<< ΘΕΜΑ >> «Η ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ» ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Μάθημα: Λογιστική ΙΙ

42η ιδακτική Ενότητα ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΑΛΛΟΙ ΚΛΑ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

το ΑΪΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ»

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (θεωρητική και πρακτική προσέγγιση)

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (θεωρητική και πρακτική προσέγγιση)

ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜ ΗΜ Α: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. λ V >- / λ % ; j y.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΓΓΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 26ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1990 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

0 b til lioi ΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΣΟΥΡΛΑ ΕΥΘΥΜΙΑ

Πίνακας Περιεχομένων

Η επιχείρηση που έχει στην κατοχή της ένα γραμμάτιο προς είσπραξη μπορεί να το εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως:

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΙΙ. ΕΠΙΤΑΓΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΓΕΝΙΚΑ

ΠΑΙΓΝΙΟ ΛΑΙΚΟΥ ΛΑΧΕΙΟΥ

ΘΕΜΑ : T.E.I. ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Στη χώρα μας βέβαια η ανάπτυξή της είναι αξιοσημείωτη, όμως σε σχέση με άλλες χώρες, η χρήση της πρέπει να θεωρείται μάλλον μικρή.

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

γραμμάτια Ορισμοί Προεξόφληση Αντικατάσταση Μέση λήξη Ασκήσεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΑΙΓΝΙΟ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΛΑΧΕΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4289, 29/7/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Ελληνική Ένωση Τραπεζών: 32 ερωτήσεις και απαντήσεις για τις τραπεζικές συναλλαγές

ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ: «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας»

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ. Ορισμός Χρήματος. Με τον όρο χρήμα, εννοούμε καθετί που έχει τη γενική αποδοχή ως μέσο συναλλαγών και διακανονισμού χρεών.

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ ΙΚΑ

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΔΕΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΔΕΟ 10 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΈΤΟΣ: 2012/13 4 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

ΠΑΙΓΝΙΟ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΥ ΛΑΧΕΙΟΥ ΣΚΡΑΤΣ. Σύμβαση Προσχώρησης

ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. ΘΕΜΑ: Έκδοση στοιχείων κατά την καταβολή δικαστικής δαπάνης και τόκων υπερηµερίας.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΚΕ.Δ.Ε.Α.) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

Βασικές γνώσεις Κ.Β.Σ.

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΩΣ ΑΞΙΟΓΡΑΦΟΥ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΓΗ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΡΩΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ με τίτλο: «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας» (ΦΕΚ Α 65, )

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΔΕΙΓΜΑ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ FX LINK 1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΦΑΡΣΑΡΩΤΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΨΙΛΟΝ 7 ΤΕΥΧΟΣ 109 (310) Η ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ. Έννοια, εξέλιξη, ειδικά θέματα.

Οι Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 1999 έως 2015

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3791, 31/12/2003 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΕΓΓΥΗΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

CITY PRESS Αφιέρωμα στην 73 η ΔΕΘ Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

ΝΕΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ & ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΔΑΠΑΝΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ, ΚΛΙΜΑΚΙΩΝ & Ε.Π.Π. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ALPHA ALERTS

Μονογραφή από όλους τους συνδικαιούχους σε κάθε σελίδα. Γνήσιο υπογραφής στην τελευταία σελίδα από Αστυνομία ή ΚΕΠ από όλους τους συνδικαιούχους

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Έσοδα - δαπάνες σύναψης, έκδοσης, εξυπηρέτησης, τακτοποίησης, των δημοσίων δανείων, τίτλων, παραγώγων κ.λπ.

1. Χρήμα είναι οτιδήποτε γίνεται γενικά αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής από τα άτομα μιας κοινωνίας.

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΥΣ

Γενικοί Όροι Παροχής Υπηρεσίας EXPRESS MAIL SERVICE (EMS)

ΚΕΦ. 10 ΤΑΜΕΙΟ Βιβλίου Ταμείου. Βιβλίο Μικρού Ταμείου. ΤΡΑΠΕΖΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών

Άρθρο 7 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΙΙ. Ενότητα #4: Λογιστική Γραμματίων Εισπρακτέων. Δημήτρης Τζελέπης Σχολή Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΦΟΡΕΑ ΑΦΜ:

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ALPHA ALERTS

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΕΠΙ ΤΙΤΛΩΝ ΜΕ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ (ΑΫΛΟΙ ΤΙΤΛΟΙ)

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 4 και 5

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΕΩΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗΝΙΑΙΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΚΑΡΤΩΝ (Alpha e-statements)

ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ AXIALINE

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ << ΘΕΜΑ >> «Η ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ» ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ : ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ : ΤΖΙΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΑΛΑ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2001

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ << ΘΕΜΑ >> «Η ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ» ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ : ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ; ΤΖΙΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΑΛΑ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2001

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1-4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΑΓΗΣ...4-7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ 1. Σύμβαση επιταγής και πληρωμή πλαστής επιταγής...7-12 2. Τυπικές προϋπόθεσης εκδόσεως της επιταγής... 12-18 3, Ουσιαστικές προϋπόθεσης εκδόσεως της επιταγής...18-19 4. Διάφορες της επιταγής από την συναλλαγματική...19-23 5. Μεταχρονολογημένη επιταγή... 23-27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ 1. Μεταβίβαση της επιταγής...28-32 2. Τριτεγγύηση της επιταγής...32-33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ 1. Εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή... 33-35 2. Πληρωμή της επιταγής...36-38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ

1. Ανάκληση της επιταγής...38-39 2. Η ακάλυπτη επιταγή...39-45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΙΔΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ 1. Δίγραμμη επιταγή...45-47 2. Λογιστική επιταγή...47-48 3. Ταξιδιωτική επιταγή...49-50

Η επιταγή αποτελεί έγγραφο και κατ ακριβολογία αξιόγραφο συντασσόμενο κατ ορισμένο τύπο, στο οποίο περιέχεται ενυπόγραφη δήλωση βουλήσεως του εκδότη, εντολή για την πληρωμή ορισμένου ποσού σε ορισμένο δικαιούχο ή στον κομιστή, το όνομα εκείνου που οφείλει να πληρώσει, ο τόπος της πληρωμής, η χρονολογία και ο τόπος της εκδόσεώς της καθώς και η υπογραφή του εκδότη. Η επιταγή μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω στο σχετικό κεφάλαιο, η συνηθέστερη όμως είναι η τραπεζική επιταγή, εκείνο δηλαδή το έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο επιτάσσει μία τράπεζα να πληρώσει σε άλλο πρόσωπο, κατά την εμφάνιση, ορισμένο χρηματικό ποσό σε ορισμένο τόπο. Ο θεσμός της επιταγής βρήκε τη σύγχρονη διαμόρφωσή του κατά τον 17 αιώνα στην Αγγλία. Εκεί οι έμποροι κατέθεταν τα αποθέματά τους σε πολύτιμα μέταλλα στους χρυσοχόους και τα διέθεταν με έγγραφες εντολές που απηύθυναν σ αυτούς. Αργότερα το έργο αυτό το ανέλαβαν οι τραπεζίτες, που μάλιστα διακανόνιζαν τις μεταξύ τους σχέσεις διαμέσου συμψηφιστικών γραφείων, όπως έκαναν παλιότερα οι αργυραμοιβοί του μεσαίωνα στις εμπορικές πανηγύρεις. Τέλος, από τον 19 αιώνα η επιταγή εξελίχθηκε οριστικά σε μέσο πληρωμής και ως τέτοιο διαδόθηκε από την Αγγλία σε πολλές χώρες της Ευρώπης καθώς και στις χώρες της Βόρειας Αμερικής. Στην εποχή μας η σημασία της επιταγής ως μέσου πληρωμής είναι πολύ μεγάλη. Με τη λειτουργία αυτή, μάλιστα, η επιταγή εξυπηρετεί και τις διεθνείς συναλλαγές. ΓΓ αυτό πολύ νωρίς έγινε αισθητή η ανάγκη ενοποιήσεως του δικαίου που τη διέπει. Από τα τέλη του 19 αιώνα, πραγματικά, άρχισαν οι προσπάθειες για ενοποίηση του δικαίου της επιταγής και στις αρχές του αιώνα μας σε δύο διεθνή συνέδρια της Χάγης είχαν γίνει ήδη σημαντικές προπαρασκευαστικές εργασίες. Οι προσπάθειες αυτές, που ήταν σύγχρονες και παράλληλες με τις προσπάθειες για την ενοποίηση του δικαίου της συναλλαγματικής, οδήγησαν στη συνδιάσκεψη της Γενεύης, που συγκλήθηκε το 1931 υπό την αιγίδα της

Κοινωνίας των Εθνών. Στη συνδιάσκεψη αυτή εκπονήθηκαν τρία αντίστοιχα σχέδια διεθνών συμβάσεων για την επιταγή. Το πρώτο από αυτά αφορούσε το ουσιαστικό δίκαιο της επιταγής, το δεύτερο περιείχε κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για την επιταγή και το τρίτο τέλος διατάξεις για τη σχέση των εθνικών νόμων για το χαρτόσημο προς το δίκαιο της επιταγής. Οι συμβάσεις αυτές έγιναν δεκτές από πολλές χώρες, με εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που υπέγραψαν μόνο την Τρίτη σύμβαση για τη χαρτοσήμανση. Η Ελλάδα υπέγραψε και τις τρεις αυτές συμβάσεις, τις κύρωσε με το ν. 5868/1933 και με το ν.5960/1933 «περί επιταγής» και εισήγαγε ως εσωτερικό της δίκαιο το κείμενο του ενιαίου νόμου με ορισμένες επιφυλάξεις. Ο ν. 5960/1933 είναι και η βασική νομοθετική πηγή του δικαίου της επιταγής. Η επιταγή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη συναλλαγματική, καθώς και τα δύο προϋποθέτουν την ύπαρξη τριών προσώπων. ΓΓ αυτό και η νομοθετική ρύθμιση της επιταγής προσεγγίζει σημαντικά τη νομοθετική ρύθμιση της συναλλαγματικής. Μεταξύ των δύο αυτών αξιογράφων βέβαια υπάρχουν και διαφορές, οι οποίες αντικατοπτρίζονται ως επί το πλείστον στη διαφορετική οικονομική λειτουργία τους. Η επιταγή πραγματικά χρησιμεύει κυρίως ως όργανο πληρωμής, ενώ η συναλλαγματική όπως άλλωστε και το γραμμάτιο εις διαταγή αποτελούν κυρίως όργανα παροχής πιστώσεως. Οι πληρωμές με χρησιμοποίηση επιταγής μπορούν να γίνουν κατά δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πελάτης που έχει λογαριασμό σε τράπεζα και σχετική συμφωνία μαζί της μπορεί αντί να εξοφλήσει οφειλή του προς τρίτο καταβάλλοντας μετρητά, να εκδώσει και να εγχειρίσει σ αυτόν επιταγή που να απευθύνεται προς την τράπεζα, η οποία θα την πληρώσει σε βάρος του λογαριασμού του. ΑλΚά και ο τρίτος, που πήρε την επιταγή, μπορεί να κάνει πληρωμή μ αυτήν, μεταβιβάζοντάς την στο δικό του οφειλέτη αντί να τον πληρώσει μετρητά. Η χρησιμοτχοίηση της επιταγής ως μέσου πληρωμής έχει πολύ μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα όταν η εξόφλησή της γίνεται χωρίς μετακίνηση αυτούσιου χρήματος, με απλές εγγραφές στους λογαριασμούς των πελατών της τράπεζας. Στην ττερίπτωση αυτή πραγματικά κατά τις αλλεπάλληλες πληρωμές αποφεύγονται οι κίνδυνοι, οι δαπάνες, κι η χρονοτριβή που συνεπάγονται οι απαιτούμενες μετακινήσεις και μετρήσεις χρημάτων. Κι αυτό

είναι ωφέλιμο τόσο για τους ιδιώτες όσο και κυρίως για την εθνική οικονομία. Γιατί με τον τρόττο αυτό, το χρήμα που είναι κατατεθειμένο στις τράπεζες εξοικονομείται, παραμένοντας στη διάθεσή τους ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται από αυτές για παροχή πιστώσεων. Η σημασία της επιταγής ως μέσου πληρωμής είναι τόσο μεγάλη για την εθνική οικονομία, ώστε ο νομοθέτης προσπαθεί να διευκολύνει και να προάγει τη χρησιμοποίησή της στις συναλλαγές. ΓΓ αυτό και απαλλάσσει την επιταγή από την υποχρέωση χαρτοσήμανσης. Η προσπάθεια βέβαια να προωθηθεί και να καθιερωθεί η επιταγή ως μέσο πληρωμής δε φτάνει έως του σημείου να υποκαταστήσει το νόμιμο χρήμα, γιατί κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τη νομισματική πολιτική του κράτους. Αλλά ούτε και η εξέλιξή της σε μέσο παροχής πιστώσεως επιδιώκεται, διότι την αποστολή αυτή επιτελούν η συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή. Και είναι γεγονός ότι η επιταγή εύκολά παρεκκλίνει προς την κατεύθυνση αυτή λόγω της μη χαρτοσήμανσής της, παρόλα τα μέτρα που παίρνει ο έλληνας νομοθέτης για να κρατήσει την επιταγή στο σκοπό για τον οποίο την έταξε από την αρχή. Παρατηρώντας κανείς τις ελληνικές συναλλαγές τα τελευταία χρόνια εύκολα διερωτάται αν η επιταγή εξακολουθεί ακόμη να είναι μέσο πληρωμής. Τελευταία, πραγματικά, όλο και πιο συχνά η επιταγή χρησιμοποιείται αντί συναλλαγματικής, ως μέσο δηλαδή παροχής και κυκλοφορίας της πίστεως. Οι συναλλασσόμενοι στηριζόμενοι στο γεγονός ότι η επιταγή δε -χαρτοσημαίνεται και ότι επιτρέπεται να μεταχρονολογείται, εκδίδουν όλο και πιο συχνά επιταγές μεταχρονολογημένες. Με τον τρόπο αυτό, παρατείνουν κατά βούληση το οκταήμερο, το οποίο στο οποίο κατά νόμο πρέπει να εμφανιστεί η επιταγή προς πληρωμή. Η πρακτική αυτή οδηγεί σε εκτροπή της επιταγής από τον προορισμό της και προκαλεί νοσηρές καταστάσεις στην οικονομία. Σε σημείο μάλιστα που ανάγκασε τον έλληνα νοροθέτη να επέμβει εντέλει και να λάβει ορισμένα μέτρα. Έτσι, με διάταξη που περιέλαβε σε πρόσφατο νομοθέτημα υπέβαλε σε χαρτοσήμανση τις μεταχρονολογημένες επιταγές που προσκομίζονται στjς τράπεζες πριν από τη φερόμενη ημερομηνία εκδόσεώς τους, αυτές δηλαδή που χρησιμοποιούνται για πιστωτικούς σκοπούς. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα με ειλικρίνεια πρέπει να παραδεχτούμε ότι η επιταγή στη νεότερη εξέλιξή της απέκτησε και πιστωτική

λειτουργία. To φαινόμενο αυτό άλλωστε αναγνωρίζεται ττλέον ευθέως και από τον έλληνα νομοθέτη, ο οποίος με την παραπάνω ρύθμιση καθιερώνει τουλάχιστο σε ορισμένες περιπτώσεις την επιταγή ως μέσο παροχής πιστώσεως. Το κυρίως μέρος της παρούσας εισήγησης αναφέρεται στα κυριότερα ζητήματα που αφορούν τη βασική και συνηθέστερη στη συναλλακτική πρακτική μορφή της επιταγής, την τραπεζική, ενώ σε ιδιαίτερο κεφάλαιο θα γίνει εν συντομία αναφορά και στα λοιπά είδη της. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΑΓΗΣ Η επιταγή αποτελεί τραπεζική σύμβαση, καταρτιζόμενη ανάμεσα στη τράπεζα και τον πελάτη της (εκδότη της), η οποία περιλαμβάνει υποχρέωση της πρώτης να πληρώσει σ αυτόν που αναγράφεται ως δικαιούχος ή σε κάθε νόμιμη περίπτωση στον κομιστή του τίτλου το ποσό που αναγράφεται στην επιταγή. Η επιταγή είναι αξιόγραφο που όπως και στη συναλλαγματική εμφανίζονται και σ' αυτήν τρία πρόσωπα; αυτός που εκδίδει την επιταγή και δίνει την εντολή (εκδότης), αυτός προς τον οποίο απευθύνεται η εντολή (πληρωτής), που κατά κανόνα είναι τράπεζα, και αυτός υπέρ του οποίου εκδίδεται η επιταγή (λήπτης), που ενδέχεται να μην κατονομάζεται στον τίτλο. Εκτός από τα τρία αυτά πρόσωπα είναι δυνατό να εμφανίζονται στην επιταγή και άλλα όπως οπισθογράφοι και τριτεγγυητές. (Η επιταγή συνεπώς μοιάζει εξωτερικά με τη συναλλαγματική, γι αυτό κι η νομοθετική της ρύθμιση είναι κατά βάση παρόμοια, εμφανίζει όμως και σημαντικές διαφορές από αυτήν) Η επιταγή εκδίδεται συνήθως με συμπλήρωση ειδικού εντύπου, το οποίο αποκόπτεται από στέλε)(θς επιταγών, που οι τράπεζες χορηγούν στους πελάτες τους όταν έχουν λογαριάσμό σ αυτές και συνδέονται μαζί τους με σχετική συμφωνία, για την οποία θα γ)νει λόγος παρακάτω. Το έντυπο αυτό έχει αποτυπωμένους αύξοντα αριθμό και τον αριθμό του λογαριασμού του πελάτη και διατυπώνεται συνήθως κατά τον ςίίίφαουθο τρόπο;

Μόνο το έγγραφο που περιέχει τα στοιχεία του ορισμού που δόθηκε ανωτέρω είναι επιταγή κατά την έννοια του νόμου περί επιταγής. Στις συναλλαγές, βέβαια, χρησιμοποιούν και άλλα έγγραφα που φέρουν την ονομασία επιταγή ( π.χ. ταχυδρομική επιταγή), που έχουν την ίδια λειτουργία ή κοινά χαρακτηριστικά με την επιταγή. Όμως τα έγγραφα αυτά δεν είναι επιταγές με την έννοια που εξετάζεται εδώ και, συνεπώς, δεν υπάγονται στο νόμο περί επιταγής. Παρόμοια έγγραφα από τα οποία πρέπει να διακρίνεται η επιταγή είναι κατά πρώτο λόγο η συναλλαγματική, για τις διαφορές των οποίων διεξοδική αναφορά θα γίνει παρακάτω. Επιπλέον, η επιταγή πρέπει να διακρίνεται και από τα εξής άλλα έγγραφα; από την εμπορική εντολή με την οποία μοιάζουν ως προς τη δομή τους, από τραπεζογραμμάτιο, που έχει οικονομικό σκοπό συναφή με αυτόν της επιταγής, από την ταχυδρομική επιταγή, που είναι έγγραφο ομώνυμο αλλά με διαφορετική λειτουργία και τέλος από την πιστωτική κάρτα, που επίσης διευκολύνει τις πληρωμές. Εδώ θα περιοριστούμε να προσδιορίσουμε τη βασική διαφορά της επιταγής από τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να επεκταθούμε στις επιμέρους διαφορές, που είναι πολλές και απορρέουν όλε από τη βασική αυτή διαφορά. Αναλυτικά, η επιταγή ως μέσο πληρωμής συγγενεύει κατά το σκοπό με το τραπεζογραμμάτιο, που είναι κι αυτό υπόσχεση πληρωμής. Διαφέρουν όμως τα δύο αυτά έγγραφα μεταξύ τους κατά τούτο βασικά, ότι το τραπεζογραμμάτιο είναι νόμιμο μέσο πληρωμής, δηλαδή η κυκλοφορία του βασίζεται σε νομοθετική εξουσιοδότηση, ενώ η επιταγή επιλέγεται από τους ενδιαφερόμενους ως μέσο πληρωμής. ΓΓ αυτό και το τραπεζογραμμάτιο ενεργεί άμεσα την πληρωμή, ενώ η επιταγή εκδίδεται συνήθως χάρη πληρωμής. Η ταχυδρομική επιταγή τώρα παρόλο που είναι ομώνυμο με την επιταγή έγγραφο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιταγή με την έννοια του νόμου περί επιταγής. Διευκρινίζεται εδώ ότι εν προκειμένω πρόκειται για την ταχυδρομική επιταγή που ρυθμίζεται από το ν.δ. 404/1947 «περί ταχυδρομικών επιταγών» κι όχι για τις επιταγές που εκδίδονται επί ταχυδρομικών ταμιευτηρίων. Οι τελευταίες αυτές είναι αξιόγραφα και, μάλιστα επιταγές που μπορούν να υπαχθούν στο νόμο περί επιταγής, αλλά υπάγονται κατά loipio λόγο σε

ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς ( α.ν. 2723/1940 και το εκτελεστικό του β.δ. της 19.1 / 4.2.1950). Η ταχυδρομική επιταγή, για την οποία πρόκειται εδώ. είναι μέσο αποστολής χρημάτων από τόπο σε τόπο κι όχι μέσο πληρωμής. Είναι απλή εντολή προς πληρωμή, που παριστάνεται σε έγγραφο, το οποίο όμως παραμένει στα χέρια του οφειλέτη, δηλαδή της υπηρεσίας των ταχυδρομείων, την οποία και μόνον αφορά. Για το λόγο αυτό η ταχυδρομική επιταγή όχι μόνο δεν είναι επιταγή αλλά ούτε καν αξιόγραφο. Επίσης ούτε στην κατηγορία των επιταγών ούτε καν των αξιογράφων μπορεί να θεωρηθούν ότι ανήκουν οι πιστωτικές κάρτες πσυ είναι σε χρήση στις συναλλαγές, όπως η εθνοκάρτα, η κάρτα Diner s Club, η carte blanche κ.α. Οι κάρτες αυτές, πραγματικά, δεν ενσωματώνουν απαίτηση αλλά απλώς διευκολύνουν τις πληρωμές διαμέσου του οργανισμού που τις εξέδωσε. Δημιουργούν πάντως κι αυτές πολυμερές σχέσεις που δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως. Αναφορικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επιταγής ως αξιόγραφο αυτή ενσωματώνει απαίτηση, αυτοτελή κι ανεξάρτητη από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε. Αυτό σημαίνει ότι στο σώμα της επιταγής δεν αναφέρεται η έννομη σχέση, που έδωσε αφορμή για την έκδοσή της, π.χ. πώληση κι επιπλέον η λειτουργία κι η εξέλιξη της απορρέουσας από τη σχέση αυτή απαίτησης σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει την ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση. Επίσης η επιταγή εντάσσεται στην ιδιαίτερη κατηγορία των χρηματογράφων, εκείνων δηλαδή των αξιογράφων που ενσωματώνουν απαίτηση προς καταβολή χρηματικού ποσού, κι ως τέτοιο, όπως κι η συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή, εκδίδεται χάρη καταβολής ( δηλαδή ο δανειστής προκειμένου να ικανοποιήσει τον οφειλέτη, αναλαμβάνει απέναντί του νέα υποχρέωση) κι όχι αντί καταβολής. Πραγματικά, λοιπόν, η επιταγή δεν εξομοιώνεται με χρήμα, όπως το τραπεζογραμμάτιο, κι έκδοση κι η μεταβίβασή της με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προβλέπει ο νόμος δεν πραγματοποιούν αμέσως την πληρωμή. Τόσο περισσότερο μάλιστα που η εξόφληση της επιταγής γίνεται από τράπεζα κι αυτή μπορεί να αρνηθεί την πληρωμή για οποιονδήποτε λόγο και συνήθως στις μέρες μας λόγω έλλειψης διαθεσίμων. Η επιταγή συνεπώς δεν αποτελεί νόμιμο μέσο πληρωμής, όπως το τραπεζογραμμάτιο, και γγ αυτό πρέπει να τη δεχτεί ο 6

δανειστής. Κι επειδή η επιταγή περιέχει υπόσχεση πληρωμής, θεωρείται ότι συνήθως εκδίδεται ή μεταβιβάζεται χάρη κι όχι αντί καταβολής, εκτός κι αν υπάρχει σαφής βούληση των μερών για το αντίθετο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ 1) Σύμβαση επιταγής και πληρωμή πλαστής επιταγής. Όπως στη συναλλαγματική και στο γραμμάτιο εις διαταγή, έτσι και στην επιταγή για να γεννηθεί η σχετική ένοχη πρέπει να συντρέξουν ορισμένες προϋπόθεσης, ουσιαστικές και τυπικές. Πέρα από αυτές όμως επειδή η επιταγή είναι μέσο πληρωμής ο νόμος απαιτεί για την έκδοση της δυο επιπλέον στοιχεία 1) την έκδοση της επιταγής με πληρωτή την τράπεζα που έχει κεφαλαία στη διάθεση του έκδοτη 2) και στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του τραπεζίτη και του έκδοτη βάσει τις οποίας ο έκδοτης έχει το δικαίωμα να διαθέτει τα Κέφαλε αυτά με επιταγές. Πρέπει να παρατηρήσουμε από τώρα όμως, ότι τα δυο αυτά στοιχεία δεν απαιτούνται για το κύρος της επιταγής αλλά για την κανονική και επιτυχημένη λειτουργία της ως μέσου πληρωμής. Οι ουσιαστικές προϋπόθεσης για τη γέννηση της ένοχης από την επιταγή είναι ομοίως με αυτές που απαιτούνται για τη γένεση της ένοχης από τη συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή. Ειδικότερα προβλέπεται η απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή. Ακόμα προβλέπεται η ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή με αντιπρόσωπο η αρχή της αυτοτέλειας τον υπογράφων. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερος και τούτο. Επειδή η επιταγή δεν γίνεται αποδεκτή διατηρεί έντονα το χαρακτήρα της εντολής. Α) Σύυβαση επιταγής Η επιταγή μπορεί να εκδοθεί όταν ο έκδοτης - πελάτης έχει στον πληρωτή - τραπεζίτη κεφαλαία που μπορεί να τα διαθέτει με επιταγές. Τα κεφαλαία αυτά μπορούν να προέρχονται είτε από κατάθεση είτε από άνοιγμα πιστώσεως. Και η εξουσία διαθέσεως τους από τον έκδοτη με επιταγές στηρίζεται σε σύμβαση ανάμεσα σε αυτόν και τον πληρωτή. Πρόκειται για την καλούμενη σύμβαση επιταγής με την οποία ο πληρωτής τραπεζίτης έχει δικαίωμα και υποχρεώσει να πληρώνει της επιταγές που εκδίδει προς αυτόν

ο πελάτης με τη προϋπόθεση ότι έχει στα (ο πληρωτής - τραπεζίτης ) στα χέρια του διαθέσιμα του πελάτη. Η σύμβαση επιταγής δημιουργεί ενοχική σχέση ανάμεσα στην τράπεζα ( πληρωτή ) και στον πελάτη ( έκδοτη ). Είναι άτυπη σύμβαση και μπορεί να καταρτισθεί και σιωπηρά. Συνήθως πάντως καταρτίζεται εγγράφως και συγκεκριμένα με τη συμπλήρωση έντυπου που το διαθέτει η τράπεζα. Σιωπηρή κατάρτιση εξάλλου μπορεί να συναχθεί από διάφορα στοιχεία - όπως π.χ από το γεγονός ότι η τράπεζα παρέδωσε στον πελάτη στέλεχος επιταγών η πλήρωσε επιταγές του. Λογικά η σύμβαση επιταγής φαίνεται να είναι αυτοτελής. Στη πραγματικότητα όμως επειδή προϋποθέτει ότι ο πελάτης έχει διαθέσιμα στην τράπεζα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συμβάσεως ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη, βάση της οποίας η πρώτη υποχρεούται να παρέχει ποικίλες υπηρεσίες στο δεύτερο - όπως π.χ να δέχεται καταθέσεις, να ανοίγει πίστωση, να κάνει πληρωμές για λογαριασμό του, να δέχεται πληρωμές προς αυτόν κλπ. Η ευρύτερη αυτή σύμβαση δεν έχει βρει μια ονομασία γενικώς αποδεκτή. Από άλλους καλείται αόριστα «τραπεζική σύμβαση» ή «σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως», ανάλογα με τη βασική οικονομική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη. Πάντως στη σύμβαση αυτή η έκδοση τις επιταγής από τον πελάτη έχει την έννοια της οδηγίας με την οποία ο πελάτης καθορίζει μονομερώς τι πρέπει να πράξει η τράπεζα σε εκτέλεση της συμβάσεως. Όπως αναφέρθηκε ήδη η σύμβαση επιταγής προϋποθέτει ότι η τράπεζα έχει στη διάθεση της κεφαλαία του πελάτη που αυτός δικαιούται να διαθέτει με επιταγές. Τα κεφαλαία αυτά καλούνται γενικότερα «διαθέσιμα» και ειδικότερα όσο αναφορά την επιταγή καλούνται «κάλυψη».«κά λυμμα» ή «π ρόβλεψ η». Τα διαθέσιμα αυτά μπορεί να ανήκουν στον ίδιο τον έκδοτη και να προέρχονται όπως παρατηρήσαμε ήδη είτε από κατάθεση είτε από άνοιγμα πιστώσεως. Για αυτό και η σύμβαση της επιταγής συνδέεται με σύμβαση είτε καταθέσεως είτε ανοίγματος πιστώσεως, είτε αυτοτελώς είτε στα πλαίσια μιας ευρύτερης τραπεζικής συμβάσεως όπως σημειώθηκε. Αλλά τα διαθέσιμα δεν είναι απαραίτητα να ανήκουν στον ίδιο τον έκδοτη. Μπορούν να προέρχονται και από κάποιο τρίτο όπως συμβαίνει στη περίπτωση πς επιταγής για λογαριασμό τρίτου. Στην περίπτωση αυτή πραγματικά 8

εξυπακούεται ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ της τράπεζας και του τρίτου δυνάμει της οποίας ο τρίτος δέχεται να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα του από την τράπεζα για την πληρωμή των επιταγών αλλού. Η προβλέψει κατά το ελληνικό δίκαιο πρέπει να υπάρχει τουλάχιστο κατά το χρόνο της εμφανίσεως της επιταγής προ πληρωμή. Αυτό προκύπτει έμμεσα από τη διάταξη του άρθρου 79 όπως τροποποιήθηκε στην οποία θεσπίζεται και ποινική ευθύνη αυτού που εκδίδει εν γνώση του επιταγή πληρωτέα από τράπεζα στην οποία δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Η σύμβαση επιταγής πάντως λειτουργεί ανεξάρτητα από την επιταγή.σύμφωνα με την άποψη αυτή η επιταγή είναι έγκυρη ακόμη και όταν δεν υπάρχει σύμβαση μεταξύ τις τράπεζας και του έκδοτη ακόμη και όταν ο εκδότης δεν έχει κεφάλαια στην τράπεζα ή όταν το ποσό τις επιταγής υπερβαίνει τα κεφάλαια αυτά. Σε παρόμοιες περιπτώσεις η τράπεζα δεν έχει την υποχρέωση να πληρώσει την επιταγή. Μπορεί να την πληρώσει όμως ανταποκρινόμενη στη σχετική οδηγία του πελάτη της αν θέλει να τον εξυπηρέτηση όποτε βέβαια δικαιούται να ζητήσει αμέσως από αυτών τα καταβληθέντα. Αν όμτος η τράπεζα αρνηθεί να πληρώσει την επιταγή που είναι και το πιθανότερο ο κομιστής μπορεί να στραφεί κατά του εκδότη και των λοιπών υπογραφέων τις επιταγής που επίσης ευθύνονται για τείνει πληρωμή της από αναγωγή. Ανεξάρτητα από αυτό όπως ήδη αναφέραμε αυτός που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή δηλαδή επιταγή που δεν πληρώθηκε επειδή δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κατά τον χρόνο τουλάχιστον τις πληρωμής έχει (1) ποινική ευθύνη και (2) και ευθύνη κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας προς αποζημίωση του κομιστή και αυτό γιατί υπάρχει διάταξη που θέτει ως προϋπόθεση για την έκδοση της επιταγής την ύπαρξη συμβάσεως επιταγής και διαθέσιμων έχει θεσπιστεί αναμφίβολα για το συμφέρον του κομιστή. Β) Σύμβαση επιταγής και πληρωμή πλαστήρ επιταγής Η επιταγή η οποία ως τίτλος εις διαταγή ή στον κομιστή κυκλοφορεί με μεγάλη ευχέρεια διατρέχει τον κίνδυνο πλαστογραφησεως.συγκεκριμένα μπορεί εύκολα να εφοδιαστεί με υπογραφή που δεν είναι του εκδότη ή να υποστεί νοθεία όσο αναφορά το πόσο της.στην περίπτωση αυτή γεννάται το 9

ερώτημα ποια επίδραση θα έχει αυτό στη σύμβαση επιταγης.ειδικοτερα γεννάται το ερώτημα ποιος θα φέρει το κίνδυνο πληρωμής μιας επιταγής που δεν προέρχεται από τον έκδοτη της ή που το πόσο της είναι μεγαλύτερο από αυτό για το οποίο εκδόθηκε. Το θέμα αυτό απασχόλησε σοβαρά τη συνδιάσκεψη της Γενεύης. Επειδή όμως δεν επιτεύχθηκε σύμπτωση απόψεων έμεινε τελικώς αρρύθμιστο για να το αντιμετωπίσουν οι εσωτερικές νομοθεσίες των συμβαλλόμενων κρατών. Έτσι σήμερα το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται με βάση τις γενικές αρχές των διάφορων εσωτερικών δικαίων και φυσικά οι λύσεις που δίνονται σε αυτό δεν είναι ομοιόμορφες και ασφαλείς. Στη Γενεύη υποστηρίχθηκαν με επιμονή δύο απόψεις. Κατά τη μια από αυτές το κίνδυνο πλαστογραφίας τις επιταγής όσοη αφοράά την υπογραφή του έκδοτη ή το πόσο πρέπει να το φέρει ο πληρωτής δηλαδή η τράπεζα. Μια επιταγή πλαστογραφημένη δεν αποτελεί «εντολή» το υ πελάτη προς την τράπεζα αφού δεν υπάρχει βούληση του να δεσμευθεί. Εξάλλου η τράπεζα ασκεί επιχείρηση και συνεπώς αυτή είναι που πρέπει να φέρει τον κίνδυνο που ανάγεται στη σφαίρα της επαγγελματικής επιρροής της. Κατά την άλλη άποψη τον κίνδυνο πρέπει να φέρει ο πελάτης. Προς θεμελιώσει της απόψεως αυτής επικαλούνται εκτός άλλων και ότι η τράπεζα πληρώνοντας την επιταγή κάνει δαπάνη ή υφίσταται ζημία την οποία ο πελάτης πρέπει να αποκαταστήσει. Η δεύτερη άποψη είναι εξεζητημένη και δεν μπορεί να ευσταθήσει. Έτσι ορθότερη φαίνεται η πρώτη άποψη που είναι και η επικρατέστερη. Σύμφωνα με αυτή το κίνδυνο της πλαστογραφίας τον φέρει η τράπεζα. Η άποψη αυτή ισχύει μόνο κατ αρχή δηλαδή μόνο στην περίπτωση που δεν βαρύνει πταίσμα τους συμβαλλόμενους όπως εκτίθεται αμέσως ποιο κάτω. Επειδή ο κίνδυνος της πλαστογραφίας στην επιταγή είναι μεγάλος τόσο ο πελάτης όσο και η τράπεζα έχουν την υποχρέωση αυξημένης επιμέλειας. Ο πελάτης ειδικότερα οφειλή να εκδίδει επιταγές του σε έντυπα από την δεσμίδα επιταγών που του χορήγησε η τράπεζα να τηρεί τη σειρά αριθμήσεως και ιδίως να φυλάγει με επιμέλεια τη δεσμίδα αυτή ώστε να μη περιέρχεται στα χέρια προσώπων που μπορούν να κάνουν κατάχρηση της. Αν χάσει τη δεσμίδα ή παρατήρηση την αφαίρεση κάποιου φύλλου της οφειλή να 10

ειδοποίηση αμέσως την τράπεζα. Επίσης οφειλή να μην διευκολύνει τη νόθευση γνήσιας επιταγής με αμελή ή ατελή συμπλήρωση του σχετικού έντυπου. Από την πλευρά της πάλι η τράπεζα οφειλή να φυλάσσει δείγμα της υπογραφής και να αντιπαραβάλλει προς αυτόν την υπογραφή κάθε επιταγής που εμφανίζεται προς πληρωμή. Υποστηρίζεται ότι ο έλεγχος της υπογραφής αρκεί να γίνεται με αντιπαραβολή προς το δείγμα γιατί η ταχύτητα των τραπεζίων συναλλαγών δεν επιτρέπει πιο επισταμένο έλεγχο. Εξάλλου όταν η τράπεζα ειδοποιηθεί από τον πελάτη για την απώλεια της δεσμίδας των επιταγών για αφαίρεση φύλλου ή για παραποίηση του ποσού τις επιταγής δεν επιτρέπεται να πληρώσει. Ακόμη αν η ίδια παρατήρηση ύποπτσ σημείο στη επιταγή ή στη συμπεριφσρά του κομιστή οφειλή να μην πληρώσει προτού συνεννοηθεί με τον πελάτη της. Εν τέλει στο θέμα του έλεγχου δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι και οι τράπεζες είναι τέλεια οργανωμένες επιχείρησης και μια ενδεχόμενη ανεπάρκεια τους για επιμελή έλεγχο είναι αδικαιολόγητη. Και η ανεπάρκεια αυτή δεν επιτρέπεται να αποβαίνει σε βάρος του πελάτη της. Τόσο περισσότερο που οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν την ευθύνη τους από παρόμοιους κίνδυνους με ασφάλιση. Αν υπάρχει παράβαση της επιβαλλόμενης επιμέλειας του ενός από τους συμβαλλόμενους η εύθηνη της πλαστογραφίας καταλογίζεται σε αυτόν. Ακριβέστερα αν η παράβαση της επιβαλλόμενης επιμέλειας αφορά τον πελάτη η ευθύνη για την πληρωμή της βαρύνει τον ίδιο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει τεκμήριο υπαιτιότητας σε βάρος της τράπεζας και συνεπώς αυτή βαρύνεται με τα να καταρρίψει το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας την υπαιτιότητα του πελάτη της προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη της. Συνήθως οι τράπεζες συνομολογούν απαλλακτικές ρήτρες με τις οποίες προσπαθούν να επιρρίψουν στον πελάτη τον κίνδυνο από πλαστογραφία. Συνεπώς οι ρήτρες αυτές είναι έγκυρες εφόσον δεν αφορούν απαλλαγεί για βαρύ πταίσμα της τράπεζας ή των υπάλληλων της κατά των σχετικό έλεγχο. Μάλιστα η τραπεζική επιχείρηση θα μπορούσε να εμπέσει στην έννοια των επιχειρήσεων εκείνων για την άσκηση των οποίων απαιτείται η παραχώρηση της αρχής. Και τότε η ρήτρες αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν ότι δεν απαλλάσσουν την τράπεζα από την ευθύνη της οποιοδήποτε και αν είναι το πταίσμα της το δικό της ή των υπάλληλων της.

Πάντως η σημασία των ρητρών αυτών εφόσον θεωρηθούν έγκυρες δεν είναι ότι η τράπεζα απαλλάσσεται από την ευθύνη της τελείως. Η σημασία τους είναι: πρώτον ότι η τράπεζα απαλλάσσεται από την ευθύνη της όταν δεν βαρύνεται με πταίσμα δικό της ή των υπάλληλων της : και δεύτερον ότι μετατίθεται το βάρος της αποδείξεως στον πελάτη της ότι η τράπεζα δεν τήρησε την προσήκουσα επιμέλεια. 2) Τυπικές προϋποθέσεις εκδόσεως της επιταγής Α) Τυπικά στοιγεία rnc επιταγής. Όπως και η συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή έτσι και η επιταγή για να είναι έγκυρη, πρέπει να συντάσσεται κατά τύπο αυστηρά καθορισμένο. Τα τυπικά στοιχεία της επιταγής είναι τα εξής: 1. Η ονομασία «επιταγή», που πρέπει να καταχωρείται στο κείμενο του τίτλου και να εκφράζεται στη γλώσσα στην οποία αυτός είναι συνταγμένος. Συνεπώς εκφράσεις όπως «εντολή», «διαταγή» κ.α. δεν αρκούν ως τυπική προϋπόθεση της επιταγής. 2. Η απλή και καθαρή εντολή πληρωμής ορισμένου ποσού, εντολή η οποία απευθύνεται στον πληρωτή. Η εντολή αυτή όπως και στη συναλλαγματική πρέπει να είναι απλή και καθαρή, δηλαδή να μην εξαρτάται από αίρεση, όρο ή άλλη προϋπόθεση και να αναφέρεται μόνο σε ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο μπορεί να εκφραστεί και σε ξένο νόμισμα. Η ρήτρα τόκων είναι ανεπίτρεπτη στην επιταγή και αν τυχόν περιληφθεί, θεωρείται ως μη γραμμένη. Στο σημείο αυτό παρατηρείται μία διαφοροποίηση ως προς τη συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγή, όπου η ρήτρα τόκων επιτρέπεται, όταν αυτά έχουν εκδοθεί ενόψει ή μετά προθεσμία από την όψη, αρκεί μόνο να αναγράφεται και το επιτόκιο. 3. Το όνομα εκείνου που οφείλει να πληρώσει. Στην επιταγή αυτός που οφείλει να πληρώσει λέγεται πάντα «πληρωτής» και ποτέ «αποδέκτης», όπως συμβαίνει στη συναλλαγματική κι αυτό γιατί στην επιταγή η αποδσχή απαγορεύεται ρητά. Ως πληρωτής δεν μπορεί να ορίζεται οποιοδήποτε πρόσωπο, όπως συμβαίνει στη συναλλαγματική. Στην επιταγή πληρωτής μπορεί να ορίζεται μόνο τραπεζίτης. Μάλιστα αν πρόκειται για ελληνική επιταγή, δηλαδή για επιταγή που έχει εκδοθεί και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, ως πληρωτής πρέπει απαραιτήτως να ορίζεται ανώνυμη τραπεζική 12

εταιρία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ασκεί τραπεζικές εργασίες. Αντίθετα, αν πρόκειται για διεθνή επιταγή, δηλαδή για επιταγή που δεν εκδόθηκε ή δεν είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, ως πληρωτής μπορεί να ορίζεται οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που ασκεί τραπεζικές εργασίες ή που εξομοιώνεται από το νόμο με τραπεζίτη. Αλλά η απαίτηση αυτή όσον αφορά τη διεθνή επιταγή, δεν επιβάλλεται επί ποινή ακυρότητας της επιταγής. Ως πληρωτής μπορεί να οριστεί και ο ίδιας ο εκδότης, αλλά μόνον αν πρόκειται για επιταγή που εκδίδεται μεταξύ διαφόρων καταστημάτων του ίδιου εκδότη. Στην εξαιρετική αυτή περίτπωση, όμως, απαγορεύεται η έκδοση της επιταγής στον κομιστή. Ο νόμος θέσπισε την απαγόρευση αυτή, για να προλάβει τον κίνδυνο η επιταγή να υποκαταστήσει το χρήμα. Πραγματικά, δεδομένου ότι οι Τράπεζες είναι φερέγγυοι οργανισμοί, οι επιταγές που εκδίδονται στον κομιστή μεταξύ καταστημάτων της ίδιας τράπεζας θα μπορούσαν με ευχέρεια να κυκλοφορούν αντί για χρήμα. Ο προσδιορισμός του ονόματος του πληρωτή στην επιταγή πρέπει να γίνεται κατά τρόπσ πσυ να μην αφήνει αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητά του. Συζητείται αν επιτρέπεται η σημείωση περισσότερων πληρωτών. Στη συναλλαγματική γίνεται δεκτό ότι μπορεί να σημειώνονται αθροιστικά περισσότεροι πληρωτές. Τα ίδιο θα πρέπει να δεχτούμε ότι ισχύει και στην επιταγή με κάπσια επιφύλαξη όμως, δεδομένου ότι στην επιταγή πληρωτής είναι νομικό πρόσωπο κι αυτό γιατί η αναφορά έστω και αθροιστικά περισσοτέρων πληρωτών δημιουργεί τον κίνδυνο συγχύσεως, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της κυκλοφοριακής ικανότητας της επιταγής. Το κύρος της επιταγής δεν βλάπτεται, αν τυχόν αναγράφεται εσφαλμένο όνομα ή ανύπαρκτου αλλά πάντως πιθανού πληρωτή, όπως συμβαίνει και στη συναλλαγματική. Στην περίπτωση αυτή η επιταγή λειτουργεί χάρη στην ευθύνη του εκδότη και των άλλων υπογραφέων της. 4. Η σημείωση τσυ τόπου πληρωμής της επιταγής δεν είναι απαραίτητο στοιχείο για το κύρος της, γιατί αναπληρώνεται από διάφορα στοιχεία της, ενδεχόμενα ή απαραίτητα. Βάσει ερμηνευτικών κανόνων του νόμου περί επιταγής, ισχύουν κατ'χιρχή τα ακόλουθα; Όταν δεν σημειώνεται τόπος πληρωμής, η επιταγή θεωρείται πληρωτέα στον τόπο που τυχόν σημειώνεται κοντά στο όνομα του πληρωτή. Κι αν κοντά στο όνομα του 13

ττληρωτή σημειώνονται ττερισσότεροι τόποι, η επιταγή δεν είναι άκυρη, όπως αντίθετα συμβαίνει στη συναλλαγματική, αλλά θεωρείται πληρωτέα στον πρώτο σημειούμενο τόπο. Αν ο τόπος πληρωμής δεν μπορεί να αναπληρωθεί κατά τον τρόπο αυτό και πάλι δεν βλάπτεται το κύρος της επιταγής, όπως αντίθετα συμβαίνει στη συναλλαγματική. Στην περίπτωση αυτή πραγματικά η επιταγή θεωρείται πληρωτέα στον τόπο εκδόσεώς της. Αν δεν αναφέρεται και τόπος εκδόσεώς, η επιταγή είναι άκυρη, όχι μόνο γιατί δε χωρεί αναπλήρωση του τόπου πληρωμής που λείπει, αλλά και γιατί της λείπει ένα ακόμη τυπικό στοιχείο. 5. Η σημείωση της χρονολογίας και του τόπου εκδόσεώς. Αν λείπει ο τόπος εκδόσεώς, η επιταγή θεωρείται ότι εκδόθηκε στον τόπο που αναφέρεται κοντά στο όνομα του εκδότη. Αν λείπει και η ένδειξη αυτή, όπως κι δεν σημειώνεται η χρονολογία εκδόσεώς, η επιταγή είναι άκυρη. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι βασικής σημασίας για τη λειτουργία της επιταγής. Από τη χρονολογία εκδόσεώς καθορίζεται η έναρξη της προθεσμίας εμφανίσεως της επιταγής και της παραγραφής καθώς και η ικανότητα του εκδότη. ΓΓ αυτό η σημείωση ανύπαρκτης χρονολογίας εκδόσεώς, δηλαδή χρονολογίας που δεν ανταποκρίνεται στο εν χρήσει ημερολόγιο, επιφέρει ακυρότητα της επιταγής. Ο τόπος εκδόσεώς εξάλλου είναι αποφασιστικός για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε θέματσ ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αν ο χρόνος και ο τόπος εκδόσεώς της επιταγής δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δεν βλάπτεται το κύρος της επιταγής. ΓΓ αυτό και η προχρονολόγηση ή μεταχρονολόγηση της επιταγής είναι αδιάφορες για το κύρος της. Η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει και κάθε αντίθετη ένδειξη θεωρείται ως μη γραμμένη. Η επιταγή, μάλιστα, είναι πληρωτέα μέσα σε οκτώ μέρες από τη χρονολογία εκδόσεώς της. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η προχρονολόγηση συντομεύει το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής, ενώ η μεταχρονολόγηση επιμηκύνει το χρόνο αυτόν και μαζί τη ζωή της επιταγής. Το τελευταίο αυτό, αν και επιτρέπεται από το νόμο, δίνει αφορμές σε καταχρήσεις και δημιουργεί προβλήματα στις συναλλαγές, τα οποία θα εκτεθούν παρακάτω. 6. Η υπογραφή του εκδότη. Όπως και η συναλλαγματική έτσι και η επιταγή μπορεί να εκδοθεί με αντιπρόσωπο, βάσει των αρχών της αντιπροσωπείας. 14

Συνήθως οι τράπεζες παραδίδουν στον πελάτη, που έχει λογαριασμό σ' αυτές, βιβλιάριο (δεσμίδα) εντύπων επιταγών, για να γράφει πάνω σ' αυτές τις επιταγές του. Τα έντυπα αυτά φέρουν αποτυπωμένο τον αριθμό του λογαριασμού του πελάτη και αύξοντα αριθμό, που είναι αποτυπωμένος στο στέλεχος του βιβλιαρίου. Ο πελάτης εκδίδει την επιταγή, συμπληρώνοντας ένα έντυπο με τη σειρά του αύξοντα αριθμού, κόβει την επιταγή από το στέλεχος και την παραδίδει σ' αυτόν υπέρ του οποίου την εκδίδει. Η χρησιμοποίηση των εντύπων αυτών για την έκδοση των επιταγών, χωρίς αμφιβολία, διευκολύνει την τράπεζα στον έλεγχο της γνησιότητας της επιταγής, αλλά και τον πελάτη στην παρακολούθηση της κινήσεως του λογαριασμού του, που μπορεί να σημειώσει στο στέλεχος του βιβλιαρίου. Πολλές φορές οι τράπεζες συμφωνούν με τον πελάτη ότι θα πληρώνουν μόνο επιταγές που εκδίδονται στα έντυπα αυτά. Γεννάται τότε το ερώτημα, ποια είναι η σημασία της συμφωνίας αυτής. Βέβαια, η συμφωνία αυτή δεν είναι δυνατό να ανυψώσει το έντυπο σε τυπικό στοιχείο του κύρους της επιταγής, αφού αυτό δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου. Οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί περιεχόμενο της συμβάσεως επιταγής. Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις συνάγεται ότι η συμφωνία αυτή αφορά μόνο τις σχέσεις πελάτη- τράπεζας και επιτρέπει στην τράπεζα να αρνείται να πληρώσει επιταγές του πελάτης της που εκδόθηκαν ελεύθερα, σε ένα κοινό χαρτί κι όχι σε έντυπο της Τράπεζας. Η παραβίαση της συμφωνίας αυτής, συνεπώς, από την πλευρά του πελάτη, δεν επηρεάζει το κύρος της επιταγής καθαυτή. Έτσι, η επιταγή που εκδίδεται ελεύθερα, δηλαδή όχι σε έντυπο της τράπεζας ή που εκδίδεται σε έντυπο της Τράπεζας αλλά δεν αναφέρει τον αριθμό του λογαριασμού του πελάτη, είναι καθ'όλα έγκυρη και υποχρεώνει τον εκδότη και τους άλλους υπογραφείς. Και σε περίπτωση αρνήσεως πληρωμής της από την Τράπεζα, γεννά ευθύνη τους από αναγωγή. Β) Έλλειψη τυπικών στοιγείων me emravne Η επιταγή είναι τυπικό αξιόγραφο, γγ αυτό και τίτλος από τον οποίο λείπει ένα ή περισσότερα από τα ανωτέρω τυπικά στοιχεία δεν ισχύει ως επιταγή, όπως ορίζει ο σχετικός νόμος περί επιταγής, δεν είναι δηλαδή έγκυρη επιταγή. Κατ' εξαίρεση η επιταγή είναι έγκυρη, αν πρόκειται για στοιχείο το οποίο αναπληρώνεται από άλλα στοιχεία του κειμένου του τίτλου. 15

Οι περιπτώσεις στις οποίες χωρεί αναπλήρωση του ελλείποντος στοιχείου μνημονεύθηκαν παραπάνω και είναι οι ακόλουθες: Α) Αν λείπει ο τόπος πληρωμής, ως τόπος πληρωμής θεωρείται αυτός που σημειώνεται κοντά στο όνομα του πληρωτή. Αν μάλιστα κοντά στο όνομα του πληρωτή σημειώνονται περισσότεροι τόποι, η επιταγή είναι πληρωτέα στον τόπο που σημειώνεται πρώτος. Αν δεν υπάρχει παρόμοια σημείωση, ως τόπος πληρωμής θεωρείται ο τόπος εκδόσεως. Β) Αν δεν σημειώνεται τόπος εκδόσεως, η επιταγή θεωρείται ότι εκδόθηκε στον τόπο που σημειώνεται κοντά στο όνομα του εκδότη κι όχι απαραίτητα δίπλα στην υπογραφή του. Αν δεν υπάρχει και η σημείωση αυτή, η επιταγή είναι άκυρη. Η επιταγή από την οποία λείπουν ένα ή περισσότερα στοιχεία, μπορεί να είναι λευκή επιταγή, δηλαδή επιταγή ατελής κατά την έκδοσή της, η οποία όμως κατά τη συμφωνία των ενδιαφερομένων μπορεί να συμπληρωθεί εκ των υστέρων. Γ ) Ρήτρες στην επιταγή. Οι ρήτρες που μπορούν να τεθούν σε μία επιταγή διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες; (1) Ρήτρες που εππρέπονται κι όταν αναγράφονται δεν επηρεάζουν το κύρος της επιταγής. Αυτές είναι; 1. Η ρήτρα για πληρωμή της επιταγής στην κατοικία τρίτου προσώπου. Ο τρίτος πρέπει να είναι τραπεζίτης διαφορετικά η ρήτρα θεωρείται μη γραμμένη. 2. Η ρήτρα για πληρωμή της επιταγής σε ξένο νόμισμα 3. Η διγράμμιση της επιταγής 4. Η ρήτρα πληρωτέα «εις λογαριασμόν» ή κάποια άλλη ισοδύναμη φράση που συνεπάγεται ότι η επιταγή εξοφλείται στην τελική της φάση με λογιστικό διακανονισμό. 5. Η αναφορά του ονόματος του λήπτη της επιταγής. Αυτό γίνεται με την αναγραφή επίσης της ρήτρας «εις διαταγήν» που αφορά στην έκδοση της επιταγής από τον εκδότη. 6. Η αναγραφή της ρήτρας «εις κομιστήν» ή παρεμφερής ρήτρα. Επιταγή χωρίς σημείωση του δικαιούχου είναι επιταγή εις κομιστή πληρωτέα. 16

7. Η ρήτρα με την οττοία ο οπισθογράφος μπορεί να απαγορεύσει νέα οπισθογράφηση. Η ρήτρα αυτή είναι η αναγραφή της έκφρασης «ρήτρα χωρίς ευθύνη μου». 8. Η ρήτρα «προς είσπραξη», «αξία εις κάλυψιν», «κατά πληρεξουσιότητα». 9. Η ρήτρα «άνευ διαμαρτυρικού». Ο λήπτης μπορεί να ασκήσει τα αναγωγικά του δικαιώματα χωρίς να συντάξει διαμαρτυρικό. 10. Η ρήτρα «εκ του παρ'υμίν λογαριασμού μου» που συνεπάγεται το γεγονός ότι η έλλειψη πρόβλεψης (λογαριασμού) δεν επιδρά στο κύρος του τίτλου της επιταγής ( εννοείται ο λογαριασμός με τα απαραίτητα κεφάλαια). (2) Ρήτρες μη προβλεπόμενες από το νόμο αλλά και μη αποκλειόμενες από αυτόν. 1. Η ρήτρα που αφορά την ειδοποίηση τσυ εκδότη. Αυτή η ρήτρα δεν εμποδίζει τον κομιστή να ασκήσει τα δικαιώματά του. 2. Ρήτρα για διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή. (3) Ρήτρες αποκλειόμενες από το νόμο αλλά μη επιφέρουσες ακυρότητα του τίτλου 1. Η ρήτρα για αποδοχή της επιταγής. Σύμφωνα με το νόμο περί επιταγής η επιταγή είναι ανεπίδεκτη αποδοχής και σχετική μνεία περί αποδοχής επί της επιταγής θεωρείται ως μη γραμμένη. Στην περίπτωση που υπάρχει σχετική δήλωση αποδοχής, όχι μόνο είναι άκυρη αλλά ούτε θέμα μετατροπής της δήλωσης αποδοχής σε π.χ. ανσγνώριση χρέους μπορεί να θεμελιώσει. 2. Η ρήτρα που αφορά την καταβολή τόκων σε περίπτωση αναγραφής της επί του σώματος της επιταγής θεωρείται ως μη γραμμένη, που σημαίνει ότι δεν πλήττει την εγκυρότητα της επιταγής. 3. Ρήτρα που αφορά την απαλλαγή του εκδότη από την ευθύνη για πληρωμή της επιταγής θεωρείται επίσης ως μη γραμμένη. (4) Ρήτρες μη αποκλειόμενες από το νόμο αλλά ασυμβίβαστες με αυτόν και συνεπώς επιφέρσυσες την ακυρότητα της επιταγής. 1. Ρήτρα που αναιρεί το χαρακτήρα της επιταγής ως τραπεζικής. 2. Προσθήκη περισσοτέρων του ενός πληρωτών με τέτοιο τρόπο που νά δημιουργεί σύγχυση. 17

3. Η αναγραφή όρου ή αίρεσης αττό την πλήρωση του οποίου εξαρτάται η πληρωμή της επιταγής. 4. Η τοποθέτηση και άλλων ημερομηνιών εκδόσεως ή και άλλου τόπου εκδόσεως με τέτοιο τρόπο που να αναιρούνται τα τυπικά στοιχεία της επιταγής. 3) Ουσιαστικές προϋποθέσεις εκδόσεως της επιταγής Α) Ικανότητα ανάληψης υποχρέωσης από εππαγή Για να εκδώσει ένα πρόσωπο μια τραπεζική επιταγή, δηλαδή να αναλάβει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από επιταγή, ρητά προβλέπονται τα σχετικά στα άρθρα 58 και 59 του ν. 5960/33. Από τα άρθρα αυτά προκύπτει; Α) Οι δικαιοπραξίες που αφορούν την επιταγή είναι εμπορικές Β ) ικανός να αναλάβει υποχρέωση από επιταγή είναι αυτός που είναι ικανός να ενεργεί εμπορικές πράξεις και να καταρτίζει συμβάσεις. Η προβολή ενστάσεως που αφορά την ικανότητα ανάληψης υποχρεώσεως από επιταγή προτείνεται κατά παντός ακόμη και κατά του καλόπιστου κομιστή. Η ένσταση αυτή δεν εντάσσεται στις προσωπικές ενστάσεις του άρθρου 22 του ν. 5960/33. Η ικανότητα για ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αυτός που την υπέγραψε αποξενώθηκε από τον τίτλο. Η ακυρότητα της υπογραφής του έκδοτη δεν επηρεάζει το κύρος των υπογράφων άλλων προσώπων που υπέγραψαν την επιταγή. Στην περίπτωση ζημίας του οποιαδήποτε κομιστού λόγω αυτής της ανικανότητας μπορεί αναζητηθεί αποζημίωση με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο θάνατος ή η μετά την έκδοση της επιταγής ανικανότητα του προσώπου που εξέδωσε την είηταγή δεν επηρεάζουν τα αποτελεσματά της. Β) Ανάληψη υποχρέωσης από έππαγή με αντιπρόσωπο Βάσει του άρ.6 του νόμου περί επιταγής, εκδίδεται επιταγή και για λογαριασμό τρίτου. Διακρίνουμε την έμμεση και την άμεση αντιπροσώπευση. Στην έμμεση αντιπροσώπευση ο έκδοτης της επιταγής Βέτει την ρήτρα «για λογαριασμό» αναφερόμενος στο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου εκδίδεται επιταγή. Τα διαθέσιμα κεφαλαία με τα οποία προεξοφλείται η 18

επιταγή ανήκουν στο πρόσωπο για το λογαριασμό του οποίου εκδίδεται η επιταγή. Η σύμβαση επιταγής θεωρείται ότι έχει καταρτιστεί μεταξύ της πληρώτριας τράπεζας και του τρίτου για λογαριασμό του οποίου εκδίδεται η επιταγή. Στην άμεση αντιπροσώπευση υπογράφεται η επιταγή με ειδική εξουσιοδότηση από τον αντιπρόσωπο του έκδοτη. Η υπογραφή αυτή συνοδεύεται και με την δήλωση της ιδιότητας του υπογράφοντος ότι ενεργεί για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Το άρθρο 11 του ιδίου νόμου αναφέρεται στην ανάληψη οποιασδήποτε υποχρεώσεως από επιταγή από πρόσωπο το οποίο στερείται εξουσίας αντιπροσωπεύσεως. Καθιερώνει την δυνατότητα του άμεσου αντιπρόσωπου να θέτει την υπογραφή του στην επιταγή επ' ονόματι του αντιπροσωπευόμενου, δηλ με αποτέλεσμα οι έννομες συνέπειες της υπογραφής να επέρχονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Στην περίπτωση αυτή ο αντιπροσωπευόμενος είναι αυτός που ενεργεί την επί του τίτλου δικαιοπραξία. Σημειωτέον είναι ότι η έλλειψη ή η υπέρβαση εξουσίας του αντιπρόσωπου δεν επηρεάζει το κύρος της επιταγής αλλά δημιουργεί θέματα αποζημιώσεων. Γ ) Αρχή της αυτοτέλειας των υπογραφών. Στο άρθρο 10 V. 5960/33 καθιερώνεται η αρχή της αυτοτέλειας των ενοχών που πηγάζουν από επιταγή. Αν η υπογραφή έστω και ενός προσώπου στο σώμα της επιταγής είναι άκυρη για οποιοδήποτε λόγο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα ακυρωθούν οι υπογραφές των υπόλοιπων προσώπων. Αναφορικά με την ακυρότητα στα τυπικά στοιχεία της επιταγής μπορεί αυτή να επιφέρει τη συνολική ακυρότητάς της. Θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι η ακυρότητα στα ουσιαστικά στοιχεία δεν συνεπάγεται πλήρη ακυρότητα. Δεν αποκλείεται στην περίπτωση π.χ ανικανότητας του προσώπου που υπέγραψε την επιταγή να υπάρξει θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. 4) Διαφορές της επιταγής από τη συναλλαγματική. Η επιταγή, όπως επανειλημμένα μέχρι τώρα σημειώθηκε, μοιάζει εξωτερικά με τη συναλλαγματική. Και τα δύο είναι αξιόγραφα που περιέχουν εντολή πληρωμής ορισμένου ποσού. Ωστόσο, μεταξύ επιταγής και 19

συναλλαγματικής υπάρχουν σοβαρές διαφορές, που οφείλονται κυρίως στη διαφορετική οικονομική λειτουργία τους και συγκεκριμένα, στο γεγονός ότι η κύρια λειτουργία της επιταγής είναι να αποτελεί μέσο πληρωμής, ενώ της συναλλαγματικής είναι να χρησιμεύει ως μέσο παροχής πιστώσεως. Οι σπουδαιότερες από τις διαφορές αυτές είναι οι ακόλουθες: 1. Πληρωτής στη συναλλαγματική μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ στην επιταγή μπορεί να είναι μόνο τράπεζα ( ανώνυμη τραπεζική εταιρία) ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που ασκεί τραπεζικές εργασίες. Η διαφορά αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η επιταγή, ως μέσο πληρωμής, προϋποθέτει ότι ο εκδότης έχει διαθέσιμα στον πληρωτή. Τα διαθέσιμα όμως προέρχονται συνήθως από καταθέσεις. Και καταθέσεις στην Ελλάδα επιτρέπεται να δέχονται μόνο Τράπεζες ή άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου. 2. Η συναλλαγματική αν Δε φέρει ειδική ρήτρα είναι δεκτική αποδοχής, ενώ η επιταγή δεν επιδέχεται αποδοχή. ΓΓ αυτό αν στην επιταγή υπάρχει τυχόν αποδοχή, αυτή θεωρείται ως μη γραμμένη. Και για να μη καταστρατηγείται η ρύθμιση αυτή, ο νόμος απαγορεύει τόσο την οπισθογράφηση όσο και την τριτεγγύηση της επιταγής από τον πληρωτή. Πραγματικά, αν επιτρεπόταν στον πληρωτή να υπογράψει την επιταγή ως οπισθογράφος ή ως τριτεγγυητής, θα μπορούσε αυτός να αναλάβει ευθύνη απέναντι στον κομιστή, έστω και μόνο από αναγωγή. Όλες αυτές οι απαγορεύσεις έχουν σκοπό να παρεμποδίσουν την ενίσχυση της πίστεως της επιταγής με την υπογραφή του πληρωτή που είναι τράπεζα, δηλαδή ισχυρός, και συνεπώς φερέγγυος οργανισμός. Γιατί η ενίσχυση αυτή θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα η επιταγή να υποκαταστήσει τα τραπεζογραμμάτια προς βλάβη της νομισματικής πολιτικής του κράτους ή να αλλάξει προορισμό και να μετατραπεί σε μέσο παροχής πιστώσεως. Το τελευταίο ενδεχόμενο προσπαθεί να αποτρέψει ο νόμος και με το χρονικό περιορισμό που θέτει για την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή. Επί πλέον όμως σκοπός των απαγορεύσεων αυτών είναι να μη χάσουν την κυκλοφοριακή τους αξία οι επιταγές που δεν έχουν αποδοχή. 3. Απαραίτητο στοιχείο του κύρους της συναλλαγματικής είναι η σημείωση του ονόματος του λήπτη. Αντίθετα, το στοιχείο αυτό δεν είναι απαραίτητο στην επιταγή και γγ αυτό δεν αναφέρεται στα τυπικά στοιχεία της. 20

Πράγματι, η εττιταγή μπορεί να εκδοθεί και στον κομιστή, κάτι που απαγορεύεται στη συναλλαγματική και στο γραμμάτιο εις διαταγή. Μάλιστα, η επιταγή που αναφέρει το όνομα του λήπτη με τη μνεία «εις τον κομιστήν» ισχύει κατά νόμο ως επιταγή στον κομιστή όπως ακριβώς η επιταγή που δεν σημειώνει δικαιούχο. Η έκδοση επιταγής στον κομιστή επιτράπηκε από το νόμο, για να διευκολυνθεί η χρησιμοποίηση της επιταγής ως μέσου πληρωμής. Πάντως, απαγορεύεται η έκδοση επιταγής στον κομιστή, όταν πρόκειται για επιταγή που εκδίδεται επί του ιδίου του εκδότη. Όταν δηλαδή πληρωτής και εκδότης είναι το ίδιο πρόσωπο ( που σημαίνει ότι η επιταγή εκδίδεται μεταξύ διαφόρων καταστημάτων της ίδιας τράπεζας). Η απαγόρευση αυτή έχει σκοπό και πάλι να μην αφήσει να επεκταθεί υπερβολικά η χρήση της επιταγής ως μέσου πληρωμής, με κίνδυνο η επιταγή να υποκαταστήσει το χρήμα. Η επιταγή πάντως μπορεί να εκδοθεί και εις διαταγή. Τότε, όμως πρέπει να κατονομάζεται σ' αυτήν ο λήπτης είτε με τη ρήτρα «εις διαταγήν» είτε και χωρίς αυτήν. Πράγματι, η επιταγή όπως και η συναλλαγματική είναι αξιόγραφο γεννημένο εις διαταγή και συνεπώς όταν σ' αυτή κατονομάζεται απλώς ο λήπτης χωρίς άλλη ένδειξη, η επιταγή είναι από το νόμο εις διαταγή. Τέλος, η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και ως ονομαστική όπως και η συναλλαγματική. Αλλά τότε πρέπει όχι μόνο να κατονομάζεται σ' αυτήν ο λήπτης αλλά και να προστίθεται η ρήτρα «ουχί εις διαταγήν» ή άλλη ισοδύναμη. 5. Η λήξη της συναλλαγματικής μπορεί να προσδιορίζεται κατά τέσσερις τρόπους. Η επιταγή αντίθετα λήγει πάντα εν όψει και κάθε αντίθετη μνεία σ' αυτήν θεωρείται ως μη γραμμένη. Σκοπός της ρυθμίσεως αυτής είναι και πάλι η διευκόλυνση της λειτουργίας της επιταγής ως μέσο πληρωμής, αλλά και η διατήρηση της λειτουργίας αυτής, ώστε να μην εκτρέπεται η επιταγή σε μέσο παροχής πιστώσεως. Πραγματικά, αν μεταξύ του χρόνου εκδόσεως και του χρόνου λήξεως της επιταγής μεσολαβούσε δεσμευτική προθεσμία, η επιταγή θα περιείχε παροχή πιστώσεως, πράγμα ακριβώς που ο νόμος ήθελε να αποτρέψει. Το γεγονός βέβαια ότι η επιταγή μεταχρονολογείται νόμιμα επιτρέπει την παρεμβολή προθεσμίας μεταξύ της πραγματικής και της φερόμενης ημερομηνίας εκδόσεως, που ισοδυναμεί με παροχή πιστώσεως. 21

Βέβαια, και η συναλλαγματική μπορεί να εκδοθεί ενόψει και μάλιστα αν δεν αναφέρει χρόνο λήξεως, θεωρείται ότι εκδόθηκε ενόψει. Αλλά και στην περίπτωση αυτή υπάρχει διαφορά μεταξύ της επιταγής και της ενόψει συναλλαγματικής. Γιατί η συναλλαγματική όψεως πρέπει να εμφανιστεί προς πληρωμή σε προθεσμία ενός έτους από τη χρονολογία εκδόσεως, ενώ η επιταγή πρέπει να εμφανιστεί στη συντομότατη προθεσμία των οκτώ ημερών από τη χρονολογία εκδόσεως. 5. Η συναλλαγματική μπορεί να εκδοθεί και «επ' αυτού του εκδότου». Στην επιταγή όμως αυτό απαγορεύεται κατ' αρχή. Επιτρέπεται μόνο κατ' εξαίρεση, όταν πρόκειται για επιταγή που εκδίδεται μεταξύ διαφόρων καταστημάτων του ίδιου εκδότη, οπότε όμως απαγορεύεται, όπως ήδη τονίστηκε, η έκδοση της επιταγής στον κομιστή. 6. Τέλος, η επιταγή δεν υποβάλλεται σε χαρτοσήμανση, όπως αντίθετα υποβάλλεται η συναλλαγματική. Και αυτό πάλι για να μην ανακόπτεται η χρήση της επιταγής ως μέσου πληρωμής. Αυτό όμως σήμερα ισχύει μόνο κατ' αρχή, γιατί, όπως είδαμε, η επιταγή μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να υποβληθεί σε χαρτοσήμανση. Η δομική και λειτουργική εμφάνιση της επιταγής όπως προκύπτει από τα άρθρα 5 και 28 του 5960/33 απαιτεί την ταχεία κυκλοφορία της γγαυτό και: Α) εκδίδεται συνήθως εις κομιστή Β) είναι πληρωτέα εν όψει Γ) εξοφλείται στο σύντομο χρονικό διάστημα των 8 ημερών από την ημέρα εκδόσεως της και δεν υποβάλλεται σε χαρτοσήμανση. Με το άρθρο 11 του ν. 1957/91 όμως διαμορφώθηκε μια νέα κατάσταση. Σκοπός του άρθρου αυτού ήταν να εμποδίσει το νοσηρό φαινόμενο της λειτουργίας της τραπεζικής επιταγής από μέσο πληρωμής σε μέσο παροχής πιστώσεως που υλοποιείται με το φαινόμενο της προεξόφλησης μεταχρονολογημένων επιταγών. Με το άρθρο αυτό επιβάλλεται ουσιαστικά η χαρτοσήμανση των μεταχρονολογημένων επιταγών που προσκομίζονται στις τράπεζες. Η επιμέλεια για την είσπραξη και απόδοση του τέλους χαρτοσήμου στο δημόσιο επιβάλλεται στις τράπεζες που δέχονται στα χαρτοφυλάκια τους μεταχρονολογημένες επιταγές.

Αφού καταγράφουν σε ειδικά πινάκια από τις τράπεζες οι μεταχρονολογημένες επιταγές που δόθηκαν για είσπραξη, φύλαξη ή ενεχυρίαση υπολογίζεται στο συνολικό τους πόσο το τέλος χαρτοσήμου που ανέρχεται στο 2.5 % του ποσού αυτού και αποδίδεται στο δημόσιο. Επισημαίνεται το γεγονός ότι στο τέλος αυτό υποβάλλονται μόνο οι μεταχρονολογημένες επιταγές και όχι η επιταγές που εμφανίζονται άμεσα για πληρωμή. Παρατηρώντας κανείς πάντως τις ελληνικές συναλλαγές τα τελευταία χρόνια εύλσγα διερωτάται αν η επιταγή εξακολουθεί ακόμα να είναι μέσο πληρωμής. Τελευταία όλο και πιο συχνά η επιταγή χρησιμοπσιείται αντί συναλλαγματικής ως μέσο παροχής και κυκλοφορίας της πίστεως. Οι συναλλασσόμενοι στηριζόμενοι στο γεγονός ότι η επιταγή δεν χαρτοσημαίνεται και ότι επιτρέπεται να μεταχρονολογείται εκδίδουν όλο και ποιο συχνά επιταγές μεταχρονολογημένες. Με τον τρόπο αυτό παρατείνουν κατά βουλής το οκταήμερο μέσα στο οποίο πρέπει να εμφανισθεί η επιταγή προς πληρωμή. Η πρακτική αυτή οδηγεί σε εκτροπή της επιταγής από τον κατά νόμο προορισμό της και προκαλεί νοσηρές καταστάσεις στην οικονομία. Σε σημείο μάλιστα που ανάγκασε το νομοθέτη να επέμβει και να λάβει ορισμένα μέτρα Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα με ειλικρίνεια πρέπει να παραδεχθούμε ότι η επιταγή στη νεότερη εξέλιξη της απέκτησε και πιστωτική λειτουργία. Σήμερα όμως το φαινόμενο αυτό τείνει να ανατρέψει τον κανόνα και γι αυτό τράβηξε την προσοχή και του νομοθέτη ο οποίος με την παραπάνω επέμβαση αναγνωρίζει ευθέως και πιστωτική λειτουργία στην επιταγή τουλάχιστο σε ορισμένες περιπτώσεις. 5) Η μεταχρονολογημένη επιταγή Όπως τονίσαμε προηγουμένως την οικονομική λειτουργία της επιταγής ως μέσου πληρωμής προάγει ο νομοθέτης θεσπίζοντας της κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις. Οι κυριότερες διατάξεις είναι το άρθρο 28 κατά το οποίο «Η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει» και το άρθρο 29 κατά το οποίο «Η επιταγή η εκδοθείσα και πληρωτέα εν τη αυτή χώρα εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οι^τώ ημερών» με αφετηρία τη σημειούμενη στην επιταγή της χρονολογίας εκδόσεως. Την οικονομική λειτουργία της 23

επιταγής ως μέσου πληρωμής εξάλλου προάγει αποτελεσματικά και η απαλλαγεί της επιταγής από την οικονομική επιβάρυνση της χαρτοσημάνσεως. Όλες αυτές οι διατάξεις αποβλέπουν στην ταχεία εξόφληση της επιταγής χωρίς παρεμβολή προθεσμίας ανάμεσα στη χρονολογία εκδόσεως της επιταγής και στη χρονολογία πληρωμής της επιταγής. Πραγματικά η παρεμβολή προθεσμίας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η επιταγή δεν χαρτοσημαίνεται θα μπορούσε να εκτρέφει την επιταγή από τον σκοπό της έταξε ο νόμος να είναι δηλαδή μέσο πληρωμής. Αναφορικά με τη χρονολογία εκδόσεως της επιταγής υπάρχει η δυνατότητα προχρονολόγησης ή μεταχρονολόγησης της επιταγής. Η επιταγή και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις είναι ισχυρή και δεν πάσχει ακυρότητας. Πιο συχνό είναι το φαινόμενο μεταχρονολογημένων επιταγών. Επειδή η τραπεζική επιταγή είναι πληρωτέα «ε ν τη εμφανίσει» της ο εκάστοτε κομιστής της μπορεί να την εμφάνιση για πληρωμή οποτεδήποτε αυτός θέλει. Επομένως η έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής μπορεί να αποβεί σε βάρος του έκδοτη της. Η προθεσμία για εμφάνιση της επιταγής προσδιορίζεται από την ημερομηνία που γράφεται στο σώμα της επιταγής. Η μεταχρονολόγηση της επιταγής δεν ασκεί έννομη συνέπεια για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυτττης επιταγής. Τούτο γίνεται γιατί έγκλημα συντελείται με την εμφάνιση της επιταγής για πληρωμή από την επόμενη της πραγματικής έκδοσης. Όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί για πληρωμή μέσα στο οκταήμερο από τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως της και δεν πληρωθεί λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό πριν από την πάροδο της προθεσμίας εμφανίσεως στοιχειοθετείται το αδίκημα του ορθού 79. Προς την κατεύθυνση αυτή ακριβώς κινείται και η ρύθμιση του νόμου η σχετική με την μεταχρονολόγηση της επιταγής. Μεταχρονολογημένη Ιανοί η επιταγή στην οποία σημειώνεται χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική. Η μεταχρονολόγηση αντίκειται σαφώς στη λειτουργία της επιταγής ως μέσου πληρωμής. Παρά ταύτα όμως η δυνατότητα μεταχρονολογήσεις αναγνωρίζεται εμμέσως αλλά και σαφώς από το νόμο. Συγκεκριμένα το άρθρο 28 ορίζει ότι «Επιταγή εμφανιζόμενη προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας εκδόσεως αυτής είναι πληρωτέα την ημέρα της εμφανίσεως». Με βάση τη διάταξη αυτή και 24