ΜΑΘΗΜΑ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Εργασία µε θέµα: ΕΠΩΝΥΜΟ: ΟΝΟΜΑ:

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το δικαίωµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους φυλακισµένους

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ιδάσκων καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ικαίωµα Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι κρατουµένων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

«ΣΤΕΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Ενότητα 7 η : Αρχές της ψήφου και της ψηφοφορίας Το εκλογικό σύστημα Η αρχή του πολυκομματισμού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4068, 10/2/2006

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3807, 6/2/2004 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

Δικαίωμα Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι κρατουμένων

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Σύγχρονες διατάξεις για την Ελληνική Ιθαγένεια και την πολιτική συµµετοχή οµογενών και νοµίµως διαµενόντων µεταναστών και άλλες ρυθµίσεις

Προπτυχιακή Εργασία. Οικονόμου Δανάη. Αφαίρεση Πολιτικών Δικαιωμάτων ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Βασικές αρχές του εκλογικού συστήµατος των δηµοτικών εκλογών τής Κάτω Σαξονίας

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Οι Έλληνες παίρνουν θέση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

1η - 2η ιδακτική Ενότητα ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΕΝΩΜΕΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ EN.AP.

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Εργασία µε θέµα: «ΣΤΕΡΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ» ΕΠΩΝΥΜΟ: ΜΠΙΘΕΛΗ ΟΝΟΜΑ: ΚΩΝ/ΝΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340200200739 ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 6948116755 ΜΑΙΟΣ 2006

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων είναι εντεταγµένη στα πλαίσια του Συντάγµατος. Κύριες αιτίες στέρησης αποτελούν η έλλειψη της ελληνικής ιθαγένειας, η εκτέλεση παρεπόµενης ποινής, η ανάγκη εξασφάλισης πολιτικής ουδετερότητας και αµεροληψίας του δηµοσίου και ενόπλων δυναµένων καθώς και ειδικές περιστάσεις που συντρέχουν για κάθε δικαίωµα ξεχωριστά. Το Σύνταγµα του 1986 και η χρονική µετάβαση στη περίοδο της Αναθεώρησης του Συντάγµατος του 2001 θ αποτελέσουν αντικείµενα ειδικών προβληµατισµών και νοµολογιακών παρατηρήσεων. Η στέρηση ως Συνταγµατική πρόβλεψη έχει ως σκοπό την προστασία του εννόµου συµφέροντος και της πολιτικής ισορροπίας, επιπλέον δεν θίγει τις αρχές του κοινοβουλευτικού και αντιπροσωπευτικού συστήµατος, αντίθετα συµβάλλει στην πρακτική εφαρµογή τους. 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη.. σελ. 1 Εισαγωγή.. σελ. 3 Κεφάλαιο 1 ο : Εννοιολογική προσέγγιση Πολιτικών ικαιωµάτων οριοθέτηση Περιορισµοί Κατάργηση.. σελ. 4 Κεφάλαιο 2 ο : Κατοχύρωση Πολιτικών ικαιωµάτων Γενικές ικαιολογητικές Βάσεις Στέρησης.. σελ. 7 Κεφάλαιο 3 ο : Ειδική Ανάλυση σελ. 13 Α) Ενεργητικό Εκλογικό ικαίωµα σελ. 13 Β) Παθητικό Εκλογικό ικαίωµα σελ. 15 Γ) ικαίωµα Ίδρυσης και Συµµετοχής σε Πολιτικό Κόµµα σελ. 18 ) ικαίωµα ηµόσιου Λειτουργού σελ. 21 Συµπεράσµατα σελ. 23 Βιβλιογραφία.. σελ. 24 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα πολιτικά δικαιώµατα αποτελούν κεκτηµένο του συγχρόνου Έλληνα. Η εποχή της µεταπολίτευσης αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισµα της κατοχύρωσης και της διασφάλισής τους. Οι περιορισµοί του γενικού περιεχοµένου τους, µερικοί ή απόλυτοι, αποτελούν εξαιρετικές περιπτώσεις και τίθενται πάντα µε πρωτοβουλία του συνταγµατικού νοµοθέτη. Το συνταγµατικό υπόβαθρο της κατοχύρωσης και της στέρησης ενός πολιτικού δικαιώµατος καθιστά αντισυνταγµατική οποιαδήποτε άλλη πρωτοβουλία (ιδιωτική ή ακόµη και του κοινού νοµοθέτη) καθορισµού της έκτασης εφαρµογής του περιεχοµένου τους καθώς επίσης και του φορέα τους. Θέµα της παρούσας εργασίας αποτελεί η στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων. Αφού προσεγγίσουµε εννοιολογικά το περιεχόµενο του τίτλου ακολουθεί η ανάλυση των γενικών δικαιολογητικών βάσεων στέρησης, αιτίες δηλαδή στέρησης πολιτικών δικαιωµάτων που αφορούν στο σύνολό τους. Έπειτα θ αναλυθούν κάποια βασικά πολιτικά δικαιώµατα (δικαίωµα εκλέγειν, εκλέγεσθαι, ίδρυσης και συµµετοχής σε πολιτικό κόµµα, ανάληψης δηµοσίων θέσεων) και θα τεθούν ειδικοί προβληµατισµοί που αναφύονται από τους περιορισµούς τους. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο Εννοιολογική προσέγγιση Πολιτικών ικαιωµάτων Οριοθέτηση Περιορισµοί Κατάργηση Τα Συνταγµατικά δικαιώµατα σύµφωνα µε τη θεωρία του Γερµανικού νοµοµαθή George Jellinek κατηγοριοποιούνται σε τρεις οµάδες α) τα ατοµικά δικαιώµατα status negativus, β) τα κοινωνικά δικαιώµατα status socialis και γ) τα πολιτικά δικαιώµατα status activus. Η διάκριση αυτή έχει ως κριτήριο την πράξη του αποδέκτη της ενέργειας του δικαιώµατος δηλαδή της δηµόσιας εξουσίας. Τα πολιτικά δικαιώµατα αντιπροσωπεύουν µια ενεργό κατάσταση. Αποτελούν έκφραση του δηµοκρατικού κράτους. Οι πολίτες συνδιαπλάθουν και συνδιαµορφώνουν τη δηµόσια εξουσία ενώ παράλληλα συµµετέχουν στην άσκησή της. Σε αντίθεση µε τα ατοµικά δικαιώµατα δεν αποτελούν (αµιγείς) αξιώσεις ελευθερίας του ατόµου έναντι του Κράτους, ούτε διεκδικούν (αµιγώς) παροχές και υπηρεσίες από αυτό όπως τα κοινωνικά δικαιώµατα Η διάκριση των πολιτικών δικαιωµάτων έγκειται στο γεγονός ότι το υποκείµενό τους συγκεκριµενοποιείται, δεν είναι το άτοµο εν γένει, αλλά το άτοµο το οποίο συνδέεται µε το εκάστοτε κράτος µε τον δεσµό της ιθαγένειας ένα νοµικό και πραγµατικό γεγονός. Επιπλέον ο πολίτης δεν αρκείται σε έναν παθητικό ρόλο όπως αυτό του παραλήπτη των κρατικών παροχών αλλά προχωρά στον συνπροσδιορισµό και τη συνδιαµόρφωση της κρατικής λειτουργίας και των εκφράσεών της καθώς και της πολιτικής ζωής. 1 Στον αντίποδα της κρατικής θεωρίας του George Jellinek, η παραπληρωµατικότητα και η αλληλεξάρτηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων ως αποτέλεσµα των κοινωνικών, πολιτικών και οικονοµικών εξελίξεων καθώς και των σύγχρονων αντιστοίχων αναγκών κατέστησαν την εν λόγω διάκριση σε ανεπαρκή. Σε κάθε συνταγµατικό δικαίωµα υποστηρίζεται ότι υπάρχουν αρνητικές αξιώσεις, θετικές αξιώσεις και αξιώσεις συµµετοχής, καθιερώνοντας 1 αγτόγλου Π., Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2005 σελ. 67-74 4

ένα status mixtus. 2 Πολιτικά δικαιώµατα, δηλαδή δικαιώµατα συµµετοχής στην άσκηση της δηµόσιας εξουσίας αποτελούν το δικαίωµα συµµετοχής στην πολιτική ζωή (αρ. 5), το δικαίωµα του εκλέγειν (αρ. 51), το δικαίωµα του εκλέγεσθαι (αρ. 55), του δηµόσιου λειτουργού (αρ. 4 παρ. 4), της ίδρυσης πολιτικού κόµµατος (αρ. 24), του δικαστή (αρ. 88), του ενόρκου (αρ. 97). Πέραν όµως των παραδοσιακών πολιτικών δικαιωµάτων συναντάµε και αµυντικά δικαιώµατα τα οποία έχουν έντονο συµµετοχικό-πολιτικό χαρακτήρα όπως η ελευθερία της πολιτικής δράσης, του πολιτικού λόγου, των πολιτικών συναθροίσεων, του πολιτικού τύπου, κ.α. 3 Κρίνεται αναγκαίο στο παρόν σηµείο η αναφορά και η ανάλυση των εννοιών της οριοθέτησης του περιορισµού και της κατάργησης των συνταγµατικών και κατ επέκταση των πολιτικών δικαιωµάτων. Η γενική εφαρµογή των δικαιωµάτων αποτελεί έναν πρώτο και βασικό κανόνα στη προσέγγισή τους. Λέγοντας γενική εφαρµογή εννοείται εφαρµογή του γενικού περιεχοµένου τους, ενώ κάθε οριοθέτηση και περιορισµός αναφέρεται σε αυτό το περιεχόµενο. Η οριοθέτηση αναφέρεται στον καθορισµό του γενικού περιεχοµένου των δικαιωµάτων. Πρόκειται για έναν προσδιορισµό που φυσικά διακρίνεται εννοιολογικά από τον «περιορισµό» και πραγµατώνεται µέσω διατάξεων δικαίου. Η αποτύπωση της περιφέρειας και των ορίων του δικαιώµατος γίνεται πρωτευόντως από το συντακτικό νοµοθέτη και δευτερευόντως από τον κοινό νοµοθέτη µε ή χωρίς εξουσιοδότηση νόµου. Ο περιορισµός: Αφού έχει οριοθετηθεί το γενικό περιεχόµενο του δικαιώµατος ο περιορισµός προκαλεί τη συρρίκνωση του γενικού του περιεχοµένου. Ελαττώνει δηλαδή το µήκος και το πλάτος της εφαρµογής του. Σε αντίθεση µε την οριοθέτηση ο περιορισµός έχει έκτακτο χαρακτήρα και επιπλέον σε περίπτωση που τίθεται από τον κοινό νοµοθέτη είναι αναγκαία η από το 2 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα III, 2004, σελ. 53-54 3 αγτόγλου Π., Ατοµικά ικαιώµατα Α, 2005 σελ. 67-74 5

σύνταγµα ρητή νοµοθετική εξουσιοδότηση (επιφύλαξη νόµου). Ενδιάµεση κατάσταση µεταξύ στέρησης και περιορισµού αποτελεί η προσωρινή στέρηση δικαιώµατος. Στην περίπτωση αυτή η ελάττωση του περιεχοµένου του δικαιώµατος είναι ολοκληρωτική, πλην όµως προσωρινή. Η κατάργηση: ιαφέρει από τον περιορισµό του δικαιώµατος. Είναι η πλήρης συρρίκνωση του περιεχοµένου του, ο «έσχατος» περιορισµός. Το δικαίωµα περιορίζεται σε τέτοιο βαθµό ώστε να καταργείται. Στην έννοια της κατάργησης περιλαµβάνεται η µη αναγνώριση δικαιώµατος καθώς και η αφαίρεση ήδη απονεµηµένου δικαιώµατος. Κατάργηση δεν είναι δυνατή παρά µόνο όταν και όπως ορίζει το Σύνταγµα. 4 Οι έννοιες του περιορισµού (προσωρινή στέρηση) καθώς και της κατάργησης των πολιτικών δικαιωµάτων είναι αυτές που θα απασχολήσουν την παρούσα εργασία και θα αποτελέσουν το επίκεντρο της επικείµενης ανάλυσης. Η δηµοκρατικοποίηση του ελληνικού κράτους, όπως αυτή πραγµατώνεται µε το Σύνταγµα της δηµοκρατικής αναγέννησης του 1975 εκµηδενίζει τη δυνατότητα δηµιουργίας αντιφιλελεύθερων και αντισυνταγµατικών συµπεριφορών και απαξίωσης των κατοχυρωµένων δικαιωµάτων και ελευθεριών. Η βάναυση καταπάτηση και εν κατακλείδι αναίρεση κάθε πολιτικού δικαιώµατος της πρόσφατης ιστορικά περιόδου 1967-1974 αποτελούν µαύρες σελίδες της Ελληνικής Συνταγµατικής ιστορίας οι οποίες έχουν παρέλθει οριστικά. 4 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα III, 2004, σελ. 72-86 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο Κατοχύρωση Πολιτικών ικαιωµάτων Γενικές ικαιολογητικές Βάσεις Στέρησης Στην υπάρχουσα πολιτική πραγµατικότητα τα πολιτικά δικαιώµατα κατοχυρώνονται και προστατεύονται από το Σύνταγµα. Σε διεθνές επίπεδο η διασφάλισή τους πραγµατώνεται επιπλέον α) Με την Οικουµενική ιακήρυξη των Ανθρωπίνων ικαιωµάτων (10/12/48) η οποία ψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών β) Το Σύµφωνο των Ατοµικών και Πολιτικών ικαιωµάτων (1966) το οποίο κυρώθηκε στην Ελλάδα µε τον ν. 2462/1997 γ) Τη «Σύµβαση της Ρώµης» (ΕΣ Α) η οποία υπογράφτηκε στις 4/11/50 από τα κράτη µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης. Η Σύµβαση άρχισε να ισχύει στις 5/9/53 και συµπληρώθηκε µε δώδεκα πρόσθετα πρωτόκολλα και τον Κοινοτικό Χάρτη της Ευρώπης. Σηµαντικότατο αποτέλεσµα της εν λόγω Σύµβασης ήταν η έµπρακτη εξασφάλιση των Θεµελιωδών δικαιωµάτων µε την ίδρυση της Επιτροπής Ανθρωπίνων ικαιωµάτων και το Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων. Η ίδρυση των ειδικών αυτών οργάνων καθιστά αποτελεσµατικό τον έλεγχο της σύµβασης και την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις παραβάσεων δ) ο Χάρτης των Θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ε.Ε. το Νοέµβριο του 2000 στη Σύνοδο Κορυφής στη Νίκαια της Γαλλίας. 5 Η παράπλευρη και πολυεπίπεδη κατοχύρωση των θεµελιωδών και ειδικότερα των πολιτικών δικαιωµάτων δικαιολογεί τη γενική εφαρµογή τους και τον αυστηρά περιορισµένο αριθµό λόγων περιορισµού τους: (Ι) Τα πολιτικά δικαιώµατα σε αντίθεση µε τις ατοµικές ελευθερίες οριοθετούνται αποτελεσµατικά από το κράτος στην περιφέρεια του οποίου 5 Μανιτάκη Α., Το Σύνταγµα του 2001 και τα ικαιώµατα του Ανθρώπου, 2001 7

ασκούνται. Αφορούν δηλαδή τους συγκεκριµένους πολίτες του συγκεκριµένου κράτους εξαιτίας του ιδιαιτέρου δεσµού που αναπτύσσεται µεταξύ των δύο αυτών µεγεθών, του δεσµού της ιθαγένειας. Ο δεσµός αυτός δικαιολογεί την ανάγκη συλλογικών προσπαθειών για την επίτευξη κοινωνικής και πολιτικής ευηµερίας στα πλαίσια του εκάστοτε κράτους και την ανάγκη συνδιαµόρφωσης και συνδιάπλασης της πολιτικής πραγµατικότητας και των θεσµών. Σύµφωνα µε το Συνταγµατικό κατεστηµένο πολιτικά δικαιώµατα διαθέτουν ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ. Η ελληνική ιθαγένεια λοιπόν αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση αναγνώρισης των εν λόγω δικαιωµάτων ενώ η απουσία της ή η απώλειά της, το βασικότερο λόγο στέρησης τους. Συνεπώς οι µη έχοντες γεννηθεί Έλληνες (κατά ν. 1458/1984) ή οι µη πολιτογραφηµένοι στην Ελλάδα αλλοδαποί (αρ. 6, 9 Κ.Ε.Ι.) δεν αποτελούν εξ αρχής υποκείµενα στα οποία αναγνωρίζονται πολιτικά δικαιώµατα. 6 Σε άλλη κατηγορία υπάγονται οι Έλληνες πολίτες οι οποίοι στην πορεία απώλεσαν την ελληνική τους ιθαγένεια, στην παρούσα περίπτωση παρατηρούµε µια επιγιγνόµενη στέρηση, η αφαίρεση των αρχικά αναγνωρισµένων πολιτικών δικαιωµάτων τους. Περιπτωσιολογικά θα µπορούσε να παρατηρηθεί ότι η ελληνική ιθαγένεια χάνεται µε τους εξής τρόπους: α) Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, αν πριν συµπληρωθεί το 18 ο έτος της ηλικίας του, έλληνας πολίτης υιοθετηθεί από αλλοδαπό β) Αν κηρυχθεί έκπτωτος της ελληνικής ιθαγένειας κατά τη διαδικασία του αρ. 20 Κ.Ε.Ι.. Σύµφωνα µε την εν λόγω διάταξη κηρύσσεται έκπτωτος της ελληνικής ιθαγένειας όποιος κατά παράβαση του αρ. 14 ΚΕΙ απέκτησε µε τη βούλησή του αλλοδαπή ιθαγένεια όποιος αναδέχθηκε θέση σε δηµόσια υπηρεσία αλλοδαπής πολιτείας όποιος ενώ διέµενε στη αλλοδαπή ενήργησε προς όφελος της αλλοδαπής πολιτείας πράξεις αντίθετες προς την ιδιότητα του έλληνα πολίτη και αντίθετες των συµφερόντων της Ελλάδας (ΣτΕ 3025/1989) (ΣτΕ 23/1995) γ) Αν ύστερα από άδεια του Υπουργού Εσωτερικών που παρέχεται µετά από γνώµη του Συµβουλίου Ιθαγένειας απέκτησε µε τη θέλησή του αλλοδαπή ιθαγένεια ή αναδέχθηκε δηµόσια υπηρεσία σε ξένο κράτος εφ όσον αυτή η 6 Βρέλλης Σπ., Ιδιωτικό ιεθνές ίκαιο, 2001, σελ. 484-487 8

αναδοχή συνεπάγεται κτήση ξένης ιθαγένειας. Η άδεια αυτή παρέχεται για εξαιρετικούς λόγους και µετά την κτήση της αλλοδαπής ιθαγένειας οπότε η αποβολή της ελληνικής επέρχεται από την παροχή της άδειας. δ) Αν γίνει δεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών αίτηση για αποβολή ελληνικής ιθαγένειας µε προϋπόθεση ότι υπάρχει άλλη ιθαγένεια (αρ. 14 Κ.Ε.Ι.). Η αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας δεν απόκειται στη βούληση του Έλληνα πολίτη αλλά εξαρτάται από τη συναίνεση της Πολιτείας που εκδηλώνεται µε την παροχή άδειας [ΑΠ 518/1985 ΝοΒ 34(1986) 395] 7 (II) Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων όµως µπορεί να έχει και κυρωτικό χαρακτήρα λόγω της ηθικής αναξιότητας του ατόµου. Σύµφωνα µε τις προβλέψεις του ΠΚ για ορισµένα εγκλήµατα κακουργηµατικού και πληµµελληµατικού χαρακτήρα, του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, και ειδικών ποινικών νόµων (αρ. 12 ΠΚ) προβλέπεται ως παρεπόµενη ποινή αµετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου (αρ. 63-66 ΠΚ). Η θανατική καταδίκη ή η ισόβια κάθειρξη συνεπάγονται αυτοδίκαια ως παρεπόµενη ποινή τη διαρκή στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων (αρ. 59 παρ. 1 ΠΚ). Η καταδίκη σε κάθειρξη αορίστου διάρκειας κατά το αρ. 90 ΠΚ (εφ όσον θεωρηθεί συνταγµατική κατά το αρ. 7 του Συντάγµατος) συνεπάγεται αυτοδικαίως τη δεκαετή στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων. Τέλος σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση (µε την εξαίρεση των περιπτώσεων που προβλέπεται ειδικά από το νόµο και για τις οποίες µπορεί να επιβληθεί ούτως ή άλλως η παρεπόµενη αυτή ποινή) καταγιγνώσκεται (αρ. 66 ΠΚ) δυνητική και παρεπόµενη στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων από ένα (1) ως πέντε (5) έτη µόνο όµως αν επιβληθεί ποινή διάρκειας ενός έτους και η τελεσθείσα εγκληµατική πράξη από την αιτία, τα µέσα, τον τρόπο της τέλεσης και τις λοιπές περιστάσεις µαρτυρεί ότι ο δράστης παρουσιάζει «ηθική διαστροφή» του χαρακτήρα του. Το δικαστήριο µάλιστα έχει τη ευχέρεια αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 61 ΠΚ, να επιβάλει µερική στέρηση πολιτικών δικαιωµάτων, αν από το είδος της πράξης και τις 7 Βρέλλης Σπ., Ιδιωτικό ιεθνές ίκαιο, 2001, σελ. 484-487 9

λοιπές περιστάσεις αποκλείεται ο φόβος καταχρήσεως από τον καταδικαζόµενο των πολιτικών δικαιωµάτων που διατηρεί (αρ. 64 ΠΚ) Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων επέρχεται µόλις η απόφαση του δικαστηρίου καταστεί αµετάκλητη (όπως επιβάλλει ρητά το αρ. 51 παρ. 3 εδ. β Σ) και η διάρκειά της υπολογίζεται από την επόµενη της ηµέρας κατά την οποία εκτέθηκε ή παραγράφηκε ή χαρακτηρίστηκε κατά το αρ. 47 Σ η κύρια ποινή µαζί µε την οποία καταγνώσθηκε και η παρεπόµενη αυτή ποινή (αρ. 65 ΠΚ). Η αποστέρηση σύµφωνα µε τις προβλέψεις του ΠΚ συνεπάγεται (α) στην οριστική απώλεια των δηµοσίων, δηµοτικών και κοινοτικών αξιωµάτων και των δηµοσίων, δηµοτικών ή κοινοτικών θέσεων, κάθε στρατιωτικού βαθµού, της ιδιότητας του δικηγόρου καθώς και των επίτιµων θέσεων διαρκώς ή για όσο χρόνο διαρκεί η προσωρινή στέρηση (β) την ανικανότητα να ψηφίζει κάποιος στις πολιτικές, δηµοτικές και κοινοτικές εκλογές και άρα την απώλεια του παθητικού εκλογικού δικαιώµατος, (γ) την ανικανότητα απόκτησης αξιωµάτων και θέσεων (υπο. 1) όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση, (δ) την ανικανότητα να κληρώνεται ως ένορκος στα µικτά ορκωτά δικαστήρια (αρ. 9 Σ) και να διορίζεται πραγµατογνώµων από οποιαδήποτε δηµόσια, διοικητική ή δικαστική αρχή. 8 (III) Βασική αίτια περιορισµού των πολιτικών δικαιωµάτων είναι το γεγονός της Αριστοτελικής ανάγκης του ανθρώπου για κοινωνικότητα. Ο άνθρωπος ζώντας σε µια οργανωµένη κοινωνία είναι αναγκασµένος να ζήσει και να λειτουργήσει σε ένα σύνολο µερικότερων θεσµών που υπάρχουν και λειτουργούν στο πλαίσιο της γενικότερης κοινωνικοκρατικής συνύπαρξης. Η συµµετοχή του πολίτη στην κοινωνία έχει ως απόρροια των περιορισµό των ελευθεριών του ή αλλιώς τη «θεσµοποίηση των θεµελιωδών δικαιωµάτων του». 9 Επεξηγηµατικά ο άνθρωπος που εντάσσεται οικειοθελώς ή µη σε κάποια θεσµική πλαίσια δεν δύναται πάντα να ασκεί στους χώρους αυτούς τα 8 Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος I, 1991, σελ. 330-333 9 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα III, 2004, σελ. 78-83 10

δικαιώµατά του στη έκταση και στο µέτρον που θα τ ασκούσε εκτός αυτών. Συνεπώς υπάρχουν περιπτώσεις µέσα στα εκάστοτε θεσµικά πλαίσια άσκησης ο συγκεκριµένος θεσµός να επιτάσσει την εφαρµογή του περιορισµένου «θεσµικού» 10 περιεχοµένου του δικαιώµατος για να διασφαλιστεί κατ αυτόν τον τρόπο η κοινωνική αρµονία. Η αιτιώδης συνάφεια του δικαιώµατος και του θεσµού είναι ο παράγοντας που θα προσδιορίσει τον περιορισµό και την έκτασή του. Εν γένει επιτρέπονται αιτιώδεις περιορισµοί. Η αιτιώδης συνάφεια έγκειται στη συνάντηση του δικαιώµατος και του θεσµού σε κοινό συστατικό στοιχείο. Παραδείγµατα α) Οι πολιτικές πεποιθήσεις αποτελούν αντικειµενικό στοιχείο της πολιτικής ελευθερίας καθώς επίσης και του θεσµού των πολιτικών κοµµάτων. Η είσοδος σε ένα πολιτικό κόµµα έχει ως κριτήριο συγκεκριµένες πολιτικές πεποιθήσεις γεγονός που σηµαίνει ότι µέλη του αναγνωρίζονται µόνο τα άτοµα που ταυτίζονται µε τις συγκεκριµένες πεποιθήσεις και ταυτόχρονα αυτά τα άτοµα οφείλουν και υποχρεούνται να προσαρµόζονται στις νόρµες του συγκεκριµένου πολιτικού κόµµατος. Συνεπώς παρατηρείται µια θεσµοποίηση της πολιτικής ελευθερίας και κατ επέκταση ο περιορισµός της σε θεµιτά πλαίσια. 11 β) Ακόµη πιο εµφανής είναι ο περιορισµός της έκφρασης των πολιτικών πεποιθήσεων στην περίπτωση συγγραφής πολιτικού άρθρου. Η ίδια η συγγραφή αποτελεί µορφή εξαρτηµένης εργασίας του δηµοσιογράφου. Ενώ το περιεχόµενο του άρθρου αποτελεί αντικειµενικό στοιχείο έκφρασης της πολιτικής ελευθερίας. Απαίτηση του εκδότη για καθορισµό του περιεχοµένου είναι θεµιτή στα πλαίσια της εργασιακής σχέσης εκδότη-συγγραφέα. Σε καµία περίπτωση όµως η αξίωση περιορισµού πολιτικής δράσης δηµοσιογράφου εκτός πλαισίων εργασίας δεν είναι θεµιτή. (π.χ. να µην είναι µέλος συγκεκριµένου κόµµατος). 12 10 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα III, 2004, σελ. 78-84 11 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα III, 2004, σελ. 83 12 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα III, 2004, σελ. 84 11

(IV) Μια ειδικότερη θεµιτή αίτια στέρησης ή πιο ήπιου περιορισµού των πολιτικών δικαιωµάτων αποτελεί η ανάγκη πολιτικής ουδετερότητας και αµεροληψίας του δηµοσίου τοµέα και των ενόπλων δυνάµεων. Ο παράγοντας αυτός προσανατολίζεται κυρίως στο δικαίωµα του εκλέγεσθαι, στην ίδρυση και στη συµµετοχή κοµµάτων, στην ελευθερία έκφρασης πολιτικών πεποιθήσεων και εν γένει στη δυνατότητα συµµετοχής στην πολιτική ζωή (βλ. παραπάνω). 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο Ειδική Ανάλυση Α) Ενεργητικό Εκλογικό ικαίωµα Το εκλογικό σώµα αποτελείται από τους ενεργούς πολίτες. Αποφασιστική σηµασία για τη σύνθεση του Εκλογικού Σώµατος έχει η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας. Η κατοχή της ελληνικής ιθαγένειας και η πολιτική ενηλικότητα αποτελούν τις δύο αποκλειστικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση του δικαιώµατος της ψήφου. Συνεπώς η έλλειψη της ελληνικής ιθαγένειας και η µη συµπλήρωση του 18 ου έτους ηλικίας αποτελούν λόγο µη άσκησης και ενεργοποίησης του εκλογικού δικαιώµατος. Το Σύνταγµα επιτρέπει κατ εξαίρεση τον αποκλεισµό πολιτών που έχουν τα δύο προαναφερθέντα προσόντα µόνο όταν παρατηρείται ανικανότητα αδικοπραξίας ή όταν υπάρχει αµετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισµένα εγκλήµατα. Και στις δύο περιπτώσεις είναι αναγκαία δικαστική απόφαση. Η εκλογική νοµοθεσία εξειδικεύει τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 ως εξής: α) Το δικαίωµα της ψήφου στερούνται πολίτες οι οποίο τελούν υπό δικαστική απαγόρευση λόγω σωµατικής ή πνευµατικής αναπηρίας κατά το ΑΚ 1686. Σύµφωνα λοιπόν µε το παρόν άρθρο υπό δικαστική απαγόρευση τίθεται 1. «όποιος αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του ή την περιουσία του επειδή πάσχει από µόνιµη πνευµατική ασθένεια που αποκλείει τη χρήση του λογικού». 2. «όποιος αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του ή την περιουσία του επειδή πάσχει από σωµατική αναπηρία, ιδίως επειδή έχει γεννηθεί κουφός ή τυφλός ή άλαλος». β) Από τις τάξεις του Εκλογικού Σώµατος αποκλείονται λόγω ηθικής αναξιότητας όσοι τελούν σε νόµιµη απαγόρευση, σύµφωνα µε το άρθρο 1700 ΑΚ, δηλαδή όσοι καταδικάστηκαν σε κακούργηµα, από τη στιγµή που η σχετική απόφαση γίνει τελεσίδικη για το χρονικό διάστηµα που διαρκεί η ποινή. Επίσης 13

λόγω ηθικής αναξιότητας και µετά την έκτιση της ποινής οι πολίτες που έχουν καταδικαστεί αµετάκλητα για τη διάπραξη σοβαρών αξιόποινων πράξεων. 13 Ειδικοί προβληµατισµοί Πέραν των παραπάνω ωστόσο προκύπτει το πρόβληµα της πραγµατικής δυνατότητας άσκησης. Οι δυσχέρειες των κατοικούντων σε τόπο άλλο από αυτόν στον οποίο ασκούν το εκλογικό τους δικαίωµα επιλύθηκαν µε το νόµο 3146/2003 προβλέποντας ότι οι εκλογείς που διαµένουν σε δήµο ή κοινότητα εκλογικής περιφέρειας άλλης από εκείνη στους εκλογικούς καταλόγους της οποίας είναι εγγεγραµµένοι αποκαλούνται πλέον «ετεροδηµότες» και δύνανται να ασκούν στον τόπο διαµονής τους το εκλογικό τους δικαίωµα. Επίσης οι κρατούµενοι που διατηρούν το εν λόγω δικαίωµα ψηφίζουν µε βάσει ειδικούς καταλόγους. Κατά τη παράγραφο 46 του άρθρου 5 του νόµου 2523/1998 «κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές, τις εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το δηµοψήφισµα οργανώνονται εκλογικά τµήµατα σε κάθε φυλακή». 14 Εν αντιθέσει µε τις παραπάνω κατηγορίες ανενεργό παραµένει το αναγνωρισµένο εκλογικό δικαίωµα των πολιτών που βρίσκονται έξω από τα σύνορα της χώρας όπως οι εργαζόµενοι µετανάστες, οι ναυτολογηµένοι πολίτες, οι φοιτητές και οι επιστήµονες που βρίσκονται σε πανεπιστήµια του εξωτερικού. Σύµφωνα µε το άρθρο 51 παρ. 4 εδ. β, νόµος µπορεί να ορίζει τα σχετικά µε την άσκηση του εκλογικού δικαιώµατος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την επικράτεια. Σωστά σηµειώνεται πως η διάταξη αυτή εντάσσεται στο σύστηµα που το Σύνταγµα υιοθετεί για τη «Συνταγµατική προστασία των απόδηµων Ελλήνων». Η δυνητική όµως διατύπωση του Συντάγµατος δηµιουργεί ένα σοβαρό ερµηνευτικό πρόβληµα αποτέλεσµα του οποίου είναι στην πράξη η στέρηση ενός δικαιώµατος το οποίο έχει κατοχυρωθεί. Όσο παραλείπει ο κοινός νοµοθέτης να θεσπίσει τη ρύθµιση που του αναθέτει το Σύνταγµα, στερεί από ένα σηµαντικό τµήµα του Εκλογικού Σώµατος την πρακτική δυνατότητα 13 Βενιζέλος Ευ., Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου I, 1991, σελ. 327-329 14 Μαυρίας Κ., Συνταγµατικό ίκαιο, 2001, σελ. 378-379 14

άσκησης του δικαιώµατος ψήφου. Να παράλειψη του νοµοθέτη βασισµένη στη δυνητική διατύπωση της διάταξης (νόµος µπορεί ), προσκρούει κατά ένα τµήµα της Θεωρίας στη Θεµελιώδη διάταξη περί λαϊκής κυριαρχίας (αρ. 1 παρ. 2 και 3) και κατ επέκταση στην αρχή της καθολικής ψηφοφορίας καταλήγοντας στο ότι η διάταξη είναι αντισυνταγµατική. Σύµφωνα µε τους υποστηρικτές της άνωθεν θεωρίας το νόηµα της διάταξης οφείλει να καθοριστεί µέσα από τη νοηµατική και αξιολογική ιεραρχία του συστήµατος των κανόνων που θέτει το Σύνταγµα. Συνεπώς η εν λόγω διάταξη περιέχει obligatio και όχι facultas του κοινού νοµοθέτη. 15 Κατ άλλο τµήµα της θεωρίας η εν λόγω παράλειψη µολονότι πολιτικά καταδικαστέα δεν καθίσταται δυνατή τη στήριξη προσφυγής ενώπιον του ΑΕ λόγω αντισυνταγµατικότητάς της διότι ο συνταγµατικός νοµοθέτης θεσπίζει ρητά και κυριολεκτικά εν προκειµένω ευχέρεια και όχι obligatio του κοινού νοµοθέτη συνεπώς εξοπλίζει µε θεµιτότητα την παράλειψή του. 16 Για να παύσει να υφίσταται το πρόβληµα µάλιστα είχε προταθεί στη Βουλή, κατά την αναθεωρητική διαδικασία, η τροποποίηση της αµφισβητούµενης παραγράφου ώστε να διευκρινιστεί µε σαφή τρόπο ότι η αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής των εκλογών δεν εµποδίζει την άσκηση µε επιστολική ψήφο του εκλογικού δικαιώµατος των πολιτών εκτός επικράτειας. Πράγµα που επιτεύχθηκε ως ρύθµιση χωρίς όµως όπως ήδη επισηµάνθηκε να καθιστά υποχρεωτική για τον κοινό νοµοθέτη τη θέσπιση δικαιώµατος των ευρισκόµενων εκτός επικράτειας πολιτών να ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές. 17 Β) Παθητικό Εκλογικό ικαίωµα Η άσκηση του παθητικού δικαιώµατος προϋποθέτει τη συνδροµή θετικών προσόντων εκλογιµότητας (Σ. αρ. 55) και την απουσία των αρνητικών προσόντων (κωλύµατα) (Σ. αρ. 56) 15 Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος I, 1991, σελ. 332-336 16 Μαυρίας Κ., Συνταγµατικό ίκαιο, 2001, σελ. 377-378 17 Μαυρίας Κ., Συνταγµατικό ίκαιο, 2001, σελ. 377-378 15

(I) Με την έννοια των θετικών προσόντων εκλογιµότητας αναφέρονται η ελληνική ιθαγένεια η ικανότητα του εκλέγειν (όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω) η συµπλήρωση του 25 ου έτους κατά την ηµέρα της εκλογής. 18 Σύµφωνα µε την τελευταία αυτή προϋπόθεση παρατηρούµε ότι οι φορείς του ενεργητικού εκλογικού δικαιώµατος δεν ταυτίζονται µε του φορείς του παθητικού αντίστοιχου δικαιώµατος. παρουσιάζεται µια συστολή του κύκλου των πολιτών που το ασκούν µε την επέκταση του ορίου των 18 ετών της πολιτικής ενηλικότητας στα 25 έτη αποκλείοντας κατ αυτό τον τρόπο µια µεγάλη οµάδα πολιτών. Η αύξηση του ορίου ηλικίας είναι αδιαµφισβήτητα θεµιτή διότι η ανάληψη του βουλευτικού αξιώµατος και η σωστή διεκπεραίωσή του επιβάλλουν ωριµότητα και κοινωνική εµπειρία. (II) Με την έννοια των κωλυµάτων εκλογιµότητας αναφέρονται κάποιες ιδιότητες οι οποίες παρεµποδίζουν τον κάτοχό τους να χαρακτηριστεί ως υποψήφιος και να εκλεγεί ως βουλευτής. Τα κωλύµατα διακρίνονται σε σχετικά και σε απόλυτα. (α) Στα σχετικά κωλύµατα είναι δυνατή η παραίτηση από την ιδιότητα που συνιστά κώλυµα ώστε ν ανακηρυχθεί κάποιος υποψήφιος βουλευτής. Ο περιορισµός αυτός του παθητικού εκλογικού δικαιώµατος συνιστά προσωρινή στέρηση σχετικής µορφής διότι η παραίτηση υπόκειται στη διακριτή ευχέρεια του φορέα της. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι ιδιότητες: του εµµίσθου δηµοσίου υπαλλήλου, του αξιωµατικού των ενόπλων δυνάµεων και των σωµάτων ασφαλείας, του υπαλλήλου ΟΤΑ, ή άλλου ν.π.δ.δ., του δηµάρχου και του προέδρου κοινότητας, του διοικητή ή του προέδρου διοικητικού συµβουλίου ν.π.δ.δ. ή δηµόσιας ή δηµοτικής επιχείρησης, του συµβολαιογράφου και του άµισθου φύλακα µεταγραφών και υποθηκών. (β1) Στα απόλυτα κωλύµατα η ιδιότητα δεν µπορεί να αρθεί µε παραίτηση του ενδιαφεροµένου (Σ. αρ. 56 παρ. 4). Παρατηρούµε στην εν λόγω περίπτωση µια προσωρινή στέρηση της δυνατότητας άσκησης του δικαιώµατος µε πιο απόλυτη 18 Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος I, 1991, σελ. 385 16

µορφή διότι η παραίτηση δεν υπόκειται στη βούληση του φορέα του κωλύµατος αλλά στη πάροδο ορισµένου χρονικού διαστήµατος. Στη κατηγορία αυτή ανήκουν οι πολιτικοί υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί γενικά που έχουν κατά το νόµο αναλάβει υποχρέωση να παραµείνουν στην υπηρεσία τους για ορισµένο χρόνο. Οι φορείς αυτοί δεν µπορούν να αναδειχθούν υποψήφιοι όσο χρόνο διαρκεί αυτή η υποχρέωσή τους. 19 (β2) Μετά την αναθεώρηση του Συντάγµατος η παρ. 3 του εν λόγω άρθρου συµπληρώθηκε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να µην υπάρχουν οι προηγούµενες ασάφειες περί (απολύτων) τοπικών κωλυµάτων οι οποίες οδηγούσαν τη νοµολογία σε αντιφατικές προσεγγίσεις του περιεχοµένου της. Με την έννοια του τοπικού κωλύµατος εννοείται πλέον ότι οι φορείς των κωλυµάτων δεν µπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές σε όποια εκλογική περιφέρεια υπηρέτησαν ή (µε τη νέα διασαφηνιστική προσθήκη) σε όποια εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η αρµοδιότητά τους µέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ µήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου. [Ειδικός Προβληµατισµός]: Παρατηρούµε λοιπόν ότι οι φορείς γενικών αρµοδιοτήτων όσον αφορά την τοπική έκταση τους είναι δυνατόν ν αποκλεισθούν από όλη τη επικράτεια πραγµατώνοντας έτσι κατά απόλυτο τρόπο τη στέρηση του παθητικού εκλογικού δικαιώµατος. Σύµφωνα όµως µε την ίδια παράγραφο όλοι οι φορείς των τοπικών κωλυµάτων µπορούν ν ανακηρυχθούν υποψήφιοι βουλευτές Επικρατείας. Η ρύθµιση αυτή θα µπορούσαµε να πούµε ότι κάµπτει την απολυτότητα της παρά. 3] Συνεχίζοντας τον παραπάνω συλλογισµό καταλήγουµε στο ότι ο αναθεωρητικός νοµοθέτης αναφέρονται εξαντλητικά τους φορείς των ιδιοτήτων που αποτελούν κωλύµατα εκλογιµότητας διασφαλίζει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πολιτική ουδετερότητα του κρατικού µηχανισµού και παράλληλα επαναφέρει την ασφάλεια δικαίου που διατάραζαν οι αντιφατικές νοµολογιακές ερµηνείες της εν λόγω παραγράφου. 19 Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος I, 1991, σελ. 386 17

Ειδικός Προβληµατισµός Σκοπός των συνταγµατικών διατάξεων περί κωλυµάτων είναι η διασφάλιση εκδήλωσης της ανόθευτης λαϊκής βούλησης, η εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισµού µεταξύ των κοµµάτων χωρίς τις επιρροές των εν λόγω προσώπων που φέρουν αυτές τις ιδιότητες (Σ. αρ. 56) και θα πρέπει να ερµηνεύονται στενά. Επιπλέον βασικό επίτευγµα του άρθρου είναι η αµεροληψία της δηµόσιας διοίκησης του δηµόσιου τοµέα, των ενόπλων δυνάµεων και των σωµάτων ασφαλείας. Παρ όλη όµως την εξονυχιστική ανάπτυξη τους από το νοµοθέτη διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις αυτές πάσχουν από έναν καταφανή αναχρονισµό. Ειδικότερα ορισµένες ιδιότητες που προβλέπονται από το αρ. 56 µπορούν να ασκήσουν ελάχιστη επιρροή όπως π.χ. ο υποθηκοφύλακας. Αντίθετα στα κωλύµατα δεν περιλαµβάνονται άλλες ιδιότητες όπως π.χ. αυτές που σχετίζονται µε την οικονοµία µέσω των οποίων µπορεί ν ασκηθεί καταλυτική επιρροή στο πολιτικό σκηνικό και στη διαµόρφωση των εκλογικών συµπεριφορών. 20 Γ) ικαίωµα Ίδρυσης και Συµµετοχής σε Πολιτικό Κόµµα Η έννοµη τάξη αντιµετώπισε καταρχήν το κόµµα ως παράνοµο και εχθρικό που αποτελούσε αντικείµενο µάλλον του ποινικού παρά του συνταγµατικού δικαίου. Στη συνέχεια το αντιµετώπισε ως φαινόµενο ύποπτο αλλά πάντως αναγκαίο και πολύ αργότερα αναγκάστηκε να το υποδεχθεί και να το ρυθµίσει στο επίπεδο της κοινής εκλογικής νοµοθεσίας και του Κανονισµού της Βουλής, γιατί ούτε οι εκλογικές διαδικασίες ούτε η λειτουργία του Κοινοβουλίου θα µπορούσαν να οργανωθούν δίχως αυτό. Η µακροχρόνια εχθρότητα απέναντι στο φαινόµενο του πολιτικού κόµµατος είχε ως αποκορύφωµα, σύµφωνα µε τη ελληνική συνταγµατική ιστορία τη µετεµφυλιακή απαγόρευση του Κ.Κ.Ε. που ήρθη µόλις το 1974 µε την πτώση της δικτατορίας του 1967-1974 και την αποκατάσταση της 20 Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος I, 1991, σελ. 388-389 18

δηµοκρατίας. 21 Αλλά και σε διεθνές επίπεδο η κατάσταση δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες διαφορές. Το Γερµανικό Οµοσπονδιακό Συνταγµατικό δικαστήριο απαγόρευσε τόσο το «Κοµµουνιστικό Κόµµα Γερµανίας» όσο και το «Εθνοσοσιαλιστικό Κόµµα» κατ εφαρµογή του Γερµανικού συντάγµατος του 1948. 22 Και οι δύο παραπάνω συµπεριφορές βάλλουν όχι µόνο την ελευθερία ίδρυσης και συµµετοχής σε ορισµένο πολιτικό κόµµα αλλά επιπλέον αποτέλεσαν τροχοπέδη στην έκφραση και διάδοση πολιτικών ιδεών και πεποιθήσεων. Ερχόµενοι στη σύγχρονη συνταγµατική πραγµατικότητα παρατηρούµε ότι η ίδρυση και η συµµετοχή σε πολιτικό κόµµα είναι πλήρως κατοχυρωµένη και αναγνωρισµένη. Κατά το αρ. 29 του Συντάγµατος «Έλληνες πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωµα µπορούν να ελεύθερα να ιδρύουν και να συµµετέχουν σε πολιτικά κόµµατα που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος». Σε περίπτωση µάλιστα που δεν έχει συµπληρωθεί η ηλικία της πολιτικής ενηλικότητας το Σύνταγµα αναγνωρίζει τις κοµµατικές νεολαίες διευρύνοντας έτσι τον κύκλο των ενεργών πολιτικά Ελλήνων πολιτών. Επιπλέον σηµαντική τοµή του άρθρου 29 είναι ότι κατοχυρώνει και την αρνητική πλευρά του δικαιώµατος δηλαδή το δικαίωµα «µη» ίδρυσης και «µη» συµµετοχής. Η παρ. 3 του άρθρου 29 εισάγει απαγορεύσεις εκδηλώσεων υπέρ ή κατά πολιτικών κοµµάτων και συνεπώς εξαιρέσεις στη άσκηση του εν λόγω πολιτικού δικαιώµατος. Οι εξαιρέσεις αυτές αναφέρονται σε κατηγορίες προσώπων λόγω των δεσµών τους µε το κράτος αν και πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει το Σύνταγµα. Ratio της παραγράφου είναι η διασφάλιση της αρχής της αµεροληψίας και της ουδετερότητας από µέρους των επιφορτισµένων µε την άσκηση της κρατικής εξουσίας προσώπων (δικαστικοί λειτουργοί) όπως και τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάµεις και τα σώµατα ασφαλείας ανεξαρτήτως χρονικού σηµείου που λαµβάνουν χώρα οι εκδηλώσεις αυτές. Η απαγόρευση αυτή είναι απόλυτη συνεπώς µιλάµε για πλήρη στέρηση του αναλυόµενου πολιτικού δικαιώµατος. (Στέρηση θεµιτή, συνταγµατικά προβλεπόµενη). 21 Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος I, 1991, σελ. 341 22 Τσάτσου ηµήτρης, Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος II, 1993, σελ. 80 19

Οι δηµόσιοι υπάλληλοι, οι υπάλληλοι άλλων νοµικών προσώπων δηµόσιου δικαίου ή δηµόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων η διοίκηση των οποίων ορίζεται άµεσα ή έµµεσα από το δηµόσιο µε διοικητική πράξη ή ως µέτοχο δεν υπόκεινται στην απόλυτη απαγόρευση της προηγούµενης κατηγορίας. Η απαγόρευση ύστερα από τη Συνταγµατική αναθεώρηση αφορά πλέον µόνο τις εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κοµµάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όσον αφορά τις ρυθµίσεις του υπαλληλικού κώδικα ο προϊσχύσας (π.δ. 611/1977) απαγόρευε απόλυτα στους δηµόσιους υπαλλήλους τις οποιεσδήποτε µορφής εκδηλώσεις υπέρ πολιτικού κόµµατος και την ενεργό δράση υπέρ κόµµατος των υπαλλήλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου (ΣτΕ 3138/1991, 2141/1993). Ο νέος υπαλληλικός κώδικας (ν. 2683/1999) αναφέρει ότι η συµµετοχή των δηµοσίων υπαλλήλων στην πολιτική ζωή της χώρας επιτρέπεται σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις του Συντάγµατος. Ειδικοί Προβληµατισµοί 23 Α) Ωστόσο όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία προσώπων τίθεται ζήτηµα διάκρισης µεταξύ επιτρεπόµενων και απαγορευµένων εκδηλώσεων. Η προσχώρηση σε ένα κόµµα ως απλό µέλος, η παροχή οικονοµικής συνδροµής, η απλή παρουσία στα γραφεία του δεν µπορούν να θεωρηθούν απαγορευµένες διότι βρίσκονται εµφανώς εντός των πλαισίων του αρ. 29 παρ. 3 εδ. β. Όµως όσον αφορά τη συµµετοχή σε ηγετικά όργανα του κόµµατος, η συστηµατική ενυπόγραφη αρθρογραφία στον ηµερήσιο τύπο δηµιουργούν ερµηνευτικά προβλήµατα διότι ο περιορισµός του αρθρ. 29 παρ. 3 εδ. β µένει ουσιαστικά δίχως περιεχόµενο. Β) Ο περιορισµός της δυνατότητας και από τον κανόνα σε πολιτικό κόµµα αποτελεί εξαίρεση και από τον κανόνα της ελεύθερης έκφρασης των στοχασµών (αρ. 14 παρ. 1) αλλά και από τον κανόνα της ελεύθερης συµµετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας. ιάφοροι θεωρητικοί διαπιστώνουν ότι το αρ. 29 παρ. 3 εδ. 2 έχει ως µόνο αποτέλεσµα έστω και υπό την αναθεωρηµένη του µορφή (σε 23 Μαυρίας Κ., Συνταγµατικό ίκαιο, 2004, σελ. 429 20

µικρότερο βαθµό) την πολιτικοποίηση των δηµοσίων υπαλλήλων υπέρ της πολιτικής δύναµης που καθορίζει την κρατική πολιτική. Εν κατακλείδι αναστέλλει τη δυνατότητα της ιοίκησης να είναι δέκτης της κίνησης των ιδεών και των πολιτικών ανησυχιών. 24 ) ικαίωµα του ηµόσιου Λειτουργού Σύµφωνα µε το άρθρο 4 παρ. 4 ορίζεται ότι «µόνο οι Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δηµόσιες λειτουργίες εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται µε ειδικούς νόµους». Παραπέµπει λοιπόν ο συνταγµατικός νοµοθέτης στον κοινό νοµοθέτη ο οποίος µέσω του άρθρου 18 του Υπ.Κ. ορίζει ότι «αλλογενής δε δύναται να διορισθεί υπάλληλος πριν τη συµπλήρωση πενταετίας». Το ΣτΕ έκρινε µε την 3148/1971 απόφασή του τη διάκριση αυτή ως αντισυνταγµατική µε βάσει το τρόπο απόκτησης της ιθαγένειας. Η Ολοµέλεια όµως µε την 564/1972 απόφασή της έκρινε ότι δεν πρόκειται για ουσιαστική διάκριση άρα και όχι περί αντισυνταγµατικότητας νόµου αλλά για πρόσθετο προσόν κατά αρ. 103 παρ. 1 εδ. Β. Η αρχή της ισότητας δεν εισάγει έναν νοούµενο κανόνα ισότητας αλλά επιβάλλει διαφοροποιήσεις που αν δεν θεσπισθούν θα προκύψει ίση µεταχείριση άνισων περιπτώσεων. Η πενταετής προθεσµία έχει ως σκοπό την προσαρµογή και την ένταξη του πολιτογραφηµένου Έλληνα πολίτη στις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες που συντελούνται στη χώρα. 25 Ειδικοί Προβληµατισµοί Α) Η έννοια «έλληνες πολίτες» είναι σήµερα νοµικά αυτονόητο πως δεν αναφέρεται µόνο στους άνδρες. Στο Σύνταγµα του 1927 όµως δεν ίσχυε κατά ανάλογο. Το ΣτΕ (42/1929) υπό το Σύνταγµα του 27 είχε κρίνει ότι από την τότε νοµοθεσία προέκυπτε ο αποκλεισµός των γυναικών από τις θέσεις δικαστών. 24 Κανελλοπούλου Ν., Η κοµµατική δράση των δηµοσίων υπαλλήλων, σελ. 60-80 25 Τσάτσου ηµήτρης, Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, 1993, σελ. 430-444 21

Σήµερα κατά το άρθρο 4 παρ. 2 κατοχυρώνεται ρητά η ισότητα των φύλων. Η αρχή ότι όλες οι Ελληνίδες είναι δεκτές στις δηµόσιες θέσεις προκύπτει από τις 4 παρ. 2 και 4 παρ. 4 και επιδέχεται εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις φυσικά δεν αποτελούν παραβίαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, άλλα ολοκλήρωση αυτής της αρχής διότι πρόκειται για περιορισµούς που προκύπτουν αποκλειστικά από την φυσική αδυναµία της γυναίκας να επιτελέσει συγκεκριµένο έργο. Εύλογα λοιπόν ο Υπαλληλικός Κώδικας προβλέπει ότι οι γυναίκες µπορούν ν αναλάβουν βοηθητικές υπηρεσίες στις ένοπλες δυνάµεις, στη πυροσβεστική, στο λιµενικό κλπ. Είναι σαφές ότι το Σύνταγµα δεν επιτρέπει «ηθικολογικά», ιδεολογικά και ελαστικά κριτήρια διακρίσεως όπως είναι η έννοια των λειτουργηµάτων που είναι ασυµβίβαστα µε το φύλο και το προορισµό της γυναίκας. Β) Όπως αναφέρθηκε και στα προηγούµενα κεφάλαια η ιδιότητα του δηµόσιου υπαλλήλου έχει ως αποτέλεσµα τον περιορισµό των πολιτικών τους δικαιωµάτων. Ειδικότερα: α) Απαγορεύεται η εκδήλωση και δράση των δηµοσίων υπαλλήλων υπέρ πολιτικών κοµµάτων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. β) Περιορίζεται το παθητικό εκλογικό τους δικαίωµα γ) Στους περιορισµούς των πολιτικών δικαιωµάτων των δηµοσίων υπαλλήλων εντάσσεται συστηµατικά, το άρθρο 12 παρ. 4 που επιτρέπει στο νοµοθέτη να εισάγει περιορισµούς στο θεµελιώδες δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι. 22

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η στέρηση ενός πολιτικού δικαιώµατος βρίσκεται πάντα εντός Συνταγµατικών πλαισίων. Αυθαίρετες συµπεριφορές που πηγάζουν από την ιδιωτική πρωτοβουλία η εξολοκλήρου από τον κοινό νοµοθέτη δεν βρίσκουν χώρο στο σύγχρονο συνταγµατικό status. Οι αιτίες που αποτελούν, εν γένει τους κύριους λόγους στέρησης θα µπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: α) Η έλλειψη, η απώλεια ή η αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας β) Η εκτέλεση παρεπόµενων ποινών γ) Η µη συµπλήρωση των ετών της πολιτικής ενηλικότητας δ) Η ανάγκη διασφάλισης πολιτικής ουδετερότητας και αµεροληψίας της δηµόσιας διοίκησης και των ενόπλων δυνάµεων. Τα κριτήρια επιβολής των στερήσεων δεν είναι σε καµία περίπτωση ηθικολογικά και δεν θίγουν την αρχή της ισότητας, επιβάλλονται από το δηµόσιο συµφέρον και αποβλέπουν στην επίτευξη της εύρυθµης κρατικής λειτουργίας και στη δηµιουργία µιας ισορροπηµένης πολιτικής πραγµατικότητας. 23

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Έντυπη Ανδρουλάκης Νικόλαος, Ποινικό ίκαιο, 2000 Βενιζέλος Ευάγγελός, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου I, 1991 Βρέλλης Σπ., Ιδιωτικό ιεθνές ίκαιο, 2001 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα I, 2005 ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος Α, 2004 Κανελλοπούλου Ν., Η κοµµατική δράση των δηµοσίων υπαλλήλων, 1990 Μανιτάκης Αντώνης, Το Σύνταγµα του 2001 και τα δικαιώµατα του ανθρώπου, 2001 Μαυρίας Γ. Κώστας, Συνταγµατικό ίκαιο, 2004 Μαυρίας Γ. Κώστας Παντελής Μ. Αντώνη, Συνταγµατικά Κείµενα Ελληνικά και Ξένα, 1981 Σπηλιωτόπουλος Επαµεινώνδας, Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου II, 2002 Τσάτσος ηµήτρης, Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, 1993 Τσάτσος ηµήτρης, Συνταγµατικό ίκαιο Ι, α 1982. Ηλεκτρονική www.law.voa.gr/~adimitroq www.google.com www.greeklaws.gr www.lawnet.gr www.lib.voa.gr www.in.gr lawdb.intrasoftnet.com 24