ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 30.11.2016 SWD(2016) 406 final ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ που συνοδεύει το έγγραφο Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/EΕ για την ενεργειακή απόδοση {COM(2016) 761 final} {SWD(2016) 405 final} EL EL
Δελτίο συνοπτικής παρουσίασης Εκτίμηση επιπτώσεων για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση Α. Ανάγκη ανάληψης δράσης Γιατί; Ποιο είναι το πρόβλημα που εξετάζεται; Το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση πρέπει να προσαρμοστεί με προοπτική το 2030 λόγω πολιτικών κατευθύνσεων (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 2014 και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2015) και να επιτύχει την απαραίτητη ενεργειακή απόδοση με γνώμονα στους στόχους της ΕΕ για το 2020 και το 2030. Τα κύρια προβλήματα που εξετάζονται στην παρούσα εκτίμηση επιπτώσεων είναι η απουσία καθορισμένου επιπέδου φιλοδοξίας για το 2030 όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση από την οδηγία 2012/27/EΕ για την ενεργειακή απόδοση («ΟΕΑ»), η φύση της (δεσμευτική ή ενδεικτική) και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο του άρθρου 7 (υποχρεώσεις ενεργειακής απόδοσης) και τα άρθρα 9-11 (μέτρηση και τιμολόγηση), σημαντικό ποσοστό οικονομικά βιώσιμης εξοικονόμησης ενέργειας δεν θα απορροφηθεί. Αυτό είναι επιζήμιο για όλους τους πολίτες της ΕΕ, που θα απολαύσουν λιγότερα οφέλη όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού, το περιβάλλον, το χαμηλότερο κόστος ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την απασχόληση, την ανάπτυξη, την καινοτομία και τις βελτιώσεις στην υγεία. Επιπλέον, η έλλειψη μακροπρόθεσμου στόχου μειώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις επενδύσεις σε έργα ενεργειακής απόδοσης. Οι κύριοι συντελεστές που προσδιορίστηκαν είναι η βραχυπρόθεσμη προοπτική (λήξη του άρθρου 7 μετά το 2020) και η ανάγκη να αντανακλάται η τεχνολογική πρόοδος στη μέτρηση και την τιμολόγηση προς όφελος των καταναλωτών ενέργειας. Τι αναμένεται να επιτευχθεί με την παρούσα πρωτοβουλία; Η παρούσα πρωτοβουλία θα ορίσει το βέλτιστο επίπεδο ενεργειακής απόδοσης για το 2030, με βάση πολυδιάστατη ανάλυση όσον αφορά τις επιπτώσεις στους ενεργειακούς λογαριασμούς, την εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές πετρελαίου και φυσικού αερίου, την απασχόληση και την ανάπτυξη του ΑΕΠ, το περιβάλλον, την υγεία, την ρύπανση του αέρα και άλλα. Ακόμη, θα διασφαλίσει ότι η ΟΕΑ συμβάλλει στην επίτευξη του βέλτιστου επιπέδου ενεργειακής απόδοσης για το 2030 με τους εξής τρόπους: παράταση της ισχύος του άρθρου 7 μετά το 2020, προκειμένου να συνεχιστεί η συνεισφορά του στην επίτευξη του στόχου ενεργειακής απόδοσης για το 2030, και επικαιροποίηση ή απλούστευση των διατάξεων, όπου κρίνεται σκόπιμο διασφάλιση σαφέστερων κανόνων μέτρησης και τιμολόγησης και παροχή συνδρομής στους καταναλωτές ώστε να αξιοποιούν τις δυνατότητες ενίσχυσης της θέσης τους που προσφέρει η τεχνολογική πρόοδος. Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της δράσης σε επίπεδο ΕΕ; Τα κράτη μέλη μπορούν να στοχεύσουν αποτελεσματικότερα τις εθνικές πολιτικές αν συμφωνηθούν πρωταρχικοί στόχοι σε επίπεδο EE οι οποίοι θα συνάδουν με άλλους στόχους για την ενέργεια και το κλίμα, όπως το σύστηµα εµπορίας εκποµπών («ΕΕΕ), η απόφαση επιμερισμού των προσπαθειών και ο ενωσιακός στόχος για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές για το 2030. Η επικαιροποίηση των υφιστάμενων απαιτήσεων εξοικονόμησης ενέργειας του άρθρου 7 σέβεται πλήρως την αρχή της επικουρικότητας, διότι επιτρέπει στο εκάστοτε κράτος μέλος να αποφασίσει ποιες πολιτικές και μέτρα θα εφαρμόσει προς επίτευξη της εξοικονόμησης. Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 7 απαιτεί την επίτευξη σταθερής εξοικονόμησης ενέργειας, αυξάνει το ποσοστό εφαρμογής 2
άλλων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης, όπως η ανακαίνιση των κτιρίων, η ένδειξη κατανάλωσης ενέργειας και ο οικολογικός σχεδιασμός, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητά τους. Στο πλαίσιο μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της άποψης να υπόκεινται οι προμηθευτές σε παρόμοιες, αν όχι ίδιες, υποχρεώσεις και κανόνες και να απολαμβάνουν οι καταναλωτές τα ίδια βασικά δικαιώματα και να έχουν πρόσβαση σε συγκρίσιμες και αναγνωρίσιμες πληροφορίες. Β. Λύσεις Ποιες νομοθετικές και μη νομοθετικές επιλογές πολιτικής εξετάσθηκαν; Υπάρχει προτιμώμενη επιλογή ή όχι; Γιατί; Όσον αφορά το επίπεδο του στόχου, αξιολογήθηκε η μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας σε σύγκριση με τη γραμμή βάσης 27, 30, 33, 35 και 40% του 2007. Για τη διαμόρφωση του στόχου, αναλύθηκε η κατανάλωση πρωτογενούς και/ή τελικής ενέργειας, εξοικονόμησης ή ενεργειακής έντασης. Όσον αφορά τη φύση του στόχου αξιολογήθηκαν οι ακόλουθες επιλογές: Επιλογή 1: ενδεικτικοί εθνικοί στόχοι και στόχοι της ΕΕ, Επιλογή 2: ένας δεσμευτικός στόχος για την ΕΕ Επιλογή 3: δεσμευτικοί στόχοι για τα κράτη μέλη. Δεν προσδιορίστηκε προτιμώμενη επιλογή. Όσον αφορά το άρθρο 7, εξετάστηκαν οι ακόλουθες επιλογές: Επιλογή 1: καμία κανονιστική δράση σε επίπεδο ΕΕ συνέχεια με κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με κανονιστικό πλαίσιο και εργασία προς εφαρμογή αυτού Επιλογή 2: παράταση του άρθρου 7 έως το 2030 Επιλογή 3: παράταση του άρθρου 7 έως το 2030 απλούστευση και επικαιροποίηση (π.χ. όσον αφορά τη μέτρηση της εξοικονόμησης και την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές των κτιρίων) Επιλογή 4: παράταση του άρθρου 7 έως το 2030, απλούστευση και επικαιροποίηση, αύξηση του ποσοστού εξοικονόμησης. Όσον αφορά τα άρθρα 9-11, εξετάστηκαν οι ακόλουθες επιλογές: Επιλογή 1: βελτιωμένη εφαρμογή και περαιτέρω καθοδήγηση (χωρίς κανονιστική δράση) Επιλογή 2: αποσαφήνιση και επικαιροποίηση των διατάξεων, σε συνδυασμό με ενοποίηση των διατάξεων που αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο με τη νομοθεσία για την εσωτερική αγορά ενέργειας προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή. Όλες οι επιλογές αξιολογούνται στην εκτίμηση επιπτώσεων και συγκρίνονται με το βασικό σενάριο και μεταξύ τους. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της ανάλυσης, η επιλογή 3 για το άρθρο 7 και η επιλογή 2 για τα άρθρα 9-11 αποτελούν τις προτιμώμενες επιλογές, διότι αποδεικνύεται ότι είναι οι πλέον αποτελεσματικές για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων, περισσότερο αποδοτικές και συνάδουν με άλλες πολιτικές της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια. Ποιος υποστηρίζει την κάθε επιλογή; Οι απαντήσεις που προέκυψαν από τη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατέδειξαν την ύπαρξη οριστικών απόψεων ούτε για το επίπεδο του στόχου ούτε για τη φύση του. Σε εκδήλωση εμπλεκόμενων φορέων με 282 συμμετέχοντες από την ευρωπαϊκή βιομηχανία, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα κράτη μέλη, οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι που εξέφρασαν γνώμη, υποστήριξαν έναν στόχο έως 40% για το 2030, αλλά δεν προέκυψε οριστική άποψη για τη δεσμευτική ή άλλου είδους φύση του στόχου. 3
Οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι φορείς, ιδίως µη κυβερνητικές οργανώσεις και εταιρείες κοινής ωφέλειας που συμμετείχαν στη δημόσια διαβούλευση, υποστήριξαν την παράταση της ισχύος του άρθρου 7 μετά το 2020. Ωστόσο, 7 από τα 15 κράτη μέλη που συμμετείχαν στη διαβούλευση δεν υποστήριξαν την παράταση της ισχύος του άρθρου 7. Περίπου 3 στους 5 εμπλεκόμενους φορείς έκριναν ότι οι διατάξεις που αφορούν τη μέτρηση και την τιμολόγηση είναι επαρκείς και το 92% του συνόλου των ερωτηθέντων από τον τομέα των εταιρειών κοινής ωφέλειας συμμερίζονταν την ίδια άποψη. Σε γενικές γραμμές, τα κράτη μέλη ήταν ικανοποιημένα με την υπάρχουσα κατάσταση. Αντιθέτως, 2 στις 3 ΜΚΟ (συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων καταναλωτών) έκριναν ότι οι διατάξεις είναι ανεπαρκείς και δεν εξασφαλίζουν στους καταναλωτές επαρκείς, συχνές, λεπτομερείς και κατανοητές πληροφορίες όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας. Γ. Επιπτώσεις της προτιμώμενης επιλογής Ποια είναι τα οφέλη της προτιμώμενης επιλογής (αν υπάρχει, ειδάλλως των κυριότερων επιλογών); Από την ανάλυση προκύπτει ότι ένα υψηλότερο επίπεδο ενεργειακής απόδοσης το 2030 θα έχει θετικό στην οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα, ισχυρό αντίκτυπο στην ασφάλεια εφοδιασμού και ειδικότερα στο επίπεδο των εισαγωγών φυσικού αερίου. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2021-2030, ο στόχος του 30% για την ενεργειακή απόδοση θα εξοικονομούσε 69,6 δισ. ευρώ στα τιμολόγια εισαγωγών ορυκτών καυσίμων σε σύγκριση με το κόστος των 4 274 δισ. ευρώ στο πλαίσιο ενός στόχου 27% για την ενεργειακή απόδοση, θα δημιουργούσε 395 000 έως 435 000 θέσεις εργασίας έως το 2030 επί καθαρής βάσης και θα αύξανε το ΑΕΠ από 0,25% έως 0,4% με τα κεντρικά σενάρια. Όσον αφορά το άρθρο 7, προτιμάται η επιλογή 3, καθώς παρατείνει την απαίτηση εξοικονόμησης ενέργειας μετά το 2020 και η απλούστευση θα διευκολύνει την επίτευξη της απαιτούμενης εξοικονόμησης από τα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση που προκύπτει από την ανακαίνιση κτιρίων. Επιπλέον, η συγκεκριμένη επιλογή διασφαλίζει καλύτερη συνολική σαφήνεια των απαιτήσεων που ισχύουν για τα καθεστώτα επιβολής της υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης και τα εναλλακτικά μέτρα. Όσον αφορά τα άρθρα 9-11, η προτιμώμενη επιλογή 2 αίρει τις νομικές ασάφειες που εμποδίζουν, επί του παρόντος, την ορθή εφαρμογή της θερμικής ενέργειας σε πολυκατοικίες ή κτίρια πολλαπλών χρήσεων, ενώ αναμένεται να εδραιώσει και να επιταχύνει τη μετάβαση σε έξυπνους μετρητές θέρμανσης (εξ αποστάσεως ανάγνωση), επιτρέποντας αποτελεσματικότερη και συχνότερη ενημέρωση των καταναλωτών όσον αφορά την κατανάλωση. Ποιο είναι το κόστος της προτιμώμενης επιλογής (αν υπάρχει, ειδάλλως των κυριότερων επιλογών); Συνολικά, κατά τη περίοδο 2021-2030 και με το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται, ο στόχος του 30 % αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των δαπανών του συστήματος ενέργειας κατά 0,46% (9 δισ. ευρώ) σε σύγκριση με τον στόχο του 27%. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, ο στόχος ενεργειακής απόδοσης 30% για το 2030 θα οδηγούσε σε κόστος του ενεργειακού συστήματος κατά 9 δισεκατ. ευρώ χαμηλότερο σε σύγκριση με τον στόχο του 27% για την περίοδο 2021-2050. Όσον αφορά το άρθρο 7, φαίνεται ότι η προτιμώμενη επιλογή δεν θα επιβαρύνει τα κράτη μέλη και τα υπόχρεα μέρη (εταιρείες κοινής ωφέλειας) με πρόσθετο κόστος, καθώς η τρέχουσα εξοικονόμηση θα διατηρηθεί στο 1,5%. Δεν αναμένεται πρόσθετο διοικητικό κόστος, το οποίο ενδέχεται και να μειωθεί, καθώς τα κράτη μέλη είναι ήδη εξοικειωμένα με τις απαιτήσεις, αλλά και λόγω των σχετικών μέτρων απλούστευσης του τρόπου υπολογισμού της εξοικονόμησης από τα κτίρια. 4
Όσον αφορά τα άρθρα 9-11, φαίνεται ότι η προτιμώμενη επιλογή δεν θα επιβαρύνει με σημαντικό κόστος οποιοδήποτε επηρεαζόμενο μέρος, πρώτον επειδή διευκρινίζει τις νομικές απαιτήσεις και στηρίζει μια τάση αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών που παρατηρείται ήδη στην αγορά και δεύτερον επειδή οι απαιτήσεις εγκατάστασης νέων συσκευών θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε κριτήρια οικονομικής αποδοτικότητας, όπως σήμερα. Πώς θα επηρεαστούν οι μεγάλες, οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις; Οι ΜΜΕ αποτελούν βασικούς παράγοντες στην αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης, κυρίως στα νοικοκυριά (το 70% των μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης υλοποιούνται από ΜΜΕ) και θα επωφεληθούν από τις αυξημένες επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά και τους μειωμένους ενεργειακούς λογαριασμούς που προκύπτουν από τη μείωση της κατανάλωσης. Η παράταση της ισχύος του άρθρου 7 μετά το 2020 θα αποφέρει σημαντικές επιπτώσεις στις ΜΜΕ, οι οποίες θα επωφεληθούν από τις αυξημένες επιχειρηματικές ευκαιρίες που προκύπτουν από τη συνεχή ανάγκη εφαρμογής της εξοικονόμησης ενεργειακής απόδοσης, ειδικότερα όσον αφορά την ανακαίνιση κτιρίων. Θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στις εθνικές διοικητικές αρχές; Παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να χρειαστεί να αυξήσουν τις δαπάνες τους βραχυπρόθεσμα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη επενδύσεων στην ενεργειακή απόδοση, μακροπρόθεσμα θα επωφεληθούν από τις μειώσεις στα τιμολόγια εισαγωγής καυσίμων και τους λογαριασμούς κατανάλωσης ενέργειας (π.χ. των δημοσίων κτιρίων) και τον θετικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό λόγω της αυξημένης απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης. Δεδομένου ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν ήδη σε εφαρμογή μέτρα, θεωρείται απίθανο η παράταση της ισχύος του άρθρου 7 έως το 2030 να επιφέρει πρόσθετο δημοσιονομικό ή διοικητικό κόστος για τα κράτη μέλη και τα υπόχρεα μέρη (εταιρείες κοινής ωφέλειας), καθώς διατηρείται το ίδιο επίπεδο εξοικονόμησης του 1,5% ανά έτος για τη νέα περίοδο 2021-2030. Αναμένεται ότι το διοικητικό κόστος θα μειωθεί χάρη στα σχετικά μέτρα απλούστευσης του τρόπου υπολογισμού της εξοικονόμησης των κτιρίων, καθώς θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζεται στην οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Θα υπάρξουν άλλες σημαντικές επιπτώσεις; Η παράταση ισχύος του άρθρου 7 μετά το 2020 θα εξακολουθήσει να μειώνει την τελική κατανάλωση ενέργειας (αναμένεται εξοικονόμηση 81 εκατ. ΤΙΠ το 2030), τους ενεργειακούς λογαριασμούς για καταναλωτές, και θα διευρύνει τις θετικές πτυχές της αυξημένης ενεργειακής απόδοσης όσον αφορά τις οικονομικές (π.χ. περαιτέρω ανάπτυξη τη αγοράς υπηρεσιών ενέργειας), περιβαλλοντικές, κοινωνικές (συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης της ενεργειακής ένδειας) επιπτώσεις και τις επιπτώσεις στην υγεία. Όσον αφορά τα άρθρα 9-11, η αξιολόγηση εκτιμά ότι η πρόσθετη εξοικονόμηση ενέργειας αναμένεται να είναι γύρω στα 7 εκατ. ΤΙΠ ή 50% υψηλότερη ως προς την αναμενόμενη εξοικονόμηση στο πλαίσιο ενός σεναρίου που δεν περιλαμβάνει κανονιστικές πράξεις, λόγω της βελτιωμένης εφαρμογής των απαιτήσεων της ΟΕΑ όσον αφορά τη θέρμανση πολυκατοικιών. Δ. Παρακολούθηση Πότε θα επανεξεταστεί η πολιτική; Στην πρόταση δεν επέρχεται αλλαγή στις ισχύουσες υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων. Ωστόσο, η πρωτοβουλία για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης θα διασφαλίσει ότι εφαρμόζεται διαφανές και αξιόπιστο σύστημα σχεδιασμού, υποβολής εκθέσεων και παρακολούθησης, με βάση ολοκληρωμένα εθνικά σχέδια για το κλίμα και την ενέργεια και εξορθολογισμένες εκθέσεις προόδου 5
από τα κράτη μέλη, στις οποίες θα αξιολογείται τακτικά η υλοποίηση των εθνικών σχεδίων όσον αφορά τις πέντε διαστάσεις της Ενεργειακής Ένωσης. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής της ΟΕΑ θα αξιολογηθούν πέντε χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης οδηγίας, με την εισαγωγή νέας απαίτησης για γενική επανεξέταση της οδηγίας από την Επιτροπή. 6