ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ, ΜΝΗΜΕΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης



Σχετικά έγγραφα
Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

Θεσσαλονίκη πάνω - κάτω ένταξη κεντρικών αρχαιολογικών χώρων

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας.

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Διερεύνηση αρχιτεκτονικής διευθέτησης με ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου

Κ.Π.Ε. Κισσάβου Ελασσόνας Όλυμπος, από το Μύθο και την Ιστορία στην Αειφορική Διαχείριση Διήμερο Σεμινάριο Ενηλίκων Παρασκευή 13 Σάββατο 14 Ιουνίου

Προστασία και αειφόρος ανάπτυξη ορεινών οικισμών. Η περίπτωση του αγίου Λαυρεντίου

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Β2. β) Πρώτα απ όλα: Αρχικά παράλληλα: ταυτόχρονα εξάλλου: άλλωστε

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ. Α) Συντήρηση των μνημείων. Β) Αποκατάσταση και αναστήλωση. Γ) Διαμόρφωση του αρχαιολογικού. χώρου

οκ _ τόπους παρεμβάσεις τοπίου για την ανάδειξη του παραλιακού μετώπου του Ναυπλίου

Δήμος Θεσσαλονίκης: «Γνωρίζω και Μαθαίνω την Πόλη μου» Πέμπτη, 08 Νοέμβριος :32

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ»

Α ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΟΙ ΔΗΜΟΤΕΣ ΞΕΝΑΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥΣ

12. ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΙΚΤΥΩΝ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΙΙ: ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Ε.Μ.Π. ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΠΟΛΗ, ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΝΑΥΠΛΙΟ Ταυτότητα του τόπου και αειφόρος ανάπτυξη. ΕΛΕΝΗ ΜΑΪΣΤΡΟΥ αρχιτέκτων καθηγήτρια ΕΜΠ

Για τη λειτουργική ενσωμάτωση του παραλιακού μετώπου της Πάτρας στη ζωή της πόλης, η ομάδα μας αναζήτησε εξαρχής ένα «σενάριο» τολμηρών παρεμβάσεων

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του εθίμου των Μωμόγερων

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΑΘΗΝΑ : ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9. "Χαλκίδα - Ιστορική Εξέλιξη και Σύγχρονα Ζητήματα Σχεδιασμού"

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Σ Χ Ε Δ Ι Α Σ Μ Ο Σ 3 : Κ Α Τ Ο Ι Κ Ι Α / Α Κ Α Δ Η Μ Α Ι Κ Ο Ε Τ Ο Σ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, Research Fellow, University of Birmingham

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΙΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Η σχέση και η αλληλεπίδραση της ΚΔΒΚ με τους επιστημονικούς φορείς της περιοχής

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Δίνοντας ζωή στην Πόλη της Ορεστιάδας

H πόλη των Κορινθίων εποίκων και το λιµάνι τους, καθώς και τα αρχαιολογικά ίχνη όλων των προηγούµενων από αυτούς πολιτισµούς,

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

«ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ, ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ»

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Μυτιλήνη, 15/09/2015 Α.Π. : οικ Προς: ΔΗΜΟΣ ΛΗΜΝΟΥ ΠΛΑΤΕΙΑ ΗΛΙΑ ΗΛΙΟΥ T.

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης.

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Η πόλη κινείται κάνουμε μαζί το επόμενο βήμα!

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

1. ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ 2. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ 3. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 4. Η ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΟΜΗΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΣΑΣ

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ

Β1. α. Σωστό β. Λάθος γ. Λάθος δ. Λάθος ε. Σωστό

170 ΧΡΟΝΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Συμμετοχή του Τεχνολογικού Πολιτιστικού Πάρκου στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό των 170 χρόνων του ΕΜΠ.

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ & ΕΠΑ.Λ. Β 18 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης

ΙΣΤΟΡΙΑ 8 - ΕΜΒΑΘΥΝΣΕΙΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Θ.ΠΑΓΩΝΗΣ, Ε.ΜΙΧΑ ΣΠΟΥΔ. ΟΜΑΔΑ: Β.ΧΑΤΖΗΚΟΥΤΟΥΛΗ, Ε.ΝΕΟΦΥΤΟΥ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ. Ονομασία Φορέα: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΦΙΛΙΠΠΩΝ - ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ - ΘΑΣΟΥ - ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ - ΚΑΒΑΛΑ

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

9. Τοπογραφική σχεδίαση

φυσιογνωµία της για τόσα χρόνια µπορούµε να πούµε ότι οφείλεται κυρίως σε δυνάµεις αυτοπροστασίας που περιέχονται στο εσωτερικό της.

Οι παραδοσιακοί οικισμοί Η ανάδειξή τους και η Χάρτα του Πολιτιστικού Τουρισμού

Ο Σχεδιασμός της Προστασίας και Ανάπτυξης των Παραδοσιακών Οικισμών. Ελένη Μαΐστρου, Καθηγήτρια σχολής Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΧΩΡΩΝ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΜΟΥΤΤΑΛΟΥ

Προτάσεις χρήσεων γης ελεύθερων χώρων και κτηριακού αποθέματος Λειτουργικές ενότητες Στην πρώτη ενότητα Στη δεύτερη ενότητα Στην τρίτη ενότητα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του Ρεμπέτικου

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Α Φάση: :Εμείς και η γειτονιά μας. Α φ ά σ η. Α φάση: Εμείς και η γειτονιά μας 53

AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση

Επιστημονικές Ημερίδες ΤΕΕ/ΕΜΠ Εισαγωγικό σημείωμα

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΕΕ-ΤΚΜ 26 / 2 / 2009 «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΑΕ- ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑΣ»

Τι είναι το Μεταλλευτικό Πάρκο Φωκίδας

Στο Δήμο Κοζάνης η έκταση του Σιδηροδρομικού Σταθμού για 99 χρόνια

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑ ΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ

Δομή και Περιεχόμενο

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ Δ.Σ. ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΠΟΥΓΑΡΙΔΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΑΞΗ : Γ

ΤI ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΘΕΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ; ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ; ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ; ΜΠΟΡΕΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ;

Transcript:

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ Δ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ, ΜΝΗΜΕΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης ΣΗΜΕΙΑ και ΣΥΝΟΛΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΖΩΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ, ΜΝΗΜΕΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης ΣΗΜΕΙΑ και ΣΥΝΟΛΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ 2

Πρόλογος Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι τα τοπία που απέδωσαν οι αιώνες της ιστορίας αυτού του τόπου Κώστας Η. Μπίρης Οι αρχαιολογικοί χώροι, τα ιστορικά σύνολα, τα μνημεία, τα ιστορικά κτίρια και η σχέση τους με το αστικό τοπίο της πόλης της Θεσσαλονίκης αποτελούν αντικείμενο της συγκεκριμένης εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της είναι να διερευνήσει το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη των αρχαιολογικών χώρων στα κέντρα των πόλεων και το ρόλο τους στη διαμόρφωση του δημόσιου χαρακτήρα τους. Έτσι, γίνεται μια προσπάθεια κατανόησης και παρουσίασης της αντιμετώπισης των χώρων αυτών ως σημαντικά στοιχεία της πόλης που διαμορφώνουν την εικόνα και τον χαρακτήρα της και αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν στο παρελθόν, αλλά και έως σήμερα, ως άβατοι χώροι, ως χώροι δημόσιας χρήσης, ως περιορισμένοι, κλειστοί χώροι. Αυτό που ονομάζουμε απλά «αστικό τοπίο» αποκτά άλλη διάσταση στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης, όπου οι αρχαιολογικοί χώροι και τα ιστορικά σύνολα που ξεπηδούν σε κάθε σημείο της πόλης διαμορφώνουν ένα ξεχωριστό σκηνικό, μέσα στο οποίο εξελίσσεται η καθημερινή ζωή των πολιτών. Η γνώση της ιστορίας, η σχέση του χώρου με τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ανθρώπινη δραστηριότητα εκείνων που δημιούργησαν και βίωσαν τον κάθε τόπο, δημιουργούν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, καθώς μεγάλη είναι η σημασία της χωροχρονικής σχέσης των στοιχείων αυτών και ο συσχετισμός των «υπολειμμάτων» διαφορετικών πιθανά εποχών με την σύγχρονη, καθημερινή ζωή. Αυτό που συνδέει τα άψυχα κτίρια μεταξύ τους είναι το ανθρώπινο στοιχείο, η ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως αυτή μεταφράζεται μέσα στο χώρο δράσης τους, καθώς και το πνεύμα που οι ίδιοι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία φέρουν. Τα βασικά ερωτήματα που προσπαθούν να απαντηθούν παρακάτω, αφορούν αρχικά το ζήτημα της διατήρησης, συντήρησης και επανένταξης των αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και ιστορικών συνόλων στα κέντρα των σύγχρονων πόλεων σχετικά με τις ανθρώπινες ανάγκες που το επιβάλλει και στη συνέχεια τον ρόλο τους στο σύγχρονο αστικό τοπίο και την συμβολή τους στο δημόσιο χώρο των κέντρων των πόλεων, όπως αυτός παρουσιάστηκε στο παρελθόν και έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. 3

Το ζήτημα της διατήρησης, συντήρησης και επανένταξης των αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και ιστορικών συνόλων στα κέντρα των σύγχρονων πόλεων Οι πόλεις είναι χωρικές ενότητες, μεγάλες ή μικρές, που εξυπηρετούν ανθρώπινες ανάγκες. Κατά μία έννοια, είναι πυρήνες ζωής που αναπτύσσονται και εξελίσσονται ταυτόχρονα με τον άνθρωπο. Η οργάνωση, η εξέλιξη και ο τρόπος εμφάνισης και δημιουργίας μιας πόλης γίνεται με πολύπλοκες δράσεις και διαδικασίες που δεν μπορούν να προβλεφθούν ή να οργανωθούν εξ αρχής. Στη συγκεκριμένη εργασία αντικείμενο μελέτης αποτελούν οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μνημεία και τα ιστορικά σύνολα, δηλαδή τα δομικά στοιχεία που προέρχονται από παλιότερες εποχές της ζωής της πόλης, που διατηρούνται στα κέντρα των σύγχρονων πόλεων, φέρουν ιστορική, πολιτιστική, αισθητική και συναισθηματική αξία, επηρεάζουν την ζωή της σύγχρονης πόλης και των πολιτών της και προσπαθούν είτε μόνα τους, είτε υποβοηθούμενα από αρχαιολογικές, αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές επεμβάσεις, να ενταχθούν στη σύγχρονη πραγματικότητα και στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Γιατί, λοιπόν, διατηρούνται τα αρχαιολογικά θραύσματα και τα ιστορικά σύνολα στα κέντρα των πόλεων; Όπως ειπώθηκε παραπάνω οι πόλεις είναι χωρικές ενότητες που εξυπηρετούν ανθρώπινες ανάγκες και με βάση αυτή τη λογική πρέπει, σε αυτό το σημείο, να αναζητηθεί η ανθρώπινη ανάγκη που αυτά τα «κομμάτια της πόλης» καλύπτουν. Το θέμα της διατήρησης, συντήρησης και επανένταξης των αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και ιστορικών συνόλων στα κέντρα των πόλεων έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να απασχολεί ιδιαίτερα τον σύγχρονο κόσμο. Θα μπορούσε, λοιπόν, να τεθεί το ερώτημα: γιατί όλη αυτή η προβληματική γύρω από τη διατήρηση, όχι μόνο των επιφανών αρχιτεκτονικών δημιουργημάτων του παρελθόντος αλλά και των απλών και απέριττων οικοδομικών έργων και χώρων της καθημερινής ζωής; Είναι δυνατό να διατηρούμε σε τέτοια έκταση πράγματα φθαρτά, όταν ξέρουμε ότι η αντικατάσταση του παλαιού από το νέο είναι μια αναπότρεπτη ανάγκη και νόμος της ζωής; Τα κτίρια, όπως και όλα τα φυσικά και τεχνητά δημιουργήματα, γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μες στο χρόνο. Ποιος βαθύτερος λόγος μας σπρώχνει σήμερα όσο ποτέ να τα συντηρήσουμε και να τα διασώσουμε 1 ; Η ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για διατήρηση θραυσμάτων του παρελθόντος μέσα στο συνεχές αστικό τοπίο των μεγαλουπόλεων συνδέεται με την ανάγκη του για σύνδεση με το παρελθόν του και τις ρίζες του, καθώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής τον οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα προς το μέλλον και τις εξελίξεις που αυτό επιφέρει τόσο στο αστικό περιβάλλον, όσο και στο τρόπο ζωής του. Παράλληλα, οι μεγάλες διαστάσεις που παίρνει το συγκεκριμένο φαινόμενο της διατήρησης της αρχιτεκτονικής κι πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελώντας κύριο θέμα διεθνών συσκέψεων και συνεδρίων, αποκαλύπτει τις διαστάσεις και 4

την καθολικότητα του φαινομένου, που απορρέει από μια γενική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης για σύνδεσή της με την ιστορία και το παρελθόν της. Ένας από τους οξυδερκέστερους ιστορικούς τέχνης του 20 ου αιώνα, ο Hans Sedlmayr, έγραφε το 1975 ότι αν η σύγχρονη αρχιτεκτονική ήταν μια αρχιτεκτονική με ποιότητα, δεν θα αντιμετωπιζόταν σήμερα σε πανευρωπαϊκή, αν όχι παγκόσμια κλίμακα, το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. 1 Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Γ.Λάββα «Προστασία μνημείων και συνόλων», μια παρόμοια θέση με εκείνη του Hans Sedlmayr, διατυπώνει και ένας από τους καλύτερους γνώστες της λαϊκής μας παράδοσης, ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης, ο οποίος δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν αγαπά και δεν καταλαβαίνει τον παραδοσιακό μας πλούτο, αφού για αυτόν έχει ξοδέψει τη ζωή του ολόκληρη. Σε μία τελευταία του θέση σχετικά με το νόημα της διατηρήσεως της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, ανάμεσα στα άλλα, γράφει τα εξής: «αφού η αρχιτεκτονική πλάθει δοχεία ζωής, θα πρέπει να τα βλέπουμε αυτά όχι σαν μνημεία, αλλά σαν «έμψυχα όργανα» δηλ. σαν πρόσκαιρες κατασκευές, που η ζωή τους είναι περιορισμένη σε χρονική διάρκεια, όσο και η ανθρώπινη ζωή, απάνω στη γη. Και που αυτό σημαίνει, πως όταν ένα σπίτι παλιώσει τόσο, ώστε να μην υπηρετεί πλέον τον άνθρωπο στις ανάγκες της ζωής του, θα πρέπει να πάρει την θέση του ένα καινούργιο. Αρκεί αυτό το καινούργιο να στέκει σωστά και μέσα στο τοπίο, σωστά και δίπλα σε όσα παλιά σπίτια θα μένουν ακόμα, γιατί δεν έχουν τόσο παλιώσει, που να μην λειτουργούν σα δοχεία ζωής» και συνεχίζει: «Όμως γιατί τα λέω όλα αυτά, που μπορεί, ίσως και να σας ξενίζουνε; Τα λέω γιατί αν είχαμε, σήμερα, μια σωστή, σύγχρονη, αληθινή αρχιτεκτονική, δε θα χαμε κανένα πρόβλημα με τα «παραδοσιακά», που πολλά τα θέλουμε και «διατηρητέα». Αφού το κάθε νέο που θα έμπαινε στη θέση του παλιού που θα έφευγε, θα ήτανε το αντάξιό του και σε μορφή και σε κατασκευαστική διάρθρωση και σε λειτουργικότητα και σε ήθος. Και θα συνεχιζότανε έτσι η παράδοση, χωρίς τους «πειρασμούς» για θολές καταστάσεις («διατήρηση της εξωτερικής μορφολογίας», του παλιού, «και εκσυγχρονισμός του εσωτερικού του», -τι φρικτή αντινομία, όταν για να ξανασημειώσω τα λόγια του Πασκάλ: «από την κίνηση του έξω αναγνωρίζει κανείς αυτό που συμβαίνει μέσα» ) και έτσι που να μην είναι καθόλου άνομο, αν κάθε τόσο κατεδαφίζουμε παλιά σπίτια, αφού ό,τι θα στήναμε καινούργιο στη θέση τους, θα σημάδευε (-και το καινούργιο) την ίδια, μια αλήθεια, σε μια πιο νέα γλώσσα και μορφή 1» Οι παραπάνω απόψεις δίνουν μία ερμηνεία στο φαινόμενο διατήρησης και επανένταξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στις σύγχρονες πόλεις, ουσιαστικά όμως, αντιμετωπίζουν το θέμα με μονομέρεια. Μία τόσο απλή σκέψη δεν μπορεί να απαντάει σε ένα τόσο σύνθετο θέμα. Μέσω των παραπάνω απόψεων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η παγκόσμια κινητοποίηση που αφορά το θέμα της διατήρησης της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής 5

ή πολιτιστικής κληρονομιάς και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η συντήρηση και διατήρηση των αρχαιολογικών χώρων και συνόλων οφείλεται απλά στην άσοφη, μη εμπνευσμένη και ποιοτική σύγχρονη αρχιτεκτονική. Μελετώντας τις παραπάνω απόψεις και παρατηρώντας την εξέλιξη τόσο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής, όσο και της προσπάθειας για διαφύλαξη, διατήρηση και ένταξη των αρχαιολογικών θραυσμάτων και συνόλων στο σύγχρονο αστικό τοπίο των μεγαλουπόλεων, αυτό που μπορεί να διατυπωθεί είναι ότι η εξήγηση του φαινομένου είναι πιο πολύπλοκη απ ότι παρουσιάζεται στα παραπάνω κείμενα. Πιο συγκεκριμένα, το βάρος πρέπει να πέσει στην ταχύτητα ανάπτυξης και αλλαγής του σύγχρονου κόσμου και του αστικού τοπίου. Η πρωτοφανής οικοδομική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων είχε σαν αποτέλεσμα την αντικατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των παλιών κελυφών με νέα. Είναι χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η οικοδομική παραγωγή της τελευταίας αυτής περιόδου στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας της ανθρωπότητας. Στην Ελλάδα μόνο μια στατιστική έδειξε ότι από τα 2.800.000 κτίσματα, που υπήρχαν μέχρι το 1972, στον ελληνικό χώρο τα 1.700.000 περίπου ήταν παραγωγή της περιόδου 1947-1972. Η ταχύτητα και η ποσότητα της αλλαγής αυτής του χτισμένου περιβάλλοντος δημιουργεί, λοιπόν, μια νέα σχέση που δεν είναι πια φυσιολογική αλλά τρομακτικά ανισόρροπη, με την έννοια ότι καταστρέφεται η συνομιλία ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και διαταράσσεται έτσι η ομαλή διαδοχή και συνέχεια του δομημένου χώρου στο χρόνο 1. Σε αυτό το σημείο, αναγνωρίζοντας την ταχύτητα με την οποία αλλάζει το αστικό τοπίο του σύγχρονου ανθρώπου, πρέπει να αναλυθούν οι επιπτώσεις που αυτή επιφέρει στη φυσιολογική ζωή και δράση της σύγχρονης κοινωνίας τόσο σήμερα, όσο και στην πορεία της τα τελευταία χρόνια. Είναι γνωστό ότι κάθε κοινωνία βασίζεται και πορεύεται σύμφωνα με την γνώση του παρελθόντος της, μέσω του οποίου ουσιαστικά διαμορφώνεται και λειτουργεί. Έτσι, η γνώση της ιστορικής συνέχειας μιας κοινωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντική και μπορεί να συγκριθεί με την μνήμη ενός ατόμου, η οποία όταν χαθεί δημιουργούνται προβλήματα που αφορούν τόσο την ψυχή του όσο και το πνεύμα. Η μνήμη μιας κοινωνίας ή ενός λαού, είναι το σύνολο των υλικών και πνευματικών έργων, που δημιούργησε ο λαός αυτός στο χώρο και το χρόνο κατά το παρελθόν. Αν οι αποδείξεις αυτών που στην περίπτωσή μας είναι τα μνημεία- λείψουν και δημιουργηθεί κενό στην ιστορική συνέχεια ενός λαού ή μιας κοινωνίας, τότε η ζωή η ίδια θα αναγκασθεί να βάλει στη θέση τους υποκατάστατα 1. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αφορά το παραπάνω θέμα, αποτελεί η πόλη της Βαρσοβίας στην Πολωνία, η οποία αν και καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, μετά το τέλος του αποφασίστηκε να ξαναδημιουργηθεί η πόλη σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια, προκειμένου 6

να ξαναποκτήσει το αρχικό της ύφος και χαρακτήρα. Τότε, το 1957, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Cyrankiewicz δήλωσε ότι «η Πολωνία δεν έχει σκοπό να παραιτηθεί από το δικό της πολιτισμό. Γι αυτό πρόκειται να ανοικοδομήσει τις πόλεις της με τον παλιό χαρακτήρα τους. Τα παλιά πολιτιστικά μνημεία είναι ένα πιστοποιητικό για το δικαίωμα υπάρξεως ενός λαού», φράση που τονίζει με τον γλαφυρότερο τρόπο τα όσα αναλύονται παραπάνω. Έτσι λοιπόν, η διατήρηση και προστασία των θραυσμάτων ή συνόλων πολιτισμού μιας περιοχής ή χώρας αποτελεί απόρροια της ανάγκης για ψυχική ισορροπία του ατόμου στη ροή του άξονα του χρόνου. Παράλληλα η παραπάνω φράση, αποκαλύπτει ουσιαστικά την ανάγκη της κάθε κοινωνίας για εθνική ή γενικότερα τοπική ταυτότητα. Η παραπάνω πρόταση παίρνει ιδιαίτερο μήνυμα στην σύγχρονη εποχή, όπου το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης εμφανίζεται όλο και πιο έντονο. Η ταυτότητα ενός λαού είναι το σύνολο των πράξεων και των έργων που δημιούργησε και δημιουργεί στο χώρο και το χρόνο, το οποίο συνθέτει τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα 2. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η διατήρηση, συντήρηση και επανένταξη των μνημείων και συνόλων δεν είναι απλή και ασήμαντη υπόθεση, αλλά αποτελεί αναγκαιότητα, αφού στοχεύει στη διατήρηση και μεταβίβαση της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και στη συνέχεια του πολιτισμού των λαών στον άξονα του χρόνου. Η προστασία των μνημείων και των ιστορικών συνόλων ενός λαού, αποτελεί απόρροια της ανάγκης των ανθρώπων για ψυχική ισορροπία στη ροή του άξονα του χρόνου, για εθνική ή τοπική ταυτότητα, αλλά και της ανάγκης αντίστασης των ανθρώπων κατά της φθοράς. Πιο συγκεκριμένα, η διαπίστωση από τον άνθρωπο της αδυναμίας αντιστρεψιμότητας του χρόνου, του δημιούργησε την ανάγκη να νικήσει τη φυσική αναγκαιότητα της φθοράς, με μέσα πνευματικά, που μπορούν να ζήσουν και πέρα από τη φθαρτή ζωή του ανθρώπινου σώματος. Τέτοια μέσα είναι η δόξα και η φήμη, που σε αντίθεση με τη φυσική ύπαρξη του ανθρώπου μπορούν να ζήσουν στον άξονα του χρόνου και πέρα από την πεπερασμένη ανθρώπινη χρονική διάσταση 2. Η δόξα και η φήμη κατακτούνται μέσω πράξεων, ενώ η πράξη νικάει τον χρόνο, όταν μεταφέρεται ή διαιωνίζεται με κάποιο απτό μέσο. Η πράξη, λοιπόν, και η μεταφορά της στον άξονα του χρόνου είναι δύο βασικά μέσα ενάντια στη φθορά, που προκαλεί ο χρόνος. Η μεταφορά μιας πράξεως μας αφορά εδώ περισσότερο, γιατί συνδέεται άμεσα με το αντικείμενό μας, δηλαδή τα μνημεία, που είναι οι φορείς και τα σύμβολα των πράξεων 2. Τέλος, παράλληλα με τα παραπάνω, στη σύγχρονη εποχή, στους λόγους για διατήρηση και προβολή των ιστορικών μνημείων και συνόλων συγκαταλέγεται και η 7

ανταγωνιστικότητα της κάθε περιοχής ή χώρας στο ζήτημα της ανάπτυξης του τουρισμού στα κέντρα των πόλεων. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτή η αναγκαιότητα συντήρησης, διατήρησης και λειτουργικού επαναπροσδιορισμού των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών συνόλων μιας πόλης, η οποία αποτελεί πλέον βασικό στόχο και σκοπό κάθε σύγχρονης κοινωνίας. 1. Γιώργος Π. Λάββας,, «Προστασία μνημείων και συνόλων» τεύχος 1, σελ. 37-41 2. Γιώργος Π. Λάββας, «Προστασία μνημείων και συνόλων» τεύχος 1, σελ. 41-45 8

Θεωρητικές προσεγγίσεις των αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και ιστορικών συνόλων στα κέντρα των πόλεων Το ζήτημα των αρχαιολογικών χώρων και των άμεσων περιβαλλόντων χώρων των μνημείων και ιστορικών συνόλων στα ιστορικά κέντρα των πόλεων έχει κατά καιρούς απασχολήσει πολλούς θεωρητικούς, καθώς η σημασία και ο ρόλος τους μπορούν να δεχτούν διαφορετικές ερμηνείες και να εξυπηρετήσουν διαφορετικές ανάγκες. Οι παραπάνω χώροι βιώνονται από τους κατοίκους και επισκέπτες των πόλεων ως δημόσιοι χώροι και έχουν εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο, ως τόποι διαχρονικοί αλλά και καθημερινοί συγχρόνως που εκτονώνουν, όπου είναι δυνατό, τις ανάγκες της δημόσια ζωής της κάθε πόλης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στους θεωρητικούς τρόπους αντιμετώπισης και αντίληψης των ιστορικών δημοσίων χώρων στις πόλεις, στο βαθμό που εμπεριέχονται η έννοια του τόπου, οι συμβολισμοί τους και η ανάγνωση της ιστορικής και διαχρονικής τους συνέχειας. Σε μία ιστορική πόλη, την «πόλη της συλλογικής μνήμης», όπως την ονομάζει η Christine Boyer, ανακαλύπτουμε τα επάλληλα στρώματα του ιστορικού χρόνου, ή τα διάφορα αρχιτεκτονικά στρώματα, που συνυπάρχουν, εφάπτονται, χωρίς αναγκαστικά να παίρνουν υπόψη τους το ένα το άλλο. Στο φαινόμενο της αργής διάταξης της πόλης σε στρώματα, όταν μια χρονική φάση προστίθεται πάνω στην άλλη, φέρνοντας μαζί της νέες μορφές και πολιτισμικές πρακτικές, το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται ως γεγονός εμπλουτισμού. Το θέμα όμως είναι τελείως διαφορετικό και πολυσύνθετο όταν εμφανίζονται τμηματικές λογικές στην ίδια χρονική περίοδο, όταν ένας τόπος ένας φλοιός-μιας προηγούμενης περιόδου έρχεται στην επιφάνεια της τρέχουσας πόλης. Οι «παράλληλες πόλης» θέτουν εμπόδια η μία στην άλλη, συγκρούονται ή αλληλοαγνοούνται, καθώς διατηρούν και οι δύο τον παρόντα ρεαλιστικό χώρο 3. Σε αυτούς τους ακριβώς τους τόπους, στις ρωγμές του αστικού ιστού, εντοπίζεται η ανάγκη επέμβασης προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα στη μνήμη και τη συνέχεια και να δημιουργηθεί το μέλλον της σύγχρονης πόλης. Η λογική, η ένταση, η «ηθική» τελικά, αυτών των επεμβάσεων, είναι ένα μεγάλο θέμα 3. Κάθε αρχαιολογικός χώρος ή χώρος μνημείου που στέκει χωρίς λειτουργικό ρόλο στο κέντρο μιας πόλης ουσιαστικά έχει τον χαρακτήρα του κλειστού «ιερού» χώρου, που δεν μπορεί να προσεγγιστεί ή να βιωθεί από τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο προσδιορισμός των χώρων αυτών και του ρόλου τους έχει επιχειρηθεί πολλές φορές να προσδιοριστεί και πολλές είναι οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί στο ερώτημα αυτό. Σε μία πρώτη προσέγγιση μπορεί να ειπωθεί ότι οι χώροι αυτοί λειτουργούν, ουσιαστικά, ως «άβατοι» χώροι, ως χώροι φύλαξης της ιστορικής κληρονομιάς και της μνήμης. Ο χαρακτήρας αυτός, όπως ορίζεται 9

παραπάνω, δεν αφήνει τα περιθώρια ταύτισης των χώρων αυτών με τη λειτουργία της σύγχρονης ζωής. Έτσι, οι αρχαιολογικοί χώροι που βρίσκεται στις παρυφές ενός διαρκώς μεταλλασσόμενου αστικού ιστού, ζουν, ουσιαστικά, σε διαφορετικούς ρυθμούς, αποτελούν μία ρωγμή στη διαδοχή των αστικών γεγονότων και ένα σύστημα ασυνέχειας, καθώς ο χρόνος κυλά πιο αργά σε αυτούς και είναι πολύ δύσκολο να συντονιστούν με την ζωή και λειτουργία της σύγχρονης πόλης. Ο Χρήστος Παπούλιας προσπαθώντας να καθορίσει ή να προσδιορίσει τον ρόλο των χώρων αυτών στις σύγχρονες πόλεις αναφέρεται στο κείμενο του Michele Foucault και κάνει λόγο για ετεροτοπικούς χώρους, δηλαδή για χώρους με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ποιότητες από την υπόλοιπη πόλη. Ο Rossi, παράλληλα, είναι αυτός που υποστηρίζει ότι ουσιαστικά η πόλη γίνεται αντιληπτή και ταυτίζεται με την συλλογική μνήμη των πολιτών της. Με αυτή την έννοια η συλλογική μνήμη γίνεται το νήμα που διαπερνάει όλη την πολύπλοκη δομή της πόλης με τον ίδιο τρόπο που η μνήμη διατρέχει ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου. Μία άλλη άποψη διατυπώνεται από την Christine Boyer, σύμφωνα με την οποία η μεταμοντέρνα εικονοποίηση του χώρου και του χρόνου, εκμεταλλεύεται την ιστορία και τα θραύσματα του παρελθόντος για μια ρομαντική και παραπλανητική αντίληψη της πόλης. Οι παραπάνω απόψεις, καθώς και ένα πλήθος άλλων που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα ουσιαστικά αποδεικνύουν τη πολυπλοκότητα που παρουσιάζουν θέματα που αφορούν τον χειρισμό και τον σχεδιασμό την πόλης γενικότερα, και της πόλης σε σχέση με τους αρχαιολογικούς και πολιτιστικούς της χώρους ειδικότερα. Η ποικιλία των απόψεων και ερμηνειών που παρουσιάζονται παραπάνω, εξηγείται καθώς η σχέση των πόλεων με τα μνημεία και τους ιστορικούς τόπους είναι σύνθετη και εμπεριέχει λειτουργίες ολόκληρης της κοινωνίας που αφορούν θέματα λειτουργίας, θρησκευτικά, αισθητικά, συμβολικά, ιδεολογικά, βιωματικά και συναισθηματικά. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ταυτότητα μιας περιοχής ή χώρας είναι άμεσα συνυφασμένη με τους αρχαιολογικούς χώρους, τα μνημεία και τα ιστορικά της σύνολα. Η διατήρηση και προστασία των περιοχών αυτών στα κέντρα των σύγχρονων πόλεων, αποτελεί λοιπόν, μία αναγκαιότητα που όμως απαιτεί χωρικές και υλικές θυσίες, καθώς και πολύπλοκους χειρισμούς που αφορούν την σύνδεση των χώρων αυτών με την σύγχρονη πόλη και την καθημερινή ζωή των πολιτών και υπαγορεύουν τρόπους ανάγνωσης και θέασης των συμβολικά φορτισμένων ιστορικών τόπων. Εξάλλου, σήμερα, μέσα σε ένα νέο καθεστώς παγκοσμιοποίησης η διατήρηση, συντήρηση και προστασία των χώρων αυτών, η αναζήτηση του διαφορετικού ή της ιδιαιτερότητας της κάθε περιοχής αποκτούν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία. 3. «Αρχαιολογικοί τόποι μέσα στον αστικό ιστό : ένταξη ή περιχαράκωση?» στο «Ήπιες Επεμβάσεις και Προστασία Ιστορικών Κατασκευών» 10

Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης 1. Αντιμετώπιση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων σύμφωνα με τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και συνέπειές της Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με μεγάλη σε διάρκεια και σημαντική σε περιεχόμενο ιστορία. Από το 315 π.χ. που ιδρύθηκε, έχουν περάσει πάνω από 2.300 χρόνια. Σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο των 23 αιώνων, η πόλη, που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στο εσωτερικό του Θερμαϊκού κόλπου του βόρειου Αιγαίου, διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής ιστορίας και υπήρξε η πόλη με την πιο έντονη παρουσία σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Η Θεσσαλονίκη στους 23 αιώνες ζωής της, έζησε πολλές αλλαγές και μετασχηματισμούς και κατέκτησε τους ρόλους της αρχαίας, ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής πόλης, του μεσαιωνικού κάστρου και του σημαντικού κέντρου της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ειδικότερα, κατά την περίοδο του Βυζαντίου, η Θεσσαλονίκη αποτελεί μαζί με την Κωνσταντινούπολη τους δύο κύριους πόλους ανάπτυξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στη μακραίωνη ιστορία της για πάνω από 1.000 χρόνια 4. Όλη η ιστορία της πόλης αποτυπώνεται σήμερα στο πλήθος των μνημείων και αρχαιολογικών θραυσμάτων που συναντά κανείς, κυρίως στο ιστορικό κέντρο της. Το συγκρότημα του Γαλερίου με την Αψίδα, τη Βασιλική, το Οκτάγωνο και τους χώρους του ανακτόρου, η Ροτόντα, η ρωμαϊκή αγορά διαμορφωμένη με τις στοές και το θέατρο στο ένα άκρο του αρχαιολογικού χώρου, τα τείχη της πόλης που ορίζουν ακόμη και σήμερα το ιστορικό της κέντρο, ο Λευκός Πύργος και η Ακρόπολη, η Άνω Πόλη, τα οθωμανικά κτίρια, τζαμιά και χαμάμ, τα περίφημα βυζαντινά μνημεία και οι εκκλησίες αποτελούν σκηνικά άλλων εποχών, κομμάτια του παρελθόντος της πόλης, ανάμεσα στα οποία διαδραματίζεται και εξελίσσεται η σύγχρονη ζωή των κατοίκων της πόλης. Προκειμένου να κατανοηθεί η εικόνα του κέντρου της Θεσσαλονίκης και της σχέσης της με τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς της χώρους που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα γίνει μια αναφορά στον τρόπο που οργανώθηκε και σχεδιάστηκε η πόλη κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στην πορεία θα φανεί και το πόσο δραστικά επηρέασε ο σχεδιασμός αυτός στην εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η πόλη, όσο αφορά την σχέση της με τους περισσότερους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία που βρίσκονται στο κέντρο της. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της πόλης της Θεσσαλονίκης οργανώθηκε και διαμορφώθηκε από την αρχή μετά τις καταστροφές που έζησε η πόλη, με τελευταία την πυρκαγιά του 1917. Οι βασικές αρχές σχεδιασμού της πόλης που ακολουθήθηκαν από την πρόταση των Hebrard και Κατσίκη λάμβαναν υπόψη τους τα μνημεία και τα αρχαιολογικά 11

σύνολα της πόλης καθώς υπήρχαν πλήρη σχέδια σημαντικών δημοσίων κτιρίων, επιβολή όψεων σε χώρους που συνθέτουν αρχιτεκτονικά σύνολα και δημιουργία ελεγμένου περιβάλλοντος γύρω από τα σημαντικά βυζαντινά μνημεία 5. Παράλληλα, κατά την οργάνωση και τον σχεδιασμό της πόλης οι αρχιτεκτονικές μορφές και η πολεοδομική παράδοσή της αφήνεται να επιβιώσει σε πολύ συγκεκριμένα και πλαισιωμένα σημεία της. Η ιδιότυπη γηγενής πολιτιστική και μορφολογική ανάπτυξη εκλαμβάνεται ως στοιχείο προς μελέτη και αξιοποίηση και όχι προς πλήρη εξάλειψη. Ωστόσο, η αξιοποίηση αυτή δε ξεκινά από κάποια αντίληψη σεβασμού και ισότητας ως προς τις αρχές και τις αναγκαιότητες στις οποίες απαντά αυτή η μορφολογία. Η πίστη στην υπεροχή των νέων χαράξεων είναι ριζωμένη σε όλους, σχεδιαστές και αποδέκτες. Η Άνω Πόλη διατηρείται, με ορισμένες διανοίξεις δρόμων και με την πλαισίωση των τειχών με πάρκα. Μια περιοχή παραδοσιακών αγορών χωροθετείται και πάλι στην καρδιά του ιστορικού κέντρου αλλά μία εντελώς νέα «δυτικίζουσα» μορφολογία ιστού υιοθετείται στο νεοσχεδιαζόμενο τμήμα πολιτικό και οικονομικό κέντρο της πόλης- υπενθυμίζοντας και επιβάλλοντας έτσι την ιεραρχία στα διαφορετικά πολιτισμικά συστήματα. Συνεπής ως προς το προηγούμενο σκεπτικό είναι και η στάση προς τα θεωρούμενα μνημεία, δημόσια ή θρησκευτικά κτίρια. Η σχεδιαστική πρόταση τα εντοπίζει, τα αποσπά από τον περίγυρό τους και τα αποδίδει στο συνολικό χώρο της πόλης. Βασική τους λειτουργία γίνεται η πολιτισμική-μνημειακή, και όχι η κάλυψη των πολλαπλών κοινωνικών αναγκών της παλιάς τους γειτονιάς ή ενορίας. Ας σημειωθεί ότι πολλές προθέσεις επενδύονται στην «αξιοποίηση» αυτή των μνημείων, κυρίως λόγω της επιθυμία να αποκτήσει η πόλη και πάλι χαρακτήρα μέσω των μνημείων της, αντί πάσης ξενικής επιρροής 5. Το παραπάνω σκεπτικό στην αντιμετώπιση των μνημείων και των αρχαιολογικών συνόλων της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αν και δεν ακολουθήθηκε πλήρως στην πράξη πολλές από τις παραπάνω αρχές σχεδιασμού αλλά και τις αρχικές αποφάσεις που αφορούσαν τον σχεδιασμό της πόλης δεν ακολουθήθηκαν- οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην αποξένωση και ουσιαστικά την απομάκρυνση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων από την καθημερινή ζωή των πολιτών της Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα μνημεία απογυμνωμένα από την αρχική τους λειτουργία αντιμετωπίζονται σαν μουσειακά αντικείμενα και με την πάροδο του χρόνου ερημώνουν, αποδίδοντας στην πόλη τη σημερινή τους εικόνα, αυτή της απομάκρυνσης από τη δημόσια ζωή της πόλης, εγκατάλειψης και πλήρης υποβάθμισης του δημόσιου χαρακτήρα τους. Πιο αναλυτικά, οι καταστροφές που έζησε η πόλη της Θεσσαλονίκης, οι παραπάνω σχεδιαστικές αρχές που ακολουθήθηκαν κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό της και η μεγάλη οικιστική ανάπτυξη που έζησε τα τελευταία χρόνια η πόλη διαμόρφωσαν μία πραγματικότητα στον αστικό ιστό του κέντρου της που είναι ιδιαίτερα εμφανής ακόμη και 12

σήμερα, όπου οι αρχές αντιμετώπισης των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων έχουν αλλάξει. Η σχέση, λοιπόν, της πόλης με τους αρχαιολογικούς της χώρους και τα μνημεία της παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν και ουσιαστικά διαμορφώνουν το αστικό τοπίο του κέντρου της πόλης. Πιο συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά αυτά συνοψίζονται παρακάτω: 1. Τα κυριότερα βυζαντινά μνημεία της πόλης βρίσκονται τοποθετημένα πάνω στους μεγάλους άξονες της, γεγονός που δημιουργεί ένα ενδιαφέρον αστικό τοπίο, αλλά παράλληλα περιορίζει στο ελάχιστο τις δυνατότητες σύνδεσής τους καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο τους. Η τοποθέτηση των μνημείων στους βασικούς άξονες της πόλης είναι αποτέλεσμα της πολεοδομικής τακτικής που ακολουθήθηκε κατά τον σχεδιασμό της πόλης το 1917 από τον E. Hebrard, με τη συμμετοχή του Α. Ζάχου και του Κ. Κατσίκη, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα μνημεία ως κορυφώσεις, σημεία αναφοράς πάνω στις μεγάλες οδούς της πόλης (εικ. 1, 2, 3) Εικ.1 Η Ροτόντα (Άγιος Γεώργιος) τοποθετημένη πάνω στον άξονα της οδού Δημητρίου Γούναρη. Πηγή φωτογραφίας : Καραδήμου Γερόλυμπου, «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, σελ.167 Εικ.2 Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας τοποθετημένη πάνω στους άξονες των οδών Αγίας Σοφίας και Ερμού. Πηγή φωτογραφίας : Καραδήμου Γερόλυμπου, «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, σελ.213 Εικ.3 Σύγχρονη άποψη της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας από τον άξονα της οδού Ερμού. Η εικόνα παρουσιάζει χαρακτηριστικά τον τρόπο που η πολεοδομική σκέψη και πολιτική των αρχών του προηγούμενου αιώνα αποτυπώνεται στη πραγματικότητα της πόλης σήμερα. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο 13

2. Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται βυθισμένα σε χαμηλότερα επίπεδα σχετικά με αυτό που αναπτύσσεται η σύγχρονη πόλη. Αυτό είναι συνέπεια των καταστροφών και πυρκαγιών που έζησε η πόλη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι οποίες κατέστρεψαν το ιστορικό κέντρο της πόλης και ακολουθήθηκαν από μεγάλες επιχωματώσεις που αλλοίωσαν την μορφή της και την βύθισαν κάτω από το νέο επίπεδο που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η σύγχρονη πόλη (εικ.4, 5, 6). Εικ.4 Ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Ναβαρίνου και η σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Εικ.5 Ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Διοικητηρίου. Η υψομετρική διαφορά του επιπέδου της σύγχρονης πόλης και των αρχαίων κτισμάτων ξεπερνά τα πέντε μέτρα. Πηγή φωτογραφίας : Ξενοφών Γιαννάκης/ Πρόδρομος Νικηφορίδης/ Κυριακή Πετρίδου/ Παρασκευή Ταράνη, «Θεσσαλονίκη Πάνω Κάτω», ΤΕΕ Εικ.6 Ο αρχαιολογικός χώρος της ρωμαϊκής αγοράς στον άξονα της Αριστοτέλους. Η υψομετρική διαφορά του επιπέδου της σύγχρονης πόλης με τον αρχαιολογικό χώρο παρουσιάζεται ιδιαίτερα μεγάλη. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο 3. Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από έντονη οικιστική πυκνότητα. Οι υπάρχουσες χωρικές σχέσεις της σημερινής πόλης με τα μνημεία και τις αρχαιολογικές ρωγμές είναι σχέσεις οικειότητας και αμεσότητας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να οριστούν με σαφήνεια τα όρια ανάμεσα στη «σύγχρονη πόλη» και τους αρχαιολογικούς χώρους, καθώς υπάρχει αλληλοδιείσδυση και αλληλοκάλυψη των περιοχών τους (εικ. 7, 8, 9) 14

Εικ.7 Τα όρια του αρχαιολογικού χώρου της Ναβαρίνου με τον περιβάλλοντα χώρο, όπως παρουσιάζονται σήμερα. Πηγή φωτογραφίας : Φωτογραφία από ενημερωτικού πίνακα του αντίστοιχου αρχαιολογικού χώρου. Εικ.8 Τα ερείπια της Κινστέρνας στην οδό Ολυμπιάδος. Η αλληλοκάλυψη των ορίων των αρχαιολογικών ευρημάτων με την σύγχρονη καθημερινότητα είναι εμφανής. Πηγή φωτογραφίας : «Η άγνωστη πόλη Διαμορφώσεις 10 αρχαιολογικών χώρων στη Θεσσαλονίκη», σελ. 72 Εικ.9 Τα όρια του αρχαιολογικού χώρου της ρωμαϊκής αγοράς με τον περιβάλλοντα χώρο είναι ιδιαίτερα αυστηρά. Τα αρχαία κτίσματα διακόπτονται από τους περιμετρικούς δρόμους και πεζόδρομους που οριοθετούν τον αρχαιολογικό χώρο. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η σχέση της πόλης με τους αρχαιολογικούς χώρους του κέντρου της και τα μνημεία παρουσιάζεται υποβαθμισμένη. Έτσι, αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Θεσσαλονίκη είναι από τις μοναδικές πόλεις που τα μνημεία της και τα ερείπια μιας πολυποίκιλης ιστορικής στρωματογραφίας, βρίσκονται σε τόσο άμεση συνύπαρξη με τον σύγχρονο αστικό ιστό, καταγράφοντας τον ιστορικό της κοσμοπολιτισμό αλλά και μία αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια, οι υπάρχουσες χωρικές σχέσεις της σύγχρονης πόλης με τα μνημεία και τις αρχαιολογικές «ρωγμές» μετατρέπονται τις περισσότερες φορές από σχέσεις οικειότητας και αμεσότητας σε σχέσεις δυσαρμονικής συνύπαρξης. Τα μνημεία της Θεσσαλονίκης, οι αρχαιολογικοί της χώροι και τα ιστορικά σύνολα βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, επιβάλλοντας «ανάσες» στον αστικό της ιστό, προκαλώντας αλλαγή κλίμακας, την ανθρώπινη επικοινωνία και την απρόσμενη ενσωμάτωση ενός διαφορετικού περιβάλλοντος στο καθημερινό αστικό τοπίο. Υπάρχει πάντα μια ποικιλία συμβολισμών και σηματοδοτήσεων στον αστικό και κοινωνικό χώρο που περιβάλλει τα μνημεία: λατρεία, αναψυχή, επικοινωνία. Το γεγονός αυτό, δημιουργεί μια 15

πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα ποικιλία στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον της πόλης και ανακουφίζει από το υλικό και «αισθητικό» του βάρος. Εικ. 10-16 Τα μνημεία της Θεσσαλονίκης, οι αρχαιολογικοί της χώροι και τα ιστορικά σύνολα βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, επιβάλλοντας «ανάσες» στον αστικό της ιστό, προκαλώντας αλλαγή κλίμακας, την ανθρώπινη επικοινωνία και την απρόσμενη ενσωμάτωση ενός διαφορετικού περιβάλλοντος στο καθημερινό αστικό τοπίο Πηγή φωτογραφιών : Προσωπικό αρχείο 16

Η σχέση των μνημείων και αρχαίων με το αστικό τοπίο στη πόλη της Θεσσαλονίκης είναι άμεση και έντονη. Η πληθώρα των αρχαιολογικών θραυσμάτων, η εγγύτητά τους με τα σύγχρονα κτίρια και η έλλειψη ελεύθερου δημοσίου χώρου κάνει τη σχέση αυτή ακόμα πιο ισχυρή. Παρόλα αυτά, όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, η απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας ενσωμάτωσής τους τα τελευταία χρόνια, η καθιέρωση περιοχών ή ζωνών που απομόνωσαν τους χώρους αυτούς και τα μνημεία από την καθημερινότητα των πολιτών και από κάθε λειτουργική τους χρήση είχαν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της παρουσίας τους στο δημόσιο χώρο και στην καθημερινή συνείδηση των πολιτών και επισκεπτών της πόλης. 4. Πετρίδου Ζωή, «Το ιερό στην Πόλη», σελ. 3 5. Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου, «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917», σελ. 132-133 17

2. Ζητήματα διαχείρισης και τρόποι σύγχρονης αντιμετώπισης των αρχαιολογικών χώρων, συνόλων και μνημείων ως τμήματα του αστικού τοπίου και σύνδεσή τους με τον δημόσιο χώρο. Έχοντας αναλύσει παραπάνω τους λόγους που οδηγούν τον σύγχρονο άνθρωπο στην ανάγκη διατήρησης και προστασίας της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής του κληρονομιάς και έχοντας αναφέρει την αντιμετώπιση που αυτοί οι χώροι δέχτηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και την εικόνα που αυτή η αντιμετώπιση επέφερε, θα γίνει μια προσπάθεια παρουσίασης της αντιμετώπισης των χώρων αυτών σε πιο πρακτικό πλέον επίπεδο, σε ότι αφορά την παρουσία τους στο αστικό τοπίο και τη σχέση τους με τον δημόσιο χώρο, όπως αυτή διαμορφώθηκε και παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα ιστορικά σύνολα αποτελούν θραύσματα άλλων εποχών, που εντάσσονται με μοναδικό τρόπο στο σύγχρονο αστικό τοπίο. Έτσι, αποτελούν, ουσιαστικά, σκηνικά, όπου εξελίσσεται η σύγχρονη ζωή. Στην περίπτωση της πόλης της Θεσσαλονίκης, όπως και σε άλλες ιστορικές πόλεις, οι χώροι αυτοί παρουσιάζουν ένα ακόμη πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό, που παρουσιάζεται σε λίγες ιστορικές πόλεις της Ελλάδας και της Ιταλίας. Καλύπτουν, δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χώρου του κέντρου της και ουσιαστικά αποτελούν τους μοναδικούς της «ανοιχτούς ή ελεύθερους» χώρους. Ο χειρισμός των αρχαιολογικών χώρων και συνόλων από τους αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες και άλλους αρμόδιους και η σχέση τους με τον δημόσιο χώρο διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια ακολουθώντας διαφορετικές λογικές, που κρίνονται κατάλληλες ανάλογα με τις θεωρητικές προσεγγίσεις που αφορούν τα θέματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ξεκινώντας την ανάλυση των τρόπων που αντιμετωπίστηκαν οι χώροι αυτοί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, γίνεται αναφορά στο δημόσιο ή μη χαρακτήρα τους και στη συμμετοχή τους ή μη στη δημόσια ζωή της πόλης. Τα τελευταία χρόνια η αντιμετώπιση των παραπάνω χώρων παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από αυτήν που παρουσιάστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Έτσι, η απομόνωση, περίφραξη, λειτουργική κατάργηση και μνημειακή αντιμετώπιση έδωσε τη θέση της σε όρους όπως ένταξη, επανάχρηση, λειτουργική αξιοποίηση. Η ένταξη των ιστορικών κτιρίων, συνόλων και μνημείων στο αστικό τοπίο της πόλης αλλά και στη σύγχρονη ζωή των κατοίκων της αποτελεί πλέον τον κυριότερο στόχο των αρμοδίων κάθε φορά αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, καθώς κρίνεται απαραίτητη για την αύξηση της διδακτικής αξίας των χώρων πολιτισμού της. Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί και 18

την μετατροπή των αρχαιολογικών χώρων και συνόλων από απλούς χώρους «διακόσμησης» ή «ντεκόρ» της πόλης, σε ουσιαστικούς χώρους λειτουργίας και χρήσης. Έτσι, οι βασικές συνιστώσες οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στις σύγχρονες επεμβάσεις στους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και στα μνημεία αφορούν την διατήρηση, προστασία, ερμηνεία, ανάδειξη, επανάχρηση και ένταξη των αρχαιολογικών θραυσμάτων στον σύγχρονο αστικό ιστό. Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις, η ερμηνεία και αντίληψη των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων αποτελεί σημείο διερεύνησης που αγγίζει την ουσία του σχεδιασμού. Στόχος είναι η προσέγγιση και η προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του κάθε χώρου ή μνημείου, ώστε να αποτελέσει μέσο σύνδεσης του παρελθόντος με τον παρόν. Στη σημερινή εποχή δε νοείται προστασία χωρίς οργανική ένταξη του αρχαιολογικού χώρου με στο περιβάλλον. Με τον όρο ένταξη δεν νοείται μόνο προσαρμογή κατασκευαστικών και μορφολογικών στοιχείων, αλλά και λειτουργική και κοινωνική ένταξη, που επιτυγχάνεται μέσα από την ενεργοποίηση του αρχαιολογικού χώρου και την οργανική επαφή του με τον κάτοικο ή επισκέπτη της πόλης. Η μονοσήμαντη αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων στον ιστό της πόλης ως μουσειακό είδος δεν αρκεί για την περαιτέρω επιβίωσή τους, ενώ παράλληλα η βιωματική εμπειρία του ιστορικού τόπου και των μνημείων που προτείνεται πλέον, θα επιτρέψει την ανάπτυξη οικειότητας με τους χώρους και τα μνημεία και τελικώς την κατανόηση και ένταξή τους στη δημόσια ζωή της πόλης 6. Πρόκειται ουσιαστικά για μία σύνθετη διαδικασία που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί. Παρόλα αυτά, πολλές προτάσεις έχουν σχεδιαστεί μέχρι σήμερα και ορισμένες έχουν πραγματοποιηθεί ήδη, προκειμένου οι αρχαιολογικοί χώροι και τα ιστορικά κτίρια και σύνολα να ενταχθούν στο σύγχρονο αστικό ιστό, εγκαταλείποντας τον αρχικό τους ρόλο ως απλά περιορισμένα, χωρίς συνέχεια αστικά τοπία, που λειτουργούσαν απλά ως σκηνικά των σύγχρονων δραστηριοτήτων της πόλης ή ως άβατοι τόποι. Οι προτάσεις και τα βήματα που ακολουθήθηκαν προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αλλαγή αυτή, καθώς και οι σύγχρονες πρακτικές αντιμετώπισης τέτοιων θεμάτων αναλύονται παρακάτω. Μικρές πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που επιχειρούν να συνδέσουν, είτε νοητά, είτε πραγματικά τους ιστορικούς χώρους και μνημεία με τον σύγχρονο ιστό της πόλης και τα σύγχρονα κτίρια. Πρόκειται ουσιαστικά για επεμβάσεις πολύ μικρής κλίμακας, των οποίων τα αποτελέσματα τις περισσότερες φορές κρίνονται ανεπιτυχή, καθώς δεν καταφέρνουν να αυξήσουν το δημόσιο χαρακτήρα των αρχαιολογικών χώρων και θραυσμάτων της πόλης. Τα περισσότερα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας περιορίζονται σε αμήχανες και άτολμες διαμορφώσεις στο επίπεδο του εδάφους, που πολλές φορές δεν γίνονται αντιληπτές στην καθημερινότητα των πολιτών ή των επισκεπτών της πόλης. Κάποια από αυτά τα παραδείγματα εμφανίζονται στις παρακάτω φωτογραφίες. 19

Εικ.17 Μικρή παρέμβαση με την δημιουργία γέφυρας που ενώνει -περισσότερο νοητάτην πανεπιστημιούπολη την Ροτόντα και την πλατεία της Αψίδας του Γαλερίου, διακόπτοντας τμήμα του ανατολικού τείχους της πόλης. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Εικ.18 Δημιουργία άξονα περιπάτου που επιτρέπει την οπτική επαφή του συνόλου των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται κατά μήκος της Δ. Γούναρη και αποτελούν τμήμα του συγκροτήματος του Γαλερίου. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Εικ.19 Διαμόρφωση στο επίπεδο του εδάφους στην πλατεία Αριστοτέλους. Κτίρια διαφορετικών περιόδων και αρχιτεκτονικών μορφών ενώνονται νοητά. Στόχος των μελετητών είναι η ενιαία λειτουργία της αρχαιολογίας και του αστικού σχεδιασμού. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Εικ.20 Διαμόρφωση στο επίπεδο του εδάφους με νοητή συνέχιση των τειχών και των τμημάτων του θεάτρου του αρχαιολογικού χώρου της ρωμαϊκής αγοράς στο δάπεδο του περιβάλλοντος χώρου. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο 20

Εικ.21 Μικρή διαμόρφωση με τη μορφή μπαλκονιού στον αρχαιολογικό χώρο της ρωμαϊκής αγοράς που επιτρέπει την στάση και συνολική εποπτεία του χώρου από τους περαστικούς. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Παράλληλα με τις παραπάνω περιπτώσεις που αφορούν την σύνδεση των αρχαιολογικών χώρων και θραυσμάτων με τον αστικό ιστό σε ανοιχτούς χώρους πλατειών ή ελεύθερων, δημόσιων χώρων, αρκετά είναι τα παραδείγματα προσπαθειών σύνδεσης των παραπάνω με τα σύγχρονα, δημόσια, κυρίως, κτίρια της πόλης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για προσπάθειες σύνδεσης, σε αρχιτεκτονικό περισσότερο επίπεδο, σύγχρονων κτιρίων με το άμεσο περιβάλλον τους που παρουσιάζει ιστορικό και διδακτικό ενδιαφέρον. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η νέα δημοτική βιβλιοθήκη στο κέντρο της πόλης (εικ.12). Εικ.22 Το παράδειγμα της δημοτικής βιβλιοθήκης στη Θεσσαλονίκη. Το κτίριο έχει τη δική του αυτόνομη παρουσία, έχοντας συμπεριλάβει στην αρχιτεκτονική επίλυσή του και το τμήμα του ανατολικού τείχους της πόλης που το διατρέχει. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Το παραπάνω παράδειγμα, αν και δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερα επιτυχημένο, καθώς η αντιμετώπιση του αρχαίου τμήματος κρίνεται σχετικά πρόχειρη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας μορφής νέου χειρισμού. Έτσι, το «πάντρεμα» του «παλιού» με το «καινούργιο» αποτέλεσε μία νέα μορφή αντίδρασης που έχει πλέον αρχίσει να δίνει νέα παραδείγματα με ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, όπου πλέον τη καινούργια μορφή δεν αποτελεί απλά ένα κτίριο με κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά μία αρχιτεκτονική σύνθεση που εξυπηρετεί τη σήμανση και σύνδεση του αρχαιολογικού 21

χώρου με το σύγχρονο περιβάλλον του, έχοντας ως στόχο την αύξηση της ερευνητικής και διδακτικής του αξίας. Παράδειγμα αποτελεί το Modern Museum of Roman Art, στη Μέριδα της Ισπανίας όπου αποφασίστηκε η κάλυψη της έκτασης ενός αρχαιολογικού τόπου, όπου βρέθηκαν ερείπια ρωμαϊκού αστικού ιστού. Η δομή του ρωμαϊκού ιστού περνάει στο ίδιο το κτίριο, με την κατασκευή τοίχων του κτιρίου πάνω στα αρχαία ερείπια. Με αυτόν τον τρόπο, το ίδιο το κτίριο αποτελεί μια μόνιμη αναφορά στην αρχική στρωματογραφία και συνδέει το αρχαίο με το σύγχρονο περιβάλλον. Οργάνωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων στους χώρους με ιστορική και αρχαιολογική αξία, προκειμένου αυτοί να αποκτήσουν ουσιαστική παρουσία στη συνείδηση των πολιτών Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα ιστορικά σύνολα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλές φορές χάνουν την ιστορική και πολιτιστική τους αξία στη συνείδηση των πολιτών μιας πόλης, καθώς η παρουσία τους στο τοπίο των καθημερινών εργασιών και δράσεων οδηγεί στην προσωρινή αναστολή της αρχαιολογικής τους ιδιαιτερότητας. Παράλληλα, η μακροχρόνια αποσύνδεση τους από τη δημόσια δράση και η αποσπασματικότητα με την οποία εμφανίζεται η ιστορική στρωματογραφία της πόλης είναι αποτέλεσμα της επέκτασης του σύγχρονου αστικού ιστού και ως ένα βαθμό είναι το φυσικό της επακόλουθο. Ενισχύεται, όμως, και από την αποσπασματικότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ο κάθε αρχαιολογικός χώρος. Ο ιστορικός τόπος που βρίσκεται μέσα στον αστικό ιστό μιας σύγχρονης πόλης δεν αποτελεί αποκλειστικά πεδίο αρχαιολογικής έρευνας. Η οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων σε αρχαιολογικούς χώρους της πόλης που έχουν υποστεί διαδικασίες συντήρησης και αποκατάστασης αποτελεί ένα ακόμα βήμα, ώστε οι χώροι αυτοί να αποκτήσουν ξανά τον χαμένο τους δημόσιο χαρακτήρα, όμως δυστυχώς οργανώνονται τελείως αποσπασματικά και σπάνια. Τέτοια παραδείγματα που μπορούν να αναφερθούν είναι ορισμένες παραστάσεις και πολιτιστικές δραστηριότητες μικρής διάρκειας που οργανώθηκαν στο χώρο της ρωμαϊκής αγοράς στο συντηρημένο θέατρο της ρωμαϊκής αγοράς και στις στοές της στον ιστορικό άξονα της Αριστοτέλους. Εικ.23 Είσοδος στο μικρό θέατρο της ρωμαϊκής αγοράς. Πολιτιστικές δραστηριότητες στο χώρο αυτό οργανώθηκαν στο παρελθόν και ουσιαστικά συνέδεσαν το χώρο αυτό με τη δημόσια ζωή της πόλης, αυξάνοντας τον δημόσιο χαρακτήρα του. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο 22

Δημιουργία συνολικών, ιστορικών τοπίων, με αρχιτεκτονικές επεμβάσεις σε γειτονικά κτίρια Σε αντίθεση με τις μεμονωμένες κατασκευές, που αναδείχθηκαν σε αντικείμενο διατήρησης, αρχής γενομένης από τα τέλη του 18ου αιώνα, τα σύνολα αναγνωρίστηκαν ως άξια προστασίας από το Χάρτη της Βενετίας το 1964, και ακολούθως, ως αυτόνομη ενότητα, από τη Διακήρυξη του Άμστερνταμ το 1975 και τη Σύμβαση της Γρανάδας το 1985 7. Κοινός τόπος στις παραπάνω συμβάσεις αποτελεί η αντιμετώπιση των συνόλων ως ζωντανών, εξελισσόμενων, και όχι παγιοποιημένων τμημάτων του ιστορικού περιβάλλοντος. Με αυτό το δεδομένο, η ανανέωση του οικοδομικού αποθέματος σε περιπτώσεις συμπλήρωσης κενών που προκάλεσαν σε συνεχείς κτιριακές ενότητες οι φυσικές καταστροφές, η μακροχρόνια εγκατάλειψη ή οι ανθρώπινες επεμβάσεις, αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα του Συμποσίου της Βουδαπέστης (σχετικά με την εισαγωγή νέων κατασκευών σε ιστορικά σύνολα, 1972) η προσθήκη σε ένα μεστό σε αισθητικές αξίες μέτωπο προϋποθέτει αποφυγή, αφενός υποβάθμισης των αξιών αυτών, και αφετέρου, αποσιώπησης του σύγχρονου χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής πράξης 7. Παράδειγμα τέτοιας επέμβασης στην πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελούν κατασκευές κτιρίων ή τμημάτων κτιρίων στον ιστορικό άξονα της Αριστοτέλους, αλλά και κατά μήκος της οδού Εγνατίας, καθώς και σύγχρονες κατασκευές κτιρίων στην Άνω Πόλη. Η συγκεκριμένη τακτική, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω ακολουθήθηκε μερικώς ή υπήρχε η πρόθεση να ακολουθηθεί γενικότερα και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, παράδειγμα αποτελεί στην οδό Αριστοτέλους η συμπλήρωση του τελευταίου κενού στο τμήμα του, νότια της Εγνατίας οδού. Η νέα μονάδα προσαρμόστηκε απόλυτα στα ογκομετρικά και μορφολογικά δεδομένα των προϋπαρχόντων κτιρίων, με μικρές αποκλίσεις στη σύνθεση επιμέρους στοιχείων της πρόσοψης. Ο κτιριακός όγκος εντάχθηκε σε ένα συνεκτικό δείγμα προγραμματισμένης αρχιτεκτονικής, η αυθεντικότητα του οποίου είναι άμεσα συνυφασμένη με την αυξημένη μορφολογική ομοιογένεια των μερών του. Κατά συνέπεια, ισχυρότερες διαφοροποιήσεις, ενδεχόμενα περισσότερο υποστηρικτικές της σύγχρονης αρχιτεκτονικής έκφρασης, αλλά και της ασύμβατης αυτοδύναμης προβολής της συμπλήρωσης, δεν θα επιδοκιμάζονταν. Εικ.24 Η διατήρηση των αρχιτεκτονικών μορφών και των αναλογιών προκειμένου να διατηρηθεί και ενισχυθεί ο χαρακτήρας του ιστορικού άξονα της οδού Αριστοτέλους είναι εμφανής. Πηγή φωτογραφίας : Δημήτρης Ζυγομαλάς, «Αρχιτεκτονική από το παρόν : Συμπληρώσεις μετώπου σε ιστορικά σύνολα», Τεχνογράφημα 279 23

Συντήρηση και επανάχρηση των ιστορικών κτιρίων. Πολλά είναι τα παραδείγματα, όπου τα μνημεία χρησιμοποιούνται την οργάνωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων ενώ άλλα διατηρούν την αρχική τους χρήση, προκειμένου να διατηρήσουν μαζί με αυτή αναλλοίωτο και τον αρχικό τους χαρακτήρα. Είναι γεγονός ότι η διατήρηση της αρχικής χρήσης κτιρίων με ιδιαίτερο χαρακτήρα επιτρέπει τη διατήρηση του δημοσίου χαρακτήρα τους, την σωστότερη αντίληψή τους και την αύξηση της διδακτικής και πολιτιστικής τους αξίας. Έτσι, κτίρια που είχαν στο παρελθόν «ερημωθεί» από την αρχική τους λειτουργία ή είχαν αφεθεί χωρίς χρήση, με την έννοια του μουσειακού μνημείου επιχειρείται να επιστρέψουν στην αρχική τους λειτουργία και επανάχρηση. Εξάλλου η αναγκαιότητα επαναφοράς της χρήσης και λειτουργίας των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, όπου αυτή είναι εφικτή, τονίζεται και στα τελευταία συμπεράσματα συνεδρίων και συσκέψεων, που αφορούν το θέμα της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς διεθνώς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν πολλές βυζαντινές εκκλησίες καθώς και τα λουτρά Παράδεισος στην πλατεία Αριστοτέλους. Παράλληλα, το μπεζεστένι και η αγορά Μοδιάνο είναι δύο παραδείγματα που διατήρησαν την αρχική τους λειτουργία στο πέρασμα των χρόνων, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να αποτελούν ιδιαίτερα ζωντανά στοιχεία της πόλης, που βιώνονται καθημερινά στη καθημερινή ζωή των πολιτών, με αποτέλεσμα να δρουν ενισχυτικά της παραπάνω πρότασης και προσπάθειας. Εικ.25 Στην εικόνα διακρίνεται το μπεζεστένι, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κτίρια οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Η διατήρηση της χρήσης του και η φιλοξενία των μικρών μαγαζιών στο εσωτερικό του διατηρεί μαζί με αυτό τον χαρακτήρα του κτιρίου και τον έντονο δημόσιο χαρακτήρα του, καθώς αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά μνημεία της πόλης. Πηγή φωτογραφίας : Προσωπικό αρχείο Σύνδεση των αρχαιολογικών χώρων και κτιρίων με πολεοδομικές επεμβάσεις, που αυξάνουν την διδακτική αξία των μεμονωμένων χώρων και μνημείων. Δημιουργία αρχαιολογικών διαδρομών και περιπάτων. Το κύριο πρόβλημα, λοιπόν, των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων που εμφανίζονται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι το ξένο και εχθρικό περιβάλλον, που αναπτύχθηκε γύρω τους, αποστερώντας το αντίστοιχο οικείο του παραδοσιακού ιστού. Αυτού που διατηρούσε την αναλλοίωτη για αιώνες κλίμακα, τις πορείες και οπτικές, αλλά και τους 24

ενσωματωμένους μικρούς και μεγάλους ιστορικούς κρίκους διαφόρων περιόδων της ιστορίας της πόλης. Σήμερα, στο κέντρο της πόλης έχουμε αποκομμένα επεισόδια και αποζητούμε να ανασυνθέσουμε κάπως την ιστορική πορεία, την ιστορική διήγηση της πόλης, με επιχειρήσεις διαδρομών που ενώνουν τα απομεινάρια. Εικ. 26 Σύγχρονη άποψη του άξονα της Δημητρίου Γούναρη. Στο βάθος διακρίνονται η αψίδα του Γαλερίου και η Ροτόντα. Πρόκειται για μεγάλο τμήμα του προτεινόμενου ανατολικού αρχαιολογικού περιπάτου. Πηγή φωτογραφίας : Ξενοφών Γιαννάκης/ Πρόδρομος Νικηφορίδης/ Κυριακή Πετρίδου/ Παρασκευή Ταράνη, «Θεσσαλονίκη Πάνω Κάτω», ΤΕΕ Κάποιοι χώροι ή σύνολα, λόγω του μεγέθους τους και της ανάπτυξής τους σε μεγάλες αποστάσεις αλλά και της γειτνίασής τους, είναι δυνατόν να ανασυνδεθούν, μέσω παρειών, διανοίξεων και υπέργειων ή υπόγειων διαβάσεων, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον πολεοδομικό ιστό που τους περιβάλλει. Σε αυτή τη κατηγορία επεμβάσεων ανήκουν οι αρχαιολογικοί περίπατοι, που αποτελούν έναν από τους πιο συνηθισμένους τρόπους σύνδεσης και ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στα κέντρα των πόλεων. Στόχος των συγκεκριμένων επεμβάσεων είναι η σύνδεση και συγκρότηση πολλών αρχαιολογικών θραυσμάτων και μνημείων σε ένα σύνολο, ώστε να γίνονται αντιληπτά με ενιαίο τρόπο, η λειτουργική ενεργοποίηση των χώρων αυτών ως δημόσιοι χώροι και η ενίσχυση της παρουσίας τους στην πόλη, ώστε να συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη αναφορά στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει στην προσπελασιμότητα, που αποτελεί χαρακτηριστικό των παραπάνω επεμβάσεων, στο οποίο πολλές φορές στηρίζεται η απόδοση και επίτευξη των στόχων του σχεδιασμού. 6. Βομπίρη Ιουλία, «Ο αρχαιολογικός χώρος στον ιστό της πόλης», σελ 42 7. Δημήτρης Ζυγομαλάς/ Αρχιτεκτονική από το παρόν : Συμπληρώσεις μετώπου σε ιστορικά σύνολα / Τεχνογράφημα 279/ 15 Ιανουαρίου 2005/ σελ. 10-11 25

Σύνοψη Η εμφάνιση αρχαιολογικών θραυσμάτων και μνημείων σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους στα κέντρα των ιστορικών πόλεων αποτελεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, συχνό φαινόμενο. Στις περιπτώσεις αυτές το σημαντικότερο δίλημμα που απασχολούσε τα θέματα σχεδιασμού της πόλης ήταν αν θα έπρεπε να καταργηθεί ο δημόσιος χώρος για χάρη της διατήρησης και προστασίας των αρχαιοτήτων. Με βάση αυτά που αναλύθηκαν στην συγκεκριμένη εργασία και προκειμένου να ακολουθήσει ένα σαφές συμπέρασμα, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι η εξέλιξη των αρχών ή σκέψεων που αφορούν τους τρόπους αντιμετώπισης και χειρισμού των χώρων αυτών και η δυνατότητα πλέον προστασίας και διατήρησης των αρχαιοτήτων και μνημείων με παράλληλη προσπάθεια ανάδειξης του δημοσίου χαρακτήρα τους. Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα κτίρια πολιτιστικής κληρονομιάς αφήνουν σιγά σιγά τον αρχικό τους χαρακτήρα που τα ήθελε απομονωμένα ως ιερούς φύλακες της ιστορικής ταυτότητας των πόλεων και μέσω επεμβάσεων που επιτρέπουν την στάση, διέλευση, παρατήρηση, αντίληψη, χρήση και γενικότερα τη βιωματική επαφή του κατοίκου ή επισκέπτη με αυτά οδηγούνται στην οργανική ένταξή τους στο περιβάλλον που τους πλαισιώνει και στον αστικό ιστό της πόλης γενικότερα. 26

Επίλογος Αντιμετωπίζοντας κανείς την σύγχρονη πραγματικότητα και την εικόνα που συναντά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης διαπιστώνει ότι ακόμη και σήμερα που η αντιμετώπιση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων ως μουσειακά αντικείμενα στα κέντρα των πόλεων θεωρείται ξεπερασμένη ή λανθασμένη, πολλοί από τους χώρους αυτούς η πλειοψηφία τους- παραμένουν, όπως παρουσιάζονταν και παλιότερα ως αποτελέσματα τυχαίας αντιμετώπισης ή εγκατάλειψης. Παράλληλα με την παραπάνω διαπίστωση, εμφανής είναι, όμως, και η προσπάθεια για αλλαγή στο τρόπο αντιμετώπισης των χώρων και κτιρίων αυτών. Παρακολουθώντας την εξέλιξη των αρχών προσέγγισης των θεμάτων που αφορούν τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία των πόλεων και την ένταξή τους ή μη στη δημόσια ζωή της πόλης, μπορεί κανείς να κάνει λόγο για τον όρο «πολιτιστικός σχεδιασμός». Ο πολιτιστικός σχεδιασμός μπορεί να οριστεί ως μία πρόσφατη ανάπτυξη στο πλαίσιο του αστικού τουρισμού και πολεοδομικού σχεδιασμού που προτείνει μία «πολιτιστική» προσέγγιση στο τρόπο που σχεδιάζονται και αναπτύσσονται οι πόλεις 8. Ο σχεδιασμός αυτός αποτελεί ουσιαστικά μία απάντηση ή μία αντίδραση στα συνεχόμενα προβλήματα έλλειψης δημοσίου χώρου που παρουσιάστηκαν στα κέντρα των πόλεων και στην εικόνα εγκατάλειψης που παρουσίαζαν πολλοί από τους αρχαιολογικούς χώρους και τα κτίρια των μνημείων σε αυτά. Πιο συγκεκριμένα, μετά από τα φαινόμενα έντονης οικιστικής ανάπτυξης που εμφανίστηκαν σε όλα τα κέντρα των μεγάλων πόλεων, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία που μέχρι πρότινος έστεκαν γυμνοί, άβατοι χώροι αποτέλεσαν τους μόνους ανοιχτούς δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ουσιαστικά η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό του ρόλου τους στη δημόσια ζωή της πόλης. Παράλληλα, η αντίδραση αυτή αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί απάντηση και σε ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα, που αφορά τη θέση των σύγχρονων πόλεων στον ευρύτερο κόσμο που τείνει να ομογενοποιηθεί. Έτσι, λοιπόν, στα πλαίσια μιας κοινωνίας που τείνει προς την παγκοσμιοποίηση, αναζητώντας ταυτόχρονα την ιστορική της ταυτότητα, η επανασύνδεση των μελών του αστικού ιστού και η ανάγνωση των διαφορετικών τμημάτων της ιστορίας, συγκροτημένων σε ένα ενιαίο σύνολο, αποτελεί βασικό αίτημα για τις σύγχρονες πόλεις, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να ανακτήσει τη σχέση του με τη μνήμη και το παρελθόν και να αναγνώσει σε αυτές το παλίμψηστο της ιστορικής του συνέχειας 9. 8. Κατερίνα Κοντοπίδη, Πολιτιστικές πολιτικές για την αναζωογόνηση των κέντρων των πόλεων : η περίπτωση των θεατρικών σκηνών στην Αθήνα», σελ. 1 9. Βομπίρη Ιουλία, «Ο αρχαιολογικός χώρος στον ιστό της πόλης», σελ 1-2 27