Πήλιον Όρος Δημιουργήματα του Οικείου Κώστας Αδαμάκης - Αρχιτέκτων Μηχανικός, Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχιτεκτονικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ευνοημένο σκανδαλωδώς από την φύση το Πήλιο, αποτελεί μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση στο θέμα της οικιστικής οργάνωσης. Σε καμία από τις Ελλαδικές επαρχίες δεν αναπτύχθηκαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τόσο ακμαίες κοινότητες ορεινού εποικισμού. Οι παλαιότερες και πρόχειρες συνοικήσεις εξελίσσονται ύστερα από α- θρόα συρροή νέων μετοίκων σε μόνιμες εστίες κοινωνικής ζωής και παραγωγικής δραστηριότητας. Η αξιοζήλευτη αυτή δημογραφική και δημοσιονομική έκρηξη φέρνει το Πήλιο το Β μισό του 18 ου και στις αρχές του 19 ου αιώνα σε μια ζηλευτή οικονομική, πνευματική και πολιτιστική άνθηση. Αποτέλεσμα της κοσμογονίας αυτής είναι ένα πλήθος εντυπωσιακών έργων πολιτισμού. Κατοικίες, εκκλησίες, γέφυρες, καλντερίμια, βρύσες, βιοτεχνικά εργαστήρια, μοναστήρια, αλλά και άρτια πολεοδομική και χωροταξική οργάνωση των οικισμών αποτελούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πτυχές της οικειοποίησης του χώρου από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ποιος θα αμφισβητήσει την ανάγκη διάσωσης και διατήρησης της παράδοσης; Το πρόβλημα είναι πως θα μπορέσουμε να το πετύχουμε, χωρίς αντιγραφές και ψεύτικες απομιμήσεις, αλλά με ενσωμάτωση στις νέες κατασκευές των θεμελιωδών αρχών ε- πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η ελληνική παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική. Σεβασμός στο περιβάλλον, ανθρώπινη κλίμακα, τοπικές κλιματικές συνθήκες, φυσικά υλικά είναι η υπεραξία που υπάρχει ενσωματωμένη στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Η ανάδειξη των θεμάτων και προβλημάτων της ανάπτυξης και της οικοδόμησης στο Πήλιο, γίνεται μέσω του σχολιασμού τριών παραδειγμάτων, ενός πυργόσπιτου, μιας λαϊκής αποθήκης και ενός νέου κτιρίου, στην Βυζίτσα Πηλίου. Η τριλογία του Γ. Κίζη αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα που αποδέχεται και σέβεται τις παραπάνω αρχές. VOLOS_ADAMAKIS 1 9/3/2013
ΕΙΣΗΓΗΣΗ Εισαγωγή Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Σε μια ιδιαίτερα ρευστή περίοδο σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής μας, ίσως τα θέματα του πολιτισμού και του περιβάλλοντος να αποτελούν ένα καλό αντίδοτο για τα διογκωμένα προβλήματα, τα οικονομικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά, που μας ταλανίσουν σε καθημερινή βάση. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Ε- ΤΑΙΡΕΙΑ αναγνωρίζοντας ένα σημαντικό πρόβλημα, αυτό της καταστροφής ενός μεγάλου μέρους της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς τις προηγούμενες δεκαετίες, ξεκίνησε ένα κύκλο διαλέξεων σε ευαίσθητες περιοχές της Ελλάδας απ όπου βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει το Πήλιο. Η ημερίδα, λοιπόν, αποσκοπεί στην ανάπτυξη ενός γόνιμου διαλόγου με κύριο στόχο την προστασία των παραδοσιακών οικισμών στο πλαίσιο των σημερινών αναπτυξιακών προκλήσεων. Υπάρχουν άραγε, ή θα υπάρξουν στο μέλλον; Κανείς δεν γνωρίζει. Το βουνό Ιστορική αναδρομή Ευνοημένο σκανδαλωδώς από τη φύση, το Πήλιο, με υψηλή και πλούσια βλάστηση, εύφορα βοσκοτόπια και πολλά νερά, αποτελεί ξεχωριστή και εντελώς ιδιόμορφη περίπτωση στο θέμα της οικιστικής ανάπτυξης. Σε καμία από τις ελλαδικές επαρχίες δεν αναπτύχθηκαν, την περίοδο της τουρκοκρατίας, τόσες ακμαίες κοινότητες ορεινού εποικισμού. Ανάλογα παραδείγματα, συχνά ευνοούμενων με προνόμια, σπουδαίων εμπορικών κέντρων υπάρχουν πολλά στα Βαλκάνια. Πουθενά, όμως, δεν βρέθηκαν συγκεντρωμένες στον ίδιο χώρο, τόσες «μικρές πολιτείες» ανάλογης ακτινοβολίας. Οι παλαιότερες και πρόχειρες συνοικήσεις και οι οικιστικοί κολιγικοί πυρήνες των παλιών μοναστηριών εξελίσσονται σε μόνιμες εστίες κοινωνικής ζωής αλλά και παραγωγικής δραστηριότητας. Οι οικισμοί αυτοί έχουν σπουδαίες επιδόσεις στο χώρο της κλειστής αρχικά και μεταποιητικής και μεταπρατικής οικονομίας αργότερα. Η αξιοσημείωτη αυτή δημογραφική και δημοσιονομική έκρηξη φέρνει στο Πήλιο το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έως και τις αρχές του 19ου, όχι μόνο μια ζηλευτή οικονομική ανάπτυξη, αλλά και μία ιδιαίτερα αξιόλογη πνευματική και πολιτιστική άνθηση, εισάγοντας παράλληλα από την Ευρώπη τις ιδέες του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού. Αποτέλεσμα της κοσμογονίας αυτής είναι ένα πλήθος εντυπωσιακών έργων πολιτισμού που δίνουν μία άλλη διάσταση στις μικρές αυτές δημοκρατίες. Κατοικίες, εκκλησίες, γεφύρια, βιοτεχνικά εργαστήρια, καλντερίμια, βρύσες, μοναστήρια, αλλά και η πολεοδομική και χωροταξική τους οργάνωση αποτελούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πτυχές της οικειοποίησης του χώρου από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Μπορούμε να μιλάμε για ένα θαύμα ένταξης ανθρώπινων έργων και κατασκευών στη φύση. Τα πάντα ακούμπησαν στη φύση και έγιναν ένα με αυτή, δεν τη βίασαν αλλά αντίθετα τη σεβάστηκαν και συμβίωσαν αρμονικά μαζί της. Βεβαίως, θα μπορούσε να αντιλέξει κάποιος, για ποια ένταξη μας μιλάς, δεν υπήρχε η έννοια αυτή την περίοδο δημιουργίας όλων αυτών των κατασκευών. Μήπως ήταν ένα εντελώς τυχαίο γεγονός, μήπως οφείλεται στις μικρές, ελάχιστες τεχνικές και τεχνολογικές δυνατότητες εκείνης της περιόδου; Μήπως οφείλεται στο γεγονός ότι τα μόνα υλικά που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ήταν η πέτρα και το ξύλο, φυσικά υλικά που διέθετε VOLOS_ADAMAKIS 2 9/3/2013
σε αφθονία η περιοχή και τα οποία, ένεκα των ιδιοτήτων τους και των δυνατοτήτων τους απέτρεπαν τις υπερβολές. Επέβαλλαν τη μικρή κλίμακα που είναι και ένα από τα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα αυτών των έργων. Ίσως, αυτό όμως δεν απομειώνει το τελικό αποτέλεσμα, έστω και αν το κρίνουμε με όρους και απόψεις σημερινές. Ο τόπος, το περιβάλλον, τα κτίρια και η νέα αρχιτεκτονική στο Πήλιο Ποιος θα αμφισβητήσει την ανάγκη διάσωσης και διατήρησης της παράδοσης; Το πρόβλημα είναι πώς θα μπορέσουμε να το πετύχουμε χωρίς αντιγραφές και ψεύτικες απομιμήσεις, αλλά με ενσωμάτωση στις νέες κατασκευές των θεμελιωδών αρχών πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η ελληνική παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική. Σεβασμός στο περιβάλλον, τις τοπικές κλιματικές συνθήκες στην ανθρώπινη κλίμακα με χρησιμοποίηση της τοπικής τεχνογνωσίας και των ντόπιων φυσικών υλικών. Αυτή είναι η μεγάλη υπεραξία που υπάρχει ενσωματωμένη στην ανώνυμη παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει παραμερισμό των νέων τεχνολογιών και των νέων υλικών αλλά δημιουργική ένταξή τους στο σχεδιασμό, με τρόπο που δεν θα θίγει και δεν θα υποτιμά αλλά τουναντίον θα σέβεται και θα συνδιαλέγεται με την παράδοση. Θα προσπαθήσω να θίξω τα προβλήματα αυτά μέσω του σχολιασμού τριών παραδειγμάτων, στη Βυζίτσα του Πηλίου. Ένα πυργόσπιτο, μία λαϊκή αποθήκη και μία νέα κατοικία. Η τριλογία αυτή του Γ. Κίζη είναι, κατά την άποψή μου, ένα δυνατό παράδειγμα ανίχνευσης των λεπτών σχέσεων μεταξύ του παλιού και του νέου, της παραδοσιακής οικοδομικής και τεχνολογίας και των νέων κατασκευαστικών μεθόδων και υλικών, το πώς ένα νέο κτίσμα μπορεί να σταθεί ισότιμα δίπλα σε ένα διατηρητέο πυργόσπιτο του τέλους του 18ου αιώνα, με μάρτυρα ένα αγνό, λιτό, βοηθητικό κτίσμα που καλείται και αυτό να συμβάλλει και να συμμετέχει στη συνολική προσπάθεια. Και όταν λέμε συνολική προσπάθεια το εννοούμε γιατί τα τρία αυτά κτίσματα έχουν τα χαρακτηριστικά ενός πολύ ενδιαφέροντος συνόλου, έχουν ισχυρές σχέσεις μεταξύ τους χωρίς να εξουσιάζουν το ένα το άλλο. Εξακολουθούν μέσα από τη λειτουργική τους συνύπαρξη να διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Συνδέονται με τον περίγυρό τους και το άμεσο περιβάλλον. Δείχνουν σεβασμό δεν προκαλούν αλλά και δεν περνούν, βέβαια, απαρατήρητα στο μάτι ενός έμπειρου περιπατητή. Θα έλεγα δε ότι και τα τρία μαζί δημιουργούν ένα αίσθημα αρμονίας και ολοκλήρωσης. Η τριλογία Κίζη ΤΟ ΠΥΡΓΟΣΠΙΤΟ (1779) Το παλιό αρχοντικό «ΤΣΑΡΔΙΝΗ», κτισμένο στο τέλος του 18 ου αιώνα (1779), είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της δεύτερης περιόδου της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής. Με διάρκεια ένα περίπου αιώνα, η περίοδος αυτή αποτελεί μια ξεχωριστή ενότητα, η οποία έδωσε πολλά αξιόλογα παραδείγματα κατοικιών, μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους με ενιαία αρχιτεκτονική και μορφολογική αντίληψη και μικρές διαφοροποιήσεις στην πορεία του χρόνου. Η κάτοψη έχει την τυπική διάταξη της περιόδου που χτίστηκε. Δηλαδή «μέσα» και «έξω» σπίτι και απόλυτη συμμετρία της κατασκευής. Ανήκει στην κατηγορία των VOLOS_ADAMAKIS 3 9/3/2013
κτιρίων που έχουν μικτό φέροντα οργανισμό. Τμήμα του τελευταίου ορόφου κατασκευάζεται με ξύλινη κατασκευή και μαζί με τους πέτρινους τοίχους στηρίζουν την ξύλινη στέγη. Το «παλιό» σπίτι αποκαταστάθηκε με πλήρη και πιστή διατήρηση της αυθεντικής τυπολογίας και δομής του. Ο σεβασμός στα ιδιαίτερα μορφολογικά του χαρακτηριστικά είναι εμφανής τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές όψεις και τον περιβάλλοντα χώρο με ιδιαίτερη ευαισθησία και προσοχή σε όλα τα παράσπιτα του οικοπέδου (φούρνος, στέγαστρο γα τα ξύλα, βοηθητική αποθήκη). Οι όποιες ε- πεμβάσεις και κατασκευές δεν ξεπερνούν τις κόκκινες γραμμές της αποκατάστασης των παραδοσιακών διατηρητέων κτισμάτων. Το κτίριο δείχνει την ηλικία του, τη φθορά των χρόνων, δείχνει τις εγγενείς κατασκευαστικές του αδυναμίες, στοιχεία α- πολύτως λογικά και θεμιτά, γιατί απεικονίζουν την πραγματικότητα και την αλήθεια. Το παλιό κτίριο δεν φκιασιδώθηκε με επίπλαστα διακοσμητικά στοιχεία έγινε πιο λειτουργικό, χωρίς να ξεπεράσει όμως με αυθάδη τρόπο τον εαυτό του, αντίθετα διατήρησε την αυθεντική παραδοσιακή του φυσιογνωμία. Οι νέες απαιτήσεις για τη σωστή λειτουργία του και την εξυπηρέτηση των χρηστών έγιναν με περίσκεψη και εξαιρετικά προσεκτική αρχιτεκτονική διαχείριση. Οι ελάχιστες νεώτερες προσθήκες δείχνουν το μεταγενέστερο χρόνο υλοποίησής τους, αναγνωρίζονται εύκολα, δεν παραπλανούν και κυρίως στέκονται με σεβασμό στην αρχιτεκτονική και κατασκευαστική λογική του κτιρίου. Δεν προσπαθούν να επιβληθούν και να κλέψουν την παράσταση από το υφιστάμενο κτίσμα, κάτι που συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις από ικανούς κατά τα άλλα μελετητές, να επιχειρούν με υπερβολικές χειρονομίες να το πετύχουν. Η εξαιρετική ισορροπία μεταξύ της διαχείρισης της ανάγκης για εξυπηρέτηση των λειτουργιών των χρηστών και του σεβασμού στο ύφος, την ατμόσφαιρα και την αρχιτεκτονική του κτιρίου, νομίζω οφείλεται και πρέπει να αποδίδεται στη βαθειά γνώση του μελετητή και το ειλικρινές ενδιαφέρον του για την παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική του Πηλίου. Η ΑΠΟΘΗΚΗ (1956) Το ισόγειο λιθόκτιστο κτίσμα κτίστηκε το 1956 μετά τους σεισμούς. Χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά διατηρεί μόνο το εξωτερικό του περίγραμμα και τη βασική του ογκομετρία (παραλληλόγραμμο πρίσμα με επικάλυψη παραδοσιακή τρίκλινη στέγη με πλάκα Πηλίου). Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό διότι δεν διαταράσσεται η ισορροπία κτισμένου άκτιστου χώρου καθώς και η σχέση νέων παλαιών κτισμάτων. Στο συγκρότημα, λοιπόν, παραμένουν δύο υφιστάμενα κτίσματα: το πυργόσπιτο και η αποθήκη, ενώ κατασκευάζεται ένα νέο, η κατοικία. Αυτό μπορεί να έχει συμβολική αλλά και ουσιαστική σημασία. Συμβολική διότι δεν διαταράσσει τη σχέση παλιού νέου και ουσιαστική γιατί διατηρεί την ιστορική διαστρωμάτωση και συνέχεια (1779-1956-2008). Βεβαίως όχι μόνο ως προς την τυπική υποχρέωση απέναντι στο διατηρητέο πύργο αλλά και ως προς την άτυπη, ουδέτερη αρχιτεκτονικά αλλά εξίσου σημαντική (όπως αποδεικνύεται) άποψη του συνθέτη για την ισόγεια αγροτική αποθήκη παράσπιτο. Η συνθετική διεργασία για την εξυπηρέτηση της λειτουργικής οργάνωσης και τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ξενώνα φιλοξενίας του συγκροτήματος, νομίζω ότι δανείζεται με ένα εξαιρετικά δημιουργικό τρόπο την οργάνωση του εσωτερικού χώρου από VOLOS_ADAMAKIS 4 9/3/2013
αντίστοιχες παραδοσιακές κατοικίες μονόχωρα ή μονόσπιτα της περιοχής. Η δημιουργία μικρών υψομετρικών διαφορών επιπέδων και παταριών με πολύ χαμηλό, σχεδόν οριακό ύψος είναι χαρακτηριστικό της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, ιδίως στους χαμηλούς ισόγειους ορόφους. Δύο κυρίως λόγοι επέβαλλαν αυτή τη λογική, αφενός η ανάγκη για εξεύρεση χώρων μέσα στον όγκο του κτιρίου, αφετέρου οι μικρότερες απαιτήσεις για θέρμανση τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν μοναδικός τρόπος ήταν η εστία (τζάκι). Η δημιουργική αναφορά στην παράδοση και στις βασικές της αρχές έδωσε αυτό τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα λειτουργικό και ζεστό ατμοσφαιρικό χώρο. Σκληρό περίγραμμα όριο θεωρείται μόνο ο περιμετρικός πέτρινος τοίχος, αντίθετα με την οροφή και το δάπεδο που συνεισφέρουν στην εξυπηρέτηση της νέας λειτουργίας, αυξάνοντας τον εσωτερικό ωφέλιμο χώρο, εξαντλώντας σχεδόν τα όριά του. Η δομική και κατασκευαστική αντιμετώπιση θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και η σημαντική συνεισφορά του αρχιτέκτονα ο οποίος με έναν ήπιο και συνεπή τρόπο καθιστά το υφιστάμενο κτίσμα στατικά ασφαλές, δομικά και λειτουργικά άρτιο, έτοιμο να δεχτεί με αξιώσεις τη νέα του χρήση ως κατοικία. Η περιμετρική φέρουσα λιθοδομή, τύπου Παρασκευόπουλου, αποκαταστάθηκε με νέο αρμολόγημα, η σεναζογρηπίδα ανακατασκευάστηκε από οπλισμένο σκυρόδεμα, παρέμεινε εμφανής χωρίς βαφή, δίνοντας τη δυνατότητα ασφαλούς έδρασης της στέγης. Η ξύλινη στέγη κατασκευάστηκε από σύνθετη αντικολλητική ξυλεία, με όλες τις στρώσεις θερμομόνωσης υγρομόνωσης που επιβάλλει η δημιουργία ενός ασφαλούς, ενεργειακά και θερμικά, κελύφους. Για την εξασφάλιση της χρησιμοποίησης του κενού κάτω από τα κεκλιμένα επίπεδα της στέγης παραλείφθηκε ο οριζόντιος ελκυστήρας των παραδοσιακών κατασκευών. Τα κουφώματα και τα απαραίτητα πατζούρια για την εσωτερική σκίαση αλλά και την ασφάλεια είναι συνδυασμός μεταλλικών διατομών μορφοσιδήρου και κόντρα πλακέ θαλάσσης καλύπτοντας τις ανάγκες ηλιοπροστασίας στο δυσμενή Ν.Δ. προσανατολισμό. Κι εδώ έχουμε μία ευρηματική δημιουργική αναφορά στα αντίστοιχα παραδοσιακά πατζούρια με τη διπλή δυνατότητα ανοίγματος περί κατακόρυφο ή και οριζόντιο άξονα για τις ανάγκες της σκίασης. Οι βοηθητικές αποθήκες επιλύονται ως τμήματα του περιβάλλοντος χώρου με την εκμετάλλευση της κλίσης του εδάφους και κατ ουσία δεν αποτελούν νέα κτίρια. Η ΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑ (2008) Το Πήλιο προφανώς δεν βρίσκεται στην κατάσταση της Χαλκιδικής ούτε της Πελοποννήσου και κάποιων νησιών. Το διάταγμα του 1980 που όλοι μας έχουμε δαιμονοποιήσει, μπορεί να μην έδωσε λύσεις για καλή αρχιτεκτονική, συγκράτησε όμως έστω και στοιχειωδώς το να ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο, όπως σε άλλες ευαίσθητες περιοχές στην Ελλάδα. Η υιοθέτηση μιας μόνον περιόδου της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, ανεξαρτήτως τόπου (ορεινού, παραλιακού οικισμού ή εκτός σχεδίου) και η απαγόρευση αναφοράς στις άλλες μορφές και διαφορετικές τυπολογίες της περιοχής, οδήγησαν σε άκρατο μιμητισμό με εξώφθαλμες αντιγραφές στοιχείων της παραδοσιακής τοπικής αρχιτεκτονικής και τελικό αποτέλεσμα αρνητικό για την περιοχή. Μελετήθηκαν, εγκρίθηκαν και υλοποιήθηκαν κτίρια, με μόνη προίκα το έρκερ σαχνισί στον τελευταίο όροφο, το οποίο ενώ είναι κατασκευασμένο από οπλισμένο VOLOS_ADAMAKIS 5 9/3/2013
σκυρόδεμα, συνήθως, υποβαστάζεται από ψεύτικες, ξύλινες εκτός κλίμακας αντηρίδες. Αρκεί η επένδυση μιας και μόνο όψης του κτιρίου με λιθοδομή η οποία πολλές φορές είναι από τεχνητή πέτρα, ή η ξύλινη επένδυση με ραμποτέ της μπετονένιας γρηπίδας για να δώσει πιστοποιητικό παραδοσιακότητας και έγκρισης για την κατασκευή. Ενώ αντίθετα απαγορεύεται η κατασκευή μιας μονόριχτης ή δίριχτης στέγης σε τμήματα του κτιρίου ή βοηθητικά που ήταν ο κύριος τρόπος στέγασης των παράσπιτων, φούρνων και αποθηκών στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στην περίπτωση της νέας κατοικίας στη Βυζίτσα, το καινούργιο κάθε άλλο παρά μιμείται το παλιό. Η νέα κατοικία είναι μία σύνθεση απλών και καθαρών γεωμετρικών σχημάτων που αναφέρονται στις παραδοσιακές μορφές, προτείνοντας νέα στοιχεία με σεβασμό στην κλίμακα, το μέγεθος και τη χρωματική παλέτα του παραδοσιακού οικισμού. Τα επίπεδα των ορόφων οργανώνονται αξιοποιώντας τη μεγάλη υψομετρική διαφορά του οικοπέδου, δίνοντας τη δυνατότητα εισόδου από το επίπεδο του δρόμου, στον ισόγειο υπόγειο χώρο στάθμευσης αλλά και από την πλευρά του καλντεριμιού του οικισμού στους χώρους υποδοχής. Αλήθεια σε πόσες από τις τρέχουσες εκδοχές το κτίριο σέβεται το ανάγλυφο του εδάφους και το χρησιμοποιεί για την καλύτερη ένταξή και έδραση σε αυτό; Στις περισσότερες των περιπτώσεων, ένας μπετονένιος τοίχος φρούριο γεφυρώνει τις υψομετρικές διαφορές και στέκεται αυθάδικα απέναντι στις παραδοσιακές πέτρινες ξηρολιθιές, που οργάνωναν το πηλιορείτικο τοπίο και το φυσικό περιβάλλον με απόλυτη αρμονία, σεβασμό και αίσθηση της κλίμακας. Η βασική αυλή είναι υπερυψωμένη για την εξασφάλιση της καταπληκτικής θέας προς τον Παγασητικό κόλπο, αλλά και τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τα άλλα δύο κτίσματα του συγκροτήματος. Το κτίριο έχει σχήμα ανοικτού «Γ» με το μεγάλο σκέλος του στο βορρά και το μικρό στη δύση, εξασφαλίζοντας κατά τον καλύτερο τρόπο τον καλό νότιο και ανατολικό προσανατολισμό και τη θέα, προστατεύοντας παράλληλα την αυλή από το βορρά. Κεντρικό στοιχείο της σύνθεσης αποτελεί το κλιμακοστάσιο, τοποθετημένο στη γωνία του «Γ», οργανώνοντας τον χώρο του ισογείου σε δύο λειτουργικές ενότητες, την κουζίνα τραπεζαρία και τους χώρους υποδοχής (καθιστικό και τζάκι) με διέξοδο και των δύο προς την αυλή. Στον όροφο αντίστοιχα το γραφείο ιδιωτικός χώρος του αρχιτέκτονα διατηρεί τα χαρακτηριστικά και την εσωτερική οργάνωση της «σάλας» των παραδοσιακών σπιτιών με μεγάλα και πολλά ανοίγματα στην ανατολή και στο νότο. Την άλλη πτέρυγα καταλαμβάνουν τα υπνοδωμάτια εξασφαλίζοντας, επίσης, το νότιο και ανατολικό προσανατολισμό και τη θέα. Εξαιρετική εκμετάλλευση και δημιουργία ατμοσφαιρικού, ποιοτικού εσωτερικού χώρου. Το κτίριο μορφολογικά και ογκομετρικά έχει την τυπική τριμερή οργάνωση των τριώροφων πυργόσπιτων της κλασικής περιόδου με πέτρινη βάση (ισόγειο και α ό- ροφος), ελαφρά κατασκευή σε τμήμα του β ορόφου και επικάλυψη παραδοσιακή στέγη. VOLOS_ADAMAKIS 6 9/3/2013
Η λιθοδομή (τύπου ψίχας Παρασκευόπουλου) ενισχύεται με οριζόντια σενάζ από εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα κατά το πρότυπο των ξύλινων οριζόντιων ενισχύσεων της παραδοσιακής πηλιορείτικης τοιχοποιίας και στη στέψη σφραγίζεται με δοκάρι για την ασφαλή έδραση της στέγης. Οι προεξοχές του β ορόφου όπως και η περιμετρική γρηπίδα της στέγης κατασκευάζονται από αντικολλητή ξυλεία εκφράζοντας τη σημερινή εκδοχή των «σαχνισιών» που σχεδόν εγκαταλείφθηκαν από τα μέσα του 19 ου αιώνα. Συνολικά η κατασκευή στο εσωτερικό και το εξωτερικό αποπνέει αίσθημα ασφάλειας και αυτό οφείλεται αφενός στη στιβαρότητα της πέτρινης κατασκευής με τα ενισχυτικά διαζώματα καθ ύψος από οπλισμένο σκυρόδεμα και αφετέρου στις επιλεγείσες διατομές των ξύλινων κατασκευών. Η κατασκευή δείχνει εξαιρετικά αληθινή, με εμφάνιση όλων των δομικών στοιχείων, τα οποία αποτελούν και στοιχεία της εξωτερικής και εσωτερικής μορφολογίας του κτιρίου. Το κατά κανόνα ψυχρό σκυρόδεμα δίπλα στην εμφανή καλοχτισμένη λιθοδομή χωρίς πρόσθετες επικαλύψεις σοβά ή χρώματος, αποκτά μία ζεστασιά, δένει απόλυτα με τα υπόλοιπα υλικά, δημιουργώντας μία εξαιρετικά λιτή, αληθινή και ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική εικόνα. Η σχεδιαστική δεινότητα του αρχιτέκτονα φαίνεται ξεκάθαρα στη χειροποίητη αντιμετώπιση όλων των κατασκευαστικών λεπτομερειών, που δίνουν στο έργο μία εξαιρετικά δυσεύρετη αίσθηση της μοναδικότητας. Η νέα τριώροφη κατοικία στέκεται με σεβασμό στο ευρύτερο παραδοσιακό περιβάλλον της Βυζίτσας και σε δημιουργικό διάλογο με τα προϋφιστάμενα κτίσματα του συγκροτήματος. Συμπεράσματα Συμπερασματικά, οι τρεις κατοικίες στη Βυζίτσα αποτελούν μία καλή απάντηση στο ερώτημα πώς χτίζουμε στο Πήλιο, γιατί: Εντάσσονται αρμονικά στο άμεσο, αλλά και στο ευρύτερο οικιστικό και φυσικό Το συνολικό αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα, η δομική και κατασκευαστική αντιμετώπιση, η συνειδητή απουσία πρόσθετων διακοσμητικών στοιχείων και η άρτια λειτουργική εργονομική οργάνωση δημιουργούν ένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα χώρο με άποψη, σεβασμό στις αξίες της παράδοσης αλλά και νεωτερική αντιμετώπιση της κατασκευής με χρήση των δυνατοτήτων των νέων υλικών και της τεχνολογίας. Όλα συνυπάρχουν σε ένα ενιαίο αρμονικό και λειτουργικό σύνολο. Η χειροποίητη διεργασία, η εμμονή στη λεπτομέρεια του δημιουργού, εξουσιάζουν το δημιούργημα που στέκεται ισότιμα και προκλητικά, θα έλεγα, στην αντίστοιχη του παραδοσιακού μάστορα. Αξιοποιούν πλήρως τα δεδομένα και χαρακτηριστικά της περιοχής και του οικοπέδου ενσωματώνοντας στο σχεδιασμό στοιχεία της βιοκλιματικής προσέγγισης (προσανατολισμός, φυσικός αερισμός, ηλιοπροστασία κ.λ.π.) Εκμεταλλεύονται τις μεγάλες υψομετρικές διαφορές και χρησιμοποιούν το φυσικό ανάγλυφο για τη σωστή εξυπηρέτηση (διπλές είσοδοι - έξοδοι των κτιρίων), πετυχαίνοντας παράλληλα τη βέλτιστη τοποθέτηση και ένταξη του κτίσματος στο χώρο και την εξασφάλιση της θέας. Δημιουργούν εσωτερικούς χώρους, λειτουργικούς και με ζεστασιά. Αυτό οφείλε- VOLOS_ADAMAKIS 7 9/3/2013
ται αφ ενός μεν στους σωστούς αρχιτεκτονικούς χειρισμούς σε ότι αφορά τα μεγέθη, την κλίμακα και την προοπτική, αφ ετέρου δε στην καλή χημεία των υλικών και την ποιότητα και τη σωστή επίλυση των κατασκευαστικών λεπτομερειών. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους επέλεξα αυτά τα κτίσματα στη σημερινή παρουσίαση. Μας δείχνουν ένα από τους σωστούς δρόμους, για να φέρουμε τη νέα αρχιτεκτονική στο Πήλιο. Σας ευχαριστώ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Λεωνιδοπούλου Στυλιανού, Ρέα. 1992. ΠΗΛΙΟ, Μέλισσα: Αθήνα 2. Λιάπης, Κ. 2001. Πήλιον Όρος. Εταιρεία Ανάπτυξης Πηλίου. 3. εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7/1/2001 4. Διαδρομές, ένθετο εφημερίδας Θεσσαλία, Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2002 5. Αποτυπώσεις βιοτεχνικών εργαστηρίων στο Πήλιο, Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 2000-3 6. Πατρίκιος, Κ. Περιοδικό Μακρυνίτσα, τεύχος 25, Απρίλιος 2001, σελ. 26-27 7. Βιομηχανική παράδοση του δυτικού Πηλίου, Λύκειο Αγριάς, Περιβαλλοντική ομάδα, 1999. 8. Κίζης, Γ. 1994, Πηλιορείτικη οικοδομία. Π.Τ.Ι. ΕΤΒΑ. 9. Πήλιο, το όνομα του παραδείσου, Μίλητος, 2009 10. Πόρναλης, Μ., Βασαρδάνη, Β. Pelion of light and colours. VOLOS_ADAMAKIS 8 9/3/2013