ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝOΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ ΡΕΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΝ ΟΥΛΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΡ. ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340200400673 ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 6938906034 / 2108970526 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.3 Θέµα....3 Β. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΑ..4 1. Nullum crimen nulla poena sine lege.4 Ιστορική αναδροµή.4 Ανάλυση της αρχής.. 6 Σηµασία και δικαιολόγηση. 8 Ισχύς της αρχής 9 2.Τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου..10 Εισαγωγικά Φύση του τεκµηρίου...10 Στοιχεία που συνθέτουν το τεκµήριο της αθωότητας.. 11 1.Προϋποθέσεις για τη συνδροµή του τεκµηρίου αθωότητας.11 2. ιάρκεια ισχύος του τεκµηρίου.. 13 3. Πρόσωπα που δεσµεύει το τεκµήριο της αθωότητας.. 14 Συνέπειες του τεκµηρίου αθωότητας του κατηγορουµένου 15 Η κάµψη του τεκµηρίου αθωότητας του κατηγορουµένου.. 17 Η σχέση του τεκµηρίου αθωότητας µε την αρχή in dubio pro reo 18 3. ικαστικός κολασµός 19 Ne bis in idem. 20 4. Κανόνες επιβολής και εκτίσεως ποινής.. 20 ικαιολογητική βάση της ποινής. 21 Απαγόρευση ορισµένων ποινών. 22 1)Γενική ήµευση 22 2)Θανατική Ποινή 23 Απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή µεταχειρισης 24 5. Νόµιµος δικαστής άρθ. 8 Σ 24 6. Το δικαίωµα έννοµης δικαστικής προστασίας. 25 7. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων... 26 8. Αποζηµίωση αδίκως ή παρανόµως καταδικασθέντων 28 Γ. ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 28. ΛΗΜΜΑΤΑ.. 29 Ε. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ. 30 ΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 30 2
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Θέµα Ανάµεσα στο κράτος και κάθε ιδιώτη υπάρχει µια «γενική κυριαρχική σχέση», η οποία προκύπτει από την κυριαρχία ως εννοιολογικό στοιχείο κάθε κράτους και έχει ως όρια τα ατοµικά δικαιώµατα του πολίτη. Στη γενική αυτή σχέση τα ατοµικά δικαιώµατα εφαρµόζονται στο ευρύτερο δυνατό περιεχόµενό τους. Όµως υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις στις οποίες ο πολίτης βρίσκεται για περισσότερο ή λιγότερο χρονικό διάστηµα, µε ή χωρίς τη θέλησή του σε ειδική σχέση εξουσίασης (ειδική κυριαρχική σχέση), και λόγω της οποίας έχει αυξηµένες υποχρεώσεις έναντι του κράτους. 1 Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης πολύ συχνά εµφανίζεται η ανάγκη περιορισµού των ατοµικών δικαιωµάτων, περιορισµός ο οποίος στην ειδική σχέση σε αντίθεση µε τη γενική κυριαρχική σχέση είναι δυνατός. Η ποινική σχέση είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα ειδικής κυριαρχικής σχέσης. Στην ποινική σχέση η ελευθερία και η προσωπικότητα του πολίτη προσβάλλονται τόσο καίρια, ώστε από στα πρώτα συντάγµατα που κατοχύρωναν ατοµικά δικαιώµατα και θεµελιώδεις ελευθερίες περιλαµβάνονται και εκείνες που αναφέρονται στην ποινική σχέση. Πρόκειται κυρίως για τους εξής κανόνες: α ) νοµοθετική πρόβλεψη εγκλήµατος και ποινής (nullum crimen nulla poena sine lege), β ) τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου, γ ) δικαστικός κολασµός των εγκληµάτων δ ) θεµελιώδεις κανόνες επιβολής και εκτίσεως της ποινής. Στο Σύνταγµα της Ελλάδος οι κανόνες αυτοί περιέχονται στο άρθρο 7. Κατ αυτόν τον τρόπο το Σύνταγµα από τη µια θεσπίζει τους περιορισµούς των ατοµικών δικαιωµάτων µέσα στην ποινική σχέση, από την άλλη κατοχυρώνει ένα minimum προστασίας τους. 1 ηµητρόπουλος Α. Συνταγµατικά ικαιώµατα, Γενικό Μέρος, Σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος Γ - Ηµίτοµος Ι Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 66 3
Τα θέµατα τα οποία αναφέρθηκαν θα αποτελέσουν το περιεχόµενο της παρούσας εργασίας. Θα εξετασθούν διεξοδικά οι παραπάνω αρχές ώστε να καταδειχθεί το αν τα ατοµικά δικαιώµατα του πολίτη προστατεύονται στην ποινική σχέση, παρά τον αναπόφευκτο και αναγκαίο περιορισµό που υφίστανται στη σχέση αυτή. Β. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΑ 1. Nullum crimen nulla poena sine lege ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγµατος αναφέρει τα εξής: «Έγκληµα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόµο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.» Στο άρθρο αυτό κατοχυρώνεται η θεµελιώδης αρχή της νοµοθετικής πρόβλεψης του εγκλήµατος και της ποινής. Πρώτη διακήρυξη της αρχής αυτή θεωρείται ότι είναι η ρήτρα 39 της αγγλικής Magna Charta Libertatum του 1215. Μεταξύ άλλων η ρήτρα αυτή αποτελεί εγγύηση του ότι ο µόνος τρόπος επιβολής ποινής είναι δια δικαστικής αποφάσεως µετά από δικαστική διαδικασία (nulla poena sine processu), καθώς επίσης και εγγύηση της νοµοθετικής θεµελιώσεως της ποινής (nulla poena sine lege). Κατ αυτόν τον τρόπο η ρήτρα 39 αποτελεί την κοιτίδα της ουσίας 4
της αρχής, παρόλο που αυτή σήµερα θεµελιώνει και άλλους κανόνες. Πάλι στην Αγγλία,αυτή η αρχή διακηρύχθηκε το 1627 και στην Petition of Rights στο άρθρο 3. 2 Στα χρόνια του ιαφωτισµού ο αµερικάνικος και ο γαλλικός φιλελευθερισµός διακήρυξε την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege τόσο σε ποινικούς νόµους όσο και σε διακηρύξεις ατοµικών δικαιωµάτων. Έτσι η αρχή αποτελούσε το περιεχόµενο του άρθρου 8 της γαλλικής ιακηρύξεως των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη (1789) και στη συνέχεια περιεχόµενο και άλλων ευρωπαϊκών συνταγµάτων (π.χ. άρθρα 9 βελγ.συντ., 103 παρ. 2 γερµ.συντ., 40 παρ.4 εδ.1 ιρλανδ. Συντ. κ.α.). 3 Στη χώρα µας για πρώτη φορά η αρχή εµφανίστηκε στη συνταγµατική προκήρυξη του Ρήγα Φεραίου το 1797, 4 ενώ το πρώτο ελληνικό Σύνταγµα που την περιελάµβανε ήταν αυτό του 1844. Τέλος η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege κατοχυρώνεται και στις διεθνείς συµβάσεις για τα δικαιώµατα του ανθρώπου. Για την ελληνική έννοµη τάξη δεσµευτικοί είναι οι κανόνες που περιέχονται α) στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συµβάσεως για τα ικαιώµατα του Ανθρώπου (ΕΣ Α) [«1.Ουδείς δύναται να καταδικασθεί δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ ην στιγµήν διεπράχθη, δεν αποτελεί αδίκηµα συµφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγµήν της διαπράξεως του αδικήµατος. 2. Το παρόν άρθρον δεν σκοπεί να επηρεάσει την δίκην και την τιµωρίαν ατόµων ενόχων δια πράξεις ή παραλείψεις αι οποίαι καθ ήν στιγµήν διεπράχθησαν, ήσαν εγκληµατικαί και συµφώνως προς τας αναγνωριζόµενας υπό των πολιτισµένων εθνών γενικάς αρχάς δικαίου.»] 2 αγτόγλου Π.. Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα, Α εύτερη αναθεωρηµένη έκδοση Εκδόσεις Σάκκουλα σελ.311- στην υποσηµείωση 2α αναφέρονται τα εξής σχετικά µε την Magna Charta Libertatum : «Επειδή η ρήτρα αυτή παρά τη συχνή παραποµπή της δεν είναι καλά γνωστή, είναι σκόπιµο να αναφερθεί στο λατινικό της πρωτότυπο και σε ελληνική µετάφραση. Nullus liber homo capiatur, vel imprisonetur, aut disseisiatur, aut utlagelatur, aut exuletur, aut aliquo modo destruatur, nec super aum ibimus, nec super eum mittemus, nisi per legale iudicium parium suorum vel per legem terrae (Κανείς ελεύθερος άνθρωπος δεν συλλαµβάνεται ή φυλακίζεται ή στερείται της ιδιοκτησίας του ή κηρύσσεται εκτός νόµου ή εξορίζεται ή βλάπτεται µε οποιονδήποτε τρόπο, ούτε εµείς [ο Βασιλεύς]θα στραφούµε εναντίον του ούτε θα στείλουµε άλλον εναντίον του, χωρίς νόµιµη δικαστική απόφαση οµοταγών του και σύµφωνα µε τον νόµο της χώρας).» 3 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ 312 4 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ. 313 5
β ) στο άρθρο 15 του ιεθνούς Συµφώνου περί ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων. Πρέπει να σηµειώσουµε εδώ ότι οι κανόνες αυτοί είναι υποδεέστεροι στην ελληνική έννοµη τάξη εν συγκρίσει προς το Σύνταγµα. Έτσι όταν αναφέρονται στο άρθρο 7 παρ. 2 της ΕΣ Α οι «αναγνωριζόµενες υπό των πολιτισµένων εθνών γενικές αρχές δικαίου», πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτές οι γενικές αρχές δεν αποτελούν νόµο, µε την έννοια που απαιτεί το αρθ.7 Συντ. Για την έννοια όµως αυτή θα µιλήσουµε στην αµέσως επόµενη παράγραφο. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ Ο νόµος του αρθ. 7 Συντ. είναι ο κανόνας δικαίου, δηλ ο γραπτός κανόνας δικαίου και ο ουσιαστικός νόµος, µε τους οποίους θεµελιώνεται το αξιόποινο µιας συγκεκριµένης συµπεριφοράς ή µιας πράξης. Εποµένως απαγορεύεται η θεµελίωση του αξιοποίνου µε ατοµική νοµοθετική ή διοικητική πράξη. Α) Γραπτός κανόνας δικαίου : Ως τέτοιος δεν νοείται βεβαίως το έθιµο που µπορεί να µειώνει ή να εξαλείφει το αξιόποινο. Η λαϊκή opinio iuris seu necessitatis είναι συστατικό στοιχείο του εθίµου σε συνδυασµό µε τη λαϊκή µακρά εφαρµογή (usus longa). Όµως αυτό δεν είναι δυνατό να εφαρµοστεί στο σύστηµά µας όπου ισχύει η αρχή «ουδεµία ποινή χωρίς δίκη», εποµένως η µακρά εφαρµογή µπορεί να είναι µόνο από το δικαστήριο και όχι να καθορίζεται από τη λαϊκή πρακτική. 5 Επιπροσθέτως, γραπτό κανόνα δικαίου δεν αποτελούν οι «γενικές αρχές του δικαίου» που αναφέρονται στη διάταξη του αρθ.7 παρ.2 ΕΣ Α. Β) Ουσιαστικός κανόνας δικαίου: Για τη θεµελίωση του αξιοποίνου δεν απαιτείται τυπικός νόµος, αλλά αρκεί κατά την επικρατούσα άποψη στη Ελλάδα- και κανονιστική πράξη της διοίκησης, η οποία όµως πρέπει να εκδίδεται βάσει των άρθ. 44 ή 48 Συντ. ή να είναι ειδικά εξουσιοδοτηµένη κατά το αρθ. 43 Συντ. µε τυπικό νόµο, που µάλιστα να έχει ψηφιστεί µόνο από την ολοµέλεια της Βουλής και να δεν είναι νόµος πλαίσιο. Υποστηρίζεται πάντως η άποψη ότι δεν είναι σωστό το Σύνταγµα να επιτρέπει να επιβάλλονται στερητικές της ελευθερίας ποινές µε µόνο τον ουσιαστικό νόµο. 5 Κοτσαλής Λ. Ποινικό ίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 2005, σελ.37 υποσηµ. 17 6
Η αρχή n.c.n.p.s.l. έχει τέσσερις ειδικότερες εκφάνσεις :1) n.c.n.p.s.l.scripta (αναλύθηκε αµέσως παραπάνω), 2) n.c.n.p.s.l. certa, 3) n.c.n.p.s.l. stricta, 4) n.c.n.p.s.l. praevia. Η δεύτερη αρχή είναι η αρχή του συγκεκριµένου. Ο νόµος δηλαδή πρέπει να προσδιορίζει επαρκώς έννοµες προϋποθέσεις και συνέπειες του εγκλήµατος 6, να είναι δηλαδή πλήρης και σαφής. Πλήρης είναι ο ποινικός νόµος όταν περιγράφει όλα τα στοιχεία της αξιόποινης συµπεριφοράς και προβλέπει την επιβλητέα ποινή. Αν αυτή ελλείπει τότε δεν αρκεί η θεµελίωση από το Σύνταγµα για την τιµώρηση ορισµένων συµπεριφορών, αλλά απαιτείται έκδοση νόµου. Επίσης µη πλήρης είναι ένας κανόνας ο οποίος επιβάλλει ποινή για έγκληµα το οποίο περιγράφεται σε άλλο νόµο. Τέλος µη πλήρης είναι και ένας κανόνας παραπέµπει για την τιµωρία της αξιόποινης συµπεριφοράς σε άλλο νόµο. Σαφής είναι ο νόµος ο οποίος περιγράφει µε ακρίβεια και βεβαιότητα τα στοιχεία τόσο της αξιόποινης συµπεριφοράς όσο και της ποινής. Εποµένως ένας νόµος ο οποίος περιέχει αόριστες ποινές ή η αξιόποινη συµπεριφορά περιγράφονται γενικά και αόριστα είναι αντισυνταγµατικός. Τέτοιοι νόµοι συναντώνται συχνά σε δικτατορικά καθεστώτα. 7 Η τρίτη πτυχή της αρχής n.c.p.s.l. είναι ο περιορισµός της ποινικής ερµηνείας και είναι στενά συνδεδεµένη µε την απαγόρευση της αναλογίας στο ποινικό δίκαιο. Η δικαιολογία της απαγόρευσης αυτής είναι ότι ο συνταγµατικός νόµος δεν έχει κενά δικαίου δεν είναι δεκτικός ούτε έχει ανάγκη από αναλογική ερµηνεία. Η αναλογία, δηλαδή η εφαρµογή κανόνα δικαίου σε παρόµοιες περιπτώσεις που είναι αρρύθµιστες, απαγορεύεται στο ποινικό δίκαιο, µόνο όµως όταν πρόκειται για θέσπιση ή επίταση του αξιοποίνου, δηλαδή in mallam partem. Πάντως η συσταλτική ή διασταλτική ερµηνεία του νόµου δεν θίγεται από την απαγόρευση αναλογικότητας, φτάνει η εν λόγω ερµηνεία να µην ξεπερνά πάντα το γλωσσικό πλαίσιο του νόµου, ενώ σε περίπτωση αµφιβολίας επικρατεί η διασταλτική ερµηνεία της αναλογικής. 8 Τέλος ας εξετάσουµε το χρόνο ισχύος του νόµου. Ο νόµος που προβλέπει το αξιόποινο µιας πράξης πρέπει να είναι σε ισχύ κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Η αναδροµική ισχύς νόµου 6 Κοτσαλής Λ., ό.π. σελ.36 υποσηµ. 13 7 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ 317-318 8 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ. 318 7
που ποινικοποιεί µια συµπεριφορά ή που επαυξάνει την ποινή δεν επιτρέπεται. Αυτό το βρίσκουµε ρητά εκφρασµένο στο άρθ.7 παρ.1 εδ. β του Συντάγµατος. Αντιθέτως βέβαια, προκύπτει ότι in bonam partem η αναδροµική εφαρµογή νόµου ο οποίος καταργεί το αξιόποινο ή ελαφρύνει την ποινή δεν απαγορεύεται. Αυτό µάλιστα ρυθµίζεται στο αρθ.2 του Π.Κ., χωρίς όµως να σηµαίνει αυτό ότι θα οδηγηθούµε σε καταστρατήγηση της συνταγµατικής απαγόρευσης της γενικής αµνηστίας των κοινών εγκληµατιών του αρθ. 18. Στον κανόνα της µη αναδροµικότητας πάντως υπάρχει µία εξαίρεση την οποία εισάγουν οι διατάξεις 3 και 4 του Π.Κ. Πρόκειται για τους νόµους προσωρινής ισχύος, οι οποίοι εφαρµόζονται και µετά την παρέλευση της ισχύος τους, προκειµένου για πράξεις που τελέστηκαν για όσο ήταν ενεργοί. Η ρύθµιση αυτή θέλει να αποτρέψει την ατιµωρησία των εγκληµάτων που τελέστηκαν σε περιόδους π.χ. φυσικών καταστροφών, για τις οποίες ίσχυαν οι νόµοι αυτοί, αν οι υποθέσεις εκδικαστούν µετά το πέρας της ισχύος του νόµου. εδοµένου ότι η βαρύτερη ποινή δεν θεσπίστηκέ µετά την τέλεση της πράξης, οι διατάξεις αυτές δεν είναι αντίθετες µε την απαγόρευση της µη αναδροµικότητας. Στο σηµείο αυτό πρέπει να πούµε δυο λόγια για τα µέτρα ασφαλείας τα οποία προβλέπει ο Π.Κ. στο αρθ. 4 παρ. 1, τα οποία «επιβάλλονται σύµφωνα µε το νόµο που ισχύει κατά την εκδίκαση της πράξης». ηλαδή εδώ έχουµε εφαρµογή του µεταγενέστερου νόµου ακόµα και αν αυτός είναι αυστηρότερος από τον προηγούµενο. Υποστηρίζεται η άποψη 9 ότι υπάρχει κίνδυνος καταχρήσεως εφόσον τα µέτρα ασφαλείας πολλές φορές είναι πολύ χειρότερα από την ίδια την ποινή. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ Ο γνωστός νοµικός v.liszt λέει πως µέσω της αρχής της νοµιµότητας, της αρχής της συγκεκριµένης νοµικής διατύπωσης και της απαγόρευσης της αναλογίας ο Π.Κ. καθίσταται η Magna Charta του εγκληµατία, τον καθιστά οχυρό του πολίτη απέναντι στην κρατική 9 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ. 316 επ. 8
παντοδυναµία. 10 Η αρχή n.c.n.p.s.l. συνιστά καρπό φιλελεύθερης δικαιικής αντίληψης και είναι στοιχείο του φιλελεύθερου κράτους δικαίου και όχι της συµµετοχικής δηµοκρατικής αρχής. ηλαδή η αρχή περιορίζει την κρατική εξουσία στο πεδίο που τόσο καίρια θίγει την ατοµική ελευθερία του πολίτη. Το γεγονός ότι οι νόµοι που περιορίζουν την ατοµική ελευθερία και πλήττουν τόσο καίρια την προσωπικότητα του πολίτη, προέρχονται από τους εκπροσώπους που εξέλεξε η λαϊκή βούληση, τους κάνει αποδεκτούς. Έτσι δικαιολογείται και η άποψη 11 που θέλει ως ρίζες της εν λόγω αρχής α) τον πολιτικό φιλελευθερισµό, β)τη δηµοκρατική διάκριση των λειτουργιών, γ) τη γενική πρόληψη και δ) την αρχή της ενοχής. Εκτός όµως από αυτά πολύ σπουδαίο ρόλο για την αποδοχή της κρατικής εξουσίας µε τη θεµελίωση του αξιοποίνου παίζει η ασφάλεια για το ότι είναι αντικειµενικά γνωστό κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης και ότι είναι γενικής ισχύος. Η αρχή που εξετάζουµε µε όλα τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εξασφαλίζει και τους δύο αυτούς παράγοντες. Όσον αφορά τον πρώτο η αρχή αυτή εξασφαλίζει το ότι ένας νόµος πρέπει να είναι υπαρκτός και προσιτός στον καθένα ώστε να µπορέσει να γίνει δεκτός και να τύχει υποταγής. Ως προς το δεύτερο δηλ. η γενική ισχύς του νόµου, κατοχυρώνεται µε την επιταγή της ύπαρξης νόµου και όχι ατοµικής πράξης για τη θέσπιση του αξιοποίνου. Με τον καθορισµό του αξιοποίνου για µελλοντικές πράξεις και η απαγόρευση της αναδροµικότητας αποκλείεται η δυνατότητα γνώσης των συγκεκριµένων παραβατών που έχει ως επακόλουθο την άσκηση της ποινικής δίωξη ad personam. Έτσι η αρχή n.c.n.p.s.l. βοηθά πάρα πολύ στην αποδοχή της επιβολής των περιορισµών της προσωπικής ελευθερίας από την κρατική εξουσία µε τόσο δραστικό τρόπο. ΙΣΧΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ Ο κανόνας nullum crimen nulla poena sine lege καθιερώθηκε και αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου. Η κρατούσα άποψη δέχεται ότι περιορίζεται µόνο σε αυτό τον χώρο, όµως υπάρχουν κάποιες αµφιβολίες ως προς αυτό. Από το γράµµα του αρθ. 7 Συντ. δεν προκύπτει τουλάχιστον ευθέως ότι ο κανόνας ισχύει και στις διοικητικές παραβάσεις και 10 Κοτσαλής Λ. ό.π. σελ. 36 37 υποσηµ. 14, 16 11 Κοτσαλής Λ., ό.π. σελ. 35 υποσηµ. 11 9
ποινές. Υποστηρίζεται η άποψη 12 ότι οι διοικητικές «ποινές» δεν έχουν ακριβώς την έννοια του κολασµού, αλλά πρόκειται για εξαναγκασµό του υπόχρεου για να κάνει την απαιτούµενη πράξη ή παράλειψη. Η µη ευθεία εφαρµογή του κανόνα προκύπτει ευθέως µε συνδυασµό των άρθ. 7 παρ. 1 και 96 παρ. 1 Συντ. («ο κολασµός των εγκληµάτων ανήκει στα τακτικά ποινικά δικαστήρια»). Επιπροσθέτως το αγγλικό κείµενο του άρθ. 7 παρ. 1 ΕΣ Α αναφέρει ρητά την «εγκληµατική παράβαση προσβολή» (criminal offence). Έτσι η εφαρµογή της αρχής και στις διοικητικές ποινές µπορεί να είναι µόνο αναλογική, όπου βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις της. Πάντως το αρθ.7 παρ. 1 πρέπει να εφαρµόζεται στις περιπτώσεις διοικητικών κυρώσεων που είναι εξίσου βαρείς µε τις ποινικές κυρώσεις. 13 2. Τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΦΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ Το ελληνικό Σύνταγµα δεν κατοχυρώνει ρητά το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου, αν και προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα από τις συνταγµατικές επιταγές για την προσωπική ασφάλεια. Αποτελεί πάντως ρητό κανόνα της χώρας µας, αφού η Ε.Σ..Α. αποτελεί ισχύον δίκαιο και µάλιστα αυξηµένης τυπικής ισχύος (άρθ.28 παρ.1 Σ) Το άρθ. 6 παρ. 2 Ε.Σ..Α. ορίζει τα εξής: «Παν πρόσωπο κατηγορούµενον επί αδικήµατι τεκµαίρεται ότι είναι αθώον µέχρι της νοµίµου αποδείξεως της ενοχής του.» Η διάταξη αυτή προσπαθεί να εξοπλίσει το άτοµο κατά του οποίου στρέφεται η ποινική διαδικασία, έναντι του κράτους το οποίο κινεί αυτή τη διαδικασία και βρίσκεται σε σχέση εξουσίασης µε τον πολίτη. Αποτελεί µια δικονοµική εγγύηση υπέρ του κατηγορουµένου και των ατοµικών δικαιωµάτων του. Το τεκµήριο της αθωότητας πάντως δεν είναι αυτό καθεαυτό ένα δικαίωµα του ατόµου 14, αλλά µε αυτό καθορίζεται η ουσία και η µορφή της ποινικής δίκης, αποτελεί το όπλο του πολίτη 12 Κοτσαλής Λ. ό.π. παραποµπή σε βιβλιογραφία του Ανδρουλάκη και παράθεση άποψης/ αγτόγλου Π.. ό.π. σελ 321 επ. 13 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ. 321 14 Αλεξιάδης Σ., Ανθρώπινα δικαιώµατα Ποινική καταστολή, ώδεκα µελέτες, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1990, σελ.58 61 10
έναντι της κρατικής εξουσίας, την εγγύηση για την προστασία του απέναντι σε µια ενδεχόµενη άδικη καταδίκη του. Πάντως ως προς τη φύση του τεκµηρίου υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι το τεκµήριο θα µπορούσε να είναι µια γενικότερη αρχή σεβασµού της ανθρώπινης αξίας και όχι µια δικαιοκρατική αρχή. 15 Το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου πρώτη φορά είχε διακηρυχθεί στη γαλλική ιακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 στο άρθρο 9, κατά το οποία «καθένας τεκµαίρεται αθώος µέχρι να κηρυχθεί ένοχος» («Tout home est présumé innocent jusqu à qu il ait été declaré coupable»). 16 Αντίθετα µε άλλα ξένα συνταγµατικά κείµενα, τα ελληνικά Συντάγµατα δεν κατοχυρώνουν ρητά το τεκµήριο της αθωότητας, µε µόνη εξαίρεση το Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827 (άρθ. 15 «Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λέγεται ένοχος»). 17 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Από τη γραµµατική ερµηνεία της του αρθ. 6 παρ.2 της Ε.Σ..Α. προκύπτουν τα εξής τρία στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του τεκµηρίου αθωότητας: 1) οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του τεκµηρίου, 2) καθορίζεται η έκταση ισχύος του τεκµηρίου και 3) προσδιορίζεται ποια πρόσωπα δεσµεύει το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου. 18 Στη συνέχεια θα εξετάσουµε ξεχωριστά κάθε ένα από τα τρία αυτά στοιχεία. 1) ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝ ΡΟΜΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ Για τη συνδροµή του τεκµηρίου αθωότητας πρέπει να υφίστανται τα ακόλουθα: 19 15 Κάβουρας Γ., Το τεκµήριο αθωότητας, Η έκταση ισχύος και η λειτουργία του Η δικονοµική θέση του κατηγορουµένου στο σύστηµα δικαίου, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα Αθήνα Κοµοτηνή 2003 σελ109 16 αγτόγλου Π.., ό.π. σελ.322 17 Αλεξιάδης Σ., ό.π. σελ.60 18 Αλεξιάδης Σ. ό.π. σελ.61 19 Αλεξιάδης Σ., ό.π. σελ. 62 επ. 11
1) Υποκείµενο υπέρ του οποίου να αναγνωρίζεται το τεκµήριο, δηλαδή ύπαρξη του προσώπου. Ως πρόσωπο δεν νοείται µόνο κάθε φυσικό πρόσωπο, ηµεδαπός ή αλλοδαπός, αλλά και τα νοµικά πρόσωπα, εφόσον βέβαια προβλέπεται η ποινική ευθύνη τους από την εθνική νοµοθεσία. 2) Το πρόσωπο πρέπει να κατηγορείται για τη διάπραξη εγκλήµατος. Αυτό σηµαίνει ότι το τεκµήριο υπάρχει στην περίπτωση της ποινικής διαδικασίας, αφού αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι ακριβώς το έγκληµα. Παρά τον µη εύστοχο όρο «αδίκηµα» που χρησιµοποιεί η ελληνική µετάφραση, γίνεται σαφές από την ορολογία στα αγγλικά και τα γαλλικά («criminal offence» και «infraction» αντίστοιχα), ότι έχουµε να κάνουµε µε την τεχνική έννοια του εγκλήµατος στο ποινικό δίκαιο. ηλαδή µια πράξη που περιγράφεται στο ποινικό δίκαιο και αντιµετωπίζεται από αυτό µε τα κατάλληλα ποινικά µέτρα. Έχοντας αυτό ως αιτιολογία γίνεται δεκτό 20 ότι το τεκµήριο δεν ισχύει όταν έχουµε να κάνουµε µε πειθαρχικά παραπτώµατα, διότι η φύση τους είναι διαφορετική από αυτή των εγκληµάτων και δεν καταγράφονται στο ποινικό µητρώο. Όµως είναι δυνατό να ισχύσει και στην περίπτωση των πειθαρχικών παραπτωµάτων, όταν τα εν λόγω παραπτώµατα συγκεντρώνουν τα ουσιαστικά στοιχεία του εγκλήµατος. Το ίδιο συµβαίνει, όπως αποφάσισε το Ευρ Α 21, ακόµα και όταν ένα ποινικό παράπτωµα µετατρέπεται σε πειθαρχικό, δηλαδή ο κατηγορούµενος βρίσκεται γι αυτό ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου µε τη διοικητική διαδικασία. 3) Τέλος, απαιτείται και η ιδιότητα του κατηγορουµένου για το πρόσωπο. Ο όρος αυτός ποικίλλει από έννοµη τάξη σε έννοµη τάξη. Πάντως γενικά το τεκµήριο αθωότητας αναγνωρίζεται υπέρ εκείνου στον οποίο αποδίδεται η τέλεση της συγκεκριµένης αξιόποινης συµπεριφοράς και που αν αποδειχθεί θα του επιβληθεί η προβλεπόµενη από το νόµο ποινή. 22 Η ιδιότητα αυτή αποκτάται µόνο µετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και αποτελεί µια µορφή εγγύησης και προστασίας στον κατηγορούµενο, αφού µε αυτήν γίνεται φορέας και µπορεί να ασκήσει τα δικαιώµατα που του παρέχονται από τη 20 Από τη νοµολογία της ΕυρΕπ Α βλ. Αλεξιάδη Σ. ό.π. σελ. 62 υποσηµ. 15-20 21 Υπόθεση Ozturk κατά Γερµανίας 9/1982/55/84, Judgment, Strasbourg 1984 22 Αλεξιάδης Σ., ό.π. σελ 63 12
νοµοθεσία στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Στην ελληνική έννοµη τάξη µπορεί να υπάρξει κατηγορούµενος χωρίς καθιδρυµένη ποινική δίκη, όπως αυτό προκύπτει από το αρθ. 72 ΚΠοιν : «Την ιδιότητα του κατηγορουµένου προσλαµβάνει ο καθ ου ο εισαγγελεύς άσκησε ρητώς την ποινικήν δίωξιν, ως και εις ον εν οιαδήποτε στάσει της ανακρίσεως αποδίδεται η αξιόποινος πράξις, και ο αναφερόµενος εν τη µηνύσει, εγκλήσει, αιτήσει, ή εκθέσει περί αξιοποίνου τινός πράξεως.» Πάντως υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη 23, που θεωρεί την έναρξη της ποινικής δίκης ως προϋπόθεση για την θεµελίωση της ιδιότητας του κατηγορουµένου. 2. Η ΙΑΡΚΕΙΑ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ Προηγουµένως εξετάσαµε το πότε αρχίζει να ισχύει το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου. Στο κείµενο του άρθ.6 παρ.2 Ε.Σ..Α. ως σηµείο λήξης της ισχύος του τεκµηρίου αναφέρεται η νόµιµη απόδειξη της ενοχής του κατηγορουµένου. Για την κήρυξη της ενοχής απαιτείται πλήρωση τόσο της αντικειµενικής όσο και της υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος. Τα στοιχεία της αντικειµενικής και της υποκειµενικής υπόστασης καλύπτονται από το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου. Όµως δεν συµβαίνει το ίδιο και ως προς τον προσδιορισµό του είδους της ποινής και του ύψους της. Αυτό έχει να κάνει µε τον προσδιορισµό των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου και πλέον ενόχου, κατά την έρευνα της προσωπικότητάς του εν όψει της δικαστικής επιµέτρησης της ποινής. Αποδεικτέα είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα. Ως προς την απόδειξη, στο τεκµήριο αθωότητας δεν έχουµε να κάνουµε µε το βάρος της αποδείξεως, αφού µάλιστα στην ποινική δίκη δεν τίθεται αυτό ζήτηµα. Το τεκµήριο αθωότητας αποτελεί κανόνα για το περιεχόµενο της απόδειξης, ορίζει δηλαδή τι πρέπει να αποδειχθεί και όχι ποιος θα το αποδείξει. Πάντως επειδή στην πράξη το δικαστήριο εξετάζει τους λόγους αµφιβολίας που προβάλουν ο κατηγορούµενος και οι συνήγοροί του και έτσι de facto αυτοί φέρουν το «βάρος προκλήσεως αµφιβολιών» για 23 Ανδρουλάκης Ν. Επί του προβλήµατος της προανακριτικής απολογίας, ΝοΒ 1974.1347 13
την ενοχή του κατηγορουµένου, ώστε να τεκµαρθεί η αθωότητά του. 24 Από το γράµµα της παρ. 2 αρθ.6 Ε.Σ..Α. προκύπτει ότι η απόδειξη που θα οδηγήσει στην καταδίκη οφείλει να είναι πλήρης απόδειξη, µε την έννοια του ποινικού δικονοµικού δικαίου. Επίσης είναι προφανές ότι το τεκµήριο ισχύει όχι µόνο κατά την αποδεικτική διαδικασία, αλλά και στη συνέχεια, δηλαδή στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, µέχρι την ολοκλήρωσή της. Πρόβληµα δηµιουργείται ως προς τη διατήρηση ή όχι του τεκµηρίου µετά την έκδοση της πρωτοβάθµιας καταδικαστικής απόφασης. Κατά κανόνα στη θεωρία γίνεται δεκτή η άποψη ότι αυτό διατηρείται µέχρι της έκδοση της αµετάκλητης δικαστικής αποφάσεως 25, άποψη που ενισχύεται και από τα άρθρα 471 και 546 του ΚΠοιν («Το εµπροθέσµως και προσηκόντως ασκηθέν ένδικον µέσον και η προς άσκησιν τούτου προθεσµία αναστέλλουσι την εκτέλεσιν της προσβαλλόµενης αποφάσεως» και «Η καταδικαστική απόφασις εκτελείται άµα ως καταστεί αµετάκλητος» αντίστοιχα). Τέλος νόµιµη είναι η απόδειξη όταν γίνεται σύµφωνα µε τους διαδικαστικούς κανόνες και µε τα µέσα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, καθώς και όταν µπορεί να ελέγχεται από το Ευρ Α η τήρηση τόσο των κανόνων της εσωτερικής έννοµης τάξης όσο και των διατάξεων της Ε.Σ..Α. 26 Εφόσον δεν αποδεικνύεται νόµιµα η ενοχή του κατηγορουµένου, το δικαστήριο υποχρεούται να εκδόσει αθωωτική απόφαση, ακόµη και αν εξακολουθεί το δικαστήριο να έχει υπόνοια. Η παλιά «ποινή της υπόνοιας» αντίκειται στο τεκµήριο της αθωότητας, όπως ασυµβίβαστη είναι και η προσωρινή απαλλαγή του ύποπτου κατηγορουµένου (absolution ab instantia). 27 3. ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΣΜΕΥΕΙ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ Κατά πρώτο και κύριο λόγο το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου δεσµεύει τους δικαστές που συγκροτούν το δικαστήριο και που θα αποφασίσουν τελικά για την ενοχή ή όχι του κατηγορουµένου. Επίσης δεσµεύονται και όλα τα δικαστικά πρόσωπα και τα κρατικά όργανα που λαµβάνουν µέρος στην ποινική διαδικασία µε οποιοδήποτε τρόπο 24 αγτόγλου Π.., ό.π. σελ. 323 25 βλ. βιβλιογραφία που παρατίθεται στην υποσηµ. 43 σε Αλεξιάδη Σ. ό.π. σελ.69 26 Αλεξιάδης Σ., ό.π. σελ. 72-73 27 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ. 325-326 14
(γραµµατείς, εισαγγελείς, ανακριτικοί υπάλληλοι, αστυνοµικά όργανα, δικηγόροι). Το ίδιο όµως δεν συµβαίνει και µε τους ιδιώτες, τουλάχιστον κατ αρχήν. Γιατί το δικαστήριο είναι υποχρεωµένο, αν κατά τη διάρκεια της δίκης ιδιώτες µε δικονοµική ιδιότητα π.χ. µηνυτής, πολιτικώς ενάγων κλπ, απευθύνεται µε ανάρµοστους προς το τεκµήριο χαρακτηρισµούς, να παρέµβει και να προστατέψει τον κατηγορούµενο, διαφορετικά θεωρείται ότι δεν αποδέχεται ούτε εκείνο το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου. Τέλος επειδή το τεκµήριο αθωότητας περιέχεται σε νόµο αυξηµένης τυπικής ισχύος στη χώρα µας (Ε.Σ..Α), δεσµεύει και τον κοινό νοµοθέτη να εξαλείψει από τις διατάξεις του ποινικού δικονοµικού δικαίου ρυθµίσεις οι οποίες προσβάλλουν το τεκµήριο. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Από την έναρξη ισχύος του τεκµηρίου αθωότητας επέρχονται κάποιες συνέπειες ως επακόλουθο της εφαρµογής του. Οι κυριότερες είναι οι εξής : i. Ο κατηγορούµενος δεν υποχρεούται να αποδείξει την αθωότητά του προσάγοντας στοιχεία γι αυτό, ούτε υποχρεούται να αντικρούσει την κατηγορία εναντίον του. Το βάρος της αποδείξεως της κατηγορίας εναντίον του φέρουν οι κατήγοροί του, ο εισαγγελέας και το δικαστήριο 28. Αν ο κατήγορος δεν επιτύχει τον απαιτούµενο από το νόµο βαθµό της πλήρους αποδείξεως, τότε ο κατηγορούµενος αθωώνεται (κατά τον παλιό κανόνα actore non probante reus absolvitur). ii. Από την παραπάνω αρχή προκύπτει και η αρχή κατά την οποία οι αµφιβολίες που εµποδίζουν το σχηµατισµό βέβαιης πεποίθησης ενεργούν υπέρ του κατηγορουµένου (in dubio pro reo).η παραβίαση της αρχής περί αµφιβολιών σηµαίνει κατά κανόνα την παραβίαση της αρχής περί ενοχής, της αρχής: ουδεµία ποινή χωρίς νόµιµη διαδικασία. 29 Η παραβίαση του κανόνα θεµελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθ. 510 παρ. 1 ε ΚΠοιν, γιατί αποτελεί παραβίαση ουσιαστικού ποινικού δικαίου (ποιος κανόνας θα εφαρµοστεί τελικά). 28 Μιχαηλίδου Αικ., Τα ικαιώµατα του κατηγορουµένου στην ποινική δίκη, www.greeklaws.com/pubs 29 Κάβουρας Γ., ό.π. σελ.219 15
iii. Κατά τη διάρκεια ισχύος του το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου δεν αποτελεί εγγύηση µόνο για τη νοµική µεταχείριση του κατηγορουµένου, αλλά και για την πραγµατική µεταχείριση του. Τα µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού πρέπει να επιλέγονται, να διατάσσονται και να υλοποιούνται ως εάν ο κατηγορούµενος είναι πράγµατι αθώος. Από αυτό βέβαια γίνεται αυτονόητο ότι αποκλείεται η λήψη µέτρων εναντίον τους µε τιµωρητικό χαρακτήρα. 30 Έτσι ορίζει το άρθ. 278 παρ.2 ΚΠοιν όπου αναφέρονται τα εξής: «Οι συλλαµβάνοντες οφείλουσι να συµπεριφέρονται µε πάσαν δυνατήν προσήνειαν προς τον συλληφθέντα και να σέβονται την τιµήν αυτού. Όθεν άνευ ανάγκης δεν πρέπει να µεταχειρίζωνται βίαν και τότε µόνον να τον δεσµεύωσιν, όταν απειλεί ή αν είναι ύποπτος φυγής.» iv. Μέχρι την έκδοση της αµετάκλητης δικαστικής απόφασης τα κρατικά όργανα (π.χ. υπουργοί, αστυνοµικά όργανα) οφείλουν να µην εκφέρουν κρίσεις ή γνώµες, οι οποίες είναι δυνατόν να πείσουν την κοινή γνώµη και τους δικαστές για την ενοχή του κατηγορουµένου. v. Μια αθωωτική απόφαση οφείλει µόνο να αναφέρει τα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και να αιτιολογήσει πλήρως και σαφώς γιατί δεν σχηµατίστηκε βέβαιη δικανική πεποίθηση για την ενοχή του κατηγορουµένου από τα προσαχθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Όµως δεν απαιτείται να αιτιολογηθούν τα γεγονότα τα οποία έπεισαν για την αθωότητα του κατηγορουµένου, αφού όπως και παραπάνω αναφέρθηκε 31 αυτό που πρέπει να αποδειχθεί είναι η κατηγορία και όχι η αθωότητα. vi. Σε κάθε περίπτωση πάντως το τεκµήριο της αθωότητας δεν µπορεί να αποκλείσει τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση του κατηγορουµένου. 32 Όµως κατά τη σύλληψη και την κράτηση θα πρέπει να µεταχειρίζεται ο κατηγορούµενος ως αθώος 33 και δεν είναι δυνατό να ληφθούν εναντίον του οποιαδήποτε σωφρονιστικά µέτρα. vii. Τέλος, από το τεκµήριο αθωότητας προκύπτουν τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου σχετικά µε την προπαρασκευή και τη διεξαγωγή της δίκης του. Τα δικαιώµατα αυτά δεν είναι ρητά συνταγµατικά κατοχυρωµένα, όµως το αρθ.6 παρ.3 Ε.Σ..Α. τα κατοχυρώνει και έναντι 30 Αλεξιάδης Σ., ό.π. σελ.79 31 (υπό ί), 32 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ 324 33 βλ. παραπ. υπό iii 16
του νοµοθέτη, όπως προκύπτει από το αρθ.28 παρ.1 Συντ. Τα δικαιώµατα αυτά θα τα εξετάσουµε αναλυτικότερα παρακάτω. Η ΚΑΜΨΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Το τεκµήριο αθωότητας σε πολλές περιπτώσεις που προβλέπονται από την ίδια την Ε.Σ..Α. είτε που επιβάλλονται από την ανάγκη διευκόλυνσης της διεξαγωγής της δίκης, περιορίζεται. Οι σηµαντικότερες από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην Ε.Σ..Α. είναι πρώτον η σύλληψη του ατόµου στα έπ αυτοφώρω καταλαµβανόµενα εγκλήµατα πριν κινηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, δεύτερον η καθίδρυση σε βάρος του ποινικής δίκης (πράγµα που σηµαίνει ότι έστω και υποθετικά του αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήµατος), τρίτον η σύλληψή του στην προδικασία και η προσωρινή κράτησή του. 34 Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις η νοµολογία της ΕυρΕπ Α έχει αναγνωρίσει και κάποιες άλλες ως θεµιτούς περιορισµούς του τεκµηρίου αθωότητας: 1) Η εµφάνιση του κατηγορουµένου στο ακροατήριο µε χειροπέδες, ως αναγκαίο µέτρο ασφάλειας. Το µέτρο αυτό θεωρήθηκε επιτρεπτό ακόµα και για την εµφάνιση του κατηγορούµενου µπροστά σε ένορκους λαϊκούς δικαστές. 35 2) Η υποβολή του κατηγορούµενου σε ιατρικές εξετάσεις για να εξακριβωθεί η ικανότητά του για καταλογισµό. 36 3) Η εξέταση αίµατος για να εξεταστεί αν ο κατηγορούµενος οδηγούσε σε κατάσταση µέθης. 37 4) Η ανακοίνωση κατά την ώρα του ακροατηρίου της κύριας δίκης προηγούµενων καταδικών του κατηγορουµένου, ακόµα και αν συµµετέχουν ένορκοι λαϊκοί δικαστές. 38 34 Αλεξιάδης Σ. ό.π. σελ. 80 35 ΕυρΕπ Α απόφαση στην αίτηση 2291/64 (1967) Coll.24, σελ. 31 36 ΕυρΕπ Α απόφαση στην αίτηση 986/61, Υ.Β. V, σελ. 198 37 ΕυρΕπ Α απόφαση στην αίτηση 8239/78 (1978) D. και R. 16, σελ. 187-189 17
5) Η κατάσχεση χρηµατικού ποσού κατά την προδικασία, που βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορούµενου όταν συλλήφθηκε, και το οποίο ποσό θα του αποδοθεί αν αθωωθεί. 39 6) Η καταδίκη σε αόριστη κάθειρξη σε ίδρυµα για υπότροπους, λόγω της κρίσης για επικινδυνότητα του κατηγορουµένου και όχι για ενοχή του. 40 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ IN DUBIO PRO REO Το τεκµήριο αθωότητας είναι συγγενές µε την αρχή in dubio pro reo, αλλά όχι ταυτόσηµο. Η τελευταία αυτή αρχή εφαρµόζεται στο τελικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή στην έκδοση της αποφάσεως, ενώ το τεκµήριο αθωότητας διατρέχει όλα τα στάδια της ποινικής δίκης. 41 Ο συνδετικός κρίκος µεταξύ της αρχής περί αµφιβολιών και του τεκµηρίου αθωότητας είναι το ότι ο κατηγορούµενος αν δεν αποδειχθεί η εναντίον του κατηγορία, δεν πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του και επανέρχεται στη νοµική κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν την εξαγγελία της εις βάρος του κατηγορίας. 42 Το τεκµήριο της αθωότητας αποτελεί ανεξάρτητη αρχή του ποινικού δικαίου και βασίζεται σε άλλες βασικές αρχές τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονοµικού δικαίου. Η σχέση µεταξύ της αρχής περί αµφιβολιών και του τεκµηρίου της αθωότητας δεν είναι σχέση αλληλεξάρτησης και υπόταξης, αλλά γίνονται αντιληπτές ως δύο αυτοτελείς αρχές, παρόλο που η ιστορία τους ήταν επί µακρόν κοινή. Κάθε φορά που µια από τις δύο αρχές παραβιάζονται, παραβιάζονται ταυτόχρονα και άλλες θεµελιώδεις αρχές δικαίου στις οποίες βασίζονται. Αυτή η διατάραξη του συστήµατος δικαίου πρέπει να δικαιολογείται από την αρχή της αναλογικότητας και της στάθµισης των αγαθών. 43 38 Αλεξιάδης Σ., ό.π. σελ. 81 39 ΕυρΕπ Α απόφαση στην αίτηση 4338/69 (1970) Coll. 36, σελ.82 40 ΕυρΕπ Α απόφαση στην αίτηση 9167/80 (1981), αδηµοσ. στο C.E. Digest, Vol.2 σελ. 754 Σηµείωση:οι παραπάνω αποφάσεις βρίσκονται στο βιβλίο του Σ. Αλεξιάδη, σελ. 81 41 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ 326 42 Κάβουρας Γ., ό,π., σελ. 219 43 Κάβουρας Γ., ό.π., σελ. 223 18
3. ικαστικός κολασµός Η γενική περιγραφή του αξιοποίνου και η πρόβλεψη της ποινής γίνεται από τον νοµοθέτη, όµως η εκδίκαση της συγκεκριµένης συµπεριφοράς γίνεται από τα δικαστήρια. Το Σύνταγµα κατοχυρώνει τη δικαστική λειτουργία στο άρθρο 26 παρ. 3 και αναθέτει την άσκησή της στα δικαστήρια, ενώ κατά το άρθρο 87 παρ. 1 : «Η δικαιοσύνη απονέµεται από δικαστήρια». Ειδικότερα ακόµα στο άρθρο 96 ορίζεται ότι : «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιµωρία των εγκληµάτων και η λήψη όλων των µέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόµοι.» Ως δικαστήρια το Σύνταγµα θεωρεί αυτά που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαµβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 44 Εξαίρεση του κανόνα αυτού αποτελούν τα µικτά ορκωτά δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήµατα και τα πολιτικά εγκλήµατα (άρθ. 97 παρ.1), εκτός αυτών που διαπράχθηκαν δια του Τύπου. Εξαίρεση στον κανόνα κολασµού των εγκληµάτων από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, εισάγονται στις περιπτώσεις των στρατοδικείων, ναυτοδικείων, αεροδικείων, των δικαστηρίων λειών (άρθ. 96 παρ.4 Συντ.), του ειδικού δικαστηρίου που δικάζει υπουργούς και τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας (άρθ. 86, 49 παρ.4 Συντ.). Για τα στρατοδικεία, τα αεροδικεία και τα ναυτοδικεία το άρθ. 96 παρ.5 προβλέπει πλειοψηφία των δικαστών, οι οποίοι είναι µέλη του δικαστικού σώµατος των ενόπλων δυνάµεων µε τις προσωπικές και λειτουργικές εγγυήσεις των τακτικών δικαστών. 45 Εξαιρέσεις επίσης από τον κανόνα του άρθ. 87 παρ.1 αποτελούν οι περιπτώσεις του άρθρου 96 παρ.2 του Συντάγµατος, που επιτρέπεται η εκδίκαση από τη ιοίκηση ορισµένων περιπτώσεων : «Μπορεί µε νόµο: α)να ανατεθεί και σε αρχές που ασκούν αστυνοµικά καθήκοντα η εκδίκαση αστυνοµικών παραβάσεων που τιµωρούνται µε πρόστιµο, β) να ανατεθεί σε αρχές αγροτικής ασφάλειας η εκδίκαση των σχετικών µε τους αγρούς πταισµάτων και των ιδιωτικών διαφορών που απορρέουν από αυτά.» Σε κάθε περίπτωση πάντως τελικά οι αποφάσεις ελέγχονται από το τακτικό δικαστήριο : «Σ αυτές τις δύο περιπτώσεις οι αποφάσεις που εκδίδονται 44 άρθρο 87 παρ. 1 Συνταγµ. 45 αγτόγλου Π.. ό.π. σελ. 327 19
υπόκεινται σε έφεση στο αρµόδιο τακτικό δικαστήριο, η οποία έχει ανασταλτική δύναµη.» Στα άρθρα 47 παρ.1, 3 και 4 προβλέπονται δύο επιπλέον παρεκκλίσεις από την απονοµή της ποινικής δικαιοσύνης από τα δικαστήρια: η απονοµή χάριτος από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας και η χορήγηση αµνηστίας από τη Βουλή. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί η ρητή απαγόρευση του άρθ. 8 για τη σύσταση δικαστικών επιτροπών και έκτακτων δικαστηρίων µε οποιοδήποτε όνοµα, όπως επίσης απαγορεύει και την ακούσια στέρηση του νόµιµου δικαστή. NE BIS IN IDEM Ο δικαστικός κολασµός των εγκληµάτων µπορεί να γίνει µόνο µια φορά (ne bis in idem). Η αρχή αυτή σηµαίνει ότι από τη στιγµή που εκδοθεί η αµετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση, η κριθείσα πράξη δεν µπορεί να αποτελέσει εκ νέου αντικείµενο δικαστικού κολασµού. 46 Ωστόσο η Επιτροπή του ΣΑΠ έχει δεχθεί στο παρελθόν ότι δεν εγγυάται το ne bis in idem σε σχέση µε τις εθνικές δικαιοδοσίες δύο ή περισσότερων κρατών, αλλά µόνο σε σχέση µε ένα αδίκηµα εκδικαζόµενο σε ένα συγκεκριµένο κράτος. Το Σύνταγµά µας δεν κατοχυρώνει ρητά την αρχή αυτή, όµως προκύπτει από την έννοια της ποινής του άρθρου 7 παρ.1. Η αρχή περιέχεται στο άρθ. 14 ΣΑΠ, καθώς και στα άρθρα 50 ΧΘ ΕΕ (σχέδιο 2000) και 20 ιακεκοιν. 4. Κανόνες επιβολής και εκτίσεως ποινής Τόσο το Σύνταγµα όσο και η Ευρωπαϊκή Σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου δεσµεύουν το νοµοθέτη µε µία σειρά από κανόνες που αφορούν την επιβολή και την έκτιση της ποινής. Οι κανόνες αυτοί είναι οι εξής: α ) Απαγόρευση ορισµένων ποινών β ) Απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή µεταχειρίσεως 46 αγτόγλου Π.., ό.π. σελ 329 20
γ ) Αποζηµίωση αδίκως ή παρανόµως καταδικασθέντων. ΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ 47 Πριν προχωρήσουµε στην ανάλυση των παραπάνω κανόνων, θεωρώ καλό να αναφερθούµε στη δικαιολογητική βάση της ποινής. Ο λόγος για τον οποίο νοµιµοποιείται η κρατική εξουσία στην απειλή, επιβολή και εκτέλεση των ποινών είναι η προστασία της κοινωνίας από προσβολές των βασικών αξιών οι οποίες είναι θεµελιώδεις για τη συντήρηση και την προαγωγή της κοινωνικής συµβίωσης. Επίσης µε αυτό τον τρόπο προστατεύεται η έννοµη τάξη, καθώς και ο πολίτης από καταχρήσεις του ποινικού συστήµατος. Τα ατοµικά δικαιώµατα αποτελούν ακριβώς το πλέγµα των αξιών που είναι απαραίτητες για την κοινωνική συµβίωση, όπως η ελευθερία, η ζωή, η τιµή, η σωµατική ακεραιότητα, η οικονοµική αυτονοµία του ατόµου κλπ. Βέβαια επειδή πολλές φορές οι αξίες αυτές έρχονται µεταξύ τους σε σύγκρουση, απαιτείται να συνεκτιµηθεί το βάρος της καθεµίας, ώστε τελικά οι ωφέλειες που θα προκύψουν από αυτές να είναι οι µεγαλύτερες δυνατές. Ο βασικός άξονας στη στάθµιση των αξιών και στην in concreto εναρµόνισή τους είναι ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, η οποία αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση του Κράτους. Ταυτόχρονα είναι και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την ελεύθερη, χωρίς κατάχρηση και ασυδοσίες, ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου ατοµικά και ως µέλος της κοινωνίας. Από τη στιγµή που το Κράτος παρεκκλίνει από αυτούς τους βασικούς άξονες, στερείται η ποινικοποιητική του εξουσία της ηθικής, νοµικής και κοινωνικής της δικαίωσης. Η επιβάρυνση του ποινικού συστήµατος µε διατάξεις, που δεν συνάδουν µε το βασικό αυτό πλαίσιο αξιών και που δεν τηρούν το µέτρο της αναλογίας ανάµεσα στο προσβαλλόµενο αγαθό και την εκ µέρους του Κράτους ποινική αντίδραση, είναι απαράδεκτη. ιότι θεωρείται 48 ότι κατ αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται το «κοινωνικό συµβόλαιο», µε το οποίο οι πολίτες δέχονται να 47 Κουράκης Ν., Εισαγωγή στη θεωρία της ποινής, Γενικές παρατηρήσεις στα άρθρα 50-76 και σχολιασµός των άρθρων 50 58 Π.Κ., Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα ίκαιο & Οικονοµία, Αθήνα 2000, σελ 26 επ. 48 βλ. παρατιθέµενη βιβλιογραφία σε Κουράκη Ν., ό.π. σελ.27 21
παραχωρήσουν µέρος των ελευθεριών τους και να υποταχθούν στο νόµο «προς φύλαξιν της κοινής σωτηρίας 49». Πάντως πρέπει να γίνει σαφές ότι το αξιολογικό πλαίσιο βάσει του οποίου διαµορφώνεται η ποινική αντιµετώπιση από το Κράτος, παρά τον κατ αρχήν ηθικό και ιδεατό χαρακτήρα που έχουν οι αξίες που το συγκροτούν, µορφοποιούνται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση ώστε οι κανόνες να τυγχάνουν εφαρµογής έστω και µε καταναγκασµό. Αυτό σηµαίνει δηλαδή ότι η αποκρυστάλλωση των αξιών αυτών σε νοµικούς κανόνες γίνεται κατά τρόπο που λαµβάνει υπόψιν και ανέχεται τις ανθρώπινες αδυναµίες, περιοριζόµενο σε ένα minimum κοινωνικοηθικά αναγκαίων και αποδέξιµων αξιών, χωρίς καθαρά ηθικές αξιώσεις. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΙΝΩΝ Γενική ήµευση άρθ.7 παρ. 3 Σ Το άρθ. 7 παρ. 3 εδ. α ορίζει ότι η γενική δήµευση απαγορεύεται. Η απαγόρευση αυτή, που βρίσκεται σε κάθε Σύνταγµα από το 1827 και έπειτα, αφορά στην πλήρη στέρηση των περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου χωρίς αποζηµίωση, ανεξάρτητα από την αιτία ή τον σκοπό ή τη νοµική µορφή της αυτής της κρατικής επιβολής. Αντίθετα, η ειδική δήµευση των εργαλείων και των προϊόντων του εγκλήµατος προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα, καθώς και άλλους ποινικούς νόµους, ως παρεπόµενη ποινή ή ως ασφαλιστικό µέτρο. 50 Προχωρώντας παραπέρα ακόµα από την απαγόρευση της γενικής δήµευσης, η οποία αποτελεί αποστέρηση µόνο της υλικής περιουσίας σε µια δεδοµένη στιγµή, θα αναφερθούµε στον πολιτικό θάνατο. Στο ισχύον Σύνταγµα δεν υπάρχει ρύθµιση που να απαγορεύει το βάναυσο αυτό θεσµό, τα προηγούµενα όµως Συντάγµατα περιείχαν ειδική ρύθµιση. Με τον πολιτικό θάνατο επιβάλλονται από το κράτος σε ένα ζων πρόσωπο όλες οι νοµικές συνέπειες που επέρχονται µε το θάνατο ενός φυσικού προσώπου: λήξη της ικανότητας δικαίου, λήξη των προσωποπαγών εννόµων σχέσεων, όπως ο γάµος ή 49 Κουράκης Ν., ό.π. σελ. 27 50 Μιχαηλίδου Αικ., Τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου στην ποινική δίκη, www.greeklaws.com/pubs 22
συµβάσεων, όπως εργασίας, µεταβίβαση της περιουσίας του αιτία θανάτου (πλασµατικού) στους κληρονόµους του και γενικά λήξη της προσωπικότητάς του. Ο θεσµός αυτός του πολιτικού θανάτου αντίκειται και στο άρθρ. 16 ΣΑΠ (1966), κατά το οποίο: «καθένας έχει παντού το δικαίωµα της αναγνωρίσεώς του ως προσώπου ενώπιον του νόµου». 2. Θανατική ποινή Η θανατική ποινή αποτελεί την βαρύτερη ποινή που µπορεί να επιβληθεί στο δράστη ενός εγκλήµατος. Μέχρι το 2001 το Σύνταγµα απαγόρευε τη θανατική µόνο για τα πολιτικά εγκλήµατα. εδοµένου ότι µέχρι τότε δεν υπήρχε συνταγµατική απαγόρευση της θανατικής ποινής, ήταν στη διακριτική ευχέρεια του νοµοθέτη να διατηρήσει, να καταργήσει ή να επαναφέρει την ποινή του θανάτου, για όλες τις περιπτώσεις εκτός από τα πολιτικά εγκλήµατα και µε τις προϋποθέσεις της απαγορεύσεως του αναδροµικού νόµου και της επιβολής της θανατικής ποινής από δικαστήριο όπως προβλέπεται από το άρ. 87 Σ. Στην Ελλάδα η θανατική ποινή υπήρξε ως το 1993 µία από τις τρεις κύριες ποινές του ισχύοντος δικαίου, παρόλο που στην πράξη η εφαρµογή της είχε ατονήσει πολύ (η τελευταία θανατική εκτέλεση έγινε στις 25.08.1972). Με το ν. 2172/1993 αρθ.33 καταργήθηκε η θανατική ποινή. Με την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγµα πλέον απαγορεύει ρητά την επιβολή θανατικής ποινής, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόµο για κακουργήµατα που τελούνται σε καιρό πολέµου ή σχετίζονται µε αυτόν. Σε σύγκριση δηλαδή µε το ν.2172/1993 που απαγορεύει πλήρως τη θανατική ποινή, το Σύνταγµα υπαναχωρεί. Όµως όπως επισηµαίνεται 51 η νέα διάταξη του άρθ.7 παρ.3 εδ. β δεν καταργεί τη γενική απαγόρευση του ν. 2172/1993, γιατί το Σύνταγµα δίνει το δικαίωµα στον κοινό νοµοθέτη να κατοχυρώνει ευρύτερα τα ατοµικά δικαιώµατα, από ότι κάνει το ίδιο. 51 αγτόγλου Π.., ό.π. σελ 243 23
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗΣ Ή ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ Ή ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Ο θεµελιώδης κανόνας που διέπει την επιβολή αλλά και την έκτιση της ποινής βρίσκεται στην παρ.2 άρθ.7 Σ. και απαγορεύει τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωµατική και ψυχική κάκωση, βλάβη υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κάθε νοµοθετική διάταξη λοιπόν η οποία έχει ως ποινή κάτι από τα παραπάνω ή το αποτέλεσµα της επιβαλλόµενης ποινής έχει κάτι τέτοιο, είναι αντισυνταγµατική. Τέτοια είναι και η ποινή που συνεπάγεται παρατεταµένη αποµόνωση ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, καθώς και η ισόβια κάθειρξη χωρίς νοµική δυνατότητα πρόωρης απολύσεως. Επίσης, ως ασυµβίβαστη µε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια µπορεί να χαρακτηριστεί και η επιβολή ποινής ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του τιµωρουµένου ή η επιβολή της για εκφοβισµό τρίτων. 52 Παρόµοιες ρυθµίσεις µε αυτήν του άρθ. 7 παρ. 2 Σ περιέχονται και στην Ε.Σ..Α. άρθ.3, στην.σ.α.π.. άρθ,7 καθώς και από τη νοµολογία του Ευρ Α. 5. Νόµιµος δικαστής άρθ.8 Σ 53 Το άρθ. 8 παρ. 1 εδ. α Σ αναφέρει: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος». Νόµιµος ή φυσικός δικαστής είναι ο οριζόµενος από το νόµο ως αρµόδιος για την εκδίκαση υποθέσεων. Ο συντακτικός νοµοθέτης µε τον όρο νόµο εννοεί τόσο τον τυπικό όσο και τον ουσιαστικό νόµο. Αρµόδιος είναι ο δικαστής κατά τον χρόνο έναρξης της εκκρεµοδικίας (χρόνος άσκησης της ποινικής δίωξης ή της υποβολής της αίτησης δικαστικής προστασίας) και άρα απαιτείται προηγούµενος νόµος. Ο νόµιµος δικαστής πρέπει να είναι αρµόδιος παράλληλα κατά τόπο, καθ ύλη και µε οποιοδήποτε άλλο γενικό κριτήριο. Ο νόµος που ορίζει το δικαστή και τη σύνθεση του δικαστηρίου πρέπει να είναι γενικός, αφηρηµένος και αντικειµενικός, ούτως ώστε να παρεµποδίζεται η επέµβαση σε συγκεκριµένη 52 αγτόγλου Π.., ό.π. σελ. 331-332 53 Μιχαηλίδου Αικ., ό.π. 24
υπόθεση µέσω του δικαστηρίου και να υπάρχει προκαθορισµένη δικαστική απόφαση. Σκοπός είναι η επίτευξη δίκαιης δίκης και η παροχή έννοµης δικαστικής προστασίας. Συνεπώς απαγορεύεται ο διορισµός «ειδικού δικαστή» για συγκεκριµένη υπόθεση, καθώς και η αφαίρεση του αρµόδιου από το νόµο. Η έννοια του νόµιµου δικαστή αναφέρεται στην αντικειµενική αρµοδιότητα και στην υποκειµενική σύνθεση, δηλαδή στο δικαστήριο και στη σύνθεσή του, τους δικαστές. Το άρθ.8 παρ.1 Σ θέτει τη γενική απαγορευτική αρχή της µη στέρησης του νόµιµου δικαστή από το διάδικο χωρίς τη θέλησή του. Αυτό δε σηµαίνει ότι µπορεί ο διάδικος µε τη θέλησή του να στερηθεί ή να επιλέξει ελεύθερα το δικαστήριο που θα τον δικάσει, διότι αυτό αντίκειται στους δικονοµικούς κανόνες, οι οποίοι είναι κανόνες δηµόσιας τάξεως. Παρόλαυτά είναι δυνατή η παρέµβαση του νοµοθέτη για τη δηµιουργία σχετικών κανόνων, όπως η εκούσια δικαιοδοσία (867ΚΠολ ), η συµφωνία παρεκτάσεως (42 ΚΠολ ), που στηρίζονται στη βούληση των διαδίκων µερών. Η αναγκαστική διαιτησία ως εκ τούτου είναι αντισυνταγµατική. Η αναδροµική κατάργηση ενδίκου µέσου, που δυσχεραίνει την τη θέση του κατηγορουµένου, δεν ισχύει. 6. Το δικαίωµα έννοµης δικαστικής προστασίας άρθ. 20 Σ Το άρθ. 20 παρ.1 Σ ορίζει τα εξής: «Καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή συµφέροντά του, όπως νόµος ορίζει.» Η αρχή αυτή ανήκει στο περιεχόµενο του κράτους δικαίου (άρθ. 25 παρ.1 Σ), ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ειρηνική κοινωνική συµβίωση. Πρόκειται για αντικειµενική αρχή του δικονοµικού δικαίου και θεσµική εγγύηση που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία των δικαστηρίων. Όµως ταυτόχρονα αποτελεί και ατοµικό δικαίωµα του κάθε προσώπου, για παροχή έννοµης προστασίας των συµφερόντων του. Το δικαίωµα λοιπόν της έννοµης προστασίας έχει διπλή φύση, αφού έχει αντικειµενική (η 25
κατοχύρωση του θεσµού των δικαστηρίων) από την οποία απορρέει το υποκειµενικό δικαίωµα (η έννοµη προστασία για καθένα) 54. Η κατοχύρωση του δικαιώµατος παροχή έννοµης προστασίας δεν σηµαίνει βέβαια ότι εγγυάται ευνοϊκή απόφαση του δικαστηρίου, αλλά την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό. Στη συνταγµατική διάταξη κατοχυρώνεται δηλαδή το θεµελιώδες δικονοµικό δικαίωµα της προσφυγής στα δικαστήρια, της αξιώσεως δηλαδή να κινηθεί η διαδικασία αντικειµενικής απονοµής της δικαιοσύνης. Η διάταξη αυτή δεν δηµιουργεί δικαιώµατα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη και την άσκηση αυτών των οποίων προστατεύει. Η δικαστική προστασία δεν εξαρτάται από την έκδοση νόµου, καθώς κατοχυρώνεται άµεσα από το Σύνταγµα, αλλά ισχύει µέσα στο πλαίσιο που θέτουν οι εκάστοτε ισχύοντες δικονοµικοί κανόνες. Πάντως οι νόµοι αυτοί µπορούν µόνο να προσδιορίζουν τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώµατος έννοµης προστασίας, όχι όµως και να τον περιορίζουν. 55 Με την κατοχύρωση του δικαιώµατος της δικαστικής προστασίας των δικαιωµάτων, κατοχυρώνεται και το δικαίωµα της δίκαιης δίκης. ηλαδή το δικαίωµα ενός κατηγορουµένου σε ένα δικαστήριο ανεξάρτητο και αµερόληπτο, που αποτελείται από αντικειµενικά και ουδέτερα µέλη. 7. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων επιβάλλεται από άρθ. 93 παρ.3 Σ, ως εγγύηση για την αποτροπή µιας άδικης απόφασης που θα καταδικάζει αθώο ή θα τιµωρεί ένοχο για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πράγµατι διέπραξε ή µε ποινή βαρύτερη της προσήκουσας για τη συγκεκριµένη περίπτωση, σύµφωνα µε τα κριτήρια που θέτει η έννοµη τάξη. Ο κάθε άνθρωπος έχει την αξίωση από το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται, να αιτιολογεί την απόφασή του. 54 βλ. ηµητρόπουλου Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα, Γενικό µέρος, Σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου τόµος Γ ηµίτοµος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 46-47 55 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Β, εύτερη αναθεωρηµένη έκδοση Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα Αθήνα Κοµοτηνή 2005, σελ. 1410-1411 26
Συγκεκριµένα ο κάθε κατηγορούµενος έχει αξίωση για µια δίκαιη δίκη, για µια ευπρεπή δικαιοκρατική διαδικασία και αντικειµενική αξιολόγηση των αποδείξεων βάσει της συνταγµατικά κατοχυρωµένης αρχής του κράτους δίκαιου στο άρθ. 25 παρ. 1 Σ. Ο σκοπός είναι να φτάσει ο δικαστής µε ασφάλεια και χωρίς πλάνες στην ουσιαστική αλήθεια και η αιτία είναι ότι δεν µπορεί ο νόµος να καθορίσει εκ των προτέρων µε επιτυχία την αξία ενός ή πολλών µαζί αποδεικτικών µέσων για τη συγκεκριµένη υπόθεση. Βέβαια, αυτό δε σηµαίνει αυθαίρετη εκτίµηση, αλλά εκτίµηση που προκύπτει µε αντικειµενικά κριτήρια, µε τα οποία ο δικαστής οφείλει να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση. Αντικειµενικά κριτήρια αξιολόγησης των αποδεικτικών µέσων είναι τα εξής: Οι κανόνες της λογικής. Η πρόσκρουση σε αυτούς τους κανόνες εµφανίζεται όταν η απόφαση περιέχει αντιφάσεις, ασάφειες ή κενά, όταν ο δικαστής δεν αξιολογεί καθόλου τα υπάρχοντα αποδεικτικά µέσα, από τα οποία θα µπορούσε να προκύψει κάτι διαφορετικό από εκείνο στο οποίο κατέληξε., όταν ο δικαστής ακολουθεί αποδεικτικό µέσο χωρίς να το εξετάσει, να ελέγξει την ποιότητά του ή όταν µεταξύ περισσότερων εκδοχών και δυνατοτήτων επιλέγει αυθαίρετα κάποια, χωρίς να εξετάσει και τις υπόλοιπες. Τα διδάγµατα της κοινής πείρας. Πρόσκρουση υφίσταται όταν το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής δεν λαµβάνει υπόψιν του κατά την εκτίµηση των αποδεικτικών µέσων ένα γεγονός ως δίδαγµα της κοινής πείρας ή όταν το εκλαµβάνει εσφαλµένα. Ως τέτοιο θεωρείται η γνώση της εµπειρικής πραγµατικότητας κατά τρόπο γενικό και αφηρηµένο, µε τη βοήθεια των φυσικών επιστηµών. Οι ασφαλείς διαγνώσεις της επιστήµης και της τεχνικής. Πρόσκρουση σε αυτές υπάρχει όταν ο δικαστής κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών µέσων δεν λαµβάνει υπόψιν επιστηµονικά ή τεχνικά µέσα, τα οποία θεωρούνται από τους ειδήµονες βέβαια και δεν επιδέχονται αµφισβήτηση (π.χ. εξετάσεις D.N.A.). 27