθῆ φανερὰ καὶ ἐν δόξῃ, γιατὶ καὶ ὁ Κύριος δὲν ἔχει ἀκόµη ἐπιστρέψει ἐν δόξῃ (19,11-28). Μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος, «ὁσάκις ἐὰν ἐσθίητε καὶ πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε ἄχρι οὗ ἔλθῃ» (Α Κορ. 11,26). Τὸ νῦν τῆς Εὐχαριστίας µοιράζεται ἀνάµεσα στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, τὸ πάθος τῆς ἐκκλησίας, καὶ στὴν ἐλπίδα τῆς Βασιλείας. Ἀπὸ τὴν προοπτικὴ ὅµως τῆς ἐκκλησίας καὶ τὴν βίωση τῆς Ἀναστάσεως τὸ πάθος τῆς ἐκκλησίας εἶναι σταυροαναστάσιµο. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι νεκρός, ἀλλὰ παρών εἶναι ἤδη ὁ ἔνθρονος Κύριος στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ποὺ πραγµατοποιεῖ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Πατρὸς γιὰ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύµατος πρὸς τὴν ἐκκλησία (Πρ. 2,33). Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ Εὐχαριστία ὁ Ἰησοῦς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι παρὼν ὡς ὁ ἐν δόξῃ Κύριος µέχρι τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας. 2 Α Κορ. 11,23-26: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑµῖν, ὅτι ὁ κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασεν καὶ εἶπεν τοῦτό µού ἐστιν τὸ σῶµα τὸ ὑπὲρ ὑµῶν τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν. ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον µετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐµῷ αἵµατι τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἐὰν πίνητε, εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν. ὁσάκις γὰρ ἐὰν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ κυρίου καταγγέλλετε ἄχρι οὗ ἔλθῃ». 18