(2015) 1 PRO JUSTITIA

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η άποψη του Δικαστηρίου

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

15206/14 AΣ/νικ 1 DG D 2C

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

10116/14 ΜΧΡ/νικ/ΚΣ 1 DG D 2B

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Προς τη Βουλή των Ελλήνων

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ/ΑΠΟΜΙΜΗΣΗΣ (ACTA) B7-0618/2010

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

TREE.2 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0434 (COD) PE-CONS 17/19 AVIATION 13 PREP-BXT 28 CODEC 212

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 2. (Εγκρίθηκαν στις 19 Μαρτίου 2015) 3. εφαρμοστέου δικαίου επί των διεθνών εμπορικών συμβάσεων.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

XT 21004/18 ADD 1 REV 2 1 UKTF

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η Συνθήκη του Άµστερνταµ: οδηγίες χρήσης

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. εν συνεχεία των ερωτήσεων με αίτημα προφορικής απάντησης B8-0019/2019 και B8-0020/2019

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΙΔΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ "ΠΡΟΣΒΑΣΗ"

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

PUBLIC Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 2. ΤοκράτοςδικαίουείναιμίααπότιςβασικέςαξίεςπάνωστιςοποίεςεδράζεταιηΈνωση.

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2018 (OR. en)

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0126(NLE) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΙΙΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

14518/1/08 REV 1 ADD 1 ΘΚ/απ 1 DG G II

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ (ΕΛΛΑΔΑ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

Transcript:

Τόμος 1, 2015 Συνταγματικό δίκαιο, διεθνές δίκαιο και ευρωπαϊκό δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου: Ανταγωνισμός, σύγχυση, συμπληρωματικότητα; 1 Jean-François Akandji-Kombé, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης - Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne Το παρόν έργο υπάγεται σε Άδεια Χρήσης: Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0) https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el Όταν προσεγγίζουμε το υπό εξέταση θέμα δεν βαδίζουμε σε άγνωστα μονοπάτια 2. Η σχέση του εθνικού και ιδιαίτερα του συνταγματικού δικαίου, από τη μια, με το διεθνές και ειδικότερα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, από την άλλη, αποτελεί αντικείμενο διαρκούς διερεύνησης τόσο από τη διεθνή όσο και από την εθνική νομική επιστήμη 3. Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη γιατί προορισμός του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου είναι η εφαρμογή τους. Για να θέσουμε μάλιστα το ζήτημα έτσι όπως το έθεσε, σε σχέση με μία από τις πηγές του διεθνούς δικαίου, ένας από τους κορυφαίους δασκάλους της γαλλικής σχολής διεθνούς δικαίου, ο Paul Reuter, «οι διεθνείς συνθήκες συνάπτονται για να υλοποιούνται και η υλοποίησή τους, ιδιαίτερα όταν θεσπίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για ιδιώτες, απαιτεί την εφαρμογή τους από τα εθνικά δικαστήρια» 4. Πρόκειται για μια θεμελιώδη αλήθεια που παραβλέπουν οι διαμορφωτές των νομικών θεωριών στο πλαίσιο της διαμάχης για την κατάληψη της (πνευματικής) εξουσίας και αυτό γιατί ως επιστημονικό στόχο έχουν να δημιουργήσουν το εθνικό και το διεθνές δίκαιο ως ενιαίες 1 Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση διάλεξης που έδωσε ο συγγραφέας στο πλαίσιο Επιστημονικής Συνάντησης που συνδιοργάνωσαν στις 13 Μαρτίου 2014 το Ελληνογαλλικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Νομικής Σχολής ΑΠΘ & Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Τουλουζη Ι Capitole & Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τουλουζης Ι Capitole.. Το κείμενο μεταφράστηκε από την κ. Ελένη Μιχαηλίδου για λογαριασμό του περιοδικού Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, το οποίο το δημοσίευσε στο τεύχος 6/2015. Ευχαριστούμε θερμά τον εκδότη του περιοδικού κ. Χρόνη Τσιμπούκη, οποίος μας έδωσε την άδεια να το αναδημοσιεύσουμε. 2 Βλ. Ιδίως B. Genevois, «Protection constitutionnelle et protection internationale des droits de l homme: concurrence ou complémentarité?», RFDA 1993, 849 επ., R. Tinière, «Constitutionnalité et conventionnalité: Question prioritaire de constitutionnalité et droit européen des droits de l homme, entre équivalence et complémentarité», RFDA 2012, 621. 3 Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στα ακόλουθα άρθρα που παραθέτουμε, επιλέγοντας μέσα από μία εξαιρετικά πλούσια βιβλιογραφία, καθώς εκεί αναπτύσσονται ορισμένες πλευρές του εν λόγω θέματος οι οποίες ελλείψει χώρου δεν εξετάζονται στο παρόν παρά μόνον ακροθιγώς: J.-F. Akandji-Kombé, «De l invocabilité des sources européennes et internationales du droit social devant le juge interne», Droit social 2012, 1014, Le droit social: droit national, international ou européen?, La semaine sociale Lamy, Supplément, Les 13 paradoxes du Droit du travail, 2011-1508. Βλ. επίσης D. Baugard, «Le droit international et européen: prévenir les risques d inconventionnalité», σε: G. Couturier / J.-F. Akandji- Kombé, Compétitivité des entreprises et sécurisation de l emploi, le passage de l accord à la loi, Les rencontres sociales de la Sorbonne, τόμος 1 ος, εκδ. IRJS, 2013, σ. 27 επ., καθώς επίσης S. Laulom, «L enchevêtrement des sources internationales du droit du travail: à propos des décisions du Comité européen des droits sociaux du 23 juin 2010», RDT, 2011, σ. 298. 4 P. Reuter, Introduction au droit des traités, PUF, 3 η έκδ., 1995, σ. 18.

οντότητες, ερμητικά κλειστές η μια από την άλλη. Όμως, η νομική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική γιατί στο πλαίσιο της σύγχρονης μορφής που έχει το δίκαιο παγκοσμίως, το διεθνές ή το ευρωπαϊκό δίκαιο μπορούν να εφαρμοστούν πλήρως μόνο στην επικράτεια του κυρίαρχου Κράτους 5. Οι εν λόγω κλάδοι προορίζονται, με άλλα λόγια, να εφαρμοστούν στις εσωτερικές έννομες τάξεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι πηγές τους να έχουν την τάση να συναντηθούν με το εθνικό δίκαιο ή ακόμη και να εξισωθούν με αυτό. Το ίδιο ισχύει και για τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά κείμενα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου καθώς και για τα κείμενα του διεθνούς και ευρωπαϊκού κοινωνικού δικαίου. Σε σχέση με τα παραπάνω κείμενα θα πρέπει να γίνουν οι τρεις παρακάτω εισαγωγικές παρατηρήσεις που έχουν ως στόχο να προάγουν την εφαρμογή τους: Π ρ ώ τ ο ν, το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο συνθέτουν, στο πλαίσιο των δύο οργανισμών που διαμορφώνουν τους κανόνες τους 6, ένα δίκτυο κειμένων που είναι τόσο σύνθετο και δαιδαλώδες ώστε να θεωρούμε ότι συνιστά περισσότερους από έναν αυτοτελείς κλάδους του δικαίου 7. Αυτό το δίκτυο κανόνων παραμένει εξαιρετικά πυκνό ακόμη και αν περιοριστούμε μόνο στα κείμενα που δεσμεύουν τη Γαλλία 8 επειδή τα έχει επικυρώσει ή επειδή μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κυριότερα από τα κείμενα αυτά είναι, κατά σειρά σπουδαιότητας, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.), η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (Ε.Κ.Χ.), που καταρτίστηκαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπη, και, τέλος, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), από τη μια, και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Ο.Κ.Μ.Δ.), από την άλλη, που υιοθετήθηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.). Τα κείμενα αυτά, στα οποία και ουσιαστικά θα επικεντρωθούμε, αναφέρονται σε δικαιώματα που χωρίζονται παραδοσιακά σε δύο κατηγορίες: στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα αφενός, και στα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, αφετέρου. Σε μία πρώτη ανάλυση θα μπορούσε ίσως να θεωρήσει κανείς ότι μόνο τα κείμενα που αναφέρονται στα δικαιώματα της δεύτερης κατηγορίας ενδιαφέρουν το κοινωνικό δίκαιο. Αυτό όμως δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο. Θα ήταν βέβαια πολύ εύκολο να αποδείξουμε ότι τα δικαιώματα της πρώτης κατηγορίας ενδιαφέρουν εξίσου το κοινωνικό δίκαιο γιατί τα λεγόμενα «ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» εμπεριέχουν εργασιακές ελευθερίες και δικαιώματα, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία και η προστασία απέναντι στην αναγκαστική εργασία. Ωστόσο, ο κυριότερος λόγος είναι ότι το σύνολο των λοιπών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της ελευθερίας της σκέψης και της θρησκείας, της διεξαγωγής μιας δίκαιης δίκης, έχουν παρεισφρήσει προ πολλού στο πεδίο του κοινωνικού δικαίου. Έχουν ενταχθεί, μάλιστα, σε τέτοιον βαθμό στην προβληματική αυτού του κλάδου, ώστε να δημιουργηθεί στον σύγχρονο πυρήνα του μια νέα νομική θεωρία: η θεωρία των «α ν θ ρ ω π ί ν ω ν δ ι κ α ι ω μ ά τ ω ν τ ω ν ε ρ γ α ζ ο μ έ ν ω ν» 9. Η δ ε ύ τ ε ρ η παρατήρηση που έχει τη μορφή μιας διαπίστωσης είναι η σχεδόν ολοκληρωτική συνταύτιση των ποικίλων καταλόγων θεμελιωδών δικαιωμάτων που έχουν υιοθετηθεί σε συνταγματικό, διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην περίπτωση της Γαλλίας, ειδικότερα, ο κατάλογος των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, που προέκυψε από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, και ο κατάλογος των οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών δικαιωμάτων, που εμπεριέχεται στο προοίμιο του 5 Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με το ζήτημα της εφαρμογής αυτών των πηγών δικαίου σε χώρους εκτός της κυριαρχίας των κρατών, όπως είναι τα διεθνή ύδατα και το διάστημα. 6 Ευρωπαϊκή Ένωση και Συμβούλιο της Ευρώπης. 7 F. Sudre, Droit européen et international des droits de l homme, PUF, 2012, J.-F. Renucci, Droit européen des droits de l homme, LGDJ, 2013. 8 Τα κείμενα που αναφέρονται εδώ δεσμεύουν και την Ελλάδα. 9 A. Carillon, Les sources européennes des droits de l homme du salarié, εκδ. Lextenso, 2006, βλ. επίσης P. Waquet / L. Pécaut-Rivolier / Y. Struillou, Pouvoirs de l employeur et libertés du salarié, εκδ. Liaisons sociales, Συλλογή Droit vivant, 2014.

Συντάγματος του 1946 10, ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό 11 με τους διεθνείς καταλόγους θεμελιωδών δικαιωμάτων 12. Τ έ λ ο ς, θα πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι τόσο οι διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν τα δικαιώματα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, όσο και κάθε διεθνής σύμβαση που έχει επικυρώσει η Γαλλία, αποτελούν καταρχήν ουσιώδες μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης και υπερέχουν ιεραρχικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 του γαλλικού Συντάγματος, έναντι των κοινών νόμων 13. Σε ό,τι αφορά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών αυτού του δικαίου καθώς και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι, αν και υπάρχει η τάση να του αποδίδεται ένα ιδιαίτερο κύρος, σε καμία περίπτωση δεν εξισώνεται με το συνταγματικό δίκαιο. Στην πραγματικότητα, μολονότι η εφαρμογή του δικαίου της Ε.Ε. βασίζεται, μετά από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1992 και ειδικότερα μετά από την υιοθέτηση από το Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel) της απόφαση της 19 ης Νοεμβρίου 2004 (αρ. 2004-555 DC) 14, όχι πλέον στο άρθρο 55 γαλλ. Συντάγματος, αλλά σε μία ειδική, νέα διάταξη του τελευταίου, ήτοι στο άρθρο 88-1, η εν λόγω πηγή δεν τοποθετείται το λιγότερο στην ίδια ιεραρχική θέση με τις διεθνείς συμβάσεις ή, σύμφωνα με τη συνταγματική ορολογία, με τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες 15. Από αυτόν τον επίσημο διαχωρισμό των πηγών σε συνταγματικές και διεθνείς προκύπτει λογικά ότι, μολονότι το σώμα των κανόνων δικαίου λίγο πολύ συμπίπτει, τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα και τα θεμελιώδη ευρωπαϊκά και διεθνή δικαιώματα δεν φαίνονται στον κόσμο του δικαίου ότι προορίζονται να συναντηθούν άμεσα. Εφόσον όμως και οι δύο μορφές νομικών πηγών υπερισχύουν όχι μόνον του κοινού νόμου αλλά και των κατώτερών του ιεραρχικά νομοθετικών πράξεων, δεν μπορεί να αποφευχθεί η συνάρθρωσή τους. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση τους θα βασιστεί κυρίως στο είδος του μεταξύ τους ανταγωνισμού και ειδικότερα στις δύο εκφάνσεις του τελευταίου: δηλαδή στον αδιάφορο ανταγωνισμό και στον ανταγωνισμό με αντιπαλότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται εξάλλου το θετικό δίκαιο και η αρχή του ανταγωνισμού (I). Εν τούτοις η αρχή αυτή λειτουργεί αρμονικά μόνο μέσω της εφαρμογής, από τους δικαστές, των τεχνικών και των μεθόδων συμφιλίωσης που θα επιτρέψουν την άρση των αδιεξόδων στα οποία μπορεί να οδηγήσει η αυστηρή εφαρμογή των τυπικών κανόνων (II). 10 Τα δύο αυτά κείμενα αποτελούν τμήματα του ισχύοντος συνταγματικού δικαίου. Οι θεωρητικοί του γαλλικού συνταγματικού δικαίου συνηθίζουν να λένε γι αυτά ότι ανήκουν στο «μπλοκ της συνταγματικότητας». Η βάση της εφαρμογής τους έγκειται στην αναφορά που τους γίνεται στο ισχύον Σύνταγμα της 4 ης Οκτωβρίου 1958, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε η 5 η Δημοκρατία. Η εν λόγω αναφορά έχει ως εξής: «Ο γαλλικός λαός διακηρύσσει πανηγυρικά την προσήλωσή του στα Δικαιώματα του ανθρώπου και τις αρχές της εθνικής κυριαρχίας, όπως αυτά ορίστηκαν στην επιβεβαιωθείσα και συμπληρωθείσα στο προοίμιο του Συντάγματος του 1946 Διακήρυξη του 1789». Από αυτήν τη διατύπωση, μηδαμινού κανονιστικού χαρακτήρα, το Συνταγματικό Συμβούλιο συνήγαγε όχι μόνο ότι τα εν λόγω κείμενα εντάσσονται στο θετικό συνταγματικό δίκαιο, αλλά και ότι το σύνολο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από αυτά έχουν κανονιστική αξία. 11 Ο αναγνώστης παραπέμπεται στο προαναφερθέν άρθρο του B. Genevois, και ιδιαίτερα στον εκεί παρατιθέμενο λεπτομερή συγκριτικό πίνακα, που μπορεί να συμπληρωθεί από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος αναλύεται από τον ίδιο συγγραφέα στο άρθρο του με τίτλο «La convention européenne des droits de l homme et la Charte des droits fondamentaux de l Union européenne: concurrence ou complémentarité?», RFDA 2010, 437. 12 Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας, εάν συσχετίσουμε το 2 ο μέρος του Συντάγματος, που αναφέρεται στις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, με το σύνολο των διεθνώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. 13 Η ίδια λύση προβλέπεται και από το ελληνικό Σύνταγμα, που την επεκτείνει στο σύνολο του διεθνούς δικαίου. Πρβλ. άρθρο 28 παρ. 1: «Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν απέναντι σε κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28, το εν λόγω άρθρο «αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». 14 Επί της εν λόγω, ιδιαίτερα σημαντικής, απόφασης βλ. ιδίως V. Champeil-Desplats, «Commentaire de la décision du Conseil constitutionnel n 2004-505 DC du 19 novembre 2004 relative au Traité établissant une Constitution pour l Europe», RTD Eur 2005, 557. 15 Βλ. την προαναφερθείσα μελέτη μας στο περιοδικό, Droit social 2012, σ. 1014.

Ι. Ο ανταγωνισμός ως αρχή Ο ανταγωνισμός δεν αναπτύσσεται μόνο μεταξύ του ξένης προέλευσης δικαίου ως συνόλου και του συνταγματικού δικαίου, αλλά αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό στοιχείο τόσο των σχέσεων ανάμεσα στις διεθνείς πηγές, όσο και των σχέσεων των τελευταίων με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Α. Ανταγωνισμός μεταξύ διεθνών και ευρωπαϊκών πηγών Στη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του γενικού διεθνούς δικαίου ο ανταγωνισμός έγκειται στη λογική που απορρέει από τη θέση που προ καιρού υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.), σύμφωνα με την οποία το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί «ιδιαίτερη έννομη τάξη», διακριτή από τη διεθνή έννομη τάξη 16. Αναγόμενη στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κοινωνικού δικαίου, αυτή η θέση συνεπάγεται μία αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τον ορισμό των προστατευόμενων δικαιωμάτων και την οργάνωση της προστασίας τους. Με αυτόν τον τρόπο δομήθηκε σιγά-σιγά το σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε. Στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι συστατικές πράξεις της οποίας δεν έδιναν σημασία στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αυτό δομήθηκε, σε πρώτη φάση, μέσω της νομολογιακής οδού. Το Δ.Ε.Κ., υπό την πίεση των συνταγματικών δικαστηρίων ορισμένων κρατών-μελών (ιδιαίτερα της Ιταλίας και της Γερμανίας) 17, τα οποία διατηρούσαν την αρμοδιότητά τους σε αυτόν τον τομέα, αυτοανακηρύχθηκε τελικά κριτής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου 18. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με τον ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι διεθνείς συμβάσεις σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο απεφάνθη, στην υπόθεση Nold, ότι «οι διεθνείς συμβάσεις, που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις οποίες συνέπραξαν και προσχώρησαν τα κράτη-μέλη, παρέχουν επίσης ενδείξεις που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου» 19. Με αυτόν τον τρόπο τέθηκαν οι όροι της σχέσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου με το διεθνές δίκαιο. Το εν λόγω δίκαιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί α υ τ ό κ α θ ε α υ τ ό στην κοινοτική έννομη τάξη. Αποτελεί περισσότερο «πηγή έμπνευσης» για τη θέσπιση γενικών αρχών δικαίου στο πλαίσιο της Κοινότητας, και σήμερα πλέον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η νομολογιακή κατάκτηση θα αναγνωριστεί αργότερα, με την ένταξή της στις ιδρυτικές συνθήκες, με πρώτη τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία ανέφερε στο άρθρο ΣΤ (πλέον άρθρο 6 της Σ.Ε.Ε.) ότι «η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα [ ] ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου». Οπωσδήποτε, από αυτές τις πηγές, η Ε.Σ.Δ.Α. κέρδισε μιαν ιδιαίτερη θέση, σε τέτοιον βαθμό ώστε να εμφανίζεται εκ των πραγμάτων ενσωματωμένη στο κοινοτικό δίκαιο, μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου. Ωστόσο, δεν μπόρεσε ποτέ να δρασκελίσει την αόρατη διαχωριστική γραμμή, ώστε να καταστεί η ίδια πηγή κοινοτικής υποχρέωσης για τους θεσμούς της Κοινότητας και τα Κράτη, καθώς και, ενδεχομένως, για τους ιδιώτες. Η θέση του Δικαστηρίου, κατά τη γνωμοδότησή του το 1992 επί της προσχώρησης της Ε.Ε. στην Ε.Σ.Δ.Α. 20, δεν αφήνει άλλωστε κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς αυτό το ζήτημα: Η υπέρβαση αυτού του ορίου απαιτούσε την επίσημη επικύρωση του κειμένου της Σύμβασης και, σε αυτήν την περίπτωση, η Ε.Ε. ή οι 16 Απόφαση Costa κατά ENEL, 15 Ιουλίου 1964, υπόθεση 6/64. 17 Βλ. M. Darmon, «La prise en compte des droits fondamentaux par la Cour de justice des Communautés européennes», RSC 1995, 23, καθώς επίσης F. Zampini, «La Cour de justice des Communautés européennes, gardienne des droits fondamentaux «dans le cadre du droit communautaire»», RTD Eur,., 1999, 659. 18 Απόφαση Stauder, 12 Νοεμβρίου 1969, υπόθεση 29/69, και απόφαση Internationale Handelsgesellschaft, 17 Δεκεμβρίου 1970, υπόθεση 11/70. 19 Δ.Ε.Κ. 14 Μαΐου 1974, υπόθεση 4/73. 20 Γνωμοδότηση υπ αρ. 2/92 της 28 ης Μαρτίου 1996. Βλ. ιδίως P. Wachsmann, «L avis 2/94 de la Cour de justice relatif à l adhésion de la Communauté européenne à la Convention de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales», RTD Eur 1996, 467.

Κοινότητες θα έπρεπε να είχαν λάβει ρητή εξουσιοδότηση από τα Κράτη, κάτι το οποίο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν υφίστατο την εποχή εκείνη. Η πρόοδος που έχει πρόσφατα επιτευχθεί ή τείνει να επιτευχθεί, υπό την έννοια της ενίσχυσης της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, επιβεβαιώνει αυτήν την «αλήθεια»: Οι διεθνείς συμβάσεις μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στον βαθμό που η εν λόγω εφαρμογή τυγχάνει συναίνεσης. Το ίδιο ισχύει και για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις προσχώρησης της Ε.Ε. στην Ε.Σ.Δ.Α., που είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές, καθώς οι εκπρόσωποι της Ε.Ε. υπερασπίζονται σθεναρά τις λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να διαφυλάξουν, στο πλαίσιο των μηχανισμών της Σύμβασης, τα στοιχεία αυτονομίας της Ε.Ε. 21 Το ίδιο ισχύει και για τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ως προς τις σχέσεις του με τις διεθνείς συμβάσεις για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εξέχουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχει η Ε.Σ.Δ.Α. Εξάλλου, η αρχή της ισοδύναμης προστασίας προβλέπει το άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη σύμφωνα με το οποίο «Στον βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω σύμβαση» δεν θα πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε ότι μοναδική αρμόδια αρχή για την ερμηνεία του Χάρτη είναι το Δικαστήριο. Αυτό επιτρέπει στο τελευταίο, όπως φάνηκε από ορισμένες πρόσφατες υποθέσεις όπως λ.χ. η υπόθεση Akerberg Fransson 22, να εκτιμά τόσο την αναγκαιότητα εφαρμογής της αρχής αυτή, όσο και το πεδίο εφαρμογής που είναι σκόπιμο να της αποδοθεί, εφόσον διακυβεύονται μεγάλα συμφέροντα της Ένωσης τα οποία άπτονται κυρίως της δομής της και της δομής του δικαίου της. Ό,τι ισχύει για τη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ε.Ε. και διεθνούς συμβατικού δικαίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου ισχύει και για τη σχέση μεταξύ διεθνών συμβάσεων. Αυτό που καταλαβαίνουμε λοιπόν είναι ότι, ακόμη και όταν τα κείμενα καταρτίζονται και υιοθετούνται στο πλαίσιο της ίδιας οργάνωσης, διατηρεί καθένα από αυτά την αυτονομία του έναντι των άλλων. Η βάση αυτής της αυτονομίας δεν εντοπίζεται εν προκειμένω στην ιδέα της έννομης τάξης, αλλά στην επικράτηση δύο αρχών που βρίσκονται στον πυρήνα του καθεστώτος των διεθνών συνθηκών, όπως αυτό συστηματοποιήθηκε από τη Σύμβαση της Βιέννης του 1969: στην αρχή της ειδικότητας ή της αυτονομίας, αφενός, και στην αρχή της σχετικότητας των συμβάσεων (δηλαδή της αρχής ότι οι διεθνείς συνθήκες δεσμεύουν μόνο τα συμβαλλόμενα μέρη), αφετέρου. Μπορούμε να εκθέσουμε τη γενική ιδέα που διέπει τις αρχές αυτές μέσα από τις τρεις ακόλουθες προτάσεις που αλληλοσυμπληρώνονται: Π ρ ώ τ ο ν, ότι κάθε διεθνής συνθήκη αποτελεί έναν αυτόνομο ιστό υποχρεώσεων τις οποίες αναλαμβάνουν τα Κράτη, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει ιεραρχία μεταξύ διεθνών συνθηκών. Δ ε ύ τ ε ρ ο ν, ότι ένα Κράτος δεν μπορεί να αντιταχθεί σε μια διεθνή συνθήκη εφόσον έχει συναινέσει στην προσχώρησή του σε αυτήν, και έχει συμφωνήσει να δεσμεύεται αυτή γεγονός που αποκλείει από τον κύκλο των δεσμεύσεών του κάθε διάταξη ή πρόβλεψη που έχει αποκλείσει, χρησιμοποιώντας τον έναν ή τον άλλο τεχνικό τρόπο (αυτό αποτελεί απόρροια του κανόνα «pacta sunt servanda», που προβλέπεται από το άρθρο 26 της προαναφερθείσας Σύμβασης της Βιέννης). Τ έ λ ο ς σύμφωνα με την τρίτη πρόταση, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες που παραχωρούνται από μια διεθνή Συνθήκη με σκοπό την εφαρμογή της περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτή και δεν επεκτείνονται σε άλλα διεθνή κείμενα, παρεκτός εάν τα Κράτη που έχουν συμβληθεί με τα εν λόγω κείμενα έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Για να επανέλθουμε στις διεθνείς συνθήκες περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αυτό σημαίνει ότι η Ε.Σ.Δ.Α., ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και καθένα από τα Σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών διαχωρίζονται επίσημα μεταξύ τους στη διεθνή έννομη τάξη. Τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά όργανα, που καλούνται να εφαρμόσουν τα εν λόγω κείμενα, το υπενθυμίζουν, άλλωστε, 21 Βλ. ιδίως F. Benoît Rohmer, «Adhésion de l'union européenne à la Convention européenne des droits de l'homme», RTD Eur 2013, σ. 662. 22 Δ.Ε.Ε., 26 Φεβρουαρίου 2013, υπόθεση C-617/10. Σημείωμα J.-F. Akandji-Kombé, Journal de Droit européen, 2013, σ. 184.

τακτικά. Κατ αυτόν τον τρόπο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέκλεισε, για παράδειγμα, στις απαρχές της νομολογίας του σχετικά με το εργατικό δίκαιο 23 την αρμοδιότητά του να επιλαμβάνεται αιτιάσεων που πηγάζουν από την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη ή ακόμη πιο χαρακτηριστικά σχετικά με τη συνδικαλιστική ελευθερία 24. Η θέση του μάλιστα αυτή δεν έχει αλλάξει με κανέναν τρόπο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (Ε.Ε.Κ.Δ.), εξάλλου, που αποτελεί όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, αντιτάσσει αντίστοιχα την αναρμοδιότητά της στα Κράτη που επικαλούνται τη συμμόρφωση της νομοθεσίας τους προς την Ε.Σ.Δ.Α. ή το δίκαιο της Ε.Ε. 25 Το υπενθύμισε, άλλωστε, ξεκάθαρα σε μια πρόσφατη υπόθεση κατά της Σουηδίας που αφορούσε τις συνέπειες των αποφάσεων του Δ.Ε.Ε. στις υποθέσεις Laval και Viking, αποφαινόμενη ότι «δεν είναι αρμόδια να εκτιμήσει ούτε τη συμμόρφωση εθνικών καταστάσεων με μία Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε τη συμβατότητα μίας τέτοιας Οδηγίας με τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη» 26. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση μεταξύ των Δ.Σ.Α.Π.Δ. και Δ.Σ.Ο.Κ.Μ.Δ. έτσι όπως προκύπτει από τη νομολογία των οργάνων ελέγχου που συστάθηκαν από τα εν λόγω Σύμφωνα. Β. Ανταγωνισμός ανάμεσα σε διεθνείς, ευρωπαϊκές και συνταγματικές πηγές Ο ανταγωνισμός ως αρχή δεν περιορίζεται προφανώς στη σχέση μεταξύ των διεθνών και των ευρωπαϊκών πηγών. Επεκτείνεται και στη σχέση των εν λόγω πηγών με το εσωτερικό δίκαιο, και ειδικότερα με το εθνικό Σύνταγμα. Προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινούνται οι λύσεις που υιοθέτησε το γαλλικό δίκαιο, στις οποίες διακρίνουμε μια διττή διάσταση. Η πρώτη διάσταση συνίσταται στη δικαστική αποσύνδεση της συνταγματικότητας και συμβατικότητας. Όπως γνωρίζουμε, η λύση έχει δοθεί από παλιά, με την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου (Conseil constitutionnel) της 15 ης Ιανουαρίου 1975 σχετικά με τον νόμο περί εκούσιας διακοπής της κυήσεως (η επονομαζόμενη «απόφαση IVG») 27. «Ένας νόμος που αντιβαίνει σε μία διεθνή συνθήκη δεν είναι, ωστόσο, αντίθετος προς το Σύνταγμα», έκρινε το συνταγματικό δικαστήριο. Από αυτό συνήγαγε ότι «ο έλεγχος του σεβασμού της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 55 του Συντάγματος δεν πρέπει να ασκείται στο πλαίσιο της εξέτασης που 23 Να σημειωθεί, ανάμεσα στις πρώτες αυτές περιπτώσεις, η απόφαση περί απαραδέκτου στην υπόθεση X κατά Ο.Δ.Γ. (15 Δεκεμβρίου 1967, προσφυγή υπ αριθ. 2552/65), όπου ο προσφεύγων επεκαλείτο ταυτόχρονα τις διατάξεις της Σύμβασης και το άρθρο 1 του Χάρτη. Για την Επιτροπή, «το δικαίωμα της άσκησης ενός επαγγέλματος δεν περιλαμβάνεται, αυτό καθεαυτό, στα δικαιώματα και τις ελευθερίες [που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση], όπως άλλωστε έχει κρίνει πολλάκις η Επιτροπή σε προγενέστερες αποφάσεις (πρβλ. π.χ. την απόφαση επί του παραδεκτού της υπόθεσης υπ αρ. 1928/61, Παράρτημα IV, σ. 337) συνεπώς η προσφυγή είναι, από την άποψη αυτή, ασύμβατη με τις διατάξεις της Σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ. 2 (άρθρο 27-2)». 24 Βλ. ιδίως Ευρ.Δ.Δ.Α., 21 Οκτωβρίου 1975, Syndicat national de la police belge (Εθνικό συνδικάτο της βελγικής αστυνομίας) κατά Βελγίου, προσφυγή υπ αριθ. 4464/70, όπου το Δικαστήριο ακολούθησε την εξής συλλογιστική, για να αποκλείσει το δικαίωμα των συνδικάτων στη διαβούλευση από το πεδίο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 της Ε.Σ.Δ.Α.: «τα ζητήματα που αφορούν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις θίγονται λεπτομερώς σε μία άλλη σύμβαση, που έχει επίσης καταρτιστεί στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης στον Κοινωνικό Χάρτη της 18 ης Οκτωβρίου 1961. [ ] Ως εκ τούτου, δεν θεωρούμε ότι αυτό το δικαίωμα απορρέει ρητώς από το άρθρο 11 παρ. 1 (άρθρο 11-1) της Σύμβασης του 1950» (σκ. 38 της απόφασης). Για μία ίδια επιχειρηματολογία αναφορικά προς το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης βλ. Ευρ.Δ.Δ.Α., 6 Φεβρουαρίου 1976, Σουηδικό συνδικάτο μηχανοδηγών κατά Σουηδίας, προσφυγή υπ αριθ. 5614/72, σκ. 39. Για μία παραλλαγή αυτής της επιχειρηματολογίας σε σχέση με το δικαίωμα της απεργίας βλ. Ευρ.Δ.Δ.Α., 6 Φεβρουαρίου 1976, Schmidt και Dahlström κατά Σουηδίας, προσφυγή υπ αριθ. 5589/72, σκ. 34-36 (επιβεβαιωθείσα από την απόφαση της Επιτροπής της 5 ης Ιουλ. 1984, S. κατά Ο.Δ.Γ., προσφυγή υπ αριθ. 10365/83, περί απαραδέκτου). 25 Βλ. σχετικά με αυτά τα ζητήματα βj.-f. Akandji-Kombé, «Le dialogue entre la Cour européenne des droits de l homme et le Comité européen des droits sociaux en matière professionnelle», RDT, Ιούνιος 2014. 26 Ε.Ε.Κ.Δ., 3 Ιουλίου 2013, Γενική συνομοσπονδία εργασίας της Σουηδίας (LO) και Γενική συνομοσπονδία στελεχών, υπαλλήλων και εργαζομένων (TCO) κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ αρ. 85/2012. 27 Συνταγματικό Συμβούλιο, απόφαση υπ αρ. 74-54-DC, 15 Ιανουαρίου 1975, Νόμος περί εκούσιας διακοπής τηςκυήσεως.

προβλέπεται από το άρθρο 61, λόγω της διαφορετικής φύσεως των δύο αυτών ελέγχων», παραπέμποντας τον έλεγχο της συμβατικότητας των νόμων στα διοικητικά, τα αστικά και τα ποινικά δικαστήρια. Γνωρίζουμε επίσης τι συνέβη όταν το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Cour de Cassation) έσπευσε να αδράξει τη νέα αυτή αρμοδιότητα 28, παρά την μακρά αλλά, εν τέλει, μάταιη αντίσταση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Conseil d Etat) 29. Γεγονός είναι ότι, σήμερα, αυτή η θέση υιοθετείται από όλα τα δικαστήρια που αποφαίνονται επί ζητημάτων συμβατικότητας. Το κυριότερο ίσως είναι ότι η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας (QPC) 30, παρότι μία ορισμένη αξίωση για ορθολογικότητα και συντονισμό της εσωτερικής νομολογίας θα μπορούσε να είχε κάνει τη ζυγαριά να γείρει προς την κατεύθυνση μιας συγχώνευσης των δικαστικών διαφορών και, κατά συνέπεια, προς την ένταξη των διεθνών συμβάσεων στο μπλοκ της συνταγματικότητας 31. Η δεύτερη διάσταση των λύσεων του θετού γαλλικού δικαίου έγκειται στο ότι προσθέτουν στην παραπάνω αποσύνδεση μία ιεράρχηση των σχέσεων μεταξύ του Συντάγματος, του συμβατικού διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λύση αυτή υιοθετήθηκε πολύ πριν από τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας, κάτι το οποίο είναι απολύτως λογικό. Μιας και παραμένουμε στο θέμα της σχέσης με το Σύνταγμα, η αρχή της αποσύνδεσης θα μπορούσε να μοιάζει επαρκής, όμως στο μέτρο που η πρώτη αυτή αρχή συνάγεται στο πλαίσιο της σχέσης με μία εξαρτώμενη πηγή, θα έπρεπε να οριστεί σαφώς ποια από τις δύο ανώτερες πηγές δικαίου πρέπει να υπερισχύει σε τελευταίο βαθμό. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο το Συμβούλιο Επικρατείας αναγκάστηκε, να διευκρινίσει στην απόφαση Sarran 32, ότι η υπεροχή των διεθνών συνθηκών δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο του σεβασμού του Συντάγματος. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε και από το Συνταγματικό Συμβούλιο όσον αφορά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 33, με την υπενθύμιση ότι μπορεί μεν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να χαίρει, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι του γενικού διεθνούς δικαίου, δεν μπορεί εντούτοις να τοποθετηθεί στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα με το Σύνταγμα. 28 Ακυρωτικό Δικαστήριο, μεικτή αίθουσα, 24 Μαΐου 1975, Cafés Jacques Vabre, GAJC, 12 η έκδ., 2007, αρ. 3. 29 Η αντίσταση αυτή έλαβε τέλος το 1989: Ολομέλεια ΣτΕ, 20 Οκτωβρίου 1989, αρ. 108243, Nicolo, Lebon σ. 190, συμπέρασμα P. Frydman, D., 1990, σ, 135, σημείωμα P. Sabourin, στο ίδιο 57, στήλη R. Kovar, GAJA, 17 η έκδ., 2009, αρ. 93, GADIP, 5 η εκδ. 2006. αρ. 55-56 Κριτική έκδοση DIP 1990. 125, συμπέρασμα P. Frydman και P. Lagarde RTD com., 1990. 193, παρατηρήσεις C. Debbasch. 30 Απόφαση αρ. 2009-595 του Συνταγματικού Συμβουλίου της 3 ης Δεκ. 2009, Οργανικός νόμος περί της εφαρμογής του άρθρου 61-1 του Συντάγματος: Η εξέταση από το Συνταγματικό Συμβούλιο των λόγων που σχετίζονται με τη συνταγματικότητα «δεν περιορίζει την αρμοδιότητα [του δικαστηρίου της ουσίας], μετά την εφαρμογή των διατάξεων περί της διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, να διασφαλίζει τον σεβασμό και την υπεροχή, έναντι των νόμων, των νομίμως κυρωθεισών ή εγκεκριμένων συνθηκών ή συμφωνιών και των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Βλ. CahCons. const., αρ. 28, σ. 1 επ., RTD civ. 2010. 66, παρατηρήσεις P. Puig RFDA 2010. 1, μελέτη B. Genevois RSC 2010. 201, παρατηρήσεις B. de Lamy. 31 Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, όπως έχει από παλιά υποστηριχθεί από τους θεωρητικούς του δικαίου, ότι ο έλεγχος της συμμόρφωσης με το Σύνταγμα και ο έλεγχος της συμμόρφωσης με τις διεθνείς συμβάσεις είναι ιδίας φύσεως, διότι η έλλειψη συμμόρφωσης με τις τελευταίες παραβιάζει το άρθρο 55 του Συντάγματος, οι συμβατικές διατάξεις του οποίου έχουν ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη. Όπως είδαμε, το Συνταγματικό Συμβούλιο αρνήθηκε να υιοθετήσει αυτήν την ερμηνεία. 32 CE, ass., 30 oct. 1998, Sarran, RFDA 1998. 1094, note D. Alland Cass., ass. plén., 2 juin 2000, n 99-60.274, D. 2000. 865, note B. Mathieu et M. Verpeaux ; ibid. 2001. 1636, chron. B. Beignier et S. Mouton ; RTD civ. 2000. 672, obs. R. Libchaber, Bull. ass. plén., no 4 Cons. const., 20 déc. 2007, n 2007-560 DC, Constitutions 2010. 53, obs. A. Levade ; RTD eur. 2008. 5, étude J. Roux. Ολομέλεια ΣτΕ, 30 Οκτωβρίου 1998, Sarran, RFDA 1998, 1094, σημείωμα D. Alland Πλήρης Ολομέλεια Ακυρωτικού Δικαστηρίου, 2 Ιουνίου 2000, αρ. 99-60. 274, D. 2000. 865, σημείωμα B. Mathieu / M. Verpeaux τον ίδιο. 2001. 1636 chron, B. Beignier και S. Mouton RTD civ. 2000. 672, παρατηρήσεις R. Libchaber, Bull. ass. plén., αρ. 4 Συνταγματικό Συμβούλιο, 20 Δεκ. 2007, υπ αρ. 2007-560 απόφαση Συνταγματικού Συμβουλίου, Constitutions 2010. 53, παρατηρήσεις A. Levade RTD eur 2008, 5, μελέτη J. Roux. 33 Συνταγματικό Συμβούλιο, 19 Νοεμβρίου 2004, απόφαση υπ αριθ. 2004-505, AJDA 2005. 211, σημείωμα O. Dord στο ίδιο 219, σημείωμα D. Chamussy D. 2004. 3075, D. 2004. 3075, chron. B. Mathieu τον ίδιο, 2005. 100, άποψη D. Chagnollaud τον ίδιο.

Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται, εν μέρει τουλάχιστον, πίσω από τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας. Σε ένα νομικό πλαίσιο στο οποίο ο συνταγματικός δικαστής δεν ήταν αρμόδιος να επιβάλει την υπεροχή του Συντάγματος έναντι της κοινής νομοθεσίας, κάθε δικαστής μπορούσε στη Γαλλία να θέσει το τελευταίο υπό αμφισβήτηση, επικαλούμενος διεθνείς συνθήκες των οποίων οι κανόνες δεν υπολείπονται συνταγματικών ισοδυνάμων 34, όπως συμβαίνει ακριβώς στην περίπτωση των συμβάσεων που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα του ανθρώπου 35. Σε αυτό το πλαίσιο αντιστροφής των ρόλων, οι εκκλήσεις για αποκατάσταση της υπεροχής του Συντάγματος στην εσωτερική έννομη τάξη, ή για διατήρηση της «συνταγματικής ταυτότητας» της Γαλλίας, είχαν οπωσδήποτε κάποια λογική. Θα πρέπει, όμως, να επισημάνουμε ως προς το συγκεκριμένο θέμα, ότι αυτό που φαίνεται καταρχήν λογικό, από τη σκοπιά του εθνικού δικαίου, δηλαδή η εντελώς σχετική- αν παραμείνουμε στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας-επιβεβαίωση της συνταγματικής πρωτοκαθεδρίας, παύει να είναι λογικό όταν το δούμε από την πλευρά των «εξωτερικών» πηγών, τόσο των διεθνών όσο και των ευρωπαϊκών. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, αρκεί να θυμηθούμε ότι αποτελεί γενική αρχή, τόσο του διεθνούς όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου, ότι υπερέχουν του δικαίου των Κρατών, ως προς όλες τις πηγές του, με πρώτη το Σύνταγμα. Τίθεται έτσι το ερώτημα αυτός ο ανταγωνισμός των δηλώσεων υπεροχής μπορεί να διευθετηθεί μέσω του δικαίου; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μάλλον όχι. Μάλιστα, μία αυστηρά νομική και φορμαλιστική προσέγγιση μόνο σε αδιέξοδο θα μπορούσε να οδηγήσει. Η τάση που έχει κάθε μία από τις πηγές να παρουσιάζεται ή και να ορίζεται, ως αυτόνομο σύστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως αξίωση να αποφασίζουν μόνες για την εσωτερική τους συνοχή και τις αρχές που τις διέπουν, αλλά και να ορίζουν μονομερώς τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις τους με τις άλλες πηγές ή με τις άλλες έννομες τάξεις, είναι καθ όλα θεμιτή, από όποια πλευρά και αν εκφράζεται. Η εγκυρότητα μιας τέτοιας αξίωσης δεν είναι περισσότερο αμφίβολη στο πλαίσιο της εκάστοτε σχετικής πηγής ή έννομης τάξης. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να καταλήξουμε σε μια συστημική σύγκρουση. Η σύγκρουση και οι επακόλουθοι κραδασμοί αποτελούν τον έσχατο ορίζοντα, τον οποίο το δίκαιο από μόνο του δεν είναι ικανό να εξαλείψει, ελλείψει μιας έννομης τάξης ή ενός νομικού συστήματος που να δεσπόζει επί όλων των προαναφερθέντων πηγών. Για το λόγο ακριβώς αυτό είναι σημαντική, όσον αφορά τη διευθέτηση των πηγών, ιδιαίτερα δε όσων είναι αφιερωμένες στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η ύπαρξη μη νομικών ή παρα-νομικών εργαλείων, που θα επιτρέψουν την ανατροπή αυτού του οιωνού, διασφαλίζοντας τη συμφιλίωση των αξιώσεών τους. II. Η συμφιλίωση ως αναγκαιότητα Η συμφιλίωση ή, για να το θέσουμε ορθότερα, ο συντονισμός (των κανόνων) είναι μια πραγματικότητα των εννόμων τάξεων. Είναι επίσης μια πραγματικότητα, τη σημασία και το ενδιαφέρον της οποίας δεν υπολογίζουμε παρά σπάνια. Επιπλέον, οι νομικοί, εάν και εφόσον δείξουν ενδιαφέρον, το κάνουν συνήθως με τον τρόπο που υπαγορεύει η θέση τους, και δεν διστάζουν να διακρίνουν μέσα στους μηχανισμούς, στις μεθόδους και στις τεχνικές συντονισμού εργαλεία αμιγώς νομικά. Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη και όταν εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο 34 Το παλαιό μέλος του Συνταγματικού Συμβουλίου (που σήμερα προεδρεύει του κοινωνικού Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας) προχώρησε ακόμη παραπέρα, εκτιμώντας ότι «σε νομικό επίπεδο, ο έλεγχος της συμβατικότητας είναι πανομοιότυπης φύσεως με τον έλεγχο της συνταγματικότητας, κατ εξαίρεσιν», σε: «Contrôle de constitutionnalité et contrôle de conventionnalité», σε: Mélanges en l honneur de Daniel Labetoulle, Dalloz, 2007. 35 Βλ. ιδίως τα συμπεράσματα του Προέδρου Stirn στην απόφαση της Ολομελείας της 21 ης Δεκεμβρίου 1990, Confédération nationale des associations familiales catholiques et autres et Association pour l objection de conscience à toute participation à l avortement et autres (Εθνική συνομοσπονδία καθολικών οικογενειακών ενώσεων και λοιποί, και Ένωση για την αντίρρηση συνείδησης σε κάθε συμμετοχή σε πράξη αμβλώσεως και λοιποί), RFDA 1990, 1065, ιδίως σ. 1073, C. M. / F. D. / Y. A., Le Conseil d'état, le droit à la vie et le contrôle de conventionnalité, AJDA 1991, 91. Βλ. επίσης D. de Béchillon, De quelques incidences du contrôle de la conventionnalité internationale des lois par le juge ordinaire, malaise dans la Constitution, RFDA 1998, 225.

νομικό πλαίσιο, όπως λ.χ. στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η προδικαστική παραπομπή, λίγη σχέση έχουν με το δίκαιο ως σύστημα υποχρεώσεων. Γι αυτό προτιμούμε να τα θεωρούμε εργαλεία παρα-νομικά, πολιτικής μάλλον φύσεως, η αποτελεσματική χρήση των οποίων εξαρτάται σχεδόν πάντοτε από την ελεύθερη βούληση και την αποφασιστικότητα των φορέων, είτε πρόκειται για κανονιστικές αρχές είτε για δικαστές. Αυτές οι συντονιστικές διαδικασίες υπάρχουν, καταρχήν, σε διεθνές ή/και ευρωπαϊκό επίπεδο. Το αποτέλεσμα που επιφέρουν, ή έστω ο σκοπός τους, είναι μια κάποια μείωση της διασποράς, μια αντιστάθμιση της αταξίας των πηγών, μέσω μιας ενοποίησης των κανόνων. Η ενοποίηση είναι, ωστόσο, πολύ σχετική σε αυτό το στάδιο. Αυτό εξηγεί γιατί οι εθνικές αρχές, και ιδιαίτερα οι δικαστές, πρέπει να παρεμβαίνουν για να την επεκτείνουν. Η εμπειρία διδάσκει ότι ο συντονισμός των κανόνων μεταξύ διεθνών και ευρωπαϊκών πηγών διενεργείται κατ αρχήν σε δύο επίπεδα: αυτό της κατάρτισης και αυτό της εφαρμογής τους. Δεδομένου ότι εδώ δεν επαρκεί ο χώρος για να εκθέσουμε λεπτομερώς αυτές τις δυναμικές, θα περιοριστούμε σε μία γενική παρουσίαση. Α. Η ab initio προσέγγιση των κανόνων Σε ό,τι αφορά την κατάρτιση των κανόνων, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ του δικαίου της Ε.Ε. και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το εντυπωσιακό, και αυτό που θα προκαλέσει έκπληξη σε πολλούς, είναι το γεγονός ότι οι δύο αυτές πηγές, στην πορεία της εξέλιξής τους, δομήθηκαν από κοινού, αφού και οι δύο αφορούσαν, εν πάση περιπτώσει, το κοινοτικό σκέλος των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η αμοιβαία επιρροή εκτυλίχθηκε μέχρι σήμερα σε τρία στάδια: Πρώτο στάδιο: Είναι το στάδιο της κατάρτισης του Κοινοτικού Χάρτη των Θεµελιωδών Κοινωνικών ικαιωµάτων των Εργαζοµένων, που εγκρίθηκε από τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων των κρατών-μελών 36 στο Στρασβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 1989 37. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω κειμένου δείχνουν ότι, μαζί με τις συμβάσεις της Δ.Ο.Ε., ο Ε.Κ.Χ. υπήρξε η πρωταρχική πηγή έμπνευσης, κάτι που επιβεβαιώνεται άλλωστε στο προοίμιο του κοινοτικού κειμένου 38. Δεύτερο στάδιο: Είναι το στάδιο της σύνταξης του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που υιοθετήθηκε το 1996. Και σε αυτήν την περίπτωση προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ότι οι κοινωνικού χαρακτήρα κοινοτικές Οδηγίες, οι οποίες γνωρίζουμε ότι υιοθετήθηκαν βάσει του Κοινοτικού Χάρτη του 1989, έπαιξαν ρόλο-κλειδί στην εισαγωγή νέων δικαιωμάτων στο κείμενο του Συμβουλίου της Ευρώπης 39. 36 Με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου. 37 Βλ. J. Duren, «La Charte communautaire des droits sociaux fondamentaux devant le Parlement européen : esquisse et perspectives», RMC 1991, 19 επ., C. Pettiti, «La Charte communautaire des droits sociaux fondamentaux des travailleurs: un progrès?», Droit social 1990, 387 επ. 38 Σε αυτό αναφέρεται ότι «πρέπει να μας εμπνέουν οι συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης του Συμβουλίου της Ευρώπης». 39 Αυτό ισχύει ιδίως: 1) για το άρθρο 2 παρ. 6, που αναφέρεται στο δικαίωμα των εργαζομένων να ενημερώνονται εγγράφως για τα ουσιώδη ζητήματα της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 2 της Οδηγίας 91/533/Ε.Ο.Κ. της 14 ης Οκτωβρίου 1991 περί της υποχρέωσης του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας, 2) για το άρθρο 7 παρ. 2, που ορίζει τα 18 έτη ως το κατώτατο όριο ηλικίας εισόδου στην απασχόληση για ορισμένες εργασίες που θεωρούνται επικίνδυνες και ανθυγιεινές. Το εν λόγω άρθρο ευθυγραμμίζεται με τον κανόνα που προβλέπεται από την Οδηγία 94/33/Ε.Ε. της 22 ης Ιουνίου 1994 για την προστασία των νέων κατά την εργασία, 3) για το άρθρο 8 παρ. 4, που προβλέπει τη δέσμευση των κρατών-μελών να ρυθμίζουν τη νυκτερινή εργασία των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών γυναικών, το οποίο είναι εμπνευσμένο από την Οδηγία 92/85/Ε.Ο.Κ. της 19 ης Οκτωβρίου 1992 για την εφαρµογή µέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζοµένων, 4) για το άρθρο 25, περί του δικαιώματος των εργαζομένων στην προστασία των απαιτήσεών τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, το οποίο πηγάζει από την Οδηγία 80/987/Ε.Ο.Κ. της 20 ής Οκτωβρίου 1980 περί προσεγγίσεως των σχετικών με το θέμα αυτό νομοθεσιών των κρατών-μελών, 5) για το άρθρο 29, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ενημέρωση και

Τρίτο και τελευταίο στάδιο είναι εκείνο της σύλληψης του περιεχομένου του Χάρτη στο οποίο βλέπουμε να επανεμφανίζεται ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις της Δ.Ο.Ε. κατά τη διατύπωση των διατάξεων που εμπεριέχονται στο κεφάλαιο «Αλληλεγγύη». Το παράδειγμα αυτό είναι σίγουρα σημαντικό, πρέπει όμως να το δούμε στην πραγματική του διάσταση, δηλαδή ως απλή απεικόνιση μιας γενικότερης τάσης που παρατηρείται στο δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου από την εποχή της Οικουμενικής Διακήρυξης του 1948. Δεν είναι δύσκολο να βρούμε και άλλα παρόμοια παραδείγματα εξετάζοντας τον ρόλο που έπαιξε η Ε.Σ.Δ.Α. από καταρτίσεως του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή και ακόμα παραπέρα από άποψη χρόνου και χώρου, από καταρτίσεως της Αμερικανικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή του Αφρικανικού Χάρτη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών, ή ακόμη εξετάζοντας την επιρροή που άσκησε το σύστημα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο πρωτόκολλο του Δ.Σ.Ο.Κ.Μ.Δ., που προβλέπει ένα σύστημα προσφυγών 40. Με αυτήν την εξέλιξη πρέπει να συνδέσουμε και μιαν άλλη τάση, πιο περιορισμένη, που συνίσταται στην εξ αρχής συμπερίληψη, μέσα στα κείμενα, κάποιων ερμηνευτικών αρχών που διευκολύνουν την προσέγγιση των κανόνων. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. Εν προκειμένω αναφερόμαστε κυρίως στον κανόνα της ισοδυναμίας, που ήδη μνημονεύτηκε, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 52 παρ. 3. Έχουμε όμως κατά νου και το άρθρο 53 περί του επιπέδου προστασίας, που είναι ακόμη μεγαλύτερης εμβέλειας και το οποίο προβλέπει ότι «καμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση ή όλα τα κράτη-μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα συντάγματα των κρατών-μελών». Στο ίδιο πνεύμα, θα πρέπει ενδεχομένως να αναφέρουμε και την τεχνική τού να παραπέμπεται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές ο ορισμός του περιεχομένου ορισμένων δικαιωμάτων, κάτι που ισχύει για όλα τα δικαιώματα αλληλεγγύης που αφορούν στην εργασία και στην κοινωνική προστασία 41. Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει συναγάγει με βεβαιότητα τη σημασία αυτών των παραπομπών. Δεν μπορούμε όμως να αποκλείσουμε ότι, σύμφωνα με το πνεύμα των συντακτών, προορισμός τους είναι να επιτρέψουν μιαν ερμηνεία που να σέβεται το εσωτερικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του συνταγματικού δικαίου. Τέλος, η εκ των προτέρων ab initio δράση για την επίτευξη μιας προσέγγισης μεταξύ του συνταγματικού δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των «εξωτερικών» πηγών μπορεί, κατά περίπτωση, να πάρει τη μορφή ενός τεχνικού συντονιστικού μηχανισμού. Η αλήθεια είναι ότι αυτό συμβαίνει μέχρι στιγμής μόνο στο δίκαιο της Ε.Ε. σε σχέση με τις νομοθεσίες των κρατών-μελών. Πρόκειται για τον μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής τον οποίον, αποδέχθηκε πλήρως, όπως είδαμε πρόσφατα, το Συνταγματικό Συμβούλιο, αποφαινόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας. Όμως, με το τελευταίο αυτό μέσο προσεγγίζουμε ήδη το ζήτημα της υλοποίησης των δικαιωμάτων καθώς και το μηχανισμό του διαλόγου των δικαστών που αποτελεί την κινητήρια δύναμη για τον συντονισμό των κανόνων. Β. Ο διάλογος των δικαστών ή η συντονισμένη εφαρμογή των κανόνων τη διαβούλευση σε διαδικασίες ομαδικών απολύσεων, που αποτελεί απόρροια της Οδηγίας 75/120, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 92/56 περί της προσεγγίσεως των σχετικών με τις ομαδικές απολύσεις νομοθεσιών των κρατών-μελών. 40 Ο συντάκτης του παρόντος συμμετείχε και ο ίδιος στις εργασίες κατάρτισης του εν λόγω πρωτοκόλλου, κυρίως για να κατατοπίσει ως προς τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συλλογικών προσφυγών και τη λειτουργία του. 41 Βλ. B. Genevois, ό.π., «La convention européenne des droits de l homme et la Charte des droits fondamentaux de l Union européenne: concurrence ou complémentarité?», RFDA 2010, 437.

Ο διάλογος των δικαστών ή, ευρύτερα, ο διάλογος μεταξύ των αρμοδίων για την εφαρμογή των διατάξεων που προστατεύουν τα δικαιώματα του ανθρώπου δικαστηρίων αποτελεί, το λιγότερο, ένα ουσιαστικό εργαλείο για την ειρηνική συνύπαρξη των εννόμων τάξεων και για τις μεταξύ τους αρμονικές σχέσεις. Δεν μπορούμε όμως να μην αναρωτηθούμε τι σημαίνει επί της ουσίας ο όρος «διάλογος των δικαστών». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο όρος παραπέμπει κατ αρχάς σε μία πρακτική των μελών δικαστικών οργάνων που συναντιούνται για να ανταλλάξουν απόψεις, με ελάχιστο στόχο την αμοιβαία κατανόηση των αντίστοιχων νομολογιών τους και των πλαισίων παραγωγής τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορούμε να προσδοκούμε την προσέγγιση λύσεων σε πανομοιότυπα ή όμοιας φύσεως νομικά προβλήματα, καθώς και μια μορφή τυποποίησης των μεθόδων. Αυτή η πρακτική υπάρχει εδώ και πολύ καιρό και είναι σταθερά εδραιωμένη στα ήθη του Δ.Ε.Ε. και του Ε.Δ.Δ.Α. Συμμετέχουν επίσης και μη δικαιοδοτικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Παρατηρούμε επίσης ότι, σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν μηχανισμοί που υπακούν στην ίδια λογική, όπως είναι λ.χ. ο διάλογος που διεξάγεται ανάμεσα στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Τμήμα εργατικών διαφορών του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Αυτή η πρακτική δεν φτάνει μέχρι το Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο, παρά τα φαινόμενα, δεν συνδέεται με τα ανώτατα δικαιοδοτικά όργανα μέσω αυτών των δεσμών που συνδυάζουν την ανθρώπινη επαφή με τους νομικούς σκοπούς. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ευρωπαϊκοί φορείς συνάπτουν αυτές τις σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με τα εθνικά δικαστήρια. Ως προς το πρώτο πλαίσιο, παρατηρούμε την πρόσφατη πρακτική της διεξαγωγής τακτικών συναντήσεων μεταξύ του Προέδρου του Ευρ.Δ.Δ.Α. και του Προέδρου της Ε.Ε.Κ.Δ. Αυτό δεν είναι άσχετο με τις προσεγγίσεις των νομολογιών των δύο δικαιοδοτικών οργάνων που παρατηρείται εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία. Έρχεται δε να προστεθεί στις ήδη καθιερωμένες επαφές, η επαφή μεταξύ των δικαστών του Στρασβούργου και αυτών του Λουξεμβούργου. Αυτή η πρακτική δεν εφαρμόζεται ακόμα μεταξύ της Ε.Ε.Κ.Δ. και του Δ.Ε.Ε., η αλήθεια όμως είναι ότι τέτοιες συναντήσεις πραγματοποιούνται όταν καθίστανται απαραίτητες εν όψει σοβαρών νομικών ζητημάτων. Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση συνιστούν, αφενός, οι αποφάσεις που εξέδωσε η Ε.Ε.Κ.Δ το 2012 με τις οποίες έθεσε υπό αμφισβήτηση τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα, τα οποία αποφασίστηκαν κυρίως κατ εντολήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης 42, και αφετέρου η απόφαση της 19 ης Ιουλίου 2013 43, με την οποία η Ε.Ε.Κ.Δ. αντιτάχθηκε στις αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. επί των υποθέσεων Laval και Viking, οι οποίες έχουν σχολιαστεί εκτενώς. Ο δικαστικός διάλογος ωστόσο εντοπίζεται πιο συχνά στο έργο των εποπτικών οργάνων και των δικαστηρίων. Κάποιες φορές μάλιστα, όπως συμβαίνει με το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής στο δίκαιο της ΕΕ, προσφέρεται προς τούτο ένα δομημένο πλαίσιο. Παρατηρούμε λοιπόν ότι το Συνταγματικό Συμβούλιο αποφάσισε να παίξει, μέσω αυτής της οδού, το παιχνίδι του ευρωπαϊκού συντονισμού των κανόνων, προβαίνοντας στην πρώτη του παραπομπή προς το Δ.Ε.Ε. την 4 η Απριλίου 2013 44. Η εν λόγω προδικαστική παραπομπή, η οποία χαιρετίστηκε δεόντως 45, είναι ενδεικτική των δυναμικών που αναπτύσσονται μέσω αυτής της οδού. Δείχνει κυρίως ότι, μολονότι το πλαίσιο είναι νομικώς οριοθετημένο, και παρά το γεγονός ότι ο μηχανισμός βασίζεται σε μια νομική υποχρέωση παραπομπής στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, ο εθνικός δικαστής έχει το περιθώριο είτε να κινήσει αυτήν τη διαδικασία είτε να την απορρίψει. Πράγματι, οι θεωρητικοί του δικαίου δεν κρύβουν ότι το Συνταγματικό Συμβούλιο θα μπορούσε να μην είχε προβεί στην παραπομπή της 4 ης Απριλίου, όπως έκανε. Συμφωνούν επίσης ομόφωνα ότι αποτελεί πράξη ισχυρής βούλησης 42 Σχετικά με αυτές τις αποφάσεις βλ. C. Deliyanni-Dimitrakou, «La Charte sociale européenne et les mesures d'austérité grecques: à propos des décisions n 65 et 66/2012 du Comité européen des droits sociaux», RDT 2013, 457. 43 Προσφυγή υπ αριθ. 85/2012, Γενική συνομοσπονδία εργασίας της Σουηδίας (LO) και Γενική συνομοσπονδία στελεχών, υπαλλήλων και εργαζομένων (TCO) κατά Σουηδίας. 44 Προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας υπ αριθ. 2013-314P. 45 Αξίζει να αναφερθεί, επί του εγκωμιαστικού αυτού κλίματος, P. Puig, «Vers un nouveau dialogue des juges constitutionnel et européen», RTD Civ 2013, 564.

«ισχυρής πολιτικής βούλησης για συνεργασία» 46 ή «ένα μεγάλο δείγμα εμπιστοσύνης στις αρετές του ισότιμου αγώνα» 47 αυτή στην οποία προέβη το Συνταγματικό Συμβούλιο. Ωστόσο, ο διάλογος δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ενός τέτοιου δομημένου πλαισίου. Τόσο η διεθνής όσο και η εθνική πρακτική δείχνουν ότι μπορεί να αναπτυχθεί εξίσου αποτελεσματικά και μέσα σε ένα μη οργανωμένο, νομικά, πλαίσιο. Μία από τις εκδηλώσεις του σε ευρωπαϊκή κλίμακα είναι εκείνη που οι θεωρητικοί αποκαλούν «γόνιμη αλληλεπίδραση». Οι δικαστές, που έχουν την εποπτεία της εφαρμογής ενός δεδομένου κειμένου, αποφασίζουν να το ερμηνεύσουν υπό το φως άλλων κειμένων, ακόμα και υπό το φως της νομολογίας άλλων οργάνων. Το Ευρ.Δ.Δ.Α. ακολουθεί συστηματικά αυτήν τη διαδικασία στο πεδίο του κοινωνικού δικαίου. Έτσι, διαμόρφωσε τη νομολογία του σχετικά με τη συνδικαλιστική ελευθερία και με αυτόν τον τρόπο πραγματοποίησε και σημαίνουσες παρεμβάσεις στα πεδία του δικαιώματος στην απασχόληση και του δικαιώματος προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων 48. Η προσφυγή ωστόσο σε αυτήν τη μέθοδο αλληλεπίδρασης των κειμένων δεν είναι αποκλειστικότητα του Ευρ.Δ.Δ.Α. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αποτελεί την πιο διαδεδομένη διαδικασία των διεθνών και των ευρωπαϊκών οργάνων προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Προφανώς, αυτό δεν αποκλείει τις συγκρούσεις μεταξύ νομολογιών ή την αντιπαράθεση. Στην πλειονότητα όμως των περιπτώσεων πρέπει, για να τις αποτιμήσουμε σωστά, να λάβουμε υπ όψιν τον παράγοντα του χρόνου. Διότι πρέπει να επιτρέψουμε σε αυτές τις προσεγγίσεις να ωριμάσουν. Αυτό που απομένει τώρα είναι να δούμε εάν υφίσταται παρόμοιος διάλογος ανάμεσα στα διεθνή δικαστήρια και δικαιοδοτικά όργανα και στα εθνικά δικαστήρια, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκεται το Συνταγματικό Συμβούλιο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απολύτως καταφατική 49. Βεβαίως, το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει καθ οιονδήποτε τρόπο το Συνταγματικό Συμβούλιο να ερμηνεύει τις διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου υπό το φως των διεθνών συνθηκών ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, δεν υπάρχει καμία διάταξη στο Σύνταγμα που να υποχρεώνει το Συνταγματικό Συμβούλιο να λαμβάνει υπ όψιν την ερμηνεία των προερχόμενων από τις εν λόγω πηγές κανόνων που δίδεται από τα αρμόδια προς τούτο όργανα. Αποτελεί ωστόσο γεγονός, εδώ και πολύ καιρό, ότι το Συμβούλιο, ακόμα και την εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε στη Γαλλία παρά μόνον ο a priori έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, φρόντιζε ώστε η νομολογία του σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες να τελεί σε αρμονία με τις διεθνείς ερμηνείες, και ιδίως με τις ερμηνείες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παρεκτός εάν συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι σχετικοί με την προστασία των άλλων συνταγματικών αρχών. Με τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας, αυτή η προσοχή στο διεθνές και το ευρωπαϊκό κανονιστικό περιβάλλον ενισχύθηκε. Σε ένα σύστημα όπου ο έλεγχος της συμβατικότητας διαχωρίζεται από τον έλεγχο της συνταγματικότητας, η αξιοπιστία των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου και η ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες έχει αυτό το τίμημα 50. Εντούτοις, το πεδίο αυτού του διαλόγου των ερμηνειών εκτείνεται μόνο σ ένα τμήμα των δικαιωμάτων που τυγχάνουν εφαρμογής στις επαγγελματικές σχέσεις, και πιο συγκεκριμένα στα ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των εργαζομένων, λόγω της ανθρώπινης ιδιότητάς τους. Και πάντως στο νομολογιακό έργο του Συνταγματικού Συμβουλίου δεν διακρίνουμε τη διάθεση του εν λόγω οργάνου να εισέλθει στο ευρύτατο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων που 46 P. Puig, ό.π. 47 D. De Béchillon, όπως παρατίθεται από τον P. Puig, ό.π. 48 Βλ. το προαναφερθέν άρθρο μας: «Le dialogue entre la Cour européenne des droits de l homme et le Comité européen des droits sociaux en matière professionnelle». 49 Βλ. παραπομπές στην υποσημείωση 1. 50 Στην πραγματικότητα, το να κηρυχθεί μία νομοθετική διάταξη σύμφωνη προς το Σύνταγμα, για να αποφανθεί στη συνέχεια ο δικαστής του κοινού δικαίου ότι αντίκειται στις δεσμεύσεις της Γαλλίας, όχι μόνο θα προκαλούσε αταξία, αλλά θα έθετε επιπλέον υπό αμφισβήτηση την ισχύ των αποφάσεων του Συνταγματικού Συμβουλίου, βλ. ιδίως P. Deumier, «QPC: la question fondamentale du pouvoir d'interprétation (à propos du filtrage», RTD Civ 2010, 504, J.-F. Akandji-Kombé, «Le juge (du fond), les parties et la question prioritaire de constitutionnalité: Stratégies contentieuses entre question de constitutionnalité et contrôle de conventionnalité», D. 2010, 1725.