ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ Κυριακή ΙΓ ΛΟΥΚΑ Λκ. ΙΗ 18-30. Κάθε Κυριακή στήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ κάθε Ἂκολουθία καί μυστήριο τῆς Ἐκκλησιάς μας, ἡ Εὐαγγελική περικοπή πού διαβάζεται ἀποτελεῖ μιά χαριτόβρυτη καί πνευματέμφορη πρόσκληση στό λαό τοῦ Θεοῦ, νά μετάσχει μέ ὃλη του τήν καρδιά στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, Καί κάθε φορά ὁ Κυριακός Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου ἀποκαλύπτει μέσα στό σήμερα τήν ἒσχατη ἀλήθεια τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ὁ Ἐκκλησιασμός τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ὁ ἐγκεντρισμός ὃλων τῶν ἀνθρώπων στή καλιέλαιο χάρη της, στό Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ. Ἂλλωστε ξέρουμε πώς γι' αὐτό προσερχόμαστε στή Θεία Λειτουργία. Ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή ζωντανεύει μέσα στίς ἀ- γωνίες καί στόν παραλογισμό τοῦ σύγχρονου κόσμου τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Θεανθρώπινης ἓνωσής μας μέ τόν Χριστό, σάν τῆς μόνης καί κύριας καί πρωταρχικῆς δυνατότητάς μας νά δώσουμε ἀπάντηση καί λύση στά ὃποια προβλήματά μας, σάν τήν μόνη δυνατότητα νά ξεφύγουμε ἀπό τό παράλογο τοῦ κόσμου τούτου καί νά ἀ- νέλθουμε μαζί μέ τόν Χριστό στήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ σύγχρονος κόσμος εἶναι γεμᾶτος ἀπό κοινωνικά προβλήματα, πεῖνα, φτώχεια, πόλεμο, κοινωνικές διακρίσεις, ὑπαρξιακές ἀγωνίες, προσωπικές ἀποτυχίες καί ἀδιέξοδα. Εἶναι πνιγμένος ὁ κόσμος μας στήν μοναξιά καί στήν ἀποξένωση. Πολλές φορές μᾶς πολιορκεῖ καί μᾶς κυριεύει ὁ πόνος, τό μίσος, τό πνεῦμα τῆς ἀντιπαλότητας. Πολλές φορές νοιώθουμε νά μᾶς λεηλατοῦν ἀδυσώπητα οἱ δαιμονικές δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου, πρόθυμες καί ἱκανές νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο καί μάλιστα πολλές φορές τό κατάφέρνουν, σκορπίζοντας τήν ἀπόγνωση πού μπορεῖ νά καθηλώσει τελικά καί νά σβήσει κάθε ἀνθρώπινη ὓπαρξη. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησαιστική ἐμπειρία καί ζωή θά μᾶς διδάξει, πώς ὃταν ὑπάρχει ὁ Θεός τότε ὑπάρχει καί τό θαύμα, μιά φωνή καί μιά πρόσκληση θεϊκή πού κάποιες φορές ξαφνικά κτυπᾶ τήν πόρτα τῆς δικής μας λογικῆς καί τῆς δικῆς μας καρδιάς. Ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα μας, αὐτό τό ἀναπάντεχα μυστικό προσκλητήριο πού περιμένοντας τήν δική μας ἀπάντηση γίνεται στήν συνέχεια κραυγή δική μας, ἐρώτημα ἀγωνιῶδες. Ἒτσι ἀκριβῶς ὃπως ὁ εὐσεβής νέος τῆς σημερινής εὐαγγελικῆς περικοπῆς ρώτησε τόν Κύριο:
"Κύριε τί νά κάνω γιά νά κερδήσω τή Βασιλεία Σου". Ἀλήθεια, αὐτός ὁ νέος, παρασυρμένος φαίνεται ἀπό μία μυστική δύναμη παρακολουθοῦσε καί ἂκουγε ἀπό κοντά τόν Χριστό. Κάποια στιγμή φάνηκε νά συγκλονίζεται ἀπό τήν χαρά καί τήν ὀμορφιά τοῦ καινούργιου κόσμου πού φανέρωνε ὁ Χριστός μέ τά θαύματα καί τήν διδασκαλία Του. Αὐτός ὁ νέος ἦ- ταν εὐσεβής γιατί τηροῦσε μέ ἀκρίβεια τόν μωσαϊκό νόμο. Πίστευε πολλά γιά τόν ἑαυτό του, πίστευε, ὃτι τηρῶντας τόν Νόμο ἦταν συνεπής ἀπέναντι στόν Θεό, μά κάποια στιγμή ἒννοιωσε ὃτι κάτι ἀκόμα λείπει γιά νά φτάσει στή τελειότητα Ὁ εὐσεβής αὐτός νέος φαίνεται νά μοιάζει πολύ μέ πολλούς ἀ- πό μᾶς τούς σημερινούς εὐσεβεῖς χριστιανούς, πού ἐξαντλοῦμε στίς τελετουργίες τήν θρησκευτική συνέπειά μας Προσερχόμαστε ἲσως ἀνελλιπῶς στήν Θεία Λειτουργία, κάποιες φορές κάνουμε φιλανθρωπικές πράξεις νηστεύουμε ὃταν τό καλοῦν οἰ νήστιμεςς ἡμέρες κλπ Πραγματικά, ἀρκετές φορές οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε τό κακό καί τό παράλογο πού μαστίζει τόν κόσμο μας, μέ ἀνώδυνους ἀφορισμούς, προσπαθοῦμε νά ξορκίσουμε τό κακό καί τό παράλογο μέ ἓναν ἀνούσιο θρησκευτικό εὐσεβισμό, ὃταν μάλιστα δέν ἔχει καί τόσο μεγάλο προσωπικό κόστος. Ἀδυνατοῦμε ἢ ἀποφεύγουμε ἐπίμονα νά συναντηθοῦμε μέ ἐκεῖνο τό Ἕνα, αὐτό πού μπορεῖ νά λείπει καί πού μπορεῖ νά εἶναι τό πᾶν. Κρυβόμαστε πίσω ἀπό τήν αὐτάρκειά μας, ἁπλά βολευόμαστε, δέν τολμοῦμε νά προσεγγίσουμε τό ἀπόλυτο, τό πᾶν πού μᾶς ζητάει ὁ Χριστός. Ἒτσι ἒνοιωσε φαίνεται καί ὁ εὐσεβής νέος ὃταν ὁ Χριστός ἀπαντώντας σ' αὐτόν γιά τό ποιό, τί εἶναι αὐτό τό ἑνα, τόν κάλεσε νά πωλήσει τά ὑπάρχοντα του καί νά τά μοιράσει στούς φτωχούς. Καί σάν νά ἦταν τό πιό δύσκολο πράγμα αὐτό πού τοῦ ζήτησε ὁ Χριστός, καί σκυθρωπός καί λυπημένος ἀποχώρησε. Ἂν αὐτός ὁ κόσμος κυριαρχεῖται ἀπό τό παράλογο, αὐτό ὀφείλεται ὂχι μονάχα στή παρουσία του κακοῦ, ἀλλά ἐπίσης στήν ψευδαίσθηση πού μᾶς ἒχει κυριαρχήσει, ὃτι τάχα εἰμαστε αὐτάρκεις, λογικοί καί πλούσιοι. Ἡ ἀνθρώπινη λογική εἶναι, λέμε, ἰκανή καί παντοδύναμη στό νά μᾶς λύσει τά προβλήματά μας, ἡ ἐπίστημονικοτεχνική ἐξέλιξη μᾶς ἐγγυᾶται ἀκόμα καί τήν μακροζωία, καί τό χρηματιστήριο γίνεται ὁ ναός καί ἡ ἁ- γία τράπεζα τῶν ἐπενδύσεών μας. Καί, ὃταν καμμιά φορά μέσα στίς τόσες ἀσχολίες μας μᾶς περισεύσει καί λίγος χρόνος τόν ἀφιερώνουμε στήν Λειτουργία τῆς Κυριακῆς,
Ὃταν, λοιπόν, ὁ Χριστός διαλέγεται μέ τόν εὐσεβή νέο, γνωρίζει καλά τήν ψευδοευσέβεια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, πού κατέληγαν τελικά στό νά ἀκολουθοῦν τίς ἐντολές τοῦ Νόμου γιά τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, καί μόνον. Ἰσχυρίζονται πώς ἀναζητοῦν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μά στήν πραγματικότητα αὐτό πού τούς ἐνδιέφερε περισσότερο ἀπ' ὃλα ἦταν ἡ ἀπόκττηση καί ἡ ἀπόλαυση τῶν ὓλικῶν ἀγαθῶν. Εἶχαν οἱ ἄνθρωποι δυό κυρίους, τόν Θεό καί τόν Μαμμωνά. Ἡ λέξη Μαμμωνάς προέχεται ἀπό τό ἐβραϊκό ΑΜΕΝ πού σημαίνει αὐτό πού ἐμπιστεύεται κανείς, τό ἀληθινό καί ἄξιο ἐμπιστοσύνης. Καί οἱ ἀνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐμπιστεύονταν γιά τήν προσωπική τους ἀσφάλεια καί αὐτάρκεια τούς ὑλικούς θησαυρούς περισσότερο ἀπό τόν Θεό. Καί ὃταν ὁ Χριστός ἐλεγε πώς δέν μπορεῖ κανείς νά δουλεύει γιά δυό κυρίους ἐννοοῦσε προφανῶς, πώς θά πρέπει νά διαλέξουμε ἀνάμεσα στό Θεό καί στά πλούτη, νά διαλέξουμε τήν ζωή μέ τό Θεό ἤ τήν ζωή μέσα στά πλούτη. Αὐτά τά δυό δέν μπορῦνε νά πᾶνε μαζί. Ἡ προσκόλληση καί ἐξάρτηση ἀπό τά πλούτη εἶναι κατάσταση δαιμονική, δέν ταιριάζει μέ τήν ἀγάπη προκαλεῖ τήν ἀδικία καί γι' αὐτό γίνεται ἐμπόδιο γιά τήν εἴσοδο στή Βασιλεία. Ὁ νεαρός πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου τηροῦσε τίς ἐντολές, ἀλλά ἡ καρδιά του ἦταν προσκολλημένη στά πλούτη. Ἒτσι τελικά ὁ Μαμμωνᾶς γίνονταν ἐμπόδιο γιά τήν εἶσοδο του στήν Βασιλεία τοῦ θεοῦ Λέγει λοιπόν ὁ Χριστός στόν εὐσεβή καί πλούσιο νέο: Πούλησε τά ὑπάρχοντα σου καί μοίρασε τα στούς φτωχούς καί θά ἐχεις θησαυρό κοντά στόν Θεό. Ἂς θυμιθοῦμε ἐδῶ, σέ μιά ἂλλη περικοπή καί πάλι ὁ Κύριος μιλώντας στά πλήθη ἐλεγε: Μή θησαυρίζεται θησαυρούς στή γῆ ὃπου τούς ἀφανίζουν ὁ σκόρος καί ἡ σαπίλα ἀλλά θησαυρίζετε θησαυρούς στόν οὐρανό ἐκεί πού παραμένουν αὐτοί αἰώνιοι. Καί σέ ἓνα παραπλήσιο διάλογο τόνιζε χαρακτηριστικά πώς ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται ἐκεῖ πού βρίσκεται καί ὁ θησαυρός του. Τούτη ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται περίτρανα στόν εὐσεβή νέο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Μπορεῖ νά ἦταν θρησκευόμενος, μπορεῖ κάποια στιγμή ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ νά μίλησε μέσα στήν καρδιά του σέ μία ἀγωνιώδη ἀναζήτηση, ἀλλά δυστυχῶς τά ὃριά του καί οἱ δυνατότητές του, ἴσως οἱ διαθέσεις του φάνηκαν περιορισμένες, Δέν ἦταν διατεθειμένος γιά τό πᾶν, γιά τά πάντα πού τοῦ ζήτησε ὁ Χριστός, μποροῦσε νά κάνει πολλά, ἀλλά μόνο ἐκείνα πού δέν τοῦ ἀπέφεραν μεγάλο προσωπικό κόστος. Ἐμεῖς ξέρουμε πώς, καθώς διδάσκει ἡ Ἐκ-
κλησία μας, τό νά ζήσει κανείς κοντά στό Χριστό εἶναι Σταυρός, δέν μιλᾶμε γιά εὒκολα πράγματα καί συμβιβασμούς. Ὁ Χριστός μᾶς τά ζητάει ὃλα, μᾶς ζητάει τήν καρδιά μας ὁλόκληρη. Ἡ μετοχή στήν Βασιλεία πού τοῦ ζήτησε ὁ εὐσεβής νέος εἶναι ἂθλημα σταυρικό, προσωπική αὐταπάρνηση καί θυσιαστική αὐτοπροφορά, συνάντηση ἀγάπης μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Ἡ ὁδός πρός τήν Βασιλεία διέρχεται μέσα ἀπό τή χαρά καί τόν πόνο τοῦ συνανθρώπου, γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης πού φανερώνεται μέσα ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας. Αὐτή τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς ὁ λαός τοῦ Θεοῦ τήν βιώνει πρῶτα ἀπ ὃλα μέσα στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, μέσα στή Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ ζεῖ τό χαρούμενο μυστήριο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ἐκεί προγεύεται τήν Βασιλεία πού χάρισε μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή του ὁ Χριστός. Ὃταν ὁ λαός τοῦ Θεοῦ προσέρχεται στήν Θεία Λειτουργία μοιάζει σάν νά μετέχει στήν Τράπεζα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή τήν ὀμορφιά καί χαρά τῆς Βασιλείας πού ἒρχεται, ἂλλά καί πού εἶναι ἢδη παροῦσα μέ τόν Χριστό, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ τήν μεταφέρει στήν κοινωνία καί στή καθημερινότητα σάν εὐλογία καί χάρη γιά νά μεταμορφωθεῖ τελικά ὃλος ὁ κόσμος τοῦτος στόν ὁποῖο ὡς τώρα κυριαρχεῖ τό κακό καί τό παράλογο σέ Καινούργιο κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ὃταν ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ζεῖ αὐτό τό μυστήριο τῆς ἀγάπης καί τήν χαρά τῆς Βασιλείας, τότε ἀπομακρύνεται ἀπό κάθε λογῆς συμβιβασμούς καί κάθε προσωπική αὐτάρκεια. Ἡ ζωή του εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Χριστός, δέν ζεῖ αὐτός ἀλλά μέσα του ζεῖ ὁ Χριστός. Μέσα στήν Εὐχαριστία ἀποδιώχνουμε κάθε βιοτική μέριμνα, ξεχνᾶμε τούς ἐπίγειους θησαυρούς μας, γιά νά ὑποδεχτοῦμε τόν Χριστό, ἀφιερώνουμε σ αὐτόν ὁλόκληρη τήν ζωή μας, ὣστε ἓτοιμοι καί ἁγιασμένοι νά προσέλθουμε στήν Θεία κοινωνία, ἐκεῖ ὃπου στά ἉΓΙΑ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ὁ Ἓνας καί Μόνος Ἃγιος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μᾶς καλεῖ καί μᾶς καταρτίζει ἁγίους, γιατί ἒτσι τό θέλει καί τό κατορθώνει ἡ δική του μοναδική καἰ ὑπερτέλεια ἀγάπη καί ἁγιωσύνη. Τούτη τή στιγμή νοιώθουμε νά βρισκόμαστε στό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας, καί νά συνδειπνοῦμε μέ τόν Βασιλέα Χριστό. Ἂς θυμιθοῦμε ἐδῶ, στό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ Πάσχα ἡ ἀσκητική καί πατερική ἐμπειρία καί ζωή
τῆς Ἐκκλησίας μέ τό κάλλος τῆς ὑμνολογίας μᾶς διδάσκει πώς... Οὐκ ἒστιν ἡ βασιλεία του Θεοῦ βρόσις καί πόσις άλλά δικαιοσύνη καί ἀσκησις σύν ἁγιασμῷ. ὅθεν οὐδέ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ' ὃσοι τούς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσίν πενήτων ἀποτίθενται Δίκαιος ἀνήρ ὁ ἐλεῶν ὃλην τήν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καί τῷ φωτί περιπατῶν..." Καταλαβαίνουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει πώς ὃσοι ἀπό μᾶς ἀρεσκόμασε στήν ἀναζήτηση καί τήν αὐτάρκεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν πρόκειται νά κερδήσουμε τήν Βασιλεία, γιατί αὐτή ἡ Βασιλεία περνάει πρῶτα ἀπό ὁλα ἀπό τήν χάρη καί τή χαρά τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους πρός τούς ἀδελφούς. Καί δέν πρόκειται ἐδῶ γιά καθημερινές φιλανθρωπικές πράξεις, ἀλλά πρώτιστα καί κυρίως γιά τήν διάθεση καί τήν προσφορά τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης μας σέ κείνους πού ἒχουν ἀ- νάγκη τήν δική μας ἀγάπη καί τό δικό μας ἒλεος. Πρόκειται γιά μιά δικαιοσύνη διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού πολλές φορές καταλαβαίνουμε οἱ ἂνθρωποι, γιά τή ἂρρητη ἐκείνη δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἐκείνη πού διαφωτίζεται μέσα στήν αἰώνια λάμψη τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αὐτή μόνο μᾶς κάνει νά ξεχωρίζουμε μέσα στόν κόσμο. Στό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς θά ἀκούσουμε τόν Κύριο νά μᾶς λέγει πώς ὁ κόσμος θά μᾶς γνωρίσει σάν μάθητές Του μόνο ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα πού μᾶς καταρτίζει ἁγίους μέσα στήν Θεία Εὐχαριστία πού μᾶς ἀνεβάζει κατά χάριν θεωμένους στόν θρόνο τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, στό θρόνο τῆς Βασιλείας. Ἡ ἲδια ἀγάπη πού ἀφειδώλευτα μᾶς χαρίζεται ἀπό τόν Θεό καί καλούμαστε ἐμεῖς τό ἲδιο ἀφειδώλευτα νά τήν σκορπίσουμε γιά νά λάμψει μέσα σ' αὐτή ὃλος ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὃσοι μποροῦμε νά προσπορίσουμε τούς θησαυρούς μας μέσα ἀπό τήν ἂπειρη αὐτή ἀγάπη τοῦ Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Κυρίου, νά γευτοῦμε τήν γλυκεία γεύση τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη, τοῦ Κυριακοῦ Σώματος καί τοῦ Αἳματος στήν Θεία Εὐχαριστία, μποροῦμε νά ἀνταπεξέλθουμε στήν βασιλική μας ἀποστολή νά χαρίσουμε ἐλεύθερα τήν δική συνέργεια στό ἔργο τοῦ Φιλάνθρωπου Θεοῦ, πού εἶναι νά μεταμορφωθεῖ ὁ κόσμος σέ καινή Βασιλεία Του. Μιά τέτοια προοπτική ἀπαιτεῖ νά ξεπεράσουμε τήν στάση τοῦ εὐσεβοῦς νέου τῆς σημερινῆς περικοπῆς, νά κάνουμε δηλαδή
ἐκεῖνο πού ἐκεῖνος ἀποδείχθηκε ἀδύναμος νά πραγματοποιήσει. Νά ἀφιερώσουμε τή ὓπαρξή μας σέ Ἐκεῖνον ὁλόψυψα, ὅπως Ἐ- κεῖνος πρῶτος μᾶς ἀφιερώθηκε μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή του. Καί μιά τέτοια ἀφιέρωση στόν Χριστό εἶναι ταυτόχρονα ἀφιέρωση καί αὐτοπροσφορά στούς ἀδελφούς ἐν ἀγάπῃ, εἶναι φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ μέσα στό κόσμο. Γι' αὐτό ὁ Χριστός ἔλεγε πώς κανείς δέν μπορεῖ ἰσχυρίζεται πώς ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἂν δέν ἀγαπάει πρῶτα τούς ἀνθρώπους. Γιατί γι' αὐτό ὁ Χριστός ἦλθε στό κόσμο γιά νά ἑ- νώσει σέ Σύναξη ἀγάπης ὃλη τήν ἀνθρωπότητα, γι' αὐτό ἔστησε τήν Ἐκκλησία Του, γιά νά Ἐκκλησιασθεῖ, νά συναχθεῖ μέσα στήν ἀγάπη της ὁ Κόσμος ὁλόκληρος, ἒτσι ὃπως συνάζεται στήν Θεία Εὐχαριστία. Ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἂνθρωπο γιά νά σβήνει καί νά χάνονται μέσα στό κακό καί στό παράλογο, στό μίσος και στόν θάνατο, στόν πόλεμο καί στήν καταπίεση, ἀλλά τόν δημιούργησε γιά νά χαίρεται τήν χαρά τῆς Βασιλείας, τήν Ζωή μέ τό Χριστό. Ἀλλά μιά τέτοια προοπτική δέν ἀναλίσκεται στούς τύπους τῆς λατρείας, καί τίς εὐσεβεῖς φιλάνθρωπες πράξεις καί μόνον ἀλλά ἀνοίγεται καί τελειοποιεῖται μέσα στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο τῆς πιό βαθιᾶς καί ἀνέκφρατης ἀγάπης μέ τήν ὁποία πρῶτος ὁ Κύριος μᾶς ἀγκάλιασε καί χαρίστηκε σέ μᾶς μέ τόν Σταυρό του. Αὐτή ἡ θυσιαστική αὐτοπροσφορά εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας, μιά μαρτυρία πού εἶναι ταυτόχρονα μαρτύριο, ἂσκηση καί θυσία γιά τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς. Εἶναι αὐτό πού δέν μπόρεσε νά καταλάβει καί νά κατορθώσει ὁ εὐσεβής νέος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ὁ κόσμος εἶπε ὁ Χριστός θά μᾶς γνωρίσει σάν μαθητές Του ἂν ἒχομε αὐτήν τήν άγάπη. Ἂς προσθέσουμε ταπεινά τελειώνοντας, στόν λόγο αὐτό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κόσμος θά μᾶς γνωρίσει σάν μαθητές Του ἀπό αὐτό τό πνεῦμα τῆς ἀφιέρωσης τῆς προσφορᾶς καί θυσίας πού καρποφορεῖ μέσα στήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Χριστοῦ καί ὡριμάζει μέσα στήν αἰώνια Θυσία Του, τήν Θεία Εὐχαριστία. 27 Νοεμβρίου 1999