Π Ε Ν Τ Ε Ν Ε Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ
/ Κανιάρης Μην πας στο Ντητρόιτ Ουρανός-λάσπη Ζώα κυνηγούν ζώα Η μητέρα του καλλιτέχνη πάνω σε άλογο
ΚΑΝΙΑΡΗΣ Ο Κανιάρης έστριψε ένα σύρμα βαθιά μέσα στα μάγουλά του έφτιαξε μια θηλιά μπροστά στο στόμα απλώνοντας μπουγάδα των μεταναστών που τους κυνηγούσαν κι έριχναν το μαύρο τους χνούδι στις αψίδες που είχαν γίνει φλούδια της τσίκνας κι αφού έκανε εμετό μια παχιά κόλλα πάνω στο σκονισμένο του ερημικό παπούτσι σταθεροποιώντας τον μόνο εκεί γέλασε τόσο δυνατά όπως του αστού σύμπτωση είπε.
ΜΗΝ ΠΑΣ ΣΤΟ ΝΤΗΤΡΟΪΤ Μην πας στο Ντητρόιτ. Αυτό θέλω μόνο να σου πω. Μην πας. Αυτό ήθελες μόνο. Να πας στο Ντητρόιτ. Σου είπα: είπα. Ωραία είπες. Εντάξει. Ωραία εντάξει. Πάντα η ίδια απόκριση για τα πάντα. Η ίδια πάντα. Κάποιο απόγευμα μου είπες λίγο πριν την Δεν θυμάμαι ακριβώς τι όμως το είπες. Δεν θυμάμαι τη λέξη. Πάντα η ίδια. Εσύ θα μείνεις για πάντα εδώ εγώ θα πάω στο Ντητρόιτ. Μην πας εκεί. Μην πας στο. Και τα ξύλα έκαιγαν και τα είχα μαζέψει για σένα από το χορτάρι.
ΟΥΡΑΝΟΣ-ΛΑΣΠΗ Πόσες μέρες περπατούσε στο βαλτότοπο μέσα στη βροχή να γδέρνεται στον παγωμένο αέρα με μια κοκαλωμένη γάτα που η ίδια είχε πνίξει με τα τρυφερά της χέρια κάτω από τη ζακέτα ποτέ δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Δεν θα επέστρεφε: της είχαν αρπάξει τα χρήματα. Δεν θα επέστρεφε: την είχανε χτυπήσει. Δεν θα επέστρεφε η μάνα της την έψαχνε. Δεν θα επέστρεφε. Δεν είχε σπίτι πια. Περπατούσε γρήγορα προσπαθώντας να ζεσταθεί και να τη ζεστάνει στον κόρφο της μήπως άνοιγε τα μάτια ξανά κι έβλεπε τον ουρανό χαμηλά τη λάσπη πάνω ξεριζωμένο.
ΖΩΑ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΖΩΑ Τα ζώα πονούν επειδή οι άνθρωποι είναι ένοχοι. Όταν κουρεύω το πρόβατο το φορώ. Όταν κόβω το κουνέλι το τρώω. Όταν δένω το σκυλί πνίγεται απ το λουρί. Καβαλάω τ άλογο κι ας είναι κουτσό. Τα ζώα κυνηγούν τα ζώα μα δεν είναι το ίδιο. Τα ζώα πεινούν κι από πείνα το κάνουν. Το χιόνι πέφτει πυκνό και πρέπει να ζεστάνουν το πούσι που το στόμα τους βγάζει. Ο πόνος των ζώων είναι οι άδικοι άνθρωποι. Χτυπώ τη ράχη τους και λυγίζω κι εγώ.
Σπάω το κλαδί και το καίω στη φωτιά. Μαδάω το γεράκι. Φονεύω το κατσίκι. Πίνει το ίδιο του αίμα γιατί το έχω αφήσει νηστικό. Αγαπάω όμως τα ζώα τ αγαπώ. Κι όταν ξεψυχά το γλυκό μου ορτύκι πριν προλάβει να δει το φως εγώ φταίω. Ήταν ένας μικρός θάνατος μου είπες. Ναι ήταν.
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΑΛΟΓΟ Πάντα γάβγιζε σαν το σκυλί ειδικά όταν οι επιθυμίες του πύκνωσαν κι από ανώδυνες (γι αυτόν) ή υποφερτές (γι αυτήν) έγιναν ζωτικές κι αναγκαίες γι αυτόν. Σίγουρα ήταν μια καταστροφή και για τους δυο. Ο γιος δεν άντεχε ν ακολουθεί πλέον το σχέδιο επιβίωσης που του είχε ετοιμάσει η μητέρα και η μητέρα δεν μπορούσε ν ανεχτεί τον γιο ν αγνοεί τις υποδείξεις της. Γενικά αυτή καθόριζε τους τρόπους του κι αυτός υπάκουε μόνο και μόνο για να τον αφήνει ήσυχο. Όταν όμως στην εφηβεία του η μητέρα άρχισε να βάζει το δάχτυλό της εις βάθος ο γιος της έκανε το λάθος να της επιτρέψει να του ανακατώσει τα σωθικά και να τον επιβαρύνει. Ο γιος δεν υποστήριξε τις ιδιοτροπίες του την κρίσιμη στιγμή. Μια μέρα χρόνια μετά το θάνατό της την είδε στ όνειρό του. Ένα όνειρο που ήταν περισσότερο σαν μια μαύρη λουρίδα απ την οποία αναδύονταν εικόνες που λαμπύριζαν και έπιαναν φωτιά και κάλπαζαν στο
σκοτάδι μέχρι να γίνουν σακιά γεμάτα αποκαΐδια. Πάνω στο άλογο αυτή με πλήρη εξάρτυση κυνηγού και γυαλιστερές μπότες από σκληρό ακριβό δέρμα κι αυτός στα τέσσερα όμοιος με σκυλί ν ανοίγει δρόμο μυρίζοντας το χώμα. Αυτή σταματά και δείχνει με το δείχτη της την κατεύθυνση που θα πάρουν: ο σκύλος η σκύλα το άλογο. Τρεις κουκκίδες από μακριά, η μία πάνω στην άλλη μέσα στην πρωινή δροσιά της πεδιάδας. Ξαφνικά το σκυλί τρομάζει αναίτια δαγκώνει με λύσσα το πόδι του αλόγου ρίχνοντας κάτω τη μάνα αναβάτη και κατατρώει το πρόσωπό της που βγάζει μελάνια σαν σουπιά. Με τα κομμάτια κολλημένα στη μουσούδα το λερωμένο σκυλί τρέχει ελεύθερο και κυλιέται στη γη για να καθαριστεί.
Για το Kaput.12 / 2012