ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία

Η ΚΑΘ ΗΜΑΣ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Ιστορία Κατασκευών

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

ΕΠΙ ΑΥΡΟΣ. Είμαι η ήμητρα Αλεβίζου, μαθήτρια του Βαρβακείου ΠΠ Γυμνασίου και θα σας παρουσιάσω το Ωδείο και το μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου...

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΚΙΟΝΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ. 2 ο Γυμνάσιο Μελισσίων Σχολικό έτος: Γ Γυμνασίου Επιμέλεια Νίκος Καρδαμήλας Ανδρέας Αργύρης

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ

Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας. Φοίβος Αργυρόπουλος

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος

ναού του Ολύμπιου Διός που ολοκλήρωσε, το 131 μ.χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός.

Τζωρτζίνα Μπαρλαμπά, ΒΠΠΓ

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΟΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ. Κυριακουλόπουλος Ευάγγελος

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος

Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως. Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΝΟΤΙΑ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΚΛΙΤΥΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Νεοκλασική μορφολογία και βασικές αρχές δόμησης

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΒΑΡΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ακολούθησέ με. στo αρχαίο θέατρο της Σικυώνας

Το οικόπεδο που μας δίνεται να αναπτύξουμε την κτιριακή σύνθεση χαρακτηρίζεται από την έντονη κλίση προς τη θάλασσα

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΚΑΒΙΡΩΝ (ΚΑΒΙΡΕΙΟ) Καβίρειο

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

ΗΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΤΟΥΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥΘΕΑΤΡΟΥ

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

Ο Παρθενώνας, ναός χτισμένος προς τιμήν της Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας, υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων

Ακρόπολη. Υπεύθυνος Καθηγητής: Κος Βογιατζής Δ. Οι Μαθητές: Τριτσαρώλης Γιώργος. Τριαντόπουλος Θέμης. Ζάχος Γιάννης. Παληάμπελος Αλέξανδρος

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Ο τρόπος οργάνωσης σε οµάδες κατοικιών οδηγεί σε κοινή

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

ΠΕΚ ΚΑΒΑΛΑΣ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Τετάρτη

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (PROJECT) Α ΛΥΚΕΙΟΥ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (σελ )

ΤΑ ΝΕΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» ΚΑΙ «ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ»

ΚΕΡΚΥΡΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ. 2 ο Γενικό Λύκειο Μοσχάτου Α Τάξη. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν

Προϊστορική περίοδος

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο,

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ

Λόγια Αρχιτεκτονική - Νεοκλασικισµός

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τρίτη, 04 Νοέμβριος :10 - Τελευταία Ενημέρωση Τετάρτη, 04 Φεβρουάριος :32

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

Γενικό Λύκειο Καρπερού Δημιουργική Εργασία: Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ κ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΕΝΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΘΕΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΧΕΔΙΩΝ. Το οικόπεδο μας ανήκει στον κύριο Νίκο Δαλιακόπουλο καθώς και το γειτονικό οικόπεδο.

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ (ΙΙ) ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ιάπλασn ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ νέα Μπολατίου

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ.

Η Νίκη ήταν κόρη της Στύγας και του Πάλλαντα. Είχε αδέρφια της το Κράτος, το Ζήλο και τη Βία.

Ακολούθησέ με... στο Ιερό του Ολυμπίου Διός και τα Παριλίσσια Ιερά

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

ΠΕΡΓΑΜΟΣ. Μπούσια Δήμητρα, Κωνσταντίνου Μαρίνα, Μαγιάκη Άννα (Β Λυκείου)

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΥΠΟΟΜΑΔΑ:ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΒΙΚΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΡΤΩ ΑΓΑΠΙΟΥ

Ακολούθησέ με. στο αρχαίο θέατρο της Ήλιδας

Transcript:

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ Ιστορικό πλαίσιο Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, πέρα από τα όρια της Περσικής αυτοκρατορίας, έδωσαν αφορµή στον ελληνικό πολιτισµό να συναντήσει την ανατολική παράδοση και να κυριαρχήσει στον αρχαίο κόσµο. Η διάσπαση, µετά τον θάνατό του, του αχανούς κράτους του σε µικρότερα βασίλεια δηµιούργησε νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε νέα κέντρα πολιτισµικής επιρροής και οικονοµικού πλούτου. Οι Έλληνες ηγεµόνες επιχειρούν να µεταφέρουν στα βασίλειά τους τις ελληνιστικές συνήθειες, τους θεσµούς, τη γλώσσα και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Στα ελληνιστικά κράτη ιδρύονται πόλεις µε κοσµοπολίτικο χαρακτήρα, που εξελίσσονται σε πνευµατικά και πολιτιστικά κέντρα µε µεγάλη ακτινοβολία. Οι πόλεις αυτές αποτελούν πυρήνες του ελληνικού πολιτισµού και προβάλλουν το γόητρο και τις φιλοδοξίες των ελληνιστικών δυναστειών. Το κέντρο βάρους τόσο της πολιτικής όσο και της πνευµατικής ζωής µετατοπίζεται στην Ανατολή. Η κυρίως Ελλάδα διατηρεί την πολιτιστική της οντότητα, το ενδιαφέρον όµως των ηγεµόνων επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στις πόλεις εκείνες και στα ιερά που διατηρούν το γόητρο της παλιάς τους δόξας, όπως η Αθήνα, η Ολυµπία, οι Δελφοί και η Δήλος, τόποι που µεταβάλλονται σε πεδία ανταγωνισµού των διαδόχων και χώρους προβολής της δύναµης και του πλούτου των ελληνιστικών βασιλικών αυλών. Ο ευεργετισµός αλλάζει µορφή και αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, ενώ από τη γενναιοδωρία των βασιλέων εκπηγάζουν σαφή πολιτικά κίνητρα και οικονοµικοί στόχοι. Η εγκαθίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων σηµατοδοτεί µια νέα µεγάλη άνθηση του ελληνικού πολιτισµού. Η ελληνιστική τέχνη αντικατοπτρίζει τις τάσεις και τις ανάγκες του νέου κόσµου και επικεντρώνεται στην αισθητική ποιότητα µε στόχο την τέρψη και τον εντυπωσιασµό. Γενικότερα χαρακτηρίζεται από κοσµοπολίτικη νοοτροπία, συγχρόνως όµως διαπνέεται και από µια ατοµικιστική αντίληψη. Στα ελληνιστικά κράτη ιδρύονται πόλεις µε κοσµοπολίτικο χαρα- Πολεοδοµία Η πόλη, το πρότυπο πολιτικής οργάνωσης που χαρακτηρίζει τον ελληνικό κόσµο

στους κλασικούς χρόνους, αποτέλεσε στη νέα εποχή το µέσο εξελληνισµού και το κύριο όργανο διάδοσης του ελληνικού τρόπου ζωής στους λαούς των νεοκατεκτηµένων χωρών. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξανδρος προχώρησε στην ίδρυση πολυάριθµων πόλων, στην επανίδρυση και αναµόρφωση παλαιότερων, εξυπηρετώντας τόσο οικονοµικά και πολιτικά συµφέροντα όσο και στρατιωτικές ανάγκες ή θέµατα ασφάλειας. Αυτή η συνετά σχεδιασµένη πολιτική του υιοθετήθηκε και συνεχίστηκε µε ζήλο από τους ελληνιστικούς µονάρχες. Οι νέες πόλεις στηρίζονται είτε σε προϋπάρχοντες οικισµούς είτε σε πόλεις αυτοχθόνων είτε σε στρατιωτικές αποικίες ή συνοικισµούς µεταξύ µικρότερων παλαιών πόλεων. Τα τοπωνύµια που επιλέγονται προέρχονται από ονόµατα µελών των βασιλικών δυναστειών και αποτελούν συνεπώς ένα σαφές µέσο προπαγάνδας. Το φαινόµενο αυτό εντάσσεται στο γενικότερο πολιτικό πλαίσιο, που στοχεύει την ισχυροποίηση των δεσµών µεταξύ του βασιλιά και των πόλεων. Ταυτόχρονα το αστικό τοπίο µεταβάλλεται σε µέσο προβολής των φιλοδοξιών και της ισχύος των ελληνιστικών ηγεµόνων. Γυµνάσια, θέατρα, στοές, αγορές και άλλοι γνωστοί ελληνικοί αρχιτεκτονικοί τύποι εισήγαν τα ελληνικά πρότυπα και εξωράιζαν τα νέα αστικά κέντρα, επηρεάζοντας καθοριστικά τον πολιτιστικό τους χαρακτήρα και την ποιότητα ζωής. Δύο τύποι πολεοδοµίας συναντώνται στις πόλεις που ιδρύθηκαν ή επανιδρύθηκαν κατά την Ελληνιστική περίοδο: η αποικιακή πολεοδοµία, που προτάσσει το κανονικό ορθογώνιο σχέδιο, και η λεγόµενη περγαµηνή πολεοδοµία. Η αποικιακή πολεοδοµία κληρονοµείται από τα κλασικά µοντέλα της Ρόδου (τέλος 5ου αιώνα π.χ.) και της Πριήνης (µέσα 4ου αιώνα π.χ.), στα οποία εφαρµόζονται οι αρχές του Ιπποδάµειου συστήµατος. Αποτελεί τον τύπο πολεοδοµίας που συναντάµε στην Αλεξάνδρεια και στις αποικίες της Συρίας, και γενικότερα προτιµήθηκε στον πολεοδοµικό σχεδιασµό των περισσότερων νεόδµητων ελληνιστικών πόλεων. Η γενίκευση του συστήµατος αυτού στην ελληνιστική αρχιτεκτονική οφειλόταν στην απλότητα της χωροταξικής δοµής του, στην εύκολη εφαρµογή του και στην ασφάλεια την οποία προσέφερε στα νέα αστικά κέντρα. Οι νέες πόλεις σχεδιάζονταν µε βάση την ύπαρξη κανάβου, ενός συστήµατος οριζόντιων και κάθετων αξόνων που όριζαν οµοιόµορφες επαναλαµβανόµενες οικοδοµικές νησίδες. Το κανονικό ορθογώνιο σύστηµα προσέφερε το πλεονέκτηµα της αναπαραγωγής του ίδιου σχεδίου, σε περίπτωση επέκτασης της πόλης, κάτι που ήταν στις προθέσεις των ιδρυ- Άποψη της Πριήνης, µίας από τις καλύτερα σωζόµενες ελληνι- Το βουλευτήριο στα Αλάβανδα.

τών, αφού οι νεόδµητες πόλεις περιέβαλαν στα όριά τους εδαφική έκταση µεγαλύτερη από τις πραγµατικές τους ανάγκες. Τα δηµόσια οικοδοµήµατα ανεγείρονταν σε συγκεκριµένες ακάλυπτες επιφάνειες στο κέντρο της πόλης, ενώ τα οικοδοµικά τετράγωνα των κατοικιών είχαν συγκεκριµένες διαστάσεις που επέτρεπαν τη δηµιουργία όµοιων ιδιοκτησιών και ίσων κλήρων. Η λεγόµενη περγαµηνή πολεοδοµία, η οποία εφαρµόστηκε εκτός από την Πέργαµο, σε πόλεις επιρροής του περγαµηνού βασιλείου, όπως στα Αλάβανδα και στην Κω, αλλά και στην Άσσο, στα Άλινδα και στις Αιγές, αξιοποιεί τις ανωµαλίες του φυσικού εδάφους και εξαίρει τη θέση των δηµόσιων οικοδοµηµάτων. Δεν πρέπει να επιµείνουµε ιδιαίτερα στην αντίθεση των δύο πολεοδοµικών συστηµάτων, αφού άλλωστε παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, ενώ οι αποκλίσεις τους οφείλονται κυρίως στις κατά τόπους εδαφολογικές διαφορές. Σχεδιαστική αναπαράσταση της Πριήνης. Ελληνιστικές πόλεις Σελευκιδικές πόλεις Στη Μικρά Ασία και στη Συρία ιδρύθηκαν από τους Σελευκίδες πλήθος νέων πόλεων και στρατιωτικών αποικιών, οι οποίες αναπτύχθηκαν µε βάση το ορθογώνιο πολεοδοµικό σύστηµα και αποτέλεσαν φορείς του ελληνικού πολιτισµού. Ορισµένες από τις πόλεις αυτές, όπως η Αντιόχεια, εξελίχθηκαν σε µεγαλουπόλεις. Δυστυχώς όµως ελάχιστα γνωρίζουµε για την ελληνιστική φάση της πόλης, εκτός από το ότι περιβαλλόταν από οχυρωµατικό τείχος και οδικοί άξονες διαιρούσαν την Αντιόχεια σε οµοιόµορφα οικοδοµικά τετράγωνα, ενώ µια κύρια αρτηρία αποτελούσε το ανατολικό όριο της. Η πόλη Δούρα Ευρωπός ιδρύθηκε στην έρηµο της Συρίας, στη δυτική όχθη του ποτα- µού Ευφράτη γύρω στο 300 µε 280 π.χ. από τον Σέλευκο Α, µε σκοπό την προστασία των ανατολικών συνόρων του σελευκιδικού βασιλείου και τον έλεγχο της εµπορικής κίνησης στην κοµβική αυτή θέση. Συνεπώς αποτελούσε µια στρατιωτική και εµπορική αποικία των Μακεδόνων και ονοµάστηκε Εύρωπος, όνοµα της γενέτειρας του Σέλευκου στη Μακεδονία. Η πόλη διέθετε οχυρωµένη ακρόπολη στην βορειοανατολική πλευρά της και περιβαλλόταν στο σύνολό της από ισχυρά τείχη. Ο ρυµοτοµικός ιστός της ακολουθούσε κανονική ορθογώνια διάταξη. Όλοι οι δρόµοι είχαν ίδιο πλάτος (6,35 µ.), µε εξαίρεση τον κεντρικό άξονα που είχε το διπλάσιο (12,35 µ.). Οι ακάλυπτες εκτάσεις στο κέντρο της πόλης προορίζονταν για τις εγκαταστάσεις της αγοράς και πιθανόν για

κτίρια θρησκευτικού και διοικητικού χαρακτήρα. Το φιλόδοξο πολεοδοµικό σχέδιο της πόλης όµως δεν ολοκληρώθηκε λόγω της πολιτικής αστάθειας που αντιµετώπιζε το σελευκιδικό βασίλειο. Αι Χανούµ, η Κυρά της Σελήνης Οι ανασκαφές στο βόρειο Αφγανιστάν αποκάλυψαν µια ελληνική πόλη των ελληνιστικών χρόνων, το αρχαίο όνοµα της οποίας παραµένει άγνωστο πιθανολογείται όµως ότι πρόκειται για την αρχαία Ευκρατιδία. Ο πολεοδοµικός ιστός της ακολουθεί ορθογώνια χάραξη και η πόλη σχεδιάστηκε ως σύγχρονο αστικό κέντρο, προκειµένου να εκµεταλλευθεί την εξαιρετικά στρατηγική της θέση επάνω από τον ποταµό Ώξο. Τα πρωιµότερα κτίρια της πόλης χρονολογούνται στα τέλη του 4ου και το α µισό του 3ου αιώνα π.χ., την εποχή της παγίωσης του σελευκιδικού κράτους. Ανάµεσά τους ξεχωρίζει το Ηρώο του Κινέα, όπου βρέθηκαν επιγραφές που αντιγράφουν ρητά από το Μαντείο των Δελφών. Το Ηρώο και οι επιγραφές του έχουν θεωρηθεί σύµβολο της γενιάς αυτής των Ελλήνων που προσπαθούσαν να µεταφέρουν την πατρίδα τους, τη γλώσσα και την παράδοσή τους ακόµα και στις στέπες της Ασίας. Το µεσαίο τµήµα της πόλης περιελάµβανε το ανακτορικό συγκρότηµα που διαµορφώθηκε σε διάφορες φάσεις, η τελευταία από τις οποίες τοποθετείται γύρω στο 150 π.χ., την περίοδο δηλαδή του αυτόνοµου βασιλείου της Βακτριανής. Αποτελούσε ταυτόχρονα και το διοικητικό κέντρο της πόλης και περιελάµβανε περίστυλη δωρική αυλή, διάφορα διαµερίσµατα και αίθουσες διακοσµηµένες µε µωσαϊκά δάπεδα. Η µνηµειακή αρχιτεκτονική µορφή του εµπνέεται από τα παλάτια των Αχαιµενιδών, ενώ ταυτόχρονα συνδυάζει χαρακτηριστικά και διακοσµητικά στοιχεία αµιγώς ελληνικά, κάτι που αντικατοπτρίζει την ελληνιστική µοναρχική ιδεολογία. Οι περσικές επιδράσεις είναι εντονότερες όσον αφορά στις τεχνικές κατασκευής. Οικιστικά σύνολα πολυτελούς κατασκευής εντοπίστηκαν εκτός της πόλης. Επίσης ναοί ανατολικού τύπου ως προς τη σύλληψη και την αρχιτεκτονική τους έχουν βρεθεί στο εσωτερικό αλλά και εντός των τειχών. Όπως κάθε οργανωµένη ελληνική πόλη το Αι Χανούµ, διέθετε γυµνάσιο που χρονολογείται γύρω στο 250-200 π.χ. και θέατρο, το οποίο ήταν σε χρήση την περίοδο 225-150 π.χ.

Αλεξάνδρεια Η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε το 331 π.χ. από τον Αλέξανδρο και οι Πτολεµαίοι την ανέδειξαν στην πιο επιφανή µητρόπολη του ελληνιστικού κόσµου. Σύµφωνα µε τη γραπτή παράδοση, η θέση επιλέχτηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ο οποίος καθόρισε τα όρια της νέας πόλης όπως και τη χωροθετική διαρρύθµιση των δηµόσιων συγκροτηµάτων και των ιερών. Η τοπογραφία της Αλεξάνδρειας είναι γνωστή χάρη στις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων. Το ρυµοτοµικό της σχέδιο συντάχθηκε από τον σηµαντικό αρχιτέκτονα και πολεοδόµο Δεινοκράτη. Η πολεοδοµική συγκρότησή της ακολουθούσε τις αρχές του κανονικού ορθογώνιου συστήµατος. Παράλληλοι και κάθετοι οδικοί άξονες µεγάλων διαστάσεων όριζαν µε ακρίβεια τα οικοδοµικά τετράγωνα και τις συνοικίες, ενώ συγκεκριµένες εκτάσεις προορίζονταν για την ανέγερση δηµόσιων χώρων, ιερών και ανακτόρων. Βασικό γνώρισµα της γεωγραφικής θέσης της πόλης ήταν το νησί του Φάρου, πάνω στο οποίο βρισκόταν ο Φάρος της Αλεξάνδρειας (297-283 π.χ.), ένα από τα επτά θαύµατα του αρχαίου κόσµου. Το νησί ενωνόταν µε τη στεριά µε έναν υπερυψωµένο τεχνητό δρόµο (µώλο) µήκους επτά σταδίων (περίπου 1,4 χλµ.), τον λεγόµενο Έπταστάδιον, µε αποτέλεσµα τη διαµόρφωση δύο µεγάλων λιµανιών, του Εύνοστου στα δυτικά και του Μεγάλου Λιµένα στα ανατολικά. Σύµφωνα µε τους αρχαίους συγγραφείς, η πόλη χωριζόταν σε διοικητικές ζώνες, η ακριβής θέσης των οποίων µας είναι άγνωστη. Περίπου το ένα τρίτο ή τέταρτο της συνολικής έκτασης της Αλεξάνδρειας καταλάµβαναν τα Βασίλεια, οι ανακτορικές εγκαταστάσεις που αποτελούσαν και την έδρα της πτολεµαϊκής δυναστείας. Τα ανακτορικά συγκροτήµατα περιλάµβαναν περίλαµπρα οικοδοµήµατα, ανάµεσα στα οποία ξεχωρίζουν η περίφηµη Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, τα οποία οικοδοµήθηκαν στα χρόνια του Πτολεµαίου Α (305-283 π.χ.), καθώς και το Σήµα, το ταφικό µνηµείο του Αλέξανδρου και των Πτολεµαίων. Το γυµνάσιο πρέπει να βρισκόταν σε κεντρικό σηµείο της πόλης, ενώ η θέση της αγοράς µάς είναι εντελώς άγνωστη. Εξαιτίας της συνεχούς κατοίκησής της, η Αλεξάνδρεια κρατά ακόµη καλά σφραγισµένα αρχαιολογικά µυστικά. Σχεδιαστική αναπαράσταση της κεντρικής αρτηρίας της ελληνι- Σύγχρονη µακέτα του Φάρου της Αλεξάνδρειας (Ναυτικό

Πέργαµος Η πρωτεύουσα του βασιλείου των Ατταλιδών Πέργαµος, που άκµασε στον χώρο της κεντρικής Μικράς Ασίας από το 270 µέχρι το 130 π.χ., υπήρξε µαζί µε την Αλεξάνδρεια το σηµαντικότερο πολιτιστικό και πνευµατικό κέντρο του ελληνιστικού κόσµου. Ο σχεδιασµός της πόλης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός και εµπνέεται από τις ανατολικές παραδόσεις διαµόρφωσης του αστικού χώρου. Επικρατούν διαφορετικές αρχές χάραξης που αξιοποιούν τις δυνατότητες του φυσικού χώρου, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνεται ένα εξαιρετικά πρωτοποριακό και επιβλητικό πολεοδοµικό σύνολο. Η πόλη είναι χτισµένη σε ύψωµα µε απότοµες πλαγιές και ο πολεοδοµικός ιστός της αναπτύσσεται µε την κλιµακωτή χρήση µεγάλων ανεξάρτητων ανδήρων, όπου οικοδο- µούνται τα δηµόσια κτίρια, δηµιουργώντας µια νέα οπτική, σκηνογραφική θα λέγαµε, διάταξη. Η ακρόπολη της Περγάµου, όπως διαµορφώθηκε στα χρόνια του Ευµένη Β (197-158 π.χ.), αποτελούσε ένα εξαιρετικό αρχιτεκτονικό σύνολο, το οποίο ανταγωνιζόταν σε µεγαλοπρέπεια την ακρόπολη των Αθηνών. Εκεί βρίσκονταν συγκεντρωµένα τα οικοδοµήµατα της βασιλικής αυλής, στρατιωτικές αποθήκες, η Αγορά, το ιερό της Αθηνάς Πολιάδος Νικηφόρου, ο µεγάλος βωµός του Διός και το θέατρο. Στα άνδηρα της µέσης πόλης διαµορφώνονταν τα γυµνάσια, τα ιερά της Ήρας και της Δήµητρας και η Κάτω Αγορά. Τα περισσότερα οικοδοµήµατα χρονολογούνται στην εποχή του Ευµένη Β (197-158 π.χ.) και του Αττάλου Β (158-138 π.χ.). Η Πέργαµος αντιπροσωπεύει το σηµαντικότερο παράδειγµα σωζόµενης ελληνιστικής πόλης, λόγω του εξαιρετικού πολεοδοµικού σχεδιασµού και της λαµπρότητας των µνηµείων της, ενώ η θεατρικήσκηνογραφική τάση, η διαµόρφωση δηλαδή κτιρίων αλλά και του ιστού της πόλης σαν σκηνικό θεάτρου, βρίσκει στην πρωτεύουσα του ατταλιδικού βασιλείου την τελειότερη εφαρµογή της. Στην κυρίως Ελλάδα, οι παλαιότερες πόλεις συνεχίζουν να παρουσιάζουν ακανόνιστη πολεοδοµική µορφή, ταυτόχρονα όµως εξωραΐζονται και αναµορφώνονται. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν η Αθήνα και η Δήλος, οι οποίες στα ελληνιστικά χρόνια λόγω της µακραίωνης κατοίκησης και ανάπτυξής τους παρουσιάζουν µια ακανόνιστη και χαώδη πολεοδοµική σύνθεση, µε στενούς δρόµους και ασύµµετρους οικοδοµικούς χώρους. Οι νέες πόλεις που ιδρύονται στην Ελλάδα δηµιουργούνται συνήθως από τη Κατάλοιπα της πτολεµαϊκής ακρόπολης της Αλεξάνδρειας. Πέργαµος γενικό σχέδιο της άνω πόλης.

συνένωση γειτονικών οικισµών και σε αυτές εφαρµόζονται κανονικά αρχιτεκτονικά συστήµατα. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αποτελούν η Θεσσαλονίκη, που ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο το 326 π.χ., και η Δηµητριάδα, που ιδρύθηκε το 393 π.χ. από τον Δηµήτριο τον Πολιορκητή, πόλεις που εξελίχθηκαν σε σηµαντικά αστικά κέντρα, λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης τους και των εµπορικών και στρατηγικών πλεονεκτη- µάτων που αυτή του εξασφάλιζε. Η αρχιτεκτονική της Ελληνιστικής εποχής Γενικά χαρακτηριστικά Στον νέο διευρυνόµενο κόσµο, η αρχιτεκτονική εµπνέεται από τα επιτεύγµατα και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των διαφορετικών πολιτισµών. Στα ελληνιστικά βασίλεια παρατηρείται συγκερασµός των ελληνικών και τοπικών παραδόσεων, και το φαινόµενο αυτό επηρεάζει καθοριστικά την καλλιτεχνική δηµιουργία. Ο ρόλος του ηγεµόνα αναδεικνύεται καθοριστικός στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των ελληνιστικών χρόνων, αφού πλέον αποτελεί βασικό µέσο αυτοπροβολής του. Η βασιλική πατρωνία µετέβαλε την οικοδοµική τέχνη σε όργανο εξουσίας και τρόπο έκφρασης του µεγαλείου των ελληνιστικών κρατών. Μέσα από τα φιλόδοξα οικοδοµικά προγράµµατα των διαδόχων διαφαίνονται τα πολιτικά τους κίνητρα και ταυτόχρονα ο πολιτιστικός προσανατολισµός του νέου ελληνιστικού κόσµου. Η αρχιτεκτονική των ελληνιστικών χρόνων αναµόρφωσε τα κλασικά πρότυπα και συνδύασε τις παραδοσιακές µορφές µε την πολυτέλεια, την υψηλή αισθητική και τον περίτεχνο διάκοσµο. Βασικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής είναι οι µνηµειακές διαστάσεις, η επιβλητικότητα, ο εντυπωσιασµός και το έντονα διακοσµητικό ύφος, που αντικαθιστούν τη λιτότητα και αυστηρότητα των κλασικών χρόνων. Συγχρόνως παρατηρείται ποικιλοµορφία στον αρχιτεκτονικό σχεδιασµό, αφού οι αρχιτέκτονες πειραµατίζονται σε νέες µορφές. Η βελτίωση της λειτουργικότητας των κτιρίων βρίσκεται ανάµεσα στις άµεσες επιδιώξεις της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής, ενώ ιδιαίτερη έµφαση δίδεται στην εκµετάλλευση και αξιοποίηση του εσωτερικού χώρου. Χαρακτηριστικό επίσης γνώρισµα είναι η συµµετρία, η τάση για ενιαίο αρχικό σχεδιασµό και κανονικότητα, ένταση δηλαδή των κτιρίων και των ελεύθερων χώρων σε ένα σύστηµα ορθογώνιων αξόνων, που παρατηρείται τόσο στην πολεοδοµική οργάνωση Κιονόκρανο από τον ναό της Άρτεµης στις Σάρδεις του 300

Αρχιτέκτονες Στην Ελληνιστική εποχή οι αρχιτέκτονες είχαν συνήθως µόνιµη σχέση συνεργασίας µε συγκεκριµένες πόλεις ή βασιλικές αυλές. Η κοινωνική θέση τους βελτιώθηκε και η καλλιτεχνική αξία του έργου τους αναγνωριζόταν από το ευρύτερο σύνολο. Ανάµεσά τους ξεχωρίζουν ο Πύθεος και ο Ερµογένης, που σχεδίασαν µοναδικά µνηµεία και διατύπωσαν τις θεωρητικές αρχές και παρατηρήσεις τους για την αισθητική ποιότητα της αρχιτεκτονικής. Πύθεος Σηµαντικός αρχιτέκτονας και θεωρητικός, που εργάστηκε στα υστεροκλασικά χρόνια και στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου. Υπήρξε αρχιτέκτονας του ναού της Αθηνάς στην Πριήνη και ένας από τους αρχιτέκτονες του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού, ενώ σε αυτόν αποδίδεται πιθανώς και όλος ο πολεοδοµικός σχεδιασµός της Πριήνης. Στο θεωρητικό έργο του, που δυστυχώς έχει χαθεί, υποστήριξε την τελειότητα του ιωνικού ρυθµού. Συνέγραψε επίσης τεχνικά εγχειρίδια σχετικά µε την οικοδόµηση του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού και του ναού της Αθηνάς στην Πριήνη, στα οποία αναφέρεται µε λεπτοµέρειες στις αριθµητικές αναλογίες και στον σχεδιασµό τους. Σχεδιαστική αναπαράσταση του Μαυσωλείου της Αλικαρ- Ερµογένης Ο Ερµογένης ήταν ο σπουδαιότερος αρχιτέκτονας των ελληνιστικών χρόνων. Καταγόταν από την πόλη Αλάβανδα της Καρίας και έζησε τον 2ο αιώνα π.χ. Οι γνώσεις µας για τις θεωρίες και το έργο του αντλούνται από τα στοιχεία που παραθέτει ο Βιτρούβιος στο πολύτοµο έργο του De Architectura. Ως υποστηρικτής των ιδεών του Πύθεου, ο Ερµογένης απέρριψε τη χρήση του δωρικού ρυθµού στην αρχιτεκτονική των ναών και των ιερών. Θεωρείται λανθασµένα ο εµπνευστής του ψευδοδίπτερου ναού, πιθανολογείται όµως ότι ήταν ο πρώτος που εφάρµοσε τον ιωνικό ρυθµό στον συγκεκριµένο τύπο ναοδοµίας. Μια άλλη καινοτοµία του ήταν η κατηγοριοποίηση των ναών σε πυκνόστυλους, σύστυλους, διάστυλους, αραιόστυλους και εύστυλους µε βάση τη διάµετρο του ιωνικού

των οικιστικών συνόλων όσο και στη σύνθεση των συγκροτηµάτων µεγάλων διαστάσεων, όπως τα ιερά, οι αγορές και τα γυµνάσια. Επίσης η εναλλαγή αρχιτεκτονικών εντυπώσεων, οι επιβλητικές χωροθετήσεις και το σκηνογραφικό γούστο στοχεύουν στο οπτικό αισθητικό αποτέλεσµα και εκφράζουν τη γενικότερη ζωγραφική τάση της αρχιτεκτονικής της Ελληνιστικής περιόδου. Ως προς τους οικοδοµικούς τύπους, η στοά αναδεικνύεται ως το αντιπροσωπευτικό κτίριο της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Η χρήση της στοάς ευνοεί την αρχιτεκτονική διάρθρωση και τη συνοχή των τεράστιων µνηµειακών χώρων, ενώ οι συνεχώς επαναλαµβανόµενες κιονοστοιχίες διαδραµατίζουν καθοριστικό ρόλο στην προοπτική του συνόλου. Η ναοδοµία συνεχίζει να κατέχει βασική θέση, ενώ οι βωµοί αποτελούν αρικίονα. Επιπλέον έδωσε την οριστική µορφή στον ιωνικό ρυθµό και επηρεασµένος από την κλασική παράδοση εισήγαγε αττικά στοιχεία στη µικρασιατική αρχιτεκτονική, τα οποία συνδύασε µε ανατολικό-ιωνικές µορφές. Οι σηµαντικότερες δηµιουργίες του είναι ο ναός της Αρτέµιδος Λευκοφρυήνης και ο ναός του Διός Σωσιπόλεως στη Μαγνησία του Μαιάνδρου. ΜΕΤΑΚΙΟΝΙΟ ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ ΥΨΟΣ ΚΙΟΝΑ Πυκνόστυλος ναός 1 ½ 2 ½ 10 Σύστυλος 2 3 9 ½ Διάστυλος 3 4 8 ½ Αραιόστυλος 3 ½ 4 ½ 8 Εύστυλος 2 ¼ 3 ¼ 9 ¼

στουργήµατα της ελληνιστικής τέχνης. Οι αρχιτεκτονικοί τύποι των αγορών, των βουλευτηρίων, των θεατρικών και αθλητικών εγκαταστάσεων προσαρµόζονται στις τάσεις και στις ανάγκες της εποχής και γνωρίζουν µεγάλη ανάπτυξη, ενώ η υψηλή αισθητική και η διακοσµητικότητα επηρεάζει και την αρχιτεκτονική των προσόψεων, όπως αυτή εκφράζεται µέσα από τα µνηµειακά πρότυπα, τα σκηνικά οικοδοµήµατα των θεάτρων και τα ταφικά µνηµεία. Συγκεκριµένα διάφορα αρχιτεκτονικά µέλη, κίονες, επιστύλια, ζωφόροι και αετώµατα χρησιµοποιούνται αποκλειστικά για διακοσµητικούς λόγους, χωρίς καµία λειτουργική ή κατασκευαστική αξία. Πρόκειται για µια καινοτοµία που υιοθετήθηκε µε ζήλο και εξελίχθηκε στη ρωµαϊκή αρχιτεκτονική. Στην οικοδοµική χρησιµοποιούνται τα παραδοσιακά υλικά δοµής σε ποικίλους συνδυασµούς, ενώ τα συστήµατα τοιχοποιίας ακολουθούν τις κατακτήσεις και τις κατασκευαστικές µεθόδους της Κλασικής εποχής. Αξίζει να σηµειωθεί η προτίµηση των αρχιτεκτόνων στη κατασκευή ανδήρων, δηλαδή τεχνητών επιπέδων που διαµορφώνονται µε επιχωµατώσεις και ισχυρούς αναληµατικούς τοίχους, έτσι ώστε τα κτίρια που χτίζονταν εκεί να βρίσκονται σε περίοπτες θέσεις. Νεωτεριστικά στοιχεία εισάγονται στις εξωτερικές και εσωτερικές επιφάνειες. Τέτοια είναι οι θόλοι, οι αψίδες και τα τόξα, τα οποία βελτιώνουν τη στέγαση των οικοδοµηµάτων και δηµιουργούν συνθετότερες αρχιτεκτονικές µορφές. Στον τοµέα της αρχιτεκτονικής µορφολογίας η τάση της εποχής για διακόσµηση και πολυµορφία έδωσε το προβάδισµα στον ιωνικό ρυθµό, που επισκίασε τον δωρικό. Ιδιαίτερα αγαπητός γίνεται επίσης ο κορινθιακός ρυθµός λόγω του έντονα διακοσµητικού ύφους του, µε εφαρµογές ειδικά στη θρησκευτική αρχιτεκτονική. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε ως ο ιερότερος αρχιτεκτονικός ρυθµός της περιόδου και σύµβολο του ελληνιστικού ρεύµατος. Το σηµαντικότερο όµως γνώρισµα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής είναι οι νεωτερισµοί στη ρυθµολογία. Τα δωρικά και ιωνικά Ο Ερµογένης χρησιµοποίησε τη διάµετρο του ιωνικού κίονα στη βάση ως µέτρο για τον υπολογισµό της αναλογίας όλων των µερών του οικοδοµήµατος. Διατύπωσε έτσι τον βασικό κανόνα ότι το άθροισµα του µεταξονίου και το ύψος του κίονα οφείλει να είναι πάντοτε 12,5 διάµετροι του κίονα. Επινόησε έτσι πέντε κατηγορίες ναών, κατατάσσοντάς τους πάντα µε βάση το µεταξόνιο.

στοιχεία συνδυάζονται µεταξύ τους καταπατώντας τους παλιούς αυστηρούς κανόνες. Έτσι συναντάµε είτε διαφορετικούς ρυθµούς σε κάθε όροφο του ίδιου οικοδοµήµατος είτε ιωνικούς κίονες να φέρουν δωρικό θριγκό ή, αντίστροφα, ακόµα και δωρικούς κίονες µε ιωνικές ραβδώσεις. Δηµιουργία της Ελληνιστικής εποχής αποτελούν τα περγαµηνά κιονόκρανα, που συναντάµε σε έργα του ατταλιδικού βασιλείου. Έµφαση επίσης δίνεται στη χρήση διακοσµητικών διαχωριστικών στοιχείων (κυµάτια, ζωφόροι µε βλαστόσπειρες, ταινίες, γεισίποδες, γείσα µε κιλλίβαντες και διάφορες µορφές σίµης). Χρησιµοποιήθηκε µάλιστα ο όρος µπαρόκ (δανεισµένος από τη µεταγενέστερη ευρωπαϊκή τέχνη) για να αποδώσει τις ανεπτυγµένες αρχιτεκτονικές συνθέσεις µε υπερβολικό διάκοσµο των ελληνιστικών χρόνων. Στο πλαίσιο αυτό αναζήτησης και δηµιουργίας νέων µορφών, ανατολικά και ελληνικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και διακοσµητικά µοτίβα συνδυάζονται και συνθέτουν τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής που αποτελεί εξαιρετικό αµάλγαµα διαφορετικών πολιτισµών, κυρίως του ελληνικού, του αιγυπτιακού και του περσικού. Ερείπια του ναού της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη (350- Οικοδοµικοί Τύποι Ναοί και Ιερά Ναοί Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους συνεχίζεται η οικοδόµηση κολοσσιαίων ναών, των οποίων η κατασκευή είχε ξεκινήσει από προηγούµενες περιόδους και δεν είχε ολοκληρωθεί, ενώ ως προς την ανέγερση νέων ναϊκών οικοδοµηµάτων επικρατούν συνήθως συντηρητικές τάσεις και διατηρούνται οι παραδοσιακοί αρχιτεκτονικοί τύποι. Οι ναοί εντάσσονται σε ευρύτερα αρχιτεκτονικά σύνολα, που συµπληρώνονται από οικοδοµήµατα ποικίλων λειτουργιών. Κυριαρχούν ο ιωνικός και ο κορινθιακός ρυθµός. Ο ψευδοδίπτερος τύπος φαίνεται να κατακτά ολοένα περισσότερο τους αρχιτέκτονες, µε τον χώρο του πτερού να αποκτά τη µορφή ευρύχωρων στοών. Στη Μικρά Ασία, όπου η ναοδοµία κατέχει ακόµη σηµαίνοντα ρόλο, οι ναοί που ανεγείρονται αποτελούν εντυπωσιακά µνηµεία, τα οποία ξεχωρίζουν λόγω του πρωτοποριακού αρχιτεκτονικού σχεδιασµού και των µεγάλων διαστάσεών τους. Χαρακτηρι-

στικό της µικρασιατικής ελληνιστικής ναοδοµίας είναι ο προσανατολισµός σε αρχαϊκά πρότυπα, τουλάχιστον ως προς την κλίµακα και την τάση µεγαλοπρέπειας, που συνδυάζεται µε κατακτήσεις της κλασικής αρχιτεκτονικής. Ο ναός της Αθηνάς στην Πριήνη αποτελεί ένα από τα τελευταία µνηµειακά έργα της Κλασικής εποχής και αφετηρία για την εξέλιξη της ελληνιστικής ναοδοµίας. Η οικοδό- µησή του χρονολογείται στο διάστηµα 350-330 π.χ. και τα έξοδα αποπεράτωσής του ανέλαβε ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος. Ήταν περίπτερος ναός, µε πρόναο και οπισθόδοµο και σχεδιάστηκε από τον Πύθεο, τον σηµαντικότερο αρχιτέκτονα του 4ου αιώνα π.χ.. Ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος αποτελεί τον κανόνα των θεωρητικών απόψεων του φηµισµένου αρχιτέκτονα και πρότυπο ιωνικού ρυθµού, καθώς οι αναλογίες του άπτονται της τελειότητας. Η παρουσία του οπισθόδοµου εµφανίζεται για πρώτη φορά σε ιωνικό ναό της Μικράς Ασίας, όπως και οι δύο κίονες ανάµεσα σε παραστάδες στις δύο όψεις του, ακολουθώντας τα δωρικά πρότυπα. Οι κίονες και ο θριγκός του ναού είναι ιωνικού-µικρασιατικού τύπου. Ο ναός της Αρτέµιδος στην Έφεσο ανήκει επίσης στην κατηγορία των ναών που ξεκίνησαν να οικοδοµούνται στα υστεροκλασικά χρόνια, ακολούθησαν τα αρχαϊκά πρότυπα και ολοκληρώθηκαν κατά την Ελληνιστική περίοδο. Το 356 π.χ., το πρώτο (αρχαϊκό) Αρτεµίσιο καταστράφηκε από φωτιά, αλλά ολοκληρώθηκε γύρω στα µέσα του 3ου αιώνα π.χ. Οι αρχιτέκτονες του νεότερου Αρτεµισίου ακολούθησαν µε απόλυτη ακρίβεια τις διαστάσεις, τον σχεδιασµό και την κάτοψη του προγενέστερου ναού, µε κρηπίδωµα και απέκτησε τρεις σειρές κιόνων στην πρόσοψή του. Σηµαντική διαφοροποίηση της νέας κάτοψης ήταν η δηµιουργία οπισθόδοµου στην ανατολική πλευρά. Τα αετώµατα του ναού διέθεταν τρία αψιδωτά ανοίγµατα, τα οποία πρέπει να συνδέονταν µε τελετές επιφάνειας της θεάς. Η λατρεία του Απόλλωνα στα Δίδυµα και το µαντείο των Βραγχιδών στα νότια της Μιλήτου χρονολογούνταν βέβαια στην Αρχαϊκή εποχή. Όµως γύρω στο 300 π.χ. άρχισε η ανοικοδόµηση ενός νέου ναού, από τους µεγαλύτερους της εποχής του. Οι επιβλητικές διαστάσεις, η πολυπλοκότητα του αρχιτεκτονικού σχεδιασµού του και οι µυστηριώδεις εσωτερικοί του χώροι καθιστούν το Διδυµαίο χαρακτηριστικό µνηµείο της µικρασιατικής ελληνιστικής αρχιτεκτονικής και πρότυπο για τους καλλιτέχνες των µετέπειτα ελληνιστικών και ρωµαϊκών χρόνων. Σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Το νεότερο Διδυµαίο της Μιλήτου σε σχεδιαστική αναπαρά-

Παιόνιο από την Έφεσο και Δάφνι από τη Μίλητο. Ήταν ιωνικός δίπτερος ναός, χτισµένος σε ψηλή κρηπίδα και αποτελούνταν από χώρους διαφορετικής λατρευτικής λειτουργίας. Στην πρόσοψη είχε µεγαλοπρεπή κλίµακα, που οδηγούσε σε βαθύ πρόναο µε τέσσερις σειρές κιόνων. Η µικρή αίθουσα, που διαµορφωνόταν ανάµεσα στον πρόναο και στο σηκό, αποτελούσε το χρηστήριο και είχε σχεδιαστεί ως ένα είδος σκηνής από όπου οι µάντεις του Απόλλωνα ανακοίνωναν τους χρησµούς. Από τον ανατολικό τοίχο της δίστυλης αυτής αίθουσας µια µεγάλη κλίµακα οδηγούσε στο σηκό. Στις πλευρές του χρηστηρίου υπήρχαν κλίµακες µε οροφή διακοσµηµένη µε µαιάνδρους, που ονοµάζονται λαβύρινθοι, επέτρεπαν την άνοδο στη στέγη και προφανώς χρησίµευαν στις λατρευτικές τελετουργίες. Κάτω από αυτές βρίσκονταν υπόγειοι θολωτοί διάδροµοι-σήραγγες, που διαµόρφωναν ένα µυστηριακό περιβάλλον από όπου µπορούσε να εισέλθει κανείς από τον πρόναο στον τεράστιο υπαίθριο σηκό, που βρισκόταν σε κατώτερο επίπεδο, και όπου υπήρχαν ιεροί θάµνοι δάφνης και πηγή ιερού νερού. Οι τοίχοι του σηκού ήταν εξαιρετικά ψηλοί (ύψος 20 µ.) και ενισχύονταν µε παραστάδες που εδράζονταν σε ψηλά βάθρα και έφεραν ανάγλυφη ζωφόρο. Στο βάθος του σηκού βρισκόταν ο τετράστυλος ιωνικός ναΐσκος µε το λατρευτικό άγαλµα του Απόλλωνα. Ο ναός της Αρτέµιδος στις Σάρδεις είναι ο τέταρτος µεγαλύτερος σε µέγεθος ναός ιωνικού ρυθµού στον ελληνικό κόσµο. Διατηρείται σε καλή κατάσταση και αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα µνηµεία της Μικράς Ασίας. Ο ναός θα πρέπει να χρηµατοδοτήθηκε αρχικά από τους Σελευκίδες γύρω στις αρχές του 3ου αιώνα π.χ., αφού η πόλη, µετά την ενσωµάτωση της στο σελευκιδικό βασίλειο, αποτέλεσε µία από τις πρωτεύουσες του κράτους. Μεγάλο µέρος του όµως ολοκληρώθηκε στα ρωµαϊκά χρόνια. Είναι ψευδοδίπτερος µε 8 επί 20 κίονες. Η κάτοψή του παρουσιάζει περίπλοκα χαρακτηριστικά: είχε βαθύ πρόναο και στον σηκό υπήρχε διπλή σειρά δώδεκα κιόνων για τη διάρθρωση του εσωτερικού χώρου και τη στήριξη της στέγης. Αρχικά ο ναός πρέπει να είχε σχεδιαστεί ως δίπτερος ακολουθώντας την ιωνική παράδοση. Πολλοί µελετητές υποστηρίζουν ότι η εξωτερική ψευδοδίπτερη περίσταση ανήκει σε µια δεύτερη ελληνιστική οικοδοµική περίοδο του ναού κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του 2ου αιώνα π.χ. Πιστεύουν µάλιστα ότι ο νέος αυτός αρχιτεκτονικός σχεδιασµός του οφειλόταν σε επιρροή των θεωρητικών αρχών του Ερµογένη. Ξεχωριστή θέση στην ελληνιστική ναοδοµία κατέχουν τα έργα του περίφηµου αυτού Κάτοψη του ναού της Αρτέµιδος Λευκοφρυήνης. Σχεδιαστική αναπαράσταση της δυτικής πρόσοψης του ναού της Μακέτα του ναού της Αρτέµιδος Λευκοφρυήνης.

αρχιτέκτονα των ελληνιστικών χρόνων: ο ναός της Αρτέµιδος Λευκοφρυήνης, ο ναός του Διός Σωσιπόλεως στη Μαγνησία του Μαιάνδρου και ο ναός του Διονύσου στην Τέω. Το Αρτεµίσιο (όπως είναι ευρύτερα γνωστός ο πρώτος ναός) στη Μαγνησία θεωρείται το διασηµότερο και σηµαντικότερο έργο του, όπου µε ορθολογικό τρόπο εφάρµοσε τις θεωρητικές αρχές του τόσο στην κάτοψη όσο και στην ανωδοµή. Σχεδιάστηκε γύρω στο 221/20 π.χ., ενώ η ανέγερσή του πρέπει να ξεκίνησε µετά το 206/5 π.χ. Ο ναός είχε προσανατολισµό παραδοσιακά µικρασιατικό, προς τα δυτικά. Πρόκειται για ιωνικό ψευδοδίπτερο ναό, χτισµένο πάνω σε ψηλή βάση. Χωριζόταν σε πρόναο, σηκό και οπισθόδοµο, µε διαστάσεις που δηµιουργούσαν συµµετρία. Δύο σειρές κιόνων στήριζαν την υπερυψωµένη οροφή του σηκού, όπου υπήρχε ένα άνοιγµα για φωτισµό, ενώ στα τύµπανα των αετωµάτων υπήρχαν επίσης ανοίγµατα, από όπου θεωρείται ότι εµφανιζόταν η θέα. Στην αρχιτεκτονική και στη διακόσµηση του µνηµείου συνδυάζονταν τα αττικά και ανατολικό-ιωνικά στοιχεία. Ο ναός του Διός Σωσιπόλεως βρισκόταν στην αγορά της Μαγνησίας του Μαιάνδρου. Χτίστηκε γύρω στο 198-196 π.χ. και αντιπροσωπεύει την ώριµη περίοδο του Ερµογένη. Πρόκειται για ένα µικρό πρόστυλο ιωνικό ναό µε τετράστυλη πρόστυλη πρόσταση. Οι αναλογίες του αντιστοιχούν στον εύστυλο τύπο του ερµογένειου συστήµατος. Παρουσιάζει παρόµοια εκτέλεση µε τον Αρτεµίσιο, µε εµφανή και πάλι την επιρροή της αττικής αρχιτεκτονικής που συνδυάζεται µε ντόπια στοιχεία. Ο ναός του Διονύσου στην Τέω, είναι ιωνικός περίπτερος, εξάστυλος, µε δώδεκα κίονες στις µακριές πλευρές, χτισµένος στο κέντρο ενός τεµένους τραπεζιόσχηµης κάτοψης που περιβάλλεται από δωρικές και ιωνικές στοές. Ο ναός πατά πάνω σε υψηλό κρηπίδωµα. Αποτελεί το πρώτο δείγµα εύστυλου ναού και η οικοδόµησή του χρονολογείται από το 229/222 µέχρι το 204/3 π.χ. Οι λεπτοµέρειες της αρχιτεκτονικής και της διακόσµησης του ναού παρουσιάζουν οµοιότητες και κοινά χαρακτηριστικά µε τα άλλα έργα του Ερµογένη. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι οι σηµαντικότεροι ναοί που οικοδοµήθηκαν τον 2ο αιώνα π.χ. στη δυτική Μικρά Ασία είναι επηρεασµένοι από τις αρχές και τις στυλιστικές τάσεις της ερµογένειας αρχιτεκτονικής και ακολουθούν την ψευδοδίπτερη τυπολογία, όπως ο ιωνικός ναός του Απόλλωνος Σµινθέως στη Χρύση της Τρωάδος, ο κορινθιακός ναός της Εκάτης στα Λάγινα και ο ιωνικός ναός του Απόλλωνος στα Αλάβανδα. Άποψη του ναού της Άρτεµης στις Σάρδεις.

Ως προς του ελληνιστικούς ναούς στην κυρίως Ελλάδα, το Ολυµπιείον στην Αθήνα αποτελεί το σηµαντικότερο παράδειγµα και ίσως τον πρωιµότερο κορινθιακό ναό. Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους είχε σχεδιαστεί σε δωρικό ρυθµό στο πλαίσιο του λαµπρού οικοδοµικού προγράµµατος των Πεισιστρατιδών (τέλη 6ου αιώνα π.χ.). Με την πτώση της τυραννίας το οικοδόµηµα εγκαταλείφθηκε. Γύρω στο 175 π.χ., ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ ο Επιφανής ανέθεσε την ολοκλήρωση του ναού σε έναν Ρωµαίο αρχιτέκτονα, τον Κοσσούτιο, ο οποίος σχεδίασε έναν τεράστιο κορινθιακό δίπτερο ναό. Το έργο έµεινε ανολοκλήρωτο, αν και οι εργασίες αποπεράτωσής του συνεχίστηκαν στους ρωµαϊκούς χρόνους από τον αυτοκράτορα Αδριανό (132 π.χ.). Γενικότερα ο Αντίοχος Δ (175-164 π.χ.) επιχείρησε να αναβιώσει το γόητρο της σελευκιδικής αυτοκρατορίας. Έτσι µέσα από τη χρηµατοδότηση λαµπρών ναών εξυπηρέτησε τα πολιτικά του συµφέροντα. Η θρησκευτική προπαγάνδα του βασιλιά επικεντρώνεται στη λατρεία του Διός, ενώ οι αρχιτεκτονικές του προτιµήσεις ευνοούσαν τον κορινθιακό ρυθµό. Στο οικοδοµικό πρόγραµµα του Αντιόχου Δ πιθανόν εντάσσεται και ο καλύτερα σωζόµενος κορινθιακός ναός, ο ναός του Ολβίου Διός στη Διοκαισάρεια της Κιλικίας. Σηµαντικοί επίσης στη µητροπολιτική Ελλάδα ήταν ο πρόστυλος δωρικός ναός της Δεσποίνης στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας (τέλη 3ου αιώνα π.χ.), ο οποίος ήταν αρχαιοπρεπής και είχε διακοσµηθεί µε εξαίρετα γλυπτά, έργα του γλύπτη Δαµοφώντος από τη Μεσσήνη, ο δωρικός ναός της Αρτέµιδος στην Επίδαυρο (300 π.χ.), αν και µικρών διαστάσεων, εντυπωσίαζε για την πολυτελή κατασκευή του, καθώς και ο µικρός δωρικός πρόστυλος ναός της Αγαθής Τύχης στη Δήλο, που χτίστηκε από τον Πτολεµαίο Β της Αιγύπτου (285-246 π.χ.) Το Ολυµπιείον στην Αθήνα είναι ναός αφιερωµένος στον Ιερά Τα ιερά τεµένη οικοδοµούνται σε επιβλητικά τοπία και συνθέτουν εντυπωσιακά συγκροτήµατα µε πολύπλοκη χωροταξία. Η αρχιτεκτονική τους ήταν ιδιαίτερα επι- µεληµένη και το τελικό αποτέλεσµα ήταν εξαιρετικό. Οι αρχιτέκτονες ενδιαφέρονται για τη διαµόρφωση του συνόλου και όχι ενός µεµονωµένου οικοδοµήµατος. Τα ιερά περιβάλλονταν συνήθως από περίστυλες αρχιτεκτονικές συνθέσεις, που τόνιζαν την εσωστρέφεια του χώρου και περιλάµβαναν, εκτός από ναούς, βωµούς, ιερά άλση και διάφορα άλλα µικρότερα λατρευτικά ή και κοσµικά κτίρια.

Οι τάσεις της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής πραγµατώνονται µε τον πιο αριστοτεχνικό και ευρηµατικό τρόπο στον σχεδιασµό των ιερών. Η πρόθεση για θεατρική αίσθηση, σκηνογραφική εντύπωση και δραµατική θέαση κορυφώνεται µέσα από την πολυπλοκότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και τους µυστηριώδεις και εντυπωσιακούς εσωτερικούς χώρους. Μέσα από τον ελληνιστικό σχεδιασµό συνεχούς ανόδου που επιτυγχάνεται µε άνδηρα, κεκλιµένα επίπεδα (ράµπες), κιονοστοιχίες πρόπυλα και κλίµακες, διαµορφωνόταν ένα πολυσύνθετο αρχιτεκτονικό σκηνικό που οδηγούσε βαθµιαία στη διαδοχική και απροσδόκητη αποκάλυψη των επιµέρους χώρων του ιερού προκαλώντας τη δραµατική ένταση του επισκέπτη. Το ιερό της Λινδίας Αθηνάς στη Λίνδο της Ρόδου είναι χτισµένο πάνω στην ακρόπολη. Η εντύπωση που προκαλούσε η ευνοϊκή φυσική του θέση τονίστηκε ακόµα περισσότερο στα ελληνιστικά χρόνια. Γύρω από τον απλό δωρικό τετράστυλο αµφιπρόστυλο ναό της Αθηνάς, που οικοδοµήθηκε γύρω στο 300 π.χ., διαµορφώθηκε ένα επιβλητικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον, µε κλίµακες, κιονοστοιχίες και πρόπυλα. Η κάτοψη του συγκροτήµατος είναι ακανόνιστη. Μια µεγάλη µακρόστενη δωρική στοά µε πλαϊνές προεξέχουσες πτέρυγες (τέλη 3ου αιώνα π.χ.) εισήγε τον επισκέπτη στον ιερό χώρο. Στη µέση της στοάς διαµορφωνόταν η µνηµειακή κλίµακα των προπυλαίων. Στη όψη των προπυλαίων του ιερού (α µισό 3ου αιώνα π.χ.) υπήρχε πλατιά δωρική στοά µε πλαϊνές προεξοχές, οι οποίες έφεραν αετωµατική επίστεψη. Πίσω από την κιονοστοιχία ανοιγόταν η µεγάλη υπαίθρια αυλή όπου βρισκόταν ο βωµός και ο ναός της Λινδίας Αθηνάς. Το ιερό του Ασκληπιού στην Κω χτίστηκε σε ένδειξη ευγνωµοσύνης προς τον Ιπποκράτη (460-380 π.χ.), τον µεγάλο θεωρητικό της ιατρικής, ο οποίος καταγόταν από το νησί. Παρουσίαζε συµµετρική κάτοψη και αναπτυσσόταν σε τρία κλιµακωτά άνδηρα, ενώ ένας κεντρικός άξονας οδηγούσε στον ναό που βρισκόταν στο υψηλότερο άνδηρο. Εντυπωσιακή είναι η πρωτοποριακή διάπλαση της όλης σύνθεσης. Στο κατώτερο άνδηρο (µέσα 2ου αιώνα π.χ.) διαµορφωνόταν ένα τετράστυλο πρόπυλο και µια στοά σχήµατος Π, πίσω από την οποία υπήρχαν διάφοροι χώροι για τους προσκυνητές του ιερού. Μια µνηµειακή κλίµακα οδηγούσε στο δεύτερο άνδηρο που αποτελούσε το λατρευτικό κέντρο. Εκεί βρισκόταν ο ιωνικός δίστυλος εν παραστάσει ναός (αρχές 3ου αιώνα π.χ.) µε το λατρευτικό άγαλµα του Ασκληπιού καθώς και ένας βωµός (γύρω Μακέτα του ναού της Λινδίας Αθηνάς στην ακρόπολη της

στα µέσα του 2ου αιώνα π.χ.). Στο ίδιο άνδηρο υπήρχε µια µικρή στοά για τη φύλαξη των αναθηµάτων και το άβατο, ένα τετράγωνο οικοδόµηµα µε δωρικό τετράστυλο πρόδοµο, που ίσως χρησίµευε ως κατοικία των ιερέων ή ως εγκοιµητήριο και τα δύο χρονολογούνται στις αρχές του 3ου αιώνα π.χ. Το ανώτατο άνδηρο (γύρω στο 170/160 π.χ.) οριζόταν από µια δωρική στοά σχήµατος Π, ενώ στο κέντρο βρισκόταν ένας δωρικός περίπτερος ναός, ο οποίος παρουσίαζε αναχρονιστικό χαρακτήρα λόγω των οµοιοτήτων του µε το Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Άλλος σηµαντικός ναός του Ασκληπιού των ελληνιστικών χρόνων βρίσκεται στη Μεσσήνη. Ο Ασκληπιός όµως στον οποίο ήταν αφιερωµένο υπήρξε µυθικός βασιλιάς της Μεσσήνης και δεν ήταν ο γνωστός θεραπευτής θεός. Το ιερό αναπτύσσεται σε έναν τετράγωνο υπαίθριο χώρο, ο οποίος πλαισιώνεται από στοές κορινθιακού ρυθµού. Στο κέντρο του υπαίθριου χώρου βρισκόταν ο περίπτερος δωρικός ναός (δηλαδή στην ανατολική πλευρά του), υπήρχε επικλινής πρόσβαση (ράµπα) και στον σηκό του ναού στεγαζόταν τα λαµπρό λατρευτικό άγαλµα της θεοποιηµένης Μεσσήνης. Μπροστά από τον ναό βρισκόταν ο βωµός. Πίσω από τις κιονοστοιχίες που περιέβαλλαν το ιερό αναπτύσσονταν: α) στην ανατολική πτέρυγα µια σειρά οικοδοµηµάτων, όπως το µικρό στεγασµένο θεατροειδές εκκλησιαστήριο, που φαίνεται ότι χρησιµοποιούταν τόσο για πολιτικές συγκεντρώσεις όσο και για θεατρικές εκδηλώσεις, το επιβλητικό ιωνικό πρόπυλο, το βουλευτήριο και η «αίθουσα του Αρχείου και του Γραµµατέως των Συνέδρων», β) στη δυτική πτέρυγα µια σειρά οίκων που περιείχαν αγάλµατα θεοτήτων, ο σηµαντικότερος από τους οποίους στέγαζε το ιερό της Αρτέµιδος (Αρτεµίσιο, µε το κολοσσιαίο άγαλµα της Αρτέµιδος). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχιτεκτονική των ιερών της Περγάµου. Το ιερό της Αθηνάς Πολιάδος Νικηφόρου ήταν ο ναός που οικοδόµησε ο Φιλέταιρος στις αρχές του 3ου αιώνα π.χ. Αρχικά περιλάµβανε τον δωρικό περίπτερο ναό, ο οποίος στο α µισό του 2ου αιώνα π.χ. περιβλήθηκε µε διώροφες στοές στη βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά. Ο ναός ήταν προσανατολισµένος προς βορρά και ο σηκός του χωριζόταν σε δύο ισοµεγέθεις χώρους, που πιθανόν ήταν αφιερωµένοι στη λατρεία του Δία και της Αθηνάς. Ένα πολυτελές πρόπυλο (α µισό 2ου αιώνα π.χ.), στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού αποτελούσε τη µνηµειακή είσοδο στον χώρο. Ήταν διώροφο µε τέσσερις δωρικούς κίονες στο ισόγειο και απλό ταινιωτό επιστύλιο, το οποίο έφερε Ο ιωνικός ναός του Ασκληπιού στην Κω. Λεπτοµέρεια από το πρόπυλο του ιερού της Αθηνάς Πολιά-

αναθηµατική επιγραφή του Ευµένη Β (197-159 π.χ.) και τέσσερις ιωνικούς κίονες στον όροφο. Πρόκειται για µια εξαιρετική αυτοτελή κατασκευή, όπου διαπιστώνεται η ελληνιστική προτίµηση «της αρχιτεκτονικής των προσόψεων». Οι στοές του ιερού συνδύαζαν επίσης δωρικούς κίονες στο ισόγειο και ιωνικούς κίονες στον όροφο, ανάµεσα στους οποίους υπήρχε στηθαίο µε ανάγλυφες παραστάσεις του οπλισµού των ηττηµένων εχθρών του περγαµηνού βασιλείου, ιδίως των Γαλατών. Πίσω από τη βόρεια στοά του ιερού βρισκόταν η περίφηµη βιβλιοθήκη της Περγάµου, που χτίστηκε στα χρόνια του Ευµένη Β (197-159 π.χ.) και στέγαζε όχι µόνο λογοτεχνικούς θησαυρούς αλλά και έργα τέχνης. Στο κέντρο του ιερού χώρου υπήρχαν αφιερώµατα των Ατταλιδών, γλυπτές συνθέσεις που παρίσταναν ηττηµένους Γαλάτες. Ολόκληρο το συγκρότηµα χαρακτηρίστηκε επινίκιο µνηµείο, όπου οι Περγαµηνοί βασιλείς πρόβαλλαν τη στρατιωτική υπεροχή και την πολιτική δύναµή τους, ταυτόχρονα όµως λειτουργούσε και ως κέντρο πολιτισµού και διανόησης. Το ιερό της µυστικιστικής λατρείας της Δήµητρας και της Κόρης στη µέση πόλη βρισκόταν υπό την προστασία των συζύγων των βασιλέων. Ιδρύθηκε από τον Φιλέταιρο (283-263 π.χ.) και περιελάµβανε έναν ιωνικό εν παραστάσει ναό, τη ζωφόρο του οποίου διακοσµούσαν βουκράνια ανάµεσα σε πλοχµούς, ιδιαίτερα αγαπητό διακοσµητικό µοτίβο στην Ελληνιστική εποχή, και έναν παρακείµενο βωµό. Ένα τµήµα της βόρειας πλευράς του ιερού είχε διαµορφωθεί σε θεατροειδή χώρο µε κερκίδες από όπου οι πιστοί µπορούσαν να παρακολουθήσουν τις µυστηριακές τελετές της θεάς. Γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα π.χ. η σύζυγος του Αττάλου Α Απολλωνίς (241-197 π.χ.) αναµόρφωσε το συγκρότηµα. Στην ανατολική πλευρά κατασκευάστηκε ένα µικρό δίστυλο πρόπυλο, ενώ το άνδηρο του ιερού οριοθετήθηκε από στοές στη δυτική όψη και στις µακρές πλευρές. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι κίονες του πρόπυλου και των στοών έφεραν περγαµηνά κιονόκρανα καθώς και ότι η νότια στοά που στρεφόταν προς την κοιλάδα διέθετε υπόγειο χώρο, η χρήση του οποίου δεν είχε εξακριβωθεί. Αναθή- µατα κοσµούσαν τον πλακόστρωτο υπαίθριο χώρο του ιερού. Στα ελληνιστικά χρόνια αλλάζει και η όψη του ιερού χώρου που ήταν αφιερωµένος στη λατρεία των Μεγάλων Θεών στη Σαµοθράκη. Οι εργασίες αναµόρφωσης του ιερού πραγµατοποιήθηκαν στο πλαίσιο των φιλόδοξων προγραµµάτων που χρηµατοδοτήθηκαν από τους ισχυρούς βασιλείς στα κέντρα πανελλήνιας ακτινοβολίας. Τα έργα Τµήµα αναθηµατικής επιγραφής στο επιστύλιο του

εξωραϊσµού στόχευαν στην οργάνωση του δοµηµένου περιβάλλοντος, ενώ ως προς τη σύλληψη και τον σχεδιασµό τους ακολούθησαν την ελληνιστική αισθητική της σκηνικής διευθέτησης του χώρου. Από τα νέα οικοδοµήµατα που έδωσαν για πρώτη φορά στο ιερό της Σαµοθράκης κανονική µορφή ξεχωρίζουν: Η Θόλος της Αρσινόης, αφιέρωµα της βασίλισσας Αρσινόης στους Μεγάλους Θεούς (µάλλον την εποχή που ήταν παντρεµένη µε τον Λυσίµαχο της Θράκης, δηλαδή µεταξύ 288 και 281 π.χ.). Πρόκειται για µια κυκλική κατασκευή µε κωνική στέγη κατασκευασµένη από θασίτικο µάρµαρο. Στο πάνω τµήµα της εξωτερικής όψης της κατασκευής διαµορφωνόταν µια διακοσµητική σειρά πεσσών που στήριζαν δωρικό θριγκό. Οι πεσσοί συνδέονταν µε χαµηλό στηθαίο, τα δε µεταξύ τους διαστήµατα καλύπτονταν µε τοίχο ή διακόπτονταν από παράθυρα. Κατ αντιστοιχία το εσωτερικό κοσµούσε µια παρόµοια διάταξη από κορινθιακούς ηµικίονες που έφεραν ιωνικό θριγκό. Η είσοδος βρισκόταν στη νότια πλευρά του κτιρίου και στο επιστύλιο υπήρχε η αναθηµατική επιγραφή της βασίλισσας Αρσινόης. Το Ιερόν της Σαµοθράκης άρχισε να διαµορφώνεται κατά την πρώιµη Ελληνιστική περίοδο γύρω στο 325 π.χ. Αποτελούσε τον θρησκευτικό χώρο της κλιµακωτής µύησης στα µυστήρια των Καβείρων. δωρικός πρόναος οδηγούσε σε έναν µακρόστενο σηκό, στην άκρη του οποίου υπήρχε αψίδα διακοσµηµένη πιθανόν µε τεράστιους πυρσούς, η οποία κυριαρχούσε στο εσωτερικό του οικοδοµήµατος. Οι εσωτερικοί τοίχοι έφεραν ζωγραφισµένο επίχρισµα που µιµούταν την εξωτερική λίθινη τοιχοδοµία. Κατά µήκος των µακριών πλευρών του σηκού ήταν τοποθετηµένοι µαρµάρινοι πάγκοι. Πρόκειται για ένα ιδιόρρυθµο και πρωτοποριακό για την εποχή του οικοδόµηµα, τόσο ως προς την κατασκευή όσο και ως προς τη λειτουργία. Κατά το πρώτο µισό του 3ου αιώνα π.χ. χτίστηκε µια µακρόστενη δωρική στοά, η οποία οριοθέτησε τη δυτική πλευρά του ιερού. Ήταν το µεγαλύτερο κτίριο του ιερού χώρου και οικοδοµήθηκε για να στεγάσει τους επισκέπτες του. Το Πρόπυλο του Πτολεµαίου Β (285-281 π.χ.) ήταν αφιέρωµα του ελληνιστικού ηγε- µόνα και της τότε συζύγου του Βερενίκης στους Μεγάλους Θεούς. Πρόκειται για ένα εξάστυλο αµφιπρόστυλο αετωµατικό πρόπυλο µε κίονες ιωνικού ρυθµού στην ανατολική όψη και κορινθιακούς στη δυτική. Εδώ ο κορινθιακός κίονας χρησιµοποιείται για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική ως εξωτερικό οικοδοµικό µέλος. Οι Άποψη του αναστηλωµένου τµήµατος της κιονοστοιχίας

κίονες του προπύλου στήριζαν θριγκό ανατολικο-ιωνικού τύπου και στο επιστύλιο της κάθε πλευράς ήταν χαραγµένη η αναθηµατική επιγραφή των δωρητών. Η ναϊκή αρχιτεκτονική της Αιγύπτου Στην Αίγυπτο εκτός από την πόλη της Αλεξάνδρειας, όπου τα ελληνικά στοιχεία κυριαρχούσαν η αρχιτεκτονική δηµιουργία ακολούθησε πιστά το φαραωνικό στιλ. Οι αρχιτεκτονικοί τύποι, οι τρόποι σύνθεσης, τα µορφολογικά στοιχεία και η διακόσµηση συνεχίζουν την αρχαία αιγυπτιακή παράδοση. Το φαινόµενο αυτό είναι ιδιαίτερα ισχυρό στη ναοδοµία. Οι νέοι ναοί τους οποίους χρηµατοδότησαν οι Πτολεµαίοι βασιλείς έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των προγενέστερων φαραωνικών ναών, όπως τεράστιους πυλώνες, περίστυλες αυλές, υπόστυλες αίθουσες και πολύπλοκους µυστηριακούς ιερούς χώρους. Σε αυτό το πνεύµα πραγµατοποιήθηκαν από τον Πτολεµαίο Β κοντά στο σηµερινό Ασουάν. Το ιερό ήταν φυσικά κατά πολύ αρχαιότερο, ωστόσο στην Ελληνιστική περίοδο αναδηµιουργήθηκε ως πολυσύνθετο συγκρότηµα, ιδιαίτερα εντυπωσιακό, το οποίο ακολουθεί πιστά την τοπική θρησκευτική αρχιτεκτονική παράδοση: αυλή µε στοές οδηγούσε στους πρώτους πυλώνες, όπου βρισκόταν η είσοδος προς µια δεύτερη αυλή. Η ανατολική πλευρά της εσωτερικής αυλής ορίζεται από πεσσοστοιχία, πίσω από την οποία ανοίγονταν διάφοροι λειτουργικοί χώροι του ιερού. Στη δυτική πλευρά της αυλής διαµορφώνεται ένας ναός µε κιονοστοιχίες αφιερωµένος στη γέννηση του Ώρου. Στα βόρεια της αυλής ογκώδεις πυλώνες οδηγούν σε υπόστυλη αίθουσα, ενώ στο βάθος της όλης σύνθεσης αναπτύσσονται οι µυστηριακοί χώροι της Ίσιδος, όπου τα αρχιτεκτονικά µέλη διακοσµούνται µε τις µορφές των Πτολεµαίων, οι οποίες αποδίδονται σύµφωνα µε τη φαραωνική τεχνοτροπία. Στους τοίχους του ιερού αναγράφονται σε ιερογλυφικά ύµνοι και προσευχές προς τη θεά. Άλλα αντιπροσωπευτικά παραδείγµατα αποτελούν ο ναός του Ώρου στο Edfu, η οικοδό- µηση του οποίου ξεκίνησε γύρω στο 237 π.χ. από τον Πτολεµαίο Γ τον Ευεργέτη (246-221 π.χ.) και ολοκληρώθηκε από τον Πτολεµαίο Δ τον Φιλοπάτορα (221-204 π.χ.), και ο ναός του Ώρου και του Σεµπέκ (θεός του Νείλου) στο Kom Ombo, που χτίστηκε από τον Πτολεµαίο ΣΤ τον Φιλοµήτορα. Το µνηµειακό πρόπυλο του ναού του Ώρου στο Edfu.

Βωµοί Η ευρηµατικότητα της ελληνιστικής τέχνης εκφράστηκε µοναδικά µέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασµό των µνηµειακών µικρασιατικών βωµών. Παλαιότεροι αρχιτεκτονικοί τύποι συνδυάστηκαν δηµιουργώντας τους πολυτελείς βωµούς µε τις µνηµειακές διαστάσεις, που ξεπερνούν σε µέγεθος ακόµα και τους ναούς. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η ψηλή βάση, η στοά σχήµατος Π, που περιβάλλει τον κυρίως βωµό, η µνη- µειακή κλίµακα και ο πλούσιος ολόγλυφος ή ανάγλυφος γλυπτός διάκοσµος. Κορυφαίο µνηµείο της ελληνιστικής τέχνης θεωρείται ο βωµός της Περγάµου, τόσο για το αρχιτεκτονικό του σχέδιο, που επηρέασε τα περισσότερα µεταγενέστερα ανάλογα κτίσµατα, όσο και για τον αριστουργηµατικό του γλυπτό διάκοσµο. Τον βωµό αφιέρωσε στον Δία ή (και) στην Αθηνά ο Ευµένης Β (197-159 π.χ.). Η όλη κατασκευή εδραζόταν πάνω σε τετράγωνη κρηπίδα, όπου διαµορφωνόταν ένα µεγάλο βάθρο, τις πλευρές του οποίου κοσµούσε η ανάγλυφη ζωφόρος µε παραστάσεις γιγαντοµαχίας. Πάνω στο βάθρο πατούσαν ιωνικές κιονοστοιχίες, που έφεραν θριγκό ανατολικο-ιωνικού τύπου. Στην πλευρά της πρόσοψης (τη δυτική) µια µνηµειακή κλίµακα διέκοπτε το συµπαγές βάθρο και οδηγούσε σε εσωτερική περίστυλη αυλή όπου βρισκόταν ο κυρίως βωµός. Τους τοίχους της εσωτερικής αυλής κοσµούσε ανάγλυφη ζωφόρος µε θέµα τη ζωή του µυθικού ήρωα της Περγάµου Τήλεφου. Σπουδαίοι ήταν επίσης οι ελληνιστικοί βωµοί της Άρτεµης στη Μαγνησία του Μαιάνδρου (2ος αιώνα π.χ.), ο βωµός της Αθηνάς στην Πριήνη (µέσα 2ου αιώνα π.χ.), και ο βωµός στο Ασκληπιείο της Κω (µέσα 2ου αιώνα π.χ.), οι οποίοι σχεδιάστηκαν µε πρότυπο τον βωµό της Περγάµου. Θέατρα Στα ελληνιστικά χρόνια το θέατρο γίνεται οργανικό στοιχείο των νέων πόλεων και αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα και εντυπωσιακότερα δηµόσια οικοδοµήµατα. Η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τα διαµορφωµένα πρότυπα, ενώ το κοίλο, η ορχήστρα και η σκηνή συνεχίζουν να αποτελούν τα συστατικά µέρη των θεατρικών εγκαταστάσεων. Οι καινοτοµίες των ελληνιστικών χρόνων εστιάζονται στον µνηµειακό σχεδιασµό του κοίλου και της σκηνής. Η αναλίθωση ή αναµαρµάρωση αποτελεί τη Μακέτα του βωµού του Διός της Περγάµου (Pergamonmuseum, Το θέατρο της Περγάµου σε φωτογραφία από τις αρχές του

βασικότερη κατασκευαστική επέµβαση στο κοίλο. Η σκηνή µετά τα µέσα του 3ου αιώνα π.χ. διαµορφώνεται ως µόνιµο λίθινο οικοδόµηµα, στη πρόσοψη του οποίου προστέθηκε µια κιονοστοιχία, το προσκήνιο. Η στοά αυτή διέθετε κίονες ή ηµικίονες, θριγκό και ξύλινη οροφή, και στις άκρες της παρουσίαζε µικρές προβολές, τα παρασκήνια, που λειτουργούσαν ως βοηθητικοί χώροι. Αλλαγές υπαγορευόµενες από το περιεχόµενο και τις µορφές των θεατρικών παραστάσεων µετατόπισαν τον 2ο αιώνα π.χ. τη δράση των ηθοποιών από την ορχήστρα στο λογείο, όπως ονοµάζεται το πάτωµα στην οροφή του προσκηνίου, ενώ το οικοδόµηµα της σκηνής απέκτησε και δεύτερο όροφο, το επισκήνιο. Ανοίγµατα, τα λεγόµενα θυρώµατα, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της θεατρικής οικονοµίας κατασκευάστηκαν στο προσκήνιο και στο επισκήνιο. Εκεί τοποθετούνταν ζωγραφικοί πίνακες, δηµιουργώντας το κατάλληλο σκηνικό βάθος για τις παραστάσεις. Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων σηµαντικές διαφορές αναπτύχθηκαν µεταξύ των θεάτρων της Μεγάλης Ελλάδος από τη µια και αυτών της µητροπολιτικής Ελλάδας και της Μικράς Ασίας από την άλλη. Στα θέατρα της Μεγάλης Ελλάδας παρατηρείται οργανική σύνδεση του κοίλου και του σκηνικού οικοδοµήµατος, που επηρέασε καθοριστικά την αρχιτεκτονική µορφή των ρωµαϊκών θεάτρων. Από την άλλη στη Μικρά Ασία αναπτύχθηκε µια τοπική αρχιτεκτονική παράδοση, µε βασικά νεωτεριστικά στοιχεία τις εισόδους µε τη µορφή θολωτών διαδρόµων που ξεκινούσαν από το εξωτερικό τµήµα του περιµετρικού τοίχου του κοίλου και οδηγούσαν στο διάζωµα, µε αποτέλεσµα η είσοδος και η έξοδος των θεατών να γίνεται και από άλλα σηµεία εκτός από τις παρόδους. Επίσης αναπτύχθηκε η αρχιτεκτονική διάρθρωση του σκηνικού οικοδοµήµατος µε κιονοστοιχίες και θυρώµατα. Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας των µικρασιατικών θεάτρων επηρέασε σηµαντικά την αρχιτεκτονική εξέλιξη των θεατρικών οικοδοµηµάτων στην κυρίως Ελλάδα δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι η αρχιτεκτονική των ελληνιστικών θεάτρων αναπτύχθηκε ουσιαστικά στις πόλεις της Μικράς Ασίας. Έτσι, το Θέατρο της Περγάµου, χτισµένο στη δυτική απότοµη πλαγιά της ακρόπολης, αποτελεί λόγω της θέσης του, της επιµεληµένης αρχιτεκτονικής του και της καλής διατήρησής του ένα από τα επιβλητικότερα ελληνιστικά θέατρα. Χτίστηκε στα τέλη Το θέατρο της Περγάµου, χωρητικότητας 10.000 θεα-

του 3ου αιώνα π.χ. και η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 10.000 θεατές. Το κοίλο ήταν ηµικυκλικό και χωριζόταν από δύο διαχώµατα σε τρία τµήµατα, ενώ τα άκρα του ενισχύονταν µε τεχνητά αναλήµµατα. Από το θέατρο απουσίαζε µόνιµο σκηνικό οικοδόµηµα, λόγω της έλλειψης χώρου στο εξαιρετικά κεκλιµένο έδαφος, και η σκηνή ήταν φορητή, ξύλινη, η οποία στηνόταν κάθε φορά που λάµβαναν χώρα δραµατικές ή µουσικές παραστάσεις. Το θέατρο της Μιλήτου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του λεγόµενου «λιµανιού του θεάτρου» και αποτελεί ένα από τα καλύτερα διατηρηµένα µνηµεία της αρχαίας πόλης. Έχει νοτιοδυτικό προσανατολισµό, έτσι ώστε οι θεατές του να αντικρίζουν τη θάλασσα και το νότιο τµήµα της πόλης. Χρονολογείται γύρω στο 300 π.χ. Είχε τη µορφή τυπικού ελληνικού θεάτρου, µε σχήµα κοίλου µεγαλύτερο του ηµικυκλίου και µικρή ορθογώνια σκηνή. Γύρω στο 120 π.χ. η σκηνή έγινε διώροφη, απέκτησε προσκήνιο τραπεζοειδούς κάτοψης, ενώ το κοίλο επεκτάθηκε, έτσι ώστε το θέατρο να µπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 5.000 θεατές. Στην Έφεσο το θέατρο διαµορφωνόταν στη δυτική πλαγιά του όρους Πίον (Panayir Dag) και είχε προσανατολισµό προς τα δυτικά. Η κατασκευή του άρχισε γύρω στο 274 π.χ. Το κοίλο χωριζόταν από ένα διάζωµα σε δύο τµήµατα. Η ορχήστρα, σχήµατος πετάλου, περιβαλλόταν από αγωγό συγκέντρωσης των οµβρίων υδάτων (εύριπο). Η σκηνή της Ελληνιστικής περιόδου (2ος αιώνα π.χ.) ήταν ορθογώνια. Στην πρόσοψή της ανοίγονταν θυρώµατα ανάµεσα σε ογκώδεις πεσσούς. Το σκηνικό οικοδόµηµα στέγαζε κεραµοσκεπής οροφή. Ένα από τα πιο σηµαντικά και καλοδιατηρηµένα θέατρα της Ελληνιστικής περιόδου είναι και το Θέατρο της Πριήνης, που οικοδοµήθηκε γύρω στο 300 π.χ. και εντάχθηκε αρµονικά στο Ιπποδάµειο σύστηµα της πόλης. Το κοίλο του, σε σχήµα κανονικού πετάλου, εδραζόταν πάνω στον φυσικό βράχο. Υπολογίζεται ότι χωρούσε 5.000 θεατές. Γύρω από την ορχήστρα υπήρχαν µαρµάρινα έδρανα προεδρίας. Στο κέντρο της ορχήστρας υπήρχε βωµός του Διονύσου, ενώ η σκηνή ήταν ένα ορθογώνιο διώροφο οικοδόµηµα µε τρεις αίθουσες σε κάθε όροφο. Γύρω στο 150 π.χ. προστέθηκε δωρικό προσκήνιο στη σκηνή και µεταξύ των ανοιγµάτων των κιόνων τοποθετούνταν ξύλινοι ζωγραφισµένοι πίνακες. Εξαιρετικό παράδειγµα ελληνιστικού θεάτρου στην κυρίως Ελλάδα αποτελεί το Θέατρο Το θέατρο της Εφέσου (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).