Κρίνω (Β) Κ.Δ. (Ε.Γ./ΚΕΙΜ.) ΡΙΖΑ: α) ΚΡΙ-, ΚΡΙΝ-J-Ω, ΚΡΙΝΝΩ, ΚΡΙΝΩ, β) ΙΝΔ/Ε: SKER, SKREI-, SKRI. ΕΡΜΗΝΕΙΑ: 1) Χωρίζω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος. 2) Επιλέγω, κάμνω επιλογή, εκλέγω. 3) Εκφέρω κρίση ή απόφαση επί διαμφισβητούμενου πράγματος ή περί της έκβασης ενός αγώνος και των μετεχόντων αυτού (για βραβείο). 4) Εκφέρω καταδικαστική απόφαση, καταδικάζω. 5) Ξεχωρίζω, διακρίνω. 6) Δικάζω, αποφασίζω. 7) Ερμηνεύω. 8) Διαχωρίζω, εξετάζω, 9) Εκφράζω τη γνώμη μου για κάτι, κάνω εκτίμηση. 10) Ασκώ κριτική. 11) (Για δικαστ.) εκδίδω απόφαση, αποφαίνομαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Κατακρίνω Rom 2:1, Ἀνακρίνω 1Co 2:14, Διακρίνω 1Co 6:5, Ἐπικρίνω Luk 23:24, Κρίσις Mat 5:21, Κρῖμα Rom 2:2,3, Ἀπόκριμα 2Co 1:9, Ἀπόκρισις Luk 2:47, Κριτής Mat 5:5, Κριτήριον 1Co 6:2, Κριτικός Heb 4:12, Πρόκριμα 1Ti 5:21, Ἀνυπόκριτος Rom 12:9, Ἀποκρίνομαι Mat 3:15, Ὑποκρίνομαι Luk 20:20, Ἐγκρίνω 2Co 10:12, Συγκρίνω 1Co 2:13, Δικαιοκρισία Rom 2:5. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Συμβιβάζω Act 16:10, Καταγινώσκω Gal 2:11, Καταδικάζω Mat 12:7, Καταδίκη Act 25:15, Δίκη Act 28:4, Δικαστής Luk 12:14, Ὁρίζω Luk 22:22, Προορίζω Act 4:28, Διαγινώσκω Act 23:15, Ἐπιλύω Mar 4:34, Δικαιόω Luk 16:15, Προγράφω Jud 4, Δοκῶ Mat 3:9, Εὐδοκῶ 1Th 3:1, Ἑρμηνεύω Heb 7:2, Καλῶ Mat 25:14, Ἐγκαλῶ Act 19:38,40, Εἰσκαλῶ Act 10:23, Ἐπικαλῶ Act 7:59, Προσκαλῶ Jac 5:14, Συγκαλῶ Act 5:21, Συγκλείω Gal 3:22, Λογίζομαι Rom 3:28, 1Co 13:5, Βούλομαι Act 15:37, Ἐξουθενῶ 1Co 6:4, Τιμῶ 1Pe 2:17, Ἡμέρα 1Co 4:3, Γνώμη Act 20: Αἴσθησις Phl 1:9, Νομίζω Mat 5:17, Νόμος Rom 7:21 Νομοθεσία Rom 9:4, Νομοθετῶ Heb 7:11, Παρανομῶ Act 23:3, Νομικός Tit 3:9, Ἄνομος 1Co 9:21, Ἀνόμως Rom 2:12, Ἔννομος Act 19:39, Ἐπιβάλλω Mar 14:72, Ἡγοῦμαι 2Cο 9:5, Νοῶ Eph 3:20, Ὑπονοῶ Act 13:25, Φρονῶ Rom 12:3, Ὑπερφρονῶ Rom 12:3, Σωφρονῶ Rom 12:3, Οἴομαι Phl 1:17, Δικαίωμα Rom 1:32, Ἀξιῶ Act 15:38, Ἐνθυμοῦμαι Mat 9:4, Διενθυμοῦμαι Act 10:9, Φαίνω Mar 14:64, Αἱροῦμαι Phl 1:32, Heb 11:25.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ: Ἀθῶος Mat 27:4,24, Δικαιόω Rom 5:1,9. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ρήμα α συζυγίας, βαρύτονο. ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ: Ενεστ. κρίνω, Πρτ. ἔκρινον, Μέλ. κρινῶ, αόρ. ἔκρινα, Πρκ. κέκρικα, Υπερσ. ἐκεκρίκειν. Μέσ. ενεστ. κρίνομαι, Πρτ. ἐκρινόμην, Μέλ. μέσ. κρινοῦμαι, Μέλ. παθ. κριθήσομαι, Αόρ. μέσ. ἐκρινάμην, Αόρ. παθ. ἐκρίθην, Πρκ. κέκριμαι, Υπερσ. ἐκεκρίμην. Για αναλυτική μελέτη βλ. αρχαιοελληνική γραμματική ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1) Κρίνω Α) Αμετάβατο: κρίνω. Β) Μεταβατικό i) + αιτ.: διακρίνω-ξεχωρίζω κάτι ή κάποιον, κρίνω κάποιον ή κάτι, κατακρίνω κάποιον. ii) + τελ.απαρ.: αποφασίζω να 2) Κρίνομαι Α) Αμετάβατο: κρίνομαι. Β) Μεταβατικό i) + ποιητ.αιτ.: κρίνομαι από Για αναλυτική μελέτη βλ. αρχαιοελληνικό συντακτικό ΣΥΝΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ. ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 1) Ἐκρίθη: γ ενικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 2) Ἐκρίθησαν: γ πληθυντικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 3) Ἔκρινα: α ενικό Οριστικής Αορίσοτυ Ενεργητικής 4) Ἔκρινας: β ενικό Οριστικής Αορίστου Ενεργητικής 5) Ἔκρινεν: γ ενικό Οριστικής Αορίστου Ενεργητικής 6) Ἐκρινόμεθα: α πληθυντικό Οριστικής Παρατατικού Μεσοπαθητικής 7) Κέκρικα: α ενικό Οριστικής Παρακειμένου Ενεργητικής 8) Κεκρίκατε: β πληθυντικό Οριστικής Παρακειμένου Ενεργητικής 9) Κεκρίκει: γ ενικό Οριστικής Υπερσυντελίκου Ενεργητικής
10) Κέκρικεν: γ ενικό Οριστικής Παρακειμένου Ενεργητικής 11) Κεκριμένα: Αιτιατική πληθυντικού μετοχής ουδετέρου γένους του Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 12) Κέκριται: γ ενικό Οριστικής Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 13) Κριθῆναι: Απαρέμφατο Αορίστου α Μεσοπαθητικής 14) Κριθήσεσθε: β πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα α Μεσοπαθητικής 15) Κριθήσονται: γ πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα α Μεσοπαθητικής 16) Κριθῆτε: β πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 17) Κριθῶσιν: γ πληθυντικό Υποτακτικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 18) Κρῖναι: Απαρέμφατο Αορίστου Ενεργητικής 19) Κρίναντας: Αιτιατική πληθυντικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου Ενεργητικής 20) Κρίναντες: Ονομαστική πληθυντικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου Ενεργητικής 21) Κρίναντος: γενική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου Ενεργητικής 22) Κρίνας: Ονομαστική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου Ενεργητικής 23) Κρίνατε: β πληθυντικό Προστακτικής Αορίστου Ενεργητικής 24) Κρίνει: γ ενικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής 25) Κρινεῖ: γ ενικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 26) Κρίνειν: Απαρέμφατο Ενεστώτα Ενεργητικής 27) Κρίνεις: β ενικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής 28) Κρινέσθαι: Απαρέμφατο Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 29) Κρίνεται: γ ενικό Οριστικής Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 30) Κρίνετε: β πληθυντικό Οριστικής ή Προστακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής 31) Κρινέτω: γ ενικό προστακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής 32) Κρίνῃ: γ ενικό Υποτακτικής Αορίστου Ενεργητικής
33) Κρίνομαι: α ενικό Οριστικής Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 34) Κρινόμενοι: Ονομαστική πληθυντικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 35) Κρινόμενος: Ονομαστική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 36) Κρίνοντα: Αιτιατική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 37) Κρίνοντες: Ονομαστική πληθυντικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 38) Κρίνοντι: Δοτική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 39) Κρινοῦμεν: α πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 40) Κρινοῦσιν: γ πληθυντικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 41) Κρίνω: α ενικό Οριστικής ή Υποτακτικής Ενεστώτα Ενεργητικής 42) Κρίνω: α ενικό Υποτακτικής Αορίστου Ενεργητικής 43) Κρινῶ: α ενικό Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής 44) Κρίνωμεν: α πληθυντικό Υποτακτικής Ενεστώτα ή Αορίστου Ενεργητικής 45) Κρίνων: Ονομαστική ενικού μετοχής αρσενικού γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ (CONTEXT) ΛΕΞΗ-ΦΡΑΣΕΙΣ- ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: ΛΕΞΗ: Ασκώ κριτική εκφέροντας γνώμη για κάθε ζήτημα ή γεγονός, καθώς τα διαχωρίζω, τα επιλέγω, τα ξεχωρίζω και τα διακρίνω. Τα ερμηνεύω και εκφράζω τη γνώμη μου (ιδιωτικά ή δημόσια) μετά από σύντομη και πρόχειρη (συνήθως) εκτίμηση, ανακοινώνοντας την απόφασή μου. ΦΡΑΣΗ: Η φράση του Απ. Παύλου: «καθότι ἔστησεν ἡμέραν, ἐν ἧ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Act 15L31) εμφανίζει το Δικαστήριον (Κειμ.: Κριτήριου) κάθησε και βιβλία ανοίχτηκαν από τον παλαιό των Ημερών του Δίκαιου Κριτή Πάντων Ιεχ.-Θεό (παραβ. Dan 7:9). ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ: Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση κρίσης υπόκειται ανάλογα (αν χρειαστεί) είτε σε αναστολή είτε σε
εκτέλεση. Επίσης υπόκειται και σε κριτική θετική ή αρνητική ανάλογα με το αποτέλεσμα. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: Act 10:42, 17:31, Joh 5:22, 5:28, Rom 1:18, 1:25, 2:1, 14:10, Jac 4:11, 2Th 2:12, Jud 4, 2Ti 4:1, 1Pe 4:5, Apoc 20:12 Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Psa 96:13, Esa 2:4, Pro 1:32. ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: 1) Η λ. Ἐκρινόμεθα, Κρινόμενοι στο εδάφιο 1Co 11:29-32 αποτελεί έκφραση-λογοπαίγνιο (παρονομασία και παρήχηση) της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται στο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (Καινή Διαθήκη). 2) Η λ. Κέκρικεν στο εδάφιο 1Co 7:37, 38 μεταφέρει μια εικόνα και παρομοίωση από την καθημερινή ζωή των βιβλικών χρόνων. Εδώ από σφαίρα του αστικού δικαίου. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό χαρακτηριστικό της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας το οποίο περιλαμβάνεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (Καινή Διαθήκη). 3) Η λ. Κρίνω στο εδάφιο Act 7:5 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. (Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Gen 17:8). 4) Η λ. Κρίνεσθαι στο εδάφιο Rom 3:4 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. (Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Psa 51:4). 5) Η λ. Κρίνει στο εδάφιο Heb 10:30 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. (Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Deu 32:35, 36). 6) Η λ. Κρίνω παράγει στην (αρχαία) Ελλην. Γλώσσα πολυάριθμα αφηρημένα ουσιαστικά με το επίθημα (κατάληξη) σε -ΣΙΣ (εδώ το ουσ.: Κρίσις). 7) Το ρήμα Κρίνω στο εδάφιο Joh 8:15 είναι σε ενικό αριθμό παρ όλον ότι τα υποκείμενα είναι πλείονα (δηλ. περισσότερα από ένα). Αποτελεί λογοτεχνικό χαρακτηριστικό της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας το οποίο περιλαμβάνεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (Καινή Διαθήκη). 8) Η λ. Κρίνω ως ρήμα παράγει το ουσιαστικό το οποίο δηλώνει είτε το πρόσωπο που ενεργεί είτε (γενικά) ενέργεια σε κάθε μορφή, σύμφωνα με το ονοματικό σύστημα της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας. ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ (Ο ): Gen 15:14, 16:5, 18:25, Deu 32:36, Exo 18:22, Psa 72:4.