8ο μάθημα Περίοδος 1940-1980 Διδάσκουσα Δώρα Μονιούδη-Γαβαλά
Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος και οι συνέπειές του για την Ελλάδα. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των δεκαετιών 40 και 50. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ιδιαίτερα καταστροφικός για την Ελλάδα, που βρέθηκε διπλά παρασυρμένη (και με τον εμφύλιο) στη δίνη του. Στις αρχές της δεκαετίας του 40 έζησε την ιταλογερμανική κατοχή και προς το τέλος της τον ακόμα σκληρότερο και καταστροφικότερο εμφύλιο πόλεμο. Η δεκαετία αυτή είναι περίοδος βομβαρδισμών και καταστροφών από πολεμικές επιχειρήσεις του κτισμένου περιβάλλοντος των πόλεων και των χωριών. Χαρακτηρίζεται από ερήμωση ολόκληρων περιοχών και συσσώρευση του πληθυσμού σε άλλες, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια ιδιαίτερα ανομοιόμορφη και ανισόρροπη κατανομή του πληθυσμού και των λειτουργιών στον ελλαδικό χώρο. Με το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων η Ελλάδα παρουσιάζει μια από τις εντονότερες εικόνες καταστροφής στην Ευρώπη, με συνολικό ποσοστό απώλειας του οικοδομικού της πλούτου περίπου 23%. Τις καταστροφές του πολέμου ακολούθησαν φυσικές καταστροφές από σεισμούς (Ιόνια νησιά- 1953, Θεσσαλία, Σαντορίνη-1956, και μεταγενέστεροι). Αστυφιλία. Υδροκεφαλισμός της Αθήνας. Το 1971 ο πληθυσμός των πόλεων θα φθάσει το 53,2% του συνολικού πληθυσμού.
Οι προσπάθειες ανασυγκρότησης Οι προσπάθειες για την ανασυγκρότηση από τις πληγές του πολέμου και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων, αλλά και νέων οικοδομημάτων, αρχίζουν ήδη από το 1946. Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης (1913-1976) αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, οργανώνει το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως (1946-1948) και εισάγει μερικές κατευθύνσεις για τη νέα οικιστική πολιτική της χώρας. Το σχέδιο Μάρσαλ (1947) έρχεται να βοηθήσει στην οικονομική ανασυγκρότηση στα πλαίσια της νέας πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Πάντως το σημαντικό ποσό των 5 δις δολαρίων περίπου ξοδεύεται χωρίς ορθό εθνικό προγραμματισμό και συμβάλλει βασικά στην υπερβολική μεγέθυνση της Αθήνας. Οι ανορθωτικές προσπάθειες λιμνάζουν γρήγορα και αποδυναμώνονται μέσα σε πλαίσιο ανοργάνωτης τεχνολογικής υποδομής, κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης των οικοπέδων, με αποτέλεσμα η οικοδομική ανάπλαση της χώρας να ξεφύγει από τον έλεγχο του κράτους και να περάσει στα χέρια των ιδιωτικών οικοδομικών επιχειρήσεων και των πολιτών. Οι πόλεις ξανακτίστηκαν σχεδόν, αφού κατεδαφίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της αρχιτεκτονικής των δύο τελευταίων αιώνων για να δώσει τη θέση του σε νέα πολυόροφα και καλύτερα εκμεταλλεύσιμα κτίρια. Στο περιθώριο αυτών των δυσμενών εξελίξεων δόθηκε η ευκαιρία να αναπτυχθεί γόνιμος πολεοδομικός λόγος και να διατυπωθούν ριζοσπαστικές προτάσεις στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Συγκροτημένες ομάδες όπως το Γραφείο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, το Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών του ΕΜΠ κ.α. αλλά και μεμονωμένοι πολεοδόμοι προσπάθησαν να ανασκευάσουν το υφιστάμενο ανεπαρκές πλαίσιο και να εισάγουν νέες ιδέες, εκσυγχρονίζοντας τα πολεοδομικά πράγματα. Ανάμεσα στις προτάσεις που διατυπώθηκαν ιδιαίτερη θέση κατέχει η πρωτοποριακή σύλληψη του Τάκη Ζενέτου για την «Ηλεκτρονική Πολεοδομία» (1959). Ο Ζενέτος προέβλεπε την κυριαρχία της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή, ειδικότερα της αυτοματοποίησης και της τηλε-εργασίας και πρότεινε την ανάλογη προετοιμασία των πολεοδομικών υποδομών.
Ο μηχανισμός της αντιπαροχής και η πολυ-κατοικία. Οι εξελίξεις μετά τον πόλεμο. Η νόμιμη οικοδομική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά στην Αθήνα και τις άλλες ελληνικές πόλεις με άξονα τον μηχανισμό της αντιπαροχής και που λειτούργησε ως μοχλός αναθέρμανσης της οικονομίας, δεν είχε ως προυπόθεση εμφάνισης μόνο τη νομική κατοχύρωση της οριζόντιας ιδιοκτησίας (που είχε γίνει νωρίτερα, στο μεσοπόλεμο) αλλά και ένα ιδεολογικό καταναγκασμό: την απαξίωση του «παλαιού», θεωρούμενου ως φορέα ενός ξεπερασμένου μηνύματος και την άκριτη αποδοχή του «νέου» ή του «νεωτερικού», θεωρούμενων ως συνώνυμων της προόδου. Η πλήρης ρήξη με τα στοιχεία της παράδοσης έφερε την καταστροφή της ιστορικής μνήμης, με ότι αυτό συνεπάγεται για το πολιτιστικό υπόβαθρο της κοινωνίας. Ο μεταπολεμικός μηχανισμός ανοικοδόμησης της χώρας στηρίχτηκε βασικά στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο ιδρύθηκε ο Αυτόνομος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΑΟΕΚ) το 1954 με σκοπό την εξασφάλιση κατοικίας στους άστεγους εργατουπαλλήλους. Την περίοδο 1960-1963 η κρατική δραστηριότητα στον τομέα της κατοικίας αντιστοιχούσε μόλις στο 4,5% του συνόλου της οικοδομικής παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο 95,55% στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτή η σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας παραγωγής έμεινε σχεδόν σταθερή για ολόκληρη την περίοδο από το 1945 μέχρι τη δεκαετία του 80. Η κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα διευκολύνθηκε από τη γενικότερη στάση της πολιτείας. Μεταξύ των μέτρων ήταν η εισαγωγή ενός νέου, του δεύτερου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ΓΟΚ) του κράτους το 1955. Τα συστήματα δόμησης, οι επιτρεπόμενες καλύψεις των, συνήθως, μικρών αστικών οικοπέδων και οι κτιριακοί όγκοι από την εφαρμογή των αυξημένων συντελεστών δόμησης που είχαν αποφασιστεί προκάλεσαν το ενδιαφέρον για ανοικοδόμηση πολυκατοικιών. Η τελευταία αυτή ανοικοδόμηση δημιούργησε «ασφυκτική» δομή πόλης, από την οποία απουσίαζαν οι ελεύθερες επιφάνειες, οι χώροι στάθμευσης και οι πολεοδομικές υποδομές.
Αρχιτεκτονικές μορφές και ρεύματα Την ελληνική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα χαρακτηρίζει η χρονική περίοδος της εντυπωσιακής δημιουργίας του διεθνούς μοντέρνου κινήματος, που σφράγισε την Ελλάδα του 30. Εκτός από αυτή υπάρχουν και άλλες εκφράσεις του μοντέρνου, με στοιχεία νεωτερικότητας με τοπικούς όρους. Η ελληνική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή δυναμική. Επιχειρεί να αφομοιώσει τα μεγάλα διεθνή ρεύματα και ταυτόχρονα να τους αντιπαραθέσει μια τέχνη σύγχρονη, δεμένη με την παράδοση και τις ανάγκες του τόπου. Η συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα στο διεθνές πνεύμα και τον τοπικό χαρακτήρα εκφράστηκε με την ενδιαφέρουσα αναζήτηση του μοντέρνου στην ελληνική αρχιτεκτονική.
Δημήτρης Πικιώνης Ιδιαίτερα αποφασιστική είναι η παρουσία του Δημήτρη Πικιώνη. Ξεκινώντας ως ζωγράφος, σπουδάζοντας πολιτικός μηχανικός και δουλεύοντας ως αρχιτέκτονας, ο Πικιώνης επηρέασε μια ολόκληρη γενιά αρχιτεκτόνων, που την έστρεψε στην κατανόηση της ελληνικής αρχιτεκτονικής, αλλά και σε εκλεκτικιστική παγίδα που και ο ίδιος δεν απέφυγε πάντοτε. Στο ξεκίνημα της δράσης του επηρεάστηκε από το «μοντέρνο» κίνημα και έδωσε αξιόλογα έργα όπως το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια (1932). Νωρίς απομακρύνθηκε από το διεθνικό κλίμα του Φονξιοναλισμού, που το νοιώθει μονόπλευρο και στρέφεται στην αναβίωση της ελληνικότητας και της αρχιτεκτονικής από σκοπιά ευρύτερη και βαθύτερη, θεωρώντας το αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι όχι απλή κάλυψη στεγαστικών αναγκών, αλλά διαδικασία που περιέχει «το ηθικό χρέος μιας κοινωνικής και γενικότερα μιας πνευματικής δράσεως, ανταποκρινομένων σε θεμελιακές ανάγκες της νεοελληνικής ζωής». Η ανίχνευση και η βίωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής θα οδηγήσει τον Πικιώνη σε λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες «νεολαικές» συνθέσεις κατοικιών ή άλλων κτισμάτων (όπως η οικία Ποταμιάνου στη Φιλοθέη) για να ολοκληρωθεί με το αριστούργημά του, τη διαμόρφωση των οδικών προσβάσεων προς την Ακρόπολη, όπου κατορθώνει να εκφράσει συμπυκνωμένα, μέσα από ένα στην πραγματικότητα δυσδιάστατο δόμημα, την αδέσμευτη κανονικότητα της Αρχαιότητας και τη γραφική ακανονιστία του Βυζαντίου με ένα τρόπο δημιουργικό και ποιητικό. Δείγμα των συνθετικών του ικανοτήτων σε πολεοδομική κλίμακα είναι τα σχέδιά του για τον πρότυπο οικισμό «Αιξωνή» στην Αττική, όπου επιδιώκεται με «ιδεατό κέντρο την παράδοσή μας» η γνησιότερη μορφολόγηση του συγκροτήματος «όχι ως προς το κάθε κτίσμα χωριστά, αλλά σε αναφορά με το σύνολο του οικισμού».
Άρης Κωνσταντινίδης Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μόναχο την εποχή του μεσοπολέμου (1931-36), τότε που στην Ευρώπη διαμορφωνόταν η θανάσιμη πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις του ολοκληρωτισμού και της δημοκρατίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, όπου γίνονται αισθητά το αρχιτεκτονικό ταλέντο και η ηθική του προσωπικότητα. Ταυτόχρονα μελετά συνεχώς την αρχιτεκτονική του ελληνικού χώρου, αναζητώντας την αυτογνωσία του Έλληνα. Από το αρχιτεκτονικό έργο του Κωνσταντινίδη ξεχωρίζουν τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα «ΞΕΝΙΑ» του ΕΟΤ (Επιδαύρου, Λάρισας, Καλαμπάκας, Ολυμπίας κ.α.). Αξιόλογα είναι τα κτίρια των Αρχαιολογικών Μουσείων Ιωαννίνων και Κομοτηνής, ιδιωτικές κατοικίες, οικιστικά συγκροτήματα εργατικών πολυκατοικιών σε Αθήνα, Πειραιά, Ηράκλειο, Σέρρες κ.α. Το αρχιτεκτονικό έργο του Κωνσταντινίδη χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και συνέπεια μορφής και κατασκευής. Επίσης από δημιουργική ένταξη στην κλίμακα και τις απαιτήσεις του ελληνικού τοπίου. Στο έργο του συνδυάζονται με πρωτοτυπία και μοναδικότητα η σύγχρονη κατασκευαστική του σκέψη, τα νέα δομικά υλικά, οι αρετές της μακραίωνης οικιστικής παράδοσης του ελληνικού χώρου, χωρίς μιμητική μεταφορά δομικού ή διακοσμητικού στοιχείου από την παραδοσιακή μορφολογία. Χτίζει μέσα στην παράδοση χωρίς την παράδοση. Αυτό είναι ίσως το κυριότερο επίτευγμα (πέρα από τις κατασκευαστικές αρετές του έργου του). Όπως ο Πικιώνης και ο Κωνσταντινίδης ασκεί έντονη παιδαγωγική ακτινοβολία ως αρχιτέκτονας με ηθική και δημιουργική συνέπεια στη δουλειά του. Το έργο του μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής της περιόδου 1940-1980.
Άρης Κωνσταντινίδης
Άρης Κωνσταντινίδης Κωνσταντινίδης: πρωτοτυπία, σύγχρονη κατασκευαστική σκέψη με τα νέα δομικά υλικά, με τις αρετές και τις αξίες της μακραίωνης οικιστικής παράδοσης του ελληνικού χώρου, χωρίς καμιά μιμητική μεταφορά δομικού ή διακοσμητικού στοιχείου από την παραδοσιακή μορφολογία (βλ. έκδοση Έκθεσης «ΑΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ» στην Εθνική Πινακοθήκη).
Σχέδια του Άρη Κωνσταντινίδη από την ελληνική αρχιτεκτονική
Σχέδια του Άρη Κωνσταντινίδη από την ελληνική αρχιτεκτονική
Το αρχιτεκτονικό έργο του Άρη Κωνσταντινίδη
Το αρχιτεκτονικό έργο του Άρη Κωνσταντινίδη
Το αρχιτεκτονικό έργο του Άρη Κωνσταντινίδη
Το αρχιτεκτονικό έργο του Άρη Κωνσταντινίδη