ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ Σελίδα 5 από 11 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε τα αποσπάσματα: «Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις» και «Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα». «Γιατί γνωρίζουν, νομίζω, γι αυτά ότι από τη φύση και την τύχη έρχονται στους ανθρώπους, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους όσα όμως αγαθά με επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι, εάν κάποιος δεν έχει αυτά, αλλά τα αντίθετά τους κακά, γι αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, γίνονται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι παραινέσεις». «Αν θέλεις πραγματικά να καταλάβεις, Σωκράτη, το να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν τι τάχα σημαίνει, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον πιστεύουν πως η αρετή είναι πράγμα που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σε αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή διέπραξε αδίκημα, εκτός αν κάποιος τιμωρεί ασυλλόγιστα όπως ακριβώς ένα θηρίο αυτός όμως που σύμφωνα με τη λογική επιχειρεί να τιμωρεί, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει γίνει στο παρελθόν - γιατί δεν μπορεί βέβαια να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει- αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε». Β1. «Ὅτι μὲν οὖν πάντ ἄνδρα πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς»: ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται προσκομίζει ένα επιχείρημα. Να παρουσιάσετε το επιχείρημα και στη συνέχεια να το αξιολογήσετε. Ο Πρωταγόρας συνεχίζοντας τον λόγο του θα απαντήσει στο δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη αναφορικά με το διδακτό της αρετής, που αποτελεί άλλωστε και την ουσιαστική διαφωνία των δύο συνομιλητών. Ο σοφιστής, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι θα προσπαθήσει να αποδείξει στο Σωκράτη το διδακτό της πολιτικής αρετής («ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι»). Το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί έχει θέμα τη διαφοροποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στα έμφυτα και τα επίκτητα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Αναφέρει ότι οι άνθρωποι για τα ελαττώματα που πιστεύουν ο ένας για τον άλλον ότι τα έχουν από τη φύση ή την τύχη κανείς δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε τιμωρεί όσους τα κατέχουν, για να τα αποβάλουν, αλλά αντιθέτως τους αντιμετωπίζουν με φιλεύσπλαχνα αισθήματα (ὅσα γάρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακά ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ή τύχῃ.ἀλλὰ ἐλεοῦσιν). Για να κάνει πιο κατανοητή τη θέση του ο σοφιστής φέρνει ως
παράδειγμα τους άσχημους, τους μικρόσωμους και τους ασθενικούς διερωτώμενος ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να οργιστεί ή να τιμωρήσει ή να συμβουλεύσει κάποιον που ανήκει στις παραπάνω κατηγορίες. Τα ρήματα θυμοῦται, νουθετεῖ, διδάσκει, κολάζει αποτελούν σχήμα πολυσύνθετο σχηματίζοντας μια ανιούσα κλίμακα από την ηπιότερη αντίδραση προς την αυστηρότερη. Ακόμη, χρησιμοποιείται το ρήμα κολάζω που δηλώνει την τιμωρία που επιβάλλεται με σκοπό τον σωφρονισμό. Ο Πρωταγόρας δέχεται την ύπαρξη μιας τελεολογικής αρχής στη φύση, ότι όλα δηλαδή γίνονται για να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό. Ο όρος «φύση» υποδηλώνει τις φυσικές ιδιότητες και τη φυσική κατάσταση κάποιου πράγματος, τον χαρακτήρα κάποιου πράγματος ή έμψυχου είδους, του ίδιου του ανθρώπου. Μπορεί επίσης να σημαίνει τον φυσικό κόσμο, τους νόμους που διέπουν το σύμπαν, την ουσία των πραγμάτων, το γένος. Για το σοφιστή, όμως, εκτός από τη φύση υπάρχει και ο παράγοντας της τύχης. Ο όρος «τύχη» αναφέρεται σε χαρακτηριστικά, τα οποία αποκτά ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του και οφείλονται σε κάποιο τυχαίο περιστατικό και είναι ανεξάρτητα από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου (ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου). Είναι άξιο αναφοράς ότι στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας είναι πιο συνεπής στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ως αγνωστικιστής δεν αναφέρεται σε κάποιον θεό που έδωσε κάποιες ιδιότητες, αλλά μιλά για τη «φύση», από την οποία προέρχονται τόσο τα σωματικά προτερήματα όσο και τα σωματικά ελαττώματα. Παρόλ αυτά δέχεται ότι η φύση δεν είναι ο μόνος διαμορφωτικός παράγοντας, υπάρχει και η τύχη που μπορεί να παραλλάξει ένα ήδη δοσμένο χαρακτηριστικό. Μέσα από τα λεγόμενα του σοφιστή διαφαίνεται, επίσης, και η ανθρωπιστική του στάση, η οποία είναι ιδιαιτέρως πρωτοποριακή. Πιστεύει, δηλαδή, ότι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη φύση αξίζουν την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπάθεια των συνανθρώπων τους. Συνεχίζοντας ο Πρωταγόρας την επιχειρηματολογία του αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι με την φροντίδα, την άσκηση και τη διδασκαλία (ὅσα δἐ ἔξ ἐπιμελείας.. τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς). Αυτά σχετίζονται με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις αρετές. Με όσους δεν έχουν τις αρετές αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά, όπως είναι η ασέβεια και η αδικία και γενικά καθετί το αντίθετο της πολιτικής αρετής, οι άνθρωποι θυμώνουν, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, γιατί δεν φρόντισε να τα καλλιεργήσει. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, αφού η κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι επιδεκτική καλλιέργειας, ευαισθητοποίησης και ηθικοποίησης. Ο σοφιστής θεωρεί δηλαδή ότι ο άνθρωπος έπρεπε να έχει μετατρέψει τα επίκτητα ελαττώματα σε προτερήματα μέσω της φροντίδας (ἐξ ἐπιμελείας), με την επιλογή των παιδευτικών προγραμμάτων που θα του προσφερθούν, μέσω της πρακτικής εξάσκησης στις προσφερόμενες γνώσεις, με την εξοικείωση με το αντικείμενο (ἐξ ἀσκήσεως) και μέσω της διδασκαλίας (ἐκ διδαχῆς), δηλαδή μέσω της θεωρητικής κατάρτισης και της συστηματικής παροχής γνώσεων στον μαθητή από το δάσκαλο που έχει την ευθύνη καθοδήγησής του. Ο Πρωταγόρας αναφέρει αυτά τα μέσα της εκπαίδευσης και ορθώς Σελίδα 6 από 11
αναγνωρίζει τόσο την αναγκαιότητα της σύζευξης θεωρίας και πράξης όσο και της επιμέλειας, της συνετής παρακολούθησης των προγραμμάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι παραλείπει τη μίμηση ως μέσο διδασκαλίας, ενώ είναι κοινά παραδεκτό ότι ο άνθρωπος μαθαίνει με τη μίμηση. Αυτό εδώ συμβαίνει γιατί η μίμηση έχει αμφίβολα αποτελέσματα, αφού εξαρτάται από το τι μιμείται κάθε φορά κάποιος. Επίσης, ο σοφιστής δεν αναφέρεται στη μίμηση γιατί αυτή έμμεσα υποβαθμίζει το ρόλο της διδασκαλίας. Ο συλλογισμός του Πρωταγόρα μπορεί να καταγραφεί ως εξής: Μείζων προκείμενη: Ο άνθρωπος ανέχεται τα φυσικά ή τυχαία ελαττώματά του, όχι όμως και τα επίκτητα, τα οποία μεταστρέφει σε αρετές με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία. Ελάσσων προκείμενη: Η ασέβεια και η αδικία ως επίκτητα ελαττώματα είναι το αντίθετο της πολιτικής αρετής. Συμπέρασμα: Η πολιτική αρετή, ως το αντίθετο της ασέβειας και της αδικίας, αποκτάται με την επιμέλεια την άσκηση και τη διδαχή. Το συγκεκριμένο επιχείρημα του σοφιστή για το διδακτό της πολιτικής αρετής δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικό. Αρχικά, ενδιαφέρεται για το ότι η αρετή θεωρείται διδακτή. Επομένως, δεν απαντά τεκμηριωμένα στο Σωκράτη. Επίσης, το συμπέρασμα έχει ήδη χρησιμοποιηθεί ως πρόταση του συλλογισμού. Ο σοφιστής λέει δηλαδή ότι οι άνθρωποι διδάσκουν την πολιτική αρετή. Άρα, αυτό υποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι ο συλλογισμός αποτελεί σόφισμα λήψεως του αιτουμένου. Επιπρόσθετα, οι φράσεις «ᾧ ἄν παραγίγνηται - ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχει» έρχονται σε αντίφαση με τα προηγούμενα λεγόμενά του αναφορικά με την καθολικότητα της αρετής. Αφού έχει αποδειχθεί, σύμφωνα με τον σοφιστή η καθολικότητα της αρετής πώς γίνεται κάποιος να μην την έχει; Τέλος, ο Πρωταγόρας δεν καταφεύγει σε μια αυστηρή λογική απόδειξη, αλλά στηρίζεται στη στάση των ανθρώπων απέναντι στα έμφυτα και τα επίκτητα ελαττώματα. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι η αδυναμία των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα δεν σχετίζεται στη δυνατότητά του, αλλά στην άστοχη διατύπωση που χρησιμοποιεί. Αυτό που ήθελε να πει ο σοφιστής είναι ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν εν δυνάμει την πολιτική αρετή, έχουν δηλαδή την προδιάθεση να τη δεχτούν και να την τελειοποιήσουν μέσω της φροντίδας, της άσκησης και της επιμέλειας, γι αυτό και τελικά είναι διδακτή. Β2. Να αναπτύξετε τη θεωρία του Πρωταγόρα σχετικά με την ποινή, όπως καταγράφεται στο παραπάνω κείμενο που σας δίνεται. Στη συνέχεια να αξιολογήσετε την αποδεικτική της ισχύ για το διδακτό της πολιτικής αρετής λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα αντίληψη για την ποινή στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι πρωταρχικός σκοπός της έλλογης («μετὰ λόγου») επιβολής ποινής σε κάποιον που διέπραξε μια έκνομη ενέργεια δεν είναι η εκδίκηση Σελίδα 7 από 11
(η ανταπόδοση στο αδίκημα που διαπράχθηκε με την τέλεση μιας εξίσου άδικης πράξης / «οὐδεὶς κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας... ὅτι ἠδίκησεν»), αλλά η αποτροπή (η εξάλειψη ή η ελαχιστοποίηση του ενδεχόμενου τέλεσης ανάλογων αξιόποινων πράξεων στο μέλλον, που θα καταστεί δυνατή με το σωφρονισμό του παραβάτη και τον παραδειγματισμό των υπολοίπων μελών του κοινωνικού συνόλου («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ... ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει»). Αυτό σημαίνει ότι η ποινή έχει παιδαγωγικό / παιδευτικό χαρακτήρα και όχι κατασταλτικό / εκδικητικό, αποτελεί δηλαδή ένα από τα μέσα διδαχής το έσχατο της ηθικής και πολιτικής αρετής σε όσους εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Επομένως, ο σκοπός επιβολής της ποινής αποτελεί ένα πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο του διδακτού της πολιτικής αρετής. Ο σοφιστής εδώ εκφράζει μια ρηξικέλευθη για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο θέση σχετικά με τον παιδευτικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τις αντίστοιχες κορυφαίων εκπροσώπων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού (Cesare Beccaria). Με βάση αυτή απορρίπτεται η ανταπόδοση/εκδίκηση ως κίνητρο για την επιβολή ποινής καθώς η τελευταία θεωρείται μέσο που συμβάλλει στην ηθική αναμόρφωση του ανθρώπου και κατ' επέκταση στη διδαχή της πολιτικής αρετής. Επομένως, η συγκεκριμένη ιδιότητα μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο με την κατάλληλη αγωγή και διδασκαλία. Η πολιτεία επιβάλλει ποινή στην περίπτωση που ο πολίτης δεν έχει αποκτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολιτική αρετή με τα προσφερόμενα μέσα («ἐπιμέλεια», «ἄσκησις», «διδαχή»). Ο σοφιστής, όμως, προκειμένου να ολοκληρώσει την απόδειξη της θέσης του σχετικά με το διδακτό της «πολιτικής αρετής», ισχυρίζεται ότι όλοι οι σύγχρονοί του αποδίδουν στην ποινή παιδαγωγικό χαρακτήρα κι ότι κατά συνέπεια επιβάλλουν ποινές σε όσους αδικοπραγούν με σκοπό να τους σωφρονίσουν («Ταύτην οὖν τὴν δόξαν... παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»). Ο ισχυρισμός του αυτός δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, εφόσον ο ίδιος δεν τον έχει αποδείξει αλλά τον θεωρεί δεδομένο. Αντίθετα, είναι γνωστό πως στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες η ποινή είχε κατασταλτικό και ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η αρχή της ανταπόδοσης («τίσις» ή «lex talionis») ως μέσου απονομής της δικαιοσύνης ήταν βαθιά εδραιωμένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό (ανταπόδοση σε μια άδικη πράξη με την τέλεση μιας αντίστοιχης / ισοδύναμης προς αυτή αδικοπραγίας) αποκαθίστανται η ηθική τάξη και η κοσμική ισορροπία, που είχαν διασαλευτεί με τη διάπραξη μιας έκνομης ενέργειας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η ανταπόδοση / εκδίκηση δεν θεωρούνταν μόνο αναφαίρετο δικαίωμα αυτού που υπέστη την αδικία (ή των οικείων του) αλλά και απαράβατο θρησκευτικό καθήκον. Ο σοφιστής επομένως χρησιμοποιεί ως αποδεικτικές αρχές στοιχεία που χρήζουν τα ίδια αποδείξεως («σόφισμα λήψεως τοῦ αἰτουμένου»). Β3. «ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»: Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, οι τιμωρίες (κολάσεις) επιβάλλονται στους Σελίδα 8 από 11
ανθρώπους, όταν δε διαθέτουν την πολιτική αρετή. Να αναφέρετε σε ποιους και για ποιο λόγο επιβάλλονται κυρώσεις από την πόλη, σύμφωνα με τα στοιχεία του μεταφρασμένου κειμένου που ακολουθεί. Πλάτωνος Πρωταγόρας (326 D-E) «Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλ. οι νέοι άνδρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά της, τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι [...]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν, αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ [δηλ. στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον παραβάτη] στην ευθεία. Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αρετή και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ Σωκράτη εκπλήττεσαι και απορείς αν η αρετή είναι διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή». Στην πέμπτη ενότητα ο σοφιστής αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις αρετές. Οι παράγοντες που θα συντελέσουν στην κατάκτηση της πολιτικής αρετής είναι η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία, που αποτελούν τις τρεις μορφές αγωγής. Όποιος όμως δεν έχει τις αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά (για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), προκαλεί την κοινή γνώμη και οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει. Συνεχίζοντας στην έβδομη ενότητα επισημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας επισφραγίζει η ίδια η πολιτεία με τους νόμους της. Ο πολίτης υποχρεώνεται να μαθαίνει και να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τις επιταγές των νόμων. Με άλλα λόγια η πολιτεία, επιδιώκοντας να διδάξει στα μέλη της τα όρια μέσα στα οποία κινούνται, έχει ως κατευθυντήριες γραμμές τους νόμους της. Ο στόχος είναι διττός: όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με τους νόμους. Ιδανικός είναι ο πολίτης που μπορούσε και να διοικεί σωστά και ταυτόχρονα να μπορεί να πειθαρχεί στους νόμους ή στα κελεύσματα των ανωτέρων. Τα μέσα της αγωγής αυτής είναι οι «ευθύνες» «λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει τον παραβάτη στην ευθεία». Στην αθηναϊκή πολιτική πραγματικότητα «εὐθῦναι» ήταν η λογοδοσία ενός δημόσιου λειτουργού, όταν ο ίδιος τελείωνε τη θητεία του, για τις ενέργειές του στους ειδικούς λειτουργούς του κράτους. Στην αρχαία Ελληνική πολιτειολογία κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι ορθοί νόμοι είναι ο άριστος τρόπος διαπαιδαγώγησης των νέων πολιτών. Η διακυβέρνηση του ανθρώπου από το νόμο, επειδή είναι η μόνη εγγύηση της τάξης και της αρμονίας των κοινωνιών, πρέπει να τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια. Παράλληλα οι νόμοι δεν υπήρξαν τυχαίες δημιουργίες, αλλά Σελίδα 9 από 11
επινοήσεις καλών νομοθετών, ώστε να συμπορεύονται στον πολίτη οι ιδιότητες και του άρχοντα και του αρχόμενου. Β4. Ποια ήταν η απόφαση του δικαστηρίου για τον Σωκράτη και ποια η αντίδρασή του, όταν άκουσε την καταδικαστική απόφαση; Σχολικό βιβλίο σελίδα 33: «Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας η περιουσία του Σωκράτη δεν ξεπερνούσε τις 5 μνες». Β5α. ανελέητος, κατάληψη, διέλευση, θεσμός, τεμάχιο, επιφάνεια: για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις να βρείτε μία τουλάχιστον ομόρριζή της στο αρχαίο κείμενο. ανελέητος: ἐλεοῦσιν κατάληψη: συλλήβδην διέλευση: παρεληλυθότος θεσμός: θείη τεμάχιο: σκυτοτόμου επιφάνεια: φαίνεται β. ἡγοῦνται, ποιεῖν, θυμοῦται, ἐθέλεις: για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις να γράψετε ένα συνώνυμό τους στην αρχαία ελληνική. ἡγοῦνται: οἴονται ποιεῖν: πράττειν θυμοῦται: ὀργίζεται ἐθέλεις: βούλει Σελίδα 10 από 11 ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Αλλά ούτε τότε θεώρησα ότι πρέπει εξαιτίας του κινδύνου να κάνω κάτι δουλοπρεπές, ούτε τώρα μετανιώνω για την απολογία μου, αλλά πολύ περισσότερο προτιμώ να πεθάνω με αυτόν τον τρόπο, αφού απολογήθηκα, παρά να ζω με εκείνο τον τρόπο. Γιατί ούτε σε δικαστικό αγώνα ούτε σε πόλεμο ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος πρέπει να σχεδιάζει αυτό, πώς δηλαδή θα αποφύγει το θάνατο, κάνοντας οτιδήποτε. Γιατί και στις μάχες πολλές φορές γίνεται φανερό ότι θα μπορούσε κάποιος να αποφύγει το θάνατο, καταθέτοντας τα όπλα και ικετεύοντας τους εχθρούς και άλλα πολλά τεχνάσματα υπάρχουν σε κάθε κίνδυνο ώστε να διαφύγει κανείς το θάνατο, αν έχει το θάρρος να κάνει και να λέει οτιδήποτε. Αλλά προσέξτε μήπως δεν είναι αυτό δύσκολο, κύριοι, να αποφύγει δηλαδή κανείς το θάνατο, αλλά μήπως είναι πολύ δυσκολότερο να αποφύγει την πανουργία γιατί τρέχει γρηγορότερα από το θάνατο. Και τώρα εγώ επειδή είμαι αργός και γέρος, πιάστηκα από το βραδύτερο, ενώ οι δικοί
μου κατήγοροι επειδή είναι ικανοί και ζωηροί πιάστηκαν από το γρηγορότερο, δηλαδή την κακία. Γ2. Για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου να γράψετε τον τύπο που σας ζητείται: ἀνελεύθερον: την ονομαστική πληθυντικού στο θηλυκό γένος: αἱ ἀνελεύθεροι ταῖς μάχαις: την ίδια πτώση στον άλλο αριθμό: τῇ μάχῃ τις: την αιτιατική πληθυντικού στο ουδέτερο γένος (και τους δύο τύπους): τινὰ και ἄττα θᾶττον: τον ίδιο τύπο στον υπερθετικό βαθμό: τάχιστα πρεσβύτης: την κλητική του ίδιου αριθμού: (ὦ) πρεσβῦτα ᾠήθην: το β ενικό πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα: οἴει τεθνάναι: τη μετοχή του ίδιου χρόνου στην ονομαστική ενικού αρσενικού γένους (και τους δύο τύπους): τεθνηκώς και τεθνεώς διαφεύγειν: τον ίδιο τύπο στον μέλλοντα: διαφεύξεσθαι / διαφευξεῖσθαι θεῖ: το β πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής στον ίδιο χρόνο: θεῖτε ἑάλων: το γ ενικό πρόσωπο της υποτακτικής στον ίδιο χρόνο: ἁλῷ Γ3. α) Να χαρακτηριστούν συντακτικά οι παρακάτω όροι και να αναφέρετε ποιον όρο προσδιορίζουν: πρᾶξαι, μοι, ἐκφυγεῖν, θανάτου, ὑπὸ τοῦ βραδυτέρου. πρᾶξαι: τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο του απαρεμφάτου δεῖν. μοι: δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου από το μεταμέλει. ἐκφυγεῖν: τελικό απαρέμφατο ως επεξήγηση στο τοῦτο. θανάτου: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική συγκριτική από το θᾶττον. ὑπὸ τοῦ βραδυτέρου: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου από το ἑάλων. β) Καὶ γὰρ ἐν ταῖς μάχαις πολλάκις δῆλον γίγνεται ὅτι τό γε ἀποθανεῖν ἄν τις ἐκφύγοι: να βρείτε τη δευτερεύουσα πρόταση στην παραπάνω περίοδο και να τη χαρακτηρίσετε ως προς το είδος και τη συντακτική της λειτουργία. Στη συνέχεια να μετατραπεί σε αντίστοιχο απαρέμφατο. ὅτι τό γε ἀποθανεῖν ἄν τις ἐκφύγοι: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση δῆλον γίγνεται. Αναλύεται σε ειδικό απαρέμφατο: τό γε ἀποθανεῖν ἄν τινὰ ἐκφυγεῖν. Σελίδα 11 από 11