47 Χρόνια ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗ-ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ : Χρυσ. Σμύρνης 3 : Τηλ.: 2107601470 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ INTERNET : ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 2007-2008 1. Πολλοί ήταν οι παράγοντες που επηρέασαν ιδεολογικά και ποιητικά τον Σολωμό στα νεανικά του χρόνια. Ο πρώτος παράγοντας που επέδρασε στον ιδεολογικό προσανατολισμό του Σολωμού ήταν ο οικοδιδάσκαλός του, καθολικός αββάς Σάντσο Ρόσσι (Don Santo Rossi), εξόριστος από την πατρίδα του για τις φιλελεύθερες ιδέες του, που τις μετέδωσε στο μικρό Σολωμό μαζί με μια βαθιά θρησκευτικότητα. Στη συνέχεια, ο κηδεμόνας του μικρού Σολωμού Κόμης Μεσάλας, ο οποίος είχε αναλάβει την κηδεμονία του, όταν σε ηλικία 9 ετών πέθανε ο πατέρας του, τον έστειλε σε ηλικία 10 ετών συνοδεία του καθολικού αββά στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Βενετία για να σπουδάσει. Έτσι βρέθηκε στο λύκειο της Αγίας Αικατερίνης, απ` το οποίο πήρε το απολυτήριό του το 1815. Τα άφθονα οικονομικά μέσα που του είχε κληροδοτήσει ο αποθανών πατέρας του τού επέτρεπαν να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιταλία. Η παραμονή και οι σπουδές του στην Ιταλία τον έφεραν σε επαφή με το Διαφωτισμό και με το φιλελεύθερο πνεύμα των κύκλων της Παβίας (στο Πανεπιστήμιο της οποίας φοίτησε αφού πήρε το απολυτήριο του λυκείου και απ` το οποίο πήρε το πτυχίο της Νομικής) και του έδωσαν την ευκαιρία να αποκτήσει πλούσια φιλολογική μόρφωση, κλασική και σύγχρονη, καθώς ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για τις σπουδές του στη Νομική. Η λαμπρή άνθηση της ιταλικής φιλολογίας δεν ήταν δυνατό να τον αφήσει ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, τα ποιήματά του τα έγραφε στα ιταλικά στην αρχή. Εξάλλου γνωρίστηκε με τα γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (Μαντσόνι, Μόντι, κ.ά.), μπήκε στους φιλολογικούς κύκλους τους και τελειοποιούμενος ολοένα στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σε έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας. Ένας τρίτος παράγοντας που τον επηρέασε στάθηκε η Επανάσταση του 1821, η οποία συγκλόνισε τον ποιητή, σημάδεψε βαθύτατα την ποίησή του ως προς το περιεχόμενό της και ενίσχυσε τον προσανατολισμό του στις αξίες της ελευθερίας και της πατρίδας. Ως προς τους παράγοντες που ώθησαν τον Σολωμό στην υιοθέτηση της ομιλούμενης μητρικής ελληνικής γλώσσας ως λογοτεχνικού οργάνου, πέρα από τον φιλελευθερισμό και από το πνεύμα του ρομαντισμού (το οποίο ακολούθησε στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του), ο Σολωμός επηρεάστηκε από τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας (Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, κτλ.), τα δημοτικά μας τραγούδια και τα ποιήματα του Βηλαρά και του Χριστόπουλου. Τέλος, είναι αξιοσημείωτο 1
ότι το 1822 ο πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, που βρέθηκε στη Ζάκυνθο, ζήτησε να συναντηθεί με το νεαρό Σολωμό και τον προέτρεψε να ασχοληθεί σοβαρά με την ποίηση στα ελληνικά και να γίνει ο Δάντης της Ελλάδας. Η συνάντηση αυτή πρέπει να ενίσχυσε την απόφαση του ποιητή να γράφει πλέον στα ελληνικά, και μάλιστα στη γλώσσα του λαού, τη δημοτική, ενώ τα πρώτα του ποιήματα τα έγραφε στην ιταλική γλώσσα. Συνοπτικά λοιπόν οι παράγοντες αυτοί είναι: Ο δάσκαλός του Ιταλός ιερωμένος Don Santo Rossi. Ο Διαφωτισμός και το φιλελεύθερο πνεύμα των κύκλων της Παβίας. Η Επανάσταση του 1821. Η κρητική λογοτεχνία. Τα δημοτικά μας τραγούδια. Τα ποιήματα του Ιωάννη Βηλαρά και του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Ο πολιτικός και λόγιος Σπυρίδων Τρικούπης. 2. Τα νοηματικά κενά που προσδίδουν χαρακτήρα αποσπάσματος στον Κρητικό είναι αρκετά: Στο στίχο αρ. 5 του αποσπάσματος 19 «Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω» υπάρχει ένα κατάφωρο νοηματικό κενό, επειδή δε γίνεται στον αναγνώστη σαφές ότι πρόκειται για τη «Σάλπιγγα» της Δευτέρας Παρουσίας. Η νοηματική αυτή συνάφεια αποκαθίσταται, αν κατά την ανάγνωση ληφθούν υπόψη τα σπαράγματα στίχων, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους στίχους αρ. 4 και 5 στα σολωμικά Αυτόγραφα: «Μα την ημέρα τη στερνή, που δε θα βγάλει κρότους», όπου αναφέρεται η «στερνή ημέρα», δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Στο στίχο αρ. 15 του αποσπάσματος 22 «Καὶ τὰ νερά σχιζα μ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα» το ουδέτερο της δεικτικής αντωνυμίας «μ`αυτό» είναι νοηματικά μετέωρο, επειδή λείπει το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται. Στον προηγούμενο στίχο αρ. 14 «καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει» υπάρχει μεν ένα τέτοιο ουσιαστικό, είναι όμως γένους θηλυκού: παλάμη. Πάνω λοιπόν από τη λέξη αυτή ο Σολωμός έχει γράψει τη λέξη: «χέρι», το νέο ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, στο οποίο αναφέρεται ομαλά η αντωνυμία «μ` αυτό» - πράγμα που σημαίνει ότι ο Σολωμός είχε αντιληφθεί την ασυνταξία του κι εσκόπευε να τη διορθώσει στην επόμενη αναθεώρηση του κειμένου του. Ο στίχος αρ. 50 στο ίδιο απόσπασμα του Κρητικού : «μόλις εἶν ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος» είναι νοηματικά μετέωρος. Είναι βέβαιο ότι το νόημα θα αποκαθίστατο μετά την ολοκλήρωση του προηγούμενου, κολοβού στίχου, του οποίου ο ποιητής έχει ήδη εξασφαλίσει, κατά τη συνήθειά του, την ομοιοκαταληξία: «γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...βάρος». Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι η αμοιβαία μετακίνηση των διστίχων αρ.51-52 και 49-50, που υποδεικνύει ο ίδιος ο ποιητής με την αρίθμηση 2 2
και 1 στο αντίστοιχο σημείο των Αυτογράφων του και που έχει μείνει απαρατήρητη απ` όλους τους εκδότες του, θα αποκαθιστούσε τη νοηματική τους συνάφεια. Όλα αυτά τα νοηματικά κενά μέσα στο σώμα του ποιήματος, μαζί με το μεγάλο νοηματικό κενό που υπάρχει στην αρχή της ποιητικής σύνθεσης (ο Κρητικός αρχίζει απότομα, in medias res, γεγονός που είχε ήδη έγκαιρα παρατηρηθεί από το Λ. Πολίτη) δημιουργούν την αποσπασματικότητα του έργου. Οι μελετητές του έργου του Σολωμού αποδίδουν σε διάφορους λόγους την αποσπασματικότητα αυτή. Ο Ιάκωβος Πολυλάς την αποδίδει στην ασθένεια του ποιητή. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στην ολέθρια επίδραση που άσκησε στη δημιουργική φαντασία του ποιητή ο «φιλόσοφος της ποιήσεως σκοπός», η «μεταφυσικομανία» και ο γερμανικός μυστικισμός, ενώ άλλοι μελετητές δίνουν άλλες ερμηνείες. Ο Λίνος Πολίτης υποστήριξε ότι «τα αποσπάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων έχουν αισθητική αυτοτέλεια καθαρού λυρισμού», γι αυτό και προτιμά να τα ονομάζει «λυρικά επεισόδια» ή «λυρικές ενότητες» (ανάλογα ισχύουν και για τον Κρητικό). Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Γεωργίου Βελουδή, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα λεγόμενα αποσπάσματα του Σολωμού δεν είναι αποσπάσματα τελειωμένων έργων, αλλά κείμενα που ηθελημένα τα έγραψε ο ποιητής σε μορφή αποσπάσματος υπό την επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού του 19 ου αιώνα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, και σε αυτό συμφωνούν και πολλοί άλλοι μελετητές του έργου του Σολωμού, ότι το ποίημα είναι φαινομενικά μόνο απόσπασμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο αυτοτελές «επεισόδιο μιας ευρύτερης σύνθεσης» (L. Coutelle), το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε. 3. α) Μετά την εξαφάνιση της Φεγγαροντυμένης ο ήρωας ανέκτησε τις δυνάμεις του και άρχισε να κολυμπάει προς την ακτή κρατώντας την αγαπημένη του. Σύντομα όμως το ρυθμό της προσπάθειάς του άρχισε να δυσχεραίνει ένας πολύ ευχάριστος και σαγηνευτικός μουσικός ήχος. Ο ναυαγός δεν μπορούσε να καταλάβει άμεσα από πού προερχόταν και τι είδους ήταν αυτός ο ήχος. Έτσι, προσπαθεί «δια της πλαγίας οδού» να προσδιορίσει το ποιόν και την πηγή του. Τον συγκρίνει λοιπόν με τρεις άλλους γοητευτικούς μουσικούς ήχους: με το ερωτικό τραγούδι ενός κοριτσιού, με το κελάηδημα ενός κρητικού αηδονιού και με μουσική από κρητικό σουραύλι. Η σύγκριση αποβαίνει συντριπτική υπέρ του απόκοσμου αυτού ήχου. Κανένας από τους ήχους αυτούς, τους τόσο γλυκούς και μαγευτικούς, δεν φτάνει σε γλυκύτητα αυτόν. Ο αφηγητής λοιπόν, αφού δεν δύναται να προσδιορίσει τι ήταν αυτός ο ήχος, τουλάχιστον προσδιορίζει ότι δεν ήταν. Δεν είχε καμία σχέση με τους τρεις γλυκύτερους ήχους που γνώριζε: ήταν πολύ γλυκύτερος. Ο αφηγητής, λοιπόν, σαν να κάνει ένα εκτενές σχήμα «άρσης και θέσης», λέει πρώτα τι δεν ήταν αυτός ο «ηχός», για να πει ύστερα, έστω και αόριστα, τι ήταν δίνοντας κάποια γνωρίσματά του και δίνοντας και στον αναγνώστη μια ιδέα για τη γλυκύτητα της μουσικής εκείνης. 3
Αρχικά, ο αφηγητής, στην προσπάθειά του να αποδώσει το ποιόν του ήχου χρησιμοποιεί μια μεταφορά «γλυκύτατος ἠχός» και το σχήμα της αναδίπλωσης «ἠχός, γλυκύτατος ἠχός». Μεταφορά χρησιμοποιεί επίσης για να καταδείξει τη σωματική επίδραση που είχε πάνω του ο ήχος αυτός «Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ ἀποκοιμοῦσε». Ακολουθούν τρεις αποφατικές παρομοιώσεις που είναι το βασικό λογοτεχνικό εκφραστικό μέσο, μέσω του οποίου ο αφηγητής συγκρίνει τον ήχο με τους τρεις γλυκύτερους ήχους που γνωρίζει αποκλείοντας και τις τρεις εκδοχές: 1 η αποφατική παρομοίωση: στ. αρ. 25-28. Η εικόνα αυτή με την οποία παρουσιάζεται το τραγούδι της ερωτευμένης κοπέλας είναι οπτική, ακουστική, οσφρητική και κινητική και διακρίνεται για την υποβλητική της «ατμόσφαιρα». Μέσα σ` αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον η παρουσία της φύσης είναι πληθωρική. Η γοητεία λοιπόν του ερωτικού τραγουδιού της αναδεικνύεται και προβάλλεται μέσα σ` αυτό το απαράμιλλο περιβάλλον. Συγκεκριμένα, το σαγήνευμα που προκαλεί αποδίδεται με τα ακόλουθα σχήματα λόγου: την συνεκδοχή «φωνὴ (αντί τραγούδι), «τῆς βρύσης» (αντί των πηγών ή των υδάτων), «τοῦ δέντρου (αντί του δάσους) καὶ τοῦ λουλουδιοῦ (αντί των λουλουδιών)», την περίφραση «ἄστρο τοῦ βραδιοῦ», το πολυσύνδετο «καὶ βγαίνει τ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν, καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει, τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει», το χιαστό «τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει». Η χρήση του δραματικού ενεστώτα κάνει το τραγούδι να ακούγεται ζωντανά την ώρα της αφήγησης. Τέλος, παρατηρείται ότι η κόρη συνομιλεί με τα άψυχα, συχνό μοτίβο των δημοτικών τραγουδιών. 2 η αποφατική παρομοίωση: στ. αρ. 29-34. Η εικόνα αυτή με την οποία παρουσιάζεται το κελάηδημα του κρητικού αηδονιού είναι οπτική, ακουστική, κινητική και επίσης διακρίνεται για την υποβλητικότητα, την οποία δημιουργεί το νυχτερινό περιβάλλον. Η παρουσία της φύσης είναι και εδώ πληθωρική. Συγκεκριμένα, η γοητεία του κελαηδήματος αποδίδεται με τα ακόλουθα σχήματα λόγου: την μεταφορά «σέρνει τὴ λαλιά του», «γλυκάδα», «ἔλιωσαν τ ἀστέρια», την υπερβολή «ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα», το χιαστό «ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα», την προσωποποίηση «ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ ἀστέρια, κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια». Συνεχίζεται η χρήση του δραματικού ενεστώτα. 3 η αποφατική παρομοίωση: στ. αρ. 35-42. Η εικόνα αυτή με την οποία παρουσιάζεται η μουσική από το κρητικό σουραύλι είναι οπτική και ακουστική. Η φύση παραμένει πληθωρική και δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον που αναδεικνύει την ομορφιά του μελωδίας. Συγκεκριμένα, η γοητεία της μελωδίας απ` το κρητικό σουραύλι αποδίδεται με τα ακόλουθα σχήματα λόγου: τη μεταφορά «Δὲν εἶν φιαμπόλι τὸ γλυκὸ», την περίφραση «ἄστρο τ οὐρανοῦ», την προσωποποίηση «καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι», το πολυσύνδετο «κι ἔβλεπα τ ἄστρο τ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι 4
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα» κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι». Ο δραματικός ενεστώτας φέρνει και αυτόν τον ήχο στα αυτιά του αναγνώστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την παρουσίαση αυτών των ήχων χρησιμοποιείται ο αριθμός 3, καθώς τρεις είναι οι ήχοι, αριθμός συμβολικός κατά την αρχαιοελληνική (πλατωνική), αλλά και κατά τη χριστιανική παράδοση, και τόσο προσφιλής στα δημοτικά τραγούδια του λαού μας. Ύστερα από την παρουσίαση των τριών αποφατικών παρομοιώσεων ο αφηγητής συνοψίζει σε σχήμα ασύνδετο τι δεν ήταν ο παναρμόνιος ήχος που ακουγόταν «Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει». Μέχρι στιγμής ο αναγνώστης έχει ακούσει τι δεν ήταν ο μαγευτικός αυτός ήχος και λογικά περιμένει να ακούσει και να μάθει τι ήταν. Όμως αυτό δε γίνεται, γιατί δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ούτε το ποιόν του ούτε η πηγή του ούτε η απόσταση της πηγής του. Ο αφηγητής, λοιπόν, προσπαθεί να τον περιγράψει μόνο με γενικούς χαρακτηρισμούς και με αόριστα ή δευτερεύοντα γνωρίσματά του. Ακολουθεί λοιπόν μια σύγκριση «ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει», απ` την οποία προκύπτει ότι ο ήχος αυτός ήταν μοναδικός. Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται κάποια επίθετα που αποδίδουν ιδιότητες του ήχου αυτού «ἦχος λεπτός...», «γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι... (εννοείται ήχοι)». Στο στ. αρ. 46 προσωποποιείται ο αντίλαλος «δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του». Στο στ. αρ. 47 υπάρχει σχήμα υπερβατό «Ἂν εἶν δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα», με το οποίο δηλώνεται ότι ήταν αδύνατος ο προσδιορισμός της απόστασης της πηγής του. Στο στ. αρ. 48 υπάρχει μια παρομοίωση και μια οσφρητική εικόνα «σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα», που δηλώνει άλλο ένα χαρακτηριστικό του ήχου, ότι ήταν ευωδιαστός και μεστός, πληθωρικός. Στο στ. αρ. 49 χρησιμοποιείται μια μεταφορά «γλυκύτατοι» για να δηλωθεί η βασική ιδιότητα του ήχου. Τέλος, στο στ. αρ. 50 αποδίδεται η καταλυτική δύναμη του «ηχού» με μια παρομοίωση «μόλις εἶν ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος». Στους τέσσερις στίχους που ακολουθούν ο αφηγητής εξηγεί τη μεγάλη δύναμη του ήχου, καθώς εξομολογείται την επίδραση που αυτός είχε στην ψυχή του αυτή τη φορά, ενώ στους στ. αρ. 23-24 είχαμε δει την επίδραση που ασκούσε ο ήχος στο σώμα του ήρωα. Έτσι λοιπόν, με την προσωποποίηση «Μ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή», την επανάληψη του ρήματος «αδράττω» «Μ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή μὲ ἄδραχνε», το πολυσύνδετο και το σχήμα της συσσώρευσης «καὶ νά μπει δὲν ἠμπόρει ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη» και τη συνεκδοχή «καὶ μ ἔκανε συχνὰ ν ἀναζητήσω τὴ σάρκα μου (= το σώμα μου) νὰ χωριστῶ», ολοκληρώνεται η προσπάθεια του αφηγητή να προσδιορίσει την προέλευση και τα χαρακτηριστικά του απόκοσμου εκείνου «ηχού». 5
β) Σχετικά με το τι συμβολίζει ή το τι είναι ο «ηχός» του Κρητικού έχουν δοθεί, όπως και για το άλλο σημαντικό μοτίβο του έργου, την Φεγγαροντυμένη, ποικίλες ερμηνείες. Ακολουθούν οι πιο σημαντικές: Ο ήχος αυτός «συνοψίζει σ` ένα σύμβολο μουσικό τον παναρμόνιο ρυθμό της φύσης» (Ε. Γ. Καψωμένος) Πρόκειται για έναν «αγγελικό ψαλμό, που συνοδεύει την ψυχή της (αγαπημένης του Κρητικού) στα ουράνια και τον ακούει ο Κρητικός καταγοητευμένος.» (Β. Δεδούσης) «Ο γλυκός ήχος, που ακούγεται σα να βγαίνει απ` όλη τη γήινη και την ουράνια φύση, είναι σα μια μουσική του Σύμπαντος, σαν η μυστική αρμονία που αναδίνεται από την ανταπόκριση των στοιχείων του Παντός. Αυτή η χωρίς όρια αρμονία, που συνέχει τους κόσμους, δεν μπορεί παρά να είναι η Αγάπη, η Ουράνια Αγάπη, της οποίας το μυστικό τραγούδι μόνο ο ποιητής μπορεί να ακούσει. Αυτή μας φέρνει μήνυμα από το Υπερπέραν.» (Π. Σπανδωνίδης) «Οι θείοι αυτοί ήχοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενίσχυση που (η Φεγγαροντυμένη) του `δωσε (του Κρητικού), για να συνεχίσει τη ζωή του.» (Φ. Μιχαλόπουλος) «Είναι η φωνή της καταματωμένης πατρίδας του», η οποία «τον έχει συγκλονίσει τόσο βαθιά, που ποθεί να ξαναγυρίσει σ` αυτή κι ας είναι ρημαγμένη.» (Γ. Ν. Παπανικολάου) 4. Οι στίχοι αυτοί που ενσωματώνονται μέσα στην τρίτη αποφατική παρομοίωση αποτελούν μια μορφή παρέκβασης που εκφράζει τη φιλοπατρία του Κρητικού. Ουσιαστικά λύνουν την απορία που γεννήθηκε στο στ. αρ. 36 «στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ ἐτράβουνεν ὁ πόνος» : Ποιος ήταν ο πόνος που τον τραβούσε στον Ψηλορείτη; Για τι πονούσε; Αυτό που τον έκανε να πονάει ήταν η σκλαβιά της πατρίδας του και μάλιστα της ιδιαίτερης πατρίδας του, της λεβεντογένας Κρήτης, που, παρά τους τόσους αγώνες των τέκνων της, παρέμενε σκλαβωμένη στον Τούρκο δυνάστη. Εκεί λοιπόν, ψηλά στον Ψηλορείτη, και καθώς άκουγε τον ήχο απ` το σουραύλι, φορτιζόταν συναισθηματικά και προσφωνούσε τη «θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα», την οποία προσωποποιεί και προς την οποία τείνει τα χέρια (που εμπράκτως δείξανε την αγάπη τους γι αυτήν) κλαίγοντας για τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται, αλλά και με καμάρι και υπερηφάνεια για την αξιοπρέπεια με την οποία η πατρίδα αντιμετωπίζει τις δυσκολίες. Για τον συγκεκριμένο στίχο γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος: «Νομίζω πως είναι ο εθνικότερος, ο πατριωτικότερος δεκαπεντασύλλαβος που υπάρχει στη νεότερη ποίησή μας». Με τον τελευταίο στίχο του αποσπάσματος «καλή ν ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι» εκφράζεται η αξία της πατρίδας και υποδηλώνεται η αγάπη του Κρητικού γι αυτήν, καθώς προτιμά το πετρώδες και άγονο έδαφός της από μια άλλη, πιο πλούσια, πατρίδα. 6
Ο Σολωμός δίνει μεγάλη βαρύτητα σ` αυτόν τον στίχο, καθώς τον χρησιμοποιεί, με μικρές παραλλαγές, 31 φορές στο διάστημα 1833-1851. 4. Η βασική ομοιότητα που διακρίνουμε και στα δυο ποιήματα είναι η αγάπη των δυο ηρώων προς την ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Κρήτη. Και οι δυο κλαίνε για τα δεινά που περνά η πατρίδα (Κρητικός :«κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι», Σχεδίασμα: «ένας γέροντας Κρητικός αποστρέφεται την κοινή χαρά και φεύγει εις ένα ξωκλήσι, και αυτού κλαίει τη δουλεία της μητρικής του γης».). Και οι δυο πριν φύγουν απ` την πατρίδα τους πήραν μια φούχτα χώμα, ένδειξη αγάπης και λατρείας προς αυτήν (Κρητικός : «Στὴν Κρήτη... Μακριὰ πὸ κεῖθ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.», Σχεδίασμα: «Πάρε μια φούχτα από τη γη την ποθητή σου κι έβγα.».). Φυσικά και στα δυο ποιήματα κατονομάζεται η ιδιαίτερη πατρίδα των ηρώων (Κρητικός :«Στὴν Κρήτη...», Σχεδίασμα: «Η Κρήτη, λέγει η γη `ναι της Αντρείας.».). Η αντρειοσύνη των Κρητικών πολεμιστών της ελευθερίας είναι επίσης κοινό θέμα (Κρητικός :«μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια, μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,», «Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι, π ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι», «μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια, μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια, μήτε ὅταν τὸν μπομπο Ἰσοὺφ καὶ τσ ἄλλους δύο βαροῦσα σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π ἀλαίμαργα πατοῦσα», Σχεδίασμα: «Η Κρήτη, λέγει η γη `ναι της Αντρείας.».). Τέλος, και οι δυο ήρωες βρίσκονται πλέον στα Επτάνησα, όπου έχουν βρει καταφύγιο ως πρόσφυγες, αφού έφυγαν κυνηγημένοι απ` την Κρήτη. Επιμέλεια απαντήσεων: Γιασουρίδης Μίλτος 7