ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΛΑΡΗ ΑΘΗΝΑ Γεωλόγος - Ωκεανογράφος MSc Επιβλέπων της διδακτορικής διατριβής: Καθηγητής Γ.Φερεντίνος Συμβουλευτική Επιτροπή: Καθηγητής Γ.Φερεντίνος Καθηγητής Σ. Παπαμαρινόπουλος Επίκουρος Καθηγητής Γ. Παπαθεοδώρου Μέλη της εξεταστικής επιτροπής: Επίκουρος Καθηγητής Κ. Αλμπανάκης Καθηγητής Ν. Κοντόπουλος Ερευνητής A' Δρ. Β. Λυκούσης Ερευνητής Β' Δρ. Δ. Σακελλαρίου ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών ΠΑΤΡΑ 2007
στους γονείς μου, Βασίλη και Μαρία
Αντί προλόγου Η εκπόνηση της παρούσας διατριβής, πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας, του Τμήματος Γεωλογίας, του Πανεπιστημίου Πατρών, υπό την επίβλεψη του καθηγητή, κ. Γεωργίου Φερεντίνου. Η συμβολή του στην ολοκλήρωσή της ήταν πολύ μεγάλη τόσο σε επιστημονικό, όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο, με την υπομονή, που επέδειξε καθ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μας και την εποικοδομητική κριτική που μου προσέφερε και για αυτό το λόγο, θα ήθελα να τον ευχαριστήσω θερμά. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, κ. Γεώργιο Παπαθεοδώρου και κ. Σταυρόνικο Παπαμαρινόπουλο, καθώς και τα μέλη της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής κ.κ. Κωνσταντίνο Αλμπανάκη, Νικόλαο Κοντόπουλο, Βασίλειο Λυκούση και Δημήτριο Σακελλαρίου, για την τιμή που μου έκαναν, για το χρόνο που μου διέθεσαν, καθώς και για τις ιδιαιτέρως χρήσιμες παρατηρήσεις τους. Τον επίκουρο καθηγητή Γεώργιο Παπαθεοδώρου θα ήθελα να τον ευχαριστήσω ιδιαιτέρως για τις πολύτιμες συμβουλές του, την αμέριστη ηθική συμπαράστασή που μου προσέφερε όλα αυτά τα χρόνια, τις ατελείωτες ώρες που διέθεσε για το παρών ερευνητικό έργο και κυρίως για την αγάπη προς την έρευνα και τη μελέτη που μου εμφύσησε. Θερμές ευχαριστίες στους κ.κ. Χάρη Τζάλα και Jean-Yves Empereur, για την εμπιστοσύνη τους και την πρόσκληση για την διεξαγωγή των γεωφυσικών ερευνών, στις αρχαιολογικές περιοχές που ερευνούν, καθώς και στους δύτες Jean Curnier, Robert Leffy και στον Αρχαιολόγο/δύτη George Soukassian, οι οποίοι επόπτευσαν τις ακουστικές ανωμαλίες και βοήθησαν στην έρευνα πεδίου. Ευχαριστώ τον επίκουρο καθηγητή Βασίλειο Τσικούρα για την μικροσκοπική ανάλυση των δειγμάτων που συλλέχθηκαν. Επίσης ευχαριστώ το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ESF), το πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ) και ιδιαιτέρως το πρόγραμμα Ηράκλειτος, για την οικονομική ενίσχυση της διδακτορικής αυτής διατριβής. Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω όλους τους συναδέλφους που υπήρξαν ή είναι μέλη του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας για την γόνιμη και ευχάριστη συνεργασία που είχαμε και τους ισχυρούς φιλικούς δεσμούς που αναπτύχθηκαν μεταξύ μας. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τη λέκτορα Μαρία Γεραγά, την Μαργαρίτα Ιατρού, τον Αριστοφάνη Στεφάτο και τον Δημήτρη Χριστοδούλου για την πολύτιμη βοήθειά τους στη συλλογή των δεδομένων, καθώς και τον Ηλία Φακίρη για την βοήθειά του στην ολοκλήρωση των λογισμικών που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής.
Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον Πάνο και τον Μιχάλη, καθώς και τους γονείς μου, Βασίλη και Μαρία, που με ανέχθηκαν και με στήριξαν με όλους τους δυνατούς τρόπους όλα αυτά τα χρόνια.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1.1 ΣΚΟΠΟΣ... 3 1.2 ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΣ... 3 1.2.1. Η Γεωλογία στην υπηρεσία της Αρχαιολογίας (Γεωαρχαιολογικές-Γεωφυσικές έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο)... 5 1.2.2. Οι Γεωφυσικές μέθοδοι στην υπηρεσία της Ενάλιας Αρχαιολογίας στην Ελλάδα και Διεθνώς... 11 2. ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ... 16 2.1 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ... 16 2.1.1. Ραχώτιδα, η προκάτοχος της Αλεξάνδρειας.... 16 2.1.2. Ίδρυση της Αλεξάνδρειας.... 16 2.1.3. Η αρχαία Μητρόπολης... 17 2.1.3.1. Το αστικό συγκρότημα... 17 2.1.3.2. Το Επταστάδιο και οι δύο Λιμένες της Αλεξάνδρειας... 20 2.1.3.3. Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας: ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου... 21 2.1.4. Τα χρόνια της παρακμής.... 22 2.1.5. Άνθηση του Ελληνισμού... 23 2.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ... 24 2.2.1. Γεωγραφία της πόλης... 24 2.2.2. Περιγραφή Ιστορικών χαρτών... 24 2.3 ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ... 33 2.3.1. Έρευνες στην παράκτια ζώνη της Αλεξάνδρειας την τελευταία δεκαετία.... 36 2.3.2. Ενάλιες Έρευνες H.I.A.M.A.S. και CEAlex... 39 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι...42 3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ... 45 3.1 ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΝΕΙΛΟΥ... 45 3.1.1. Σεισμικότητα... 45 3.1.2. Παλαιογεωγραφία του δέλτα... 50 3.1.3. Σχετικές μεταβολές της στάθμης της θάλασσας τα τελευταία 8000 χρόνια... 54 3.1.4. Οι πλημμύρες του Νείλου στους Ιστορικούς χρόνους... 58 3.2 ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ... 60 3.2.1. Μορφολογία της παράκτιας ζώνης... 60 3.2.1.1. Κρηπίδα... 60 3.2.1.2. Ανθρακικές ράχες... 63 3.2.1.3. Τα λιμάνια της Αλεξάνδρειας... 66 3.2.2 Ωκεανογραφικά δεδομένα... 74 4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 77 4.1 ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΕΔΙΟΥ... 77 4.1.1. Όργανα... 78 4.1.2. Σχεδίαση ερευνών... 81 4.1.2.1. Παλαιογεωγραφική ανάπλαση της παράκτιας ζώνης της Αλεξάνδρειας... 81 4.1.2.2. Εντοπισμός και αναγνώριση κινητών και ακίνητων στόχων πιθανής αρχαιολογικής σημασίας... 83 σελ.
4.2 ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ... 86 4.2.1. PalaeoGAn R1_R2 Μεθοδολογικό σχήμα... 87 4.2.2. TargAn: Ταξινομικό σχήμα στόχων ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης... 95 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI...108 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙI...115 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV...121 5. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ... 124 5.1 ΒΥΘΟΜΕΤΡΙΑ... 124 5.2 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΗΧΟΓΡΑΦΙΩΝ... 130 5.2.1. Τομογράφος Υποδομής Πυθμένα: μορφολογικά και γεωλογικά χαρακτηριστικά του πυθμένα... 130 5.2.2. Ηχοβολιστής Πλευρικής Σάρωσης: μορφολογικά και γεωλογικά χαρακτηριστικά του πυθμένα... 135 5.2.3. Μικροσκοπική ανάλυση δειγμάτων... 143 5.2.4. Γεωλογική ερμηνεία των ακουστικών τύπων... 144 5.3. ΠΑΛΑΙΟ-ΑΚΤΕΣ... 146 5.4. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΒΥΘΟΜΕΤΡΙΑΣ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ/ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ... 151 6. ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ... 155 7. ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ... 167 7.1. ΑΚΙΝΗΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ.... 167 7.2. ΚΙΝΗΤΈΣ ΜΑΡΤΥΡΊΕΣ ΑΝΘΡΏΠΙΝΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΑΣ... 171 7.2.1. Περιβαλλοντικοί παράμετροι που επιδρούν στον εντοπισμό κινητών μαρτυριών ανθρώπινης δραστηριότητας στα νερά της Αλεξάνδρειας... 172 7.2.2. Εντοπισμός στόχων που σχετίζονται με κινητές μαρτυρίες της ανθρώπινης δραστηριότητας στα νερά της Αλεξάνδρειας... 179 7.2.3. Ταξινόμηση των στόχων με χρήση του TargAn... 185 7. 3. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ... 196 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V...201 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 210 ΒΙΒΛΙΟΓΡΦΙΑ... 212
Κεφ. 1: Εισαγωγή 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η γεωγραφική θέση της Μεσογείου, ως το υδάτινο σώμα που ενώνει την Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη, υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Αποτέλεσε συνδετικό κρίκο μεταξύ των λαών που κατοικούσαν γύρω από αυτή, αλλά και περιοχή ισχυρών συγκρούσεων και αιματηρών πολέμων. Στα παράλιά της αναπτύχθηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους αρχαίους πολιτισμούς και επόμενο είναι τα νερά της να κρύβουν καταβυθισμένους παράκτιους οικισμούς ή πόλεις και πολυάριθμα αρχαία ναυάγια. Η έρευνα για τον εντοπισμό και ακολούθως η προστασία των καταβυθισμένων αρχαιολογικών ευρημάτων είναι αναγκαία καθώς αυτά αποτελούν πολύτιμα αρχεία της ιστορικής σύνθεσης της ανθρωπότητας. Στα βάθη της Μεσογείου αναπαύονται 1189 καταγεγραμμένα ναυάγια (Parker, 1992), η πλειοψηφία των οποίων έχει εντοπιστεί τυχαία από αλιείς και κυρίως από Έλληνες και Τούρκους σφουγγαράδες (Bass, 2004). Τα ναυάγια που έχουν βρεθεί με αυτό τον τρόπο, βρίσκονται σε βάθη που δεν ξεπερνούν τα 50-60m, το οποίο αποτελεί το όριο συμβατικής, αυτόνομης κατάδυσης για τον άνθρωπο. Τις τελευταίες δεκαετίες με την εξέλιξη νέων θαλάσσιων τεχνολογιών το φράγμα των 60m έχει καταρριφθεί, ανοίγοντας το δρόμο για τον εντοπισμό και την μελέτη πολύ βαθύτερων αρχαιολογικών θέσεων. Οι εξειδικευμένες θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σήμερα στην υποθαλάσσια αρχαιολογία, προέκυψαν από την ωκεανογραφία όπου αναπτύχθηκαν για την μελέτη του πυθμένα των θαλασσών, καθώς και από τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς (Ballard, 2004). Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη μίας νέας πολυθεματικής επιστήμης που ονομάζεται Αρχαιολογική Ωκεανογραφία. Ο επιστημονικός αυτός κλάδος αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια και συνδυάζει την αρχαιολογία και τη ναυτική ιστορία, με τις επιστήμες και τις τεχνολογίες της θάλασσας (Coleman & Ballard, 2004). Το αντικείμενο μελέτης της Αρχαιολογικής Ωκεανογραφίας περιλαμβάνει τον εντοπισμό και την ανασκαφή καταβυθισμένων παράκτιων οικισμών και ναυαγίων, τη μελέτη αρχαίων δρόμων θαλάσσιου εμπορίου, τη συντήρηση και προστασία των υποθαλάσσιων αρχαιολογικών χώρων και τέχνεργων, τη συσχέτιση των υποθαλάσσιων αρχαιολογικών ευρημάτων με το περιβάλλον της τότε εποχής και τέλος την διερεύνηση και επισκόπηση νέων θέσεων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (Coleman & Ballard, 2004). Όπως γίνεται αντιληπτό για την επίτευξη των παραπάνω μελετών απαιτείται η συνεργασία αρχαιολόγων, ωκεανογράφων και μηχανικών. Το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας (ΕΘΑΓΕΦΩ) στα πλαίσια της ανάπτυξης της νέας αυτής πολυθεματικής επιστήμης οργάνωσε και εκτέλεσε
Κεφ. 1: Εισαγωγή 2 θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες στην παράκτια ζώνη της Αλεξάνδρειας (Εικ. 1.1). Στην μοναδική αυτή περιοχή δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι πάλλεται η καρδιά της ενάλιας αρχαιολογίας. Ο J-Y. Empereur και τα μέλη του CEAlex (Centre d Etudes Alexandrines) φέρνουν στο φως τμήματα του περίφημου Φάρου της Αλεξάνδρειας, o F. Goddio και τα μέλη του ανακαλύπτουν τις καταβυθισμένες λιμενικές εγκαταστάσεις των Πτολεμαϊκών και Ρωμαϊκών χρόνων ενώ ο Χ. Τζάλας με το HIAMAS (The Hellenic Institut of Ancient and Mediaeval Alexandrian Studies) εντοπίζουν θέσεις σημαντικής αρχαιολογικής σημασίας ανατολικά της αρχαίας Άκρας Λοχιάδος. Το ΕΘΑΓΕΦΩ σε συνεργασία με τα Ινστιτούτα CEAlex και HIAMAS, την τελευταία οκταετία (1999-2007) εφαρμόζει σύγχρονες γεωφυσικές μεθοδολογίες και αναπτύσσει πρωτότυπες μεθόδους ανάλυσης και επεξεργασίας των γεωφυσικών δεδομένων οι οποίες αποτελούν τον κορμό της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής. Εικ. 1.1: Χάρτης στον οποίο έχουν σημειωθεί οι περιοχές στις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες με ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης και τομογράφο υποδομής πυθμένα. Οι περιοχές (Ι) και (ΙΙ) εμπίπτουν κατά κύριο λόγω στα όρια των περιοχών του HIAMAS, ενώ η περιοχή (ΙΙΙ) εμπίπτει στα όρια της περιοχής έρευνας του CEAlex.
Κεφ. 1: Εισαγωγή 3 1.1. ΣΚΟΠΟΣ Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στην μελέτη της παράκτιας ζώνης (Εικ. 1.1), κατά μήκος της σημερινής ακτής της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Χρησιμοποιήθηκαν εξειδικευμένες θαλάσσιες γεωφυσικές τεχνολογίες, με σκοπό: (1) την ανάπλαση του παράκτιου παλαιο-περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε η Ελληνιστική Αλεξάνδρεια και πώς αυτό επηρέασε στην ίδρυση και στην μετέπειτα εξέλιξη της σημαντικής αυτής πόλης, (2) τον εντοπισμό ναυαγίων, καταβυθισμένων λιμενικών εγκαταστάσεων και άλλων μαρτυριών ανθρώπινης δραστηριότητας στην παράκτια ζώνη της Αλεξάνδρειας και (3) την δημιουργία νέων εύχρηστων μεθοδολογικών σχημάτων, που αφορούν στην επεξεργασία αναλογικών καταγραφών Ηχοβολιστή Πλευρικής Σάρωσης (side scan sonar) και Τομογράφου Υποδομής Πυθμένα (subbottom profiler), σε ένα αυτοματοποιημένο ψηφιακό περιβάλλον. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων μελετήθηκαν με λεπτομέρεια και παρουσιάζονται στα κεφάλαια 2 και 3, ιστορικές και γεωλογικές πληροφορίες αντίστοιχα, για την περιοχή έρευνας. Στο κεφάλαιο 4 της διατριβής, δίνονται πληροφορίες (α) για τα γεωφυσικά όργανα με τα οποία πραγματοποιήθηκαν οι έρευνες στην περιοχή και χρησιμοποιήθηκαν στη συλλογή δεδομένων, (β) για τις μεθοδολογίες και τα υπολογιστικά πακέτα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επεξεργασία των παραπάνω δεδομένων και (γ) για νέα πρωτότυπα και εύχρηστα μεθοδολογικά σχήματα, που αναπτύχθηκαν με τη βοήθεια σύγχρονων μεθόδων επεξεργασίας και ανάλυσης εικόνας. Στο 5 ο κεφάλαιο γίνεται μία αναλυτική παρουσίαση των γεωφυσικών δεδομένων του ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης και του τομογράφο υποδομής πυθμένα. Στη συνέχεια στο 6 ο κεφάλαιο, δίνεται η παλαιογεωγραφική εξέλιξη της παράκτιας ζώνης ζώνης της Αλεξάνδρειας κατά τους Ιστορικούς και Προϊστορικούς χρόνους. Τέλος στο 7 ο κεφάλαιο παρουσιάζονται (α) οι κινητές και ακίνητες μαρτυρίες της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή έρευνας, καθώς και (β) τα αποτελέσματα που έδωσαν τα μεθοδολογικά σχήματα που αναπτύσσονται στο κεφάλαιο 4. 1.2. ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΣ Η πρώτη συστηματική υποθαλάσσια έρευνα ιστορικού ναυαγίου, χρονολογείται το 1663 από τους H.A. von Treileben και A. Peckell, που καταδύονται με καταδυτικό κλωβό στο ναυάγιο του Σουηδικού πολεμικού πλοίου Vasa (www.abc.se). Το 1943, οι J-Y. Cousteau και E. Gagnan προτείνουν μια απλή συσκευή αυτοκατάδυσης (aqua-lung) με αυτόματο ρυθμιστή πίεσης δίνοντας έτσι σημαντική ελευθερία κινήσεων στους δύτες. Το 1960 είναι μια ιδιαίτερα σημαντική χρονιά για την υποβρύχια αρχαιολογία. Ο George Bass ανασκάπτει το ναυάγιο της
Κεφ. 1: Εισαγωγή 4 εποχής του Χαλκού, στην Άκρα Χελιδονία (Gelidonya Cape), και βάζει τις αρχές της σύγχρονης υποθαλάσσιας αρχαιολογίας (Bass et al., 1967). Ο G. Bass χρησιμοποιεί μεθόδους ανασκαφών της χέρσου στο υποθαλάσσιο περιβάλλον και θέτει ένα μεθοδολογικό σχήμα που αποτελεί σημείο καμπής στην μελέτη των αρχαίων ναυαγίων. Το 1965 εντοπίζεται σε γεωφυσική έρευνα και στη συνέχεια ανασκάπτεται το γνωστό ναυάγιο Mary Rose στην Βρετανία, το οποίο βυθίστηκε το 1545 (McKee, 1982; Rule, 1982; Dobbs, 1995). Το 1967 εντοπίζεται από δύτη ανοικτά της Κυρήνειας, ένα από τα πιο γνωστά ναυάγια της Μεσογείου και ένα από τα λίγα αρχαία ναυάγια που διασώζεται το ξύλινο σκαρί τους, το γνωστό ως «Κυρήνεια Ι». Πρόκειται για εμπορικό πλοίο που ναυάγησε το 302 π.χ. σε βάθος 50m και ανασκάφτηκε από τον αρχαιολόγο M. Kachev. Με βάση το σκαρί που διασώθηκε κατασκευάστηκε το ομοίωμά του, «Κυρήνεια ΙΙ» από το Ινστιτούτο Προστασίας της Ναυτικής Παράδοσης υπό τον Χ. Τζάλα. Την περίοδο 1984-94, ο αρχαιολόγος G. Bass με τη βοήθεια του Institute of Nautical Archaeology (I.N.A) του A&M Texas University, ανασκάπτει το ναυάγιο του Uluburun (Ύστερης Εποχής του Χαλκού) στην Ν.Α Τουρκία, το οποίο εντοπίστηκε από σπογγαλιέα σε βάθος 44-52m και είναι το πλουσιότερο ναυάγιο σε αρχαιολογικά ευρήματα. Στον Ελληνικό χώρο με τον τεράστιο υποθαλάσσιο πολιτισμικό πλούτο, οι υποθαλάσσιες αρχαιολογικές έρευνες ξεκινούν με τον Χρήστο Τσούντα, το 1884, ο οποίος με τη βοήθεια σπογγαλιέων ερευνά τον δίαυλο της Σαλαμίνας για τον εντοπισμό των ναυαγίων της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις επόμενες δεκαετίες οι αλιείς και οι σπογγαλιείς, αυτοί οι ακούραστοι εργάτες της θάλασσας, εντοπίζουν και φέρνουν στην επιφάνεια σημαντικές καταβυθισμένες αρχαιότητες. Το 1973 ιδρύεται το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (Ι.ΕΝ.Α.Ε) και το 1976 η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (Ε.Ε.Α). Σημαντικά ναυάγια εντοπίζονται κυρίως από αλιείς και ανασκάπτονται από το Ι.ΕΝ.Α.Ε και την Ε.Ε.Α. Στον Πίνακα 1.1 καταγράφονται ορισμένες χρονολογίες-σταθμοί για την θαλάσσια αρχαιολογική ερευνά τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως. Πίνακας 1.1 Έτος Ερευνητής Αρχαιολογικό εύρημα ή γεγονός 1663 H.A. Von Treileben & Κατάδυση με καταδυτικό κλωβό εποχής στο ναυάγιο του Σουηδικούς A.Peckell πολεμικού Vasa (βυθίστηκε το 1628 στη Σουηδία) 1884 Χ. Τσούντας με τη βοήθεια σπογγαλιέων ερευνά τα στενά της Σαλαμίνας για να εντοπίσει την περίφημη ναυμαχία, χωρίς αποτέλεσμα 1899 Ανασύρεται με δίχτυα το άγαλμα του Ποσειδώνα της Κρεύσιδος στον Κορινθιακό 1900 Ανασύρονται χάλκινα νομίσματα της εποχής του Χαλκού στην Κύμη 1900-02 Εντοπίζεται από σπογγαλιείς το ναυάγιο των Αντικυθήρων και ανασύρονται μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα και ο περίφημος αστρολάβος
Κεφ. 1: Εισαγωγή 5 1925 Ανασύρεται στις ακτές της Αττικής το «παιδί» του Μαραθώνα 1928 Ανασύρεται από μηχανότρατες στο Αρτεμίσιο ο «ιππέας» 1938 Ανασύρεται από μηχανότρατες στο Αρτεμίσιο ο «Ποσειδώνας» ή «Δίας» 1943 J-Y Cousteau & Προτείνουν συσκευή αυτοκατάδυσης με αυτόματο ρυθμιστή πίεσης E.Gagnan (aqua-lang) 1960 G.Bass Ανασκάπτει ναυάγιο της εποχής του Χαλκού στην Άκρα Χελιδονία (Chelidonia Cape), στην Τουρκία και θέτει τις αρχές της σύγχρονης υποθαλάσσιας αρχαιολογίας. P.Throckmorton & Θέτουν τις βάσεις για την επιστημονική υποθαλάσσια αρχαιολογία Ν.Γιαλούρος, στην Ελλάδα και ερευνούν τις Ελληνικές θάλασσες για τον εντοπισμό Χ.Κριτζας ναυαγίων. δεκαετία 60 1965 A.McKee, M.H.Rule, C.T.C.Dobbs 1967 Μ. Kachev Εντοπίζεται τυχαία σε γεωφυσική έρευνα το ναυάγιο Mary Rose που βυθίστηκε το 1545 στη Βρετανία. Ο σκελετός του ναυαγίου ανασύρεται το 1982. Εντοπίζεται από δύτη ανοιχτά της Κυρήνειας στην Κύπρο, σε βάθος 50m και ανασκάπτεται το «πλοίο της Κυρήνιας» που ναυάγησε το 302π.Χ. Θεωρείται πολύ σημαντικό γιατί διασώθηκε μεγάλο μέρος του ξύλινου σκελετού 1970 Χ.Κριτζας & P.Throckmorton Ανασκαφή βυζαντινού ναυαγίου στο Πελαγονήσι των Β. Σποράδων 1973 Ίδρυση ΙΕΝΑΕ 1976 Ίδρυση ΕΕΑ 1984-94 G.Bass Σε συνεργασία με το INA ανασκάπτει το ναυάγιο του Uluburun στην ΝΑ Τουρκία. Το ναυάγιο χρονολογείται το 1306π.Χ και είναι μέχρι σήμερα το πλουσιότερο σε αρχαιολογικά ευρήματα. 1.2.1. Η Γεωλογία στην υπηρεσία της Αρχαιολογίας (Γεωαρχαιολογικές-Γεωφυσικές έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο). Από τους προϊστορικούς χρόνους ο άνθρωπος χρησιμοποιεί πλωτά μέσα για τις μετακινήσεις του και την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων. Στον Αιγαιακό χώρο το θαλάσσιο εμπόριο είχε ήδη αναπτυχθεί από την 8η προχριστιανική χιλιετία, όπως προκύπτει από την εύρεση οψιδιανού της Μήλου στο σπήλαιο Φράγχθη (Αργολίδα) (Dixon & Renfrew, 1973; Jacobsen & Horn, 1974). Η ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου, είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία πολυάριθμων παράκτιων οικισμών σε πολλούς από τους οποίους αναπτύχθηκαν λιμενικές εγκαταστάσεις (Εικ. 1.2), αλλά και ενός πολύ μεγάλου αριθμού αρχαίων ναυαγίων διάσπαρτων σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου (Εικ. 1.3). Μερικοί από τους σημαντικότερους παράκτιους οικισμούς στην Μεσόγειο θάλασσα, βρίσκονται σήμερα καταβυθισμένοι ή θαμμένοι κάτω από ιζήματα λόγω διαφόρων γεωλογικών διεργασιών. Η παλαιογεωγραφική ανάπλαση περιοχών με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, είναι το αποτέλεσμα μιας διεπιστημονικής προσέγγισης που πηγάζει κυρίως από τα επιστημονικά πεδία της γεωλογίας και της αρχαιολογίας. Στις παράκτιες περιοχές η συνεργασία γεωλογίας και αρχαιολογίας επικεντρώνεται στην μελέτη των σχετικών μεταβολών της στάθμης της θάλασσας και πως αυτές επηρέασαν τους αρχαιολογικούς οικισμούς και τις αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις. Η γεωλογία συμβάλει στην μελέτη των κατακόρυφων τεκτονικών κινήσεων που
Κεφ. 1: Εισαγωγή 6 Εικ. 1.2: Χάρτης στον οποίο φαίνονται οι θέσεις αρχαίων λιμένων της Μεσογείου. Η ομαδοποίηση στο υπόμνημα έχει γίνει σύμφωνα με τις γεωλογικές διεργασίες που έδρασαν σ αυτούς από την κατασκευή τους. (Marriner & Morhange, 2007). Εικ.1.3: Χάρτης του Ελλαδικού χώρου στον οποίο απεικονίζονται τα κυριότερα γνωστά ναυάγια. (1) ναυάγιο Πελαγονησίου, (2) ναυάγιο Αλλονήσου, (3) ναυάγιο Κυρά-Παναγια, (4) ναυάγιο Ακρωτηρίου Αρτεμισίου, (5) Ρωμαϊκό ναυάγιο, (6) ναυάγιο Δοκού, (7) ναυάγιο Ακρωτηρίου Ιρίων, (8) κλασσικό ναυάγιο 4ος αιώνας π.χ, (9) «Μέντωρ», (10) ναυάγιο Αντικυθήρων,(11) «La Theresse», (12) ναυάγια του κόλπου του Ναυαρίνο, (13) βυζαντινό ναυάγιο Ζακύνθου, (14) Ελληνιστικό ναυάγιο στην Χίο, (15) Ελληνιστικό ναυάγιο στην Κύθνο, (16) Μινωικό ναυάγιο στη νήσο Ψείρα (Κρήτη). Τα 12, 14, 15 εντοπίστηκαν με σύγχρονες μεθόδους θαλάσσιας γεωφυσικής έρευνας.
Κεφ. 1: Εισαγωγή 7 επιδρούν με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες περιοχές του πλανήτη, προκαλώντας ανάδυση ή καταβύθιση της ακτής. Τα αποτελέσματα αυτών των κινήσεων σε συνδυασμό με το ιζηματολογικό φορτίο, την διάβρωση και τις ευστατικές μεταβολές της στάθμης της θάλασσας, είναι η ταφή ή η καταβύθιση αρχαίων πόλεων και η διαφοροποίηση του τοπίου με το πέρασμα των αιώνων. Η γεωαρχαιολογική έρευνα καλείται να συνυπολογίσει όλες εκείνες τις παραμέτρους που επηρέασαν την μορφολογία της αρχαιολογικής περιοχής και στη συνέχεια να αναπλάσει το παλαιοπεριβάλλων. Στις αρχές του 1970 τέθηκαν οι βάσεις της γεωαρχαιολογικής έρευνας σε αρχαία λιμάνια, όπου πραγματοποιήθηκαν πρωτοποριακές αρχαιολογικές έρευνες, οι οποίες περιλάμβαναν τη συνεργασία πολλών επιστημονικών πεδίων για την ανάπλαση του παλαιοπεριβάλλοντος της εκάστοτε περιοχής έρευνας. Οι Flemming (1969, 1971, 1978) και Blackman (1973, 2005) διεξήγαγαν έρευνες σε καταβυθισμένες λιμενικές εγκαταστάσεις, μελετώντας μεταβολές της στάθμης της θάλασσας. Στις αρχές του 1980 πραγματοποιήθηκε μία διεπιστημονική έρευνα σε έναν πολύ σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, στη Caesarea Maritima (Ισραήλ) (Raban, 1985, 1988, 1992). Οι έρευνες περιελάμβαναν τη συνέργεια επιστημών όπως η αρχαιολογία, η ιστορία, η γεωλογία, η γεωμορφολογία και η βιολογία, ενώ ιδιαίτερη ήταν η συμβολή της μικροπαλαιοντολογικής και γεωχημικής έρευνας (Reinhardt & Raban, 1999). Τα αποτελέσματα αυτής της πρωτοποριακής έρευνας έδωσαν μία ολοκληρωμένη εικόνα του αρχαίου λιμένα της Ceasarea Maritima, έθεσαν τις αρχές της γεωαρχαιολογικής έρευνας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα και έγιναν το έναυσμα για άλλες γεωαρχαιολογικές έρευνες στην Τροία, στις Θερμοπύλες (Kraft et al., 1987), στο αρχαίο λιμάνι της Τύρου (Marriner & Morhange, 2005) και της Αλεξάνδρειας (Goiran, 2001; Stanley & Bernasconi, 2006), την Μίλητο, την Πριήνη και την Έφεσσο (Brückner, 1997). Την περίοδο 1870-1890 εντοπίστηκε και μελετήθηκε από τον H. Schliemann, η περιοχή που βρίσκεται θαμμένη η αρχαία Τροία. Οι Kraft et al. (2003) πραγματοποίησαν γεωαρχαιολογικές έρευνες στην Τροία, της οποίας το λιμάνι θάφτηκε 2000 χρόνια BP και σήμερα βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, καλυμμένο από ιζήματα. Γεωαρχαιολογικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τον Brückner (1997) στην Μίλητο, την Πριήνη και την Έφεσο. Οι έρευνες έδειξαν προέλαση της χέρσου για αρκετά χιλιόμετρα, με αποτέλεσμα οι άλλοτε παράκτιες πόλεις να βρίσκονται σήμερα αρκετά χιλιόμετρα από την ακτή (Brückner, 1997). Αυτή η γρήγορη προέλαση της ακτής οφείλεται στη σχετική μεταβολή της στάθμης της θάλασσας (ευστατική ισοστατική), και στις τεράστιες ποσότητες φερτών υλών που μεταφέρουν οι ποταμοί (Marriner & Morhange, 2007). Στην Έφεσο το πρώτο αρχαίο λιμάνι της πόλης πληρώθηκε με ιζήματα τον 6 ο αιώνα π.χ λόγω ταχείας προέλασης του δέλτα, στη
Κεφ. 1: Εισαγωγή 8 συνέχεια, τον 5 ο αιώνα π.χ κατασκευάστηκε ένα δεύτερο λιμάνι το οποίο λειτούργησε μέχρι η πόλη να ταφεί εκ νέου στο τέλος του 3 ου αιώνα π.χ. Η Caesarea Maritima (Ισραήλ), όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω υπήρξε ένα πολύ σημαντικό λιμάνι σε ότι αφορά στην γεωαρχαιολογική έρευνα. Ο βασιλιάς Ηρώδης, διέταξε την κατασκευή του το 21 π.χ και του έδωσε την ονομασία «Σεβαστός». Υπήρξε το μεγαλύτερο τεχνητό λιμάνι της Μεσογείου και η κατασκευή του διήρκεσε πάνω από 5 χρόνια (Raban, 1992) και υπήρξε εκτεθειμένο στην έντονη δράση των κυμάτων και των παράκτιων ρευμάτων (Raban & Holum, 1996). Σήμερα το λιμάνι της Caesarea Maritima βρίσκεται καταβυθισμένο. Οι Boyce et al., (2004) εκτέλεσαν θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες με μαγνητόμετρο και βυθόμετρο με σημαντικά αποτελέσματα. Η αρχαίες πόλεις της Τύρου και της Σιδώνης (Λίβανος) διέθεταν δύο λιμάνια (το νότιο ή «ανοιχτό» και το βόρειο ή «κλειστό») και αποτελούσαν τα σημαντικότερα Φοινικικά λιμάνια, τα οποία λειτουργούσαν από την εποχή του Χαλκού. Σήμερα 5000 χρόνια μετά την κατασκευή τους, βρίσκονται ακόμα σε λειτουργία παρόλο που η επιφανειακή τους έκταση έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό. Η γεωαρχαιολογική έρευνα έδειξε ότι μία αρκετά μεγάλη έκταση αυτών των λιμένων βρίσκεται θαμμένη κάτω από τα θεμέλια των σύγχρονων πόλεων της Τύρου (Sur) και της Σιδώνης (Saida) αντίστοιχα στο νότιο-ανατολικό Λίβανο (Marriner & Morhange, 2005; Marriner & Morhange, 2007). Στον Ελληνικό χώρο τα παραδείγματα των καταβυθισμένων και προσχωμένων αρχαίων πόλεων, στις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί γεωαρχαιολογικές έρευνες είναι πολλά. Το αρχαίο λιμάνι της πόλης Φαλάσαρνα, βρίσκεται στο ακρωτήριο Γραμβούσα της δυτικής Κρήτης και άκμασε από τα μέσα του 4 ου αιώνα π.χ έως τα μέσα του 1 ου αιώνα μ.χ. (Hadjidaki, 2001). Σήμερα η περιοχή έχει ανυψωθεί 9m λόγω τεκτονικής, με αποτέλεσμα το λιμάνι να βρίσκεται στη στεριά (Pirazzoli et al., 1992). Οι αρχαίες Οινιάδες, οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο κεντρικό δέλτα του Αχελώου, σε απόσταση 9km από την ακτή αποτελούν μία αρχαιολογική περιοχή, όπου έχουν σημειωθεί σημαντικές μορφολογικές μεταβολές (Vött et al., 2007). H προέλαση του δέλτα του Αχελώου προς την σημερινή του κατεύθυνση, ξεκίνησε στους Βυζαντινούς χρόνους και άλλαξε αισθητά το τοπίο της περιοχής. Στην περιοχή βρέθηκαν: (α) ένα Πρωτοελλαδικό λιμάνι νοτιοανατολικά του Τρικάρδου στις ακτές της λιμνοθάλασσας και (β) οι νεώσοικοι των αρχαίων Οινιάδων, Κλασσικής-Ελληνιστικής περιόδου, οι οποίοι ήταν προσβάσιμοι από τη θάλασσας μέσω της λιμνοθάλασσας (Vött et al., 2007). Στον Κορινθιακό κόλπο βρίσκονται το αρχαίο λιμάνι, του Λέχαιου και η πόλη της αρχαίας Ελίκης. Το Λέχαιο αποτελούσε το δυτικό λιμάνι της αρχαίας Κορίνθου, το οποίο
Κεφ. 1: Εισαγωγή 9 άκμασε κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους. Στην περιοχή έχουν σημειωθεί ανοδικές κινήσεις της χέρσου, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα η λεκάνη του λιμανιού να πληρωθεί με ιζήματα, ενώ χαρακτηριστικές βιοκοινωνείες σε ύψος 1m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας έδωσαν, ηλικίες 2500 χρόνια BP (400-100 cal. π.χ) (Stiros et al., 1996). Η ανακάλυψη της αρχαίας Ελίκης έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών διαφορετικών ειδικοτήτων. Η πόλη σύμφωνα με τον Παυσανία, καταβυθίστηκε μετά τον σεισμό του 373 π.χ., τοποθετείται μεταξύ των ποταμών Σελινούντα και Κερυνήτη σε απόσταση 2.5km από την τότε ακτή (Schwartz & Tziavos, 1979). Στην περιοχή έχουν πραγματοποιηθεί γεωαρχαιολογικές έρευνες (Schwartz & Tziavos, 1979; Soter & Katsonopoulou, 1998), καθώς και θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες (Edgerton, 1981; Papatheodorou and Ferentinos, 1997; Lykousis et al., 1997; Φερεντίνος και Παπαθεοδόρου, 2005). Γεωαρχαιολογικές έρευνες με τη βοήθεια γεωφυσικών μεθόδων πραγματοποιούνται στη χέρσο με σημαντικά αποτελέσματα. Τα βασικά πλεονεκτήματα της εφαρμογής γεωφυσικών μεθόδων στην χερσαία όπως και στην θαλάσσια αρχαιολογική έρευνα, είναι ότι μπορούν να συλλεχθούν σημαντικές πληροφορίες σε σύντομο χρονικό διάστημα σχετικά με τη θέση, το βάθος των θαμμένων αρχαιοτήτων, το υλικό από το οποίο αποτελούνται, χωρίς την ανάγκη ανασκαφής. Το γεγονός αυτό τις καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμες σε πολλές περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αρχαιότητες που βρίσκονται θαμμένες κάτω από αστικά συγκροτήματα (Marriner & Morhange, 2007). Στην περιοχή της Αλεξάνδρειας σύγχρονες γεωφυσικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν στην χέρσο για την αποτύπωση της θέσης του Επτασταδίου (Hesse, 1998). Μέχρι και τον 19 ο αιώνα με τις έρευνες του El-Falaki (1872), επικρατούσε η άποψη ότι το Επταστάδιο ακολουθούσε τον κύριο άξονα του tombolo (παράγραφος 3.2.1.4) πάνω στο οποίο είχε κατασκευαστεί. Οι γεωφυσικές έρευνες του Hesse έδειξαν ότι το Επταστάδιο είχε κατασκευαστεί δυτικότερα, ευθυγραμμισμένο με τον κάναβο που σχημάτιζε η ρυμοτομία της πόλης της Αλεξάνδρειας (Hesse, 1998) (Εικ. 1.4). Τα ευρήματα αυτά των γεωφυσικών ερευνών στην συνέχεια επιβεβαιώθηκαν με ιζηματολογικά δεδομένα από γεωτρήσεις, που συλλέχθηκαν από την περιοχή (Goiran, 2001). Γεωφυσικές έρευνες στην Αλεξάνδρεια έχουν επίσης διεξαχθεί στην περιοχή του Chatby, στο Ελληνικό και Λατινικό νεκροταφείο από τους Papamarinopoulos et al. (2003). Σκοπός των ερευνών ήταν ο εντοπισμός του Βασιλικού Πτολεμαϊκού Νεκροταφείου με τη βοήθεια γεωφυσικών μεθοδολογιών. Τα αποτελέσματα των ερευνών υπήρξαν σημαντικά, καθώς αποτυπώθηκαν γεωφυσικές ανωμαλίες στην περιοχή του Λατινικού νεκροταφείου, οι οποίες μπορούν να προέρχονται από θαμμένες αρχαιότητες (Papamarinopoulos et al., 2003 ).
Κεφ. 1: Εισαγωγή 10 Εικ. 1.4: Η νέα πρόταση του Hesse για την πιθανή θέση του Επτασταδίου της Αλεξάνδρειας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των γεωφυσικών ερευνών που διεξήγαγε. Στον Ελληνικό χώρο, οι γεωφυσικές μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα για τον εντοπισμό αρχαιοτήτων στο χερσαίο περιβάλλον. Ο εντοπισμός και η αποτύπωση με γεωφυσικές μεθόδους, του ίχνους της διώρυγας του Ξέρξη στη Χαλκιδική αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της συμβολής της γεωφυσικής στην αρχαιολογική έρευνα (Karastathis et al., 2001). Οι Papamarinopoulos et al. (1997) εφάρμοσαν μαγνητικές μεθόδους, ηλεκτρική τομογραφία (electrical tomography) και γεωραντάρ (ground-penetrating radar), μεταξύ Κερυνίτη και Σελινούντα ποταμού (Αιγιαλεία) με σκοπό τον εντοπισμό της αρχαίας Ελίκης (Papamarinopoulos et al., 1997). Οι γεωφυσικές έρευνες έχουν χρησιμοποιηθεί με
Κεφ. 1: Εισαγωγή 11 επιτυχία και σε περιπτώσεις εντοπισμού αρχαιοτήτων σε περιορισμένη έκταση όπως για παράδειγμα ναοί, οχυρωματικές εγκαταστάσεις, αρχαίοι οικισμοί κ.α. Γεωφυσικές έρευνες με γεωραντάρ και χαρτογράφηση αντιστάσεων (resistivity mapping) εκτελέστηκαν από τους Savaidis et al. (1999) στο κάστρο της Λευκάδας με σκοπό την αναπαράσταση του αρχαιολογικού χώρου ώστε να ακολουθήσουν οι ανασκαφικές εργασίες των αρχαιολόγων. Οι Tsokas et al. (2007) εκτέλεσαν γεωφυσικές έρευνες με ηλεκτρική τομογραφία στην περιοχή γύρω από την εκκλησία του Πρωτάτου (Καρυές, Άθως) ενώ η χρήση γεωραντάρ στο δάπεδο της εκκλησίας οδήγησε στον εντοπισμό θαμμένων εγκαταστάσεων. 1.2.2. Οι γεωφυσικές μέθοδοι στην υπηρεσία της Ενάλιας Αρχαιολογίας στην Ελλάδα και Διεθνώς. Οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι συνιστούν πλέον ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο έρευνας στην ενάλια αρχαιολογία. Η αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων συνίσταται στο γεγονός ότι επιτρέπουν: (α) τη γρήγορη επισκόπηση μεγάλων εκτάσεων του πυθμένα σε οποιοδήποτε βάθος νερού και (β) τον εντοπισμό ακόμη και θαμμένων αρχαιολογικών αντικειμένων κάτω από τα θαλάσσια ιζήματα. Το 1965 κατά τη διάρκεια θαλάσσιας γεωφυσικής έρευνας εντοπίζεται τυχαία το ναυάγιο Mary Rose (McKee, 1982). Το πλοίο αποτελούσε την ναυαρχίδα του Ερρίκου του 8 ου, που βυθίστηκε το 1545 στο East Solent (Βρετανία). Η ανασκαφή του ναυαγίου σηματοδοτήθηκε από την ανάσυρση του σκελετού του, το 1982 (Rule, 1982; Dobbs, 1995). Ο εντοπισμός αυτός του ναυαγίου με γεωφυσικές μεθόδους, άνοιξε νέους ορίζοντες στην ενάλια αρχαιολογική έρευνα. Στα τέλη της δεκαετίας του 60, οι πρωτοποριακές έρευνες του Edgerton στον Ελλαδικό θαλάσσιο χώρο (Edgerton, 1981), με ένα πρότυπο μοντέλο ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης, έθεσε τις βάσεις για τις μελλοντικές εφαρμογές της γεωφυσικής έρευνας στην ενάλια αρχαιολογία. Στα τέλη της δεκαετίας του 90' διεξάγονται γεωφυσικές έρευνες με ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης και τομογράφο υποδομής πυθμένα, στο γνωστό ιστορικό ναυάγιο L Invicible, το οποίο βρίσκεται σε βάθος 8m (Quinn et al., 1998). Το πλοίο ήταν γαλλικό που στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή των Βρετανών και ναυάγησε το 1758 στη Βρετανία. Η θαλάσσια γεωφυσική έρευνα έλαβε χώρα μεταξύ 1995 και 1997 και αποτύπωσε με λεπτομέρεια το χώρο του ναυαγίου, αποκαλύπτοντας ότι η πραγματική έκταση του αρχαιολογικού χώρου ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που είχε εκσκαφθεί μέχρι τότε (Quinn et al., 1998). Την περίοδο μεταξύ 1998 και 2000 ερευνάται επίσης με γεωφυσικές μεθόδους το ναυάγιο του La Surveillante (Quinn et al., 2002a). Πρόκειται για γαλλική φρεγάτα, που ναυάγησε το 1797 στην Ιρλανδία (Bantry Bay). Οι
Κεφ. 1: Εισαγωγή 12 γεωφυσικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν με βυθόμετρο, ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης, τομογράφο υποδομής πυθμένα και μαγνητόμετρο, ενώ ακολούθησε έρευνα με δύτες για την επόπτευση των αποτελεσμάτων (Quinn et al., 2002a). Την τελευταία δεκαετία, οι έρευνες με τη βοήθεια θαλάσσιων γεωφυσικών μεθόδων και υποβρυχίων οχημάτων (επανδρωμένων υποβρυχίων οχημάτων (HOVs), τηλεκατευθυνόμενων υποβρυχίων οχημάτων (ROVs) και τα τελευταία χρόνια με αυτόνομα υποβρύχια οχήματα (AUVs), τα οποία φέρουν οπτικά και γεωφυσικά όργανα), επικεντρώθηκαν στον εντοπισμό αρχαίων ναυαγίων σε μεγάλα βάθη (100 έως και 3300 μέτρα). Τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ναυάγια που εντοπίστηκαν στον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) (Ballard et al., 2001) (Εικ. 1.5) και στη Μεσόγειο Θάλασσα, ανοικτά των ακτών του Ισραήλ (Ashkelon project, Ballard et al., 2002). Στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τυνησίας και Σικελίας (Skerki Bank Project) κατά μήκος της αρχαίας θαλάσσιας εμπορικής οδού Καρχηδόνα, Ρώμη, Σικελία, Σαρδηνία, εντοπίστηκαν οκτώ αρχαία ναυάγια σε μια έκταση 210 km 2 (Βallard et al., 2000). Για τη μελέτη των ναυαγίων χρησιμοποιήθηκαν τα υποβρύχια οχήματα Jason και Argo, και το πυρηνικό υποβρύχιο NR1 (Εικ. 1.5). Οι Phaneuf et al. (2001) εντόπισαν ναυάγιο πιθανώς του 4 ου αιώνα μ.χ στο Ιόνιο πέλαγος σε βάθος 750m χρησιμοποιώντας τον ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης και τον τομογράφο υποδομής πυθμένα του πυρηνικού υποβρυχίου NR1. Το βαθύτερο αρχαίο ναυάγιο εντοπίστηκε σε βάθος 3300m στην Ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ Ρόδου και Αλεξάνδρειας. Πρόκειται για Ελληνικό εμπορικό πλοίο το οποίο μετέφερε αμφορείς με κρασί και βυθίστηκε στα τέλη του 3 ου ή τις αρχές του 2 ου αιώνα π.χ. (Phaneuf et al., 2001). Στον Πίνακα 1.2 δίνεται μία συνοπτική περιγραφή των κυριοτέρων ναυαγίων που μελετήθηκαν με τη βοήθεια γεωφυσικών μεθόδων και υποβρυχίων οχημάτων. Πίνακας 1.2 Έτος Ερευνητής Αρχαιολογικό εύρημα ή γεγονός 1965 Mc Kee, 1982 Στα πλαίσια θαλάσσιας γεωφυσικής έρευνας εντοπίζεται το ναυάγιο Mary Rose, που βυθίστηκε το 1545. 1995-1997 Quinn et al., 1998 Θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες στο γνωστό ναυάγιο L Invicible, το οποίο ναυάγησε το 1758 στη Βρετανία. 1988-1997 R. Βallard et al., 2000 Skerki Bank Project στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τυνησίας κα Σικελίας. Εντοπίστηκαν με θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες 8 ναυάγια, τα 5 από τα οποία Ρωμαϊκής περιόδου (100π.Χ-400μ.Χ). 1997-1999 R. Βallard et al., 2002 Ashkelon Project δυτικά του Ισραήλ. Εντοπίστηκαν με θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες δύο Φοινικικά ναυάγια του 8ου αιώνα π.χ σε βάθος 400m. 1998-2000 Quinn et al., 2002a Διεξάγονται θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες στο ναυάγιο La Surveillante, το οποίο ναυάγησε το 1797 στην Ιρλανδία. 1999-2001 G.Bass Σε συνεργασία με το INA ανασκάπτει το ναυάγιο του Tektas Burnu στην ΝΑ Τουρκία. Το ναυάγιο είναι Κλασικής περιόδου. 2001 Phaneuf et al., 2001 Εντοπίστηκε με τη βοήθεια του υποβρυχίου NR1 και γεωφυσικών μεθόδων, ναυάγιο του 4ου αιώνα π.χ στο Ιόνιο.
Κεφ. 1: Εισαγωγή 13 2001 R. Ballard et al., 2001 2001 G.Bass (2004) Εύξεινος Πόντος (Μαύρη Θάλασσα). Εντοπίστηκαν με θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες 4 ναυάγια σε βάθος100-324m. Το βαθύτερο είναι βυζαντινό και πολύ καλά διατηρημένο. Με τη βοήθεια του επανδρωμένου οχήματος Carolyn του INA εντοπίζονται 14 ναυάγια στη διάρκεια ενός μήνα, στις ακτές της Τουρκίας. Οι έρευνες στα νερά των Ελληνικών θαλασσών, με τις προαναφερθείσες θαλάσσιες γεωφυσικές μεθόδους άρχισαν ουσιαστικά, στα τέλη της δεκαετίας του 60, με την άφιξη ξένων αποστολών (Πίνακας 1.3). Το 1966 ο H. Edgerton χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ένα πρότυπο μοντέλο ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης για τον εντοπισμό της αρχαίας Ελίκης, στα πλαίσια θαλάσσιων ερευνών (Edgerton, 1981), οι οποίες συνεχίζονται το 1970-72 από τον P.Throckmorton και το 1988 από τον S. Soters του Smithsonian Institution σε συνεργασία με την αρχαιολόγο Δρ. Θ.Κατσωνοπούλου, χωρίς όμως επιτυχία. Οι Throckmorton, et al. (1973), χρησιμοποίησαν έναν ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης για τον εντοπισμό των ναυαγίων της ναυμαχίας του Λεπάντο (1571) στον βόρειο Πατραϊκό κόλπο χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1993, ο W. Murray του Πανεπιστημίου της Φλόριντα εκτέλεσε γεωφυσική έρευνα στο Άκτιο για τον εντοπισμό της ναυμαχίας του Ακτίου (31μ.Χ), χωρίς να προκύψουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα (Murray, 1997). Την τελευταία δεκαετία οι θαλάσσιες γεωφυσικές μέθοδοι και η τεχνολογία των υποβρυχίων οχημάτων, έχουν καθιερωθεί ως πάγια μεθοδολογία για τον εντοπισμό και την μελέτη υποθαλάσσιων αρχαιολογικών ευρημάτων και στον Ελληνικό χώρο. Το 1999, το Πανεπιστήμιο του Trondheim (Νορβηγία) εκτέλεσε προκαταρκτικές γεωφυσικές έρευνες σε θέση αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις Βόρειες Σποράδες και στην Κεφαλλονιά-Ιθάκη, στα πλαίσια συνεργασίας της Ε.Ε.Α με το Νορβηγικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (Delaporta et al., 2006). Το Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας (Ε.ΘΑ.ΓΕ.Φ.Ω.) του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, εκτέλεσε θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες στη νήσο Δοκό με σκοπό τη μελέτη της παλαιομορφολογίας και του περιβάλλοντος χώρου που βρέθηκε το ναυάγιο της Δοκού, σε συνεργασία με το Ι.ΕΝ.Α.Ε (Papatheodorou et al in press_bar). Επιπλέον διερεύνησε το γεωλογικό φαινόμενο που προκάλεσε την καταστροφή και εξαφάνιση της Αρχαίας Ελίκης το 373 π.χ., αναλύοντας γεωφυσικές παρατηρήσεις από πρόσφατους σεισμούς (15/06/1995) στην ίδια περιοχή (Papatheodorou and Ferentinos, 1997). Το 1999 το Ε.ΘΑ.ΓΕ.Φ.Ω. εντόπισε και αποτύπωσε συντρίμμια των ναυαγίων του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, όπου επιπλέον διαπιστώθηκε η καταστροφική δράση των αγκυροβολούντων δεξαμενόπλοιων στα ναυάγια (Παπαθεοδώρου et al., 1999; Papatheodorou et al., 2005). Μεταξύ 2000-2004, πραγματοποιείται σημαντικός
Κεφ. 1: Εισαγωγή 14 αριθμός ερευνητικών αποστολών με συνεργασία της Ε.Ε.Α και του ΕΛΚΕΘΕ με αντικείμενο την μελέτη και αποτύπωση αρχαίων ναυαγίων σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου Πελάγους. To 2005 το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών σε συνεργασία με την Ε.Ε.Α πραγματοποιεί θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες με τομογράφο υποδομής πυθμένα, ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης και υποβρύχιο όχημα ROV, στις περιοχές μεταξύ Χίου και Οινουσσών και στην Κύθνο, όπου βρέθηκαν δύο Ελληνιστικά ναυάγια (Sakellariou et al., 2007). Το 2005, στα πλαίσια συνεργασίας του ΕΛΚΕΘΕ, της ΕΕΑ και του WHOI, πραγματοποιήθηκε θαλάσσια γεωφυσική έρευνα με αυτόνομο υποβρύχιο όχημα (AUV) ιδιοκτησίας του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου του Woods Hole (WHOI), στο ναυάγιο που εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας του 2004, στην περιοχή μεταξύ Χίου και Οινούσσες (Foley et al., in press). Στον Πίνακα 1.3 δίνεται μία συνοπτική περιγραφή των υποθαλάσσιων αρχαιολογικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια γεωφυσικών μεθόδων, στον Ελληνικό χώρο. Έτος Ερευνητής/ες Έρευνες 1951 1966 R. Demangel & Χ. Δόντας (Demangel, 1951; Dontas, 1952) H. Edgerton & Σ. Μαρινάτος (Edgerton, 1981) 1970-72 P. Throckmorton 1975 J-Y. Cousteau & H. Edgerton δεκαετία 70 1988 1992 H. Edgerton, Throckmorton, Yalouris (Throckmorton, et al. 1973) S. Soters & Θ. Κατσωνοπούλου (Soter and Katsonopoulou, 1998) ΕΘΑΓΕΦΩ (Papatheodoroy et al., in press_bar) 1993 J. Murray (Murray, 1997) Πίνακας 1.3 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών σε συνεργασία με το Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Αθηνών εκτελούν έρευνες με ηχοβολιστικό σύστημα για τον εντοπισμό της αρχαίας Ελίκης. Χρησιμοποιούν ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης για τον εντοπισμό της αρχαίας Ελίκης, παράλληλα διεξάγονται και χερσαίες έρευνες Οι έρευνες για την αρχαία Ελίκη συνεχίζονται με το σκάφος «Stormie Seas» Το σκάφος «Καλυψώ» δίνει τη δυνατότητα στον Edgerton να αποσαφηνίσει τους στόχους που έβλεπε στην Ελίκη με τα γεωφυσικά και να τους αξιολογήσει ως φυσικούς σχηματισμούς. Πραγματοποιούνται γεωφυσικές έρευνες στην Πύλο και στην Ναύπακτο για τον εντοπισμό της ναυμαχίας του Ναβαρίνο (1827) και του Λεπάντο (1571) αντίστοιχα Επαναλαμβάνουν θαλάσσιες γεωφυσικές έρευνες στην Ελίκη, χωρίς όμως επιτυχία σε συνεργασία με το ΙΕΝΑΕ εκτελεί γεωφυσικές έρευνες για την ανάπλαση του παλαιοπεριβάλλοντος του ναυαγίου της Δοκού Πραγματοποιούνται γεωφυσικές έρευνες στο Άκτιο, για τον εντοπισμό της ναυμαχίας του Ακτίου, το 31μ.Χ, χωρίς αποτελέσματα 1995-96 1995-97 1999 2001 ΕΘΑΓΕΦΩ (Papatheodorou and Ferentinos, 1997) ΕΘΑΓΕΦΩ (Papatheodorou et al., 2005) Παν/μιο Trondheim & ΕΕΑ (Delaporta et al., 2006) MIT & ΕΚΘΕ & ΕΕΑ meche.mit.edu oceanexplorer.noaa.gov γεωφυσικές έρευνες για την διερεύνηση του φυσικού φαινομένου που προκάλεσε την καταστροφή της αρχαίας Ελίκης αποτυπώνονται με γεωφυσικά τα συντρίμμια των ναυαγίων του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που καταστράφηκε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Στα πλαίσια συνεργασίας του Νορβηγικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών με ΕΕΑ εκτελούνται προκαταρκτικές γεωφυσικές έρευνες, σε θέσεις με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, στις Β.Σποράδες, την Κεφαλονιά και την Ιθάκη Χρησιμοποιείται AUV (Autonomous Operated Vehicles) σε θέση αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στη Νίσυρο
Κεφ. 1: Εισαγωγή 15 2003 2004 2005 Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο & ΕΕΑ www.cig-icg.gr ΕΛΚΕΘΕ & EEA (Sakellariou et al., 2007) ΕΛΚΕΘΕ & EEA (Sakellariou et al., 2007) Αποτύπωση με ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης περιοχές ανοικτά του Άθου στην Χαλκιδική, για τον εντοπισμό ναυαγίων του στόλου του Δαρείου που βυθίστηκε το 492π.Χ κατά τη διάρκεια σφοδρής θαλασσοταραχής στην περιοχή μεταξύ Χίου και Οινούσσες χρησιμοποιήθηκε ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης, τομογράφος υποδομής πυθμένα και υποβρύχιο όχημα. Εντοπίστηκε ναυάγιο Ελληνιστικής περιόδου σε βάθος 70m. στην θαλάσσια περιοχή της Κύθνου, χρησιμοποιήθηκε ηχοβολιστής πλευρικής σάρωσης, τομογράφος υποδομής πυθμένα και υποβρύχιο όχημα. Εντοπίστηκε ναυάγιο Ελληνιστικής περιόδου σε βάθος 495m. (α) Εικ. 1.5: (α) το τηλεκατευθυνόμενο βαθυσκάφος Argοs (WHOI) πάνω από τα απομεινάρια ενός ξύλινου ναυαγίου σε βάθος 320 μέτρων στη Μαύρη Θάλασσα, (β) Το τηλεκατευθυνόμενο βαθυσκάφος Jason (του Woods Hole Oceanographic Institution, WHOI) πάνω από το φορτίο αμφορέων φοινικικού ναυαγίου στην Ανατολική Μεσόγειο. (β)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2o ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ «Όποιος την Ιστορία του την ίδια δεν ξέρει, το πώς και το γιατί εδώ και 3000 χρόνια, στης αμάθειας το σκοτάδι μένει και ζει μονάχα απ τη μια στην άλλη μέρα» Johann Wolfgang von Goethe
Κεφ. 2: Ιστορία Γεωγραφία 16 2. ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ 2.1 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 2.1.1. Ραχώτιδα, η προκάτοχος της Αλεξάνδρειας. Η γεωγραφική θέση, στην οποία κτίσθηκε η Αλεξάνδρεια, αποτελούσε το σύνορο μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης. Στη θέση της μετέπειτα αρχαίας μητρόπολης, υπήρχε ένας μικρός οικισμός με το όνομα Râ-kedet ή Ραχώτις (Rakotis) όπως συνήθως αποκαλείται από τους Έλληνες. Η Ραχώτιδα από τις αρχές της δημιουργίας του Νέου Βασιλείου (1550-1070 π.χ) αποτελούσε στρατιωτικό σταθμό των Αιγυπτίων, ο οποίος χρησίμευε στην προστασία των δυτικών συνόρων του δέλτα από τους εισβολείς που κατέφθαναν από τη Λιβύη και γενικότερα από τη Μεσόγειο, αλλά και στον έλεγχο των ναυτικών που προσέγγιζαν την Αιγυπτιακή ακτή (Favard-Meeks & Meeks, 2000). Η Ραχώτιδα παρά το γεγονός ότι για τους Αιγύπτιους ήταν μία απομακρυσμένη περιοχή, την οποία θεωρούσαν το τέλος του κόσμου τους, είχε ανεπτυγμένη γεωργία, κυρίως αμπέλια για την παραγωγή κρασιού (Favard-Meeks & Meeks, 2000). Τέλος καταγράφεται ως γνωστό λιμάνι, ήδη από τα Ομηρικά χρόνια (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι), και είχε ναυσιπλοϊκή επικοινωνία με τους Φοίνικες και τους Κρήτες (Tzalas, 2000). 2.1.2. Ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο τον Ιανουάριο του 331π.Χ. πάνω σε μια στενή λωρίδα γης που περιοριζόταν από τη Μεσόγειο Θάλασσα προς Βορρά και τη λίμνη Μαρεώτιδα (Maryut) προς Νότο (Εικ. 2.1). Ο Μέγας Αλέξανδρος οραματίστηκε μία πόλη πρότυπο, την μεγαλύτερη που είχε υπάρξει ποτέ. Επέλεξε την συγκεκριμένη θέση για να ιδρύσει την πρωτεύουσά του, γιατί αποτελούσε «συνδέσμω τινί της όλης γης», και πράγματι η θέση της Αλεξάνδρειας στον αρχαίο κόσμο ήταν μοναδική. Η θέση της βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο που συνδέει τις τρεις ηπείρους στις οποίες ο Μέγας Αλέξανδρος είχε εξαπλώσει την Αυτοκρατορία του (Tzalas 2000). Ο μεγάλος στρατηλάτης επέλεξε να ιδρύσει την πρωτεύουσά του στην θέση της Ραχώτιδας, ίσως όχι από έμπνευση της στιγμής αλλά λόγω της γνώσης που είχε κληρονόμησε για την περιοχή από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη (Favard-Meeks & Meeks, 2000). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο στην βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Alex 26.4.1 26.8.1), ο Μέγας Αλέξανδρος συνεπαρμένος από την Αίγυπτο αποφάσισε να ιδρύσει εκεί μία πόλη με το όνομα του και επέλεξε την τοποθεσία σύμφωνα με ένα όραμα που είχε.
Κεφ. 2: Ιστορία Γεωγραφία 17 Ο Αλέξανδρος γνώριζε πολύ καλά την Οδύσσεια και αμέσως θυμάται τον Μενέλαο να περιγράφει στον Τηλέμαχο ένα νησί στις ακτές της Αιγύπτου, που δημιουργούσε προστατευμένο λιμάνι. Ο Πλούταρχος συνεχίζει περιγράφοντας πώς ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε την νήσο Φάρο και εντυπωσιασμένος από την καταλληλότητα της περιοχής αναγνώρισε το μεγαλείο του Ομήρου σαν αρχιτέκτονα:! Πέρα από τα προαναφερθέντα, η ίδρυση μίας μεγάλης οχυρωμένης Μακεδονικής πόλης με προστατευμένα λιμάνια, στο δυτικό περιθώριο του δέλτα, θα εξασφάλιζε την προστασία της Αιγύπτου από κάποια βόρεια απειλή. Αυτό ήταν βασικό μέλημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς η Αίγυπτος του πρόσφερε προστασία και πλούτο όσο κανένα άλλο μέρος και με αυτό τον τρόπο θα εξασφάλιζε τα νώτα του (Favard-Meeks & Meeks, 2000). 2.1.3. Η αρχαία Μητρόπολης. 2.1.3.1. Το αστικό συγκρότημα. Τον 3 ο αιώνα π.χ η Αλεξάνδρεια είχε ήδη αναπτυχθεί στην σημαντικότερη πόλη της Μεσογείου, μία πολυπολιτισμική πρωτεύουσα στην οποία συμβίωναν Έλληνες, Ισραηλίτες και Αιγύπτιοι, μισθοφόροι Γαλάτες και Νούβιοι σκλάβοι, τυχοδιώκτες, λόγιοι, επιστήμονες, έμποροι και ταξιδιώτες από όλο τον Ελληνιστικό κόσμο (Jacob & De Polignac, 2000). Ο Δεινοκράτης ο
Κεφ. 2: Ιστορία Γεωγραφία 18 Ρόδιος ήταν ο αρχιτέκτονας που ανέλαβε το σχεδιασμό της πόλης, σύμφωνα με το Eλληνιστικό σύστημα ρυμοτομίας κάνναβου, με κέντρο την αγορά (Εικ. 2.2) (De Polignac, 2000). Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα, 8 χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης της Αλεξάνδρειας, ο Πτολεμαίος ο Ιος εγκαθίδρυσε στην Αλεξάνδρεια το κέντρο μίας νέας δυναστείας, που βασίλευσε τρεις αιώνες στην Αίγυπτο (Empereur, 2004). Με την προστασία και την οικονομική υποστήριξη του βασιλιά, στην Αλεξάνδρεια του 3 ου αιώνα π.χ, έγινε πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση του Αριστοτέλη. Η Αλεξάνδρεια εξελίχθηκε στην πόλη του Μουσείου* 1 και της αρχαιότερης Βιβλιοθήκης του κόσμου και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διάσωση και μετάδοση του αρχαίου πολιτισμού (Jacob & De Polignac, 2000). Η πόλη είχε οργανωθεί με βάση δύο διακριτούς και πολύ διαφορετικούς πόλους (Εικ. 2.2): (α) την βασιλική κατοικία με τα παλάτια, τα οποία ήταν τοποθετημένα πάνω στην αρχαία Άκρα Λοχιάδος (σημερινό ακρωτήριο El-Silsilah), τους κήπους και τα βασιλικά λιμάνια, το Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη στο βόρειο τμήμα της πόλης και (β) την αγορά με τα δικαστήρια, το θέατρο, το συμβούλιο, το γυμνάσιο, τα οποία αποτελούσαν το αστικό κέντρο της Αλεξάνδρειας (De Polignac, 2000). Η παραπάνω οργάνωση είναι χαρακτηριστική του ετερόκλιτου χαρακτήρα της Αλεξάνδρειας, η οποία ισορροπούσε μεταξύ του παλαιού χαρακτήρα της Αιγύπτου και του σύγχρονου των Ελλήνων. Η τροφοδοσία της Αλεξάνδρειας, όπως και της Κωνσταντινούπολης, με γλυκό νερό πραγματοποιούταν με υπόγειες δεξαμενές (cisterns) ιδιαίτερης ομορφιάς και εντυπωσιακού μεγέθους (Empereur, 1998). Ο Mahmoud el Falaki το 1866 αναφέρει την ύπαρξη 700 υπόγειων δεξαμενών. Η ευημερία της πόλης ήταν στενά συνδεδεμένη με την επάρκεια πόσιμου νερού καθώς τα πηγάδια και οι υπάρχουσες πηγές δεν επαρκούσαν, οι υπόγειες δεξαμενές αποτελούσαν την κύρια πηγή πόσιμου νερού για την Αλεξάνδρεια (Empereur, 1998). Το κύριο κανάλι μεταφοράς γλυκού νερού, από τους παραποτάμους του δέλτα του Νείλου στην Αλεξάνδρεια, κυλούσε προς και γύρω από τα νότια τείχη της πόλης (Εικ. 2.2). Το στόμιο του καναλιού, σύμφωνα με ιστορικούς χάρτες, τοποθετείται δυτικά του Επτασταδίου, όπου το νερό τελικά χυνόταν στο ανατολικό τμήμα του Δ. Λιμένα (Εικ. 2.2) (Jondet, 1921). 1 Μουσείο: (τέμενος των Μουσών) αποτελούσε τμήμα των βασιλικών ανακτόρων, ήταν ένα είδος μοναστικού ιδρύματος εμπνευσμένο από το Λύκειο του Αριστοτέλη, όπου άνθιζε κάθε μορφή γνώσης (τέχνες, επιστήμη φιλοσοφία).
Κεφ. 2: Ιστορία Γεωγραφία 19 Εικ.2.1: Δορυφορική φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται η ευρύτερη περιοχή της Αλεξάνδρειας. Εικ.2.2: Χάρτης της Αλεξάνδρειας (Carte de l Antique Alexandrie et de ses Faubourges) σχεδιασμένος από τον Mahmoud Bey el Falaki το 1865-66. Με γαλάζιο χρώμα σημειώνεται το κύριο κανάλι τροφοδοσίας γλυκού νερού της πόλης, ενώ με κόκκινο χρώμα σημειώνεται η ρυμοτομία της πόλης της Αλεξάνδρειας με μορφή καννάβου
Κεφ. 2: Ιστορία Γεωγραφία 20 2.1.3.2. Το Επταστάδιο και οι δύο Λιμένες της Αλεξάνδρειας. Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης, υπεύθυνος για την σχεδίαση και ανάπτυξη της πόλης, συνέδεσε την πόλη με τη νησίδα Φάρος που βρισκόταν μπροστά από αυτή, με ένα ανάχωμα μήκους επτά σταδίων (1 στάδιο=187m). Το Επταστάδιο διαμόρφωσε δύο επιμέρους λιμένες στην παράκτια ζώνη της Αλεξάνδρειας: (α) τον Ανατολικό Λιμένα που καλείται και Μέγας Λιμένας και (β) τον Δυτικό Λιμένα που καλείται και Εύνοστος (Εικ. 2.2). Μαθηματικά μοντέλα που κατασκευάστηκαν από τους Millet & Goiran (2007), έδειξαν ότι ο ρόλος του Επτασταδίου δεν περιοριζόταν μόνο στην σύνδεση της ακτής της Αλεξάνδρειας με τη νήσο Φάρο, αλλά κατασκευάστηκε για να επιτελέσει ένα πολύ σημαντικό έργο: (α) να μειώσει την ένταση των ρευμάτων στη λεκάνη του Ανατολικού Λιμένα και (β) να περιορίσει τον κίνδυνο να γεμίσει ο Ανατολικός Λιμένας με αδρόκοκκα ιζήματα. Στην διατήρηση του βάθους του Ανατολικού Λιμένα σε ασφαλή επίπεδα για την ναυσιπλοΐα, συνέβαλαν και οι λιμενικές εγκαταστάσεις που βρέθηκαν καταβυθισμένες από τον Goddio (2000) στα ανατολικά του Λιμένα (Millet & Goiran, 2007). Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τον Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει (Γεωγραφικά 17.1.6.45-48): Η Αλεξάνδρεια αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα εμπορίου κυρίως κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Υπολογίζεται ότι 150000 τόνοι αιγυπτιακής σταφίδας ταξίδευαν κάθε χρόνο από την Αλεξάνδρεια στη Ρώμη κατά τους 3 πρώτους αιώνες μ.χ (Casson, 1995). Η συνηθέστερη περίοδος μετακινήσεων για τους αρχαίους ναυτικούς ήταν μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου (Casson, 1995), όπου διεξαγόταν το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών. Στον πίνακα 2.1 σημειώνονται κάποια καταγεγραμμένα ταξίδια από και προς την Αλεξάνδρεια, για εμπορικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Ταξίδι Μεσσήνη (Σικελία)- Αλεξάνδρεια Μεσσήνη (Σικελία)- Αλεξάνδρεια Puteoli (νότια Ιταλία)- Αλεξάνδρεια Σύρτη (Τυνησία)- Αλεξάνδρεια Πηγή Pliny NH 19.3-4 Απόσταση (nm) Πίνακας 2.1 Διάρκεια (ημέρες) Ταχύτητα (knots) σχόλια 830 6.51 5.8 ευνοϊκός άνεμος Pliny NH 19.3-4 830 7 5 ευνοϊκός άνεμος Pliny NH 19.3-4 1000 9 4.6 ευνοϊκός άνεμος Sulpicius Severus Dial 1.3.2, 6.1 700 6 ½ 4.5 ευνοϊκός άνεμος