Συμβολή στην οικολογία των πόλεων της Ελλάδας: Χωρολογική, βιολογική και οικολογική ανάλυση της ξυλώδους χλωρίδας της Δράμας



Σχετικά έγγραφα
Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

2. Τι ονομάζομε μετεωρολογικά φαινόμενα, μετεωρολογικά στοιχεία, κλιματολογικά στοιχεία αναφέρατε παραδείγματα.

Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία. Κατακρημνίσματα

Αγρομετεωρολογία - Κλιματολογία

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα

Άσκηση 3: Εξατμισοδιαπνοή

ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΡΟΣΙΣΜΟΥ. ΤΕΧΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΕΣ: Εξοικονόμηση ενέργειας και ΑΠΕ στα κτήρια

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΜΑΤΑ

1. Τα αέρια θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα είναι 2. Η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας στο εξωτερικό όριο της ατµόσφαιρας Ra σε ένα τόπο εξαρτάται:

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΩΝ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ. Δρ. Λυκοσκούφης Ιωάννης

1. Το φαινόµενο El Niño

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

4.1 Εισαγωγή. Μετεωρολογικός κλωβός

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

Φυτεµένα δώµατα & ενεργειακή συµπεριφορά κτιρίων

Αρχιτεκτονική Τοπίου. Διδάσκων: Ιωάννης Τσαλικίδης. Συνεργάτες: Ελένη Αθανασιάδου Μαρία Λιονάτου Ευθύμης Χαραλαμπίδης Βασίλης Χαριστός

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Εξάτμιση και Διαπνοή

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

Μελέτη και κατανόηση των διαφόρων φάσεων του υδρολογικού κύκλου.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΥΤΟΚΑΛΥΨΗΣ ΣΤΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ.

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

ΤΕΥΧΟΣ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΥ

Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Α Κ Λ Ι Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Υ ( Ε ) - Φ Ο Ρ Τ Ι Α 1

Πως επηρεάζεται το μικρόκλιμα μιας περιοχής από την τοπογραφία (πειραματική έρευνα) Ομάδα Μαθητών: Συντονιστής καθηγητής: Λύκειο Αγίου Αντωνίου

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Οικολογικό περιβάλλον της ελιάς Γεωγραφικό πλάτος

Το κλίµα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος: παρελθόν, παρόν και µέλλον

Η Περιβαλλοντική Πολιτική Στην Ελλάδα Μέσα Από Το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Εύη Τζινευράκη Δικηγόρος

ΚΛΙΜΑ. ιαµόρφωση των κλιµατικών συνθηκών

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

Εφαρμογή ΜΠΕ 2. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή

ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Η Γη κινδυνεύει. Σήμερα 40% ΜΕ 70% ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΤΗΡΙΩΝ. Εύη Τζανακάκη Αρχιτέκτων Μηχ. MSc

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Το κλίμα της Ελλάδος. Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σ ε λ ί δ α 1

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ νέες κατασκευές ανακαίνιση και µετασκευή ιστορικών κτιρίων αναδιαµόρφωση καινούριων κτιρίων έργα "εκ του µηδενός" σε ιστορικά πλαίσια

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

NON TECHNICAL REPORT_VAFIOHORI 1 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Περιβαλλοντική μηχανική

Διαχείριση Υδατικών Πόρων και Οικολογική Παροχή στον ποταμό Νέστο

Συμπίεση Αστικών Εδαφών Αιτίες-Επιπτώσεις-Έλεγχος

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Γρηγόριος Χατζηφιλιππίδης

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

Υπόγειο δίκτυο πρόσβασης Ένα νέο έδαφος

Βγήκαν τα Μερομήνια Δείτε τι καιρό θα έχουμε τον ερχόμενο χειμώνα

ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΗΛΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο

Ο ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΟΥ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα.


8ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού θερμοκρασία

Πράσινα Δώματα. Δήμος Ρόδου Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Πρασίνου Τμήμα Περιβάλλοντος. Παρουσίαση στο 2 ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο Ρόδου

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα: Μετεωρολογία-Κλιματολογία. Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΟΡΟΦΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Δρ Παρισόπουλος Γεώργιος. Πολιτικός Μηχανικός Α.Π.Θ., M.Sc., Ph.D. Water Resources & Environmental Eng., I.C., U.K.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΙΣΧΥΡΩΝ ΕΠΕΙΣΟ ΙΩΝ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΣΤΟ ΘΡΙΑΣΙΟ ΠΕ ΙΟ

ΕΚΘΕΣΗ. Ανασκόπηση. Λειτουργίας θυροφράγματος Κούλας και. Διαχείριση στάθμης λίμνης Μικρής Πρέσπας. το έτος 2012

Σχήμα 8(α) Σχήμα 8(β) Εργασία : Σχήμα 9

NON TECHNICAL REPORT_FARSALA III 1 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

NON TECHNICAL REPORT_PIKROLIMNI II 1,012 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

10/9/2015. Παρουσίαση ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΝΑΟΥΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ Εκπαιδευτές ΚΕ.ΠΑ

Περιβαλλοντική Ομάδα Β και Γ τάξης 1 ου Γυμνασίου Ραφήνας και Μαθητική Διαστημική Ομάδα Ραφήνας Μάρτιος 2019

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας.

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τους οικολογικούς παράγοντες:

Θέρμανση θερμοκηπίων με τη χρήση αβαθούς γεωθερμίας γεωθερμικές αντλίες θερμότητας

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9. "Χαλκίδα - Ιστορική Εξέλιξη και Σύγχρονα Ζητήματα Σχεδιασμού"

Απογραφές Γεωμετρικό μοντέλο Γραμμικό μοντέλο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Συμβολή στην οικολογία των πόλεων της Ελλάδας: Χωρολογική, βιολογική και οικολογική ανάλυση της ξυλώδους χλωρίδας της Δράμας ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΡΙΑΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΟΥ ΔΑΣΟΛΟΓΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ ΠΑΤΡΑ 2007

Στους πολυαγαπημένους μου γονείς 1

Ευχαριστίες Ένα από τα σημαντικά προβλήματα των ελληνικών πόλεων ήταν και είναι η έλλειψη χώρων πρασίνου και χώρων αναψυχής στις κατοικημένες περιοχές. Το γεγονός αυτό, αλλά και το γενικότερο ενδιαφέρον μου για το περιβάλλον και την οικολογία, με ώθησαν στην εκπόνηση αυτής της ερευνητικής εργασίας για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης, που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα Βιολογίας Φυτών του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Δημήτρη Χριστοδουλάκη του Τομέα Βιολογίας Φυτών του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για την ανάθεση του θέματος, καθώς και για τις συμβουλές και τις υποδείξεις του κατά την εκπόνηση της ερευνητικής μου εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να του εκφράσω τις ευχαριστίες μου για τις εποικοδομητικές συζητήσεις μας και το ενδιαφέρον που εξέφρασε για την πόλη της Δράμας, αυξάνοντας έτσι και το δικό μου ενδιαφέρον για το αντικείμενο της εργασίας μου. Επίσης, ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή κ. Θ. Γεωργιάδη του Τομέα Βιολογίας Φυτών του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και τον επίκουρο καθηγητή κ. Η. Μήλιο του Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που πρόθυμα δέχθηκαν να συμμετάσχουν στην εξεταστική επιτροπή, για τις εύστοχες υποδείξεις και παρατηρήσεις τους. Ευχαριστίες οφείλω επίσης: Στον αναπληρωτή καθηγητή κ. Γρ. Ιατρού του Τομέα Βιολογίας Φυτών του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για τη βοήθειά του στην αναγνώριση δειγμάτων. 2

Στους κ. Δ. Αντωνιάδη και κ. Φ. Παντούλη για τη βοήθειά τους στη συλλογή των φυτικών δειγμάτων, αλλά και για τη βοήθειά τους κατά την υπαίθρια εργασία μου. Στον κ. Β. Αντωνιάδη για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου προσέφερε για την πόλη της Δράμας. Θέλω, επίσης, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην οικογένεια μου και στον αρραβωνιαστικό μου, Δημήτρη, για την υποστήριξη και αγάπη που μου παρείχαν κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών. Πάτρα, Νοέμβριος 2007 3

Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή 6 1.1 Σκοπός της έρευνας 7 1.2 Η έννοια του αστικού τοπίου 8 1.3 Ιστορική εξέλιξη του αστικού πρασίνου 8 1.4 Το νομικό καθεστώς για το αστικό πράσινο 11 1.5 Οι οικολογικές ιδιαιτερότητες μιας πόλης 12 1.5.1 Κλίμα 12 1.5.2 Σύνθεση του ατμοσφαιρικού αέρα 13 1.5.3 Έδαφος 13 1.5.4 Υδρολογία 14 1.6 Επίδραση των δένδρων και γενικά του πρασίνου στην πόλη 15 1.6.1 Βελτίωση του κλίματος 15 1.6.1.1 Ρύθμιση θερμοκρασίας και υγρασίας αέρα 15 1.6.1.2 Φιλτράρισμα του αέρα 16 1.6.1.3 Κίνηση των ανέμων 16 1.6.2 Αρχιτεκτονική και πολεοδομική χρήση Επίδραση στην αισθητική και αναψυχή 17 2. Η πόλη της Δράμας 18 2.1 Θέση, έκταση, πληθυσμός 18 2.2 Ιστορικά στοιχεία 20 2.3 Πολεοδομική ανάπτυξη και οργάνωση 22 2.4 Γεωλογικά και εδαφολογικά στοιχεία 25 2.5 Κλίμα 26 2.5.1 Κλιματικά στοιχεία 26 2.5.1.1 Θερμοκρασία του αέρα 26 2.5.1.2 Σχετική υγρασία του αέρα 31 2.5.1.3 Βροχόπτωση 32 2.5.1.4 Χιόνι, χαλάζι, δρόσος, ομίχλη, καταιγίδα 35 2.5.1.5 Νέφωση 39 2.5.1.6 Άνεμοι 40 2.6 Βιοκλιματικά στοιχεία 41 4

2.7 Θέση στη φυσική βλάστηση 46 3. Υλικά και μέθοδοι 49 4. Αποτελέσματα 51 4.1 Κατάλογος φυτών 51 4.2 Χλωριδική ανάλυση 60 4.3 Βιολογική ανάλυση 61 4.4 Χωρολογική ανάλυση 62 4.5 Οικολογική ανάλυση 66 4.6 Φαινολογία 78 4.6.1 Ανθοφορία 78 4.6.2 Καρποφορία 81 5. Συζήτηση Συμπεράσματα 83 6 Αξιολόγηση και οικολογικά αιτιολογημένες προτάσεις για τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος του αστικού ιστού της Δράμας 87 6.1 Διαπιστώσεις 87 6.2 Καλλιεργητικοί χειρισμοί στην υφιστάμενη βλάστηση 89 6.3 Επιλογή ειδών για φύτευση 90 6.3.1 Σχεδιασμός της εγκατάστασης φυτικών ειδών στους αστικούς χώρους πρασίνου 90 6.3.2 Κριτήρια επιλογής ειδών για φύτευση 90 6.3.3 Προτεινόμενα είδη 92 7. Βιβλιογραφία 97 5

1 Εισαγωγή Οι συνεχώς αυξανόμενες επιδράσεις και παρεμβάσεις του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον έχουν ως αποτέλεσμα μια σταθερή πορεία αλλαγών σ αυτό. Μερικές από τις συνέπειες των αλλαγών αυτών είναι οι αλλοιώσεις ή ακόμα και η καταστροφή στοιχείων της χλωρίδας, βλάστησης και της πανίδας μιας περιοχής, όπως και ο υποβιβασμός της ποιότητας ζωής του ανθρώπου. Τα παραπάνω αφορούν, πέρα από τη βιόσφαιρα του φυσικού τοπίου, και τη βιόσφαιρα των πόλεων και γενικότερα, των κατοικημένων περιοχών. Με την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, τα αστικά κέντρα άρχισαν να εξελίσσονται με βάση ένα συντηρητικό «άναρχο» κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο είχε ως συνέπεια αργότερα την ισχυρή αλλαγή και επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος. Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν σημαντικά τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, τα οποία ήταν η σταδιακή εκβιομηχάνιση, η εγκατάλειψη της παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα, καθώς και το μεγάλο κύμα αστυφιλίας που επακολούθησε. Ωστόσο, η ιδιαίτερη φυσιογνωμία, υποδομή και λειτουργικότητα των πόλεων σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη σημασία που έχουν για τη διαβίωση και επιβίωση του ανθρώπου, τις καθιστούν αναπόσπαστα τμήματα της φύσης και τις κατατάσσουν οικολογικά στα «αστικά οικοσυστήματα», τα οποία μαζί με τα χερσαία και υδάτινα ανήκουν στα πέντε μεγαλύτερα οικοσυστήματα της γης (Ellenberg 1973). Έτσι, η συνειδητοποίηση και η αποδοχή της έννοιας του «αστικού οικοσυστήματος» οδήγησε στη δημιουργία και ανάπτυξη ενός σχετικά νέου επιστημονικού κλάδου, της «Αστικής Οικολογίας» (Urban ecology, Stadtökologie). Δύο από τα κυριότερα αντικείμενα μελέτης του κλάδου αυτού είναι η μελέτη της αστικής χλωρίδας, καθώς και η αποτελεσματική προστασία των βιοτόπων της. Παρόλα αυτά, ο επιστημονικός αυτός κλάδος βρίσκεται στα αρχικά στάδια έρευνας στην Ελλάδα. Μέχρι στιγμής, οι εργασίες που έχουν ως αντικείμενο την οικολογία των αστικών οικοσυστημάτων στην Ελλάδα είναι των Chronopoulos & Christodoulakis (1996, 2000, 2003, 2004, 2006) και Χρονόπουλου (2002) για την πόλη της Πάτρας και της Αλεξανδρούπολης, των Krigas et al. (1999), Pateli et al. (2002), Lagoudakis et al. (2002) και Κρίγκα (2004) για τη Θεσσαλονίκη, του Authier 6

(1999) για τη Κόνιτσα, καθώς και της Τσιότσιου (2001) και Tsiotsiou & Christodoulakis (2003, 2004) για την πόλη του Μεσολογγίου. Σπουδαία στοιχεία του αστικού περιβάλλοντος και σημαντικό μέρος της αστικής χλωρίδας αποτελούν τα δένδρα και οι θάμνοι. Σήμερα, πρωταρχικό μέλημα πολλών πολεοδόμων είναι η χρήση δένδρων και θάμνων στις πόλεις για τον εξωραϊσμό τους και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων τους. Η σωστή όμως εγκατάσταση της βλάστησης στον αστικό χώρο προϋποθέτει ειδική μελέτη όσον αφορά στην επιλογή των φυτικών ειδών και των θέσεων εγκατάστασής τους, στο είδος του εδάφους, στη συντήρηση και διαχείριση κ.ά. Εν τούτοις, η έρευνα στον τομέα αυτό είναι περιορισμένη. Αρκετές εργασίες από τον ευρωπαϊκό χώρο περιορίζονται κυρίως στις δενδρώδεις συστάδες των δρόμων, όπως προκύπτει από τη συγκεντρωτική βιβλιογραφία του Heinrich (1982) και από τον Wittig (1991). Πληροφορίες, επίσης, για τις διάφορες ξυλώδεις συστάδες ορισμένων γερμανικών πόλεων δίνονται από τους Kunick (1985), Schulte (1985), Heinrich (1991), Ringenberg (1994) και Sattler (2001). Στον ελληνικό χώρο δεν υπάρχει καμία σχετική έρευνα ή εργασία στον τομέα αυτό. 1.1 Σκοπός της έρευνας Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να διερευνήσει τις οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στην πόλη της Δράμας σε σχέση με την ευδοκίμηση των ξυλωδών ειδών της (δέντρα και θάμνοι), την ικανότητα προσαρμογής των διαφόρων ειδών στις ιδιαίτερες οικολογικές συνθήκες της πόλης, την εξάπλωση των ξενικών ειδών, τη διατήρηση της υπάρχουσας ή την ανάπτυξη νέας βλάστησης, καθώς και να διατυπώσει προτάσεις για ένα σχεδιασμό του πρασίνου των αστικών χώρων, επί νέων και με σύγχρονη οικολογική αντίληψη βάσεων. Ειδικότερα, τα θέματα με τα οποία ασχολείται η παρούσα εργασία είναι : Καθορισμός των οικολογικών παραγόντων της πόλης. Προσδιορισμός της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης. Χλωριδική ανάλυση των taxa της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης. Χωρολογική ανάλυση των taxa της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης. Καθορισμός του βιοφάσματος της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης. 7

Καθορισμός του οικολογικού φάσματος της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης. Μελέτη των αλόχθονων taxa της ξυλώδους χλωρίδας. Ποιοτική αξιολόγηση (επιλογή, προσαρμογή, απαιτήσεις κ.λπ.) της ξυλώδους χλωρίδας της πόλης και Προτάσεις για τη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος της Δράμας. 1.2 Η έννοια του αστικού τοπίου Ως αστικό τοπίο θεωρείται η εικόνα που εμφανίζει κάθε δομημένο περιβάλλον. Αυτό αποτελείται από κτήρια και ελεύθερους χώρους, όπως δρόμοι, πάρκα κ.λπ. Επίσης, στη διαμόρφωση του τοπίου συμβάλλουν οι καλλιτεχνικές παρεμβάσεις και το μικροκλίμα. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μορφής του αστικού τοπίου είναι : α) Η χρήση της γης και η διαθεσιμότητα του χώρου. Η εντατική δόμηση και η εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του διαθέσιμου χώρου για πράσινο και δενδροκάλυψη. Εκτός αυτού, η ανάπτυξη των φυτών και δένδρων επί όπως και υπό του εδάφους (ριζικό σύστημα κ.λπ.) είναι δύσκολη. β) Οι κλιματικές συνθήκες. Το κλίμα των πόλεων επηρεάζεται από τη ρύπανση, την πυκνότητα της δόμησης και τη διαθεσιμότητα σε χώρους πρασίνου. Οι αστικοί ελεύθεροι χώροι αποτελούν χώρους συλλογικούς, δημόσιας δραστηριότητας και χώρους επικοινωνίας. Προσφέρουν ευκαιρίες για την πραγματοποίηση κοινωνικών επαφών και συναντήσεων. Φιλοξενούν μια ή περισσότερες δραστηριότητες στον ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους. Βοηθούν να δέχεται ο άνθρωπος ερεθίσματα που τον συμφιλιώνουν με το περιβάλλον και τέλος γίνονται σημεία αναφοράς και προσανατολισμού μέσα στη πόλη (Σπιτάλας 2000). 1.3 Ιστορική εξέλιξη του αστικού πρασίνου Η ύπαρξη πρασίνου μέσα στις πόλεις είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το αστικό πράσινο, ως στοιχείο του αστικού τοπίου, προσδιορίζει την εικόνα που εμφανίζει 8

κάθε πόλη, μαζί με τα κτήρια, τους δρόμους, τα πάρκα, τους ελεύθερους χώρους καθώς και με τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτήν ως απόρροια του μικροκλίματος. Η χρήση δένδρων μέσα στις πόλεις και η σημασία των ευεργετικών επιδράσεων που ασκούν αυτά και όλη η βλάστηση μέσα ή κοντά στην πόλη έχει αναγνωρισθεί από πολύ παλιά. Οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Ασσύριοι, οι Πέρσες, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τα δένδρα για αισθητικούς και άλλους σκοπούς στις πόλεις, είτε με τη μορφή δενδροστοιχιών ή ιερών αλσών ή στους κήπους των σπιτιών και επαύλεων (Ντάφης 2001). Έτσι, τα δέντρα ανήκουν στα αρχέτυπα των πανάρχαιων συμβόλων της ανθρωπότητας και αποτέλεσαν αντικείμενο λατρείας, θρησκευτικών ιδεών, περιεχόμενα μύθων και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή όλων των λαών. Ιερά δέντρα σκίαζαν τους τάφους ιερέων κι αρχόντων και τα ιερά άλση ήταν οι πρόδρομοι των ναών και θυσιαστηρίων (Ντάφης 2001). Ήδη από τους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι γνώριζαν τον τρόπο ανάπτυξης των δέντρων και διατήρησής τους για ένα διάστημα ακόμα και κάτω από ακραίες συνθήκες. Έτσι, για παράδειγμα, γύρω από τον τάφο της βασίλισσας της Αιγύπτου Hatschepsut (1490 1468 π.χ.) στην ξηρή πετρώδη κοιλάδα του Dair Al Bahri βρέθηκαν λάκκοι λαξευμένοι στους βράχους, στους οποίους είχαν φυτευτεί δένδρα και ποτίζονταν με ειδικό σύστημα καναλιών. Επίσης, ο Ασσύριος βασιλιάς Sanberib (705 681 π.χ.) σε έναν ναό που έκτισε στην πρωτεύουσά του προς τιμήν του Θεού Assur δημιούργησε ένα είδος πάρκου έκτασης 16.000 τ.μ. που περιέβαλε το ναό. Τον 3 ο π.χ. αιώνα βρίσκονται στην Αθήνα πολλοί τόποι λατρείας, των οποίων οι φυτείες ποτίζονται τεχνητά, όπως για παράδειγμα τα άλση με δάφνες και ελιές γύρω από το βωμό των δώδεκα θεών στα βόρεια της αγοράς και το άλσος που χώριζε το Ηφαίστειο από το Θησείο. Η δενδροφυτεία στην Αγορά των Αθηνών όπως αναφέρεται από τον Πλούταρχο και περιγράφεται από τον Κίμωνα (510-450 π.χ.), αποτελούνταν από δύο σειρές πλατάνων και πολλά μεμονωμένα δένδρα. Σε ένα από αυτά συγκεντρώνονταν για συζητήσεις ή δημιουργία γνωριμιών και σε ένα άλλο, μια λευκή λεύκη, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται οι φοροεισπράκτορες. Το παράδειγμα των Αθηναίων ακολούθησαν και άλλες πόλεις και μέχρι σήμερα σχεδόν όλα τα χωριά μας έχουν το πλατάνι τους στην κεντρική τους πλατεία (Ντάφης 2001). 9

Στη Ρώμη επικρατούσε, επίσης, η ίδια εικόνα με τις ελληνικές πόλεις, δηλαδή φυτείες για λόγους λατρείας γύρω από ναούς και κατά μήκος δρόμων ιερών πομπών και μόνο στις βίλες των πλουσίων, που βρίσκονταν συνήθως έξω από την πόλη, υπήρχαν κήποι που χρησίμευαν για την αναψυχή των ενοίκων τους. Η πρώτη φυτεία με μορφή πάρκου ιδρύθηκε από τον Πομπήϊο το 55 π.χ. σε μια έκταση 13 στρεμμάτων, που συνδυάσθηκε με σιντριβάνια και χώρους παιδιών, γνωστό ως Porticus (Ντάφης 2001). Κατά το Μεσαίωνα εξακολούθησε να χρησιμοποιείται η δενδροφύτευση γύρω από εκκλησίες, στις πλατείες των δημαρχείων και στους κήπους των παλατιών των αρχόντων και ευγενών. Δενδροστοιχίες με τη σημερινή τους έννοια δεν υπήρχαν, γιατί οι πόλεις τότε κτίζονταν, όπως και στην αρχαιότητα, με στενούς δρόμους και πυκνή δόμηση. Μόλις τον 15 ο αιώνα αρχίζει, με την αναγέννηση, κυρίως στην Ιταλία, η δημιουργία πάρκων, η οποία βρίσκει τη μέγιστη χρήση το 17 ο αιώνα (μεσουράνηση του Μπαρόκ). Από την Ιταλία μεταφέρθηκε στη Γαλλία και από εκεί στην Αγγλία και έτσι δημιουργήθηκαν διάφορες σχολές παρκοτεχνίας (Ντάφης 2001). Σήμερα, η χρήση δενδροστοιχιών και πάρκων στις πόλεις για τον εξωραϊσμό τους και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων τους έχει καταστεί πρωταρχικό μέλημα των πολεοδόμων και τελευταία έχει αναπτυχθεί ένας ξεχωριστός κλάδος, η Δασοκομία Πόλεων (Urban Forestry). Ασφαλώς τα δένδρα της πόλης ακόμη και όταν βρίσκονται σε εκτεταμένα πάρκα δεν δημιουργούν δάση με τη στενή έννοια του όρου, γι αυτό πολλοί αμφισβητούν τον όρο Δασοκομία Πόλεων και προτιμούν τη Δενδροκομία πόλεων. Ο όρος Δασοκομία Πόλεων είναι περισσότερος δόκιμος, γιατί τα περισσότερα αν όχι όλα από τα δένδρα που χρησιμοποιούνται είναι δασοπονικά είδη, ο δε χειρισμός τους δεν έχει καμιά σχέση με τους δενδροκομικούς χειρισμούς που αποσκοπούν κυρίως στην παραγωγή καρπών (Ντάφης 2001). Σήμερα που οι πόλεις αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία ως χώροι κατοικίας και εργασίας, γιατί προσφέρουν πολλές ευκαιρίες διαβίωσης και πνευματικής καλλιέργειας, το αστικό πράσινο αποκτά μεγάλη σημασία. Πράγματι, τα δένδρα μέσα στην πόλη συνεισφέρουν σημαντικά στην ανύψωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Επηρεάζουν θετικά την ψυχική και φυσική κατάσταση τους. Δίνουν ένα αίσθημα ασφάλειας και προσεγγίζουν τον άνθρωπο με τη φύση. 10

1.4 Το νομικό καθεστώς για το αστικό πράσινο Η ελληνική νομοθεσία θεωρεί τους ελεύθερους αστικούς χώρους πρασίνου ως είδος σε ανεπάρκεια και ως πολύτιμο αγαθό που χρήζουν απολύτου προστασίας από κάθε αλλαγή χρήσης και από κάθε εκμετάλλευση που αντίκειται στον κοινωφελή τους χαρακτήρα. Κυριότερα θεσμικά εργαλεία προστασίας των ελεύθερων χώρων πρασίνου είναι η δασική και η πολεοδομική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, ο Νόμος 998/1979 «Προστασία δασών και δασικών εκτάσεων» κατατάσσει τους ελεύθερους αστικούς χώρους στα πάρκα (εκτάσεις εντός πόλεων ή οικιστικών περιοχών που καλύπτονται από βλάστηση που έχει δημιουργηθεί τεχνητά) και στα άλση (εκτάσεις εντός πόλεων ή οικιστικών περιοχών που καλύπτονται από φυσική δασική βλάστηση) και απαγορεύεται οποιαδήποτε αλλαγή προορισμού ή χρήσης αυτών (WWF Ελλάς 2004). Επιπλέον, στα πάρκα και στα άλση «η περιποίησις και η εν γένει εκμετάλλευσις γίνονται κατά τρόπο μη παραβλάπτοντα τον κύριο σκοπό για τον οποίο προορίζονται» (άρθρο 62 παρ.2 του ΝΔ 86/1969). Για τα πάρκα και τα άλση έχουν, επίσης, εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 4, 4 παρ. 2 α, 5, 48 παρ. 1 του νόμου 998/1979, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 18 του νόμου 1734/1987, σύμφωνα με τις οποίες η μέριμνα για την ανάπτυξη, βελτίωση, αναδάσωση και προστασία των πάρκων, αλσών και των εντός των πόλεων ή οικιστικών περιοχών δενδροστοιχιών ανήκει εις τους οικείους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή τους επί τη βάσει σχετικής πολεοδομικής μελέτης αναλαμβάνοντας τη δημιουργία αυτών οικιστικούς φορείς ή εις ίδια νομικά πρόσωπα επί τη βάσει ειδικών διατάξεων και τέλος, δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας αθλητικών εγκαταστάσεων, που προέβλεπε αρχικά το άρθρο 52 του Ν. 998/1979 (Σταμέλλος 2002). Πρέπει, επίσης, να τονιστεί πως οι ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι προστατεύονται και από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του ισοζυγίου των κοινόχρηστων χώρων που έχουν ενταχθεί σε σχέδιο πόλης 1, γεγονός που σημαίνει ότι 1 Ενδεικτικά αναφέρονται οι αποφάσεις ΣτΕ 866/2001, 2242/1994, 1976/1991, 10/1988 Ολομέλειας 1159/1988 και 2587/1992. Η τελευταία αναφέρει ότι «Επειδή, ούτως έχουσα η ως άνω πολεοδομική ρύθμισις, ήτοι μετατρέπουσα χώρον χαρακτηριζόμενον δια του αναθεωρημένου σχεδίου, ως κοινόχρηστον εις εν μέρει οικοδομήσιμον, αντίκειται εις τον εκ του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος και των αρχών προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος και βελτιώσεως των όρων διαβιώσεως συναγομένον θεμελιώδη κανόνα, ότι κατά την τροποποίηση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων δεν 11

επιτρέπεται η αναδιάρθρωσή τους μόνο όταν η συνολική επιφάνεια παραμένει η ίδια ή αυξάνεται. Συνταγματικά κατοχυρωμένη είναι και η αρχή του πολεοδομικού κεκτημένου, δηλαδή της μη χειροτέρευσης του οικιστικού περιβάλλοντος, όπως οι αρχές αυτές έχουν διαπλασθεί και ερμηνευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) (WWF Ελλάς 2004). 1.5 Οι οικολογικές ιδιαιτερότητες μιας πόλης Το οικολογικό περιβάλλον μιας πόλης διαφέρει, ανάλογα με το μέγεθός της, από το αντίστοιχο υπαίθριο περιβάλλον σχεδόν σε όλες τις παραμέτρους, κλίμα, σύνθεση και κίνηση αέρα, έδαφος και υδρολογία. 1.5.1 Κλίμα Κάθε αστικό συγκρότημα ανάλογα με το μέγεθός του, τον τρόπο και την πυκνότητα δόμησής του, καθώς και το είδος των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που ασκούνται σ αυτό, συντελεί στη δημιουργία ενός τροποποιημένου-σε σχέση με το υπαίθριο φυσικό περιβάλλον-τοπικού κλίματος που χαρακτηρίζεται ως αστικό κλίμα. Η θερμοκρασία μιας πόλης αυξάνει κατά 0,5-3,0 ο C και η αύξηση αυτή αφορά τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι (Ντάφης 2001). Η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα της πόλης σε σχέση με το γειτονικό αδόμητο ύπαιθρο ή τους χώρους πρασίνου, είναι γνωστή ως φαινόμενο «αστικών νησίδων θερμότητας» (Urban heat island, städtische Wärmeinsel). Το φαινόμενο αυτό αποκτά τη μέγιστη έκφρασή του μετά τη δύση του ηλίου και τις πρώτες νυχτερινές ώρες κάτω από συνθήκες αίθριου καιρού και άπνοιας. Αυτό συμβαίνει συχνά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ εξασθενεί ή και εκμηδενίζεται κατά την επικράτηση ανέμων και γενικά έντονων καιρικών φαινομένων (Horbert et al. 1988, Horbert 1990, Χρονόπουλος 2002). Ένα άλλο χαρακτηριστικό του αστικού κλίματος είναι η μικρότερη σχετική υγρασία του αέρα. Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος στην αυξημένη θερμοκρασία και από το άλλο μέρος στη γρήγορη απορροή των νερών της βροχής μέσα από το επιτρέπεται κατ αρχήν η μείωσις κοινόχρηστων χώρων (βλ. ΠΕ 442191). Και ναι μεν είναι δυνατή η αναδιάταξις των χώρων αυτών δια πολεοδομικούς λόγους, πλην όμως το καθαρόν ποσοστόν των κοινόχρηστων χώρων δέον, αν δεν αυξάνεται, να παραμένει τουλάχιστον εις το αυτό ποσοστό». 12

σύστημα αποχέτευσης και συνεπώς στη μείωση του νερού που εξατμίζεται, αλλά και στην παρεμπόδιση εξάτμισης H 2 O από το έδαφος που είναι καλυμμένο με διαδρόμους, πεζοδρόμια και κτήρια. Η μείωση της σχετικής υγρασίας εντείνει το θερμικό και υδατικό στρες των δένδρων (Ντάφης 2001). 1.5.2 Σύνθεση του ατμοσφαιρικού αέρα Η σύνθεση του ατμοσφαιρικού αέρα διαφέρει σημαντικά από εκείνη της υπαίθρου. Ο αέρας των πόλεων περιέχει αυξημένες ποσότητες διοξειδίου του θείου, μονοξειδίου του άνθρακα, οξείδια φθορίου, αζώτου, χλωρίδια καθώς και όζον, ενώ η περιεκτικότητα σε οξυγόνο είναι μικρότερη. Αναφέρεται ότι στην Αθήνα, σε ημέρες έξαρσης του νέφους, η περιεκτικότητα σε οξυγόνο κατεβαίνει από 21% στο 17% (δηλαδή πλησιάζει επικίνδυνα το σημείο κινδύνου 16%). Η μείωση αυτή αποδίδεται στην καταστροφή των περιαστικών δασών από πυρκαγιές και στη μείωση του αστικού πρασίνου από 7 τ.μ. στα 0,2 τ.μ. ανά κάτοικο. Επίσης, η ποσότητα των αιωρούμενων σωματιδίων (αιθάλη, σκόνη κ.λπ.) είναι πολύ μεγαλύτερη στην ατμόσφαιρα της πόλης απ ό,τι στο ύπαιθρο. Η κίνηση του αέρα είναι επίσης διαφορετική. Τα κτήρια και τα οικοδομικά τετράγωνα λειτουργούν σαν ανεμοφράκτες εμποδίζοντας την κίνηση και μειώνοντας την ταχύτητα των ανέμων. Από το άλλο μέρος, μέσα στην πόλη δημιουργείται ένα ενδοαστικό σύστημα κυκλοφορίας του αέρα τόσο κατακόρυφα, όσο και οριζόντια. Η υπερθέρμανση του κέντρου των πόλεων δημιουργεί μια μικρογραφία κυκλώνα με το κέντρο των χαμηλών πιέσεων στο κέντρο της πόλης. Έτσι, ο αέρας στο κέντρο είναι αραιότερος, θερμότερος και συνεπώς ελαφρύτερος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κατακόρυφη κίνηση αέρα και μια οριζόντια με κατεύθυνση από την περιφέρεια προς το κέντρο, η οποία οδηγεί στην ανανέωση του αέρα (Ντάφης 2001). 1.5.3 Έδαφος Στους αστικούς χώρους, η τροποποίηση του φυσικού αναγλύφου εξαιτίας της σχεδόν πλήρους αντικατάστασής του από τον παράγοντα δόμηση, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη δομή και τις φυσικές και βιοχημικές ιδιότητες του εδάφους. Έτσι, η οικολογική αξία του εδάφους περιορίζεται σημαντικά, με αποτέλεσμα να 13

μειώνεται η ποιότητα και η λειτουργικότητά του ως υποστρώματος για την ανάπτυξη της φυσικής χλωρίδας (Χρονόπουλος 2002). Σε σύγκριση με τα φυσικά δασικά εδάφη, τα αστικά εδάφη είναι πιο συμπιεσμένα, πυκνότερα, περισσότερο αλκαλικά, ευτροφικά και ρυπασμένα, ενώ παρουσιάζονται σαφώς ξηρότερα, λόγω υποβιβασμού του υδροφόρου ορίζοντα στα βαθύτερα στρώματα (Blume 1993). Τέλος, το αυξημένο ph ευνοεί την ευδοκίμηση βασεόφιλων ειδών, ενώ τα συνηθέστερα και χαρακτηριστικότερα φυτικά είδη των πόλεων είναι δείκτες υψηλής συγκέντρωσης του αζώτου (Wittig 1991). 1.5.4 Υδρολογία Η βιόσφαιρα των πόλεων υφίσταται σημαντικές αλλαγές και ως προς την κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Η σημαντικότερη επίδραση της αστικοποίησης στην υδρολογική ισορροπία είναι ο έντονος υποβιβασμός του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Ο υποβιβασμός αυτός οφείλεται κατά τον Wittig (1991): - στην άντληση των υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κάλυψη των υψηλών απαιτήσεων του αστικού πληθυσμού και της βιομηχανίας, - στη δύσκολη αναπλήρωση των υπόγειων αποθεμάτων νερού στις πόλεις, λόγω της κάλυψης της επιφάνειας του εδάφους από τη δόμηση και της μεγάλης επιφανειακής απορροής του ύδατος, -στην άντληση των αποθεμάτων του νερού στις πόλεις για να καλυφθούν ανάγκες σε τοπικό επίπεδο, όπως για διάφορα τεχνικά έργα κ.ά. - στη μεγάλη ανάμειξη με μπάζα και άλλα τεχνικά χονδρόκοκκα υλικά των εδαφών, καθιστώντας τα εδάφη αρκετά πορώδη και διαπερατά, με αποτέλεσμα τη γρήγορη διέλευση του νερού προς τα βαθύτερα στρώματα, - στο γεγονός ότι κατά την ιστορική εξέλιξη των πόλεων, ο όγκος των εισερχόμενων σ αυτές υλικών (δομικά και ακατέργαστα υλικά, καταναλωτικά αγαθά κ.ά.), ξεπερνά τον όγκο των εξερχομένων, με αποτέλεσμα το επίπεδο στάθμης του εδάφους των πόλεων να έχει υψωθεί σημαντικά. Οι παραπάνω συνθήκες σε συνδυασμό με αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως για το κλίμα και το έδαφος που επικρατούν στην πόλη, έχουν ως αποτέλεσμα τη δυσμενή τροφοδοσία των φυτών με νερό. Έτσι, τα αστικά 14

οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από σταθμολογική άποψη ως ξηροθερμικά και πολλά φυτικά είδη που αναπτύσσονται σ αυτά αποτελούν δείκτες ξηρασίας (Wittig 1991). 1.6 Επίδραση των δένδρων και γενικά του πρασίνου στην πόλη Τα δένδρα της πόλης είναι σημαντικά για τους κατοίκους της από πολλές απόψεις. Κάθε δένδρο προσφέρει ομορφιά, σκιά και ένα μεγάλο αριθμό άλλων ευεργετημάτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι προσφορές αυτές θεωρούνται ως «δωρεά» και δεν εκτιμούνται στο βάθος που θα έπρεπε από τους κατοίκους των πόλεων. Οι διάφορες ευεργετικές επιδράσεις μπορούν να ταξινομηθούν στις παρακάτω τρεις ευρείες κατηγορίες. 1. Βελτίωση του κλίματος 2. Αρχιτεκτονική χρήση 3. Αισθητικοί σκοποί 1.6.1 Βελτίωση του κλίματος Οι βασικότεροι κλιματικοί παράγοντες που επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, το κλίμα μιας πόλης είναι η ηλιακή ακτινοβολία, η θερμοκρασία του αέρα, η κίνηση του αέρα και η υγρασία. Με το συνδυασμό αυτών των τεσσάρων παραγόντων δημιουργούνται κλιματικές ζώνες μέσα στην πόλη, ευχάριστες ή δυσάρεστες. 1.6.1.1 Ρύθμιση θερμοκρασίας και υγρασίας αέρα Τα δένδρα διαπνέουν σημαντικές ποσότητες νερού με αποτέλεσμα να μειώνουν τη θερμοκρασία του αέρα που τα περιβάλλει, αυξάνοντας αντίστοιχα τη σχετική υγρασία. Επίσης, με το φύλλωμα τους απορροφούν σημαντικό μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας ή το αντανακλούν εμποδίζοντάς το να φθάσει στο έδαφος. Η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ηλιαζόμενης και σκιαζόμενης επιφάνειας μπορεί να ξεπεράσει τους 7 ο C. Κατεβαίνοντας, επίσης, από την κορυφή της κομοστέγης ενός 15

δάσους προς την επιφάνεια του εδάφους, η θερμοκρασία κατεβαίνει σε μια νήνεμη ημέρα από 35 ο C στους 23,3 ο C, δηλαδή κατά 12,3 ο C, ενώ η σχετική υγρασία από 33% ανεβαίνει στο 87% (Federer 1976). Έτσι, τα δένδρα λειτουργούν σαν κλιματιστικά μηχανήματα. Ένα δένδρο διαπνέει 400 λίτρα νερού την ημέρα (με την προϋπόθεση ότι υπάρχει αρκετή ωφέλιμη υγρασία, Kramer&Kozlowski 1960). Η ψυκτική ικανότητα ενός δένδρου μπορεί να συγκριθεί με 5 κλιματιστικά ισχύος 2.500 kcal/hr που δουλεύουν 20 ώρες το 24ωρο. Στο Nankin της Κίνας, μια πόλη 1.5 εκατομμυρίων κατοίκων, φύτευσαν από το 1950 μέχρι το 1982, δηλαδή σε 32 χρόνια, 34 εκατομμύρια δένδρα στους γύρω από την πόλη γυμνούς λόφους και μέσα στην πόλη (22 δένδρα ανά κάτοικο) και κατάφεραν να κατεβάσουν τη μέση θερινή θερμοκρασία κατά 1.8 ο C, ενώ περιμένουν ότι η θερμοκρασία θα κατέβει με την αύξηση των δένδρων κατά τουλάχιστον άλλους τόσους º C (Ντάφης 2001). 1.6.1.2 Φιλτράρισμα του αέρα Τα δένδρα ενεργούν σαν ένα τεράστιο φίλτρο που συγκρατεί τα αιωρούμενα στερεά σωματίδια (σκόνη, αιθάλη κ.λπ.). Ένα μόνο δένδρο πεύκης μπορεί να συγκρατήσει μέχρι 40 kg στερεών σωματιδίων, ενώ τα πλατύφυλλα μπορούν να συγκρατήσουν μέχρι 80 kg. Ένα εκτάριο δάσους απορροφά και συγκρατεί μέσω του μεταβολισμού του 250 kg SO2, δηλαδή κάθε δένδρο συγκρατεί περίπου 300 gr. Πέρα από αυτό, η επιφάνεια των δένδρων στα πάρκα και στις δενδροστοιχίες το καλοκαίρι ψύχεται περισσότερο κατά τη διάρκεια της νύχτας με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καθοδικά ρεύματα αέρος και να κατεβαίνουν ψυχρότερες μάζες από ανώτερα στρώματα απαλλαγμένες από ρύπους με αποτέλεσμα να δροσίζουν την πόλη, αλλά και να αραιώνουν τους ρύπους (Ντάφης 2001). 1.6.1.3 Κίνηση των ανέμων Με μια σωστή διάταξη ανεμοφρακτών και δενδροστοιχιών μπορούμε να ρυθμίσουμε μέχρις ενός ορίου την κίνηση και ταχύτητα του ανέμου μειώνοντας την ή αυξάνοντάς την ανάλογα με την περίπτωση. 16

Στη Στουτγάρδη της Γερμανίας έχει ενταχθεί η δενδροφύτευση της πόλης σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο χρήσης γης και πολεοδομίας και δημιουργήθηκαν ακτινωτές λωρίδες πρασίνου από την περιφέρεια προς το κέντρο της πόλης με σκοπό τη διευκόλυνση της εισροής ψυχρότερων και καθαρότερων μαζών αέρα από την περιφέρεια προς το κέντρο (Ντάφης 2001). 1.6.2 Αρχιτεκτονική και πολεοδομική χρήση Επίδραση στην αισθητική και αναψυχή Επειδή τα δένδρα και οι θάμνοι είναι ζωντανοί οργανισμοί, η λειτουργικότητά τους κατά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό πρέπει να θεωρηθεί ως δυναμική και όχι στατική (Ντάφης 2001). Τα δένδρα και οι θάμνοι προσφέρουν τη δική τους απαράμιλλη ομορφιά σε οποιαδήποτε θέση. Αποτελούν αισθητικά στοιχεία του περίγυρού μας. Δένδρα και θάμνοι διασπούν τη θέα, απαλύνουν τις αρχιτεκτονικές γραμμές, τονίζουν και συμπληρώνουν αρχιτεκτονικά στοιχεία, ενοποιούν αποκλίνοντα στοιχεία και εισάγουν μια κομψότητα και φυσικότητα στα αστικά τοπία (Ντάφης 2001). Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες επιδράσεις των δένδρων στο αστικό περιβάλλον, πέρα από τις αναφερόμενες παραπάνω, όπως μηχανικές χρήσεις, μείωση των θορύβων, ρύθμιση της ρύπανσης του αέρα κ.λπ. Ένας από τους σημαντικότερους ρόλους που παίζουν τα δένδρα σήμερα στις πόλεις είναι να κρύψουν τις ασχήμιες τους, ενώ από τις πιο σημαντικές ευεργετικές λειτουργίες των δένδρων είναι η σκιά και η κάλυψη (Ντάφης 2001). 17

2 Η πόλη της Δράμας 2.1 Θέση, έκταση, πληθυσμός Ο νομός Δράμας βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του ελλαδικού χώρου, στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ανατολικής Μακεδονίας και έχει έκταση 3.468 km² και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός ανέρχεται στους 103.975 κατοίκους. Στα βόρεια και βορειοανατολικά συνορεύει με τη Βουλγαρία, στα δυτικά με το νομό Σερρών, στα νότια με το νομό Καβάλας και στα ανατολικά με τη Δυτική Θράκη (νομός Ξάνθης) (Εικόνα 1). Περικλείεται στα βόρεια από τα βουνά της Ροδόπης, στα δυτικά από τα βουνά Μενοίκιο και Όρβηλος, στα νότια από το όρος Παγγαίο και στα ανατολικά από τα όρη της Λεκάνης (Τουριστικός οδηγός Δράμας 2000). Διοικητικά ο νομός Δράμας υπάγεται στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης. Σύμφωνα με το Νόμο 2539/4-12-1997, για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης», ο νομός διαιρείται σε οκτώ δήμους (Δράμας, Κάτω Νευροκοπίου, Προσοτσάνης, Νικηφόρου, Παρανεστίου, Δοξάτου, Σιταγρών και Καλαμπακίου) και μια κοινότητα (Σιδηρόνερου) (Παπάζογλου 1999). Η πόλη της Δράμας εκτείνεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε γεωγραφικό πλάτος 41º09 Ν, γεωγραφικό μήκος 24º15 Ε και υψόμετρο 115 m, στις υπώρειες του όρους Φαλακρό, βόρεια της ομώνυμης πεδιάδας. Έχει άφθονα νερά και αποτελεί το μοναδικό αστικό κέντρο του νομού, όπου είναι συγκεντρωμένες οι βασικές υπηρεσίες διοίκησης, εκπαίδευσης, περίθαλψης και αθλητισμού. Στην πόλη υπάρχουν σύγχρονο νοσοκομείο, κολυμβητήριο, κλειστά γυμναστήρια, στάδια, καθώς και τα Τμήματα Δασοπονίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου του Τεχνολογικής Εκπαίδευσης Ιδρύματος Καβάλας. Η πόλη της Δράμας έχει πληθυσμό 44.916 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Η πόλη αναπτύχθηκε με έντονους ρυθμούς μέσα στον 20º αιώνα και οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ήταν μεγάλες, ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των πολυάριθμων κατοίκων (Βάσλη 2002). Η περιοχή μελέτης έχει έκταση περίπου 59 km 2 και περιλαμβάνει όλο το πολεοδομικό συγκρότημα της Δράμας (Εικόνα 2). 18

Εικόνα 1. Χάρτης του νομού Δράμας (http://www.drama.gr/default_el.html) Εικόνα 2. Χάρτης της περιοχής μελέτης (http://www.drama.gr/default_el.html) 19

2.2 Ιστορικά στοιχεία Σύμφωνα με τις απόψεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, η Δράμα οφείλει την ονομασία της είτε στην άφθονη παρουσία νερού στην περιοχή της ( Υδράμα<ύδωρ) είτε ακόμη στο μικρό μέγεθος που είχε σε όλες τις ιστορικές περιόδους («δράγμα» < δράπω, η πόλη της μιας χούφτας ανθρώπων). Τα αρχαιότερα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή της σημερινής πόλης της Δράμας εμφανίζονται στο λόφο της περιοχής «Αρκαδικός», όπου τοποθετείται ένας από τους σημαντικούς οικισμούς της πεδιάδας της Δράμας της Μέσης Νεολιθικής Εποχής. Η ζωή συνεχίστηκε στην ίδια θέση και στην Ύστερη Νεολιθική Εποχή και στην Εποχή του Χαλκού, καθώς και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, στην Υστεροκλασική περίοδο, στη ρωμαϊκή περίοδο και στους Ιστορικούς χρόνους (Βάσλη 2002). Στην παλαιοχριστιανική εποχή (4 ος -7 ος αι. μ.χ.) η Δράμα είναι ένας μικρός οχυρωμένος οικισμός, που καταλαμβάνει την ίδια περιοχή με εκείνον από τα τέλη της κλασικής περιόδου. Αποτελώντας τον πιο σημαντικό οικισμό από όλους του εύφορου κάμπου των Φιλίππων, ανήκει διοικητικά στην εδαφική επικράτεια της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, της λεγόμενης «Αυγούστας Ιουλίας Φιλιππικής». Στη μεσοβυζαντινή εποχή (9 ος - αρχές 13 ου αι. μ.χ.) η Δράμα αναπτύσσεται σε ισχυρό Κάστρο με στρατηγική σημασία και ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον, ενώ εξακολουθεί να υπάγεται στους Φιλίππους από διοικητική και εκκλησιαστική άποψη. Από το τέλος της περιόδου αυτής σώζονται σε γραπτές πηγές οι ονομασίες «Darma» (1172) και «Dramme» (1206) που συνδέονται πιθανώς με τη σημερινή ονομασία της πόλης Δράμας. Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13 ου αι. μ.χ.-1453) η Δράμα αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες. Στο πρώτο μισό του 14 ου αιώνα υφίσταται τις ταραχές και τις συγκρούσεις των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων, μεταξύ των δυο Ανδρονίκων Β και Γ, των Παλαιολόγων (1321-1328) και κατόπιν μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού με μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων (1341-1347). 20

Ως αρχιεπισκοπή, εξαρτημένη από τη μητρόπολη των Φιλίππων, η Δράμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στη βασιλεία του Μιχαήλ Ή Παλαιολόγου (1258-1282). Το έτος 1371 ανακαταλαμβάνεται από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1983. Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Οθωμανούς το 1383, η βαριά φορολογία και η κακοδιοίκηση των αγάδων προκαλούν καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, μέχρι τις αρχές του 18 ου αιώνα. Ωστόσο, μέσα στο 18 ο αιώνα, η λειτουργία μικρών βιοτεχνιών και η ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής δίνουν νέα πνοή στην εμπορική κίνηση. Σοβαρή αλλαγή σημειώνεται στην πόλη μετά το 1870, όταν η παραγωγή και το εμπόριο καπνού προκαλούν την αύξηση του πληθυσμού και την ενίσχυση της εμπορικής κίνησης. Στις αρχές του 20 ου αιώνα, όταν ο πληθυσμός ανέρχεται ήδη σε 14.000 κατοίκους και συνεχίζεται η οικονομική πρόοδος, σημειώνονται στην πόλη βίαια επεισόδια ενός ακήρυχτου πολέμου, του Μακεδονικού Αγώνα. Μετά την ταραχώδη εποχή του Μακεδονικού Αγώνα και της πρώτης βουλγαρικής κατοχής, η πόλη απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό την 1 η Ιουλίου 1913, ύστερα από 530 χρόνια ξένης κατοχής. Τελικά, η Δράμα αποκτά οριστικά ελληνικό χαρακτήρα με την ανταλλαγή πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Η πόλη θα γνωρίσει για μια ακόμη φορά, το 1941, την εμπειρία ξένης κατοχής, που σημαδεύεται από την έξοδο πολλών κατοίκων προς τη Θεσσαλονίκη και τη μαζική σφαγή εκατοντάδων πολιτών στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, ύστερα από εξέγερση στην περιοχή. Μεταπολεμικά, η Δράμα αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του ομώνυμου νομού. Η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στην πόλη ευνοεί την ανάπτυξή της, καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται από νέους ανθρώπους της περιφέρειας, Έλληνες της διασποράς και οικονομικούς μετανάστες (Τουριστικός Οδηγός Δράμας 2000). 21

2.3 Πολεοδομική ανάπτυξη και οργάνωση Η μορφολογία του σύγχρονου αστικού ιστού της Δράμας είναι η κατάληξη των διεργασιών και των επεμβάσεων που σημειώθηκαν στη δομή και την οργάνωση της πόλης κατά τη διάρκεια της μακράς παρουσίας της στο συγκεκριμένο χώρο. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις δεν επαρκούν για το προσδιορισμό της έκτασης και του μεγέθους του οικισμού κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους (Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1992). Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της σέρβικης κατοχής της Μακεδονίας, η Δράμα υπήρξε το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Το 14 ο αιώνα η παρουσία και η δυνατότητα παραμονής της αυτοκράτειρας Ειρήνης υποδηλώνουν ότι η πόλη διαθέτει την εποχή αυτή την κατάλληλη υποδομή και τον απαιτούμενο βαθμό εξοπλισμού και ανάπτυξης για τη φιλοξενία μιας αυτοκράτειρας (Αϊβαζόγλου-Δόβα 2002). Στα μέσα του 17 ου αιώνα, η πόλη έχει επεκταθεί εκτός των τειχών του Κάστρου και η πολεοδομική της συγκρότηση περιλαμβάνει την περιοχή κατοικίας, την αγορά και το χώρο αναψυχής των κατοίκων. Η περιοχή κατοικίας διακρίνεται σε δύο οικιστικές ενότητες που διαχωρίζονται μεταξύ τους από χείμαρρο (τη χριστιανική και μουσουλμανική συνοικία). Η χριστιανική συνοικία περιβάλλεται από τα τείχη. Ο πολεοδομικός ιστός της συνοικίας χαρακτηρίζεται από οικοδομικά τετράγωνα μικρού και μεγάλου μεγέθους με ακανόνιστο σχήμα, τα οποία περιβάλλονται από στενούς και δαιδαλώδεις δρόμους (Εικόνα 6). Η μουσουλμανική συνοικία αναπτύσσεται στο ανατολικό τμήμα της πόλης. Η μορφολογία του αστικού ιστού της περιοχής χαρακτηρίζεται από μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα με ακανόνιστο σχήμα. Η αγορά αναπτύσσεται παράλληλα με το χείμαρρο Τσάι που διασχίζει την πόλη και τη χωρίζει σε δύο τμήματα. Ο πολεοδομικός ιστός χαρακτηρίζεται από οικοδομικά τετράγωνα με σχετικά κανονικό σχήμα και μικρό μέγεθος, τα οποία περιβάλλονται από μικρούς και στενούς δρόμους. Η περιοχή της αγοράς έχει υποστεί εκτεταμένες καταστροφές από πυρκαγιές ιδιαίτερα στις αρχές του 20 ού αιώνα (Αϊβαζόγλου-Δόβα 2002). 22

Στο τέλος του 19 ου αιώνα, από την τουρκική κυβέρνηση ανεγείρονται στη Δράμα μεγάλα δημόσια κτίρια. Όλα τα δημόσια κτίρια κατασκευάζονται στην περιοχή εκτός των τειχών, πάνω σε δρόμους που πλαισιώνουν περιμετρικά τη μουσουλμανική συνοικία. Μόνο το Δημαρχείο τοποθετείται στο κέντρο της πόλης. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, η μορφολογία του αστικού ιστού της πόλης διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά στα πρώτα χρόνια. Το 1915 σημειώθηκε μια σημαντική επέμβαση στο χώρο μπροστά από το Δημαρχείο μετά από πυρκαγιά, όπου ο κενός χώρος που δημιουργήθηκε μετατράπηκε σε πλατεία. Ο παράγοντας όμως που επηρέασε καθοριστικά την πολεοδομική οργάνωση της πόλης ήταν οι έντονες πληθυσμιακές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι, ο παραδοσιακός ιστός αλλάζει, ενώ οι αλλαγές αυτές ενδεχομένως εκφράζουν και την επιθυμία για «εξελληνισμό» της πόλης με την απάλειψη ιχνών του παρελθόντος (Αϊβαζόγλου- Δόβα 2002). Στις Εικόνες 3 6 φαίνονται διάφορες περιοχές της παλιάς πόλης. Εικόνα 3. Δεκαετία 1940 Πλατεία 4 ης Αυγούστου (http://www.godrama.gr/home.cfm) 23

Εικόνα 4. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κατά τη δεκαετία του 1940 (http://www.godrama.gr/home.cfm) Εικόνα 5. Η Πλατεία Ελευθερίας κατά τη δεκαετία του 1930 (http://www.godrama.gr/home.cfm) Εικόνα 6. Τα δικαστήρια και το κτίριο της Νομαρχίας τη δεκαετία του 1950 (http://www.godrama.gr/home.cfm) 24

2.4 Γεωλογικά και εδαφολογικά στοιχεία Τα βουνά που περιβάλλουν την πεδιάδα της Δράμας είναι ρηξιγενή τμήματα της ίδιας αρχικής μάζας που απλώνεται σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και επεκτείνεται και έξω από τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Αυτή η ορεινή μάζα, που είναι συνέχεια της μεγάλης οροσειράς της Ροδόπης, ανήκει σε ένα σύστημα πετρωμάτων από τα παλαιότερα του ελληνικού χώρου. Τα πετρώματα αυτά, από τα νεότερα προς τα παλαιότερα, είναι κυρίως αμφιβολιτικοί σχιστόλιθοι, μάρμαρα, γνεύσιοι και γρανιτογνεύσιοι. Τα εδάφη της ορεινής και λοφώδους περιφέρειας προήλθαν από αποσαθρώσεις ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Η πεδιάδα της Δράμας είναι μια ταφροειδής εγκατακρήμνιση με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και αποτελεί μια κλειστή λεκάνη χωρίς έξοδο προς τη θάλασσα. Η λεκάνη αυτή υπήρξε λίμνη, όπου αποτέθηκαν ιζήματα με σύσταση κυρίως αργιλομαργαϊκή (Αϊβαζόγλου-Δόβα 2002). 25

2.5 Κλίμα Για την περιγραφή του κλίματος της πόλης χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (Ε.Μ.Υ.). Οι παρατηρήσεις καλύπτουν μια περίοδο 26 ετών (1975-2001). 2.5.1 Κλιματικά στοιχεία 2.5.1.1 Θερμοκρασία του αέρα Σε ένα αστικό οικοσύστημα οι θερμοκρασιακές σχέσεις αλλάζουν λόγω των μεγάλων αλλαγών στα επίπεδα της ακτινοβολίας. Η ροή θερμότητας, που εισέρχεται στο έδαφος, στην πόλη εμφανίζεται κατά 2-3 φορές μεγαλύτερη απ ότι στα περίχωρα (Kuttler 1985). Αυτές οι θερμοκρασιακές διαφορές στα αστικά περιβάλλοντα οφείλονται: στις υψηλές εισερχόμενες θερμοκρασίες στα επιφανειακά στρώματα του εδάφους καθ όλη τη διάρκεια της ημέρας, στο πάχος του εδάφους των δομημένων περιοχών, το οποίο αποθηκεύει θερμότητα και στην ισχυρή διαρροή της βροχόπτωσης, ως συνέπεια της πυκνής δόμησης. Παράλληλα, τα αστικά οικοσυστήματα θερμαίνονται επιπλέον μέσω της ανθρωπογενούς παραγωγής θερμότητας (λόγω των εγκαταστάσεων θέρμανσης και παραγωγής), έτσι ώστε το κλίμα στην πόλη να εμφανίζεται ηπιότερο. Ως αποτέλεσμα αυτών, οι ημέρες παγετού είναι πολύ περιορισμένες, ενώ η βλαστητική περίοδος είναι παρατεταμένη κατά 3 έως 8 βδομάδες. Αυτές οι απόλυτες διαφορές της πόλης σε σχέση με τα περίχωρα είναι ανεξάρτητες της πυκνότητας και του μεγέθους δόμησης (Τσιότσιου 2001). Η πόλη της Δράμας βρίσκεται ανάμεσα στις ισόθερμες των 15ºC 15.5ºC (Σχήμα 1). Από τις ισόθερμες των μέσων θερμοκρασιών του Ιανουαρίου, στη Δράμα περνά η ισόθερμος των 4º (Σχήμα 2), και από τις αντίστοιχες του Ιουλίου εκείνη των 25.5º (Σχήμα 3). 26

Σχήμα 1. Χάρτης με τις ισόθερμες των μέσων ετήσιων θερμοκρασιών για το χώρο της Ελλάδας (Μαριολόπουλος 1982) 27

Σχήμα 2. Χάρτης με τις ισόθερμες των μέσων θερμοκρασιών Ιανουαρίου για το χώρο της Ελλάδας (Μαυρομμάτης 1980) 28

Σχήμα 3. Χάρτης με τις ισόθερμες των μέσων θερμοκρασιών Ιουλίου για το χώρο της Ελλάδας (Μαυρομμάτης 1980) Η ετήσια πορεία της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας του αέρα παρουσιάζει απλή διακύμανση (Πίνακας 1, Σχήμα 4). Το ελάχιστο παρατηρείται το μήνα Ιανουάριο (4,8º) και το μέγιστο το μήνα Ιούλιο (27,0º). Μεγάλες διαφορές στη μέση θερμοκρασία από μήνα σε μήνα παρουσιάζονται κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο. Το μέσο ετήσιο θερμομετρικό εύρος είναι 22,2º C και η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 15,9º C. Η ετήσια πορεία της μέσης μέγιστης και μέσης ελάχιστης θερμοκρασίας είναι ανάλογη με την πορεία της μέσης μηνιαίας τιμής της θερμοκρασίας (Σχήμα 4). Οι καμπύλες αυτές παρουσιάζουν από οικολογική άποψη μεγάλο ενδιαφέρον και ειδικά ενδιαφέρει η μέση ελάχιστη τιμή του ψυχρότερου μήνα και η μέση μέγιστη τιμή του θερμότερου μήνα. Η απολύτως μέγιστη θερμοκρασία σημειώθηκε το μήνα Ιούλιο και ήταν 41,6º C, ενώ η απολύτως ελάχιστη σημειώθηκε το μήνα Δεκέμβριο και ήταν -15º C (Πίνακας 1, Σχήμα 5). 29

Πίνακας 1. Κύρια χαρακτηριστικά της θερμοκρασίας του αέρα κατά τη διάρκεια του έτους (1975-2001) ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ º C ΜΗΝΕΣ ΜΕΣΗ ΜΕΣΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 4,8 8,2 0,6 17,0-13,8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 6,7 10,7 1,8 22,8-13,0 ΜΑΡΤΙΟΣ 10,2 14,7 4,4 27,3-8,8 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 15,0 19,9 8,4 29,8 0,4 ΜΑΙΟΣ 20,3 25,2 13,1 34,4 4,0 ΙΟΥΝΙΟΣ 24,9 30,1 17,2 38,7 9,0 ΙΟΥΛΙΟΣ 27,0 32,1 19,4 41,6 11,0 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 26,3 31,4 18,2 39,8 10,0 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 22,4 27,9 15,2 37,4 3,8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 16,6 21,5 10,8 34,4-2,8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 10,2 13,8 5,9 27,4-4,0 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 5,9 8,9 2,0 18,0-15,0 Έτος 15,9 20,4 9,8 30,7-1,6 35 30 Θερμοκρασία 25 20 15 10 ΜΜΘ ΜΘ ΜΕΘ 5 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 4. Ετήσια πορεία της μέσης μέγιστης (ΜΜΘ), μέσης μηνιαίας (ΜΘ) και μέσης ελάχιστης (ΜΕΘ) θερμοκρασίας του αέρα 30

Θερμοκρασία 50,0 40,0 30,0 20,0 10,0 0,0-10,0-20,0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες ΑΜΘ ΑΕΘ Σχήμα 5. Ετήσια πορεία των απολύτως μέγιστων (ΑΜΘ) και των απολύτως ελάχιστων (ΑΕΘ) θερμοκρασιών του αέρα 2.5.1.2 Σχετική υγρασία του αέρα Σύμφωνα με το Sukopp (1983) οι τιμές της σχετικής υγρασίας στα αστικά περιβάλλοντα είναι χαμηλότερες από εκείνες των γύρω περιοχών. Η καμπύλη της σχετικής υγρασίας ακολουθεί αντίθετη πορεία από την καμπύλη της θερμοκρασίας. Όταν αυξάνεται η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία μειώνεται και αντίστροφα. Η υγρασία του αέρα παρουσιάζει στη Δράμα κατά τη διάρκεια του έτους μια απλή διακύμανση (Πίνακας 2, Σχήμα 6). Μειώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, καθώς προχωρούμε από την άνοιξη προς το καλοκαίρι. Το ελάχιστο (52,1%) παρατηρείται το μήνα Ιούλιο, ο οποίος είναι και ο θερμότερος μήνας του έτους. Έπειτα, αυξάνει καθώς προχωρούμε από το φθινόπωρο προς το χειμώνα. Το μέγιστο (80%) παρατηρείται το μήνα Δεκέμβριο. Η μέση τιμή του έτους είναι 65,5%. Πίνακας 2. Μηνιαίες τιμές της μέσης σχετικής υγρασίας του αέρα (%) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Έτος 78,0 72,1 67,6 63,0 60,6 54,7 52,1 54,3 59,2 68,3 76,6 80,0 65,5 31

Μέση Μηνιαία Σχετική Υγρασία 90,0 80,0 70,0 60,0 50,0 40,0 30,0 20,0 10,0 0,0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 6. Ετήσια πορεία της μέσης μηνιαίας σχετικής υγρασίας του αέρα (%) 2.5.1.3 Βροχόπτωση Συστηματικές μετρήσεις έχουν αποδείξει ότι στα αστικά οικοσυστήματα το επίπεδο βροχής εμφανίζεται αυξημένο (Sukopp 1983). Το ετήσιο ύψος βροχής μιας περιοχής και η κατανομή της κατά τη διάρκεια του έτους αποτελούν σημαντικούς παράγοντες, που καθορίζουν το είδος και τη σύνθεση της βλάστησης που επικρατεί σε αυτή. Η πορεία της βροχής στη Δράμα κατά τη διάρκεια του έτους παρουσιάζει ένα μέγιστο το χειμώνα και μάλιστα το μήνα Δεκέμβριο, και ένα ελάχιστο το φθινόπωρο το μήνα Σεπτέμβρη (Πίνακας 3, Σχήμα 7). Πίνακας 3. Μέσο μηνιαίο ύψος βροχής (σε mm) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Έτος 33,4 44,6 31,6 40,3 56,8 44,7 40,1 24,7 22,5 41,6 58,3 59,6 498,2 32

70,0 30 60,0 25 Ύψος βροχής (mm) 50,0 40,0 30,0 20,0 20 15 10 Θερμοκρασία ΜΜΥΒ ΜΜΘ 10,0 5 0,0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες 0 Σχήμα 7. Ετήσια πορεία του μέσου μηνιαίου ύψους βροχής (ΜΜΥΒ) και της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας (ΜΜΘ) Η βροχή αυξάνεται από το τέλος του φθινοπώρου προς το χειμώνα και ελαττώνεται καθώς προχωράμε προς την άνοιξη και το καλοκαίρι. Οι μήνες Αύγουστος και Σεπτέμβριος είναι οι ξηρότεροι του έτους και η βροχόπτωση τότε είναι πολύ χαμηλή. Το μεγαλύτερο αριθμό ημερών βροχής από όλους τους μήνες παρουσιάζει ο Μάιος (Πίνακας 4, Σχήμα 8). Πίνακας 4. Μέσος αριθμός ημερών βροχής κατά μήνα Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Έτος 6,1 7,3 7,9 10,2 10,9 8,0 6,0 5,8 4,3 6,3 8,8 8,4 90,0 33

12,0 10,0 8,0 Αριθμός ημερών βροχής 6,0 4,0 2,0 0,0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 8. Μέσος αριθμός ημερών βροχής κατά μήνα Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής είναι 498,2 mm, συνεπώς η Δράμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέτρια βροχερή περιοχή. Η κατανομή της βροχής είναι λίγο-πολύ ομοιόμορφη σε όλες τις εποχές του έτους, χωρίς να παρουσιάζονται διακυμάνσεις (Πίνακας 5, Σχήματα 9, 10). Πίνακας 5. Μέση εποχιακή βροχόπτωση Εποχές Βροχόπτωση % Χειμώνα 137,6 27,6 Άνοιξη 128,7 25,8 Καλοκαίρι 109,5 22 Φθινόπωρο 122,4 24,6 Σύνολο 498,2 100 34

140 120 100 Βροχομετρικό ύψος (mm) 80 60 40 20 0 Χειμώνα Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Εποχές Σχήμα 9. Κατανομή της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης κατά εποχή Ποσοστό % ετήσιου βροχομετρικού ύψους 30 25 20 15 10 5 0 Χειμώνα Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Εποχές Σχήμα 10. Ποσοστιαία κατανομή της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης κατά εποχή 2.5.1.4 Χιόνι, χαλάζι, δρόσος, ομίχλη, καταιγίδα Χαλάζι, χιόνι και ομίχλη παρατηρούνται σπάνια στην πόλη της Δράμας, ενώ δρόσος και καταιγίδες παρατηρούνται πιο συχνά (Πίνακας 6). Συγκεκριμένα, χαλάζι παρατηρείται κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Νοέμβριο με μέσο αριθμό ημερών 0,9 ετησίως. Χιόνι παρατηρείται κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο με μέσο αριθμό ημερών 3,7 ετησίως. Ομίχλη παρατηρείται κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Οκτώβριο, 35

Νοέμβριο και Δεκέμβριο με μέσο αριθμό ημερών 3,8 ετησίως. Δρόσος παρατηρείται κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο με μέσο αριθμό ημερών 14,9 ετησίως. Καταιγίδες παρατηρούνται καθ όλη τη διάρκεια του έτους με μέσο αριθμό ημερών 16,7 ετησίως. Οι περισσότερες καταιγίδες σημειώνονται κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο. Πίνακας 6. Μέσος αριθμός ημερών κατά μήνα που σημειώθηκε χιόνι, χαλάζι, δρόσος, ομίχλη και καταιγίδα Μήνες Αριθμός ημερών που σημειώθηκε Χιόνι Χαλάζι Δρόσος Ομίχλη Καταιγίδα Ι 1,7 0,0 1,6 1,1 0,1 Φ 1,1 0,0 1,2 0,2 0,1 Μ 0,0 0,0 0,7 0,2 0,2 Α 0,0 0,2 0,2 0,1 0,9 Μ 0,0 0,2 0,0 0,0 3,2 Ι 0,0 0,3 0,0 0,0 3,9 Ι 0,0 0,0 0,0 0,0 3,7 Α 0,0 0,0 0,0 0,0 2,8 Σ 0,0 0,1 0,3 0,0 1,0 Ο 0,0 0,0 2,3 0,2 0,4 Ν 0,2 0,1 4,7 0,6 0,3 Δ 0,7 0,0 3,9 1,4 0,1 Σύνολο 3,7 0,9 14,9 3,8 16,7 Ακολουθούν τα Σχήματα 11 15, στα οποία φαίνεται ο αριθμός ημερών που σημειώθηκαν χιόνι, χαλάζι, δρόσος, ομίχλη και καταιγίδα. 36

Αριθμός ημερών χιονιού 1,8 1,6 1,4 1,2 1 0,8 0,6 0,4 0,2 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 11. Μέσος αριθμός ημερών κατά μήνα που σημειώθηκε χιόνι Αριθμός ημερών χαλαζιού 0,3 0,3 0,2 0,2 0,1 0,1 0,0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 12. Μέσος αριθμός ημερών κατά μήνα που σημειώθηκε χαλάζι 37

Αριθμός ημερών δρόσου 5 4,5 4 3,5 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 13. Μέσος αριθμός ημερών κατά μήνα που σημειώθηκε δρόσος Αριθμός ημερών ομίχλης 1,4 1,2 1 0,8 0,6 0,4 0,2 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 14. Μέσος αριθμός ημερών κατά μήνα που σημειώθηκε ομίχλη 38

4 3,5 3 Αριθμός ημερών καταιγίδων 2,5 2 1,5 1 0,5 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 15. Μέσος αριθμός ημερών κατά μήνα που σημειώθηκαν καταιγίδες 2.5.1.5 Νέφωση Ο Ιούλιος και Αύγουστος εμφανίζουν τη μικρότερη νέφωση. Σταδιακά η νέφωση αυξάνει από το μήνα Σεπτέμβριο και κορυφώνεται τους μήνες Δεκέμβριο και Μάρτιο. Αντιθέτως, η νέφωση ελαττώνεται από τον Μάιο και καθώς προχωρούμε προς το καλοκαίρι (Πίνακας 7). Πίνακας 7. Μέση μηνιαία νέφωση (σε όγδοα) Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ 4,2 4,4 4,5 4,4 4,0 3,0 2,4 2,4 2,6 3,3 4,2 4,6 Ο μέσος αριθμός των αίθριων ημερών κατά έτος (νέφωση: (0-1,5/8) είναι 102,7 και των νεφοσκεπών (νέφωση: (6,5-8/8) 68,9 (Πίνακας 8, Σχήμα 16). 39

Πίνακας 8. Μέσος αριθμός αίθριων και νεφοσκεπών ημερών κατά μήνα ΜΗΝΕΣ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Έτος Αίθριες (νέφωση 0-1,5/8) 8,2 6,5 6,9 5,0 5,2 9,8 13,0 13,7 10,9 9,7 7,1 6,7 102,7 Νεφοσκεπείς (νέφωση 6,5-8/8) 10,0 9,2 9,2 7,2 4,2 1,2 1,0 0,9 1,5 4,9 8,7 10,9 68,9 16 14 12 10 Μέσος αριθμός ημερών 8 6 4 Αίθριες (νέφωση 0-1,5/8) Νεφοσκεπείς (νέφωση 6,5-8/8) 2 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Μήνες Σχήμα 16. Μεταβολή του μέσου αριθμού αίθριων και νεφοσκεπών ημερών κατά μήνα 2.5.1.6 Άνεμοι Το δομικό ανάγλυφο των πόλεων επηρεάζει την ένταση του αέρα. Τόσο η οριζόντια όσο και η κάθετη δόμηση μιας πόλης αποτελούν εμπόδιο στην κίνηση του αέρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ταχύτητας του αέρα μέσα στις πόλεις συγκριτικά με τις μεγαλύτερες ταχύτητες αέρα που παρατηρούνται στα περίχωρα. Επίσης, μέσα στα αστικά περιβάλλοντα παρατηρούνται συχνά φαινόμενα άπνοιας. Σε 40

αυτό βοηθούν τόσο η πυκνότητα της αστικής δόμησης όσο και η πυκνότητα της βλάστησης. Οι επικρατέστεροι άνεμοι στη Δράμα έχουν διευθύνσεις βόρειες (Πίνακας 9). Πίνακας 9. Επικρατούσα διεύθυνση ανέμου κατά τη διάρκεια του έτους ΜΗΝΕΣ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Β Β Β Β Β Β Β Β Β Β Β Β 2.6 Βιοκλιματικά στοιχεία Για τον προσδιορισμό του βιοκλίματος της περιοχής μελέτης χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθες δύο μέθοδοι: 1. Μέθοδος διάκρισης των βιοκλιματικών ορόφων του μεσογειακού βιοκλίματος με βάση το βροχοθερμικό δείκτη (Q 2 ) του Emberger (Emberger 1945) και το κλιματικό διάγραμμα Emberger-Sauvage (Sauvage 1961). 2. Μέθοδος διάκρισης των χαρακτήρων του μεσογειακού βιοκλίματος με βάση το ομβροθερμικό διάγραμμα και τον ξηροθερμικό δείκτη (Χ). Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο υπολογίστηκε αρχικά ο βροχοθερμικός δείκτης (Q 2 ) από τον ακόλουθο τύπο του Emberger (1945): 1000P Q 2 = = 54,62 M + m 2 M - m όπου: P = ετήσια βροχόπτωση = 498,2 mm, M = μέσος όρος των μέγιστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς (Τ= t + 273,2 = 32,1 + 273,2 = 305,3), 41