ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 37

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5η : ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ- ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΕΝΙΚΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1279-1/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 4 /2015

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 77Α / 2002

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ανθρώπου, κατ άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος, αλλά κατοχυρώνεται και ρητά στο άρθρο 14 παρ.1 Σ.

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Ερµηνεία του άρθρου 13παρ1 και2σ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΕΚΤΟΡΑΣ: Εργασία µε θέµα: ΕΠΩΝΥΜΟ: ΟΝΟΜΑ: ΕΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 του Συντάγµατος της Ελλάδος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Γράφουμε στον πίνακα τη λέξη κλειδί «φονταμενταλισμός», διαβάζουμε τις εργασίες και καταλήγουμε στον ορισμό της. (Με τον όρο φονταμενταλισμός

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ»

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Εργασία στο µάθηµα των Εφαρµογών ηµοσίου ικαίου Καθηγητής : κος Ανδρέας ηµητρόπουλος «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» Όνοµα : Βιργινία ηµ. Παππά Α.Μ. : 1340 1998 12203 Τηλ. : 6972 054784 ΑΘΗΝΑ, εκέµβριος 2004 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ (σελ. 3-5) 2. ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΤΗΣ-ΓΝΩΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ- ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ (σελ. 5-6) 2.1. Έννοια (σελ. 5) 2.2. Γνωστή Θρησκεία (σελ. 5-6) 2.3. Επικρατούσα Θρησκεία (σελ. 6) 3. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 13 ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (σελ. 6-13) 3.1. Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (σελ. 7-9) 3.2. Ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας (σελ. 9-12) 3.3. Ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων (σελ. 12) 3.4. Το καθεστώς των θρησκευτικών λειτουργών (σελ. 12-13) 3.5. Φορείς και αποδέκτες της θρησκευτικής ελευθερίας (σελ. 13) 4. ΕΙ ΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ (σελ. 13-16) 4.1. Ο προσηλυτισµός (σελ. 13-15) 4.2. Ο όρκος (σελ. 15-16) 5.1.Υποχρεώσεις έναντι του Κράτους-Συµµόρφωση προς τους νόµους (άρθρο 13 παρ. 4 Σ.) (σελ. 16-17) 5.2. ηµόσια τάξη και χρηστά ήθη (σελ. 18) 5.3. Τα δικαιώµατα των άλλων-σύγκρουση δικαιωµάτων (σελ. 18-20) 5.3.1. Νοµολογιακή προσέγγιση (σελ. 18-20) 6. ΕΙ ΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ (σελ. 20-29) 6.1. Αντιρρησίες συνείδησης (σελ. 20-22) 6.1.1. Νοµολογιακή προσέγγιση (σελ. 22-23) 6.2. Η αναγραφή του θρησκεύµατος στις ταυτότητες (σελ. 23-24) 6.2.1. Νοµολογιακή προσέγγιση (σελ. 24-25) 6.3. Οι «µη ορθόδοξοι χριστιανοί» µαθητές (σελ. 25-27) 6.3.1. Νοµολογιακή αντιµετώπιση (σελ. 28) 6.4.Οι «αντιφρονούντες» εκπαιδευτικοί (σελ. 28-29) 6.4.1. Νοµολογιακή αντιµετώπιση (σελ. 29) 7. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ (σελ. 29-34) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Η θρησκευτική ελευθερία είναι προέκταση της προσωπικής ελευθερίας και επίσης, µια ειδικότερη µορφή της ελευθερίας της γνώµης και της εν γένει πνευµατικής ελευθερίας. Αποτελεί την ρίζα των ατοµικών ελευθεριών µε την οποία εξασφαλίζεται ο σεβασµός της ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (πρβλ. άρθρο. 2 παρ. 1 Σ.), καθώς και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (πρβλ. άρθρο 5 παρ. 1 Σ.) 1. Συγγενής προς την έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η ανεξιθρησκεία, η οποία αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά το 313 µ. Χ. µε το «διάταγµα του Μεδιολάνου» που εξέδωσαν ο Μ. Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος. Αργότερα όµως, στη βυζαντινή αυτοκρατορία, αναγνωρίζεται ως επίσηµη θρησκεία η χριστιανική και αρχίζουν διώξεις των ειδωλολατρών, για να επακολουθήσουν ύστερα οι διώξεις των αιρετικών. Οι διωγµοί κατά των αιρετικών υπήρξαν ιδιαίτερα έντονοι στη ύση, όπου, κατά τον µεσαίωνα, ο Πάπας συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την κοσµική και την πνευµατική εξουσία και κυριαρχούσαν οι δεισιδαιµονίες και η θρησκευτική µισαλλοδοξία. Στους νεώτερους χρόνους η θρησκευτική ελευθερία ήταν ένα από τα πρώτα ατοµικά δικαιώµατα που διεκδικήθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, ιδίως µε τη θρησκευτική µεταρρύθµιση του 16 ου αιώνα και ύστερα από µία µακρά περίοδο θρησκευτικών πολέµων ανάµεσα σε καθολικούς και διαµαρτυρόµενους (προτεστάντες). Η διεκδίκηση της θρησκευτικής ελευθερίας ήταν άλλωστε έµπρακτη αµφισβήτηση της «ελέω» θεού απολυταρχικής εξουσίας των µοναρχών. Πολύ πριν από την αναγνώριση της απαραβίαστης ιδιωτικής σφαίρας του ατόµου και γενικά την επικράτηση του φιλελεύθερου ατοµοκεντρισµού (αργότερα ανθρωποκεντρισµού), η γενική αποδοχή της υπεροχής του θείου έναντι του ανθρώπινου δικαίου και των αντιστοίχων περιορισµών της κατά τα άλλα απεριόριστης ηγεµονικής κυριαρχίας είχε δηµιουργήσει το θεµέλιο για την αντίταξη ατοµικών θρησκευτικών υποχρεώσεων στην κρατική επιταγή 2. Οι εννοιολογικές προϋποθέσεις της θρησκευτικής ελευθερίας άρχισαν να δηµιουργούνται τον 16 ο αιώνα µε την θρησκευτική µεταρρύθµιση ως αντίδραση στο δικαίωµα του ηγεµόνα να ορίζει την θρησκεία των υπηκόων του. Η διακήρυξη δικαιωµάτων (Bill of Rights) του 1776 της Πολιτείας της Βιργινίας, κατά τον αµερικανικό αγώνα της ανεξαρτησίας, είναι πάντως το πρώτο συνταγµατικό κείµενο µε το οποίο αναγνωρίστηκε πανηγυρικά η θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 16), ύστερα δε επακολούθησε, το 1791, η 1 η Τροποποίηση του Συντάγµατος των Ηνωµένων Πολιτειών του 1887. Η Γαλλική ιακήρυξη των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 αναγνώρισε µόνο την ανεξιθρησκεία, ορίζοντας στο άρθρο 10, ότι «κανείς δεν πρέπει να ενοχλείται για τις γνώµες του, ακόµη και για τις θρησκευτικές, αρκεί η εκδήλωσή τους να µη διαταράσσει τη δηµόσια τάξη που καθιερώνει ο νόµος». Στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη η θρησκευτική ελευθερία αναγνωρίζεται για πρώτη φορά µε το Σύνταγµα του Βελγίου του 1831 (άρθρο 14). Ύστερα από τις διακηρύξεις στην Αµερική και την Γαλλία, κατοχυρώθηκε σε όλα τα ευρωπαϊκά συντάγµατα του 19 ου και του 20 ου αιώνα. Στη νεώτερη Ελλάδα, τα δύο πρώτα Συντάγµατα της επαναστατικής περιόδου, της Επιδαύρου του 1822 και του Άστρους του 1823, καθιέρωναν (παρ. α ) την ανεξιθρησκεία. Το Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827 προστάτευε επιπλέον και τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 1). Εξάλλου και τα Συντάγµατα του 1844 και του 1864/1911 µιλούν για την ανεξιθρησκεία («πάσα γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή», άρθρο 1 παρ. 1). Το Σύνταγµα του 1927 καθιερώνει 1 Βλ. σχετικά Αρ. Μάνεση, Συνταγµατικά ικαιώµατα, α ) Ατοµικές Ελευθερίες, Πανεπιστηµιακές Παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 247 επ. 2 Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, Αθήνα-Κοµοτηνή 1991, σελ. 164 επ. 3

πια τη θρησκευτική ελευθερία, ορίζοντας στο άρθρο 1 παρ. 3 ότι η «ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος». Ίδια διάταξη υιοθετείται και στο Σύνταγµα του 1952 (άρθρο 2 παρ. 3-4). Σήµερα ο θρησκευτικός χώρος ρυθµίζεται µε διατάξεις εθνικών συµβάσεων αλλά και µε διατάξεις των εθνικών Συνταγµάτων. Την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας κατοχυρώνει το άρθρο 18 της Οικουµενικής ιακήρυξης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου του 1948, όπως επίσης και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για τα ικαιώµατα του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974), το οποίο αποτελεί εσωτερικό δίκαιο µε ισχύ υπέρτερη από τους κοινούς νόµους και του οποίου επανάληψη σχεδόν αποτελεί το άρθρο 18 του ιεθνούς Συµφώνου του 1966 του Ο.Η.Ε. για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα. Οι αναφερόµενες στη ρύθµιση του θρησκευτικού φαινοµένου διατάξεις του ελληνικού Συντάγµατος είναι διάσπαρτες και περιέχονται τόσο στο κεφάλαιο των συνταγµατικών δικαιωµάτων όσο και σε «οργανωτικές ρυθµίσεις». Η σύνδεση Συντάγµατος και θρησκείας απαντάται ήδη στο προοίµιο του Συντάγµατος µε την επίκληση εις το όνοµα της Αγίας Οµοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Το άρθρο 3 αναφέρεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Μνεία του άρθρου 3 γίνεται επίσης στο άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγµατος. Το άρθρο 13 ρυθµίζει τη θρησκευτική ελευθερία. Αλλά και το άρθρο 16 παρ. 2 αναφέρεται στην «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» ως αποστολής της παιδείας. Το άρθρο 33 παρ. 2 προβλέπει θρησκευτικό όρκο χριστιανικού τύπου για τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. Το άρθρο 59 παρ. 1 καθορίζει τον θρησκευτικό όρκο των βουλευτών. Το άρθρο 18 παρ. 8 αναφέρεται στην ιδιοκτησία των Πατριαρχείων κ.λ.π. και το άρθρο 105 στο ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους 3. Το ισχύον Σύνταγµα προστατεύει στο άρθρο 13 τόσο την ανεξιθρησκεία, όσο και τη θρησκευτική ελευθερία, ορίζοντας ότι : 1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά µε τη λατρεία της τελούνται ανεµπόδιστα υπό την προστασία των νόµων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται. 3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας. 4. Κανένας δεν µπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συµµορφωθεί προς τους νόµους. 5. Κανενός όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόµο, που ορίζει και τον τύπο του». Από µια οπτική γωνία η διάταξη αυτυή θα µπορούσε να θεωρηθεί περιττή, καθώς η ελευθερία της συνείδησης γενικά, µε την έννοια της απαγόρευσης διείσδυσης στο forum internum, στον χώρο δηλ. του ενδιάθετου φρονήµατος του ατόµου, αποτελεί ούτως ή άλλως αναγκαία συνέπεια του σεβασµού της αξίας του ανθρώπου, κατ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος. Βέβαια η προστασία του forum internum καθεαυτή είναι µάλλον περιορισµένης αξίας, διότι σηµασία δεν έχει τόσο να αφεθεί ανενόχλητο το φρόνηµα, που οριοθετείται πάντως από το βιολογικό τέλος του φορεά του, όσο να επιτραπεί η εξωτερίκευση και άρα διάδοση και αναπαραγωγή του φρονήµατος αυτού. Όµως η έκφραση και διάδοση των στοχασµών βρίσκει αυτοτελές έρεισµα στο άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγµατος. Εποµένως η ρητή κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής ειδικά συνείδησης προσδίδει απλώς έµφαση σε µια πτυχή της 3 Α. ηµητρόπουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου Τόµος III, Ι Έκδοση, Αθήνα 2004, σελ. 184. 4

γενικότερης αρχής της ελευθερίας της συνείδησης, η οποία απορρέει κυρίως από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 14 παρ. Συντάγµατος 4. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει το ζήτηµα του εάν το άρθρο 13 του Συντάγµατος υπόκειται ή όχι σε αναθεώρηση κατά τους οικείους ορισµούς του άρθρου 110 παρ.1 του Συντάγµατος. Εκεί ορίζεται ότι δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγµατος. Η διαφοροποίηση φαίνεται ηθεληµένη και συνεπώς οι διατάξεις των υπολοίπων παραγράφων του άρθρου 13 του Συντάγµατος πρέπει καταρχήν να γίνει δεκτό ότι υπόκεινται σε αναθεώρηση 5. Περαιτέρω, εφόσον κατά την παρ. 1 του άρθρου 110 του Συντάγµατος, το αναθεωρητόν αποτελεί τον κανόνα και οι ανεπίδεκτες αναθεώρησης διατάξεις ορίζονται ειδικώς ως εξαιρέσεις έπεται ότι κατ αρχήν τις τελευταίες αυτές διατάξεις πρέπει να τις εννοήσουµε όπως ακριβώς αναφέρονται 6. εν πρέπει να συγχέεται η έννοια της ανεξιθρησκείας µε την έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας. Ανεξιθρησκεία είναι η «αδιαφορία» που δείχνει το κράτος απέναντι στις θρησκείες που πρεσβεύουν οι πολίτες του, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει και ανέχεται την ύπαρξη και λειτουργία γνωστών θρησκειών. Πρόκειται κυρίως για θρησκευτική ανοχή, που αφορά κατά πρώτο λόγο τα αδιατάρακτο της (εξωτερικής) λατρείας. Η θρησκευτική ελευθερία έχει ευρύτερο και θετικότερο περιεχόµενο : αναφερόµενη στην εσωτερική κυρίως διάθεση των ανθρώπων, έγκειται στην ανεµπόδιστη από κρατικές επεµβάσεις διαµόρφωση και εκδήλωση της θρησκευτικής συνείδησης 7. Η θρησκευτική ελευθερία, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγµατος, αποτελεί ατοµικό δικαίωµα που θεµελιώνει αξίωση απέναντι στην κρατική εξουσία να µην επεµβαίνει παρεµποδίζοντας ή επιβάλλοντας είτε τη διαµόρφωση είτε την εκδήλωση σχετικών µε τη θρησκεία θετικών ή αρνητικών πεποιθήσεων. 2. ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΤΗΣ-ΓΝΩΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ- ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ 2.1. ΈΝΝΟΙΑ Οι έννοιες της «θρησκείας» και του «θρησκευτικού» αναφέρονται στην αντίληψη περί Θεού και στις σχετιζόµενες µε αυτήν µεταφυσικές και ηθικές παραστάσεις. Θρησκεία είναι σύνολο δοξασιών, οργανωµένη θεωρία που αναφέρεται στην υπόσταση του θείου. ιακρίνεται εποµένως η θρησκεία από άλλες θεωρίες ή πίστεις, π.χ. πολιτικές κ.λ.π., οι οποίες δεν αναφέρονται στο θείο, άµεσα τουλάχιστον, αλλά σε άλλα ζητήµατα. 2.2. ΓΝΩΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Κατά την παρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγµατος, ρητώς αναγνωρίζεται ως ελεύθερη, κάθε θρησκεία που είναι, όµως, «γνωστή». Η έννοια του όρου αυτού της «γνωστής» θρησκείας είανι παγίως δεδοµένη και αναµφισβήτητη. Απαιτείται αθροιστικώς να πρόκειται για θρησκεία που έχει και δοξασίες φανερές (και όχι κρυφές) που διδάσκονται, δηλαδή, δηµοσίως και λατρεία επίσης φανερή που δεν διεξάγεται δηλαδή κατά τρόπο µυστικό. Εποµένως όλες οι «κοινώς γνωστές» 4 Βλ. Κ. Χρυσογόνος, «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα», Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ. 219 επ. 5 Βλ. Επίσηµα Πρακτικά Συνεδριάσεων Ολοµέλειας Ε Αναθ. Βουλής, σελ. 872 έως 892. Φαίνεται ότι το άρθρο 13 παρ. 1 προστέθηκε χωρίς συζήτηση, στο άρθρο 110 του Σ. και έτσι ψηφήσθηκε απευθείας. 6 Βλ. Βελισσάριο Γ. Καράκωστα, «Τα συνταγµατικά θεµέλια της θρησκευτικής ελευθερίας και η δυνατότητα αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων», ίκη τεύχος 26, σελ. 817 επ. 7 Βλ. Αρ. Μάνεση, «Συνταγµατικά ικαιώµατα» α ) Ατοµικές Ελευθερίες», Πανεπ. Παραδόσεις, Θεσσ/κη 1981, σελ. 249-250. 5

θρησκείες ή αιρέσεις κ.λ.π. (του Χριστιανισµού, του Ιουδαϊσµού, του Μωαµεθανισµού κ.λ.π.), είναι «πασίδηλο» ότι εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις αυτές και εποµένως η σηµασία της διάταξης αποµένει για καινοφανείς ή περιθωριακές θρησκείες ή αιρέσεις. Εάν πάντως και για όσες περιπτώσεις, δεν πρόκειται για θρησκεία «γνωστή» υπό αυτή την ειδική έννοια, τότε αυτή δεν προστατεύεται, ακόµα και εάν δεν αποδεικνύεται ότι η (κρυφή) άσκηση της λατρείας της, προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Αλλά και αντιστρόφως, εάν και εφόσον η άσκηση της λατρείας κάποιας θρησκείας προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, τότε η λατρεία αυτή είναι απαγορευµένη και µπορεί να παρεµποδισθεί από την πολιτεία, ακόµα και όταν η θρησκεία αυτή είναι γνωστή. Συνήθως όµως οι κρυφές θρησκείες έχουν τις πιθανότητες να προσβάλλουν µε τις λατρευτικές πράξεις τους της δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη (π.χ. σατανιστές) και εκεί εντοπίζεται η πιθανότερη σύγχρονη προστατευτική λειτουργία των προκείµενων διατάξεων του Συντάγµατος για τη γνωστή θρησκεία και για την απαγόρευση προσβολής της δηµόσιας τάξης κ.λ.π. Υπό τις προϋποθέσεις δε αυτές, µπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ως καταχρηστική η επίκληση των λοιπών εκδηλώσεων της θρησκευτικής ελευθερίας των εν λόγω «θρησκευοµένων» (λ.χ. των σατανιστών). 2.3. ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Επικρατούσα θρησκεία είναι εκείνη στην οποία πιστεύει ο µεγαλύτερος αριθµός των πολιτών και αποτελεί ως εκ τούτου την επίσηµη θρησκεία του κράτους. Το Σύνταγµα ορίζει ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α Σ.). Από νοµική άποψη η επικρατούσα θρησκεία δεν κατέχει ανώτερη θέση, σε σύγκριση µε τις άλλες αναγνωριζόµενες θρησκείες. Οι ορισµοί για την «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» του άρθρου 3, δεν έρχονται σε ρυθµιστική αντινοµία, προς την πραγµατική και ουσιαστική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας µε το άρθρο 13 του Συντάγµατος. Η προµετωπίδα «εις το όνοµα της Αγίας και Οµοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» έχει τεθεί στο Σύνταγµα, για λόγους παράδοσης, ο δε, επίσης παραδοσιακός όρος, «επικρατούσα» θρησκεία στην Ελλάδα, στο άρθρο 3 του Συντάγµατος, γίνεται παγίως δεκτό ότι δεν έχει την έννοια ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ασκεί κάποιο είδος επικυριαρχίας στις λοιπές θρησκείες, αλλά πρόκειται για οιονεί διαπιστωτική διάταξη, διαπιστωτική του ότι, όπως επίσης γίνεται παγίως δεκτό, το µεγαλύτερο µέρος του ελληνικού λαού, σύµφωνα µε τις παραδόσεις του, πρεσβεύει το ελληνορθόδοξο δόγµα, ακολούθως προς το οποίο, όπως είναι επόµενο, κανονίζεται το επίσηµο εορτολόγιο, καθορίζονται οι αργίες κ.λ.π. Η ίδια διάταξη, περιέχει µια λανθάνουσα πιθανολόγηση πως το εν λόγω θρησκευτικό φρόνηµα του µεγαλύτερου ποσοστού των Ελλήνων, θα εξακολουθήσει και στο µέλλον να υπάρχει, ως αίσθηση, δηλαδή, ότι πάντως ανήκουν στο ελληνορθόδοξο δόγµα, ανεξαρτήτως του ποικίλλοντος και µεταβλητού άλλωστε, βαθµού συχνότητας ή χαλαρότητας, συµµετοχής στις οικείες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις. Έτσι εξηγείται κατ αρχην και η υποχρεωτική ορκοδοσία του Προέδρου της ηµοκρατίας, πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, ορκοδοσία «... στο όνοµα της Αγίας και Οµοουσίας και Αδιαίρετης Τριάδας...», σύµφωνα µε το άρθρο 33 παρ. 2 του Συντάγµατος, καθώς και ο παρόµοιος όρκος που δίνουν οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, κατά την παρ. 1 του άρθρου 59 του Συντάγµατος 8. 3. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 13 ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 8 Βλ. Β. Καράκωστα, «τα συνταγµατικά θεµέλια της θρησκευτικής ελευθερίας και η δυνατότητα αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων», Γενική εισαγωγή στην προβληµατική της θρησκευτικής ελευθερίας, ίκη, Τεύχος 26, σελ. 817. 6

3.1.Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης Ως θρησκευτική συνείδηση νοείται το ενδιάθετο φρόνηµα του ανθρώπου σχετικά µε τη φυσική ή µεταφυσική θεώρηση του κόσµου, σε αναφορά ιδίως µε το «θείο». Το περιεχόµενο της εν γένει λεγοµένης θρησκευτικής συνείδησης µπορεί να είναι σε ό,τι αφορά το θείο είτε θετικό (καταφατικό) µορφοποιηµένο ή µη σε ορισµένο θρήσκευµα είτε αρνητικό (αποφατικό). Το Σύνταγµα ορίζει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α ). Το απαραβίαστο ισχύει τόσο για τον κοινό νοµοθέτη όσο και για όλα τα όργανα της κρατικής εξουσίας. εν είναι όµως απόλυτο (πρβλ. την παρ. 4 του άρθρου 13). Η συνταγµατική προστασία αυτής της µορφής της θρησκευτικής ελευθερίας συνεπάγεται τα εξής επιµέρους δικαιώµατα: α) Το δικαίωµα να πρεσβεύει κανείς οποιαδήποτε θρησκεία ή δόγµα ή αίρεση ορισµένης θρησκείας θέλει ή να µην ανήκει σε καµία θρησκεία, δηλαδή να είναι άθρησκος ή ακόµα να είναι άθεος. Άρα καθένας δικαιούται να ζει και να συµπεριφέρεται σύµφωνα µε τις θρησκευτικές ή άθρησκες πεποιθήσεις του. β) Το δικαίωµα να εκδηλώνει αλλά και αντίστροφα να µην αποκαλύπτει κανείς τις θρησκευτικές ή άθρησκες πεποιθήσεις του. Εποµένως, δεν επιτρέπεται να υποχρεωθεί να εκδηλώσει τις σχετικές πεποιθήσεις του ούτε να υποχρεωθεί σε πράξεις ή παραλείψεις που προϋποθέτουν την πίστη σε ορισµένη θρησκεία (π.χ. να µετάσχει σε συγκεκριµένη θρησκευτική λατρεία, τελετή ή προσευχή, ή να υποχρεωθεί να επιλέξει µεταξύ θρησκευτικού και πολιτικού γάµου, εξίσου εγκύρων, κ.τ.τ.). γ) Το δικαίωµα να διαµορφώνει, µεταβάλλει, αποβάλλει θρησκευτικές πεποιθήσεις. δ) Το δικαίωµα να µην υφίσταται καµία δυσµενή συνέπεια για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή για την έλλειψη ορισµένων θρησκευτικών πεποιθήσεων (βάσει και της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγµατος). ε) Το δικαίωµα να ασκεί όλα τα ατοµικά δικαιώµατα για να διαδίδει τις σχετικές µε τη θρησκεία πεποιθήσεις του (ελευθερία γνώµης, προφορικής, έγγραφης ή δια του τύπου, δικαίωµα συναθροίσεων και συνεταιρισµού για θρησκευτικούς σκοπούς, ελευθερία θρησκευτικής αλλά και µη θρησκευτικής εκπαίδευσης), καθώς και το δικαίωµα να µην επηρεάζεται από άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Το Σύνταγµα του 1975 περιέχει µια νέα διάταξη που ορίζει ότι «η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται εκ των θρησκευτικών εκάστου πεποιθήσεων (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. β Σ. ). Παρά τη διατύπωσή της, από τη διάταξη αυτή συνεπάγεται γενικότερος κανόνας, σύµφωνα µε τον οποίο κανενός δικαιώµατος, από όσα αναγνωρίζει το ισχύον δίκαιο (άρα και των κοινωνικών και των αστικών κ.λ.π. δικαιωµάτων), η απόλαυση δεν µπορεί να εξαρτηθεί από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. έτσι, π.χ., δεν είναι δυνατό να θεσπισθεί από το κοινό νοµοθέτη ως προσόν ή κώλυµα, για την κατάληψη θέσης σε δηµόσια υπηρεσία ή για την υγειονοµική περίθαλψη ή γαι την κτήση εµπραγµάτου διακιώµατος ή για τη σύναψη γάµου, η πίστη ή, αντίστροφα η έλλειψη πίστης σε ορισµένη θρησκευτική δοξασία. Εποµένως ο διορισµός π.χ. σε µια δηµόσια υπηρεσία ή προαγωγή κ.λ.π. και η σταδιοδροµία εν γένει ενός υπαλλήλου δεν µπορεί να εξαρτηθεί ή επηρεαστεί από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, εκτός βέβαια αν τούτο εξυπακούεται από τη φύση της δηµοσίας θέσης, εάν δηλαδή οι θρησκευτικές πεποιθήσες, ή έλλειψή τους, είναι ασυµβίβαστες µε τα συγκεκριµένα καθήκοντα (π.χ. καθηγητή θρησκευτικών) ιδίως ενόψει του άρθου 3 του Συντάγµατος (βλ. και Πρακτικό του Σ.τ.Ε. 409-1977, Το Σ. 3, σελ. 475). Επίσης δεν είναι συνταγµατικώς επιτρεπτή η γενική επιβολή της υποχρεωτικής δήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή της αναγραφής τους σε επίσηµα έγγραφα ή σε δελτία αστυνοµικής ταυτότητας. Εξάλλου, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαµβάνει το δικαίωµα σύστασης θρησκευτικών ενώσεων (πρβλ. και άρθρο 12 του Συντάγµατος), το δικαίωµα ανάληψης ενεργών καθηκόντων στην οικεία εκκλησιαστική, ή θρησκευτική κοινότητα όπως είναι και τα καθήκοντα του ιερέως, επίσης το δικαίωµα συµµετοχής 7

σε µοναχικό βίο, καθώς και το δικαίωµα των γονέων να επιλέγουν την θρησκεία ή την αθεϊα κ.λ.π., για τα ανήλικα τέκνα τους. Το τελευταίο διευκρινίζεται και ρητά µε το άρθρο 2 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης που κυρώθηκε και αυτό µαζί µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση, µε το ν.δ. 53/1974 και έτσι έχει και αυτό υπερνοµοθετική ισχύ (άρθρο 28 του Σ. ). Με την ίδια υπερνοµοθετική ισχύ βεβαίως, κατοχυρώνεται µε το άρθρο 9 της ίδιας Ευρωπαϊκής Σύµβασης η θρησκευτική ελευθερία γενικότερα και ως ελευθερία συνείδησης δηλαδή λατρείας, θρησκευτικής διδασκαλίας κ.λ.π., κατά τρόπο που απηχεί ευστόχως τα ιδεώδη που είναι αποκρυσταλλωµένα, στο παροµοίου περιεχοµένου, άρθρο 18, της Οικουµενικής ιακήρυξης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου. Στην παρ. 1 του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, το δε δικαίωµα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων όπως και την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, µεµονωµένα ή συλλογικά, δηµόσια ή ιδιαιτέρως, µε τη λατρεία, την παιδεία και την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. Είναι αξιοσηµείωτο ότι µε την παρ. 1 του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης, το δικαίωµα της ειδικής θρησκευτικής διδασκαλίας και παιδείας κατοχυρώνεται (εύστοχα) ως περιεχόµενο του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι, ως εµφορούµενο δηλαδή, από αυτό το ολοκληρωµένο προστατευτικό πνεύµα, πρέπει να ερµηνεύεται και το άρθρο 13 του Συντάγµατος, καίτοι δεν αναφέρει ρητά την ειδική ελευθερία θρησκευτικής διδασκαλίας και παιδείας και διαδόσεως των σχετικών στοχασµών, τούτο δε έχει πρακτική σηµασία, µεταξύ άλλων και διότι το γενικό δικαίωµα εκφράσεως και διαδόσεως των στοχασµών κατοχυρώνεται µε το άρθρο 14 του Συντάγµατος, το οποίο υπόκειται σε αναστολή κατά το άρθρο 48 του Συντάγµατος. Εξάλλου το ειδικό αυτό δικαίωµα θρησκευτικής διδασκαλίας και παιδείας και διάδοσης των σχετικών στοχασµών, µπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει κατά κύριο λόγο στην παρ. 1, παρά στην παρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγµατος, ως κείµενο δηλαδή πλησιέστερα προς την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, παρά στην ελευθερία της λατρείας που έχει ειδικότερο περιεχόµενο που σχετίζεται µε την άσκηση της λατρείας ως επικοινωνίας δηλαδή όχι µε τους άλλους ανθρώπους αλλά µε το θείον. Παραπέρα από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης απορρέει µια σειρά επιµέρους αρχών. Κοινός παρονοµαστής τους είναι ότι το κράτος όχι µόνο δεν µπορεί άµεσα να υποχρεώσει κανέναν να ακολουθεί, ή να µην ακολουθεί, ορισµένο θρήσκευµα ή και αθρησκευτικές ή αθεϊστικές πεποιθήσεις, αλλά δεν επιτρέπεται ούτε και να επιδιώξει έµµεσα το ίδιο αποτέλεσµα. Τέτοια έµµεση προσβολή υπάρχει όταν ευνοούνται οι οπαδοί ορισµένου θρησκευµατος, ή αντίστροφα οι άθεοι, και διευκολύνεται η διάδοση των σχετικών ιδεών και δοξασιών, καθώς και όταν παρεµποδίζεται αντίθετα η διάδοσή τους και οι οπαδοί τους υφίστανται παντοειδείς δυσµενείς έννοµες συνέπειες. Με άλλες λέξεις, το κράτος οφείλει καταρχήν να παραµένει θρησκευτικά ουδέτερο. Μόνο τότε µπορεί να γίνεται λόγος για πραγµατική θρησκευτική ελευθερία, ενώ διαφιορετικά έχουµε απλώς ανεξιθρησκεία, δηλαδή ανοχή του πλουραλισµού θρησκευτικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων που υφίσταται στην κοινωνία, µε παράλληλη όµως προώθηση της επίσηµης κρατικής θρησκευτικής (ή αθεϊστικής) ιδεολογίας. Η πρώτη από τις ειδικότερες αυτές συνέπειες της συνταγµατικής κατοχύρωσης της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης είναι η θρησκευτική ισότητα, η οποία βρίσκει και ένα επιπλέον έρεισµα στο εδ. β της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγµατος. Η αναφορά πάντως του τελευταίου στα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα είναι πρόδηλα ενδεικτική. Ούτε των κοινωνικών δικαιωµάτων ούτε και κανενός άλλου δικαιώµατος, από όσα προβλέπουν το Σύνταγµα και οι νόµοι, µπορεί καταρχήν να εξαρτηθεί η απόλαυση από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του 8

ενδιαφεροµένου 9. Εξίσου ενδεικτική είναι και η αναφορά του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. α Συντάγµατος. Στην προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας αδιακρίτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. Συνεπώς και τα άλλα έννοµα αγαθά, πέρα από τη ζωή, την τιµή και την ελευθερία, οφείλουν να προστατεύονται χωρίς καµία διάκριση θρησκευτικών πεποιθήσεων. Σε σύγκριση εξάλλου µε τη γενική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Συντάγµατος, η θρησκευτική ισότητα έχει έναν περισσότερο τυπικό-αριθµητικό χαρακτήρα, αφού από την ύπαρξη διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων κατά κανόνα δεν προκύπτει διαφορά πραγµατικών καταστάσεων ικανή να δικαιολογήσει διαφοροποιηµένες ρυθµίσεις. Επιπλέον όµως η θρησκευτική ισότητα έχει και ευρύτερη έκταση, διότι φορείς της θρησκευτικής ελευθερίας και άρα της θρησκευτικής ισότητας είναι και οι αλλοδαποί. Γίνεται έτσι δεκτό ότι αντίκειται στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγµατος αιτιολογία απόφασης για την απόρριψη αίτησης πολιτογράφησης αλλοδαπού, κατά το µέρος της που αναφέρεται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις 10. Επίσης δικαστική απόφαση για την ανάθεση της γονικής µέριµνας ανήλικου παιδιού στον έναν από τους γονείς του δεν επιτρεέπεται να λάβει υπόψη το (ενδεχοµένως διαφορετικό) θρήσκευµα καθενός των τελευταίων 11. Τούτο απαγορεύεται άλλωστε και από το άρθρο 9 ΕΣ Α, σύµφωνα µε τη νοµολογία του Ε Α (υπόθεση Hoffmann κατά Αυστρίας) 12. Ούτε είναι δυνατό να επιβληθεί σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας ορισµένης περιοχής εισφορά, εισπραττόµενη µέσω των λογαριασµών της ΕΗ, για την ανέγερση Ιερού Ναού συγκεκριµένης θρησκείας στην περιοχή αυτή 13. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης προστατεύεται καταρχήν ως αµυντικό δικαίωµα, το οποίο στρέφεται κατά του κράτους αλλά και ενάντια σε οποιονδήποτε ιδιώτη. Για τον συντακτικό νοµοθέτη είναι αδιάφορο αν η απειλή προέρχεται από την δηµόσια ή την ιδιωτική εξουσία. Περιέχει εποµένως το Σύνταγµα γενικότερη αρχή που εφαρµόζεται στην συνολική έννοµη τάξη και ανεξάρτητα από τη διάκριση του δικαίου σε δηµόσιο και σε ιδιωτικό. Η διαπροσωπική ενέργεια (τριτενέργεια) της θρησκευτικής ελευθερίας προκύπτει από την ίδια τη λεκτική της διατύπωση και µε την απλή γραµµατολογική ερµηνεία, πέρα και ανεξάρτητα από την γενικότερη θεµελίωση. Φορείς του δικαιώµατος είναι καταρχήν τα φυσικά πρόσωπα, ηµεδαποί, αλλοδαποί και ανιθαγενείς. Τα νοµικά πρόσωπα δεν µπορεί να είναι φορείς της θρησκευτικής συνείδησης µε την εσωτερική της κατεύθυνση, µπορεί όµως να είναι φορείς της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων 14. Ακόµη είναι νοητή προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας (απέναντι στο κράτος) και νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου θρησκευτικών σκοπών. 3.2. Ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας Σπουδαία εκδήλωση της θρησκευτικής ελευθερίας αποτελεί η ελευθερία της λατρείας. Η λατρεία αποτελεί µορφή ανθρώπινης συµπεριφοράς, σύνολο µερικοτέρων ενεργειών του ανθρώπου, οι οποίες κατά την αντίληψη του ενεργούντος και σύµφωνα µε το δόγµα στο οποίο πιστεύει εκδηλώνουν την πίστη του προς το θείο. Η λατρεία προϋποθέτει τη θρησκευτική συνείδηση και µάλιστα θετική και ενταγµένη σε ορισµένο θρήσκευµα ή δόγµα, του οποίου και αποτελεί εκδήλωση. Η λατρεία είναι εξωτερίκευση της πίστης και των θρησκευτικών συναισθηµάτων ή η 9 ΣτΕ 194/1987, ΝοΒ 1987, σελ. 607. 10 ΣτΕ 160/1990, ΝοΒ 1991, σελ. 142. 11 ΜονΠρωτΘεσ (Ασφ. Μ.) 1080/1995, Αρµ. 1995, σελ. 1160, ΜονΠρωτΗρ 245/1986, ΑρχΝοµ 1986, σελ. 125. 12 Απόφαση της 23.6.1993, Α 255-C, παρ. 36. 13 ΕιρηνΠατρ 261/1983, ΤοΣ 1983, σελ. 634. 14 Α. ηµητρόπουλος, «Συνταγµατικά ικαιώµατα», Παραδόσεις Συνταγµ. ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, σελ. 187. 9

άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων µε συγκεκριµένες διαδικασίες και µορφές, συνήθως τελετουργικές. Η λατρεία µπορεί να γίνεται είτε ατοµικά είτε οµαδικά είτε ιδιωτικά είτε δηµόσια, µε εξωτερικές ενέργειες και εκδηλώσεις, έιτε σε ειδικά ιδρύµατα ή χώρους αφιερωµένους στη λατρεία του θείου (ναούς, ευκτήριους οίκους, τεµένη, συναγωγές) είτε στο ύπαιθρο (λιτανείες, τελετές, κηδείες). Στοιχείο της λατρείας είναι και το δικαίωµα για ανέγερση κτιρίων κατάλληλων για την άσκησή της. Το ισχύον Σύνταγµα (άρθρο 13 παρ. 2) ορίζει ότι «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά µε τη λατρεία της τελούνται ανεµπόδιστα υπό την προστασία των νόµων». Ωστόσο, η προστασία της ελευθερίας της λατρείας και η εξασφάλιση της ακώλυτης διεξαγωγής της εξαρτάται από ορισµένεες προϋποθέσεις : Α. Πρέπει να πρόκειται για γνωστή θρησκεία. «Γνωστή» δεν σηµαίνει αναγνωρισµένη θρησκεία, ως άνω προαναφέρθη, αλλά θρησκεία που µπορεί να τη «γνωρίσει» οποιοσδήποτε, δηλαδή θρησκεία «προσιτή» στον καθένα. Γνωστή είναι η θρησκεία που έχει φανερές δοξασίες, της οποίας τα δόγµατα και οι αρχές δεν είναι κρυφές, η δε λατρεία της γίνεται δηµόσια και εν πάση περιπτώσει δεν προϋποθέτει «µύηση». Για τον καθορισµό της «γνωστής θρησκείας» δεν έχει σηµασία, αν πρόκειται για παλιά ή νέα θρησκεία ή για αίρεση γνωστής θρησκείας. Το Σύνταγµα του 1952 όρισε ρητά ότι «πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα», ενώ τα Συντάγµατα του 1864 και 1911 χρησιµοποιούσαν τη λέξη «ανεκτή». Το Συµβούλιο της Επικρατείας έκρινε ως «γνωστή» θρησκεία την αίρεση των «Μαρτύρων του Ιεχωβά» ή χιλιαστών (2106/1975 ΤοΣ. 1, σελ. 894), επίσης των «Αντβενιστών της Εβδόµης Ηµέρας» (2139/75, ΤοΣ. 2, σελ. 240). Σχετικά µε τους λειτουργούς όλων των «γνωστών θρησκειών» το Σύνταγµα ορίζει ότι υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις «ως και οι της επικρατούσης θρησκείας». Η διάταξη για τις «ίδιες υποχρεώσεις» προστέθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του 1975, δίκαια όµως επικρίθηκε, γιατί οι υποχρεώσεις δεν αντιστοιχούν και σε ίδια δικαιώµατα µε εκείνα των λειτουργών της κατά το άρθρο 3 Συντάγµατος «επικρατούσας θρησκείας». Β. Η άσκηση της λατρείας δεν πρέπει να προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο συντακτικός νοµοθέτης χρησιµοποιεί τον όρο «χρηστά ήθη» - έννοια ευρύτερη από αυτές που χρησιµοποιούνται στο άρθρο 11 του Συντάγµατος για να διευκολύνει έτσι τον αποτελεσµατικότερο έλεγχο των θρησκευτικών συναθροίσεων (πρβλ. και άρθρο 5 παρ. 1 του Σ.). Γ. Η λατρεία δεν πρέπει να ασκείται µε σκοπό τον προσηλυτισµό. Η απαγόρευση του προσηλυτισµού γενικά και όχι µόνο του προσηλυτισµού «κατά της ειπκρατούσης θρησκείας», όπως όριζαν τα προηγούµενα Συντάγµατα, αλλά «κατά κάθε γνωστής θρησκείας» (πρβλ. Α.Π. 997/1975, Ποιν. Χρ. ΚΣΤ σελ. 380), αποτελεί αξιόλογη καινοτοµία του νέου Συντάγµατος. Κατωτέρω αναλύεται λεπτοµερώς το ζήτηµα του προσηλυτισµού. Για την τέλεση της δηµόσιας λατρείας, που αποτελεί και τον κανόνα, κάθε θρησκεία προβλέπει σύµφωνα µε τις αρχές της την ύπαρξη ειδικών τόπων. Η εξασφάλιση της ελευθερίας για την ίδρυση και λειτουργία αυτών των τόπων αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας, γιατί χωρίς αυτή η ελευθερία της λατρείας και η θρησκευτική ελευθερία στο σύνολό της περιορίζονται ουσιαστικά. Η ελευθερία όµως της λατρείας δεν αποκλείει το δικαίωµα της Πολιτείας να εξακριβώσει προηγουµένως τη συνδροµή όλων των προϋποθέσεων που έχει θεσπίσει ο συντακτικός νοµοθέτης για το ακώλυτο της λατρείας, δηλαδή να είναι «γνωστή» η θρησκεία, να µην προσβάλλεται η δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, να µην ασκείται προσηλυτισµός, κ.λ.π. Εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι ισχύουν διαφορετικά συστήµατα κανόνων για την ίδρυση ναών της ειπκρατούσας θρησκείας και όλων των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ για την ίδρυση και λειτουργία ναών και ευκτηρίων οίκων αλλόδοξων και αλλόθρησκων τίθεται µια σειρά προϋποθέσεων για την χορήγηση ειδικής άδειας της ιοίκησης. 10

Η ανέγερση των ναών της επικρατούσας θρησκείας διέπεται αποκλειστικά από το εσωτερικό της δίκαιο, σύµφωνα µε το οποίο, µε την έγκριση του µητροπολίτη την άδεια χορηγεί ο Ο ΕΠ, µετά την κατάργηση δε του οργανισµού αυτού το «Γραφείο Νεοδοµίας», ενώ η αρµοδιότητα των Γραφείων Σχεδίου Πόλεως περιορίζεται µόνον στην εφαρµογή των όρων δόµησης. Αντίθετα, η ίδρυση τόπων λατρείας των λοιπών θρησκευτικών κοινοτήτων υπάγεται σε σειρά προϋποθέσεων που καθορίζονται από νόµους, οι οποίοι εκδόθηκαν υπό διαφορετικό συνταγµατικό πλαίσιο, εκείνο του Συντάγµατος του 1911, και δεν είναι σύµφωνοι µε το Σύνταγµα. Οι διατάξεις αυτές κάνουν διάκριση µεταξύ ναών και ευκτηρίων οίκων, διάκριση, η οποία δεν ανταποκρίνεται πάντα σε εννοιολογική διαφορά, αλλά σχετίζεται µόνο µε το µέγεθος του κτίσµατος. Σύµφωνα µε το άρθρο 1 α.ν. 1672/1939 απαιτείται για την ανέγερση ναού οποιουδήποτε δόγµατος, εκτός εννοείται από την άδεια των πολεοδοµικών αρχών, άδεια της «οικείας ανεγνωρισµένης εκκλησιαστικής αρχής», δηλαδή του επιχώριου Μητροπολίτη και του Υπουργού Παιδείας. Η έκδοσή της προϋποθέτει, σύµφωνα µε το άρθρο 1 β.δ. 20.5/2.6.1939, εφόσον πρόκειται για ναούς ή ευκτήριους οίκους ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, δηλ. µη ορθοδόξων χριστιανών, την υποβολή αίτησης τουλάχιστον πενήντα οικογενειών προς την οικεία εκκλησιαστική αρχή, µε επικύρωση του γνησίου της υπογραφής των «αρχηγών» των οικογενειών από την αστυνοµία. Ο Υπουργός Παιδείας µπορεί να απορρίψει την αίτηση αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν «οι την ανέγερσιν ή λειτουργίαν επιβάλλοντες πραγµτατικοί λόγοι» 15. Η απαίτηση από το νόµο ειδικής άδειας της ιοίκησης γιας τη λειτουργία ναού και ευκτήριου οίκου, για την χορήγηση της οποίας απαιτείται µάλιστα άδεια του επιχώριου ορθόδοξου µητροπολίτη, παρότι η άδεια αυτή, κατά τη νοµολογία του ΣτΕ, κρίθηκε ότι δεν έχει το χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης και εποµένως αποτελεί απλή γνώµη που δεν δεσµεύει τη ιοίκηση, δε συνάδει µε τις διατάξεις του Συντάγµατος. Σηµειώνεται δε στο σηµείο αυτό ότι είναι επιτακτική ανάγκη η κατάργηση των σχετικών διατάξεων και η αντικατάστασή τους κατά τρόπο που να διασφαλίζεται πλήρως η συνταγµατικά κατοχυροµένη ελευθερία της λατρείας. Είναι προφανές ότι η άδεια δόµησης σύµφωνα µε τον εκάστοτε ισχύοντα Γενικό Οικοδοµικό Κανονισµό θα αποτελούσε αναγκαία, ικανή και σύµφωνα µε το Σύνταγµα προϋπόθεση για την ίδρυση τόπου λατρείας οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας, η οποία θα λειτουργούσε νόµιµα στη χώρα µας. Στο ζήτηµα αυτό πάντως η νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων απέτυχε να εγγυηθεί τον σεβασµό της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι το Συµβούλιο της Επικρατείας, προσπαθώντας να συµβιβάσει τα ασυµβίβαστα, υποβίβασε την «άδεια» της εκκλησιαστικής αρχής σε προπαρασκευαστική-διαπιστωτική ενέργεια του οργάνου αυτού. Η γνώµη του οποίου δεν δεσµεύει τον Υπουργό Παιδείας 16. Όµως και την άδεια του τελευταίου τη θεωρεί ότι έχει χαρακτήρα διαπιστωτικό της ιδιότητας της θρησκείας ως γνωστής, της µη προσβολής της δηµόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών και της µη διενέργειας προσηλυτισµού. Μπορεί ωστόσο η ιοίκηση να ερευνά κατά πόσο υφίσταται ανάγκη λειτουργίας ναού από την άποψη του αριθµιού των πιστών, που δεν πρέπει να είναι εντελώς ασήµαντος στην περιοχή του ναού, όσο και από την άποψη της ύπαρξης ή µη άλλων χώρων λατρείας της ίδιας θρησκείας ή δόγµατος στην περιοχή αυτή 17. Όπως όµως εκτέθηκε ως άνω, τέτοια έρευνα είναι καθεαυτή και για λόγους αρχής αντισυνταγµατική. Με την ίδια επιχειρηµατολογία (διαπιστωτικός χαρακτήρας της έρευνας από τη ιοίκηση της συνδροµής των προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας) δέχεται τη συνταγµατικότητα των σχετικών διατάξεων και ο Άρειος Πάγος 18. 15 Κ. Χρυσογόνος, «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ. 233-236. 16 ΣτΕ 1444/1991, Ολ., Ε 1991, σελ. 377. 17 ΣτΕ 4636/1977, Ευρ. ΣτΕ 1977, σελ. 872. 18 ΑΠ 421/1991, Ελλ νη 1991, σελ. 1548 (βλ. και τη µειοψηφία ενός µέλους του δικαστηρίου) 11

Όπως θα έπρεπε να αναµένεται, το Ε Α φάνηκε λιγότερο πρόθυµο από τα ελληνικά δικαστήρια να δικαιολογήσει τις «εκπτώσεις» στην προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας 19. Έτσι κρίθηκε ότι η καταδίκη οπαδών ορισµένου θρησκευτικού δόγµατος, εεπιδή εγκατέστησαν και λειτούργησαν ευκτήριο οίκο για τις ιεροτελεστίες τους χωρίς την απαιτούµενη διοικητική άδεια, προσβάλλει τη θρησκευτική τους ελευθερία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 ΕΣ Α. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι «το σύστηµα της αδείας... δεν συµβιβάζεται µε το άρθρο 9 της Συµβάσεως παρά µόνο στο µέτρο που αποσκοπεί να εξασφαλίοσει έναν έλεγχο του Υπουργού για τη συνδροµή των τυπικών προϋποθέσεων που απαιτούνται από τούτα τα νοµοθετήµατα». Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι το Κράτος επιδιώκει να χρησιµοποιεί τις δυνατότητες των παραπάνω διατάξεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλλει προϋποθέσεις αυστηρές ή και απαγορευτικές στην τέλεση λατρείας ορισµένων ή µη ορθοδοξων δογµάτων. Καθίσταται συνεπώς ήδη ειπτακτική η νοµοθετική ρύθµιση του θέµατος σε κατεύθυνση σύµφωνη προς τις απαιτήσεις τόσο του άρθρου 13 του Συντάγµατος όσο και του άρθου 9 ΕΣ Α. 3.3. Ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων Το άρθρο 13 του Συντάγµατός µας περιορίζεται µόνο στην ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το άρθρο 5 παρ. 2 προσθέτει όµως στις θρησκευτικές και τις πολιτικές πεποιθήσεις: «Πάντες οι ευρισκόµενοι εντός της ελληνικής επικρατείας απολαύουν απολύτου προστασίας της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας των, αδιακρίτως... θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων». Το άρθρο 9 ΕΣ Α προστατεύει παράλληλα µε την θρησκεία, τις πεποιθήσεις εν γένει, και συγκεκριµένα την ελευθερία αλλαγής και εκδήλωσης των πεποιθήσεων, την οποία οριοθετεί όπως και την ελευθερία της θρησκείας. 3.4. Το καθεστώς των θρησκευτικών λειτουργών Στο καθεστώς των θρησκευτικών λειτουργών αναφέρεται ευθέως µόνο η παρ. 3 του άρθρου 13 του Συντάγµατος. Και αυτή για να διευκρινίσει ότι υπόκεινται όλοι στην ίδια εποπτεία και τις ίδιες υποχρεώσεις έναντι της πολιτείας. Ωστόσο σηµασία έχει εδώ η ίδια η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Όπως γίνεται νοµολογιακά δεκτό, το άτοµο είναι ελεύθερο όχι µόνο να επιλέγει τη θρησκεία της προτίµησής του, αλλά και να διαδραµατίζει ενεργό ρόλο για την επιτυχία των σκοπών της αντίστοιχης Εκκλησίας ή θρησκευτικής κοινότητας, ιδιαίτερα µε την ανάληψη του έργου του θρησκευτικού λειτουργού. Συνεπώς κάθε περιορισµός ως προς το ζήτηµα αυτό, εφόσον περιάγει το άτοµο σε δίληµµα συνείδησης και δεν δικαιολογείται κατ εφαρµογή άλλης διάταξης του Συντάγµατος, είναι ανεπίτρεπτη. Άρα πέρα από την ιδιότητα του οπαδού ούτε και εκείνη του λειτουργού γνωστής θρησκείας µπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση ή κώλυµα διορισµού σε δηµόσια θέση ή κώλυµα διατήρησής της. Έτσι κρίθηκε αντισυνταγµατική η νοµοθετική πρόβλεψη, για τους ιερείς που κατέχουν οργανική θεάση εφηµέριου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κωλύµατος παράλληλης διατήρησης και της τυχόν θέσης τους στην πρωτοβάθµια ή τη µέση εκπαίδευση 20. Νεότερη νοµολογία δέχεται πάντως ότι είναι συνταγµατικός ο νοµοθετικός περιορισµός των αποδοχών από τη δεύτερη θέση, µε την προϋπόθεση βέβαια ότι ο περιορισµός δε θα είναι τέτοιας έκτασης ώστε να αναιρεί κατ ουσία το δικαίωµα του κληρικού να επιλέξει ελεύθερα και το επάγγελµα του εκπαιδευτικού 21. Θεµιτή είναι και η απαγόρευση διορισµού κληρικού ως δικηγόρου (άρθρο 26 Κώδικα ικηγόρων) 22, αφού η σε µόνιµη βάση συµµετοχή σε αντιδικίες δεν συνάδει προς την ιδιότητα του κληρικού, όπως και το κώλυµα εκλογιµότητας του σε θέση δηµάρχου ή 19 Ε Α, υπόθεση Μανουσάκη κ.λ.π. κατά Ελλάδας, Υ 1997, σελ. 910. 20 ΣτΕ 4045/1983, ΤοΣ 1983, σελ. 634 όπου και η σχετική εισήγηση Α. Μαρίνου, σελ. 638 επ. 21 ΣτΕ 2753/1988, ΤοΣ 1989 σελ. 149. 22 ΣτΕ 1090/1989, ΝοΒ 1991, σελ. 820. 12

κοινοτάρχη (άρθρο 6 παρ. 2 ν. 2240/1994), προκειµένου να προστατευθεί η ελευθερία του φρονήµατος των εκλογέων-πιστών 23 (πρβλ. και άρθρο 52 Σ.) 24. 3.5. Φορείς και αποδέκτες της θρησκευτικής ελευθερίας Φορείς των δικαιωµάτων θρησκευτικής ελευθερίας είναι τόσο οι έλληνες όσο και οι αλλοδαποί, αφού το Σύνταγµα δεν διακρίνει σχετικά. Όµως και τα εκκλησιαστικά νοµικά πρόσωπα, ακόµη και δηµοσίου δικαίου, απολαµβάνουν των δικαιωµάτων αυτών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον πυρήνα της αυτοδιοίκησής τους, δεδοµένου άλλωστε ότι ο τρόπος διοίκησης αναπόφευκτα συνδέεται µε την όλη φυσιογνωµία και µε τα πιστεύω κάθε θρησκευτικής κοινότητας. Φορέας των σχετικών υποχρεώσεων είναι κατά κύριο λόγο η κρατική εξουσία. Από τη θρησκευτική ελευθερία προφανώς δεν µπορούν να δεσµεύονται οι ίδιοι οι θρησκευτικού οργανισµοί, ιδίως ως προς τη σχέση µε το προσωπικό τους, που θα πρέπει να έχει τις αντίστοιχες θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά και ως προς την επιβολή κυρώσεων στα µέλη ή τους λειτουργούς τους µε βάση τις δογµατικές τους αρχές. Σχετικά η νοµολογία δέχεται ότι όταν η Εκκλησία ασκεί πειθαρχική αρµοδιότητα, για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας, µέσω των εκκλησιαστικών «δικαστηρίων» (ν. 5383/1932), εφόσον επιβάλλει πνευµατικής µόνο φύσεως ποινές µπορεί να εµπνέεται αποκλειστικά από τους Ιερούς Κανόνες και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Μόνο ποινές οι οποίες επηρεάζουν άµεσα τη σχέση κληρικού-εκκλησίας και τα προκύπτοντα από αυτή δικαιώµατα (στέρηση µισθού, αργία, έκπτωση, κ.λ.π.) είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται παραδεκτώς 25. Περαιτέρω κρίθηκε πρόσφατα ότι δεν υφίσταται στάδιο ακρόασης µητροπολίτη, σύµφωνα µε το άρθρο 20 παρ. 2 Συντάγµατος, κατά την έκδοση προεδρικού διατάγµατος ανακλητικού της καταστάσεώς του, εφόσον του επιβλήθηκε επιτίµιο ακοινωνησίας που είναι λόγω της φύσης του πράξη της Εκκλησίας ανέλεγκτη από την Πολιτεία. Έτσι η τελευταία έχει από µόνη την επιβολή του επιτιµίου νόµιµη υποχρέωση να εκδώσει το διάταγµα 26. Όσο για τους ιδιώτες γενικά θέµα προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας µπορεί να ανακύψει ιδίως έναντι της άσκησης του διευθυντικού δικαιώµατος του εργοδότη. Η ευρεία και επιτακτική διατύπωση του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. α Συντάγµατος, επιτρέπει τη συναγωγή του συµπεράσµατος ότι δεν αποκλείεται στην περίπτωση αυτή η επίκληση από τον εργαζόµενο της ελευθερίας της θρησκευτικής του συνείδησης, µε αξιοποίηση του µηχανισµού ελέγχου αυθαιρέτων αποφάσεων του εργοδότη που προσφέρει το άρθρο 281 Α.Κ 27. 4. ΕΙ ΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ 4.1. Ο προσηλυτισµός Προσηλυτισµός είναι η µε αθέµιτα µέσα προσπάθεια διείσδυσης στην θρησκευτική συνείδηση άλλου 28. Κατά το Σύνταγµα ο προσηλυτισµός απαγορεύεται (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. γ Σ.). όταν η εξωτερίκευση της συνείδησης παίρνει τη µορφή της προσπάθειας διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση άλλου προσώπου µε αθέµιτα µέσα, τότε πρόκειται για προσηλυτισµό κατά την έννοια του ως άνω άρθρου. Έτσι η απαγόρευσή του περιορίζει την εξωτερίκευση της συνείδησης του ενός 23 ΣτΕ 3703/1995, ΤοΣ 1996, σελ. 460. 24 Κ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ. 236-237. 25 ΣτΕ 825/1988, Ολ., κπ 15, 293, ΣτΕ 2336/1980, ΤοΣ 1980, 395, και Ε. αρζέντα, «Πηγές και φύση του εκκλησιαστικού δικαίου», Νοµικά Κείµενα, 1993, σελ. 266 επ. 26 ΣτΕ 2976/1996, Ολ., ΤοΣ 1996, σελ. 1015. 27 Ι. Κουκιάδης/Χ. Παπαστάθης, «Θρησκεία και εργασιακές σχέσεις», Κριτ.Επιθ 1/1994, σελ. 54 επ. 28 Α. ηµητρόπουλος, «Συνταγµατικά ικαιώµατα», Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, σελ. 191. 13

(προσηλυτίζοντος) προκειµένου να κατοχυρώσει το απαραβίαστο της συνείδησης του άλλου (προσηλυτιζοµένου). Προσηλυτισµός είναι ειδικότερα η άµεση ή έµµεση προσπάθεια να διεισδύσει κάποιος στη θρησκευτική συνείδηση άλλου, µε σκοπό τη µεταβολή της, χρησιµοποιώντας για τον σκοπό αυτό κάθε είδους παροχές ή υποσχέσεις παροχών, ηθικών, ή υλικών, µε µέσα απατηλά, µε κατάχρηση της απειρίας ή εµπιστοσύνης, µε εκµετάλλευση της ανάγκης, πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητας του άλλου. Όλα αυτά είναι στοιχεία της σχετικής αξιόποινης πράξης του προσηλυτισµού (βλ. άρθρο 2 α.ν. 1672/1939). Πάντως το Σύνταγµα απαγορεύοντας τον προσηλυτισµό απλώς θέτει εκτός του πεδίου προστασίας του άρθρου 13 τις εκδηλώσεις εκείνες οι οποίες θα µπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούν προσηλυτισµό µε την έννοια της παρ. 2 εδ. γ. Όµως ο συντακτικός νοµοθέτης ούτε καθιερώνει ο ίδιος το αξιόποινο του προσηλυτισµού, ούτε καν υποχρεώνει τον κοινό νοµοθέτη να θεσπίσει τέτοιο αξιόποινο ή να διατηρήσει το ήδη υπάρχον. Αλλωστε εκεί όπου θέλησε οπωσδήποτε την ποινική τιµώρηση της παραβίασης συνταγµατικών διατάξεων το προέβλεψε ρητά. Τέτοια πρόβλεψη δεν υπάρχει εδώ και άρα ο κοινός νοµοθέτης µπορεί να ποινικοποιήσει ή να αποποινικοποιήσει τον προσηλυτισµό. Εάν επιλέξει την ποινικοποίηση οφείλει να σεβαστεί τις προδιαγραφές του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγµατος, ορίζοντας ακριβώς τα στοιχεία της πράξης, αλλά και εκείνες του ίδιου του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. α Συντάγµατος, το οποίο προστατεύει και την εξωτερίκευση της θρησκευτικής συνείδησης. Η ισχύουσα από την εποχή της µεταξικής δικτατορίας σχετική ποινική νοµοθεσία (άρθρο 4 παρ. 2 α.ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 2 α.ν. 1672/1939) ορίζει ότι «προσηλυτισµός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι υπόσχεσης τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια µέσων απατηλών, καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητας άµεση ή έµµεση προσπάθεια προς διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξων µε σκοπό µεταβολής του περιεχοµένου αυτής. Η διάταξη πάσχει από πρόδηλη αντισυνταγµατικότητα ως προς τον ενδεικτικό χαρακτήρα της απαρίθµησης των αντικειµενικών υποστάσεων του εγκλήµατος, διότι ο όρος «προσηλυτισµός» καθεαυτός δεν αποτελεί ορισµό των στοιχείων της πράξης ανταποκρινόµενο στις απαιτήσεις του άρθρου 7 παρ. 1 Συντάγµατος. Η πρόβλεψη ότι «ο ενεργών προσηλυτισµόν τιµωρείται» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα αναγραφής του τύπου της πράξης, χωρίς από αυτόν να µπορεί να προσδιορισθεί συγκεκριµένο άδικο. Εποµένως µόνο µε τους συγκεκριµένους τρόπους που περιγράφει το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 1363/1938 θα έπρεπε να γίνει δεκτό, ενόψει του άρθρου 7 παρ. 1 Συντάγµατος, ότι µπορεί να τελεσθεί το αδίκηµα 29. Όµως και η περιγραφή των τρόπων αυτών στην παραπάνω διάταξη εµφανίζει µια προβληµατική, από την άποψη της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης πια, ευρύτητα. Έτσι η χρήση «απατηλών µέσων» δεν µπορεί να στοιχειοθετηθεί µε την απλή έκφραση θρησκευτικών δοξασιών µη αποδεδειγµένων επιστηµονικά, διότι η θρησκευτική πίστη εξ ορισµού δεν υπόκειται σε απαιτήσεις απόδειξης. Όσο για την απειρία, πνευµατική αδυναµία ή κουφότητα, αυτές δεν αρκούν για να χαρακτηρισθεί ως προσηλυτισµός οποιαδήποτε προπαγάνδιση θρησκευτικών ιδεών κ.λ.π. προς τα συγκεκριµένα άτοµα, αλλά θα πρέπει να συντρέχει επιπλέον και το στοιχείο της καταχρήσεως, µε την υπόσχεση παροχών ή περιθάλψεως. Με την έννοια αυτή θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι επιβάλλεται µια συσταλτική σύµφωνη µε το Σύνταγµα ερµηνεία του άρθρου 4 α.ν. 1363/1938. Αντίθετα η παλιότερη ιδίως νοµολογία των ποινικών δικαστηρίων µας προέβαινε σε µια, ούτως ή άλλως απαράδεκτη για λόγους αρχής διασταλτική ερµηνεία των σχετικών ποινικών διατάξεων. Έτσι ως προσηλυτισµός είχαν, µεταξύ άλλων, χαρακτηρισθεί η «κατάλληλος διδασκαλία και έντεχνος επεξήγησις» ή και η 29 Κ. Χρυσογόνος, «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα», Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ. 229 επ. 14

απλή «αποστολή ή προσφορά» θρησκευτικών εντύπων 30. Όµως και σήµερα ακόµα εµφανίζονται τέτοια κρούσµατα οιονεί νοµοθέτησης από ποινικά δικαστήρια, κατά προφανή παραβίαση των άρθρων 7 παρ. 1 και 13 παρ. 1 εδ. α Συντάγµατος, όπως π.χ. µε την κρίση ότι συνιστά προσηλυτισµό η παρουσία µητέρας µαζί µε τα παιδιά της σε εκκλησιαστικό εντευκτήριο 31! Κοινό χαρακτηριστικό των αποφάσεων αυτών είναι ότι αφορούν σε προσηλυτισµό σε βάρος οπαδών της επικρατούσας θρησκείας παρόλο που καταρχήν γίνεται δεκτό ότι αυτός είναι αξιόποινος κατά οποιασδήποτε θρησκείας και αν στρέφεται. Η επίδειξη υπερβάλλοντος ζήλου εκ µέρους των ποινικών δικαστηρίων κατά την εφαρµογή του άρθρου 4 α.ν. 1363/1938 έχει ήδη εκθέσει διεθνώς τη χώρα µας, αφού οδήγησε στην καταδίκη της από το Ευρωπαϊκό ικαστήριο των ικαιωµάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Κοκκινάκη κατά Ελλάδας 32. Το Ε Α δέχθηκε ότι καταρχήν το άρθρο 4 α.ν. 1363/1938 δεν αντίκειται στην αρχή της νοµιµότητας των ποινών του άρθρου 7 παρ. 1 ΕΣ Α, ενώ βέβαια υπενθύµισε ότι είναι αρµοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων να αποφανθούν για την τυχόν αντίθεσή του προς την παραπάνω αρχή όπως αυτή κατοχυρώνεται από το ελληνικό Σύνταγµα. Παραπέρα όµως έκρινε ότι η επίσκεψη του προσφεύγοντος, οπαδού θρησκευτικού δόγµατος, στο σπίτι ορθόδοξης χριστιανής και η προσφορά, ανάγνωση και ανάλυση σε αυτήν εντύπων µε φορτικότητα και σκοπό τη µεταβολή της θρησκευτικής της συνείδησης δεν συνιστά χρήση καταχρηστικών µέσων. Συνεπώς η καταδίκη του από τα ελληνικά δικαστήρια δεν ήταν δικαιολογηµένη από µια επιτακτική κοινωνική ανάγκη, ούτε ανάλογη προς τον επιδιωκόµενο σκοπό, άρα δεν αποτελούσε µέτρο «αναγκαίο σε µια δηµοκρατική κοινωνία για την προστασία των δικαιωµάτων και των ελευθεριών των άλλων» κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 2 ΕΣ Α. Είναι ενδεδειγµένη η προσαρµογή της ελληνικής νοµολογίας στα νέα δεδοµένα που δηµιουργεί η απόφαση του Ε Α, προκειµένου να αποφευχθεί ο διεθνής διασυρµός στο µέλλον. Να σηµειωθεί ότι ουσιώδες µέρος της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η ελευθερία της θρησκευτικής διδασκαλίας και διαδόσεως των σχετικών στοχασµών οι οποίες γίνονται φυσικά για να πείσουν εκείνους προς τους οποίους απευθύνονται. Εποµένως για να µη θίγεται στον πυρήνα του το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την ως άνω εκδήλωσή του, ως απαγορευµένο προσηλυτισµό δεν πρέπει να θεωρήσουµε εκείνον που γίνεται κατά τον ορθόδοξο τρόπο, µε τη διδασκαλία δηλαδή, την κυκλοφορία εντύπων, βιβλίων, διαµέσου εφηµερίδων, περιοδικών, ραδιοτηλεοπτικών µέσων κ.λ.π., πάντοτε µε τη δύναµη του λόγου και των επιχειρηµάτων, την ερµηνεία ιερών κειµένων, την επισήµανση των πλεονεκτηµάτων της συµµόρφωσης προς τους κανόνες βίου, συγκεκριµένης θρησκείας, ή αίρεσης κ.λ.π. Απαγορευµένος πρέπει να θεωρηθεί µόνον ο καταχρηστικός προσηλυτισµός που γίνεται είτε µε τη χρήση ή την απειλή βίας, φυσικής ή ηθικής, ή διαµέσου του δελεασµού µε την υπόσχεση οικονοµικών παροχών, ή επαγγελµατικής αποκατάστασης κ.λ.π., είτε και αρνητικά µε την συστηµατική συκοφάντηση ορισµένης θρησκείας κ.λ.π. Μόνο µε την επιβεβληµένη αυτή στενή ερµηνεία, αποφεύγονται τα µειονεκτήµατα που επισηµάνθηκαν και κατά τη διάρκεια της ψήφισης τιου ισχύοντος Συντάγµατος. Εκτός από τις ποινικές κυρώσεις, ο προσηλυτισµός έχει και διοικητικές κυρώσεις, αφού η µη άσκηση προσηλυτισµού συνιστά προϋπόθεση της ελευθερίας της λατρείας. Συνεπώς, η ιοίκηση είναι υποχρεωµένη, προκειµένου να χορηγήσει άδεια για τη λειτουργία ναού, ευκτηρίου οίκου και γενικά τόπου λατρείας, να εξετάσει και το στοιχείο αυτό, λαµβάνοντας όµως υπόψη τη γενική δραστηριότητα των µελών της συγκεκριµένης θρησκευτικής κοινότητας και όχι µεµονωµένα περιστατικά. 4.2. Ο όρκος 30 Α. Λοβέρδος, «Προσηλυτισµός», 1986, σελ. 46. 31 ΤριµΕφΘρακ 533/1991, Αρµ. 1993, σελ. 940. 32 Απόφαση της 25.5.1993, Α-260 Α, δηµοσιευµένη σε ελλ. µτφρ. σε Υ 1994, σελ. 158 επ. 15

Όρκος είναι η µε την επίκληση ορισµένου παράγοντα πραγµατοποιούµενη διαβεβαίωση 33. Ο θρησκευτικός τύπος του όρκου, που αποτελεί επιβίωση της µαγικής «θεοδικίας» ναι µεν δεν προβλέπεται γενικά από το Σύνταγµα, το οποίο επαφίεται στον κοινό νοµοθέτη (άρθρο 13 παρ. 5 Σ.), επιβάλλεται όµως ρητά για την ορκωµοσία του Προέδρου της ηµοκρατίας (άρθρο 33 παρ. 2 Σ.) και των βουλευτών (άρθρο 59 παρ. 1-2 Σ.). Με το ως άνω άρθρο θεσπίζεται η αρχή της νοµιµότητας του όρκου, ορίζοντας και εννοώντας ότι κανένας όρκος δεν µπορεί να επιβληθεί, είτε από διοικητικά είτε από δικαστικά όργανα, αδιακρίτως χωρίς νόµο που να έχει προβλέψει προηγουµένως πρώτον, συγκεκριµένες, επαρκώς προσδιορισµένες περιπτώσεις επιβολής του και δεύτερον τον ακριβή τύπο του. Ως νόµος θα έπρεπε καταρχήν να γίνεται δεκτό ότι εννοείται µόνον ο τυπικός νόµος, αλλά σύµφωνα µε τα κρατούντα στη νοµολογία και σε µέγα µέρος της θεωρίας, γίνεται δεκτό ότι αρκεί και ουσιαστικός νόµος, δηλαδή κανονιστική πράξη της διοίκησης, εφόσον, όµως η κανονιστική πράξη αυτή έχει εκδοθεί µε βάση νοµοθετική εξουσιοδότηση και µέσα στα όριά της. Ο νοµοθέτης είναι καταρχήν ελεύθερος να επιβάλει όρκο στις περιπτώσεις, που ο ίδιος κρίνει και εκ των πραγµάτων επιβάλλεται η ορκοδοσία, χωρίς ασφαλώς να παραβιάζονται οι διατάξεις του Συντάγµατος. Ο κοινός νοµοθέτης, υποκείµενος στις γενικές δεσµεύσεις, είναι ελεύθερος να ορίζει το βεβαιωτικό περιεχόµενο του όρκου (π.χ. η αλήθεια της κατάθεσης, η πίστη στο δηµοκρατικό πολίτευµα κ.λ.π.). εν είναι όµως ελεύθερος να καθορίζει το θρησκευτικό περιεχόµενο του όρκου ή να επιβάλλει θρησκευτικό όρκο και όχι πολιτικό. Παράλληλα κανένας δεν µπορεί επικαλούµενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις να αρνηθεί τη δόση του πολιτικού όρκου. Ως όρκος δεν θεωρείται µόνον ο θρησκευτικός, εφόσον όχι µόνον δεν είναι αντισυνταγµατικές αλλά αντίθετα συµπολιτεύονται µε τη θρησκευτική ελευθερία, οι διατάξεις π.χ. του άρθρου 220 παρ. 2 του ΚΠοιν και του άρθου 408 παρ. 3 του ΚΠολ που προβλέπουν αντί για θρησκευτικό όρκο, την επίκληση της τιµής και της συνείδησής τους, σε όσους είναι άθρησκοι ή πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο 34. 5.1. Υποχρεώσεις έναντι του κράτους - Συµµόρφωση προς του νόµους (άρθρο 13 παρ. 4 Σ.) Βάσει του άρθρου 13 παρ. 4 του Συντάγµατος «Κανένας δεν µπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συµµορφωθεί προς τους νόµους». Τούτο αποτελεί αυτονόητο στοιχείο της κρατικά οργανωµένης κοινωνικής συµβίωσης. Εάν η συµµόρφωση γενικά προς τις κρατικές επιταγές καθίστατο προαιρετική, µε βάση τις θρησκευτικές ή, ακόµη περισσότερο, τις πολιτικές, ιδεολογικές κ.λ.π. πεποιθήσεις του εκάστοτε αποδέκτη τους, τότε οι επιταγές αυτές θα έχαναν το νόηµά τους και συνέπεια θα ήταν η αυθαιρεσία και η αναρχία 35. Από την άλλη πλευρά ούτε η κρατική εξουσία µπορεί να επιβάλλει αυθαίρετα υποχρεώσεις στα άτοµα ή να θεσπίζει νόµους κατά το δοκούν, καθώς υπόκειται σε συνταγµατικές δεσµεύσεις. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη θρησκευτική ελευθερία οι δεσµεύσεις αυτές συνίστανται στο ότι ο νόµος δεν µπορεί να καθιερώσει ως «καθήκον» για το άτοµο να πρεσβεύει ορισµένο θρήσκευµα ή να µη πρεσβεύει κανένα, να αποκαλύπτει ή να µην αποκαλύπτει τη πίστη ή τη µη πίστη του κ.λ.π. Είναι άρα πρόδηλα αντίθετη στη θεµελιώδη και µη αναθεωρήσιµη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγµατος π.χ. η υποχρέωση δήλωσης του θρησκεύµατος στην αστυνοµική αρχή κατά την έκδοση δελτίου ταυτότητας. Μπορεί όµως το κράτος 33 Α. ηµητρόπουλος, «Συνταγµατικά ικαιώµτα», Πανεπιστηµιακές παραδόσεις, Τόµος ΙΙΙ, σελ. 192. 34 Β. Καράκωστας, «Τα συνταγµατικά θεµέλια της θρησκευτικής ελευθερίας και η δυνατότητα αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων», Γενική εισαγωγή στην προβληµατική της θρησκευτικής ελευθερίας, 26, σελ. 840. 35 Κ. Χρυσογόνος, «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα», Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ.220-221. 16