*Zωα και φυτά της Κύπρου Σταύρος Οδυσσέως -Αντώνης Σταράτος Ε 1
* Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός - Ovis orientalis). Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών. Από αυτά προέκυψε το είδος ευρωπαϊκό αγρινό (Π. ο μούσμων - O. musimon ή Π. ο άμμων - O. ammon). Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδημικό είδος (δηλαδή συναντάται μόνο στην Κύπρο) το Κυπριακό Αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός ο οφίων - Ovis orientalis ophion). Ο αριθμός του Κυπριακού αγρινού απαριθμείται στις 3000. Εισήχθηκαν με επιτυχία σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ακόμη και σε βόρειες χώρες όπως τη Φινλανδία. *
* Πεύκο
* Νυχτοπάππαρος
* Κυκλάμινο
* http://tosxolikopareaki.blogspot.com/2013/03/blogpost_7.html#ixzz43wxt2slh ΚΑΡΕΤΑ ΚΑΡΕΤΑ
* Ιβηρική χερσόνησο βελανιδιάς Ευρώπη Αφρική φελλός Δρυς
* Λάρνακας Αλυκή Αλυκή Ακρωτηρίου ΦΛΑΜΙΝΓΚΟ
* Κρόκος της Κύπρου
ΖΩΑ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Ε 1
ΑΓΡΙΝΟ Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων [1]. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά.
ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ Οι Νυχτερίδες είναι θηλαστικά που σχηματίζουν την τάξη των Χειρόπτερων (Chiroptera). Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τάξη θηλαστικών (περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 είδη). Η νυχτερίδα δεν διαθέτει φτερά αλλά πετάει με τη βοήθεια των μπροστινών της άκρων (από εκεί και η ονομασία Χειρόπτερα), των οποίων τα δάκτυλα είναι μεταξύ τους ενωμένα με μεμβράνη. Σε αντίθεση με τα πουλιά, η νυχτερίδα δεν κουνά ολόκληρο το άκρο που χρησιμοποιεί για την πτήση, αλλά μόνο τα ενωμένα με μεμβράνη δάκτυλά της
ΓΥΠΑΣ Ο ΠΥΡΟΧΡΟΥΣ Το επιβλητικό πουλί που κάποτε δέσποζε στους ουρανούς του νησιού, με τη διάμετρο των φτερούγων του να φτάνει μέχρι και τα 2,5 μέτρα, πλέον συναντάται ελάχιστα έως και καθόλου. Μόνο σε κανένα κόμικ του Λούκι Λουκ μπορείς να το πετύχεις
ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΡΕΤΑ ΚΑΡΕΤΑ Η καρέτα καρέτα (Caretta caretta) ή χελώνα καρέτα () είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπό-καφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις ότου η χελώνα ενηλικιωθεί. Η πιο προφανής διαφορά είναι ότι τα ενήλικα αρσενικά έχουν πιο χοντρές ουρές και μικρότερο πλάστρο από τα θηλυκά.
ΝΕΡΟΦΙΔΟ Το νερόφιδο (natrix natrix) είναι ένα μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων (colubridae). Βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια. Το νερόφιδο έχει ευρεία κατανομή. Συναντάται σχεδόν σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ανατολικά, η εξάπλωσή του φτάνει ως τη Μογγολία ενώ νοτιο-ανατολικά ως το Ιράν. Συναντάται στη βόρεια Αφρική, στην Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο. Απουσιάζει από την Ιρλανδία.[1]
ΦΛΑΜΙΝΓΟ Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο.
ΠΕΥΚΟ Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο. Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια.
ΚΕΝΤΑΥΡΕΙΑ Η ΑΚΑΜΑΝΤΗΣ Πολύ σπάνιος ενδημικός ημίθαμνος με ημιόρθιους ή κρεμάμενους βλαστούς ύψους 40-70cm και οι οποίοι έχουν λευκο-γκριζωπό χρώμα λόγω της παρουσίας τριχώματος. Φύλλα επίσης λευκο-γκριζωπού χρώματος, κατ εναλλαγή, απλά, γραμμοειδή ή αντιλογχοειδή, χοντρά και με σχεδόν στρογγυλεμένες κορυφές. Άνθη σε μονήρη κεφάλια με ανθίδια πορφυρού χρώματος. Ανθίζει Μάιο-Νοέμβριο. Καρπός αχαίνιο(ξερός, αδιάρρηκτος, μονόσπερμος καρπός που συμφύεται πλήρως με το σπέρμα).
ΚΡΟΚΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ Ο κυπριακός κρόκος έχει σχεδόν άσπρο λουλούδι και τον συναντούμε σε τρία είδη: ο κύπριος, ο χαρματιανός και της Αφροδίτης. Ο κόκκινος στήμονας του κρόκου είναι εξαιρετικής ποιότητας μπαχαρικό και ο κίτρινος ύπερος σπουδαία χρωστική ύλη. Στήμονας και ύπερος έχουν εξαιρετική μυρωδιά. Οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν κάποτε τα υλικά αυτά για να χρωματίζουν και να αρωματίζουν τις φλαούνες
ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ To Κυκλάμινο είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρωπαϊκής υπαίθρου. Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη κυκλάμινου. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλαμίνου ανθίζουν την Άνοιξη και κάποια άλλα Φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων
ΤΟΥΛΙΠΑ Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας. Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες.
ΔΡΥΣ Η δρύς η φελλοφόρος (επιστημονική ονομασία Quercus suber) είναι ένας είδος μεσαίου μεγέθους, αειθαλούς βελανιδιάς. Απαντάται στη φύση στη νοτιοδυτική Ευρώπη, ιδίως στην Ιβηρική χερσόνησο, και τη βορειοδυτική Αφρική. Ο εξωτερικός φλοιός του είδους αυτού είναι γνωστός ως φελλός και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πωμάτων καθώς και σε άλλες βιομηχανικές και όχι μόνο εφαρμογές.
ΠΛΑΤΑΝΟΣ Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών. Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.
ΖΩΑ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΓΡΙΝΟ Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων [1]. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά. Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός - Ovis orientalis). Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών. Από αυτά προέκυψε το είδος ευρωπαϊκό αγρινό (Π. ο μούσμων - O. musimon ή Π. ο άμμων - O. ammon). Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδημικό είδος (δηλαδή συναντάται μόνο στην Κύπρο) το Κυπριακό Αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός ο οφίων - Ovis orientalis ophion). Ο αριθμός του Κυπριακού αγρινού απαριθμείται στις 3000. Εισήχθηκαν με επιτυχία σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ακόμη και σε βόρειες χώρες όπως τη Φινλανδία
ΝΥΧΤΟΠΑΠΠΑΡΟΣ(ΝΥΧΤΕΡΥΔΑ) Οι Νυχτερίδες είναι θηλαστικά που σχηματίζουν την τάξη των Χειρόπτερων (Chiroptera). Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τάξη θηλαστικών (περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 είδη). Η νυχτερίδα δεν διαθέτει φτερά αλλά πετάει με τη βοήθεια των μπροστινών της άκρων (από εκεί και η ονομασία Χειρόπτερα), των οποίων τα δάκτυλα είναι μεταξύ τους ενωμένα με μεμβράνη. Σε αντίθεση με τα πουλιά, η νυχτερίδα δεν κουνά ολόκληρο το άκρο που χρησιμοποιεί για την πτήση, αλλά μόνο τα ενωμένα με μεμβράνη δάκτυλά της. Το κεφάλι και το σώμα της νυχτερίδας μοιάζουν φαινομενικά με του ποντικιού, όμως οι νυχτερίδες δεν έχουν καμία συγγένεια με τα τρωκτικά. Τα περισσότερα είδη νυχτερίδας έχουν ως τόπο διαμονής σπήλαια από τα οποία βγαίνουν τη νύχτα, καθώς είναι νυχτόβιες, για να τραφούν. Προκειμένου να προσανατολιστούν οι νυχτερίδες χρησιμοποιούν τον ηχοεντοπισμό. Εκπέμπουν, δηλαδή, ήχους σε υψηλή συχνότητα και στη συνέχεια χρησιμοποιούν την ηχώ που παράγεται από την αντανάκλαση των ηχητικών κυμάτων πάνω σε επιφάνειες και άλλα ζώα προκειμένου να αποφύγουν εμπόδια και να εντοπίσουν τη λεία τους. Στους φυσικούς εχθρούς των νυχτερίδων περιλαμβάνονται ορισμένα αρπακτικά πτηνά όπως η κουκουβάγια και το γεράκι, θηλαστικά όπως η γάτα και το κουνάβι και ορισμένα είδη φιδιών. Στην ταξινόμησή τους, παραδοσιακά, η τάξη των Χειρόπτερων χωρίζεται σε δύο υποτάξεις, τα Μεγαχειρόπτερα (Megachiroptera) και τα Μικροχειρόπτερα (Microchiroptera). Μια άλλη υποδιαίρεση των νυχτερίδων μπορεί να είναι ανάλογα με τη διατροφή τους, καθώς υπάρχουν σαρκοφάγες αλλά και νυχτερίδες που τρέφονται με φρούτα.
ΓΥΠΑΣ Το επιβλητικό πουλί που κάποτε δέσποζε στους ουρανούς του νησιού, με τη διάμετρο των φτερούγων του να φτάνει μέχρι και τα 2,5 μέτρα, πλέον συναντάται ελάχιστα έως και καθόλου. Μόνο σε κανένα κόμικ του Λούκι Λουκ μπορείς να το πετύχεις. Κάνοντας την καθιερωμένη σου εκδρομή στην κυπριακή ύπαιθρο, κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και περίμενε λίγο μέχρι να τον δεις. Περίμενε λίγο ακόμα Όχι; Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν περάσει η ώρα, μάλλον δεν θα καταφέρεις να δεις κανένα γύπα. Αυτό γιατί δυστυχώς στο νησί μας σήμερα έχουν απομείνει λιγότεροι από δέκα γύπες. Πιο εύκολο είναι να κάνεις ένα Google search ή να ανοίξεις κανένα κόμικ του Λούκι Λουκ αν θες όντως να δεις του γύπες! Μερικές δεκαετίες πριν, ο γύπας δέσποζε στους ουρανούς της Κύπρου. Ουσιαστικά, πρόκειται για το μεγαλύτερο πουλί στο νησί με άνοιγμα φτερούγων μέχρι και 2,5 μέτρα. Είναι πτωματοφάγο, τρέφεται, δηλαδή, με νεκρά ζώα που συναντά στη φύση. Οι σύγχρονες πρακτικές υγιεινής, όμως, που απαιτούν τα οικόσιτα ψοφίμια να καίγονται ή να θάβονται, έχουν μειώσει αισθητά τη διαθέσιμη τροφή για τους γύπες. Μια επιπλέον παράμετρος που ήρθε σαν κερασάκι στην τούρτα για να μειώσει ακόμα περισσότερο τον πληθυσμό, αφορά στα δηλητήρια που τοποθετούνται ανεξέλεγκτα στην ύπαιθρο.
ΦΛΑΜΙΝΓΚΟ Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο. Στην εφημερίδα επίσης παρουσιάζεται η μαρτυρία ότι το Δεκέμβριο 2013 στην Αλυκή Λάρνακας μετρήθηκαν το Δεκέμβριο μόνο έξι φλαμίνγκο. Κείμενο στην εφημερίδα Πολίτης, 5 Ιανουαρίου 2013, με τίτλο Η μαγεία της φύσης, που γράφει ο Χριστόφορος Νέστορος, αναφέρεται στα φλαμίνγκο στην Αλυκή Ακρωτηρίου. Στο κείμενο υπάρχει μαρτυρία από το Ταμείο Θήρας ότι το Δεκέμβριο 2013 μετρήθηκαν 14 χιλιάδες φλαμίνγκο. Επίσης υπάρχει και η πληροφορία ότι στην Αλυκή Λάρνακας διαχείμασαν το Δεκέμβριο μόλις χίλια φλαμίνγκο. Επίσης έχει εντοπιστεί στην Κύπρο ένα μαύρο φλαμίνγκο που είναι εξαιρετικά σπάνιο. Αυτό το σπάνιο πλάσμα είναι μοναδικό στον κόσμο. Προφανώς αυτό το φαινόμενο οφείλετε σε μια σπάνια περίπτωση μελανισμού, μια πάθηση που οδηγεί σε υπερβολική παραγωγή της χρωστικής μελανίνης. [1] Είδη
ΝΕΡΟΦΙΔΟ Το νερόφιδο (natrix natrix) είναι ένα μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων (colubridae). Βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια.
ΦΥΤΑ
ΠΕΥΚΟ Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο. Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια. Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί και θηλυκοί κώνοι. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά με την ονομασία κουκουνάρια. Τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα κι εγκαθίστανται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον για τα επερχόμενα είδη. Π.χ. στην περιοχή της Αττικής τα πευκοδάση διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη φυσική εξέλιξη του οικοσυστήματος που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυς (βελανιδιές). Είναι είδη που αγαπούν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη.
ΚΕΝΤΑΥΡΙΑ Οι κενταύριες είναι φυτά ανθεκτικά στο χειμώνα, ποώδη, πολυετή και ετήσια, τα οποία είναι ενδημικά σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της βόρειας Αμερικής και πολλών άλλων περιοχών. Μερικά από τα ποώδη είδη σχηματίζουν πολύ όμορφες μπορντούρες. Οι κενταύριες ανήκουν στην οικογένεια της μαργαρίτας.
ΚΡΟΚΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ Ο κρόκος είναι γνωστός και ως «σαφράν». Όπως βλέπετε και στην πιο πάνω φωτογραφία είναι ένα άγριο κρινάκι που ανθίζει τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο. Έχει ύψος μέχρι 6 εκατοστά πάνω από τη γη και το λουλούδι του, που έχει άνοιγμα μέχρι 3 εκατοστά, είναι μοβ μέχρι σχεδόν άσπρο. Ο στήμονάς του είναι κόκκινος και ο ύπερός του κίτρινος. Ο κυπριακός κρόκος έχει σχεδόν άσπρο λουλούδι και τον συναντούμε σε τρία είδη: ο κύπριος, ο χαρματιανός και της Αφροδίτης.
ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ To Κυκλάμινο είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρωπαϊκής υπαίθρου. Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη κυκλάμινου. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλαμίνου ανθίζουν την Άνοιξη και κάποια άλλα Φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων. Το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα είναι το Κυκλάμινο το Γραικό. Το συγκεκριμένο κυκλάμινο ανθίζει την φθινοπωρινή περίοδο και έχει πυκνά μωβ άνθη. Αναπτύσσεται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και είναι ιδιαίτερα διεσπαρμένο σε χέρσες περιοχές. Το επίσης συνηθισμένο κυκλάμινο το Κυκλάμινο το Κισσόφυλλο αναπτύσσεται σε μεγαλύτερα υψόμετρα από το προηγούμενο και η περίοδος ανθοφορίας του είναι επίσης το Φθινόπωρο. Η διαφορά του με το Κυκλάμινο το Γραικό είναι ότι τα φύλλα του δεν είναι καρδιοειδή αλλά σχηματίζουν ελαφριές γωνίες.
ΤΟΥΛΙΠΑ Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100
ΔΡΥΣ Η βελανιδιά ή βαλανιδιά (επιστ. Δρυς, Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης [1]. Είναι το κατ εξοχήν δένδρο των Δρυμών. Φύλλα και βελανίδια (Quercus robur) Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. Ο καρπός της βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.
ΠΛΑΤΑΝΟΣ Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΛΟΣ
ΖΩΑ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΟΥΝΝΑΣ Ε1
ΑΓΡΙΝΟ Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων[1]. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά. Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός - Ovis orientalis). Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών.
ΝΕΡΟΦΙΔΟ Το νερόφιδο (natrix natrix) είναι ένα μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων (colubridae). Βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια. Το νερόφιδο έχει ευρεία κατανομή. Συναντάται σχεδόν σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ανατολικά, η εξάπλωσή του φτάνει ως τη Μογγολία ενώ νοτιο-ανατολικά ως το Ιράν. Συναντάται στη βόρεια Αφρική, στην Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο. Απουσιάζει από την Ιρλανδία.[1]
ΠΕΥΚΟ Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο. Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια.
ΝΥΧΤΟΠΑΠΠΑΡΟΣ Οι Νυχτερίδες είναι θηλαστικά που σχηματίζουν την τάξη των Χειρόπτερων (Chiroptera). Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τάξη θηλαστικών (περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 είδη). Η νυχτερίδα δεν διαθέτει φτερά αλλά πετάει με τη βοήθεια των μπροστινών της άκρων (από εκεί και η ονομασία Χειρόπτερα), των οποίων τα δάκτυλα είναι μεταξύ τους ενωμένα με μεμβράνη. Σε αντίθεση με τα πουλιά, η νυχτερίδα δεν κουνά ολόκληρο το άκρο που χρησιμοποιεί για την πτήση, αλλά μόνο τα ενωμένα με μεμβράνη δάκτυλά της.
ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ To Κυκλάμινο είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρωπαϊκής υπαίθρου. Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη κυκλάμινου. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλαμίνου ανθίζουν την Άνοιξη και κάποια άλλα Φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων. Το πιο κοινό είδος κυκλάμινου στην Ελλάδα είναι το Κυκλάμινο το Γραικό. Το συγκεκριμένο κυκλάμινο ανθίζει την φθινοπωρινή περίοδο και έχει πυκνά μωβ άνθη.
ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΡΕΤΑ ΚΑΡΕΤΑ Η καρέτα καρέτα (Caretta caretta) ή χελώνα καρέτα () είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπόκαφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις ότου η χελώνα ενηλικιωθεί.
ΤΟΥΛΙΠΑ Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας. Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες. Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.
ΦΛΑΜΙΓΚΟ Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο.
ΚΡΟΚΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ Το φυτό του κρόκου αποτελεί φυσική μετάλλαξη που συνέβη πριν από πολλά χρόνια σε περιοχές της Περσίας και της λεκάνης της Μεσογείου. Ανήκει στην κατηγορία των τριπλοειδών φυτών, πράγμα που σημαίνει ότι είναι στείρο και δεν μπορεί να αναπαραχθεί εγγενώς. Δεν παράγει σπόρους. Ο μόνος τρόπος για την αναπαραγωγή του είναι μέσω της διάσπασης και σποράς των βολβών του. Η διαδικασία αναπαραγωγής του είναι περίπου ίδια με αυτής του σκόρδου. Ο ένας βολβός παράγει νέους βολβούς και αυτοί μπορούν να δώσουν νέα φυτά όταν φυτευθούν.
Αντρέας Στυλιανού
Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά. Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό. Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών. Από αυτά προέκυψε το είδος ευρωπαϊκό αγρινό (Π. ο μούσμων - O. Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδημικό είδος (δηλαδή συναντάται μόνο στην Κύπρο) το Κυπριακό Αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός ο οφίων - Ovis or). Ο αριθμός του Κυπριακού αγρινού απαριθμείται στις 3000
Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο. Στην εφημερίδα επίσης παρουσιάζεται η μαρτυρία ότι το Δεκέμβριο 2013 στην Αλυκή Λάρνακας μετρήθηκαν το Δεκέμβριο μόνο έξι φλαμίνγκο
Η Κύπρος είναι σήμερα η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που φιλοξενεί νυχτοπάππαρους την παρουσία των οποίων απειλούν ανθρωπογενείς διαταράξεις. Σήμερα ο αριθμός τους έχει μειωθεί στις 800 στην Κύπρο: "Ο λόγος είναι η μείωση των καλλιεργειών γιατί τρέφεται αποκλειστικά με φρούτα. Η καταστροφή διαφόρων χώρων σπηλιών που υπάρχουν αποικίες. Επίσης ο άνθρωπος καταπολέμησε πάρα πολύ τον νυχτοπάππαρο
Η καρέτα καρέτα (Caretta caretta) ή χελώνα καρέτα είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπό-καφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις ότου η χελώνα ενηλικιωθεί. Η πιο προφανής διαφορά είναι ότι τα ενήλικα αρσενικά έχουν πιο χοντρές ουρές και μικρότερο πλάστρο από τα θηλυκά
Βιργινία Κούσπαρου
Το αγρινό ζει στα βουνά. Τα αρσενικά έχουν μεγάλα κέρατα. Το χρώμα τους είναι καφέ ή κόκκινο. Μπορούν να σκαρφαλώνουν πάνω στα ψηλά βουνά. Είναι το εθνικό μας ζώο. Είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό μας ζώο.
Ανήκουν στα θηλαστικά και όχι στα πουλιά Είναι τα μοναδικά θηλαστικά που έχουν την ικανότητα να πετούν Γεννούν νεογνά και όχι αυγά τα οποία θηλάζουν Ζευγαρώνουν μεταξύ φθινοπώρου και χειμώνα Έχουν καλή όραση αλλά η πιο αναπτυγμένη τους αίσθηση είναι η ακοή Ζουν σε όλους τους τύπους βιοτόπων Φωλιάζουν σε σπηλιές, κουφάλες δέντρων και παλιά κτήρια Δραστηριοποιούνται μόνο τη νύχτα, τη μέρα ξεκουράζονται στα καταφύγια τους κρεμασμένα ανάποδα Η χρονική διάρκεια της ζωής τους μπορεί να φθάσει τα 30 χρόνια
το μεγαλύτερο πουλί στο νησί με άνοιγμα φτερούγων μέχρι και 2,5 μέτρα. Είναι πτωματοφάγο, τρέφεται, δηλαδή με νεκρά ζώα που συναντά στη φύση. Η Κρήτη αποφάσισε να φέρει 20-30 γύπες στην Κύπρο. 2,5m
Τα νερόφιδα είναι υπό εξαφάνισης. Ζούνε σε λίμνες βάθους 700μ Το χρώμα τους είναι καφέ και κίτρινο Δεν είναι δηλητηριώδης
Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται κώνοι. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά με την ονομασία κουκουνάρια. Ζουν παρά πολλά χρονιά.
ο Κρόκος ο κύπριος φυτρώνει στον Μαχαιρά. Είναι ροζ και το ύψος του φτάνει στα 6cm.
Έχει ύψος 40-60 cm To χρώμα του είναι γκριζοπράσινο.
Μιχαηλίνα Κούσπαρου
Το Αγρινό είναι είδος άγριου προβάτου. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά. Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου. Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδημικό είδος μόνο στην Κύπρο. Ο αριθμός του Κυπριακού αγρινού απαριθμείται στις 3000.
Οι Νυχτερίδες είναι θηλαστικά. Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τάξη θηλαστικών (περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 είδη). Η νυχτερίδα δεν διαθέτει φτερά αλλά πετάει με τη βοήθεια των μπροστινών της άκρων, των οποίων τα δάκτυλα είναι μεταξύ τους ενωμένα με μεμβράνη. Σε αντίθεση με τα πουλιά, η νυχτερίδα δεν κουνά ολόκληρο το άκρο που χρησιμοποιεί για την πτήση, αλλά μόνο τα ενωμένα με μεμβράνη δάκτυλά της. Το κεφάλι και το σώμα της νυχτερίδας μοιάζουν φαινομενικά με του ποντικιού, όμως οι νυχτερίδες δεν έχουν καμία συγγένεια με τα τρωκτικά. Τα περισσότερα είδη νυχτερίδας έχουν ως τόπο διαμονής σπήλαια από τα οποία βγαίνουν τη νύχτα, καθώς είναι νυχτόβιες, για να τραφούν. Προκειμένου να προσανατολιστούν οι νυχτερίδες χρησιμοποιούν τον ηχοεντοπισμό. Εκπέμπουν, δηλαδή, ήχους σε υψηλή συχνότητα και στη συνέχεια χρησιμοποιούν την ηχώ που παράγεται από την αντανάκλαση των ηχητικών κυμάτων πάνω σε επιφάνειες και άλλα ζώα προκειμένου να αποφύγουν εμπόδια και να εντοπίσουν τη λεία τους. Στους φυσικούς εχθρούς των νυχτερίδων περιλαμβάνονται ορισμένα αρπακτικά πτηνά όπως η κουκουβάγια και το γεράκι, θηλαστικά όπως η γάτα και το κουνάβι και ορισμένα είδη φιδιών. Μια άλλη υποδιαίρεση των νυχτερίδων μπορεί να είναι ανάλογα με τη διατροφή τους, καθώς υπάρχουν σαρκοφάγες αλλά και νυχτερίδες που τρέφονται με φρούτα.
Όρνιο, είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Gyps fulvus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.
Η χελώνα καρέτα είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπό-καφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις όπου η χελώνα ενηλικιωθεί. Η πιο προφανής διαφορά είναι ότι τα ενήλικα αρσενικά έχουν πιο χοντρές ουρές και μικρότερο πλάστρο από τα θηλυκά. Η Caretta caretta είναι παμφάγο ζώο και τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα του βυθού. Τα μεγάλα και ισχυρά σαγόνια της χρησιμεύουν ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να κομματιάσει το θήραμά του. Τα μικρά έχουν πολυάριθμους εχθρούς: τα αυγά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε χερσαίους θηρευτές. Μόλις οι χελώνες ενηλικιωθούν, το μεγάλο μέγεθός τους έχει ως αποτέλεσμα μόνο μεγάλα θαλάσσια ζώα, όπως οι καρχαρίες, να τις κυνηγούν. Οι χελώνες Caretta caretta θεωρούνται είδος υπό εξαφάνιση και προστατεύονται από τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης. Ο παρατημένος αλιευτικός εξοπλισμός είναι υπεύθυνος για πολλούς θανάτους χελωνών. Οι χελώνες μπορούν επίσης να πάθουν ασφυξία εάν είναι παγιδευμένες σε αλιευτικές τράτες.
Στη Λίμνη Παραλιμνίου ενδημεί το σπανιότατο είδος κυπριακού νερόφιδου. Πρόκειται για ένα είδος που απειλείται με εξαφάνιση. Η αποξήρανση της λίμνης, τα τοξικά απόβλητα που πετιούνται στο κανάλι, η συρρίκνωση της βιοποικιλότητας, η μείωση της πανίδας και της ορνιθοπανίδας της λίμνης, όλα αυτά ήταν και είναι ανασταλτικός παράγοντας για την αποικία των νερόφιδων της Λίμνης Παραλιμνίου. Παρόλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει και σήμερα ένας μεγάλος αριθμός, ο μεγαλύτερος στην Κύπρο εντοπίζεται στην λίμνη. Αυτό οφείλεται στις ικανότητες που έχουν τα φίδια και γενικότερα τα ζώα να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και να επιβιώνουν. Σίγουρα το νερόφιδο αυτό παλεύοντας με την πείνα και το θάνατο εξελίχθηκε σε ένα καινούριο είδος ανώτερο από το προηγούμενο και κατάφερε να επιβιώσει. Το νερόφιδο εντοπίστηκε στο νησί μας το 1787. Πρόκειται για υποείδος (υβρίδιο) και αυτό οφείλεται ίσως στην απομόνωση του στο νησί. Χαρακτηριστικά: Έχει μήκος περίπου ένα μέτρο. Τα θηλυκά νερόφιδα γίνονται μεγαλύτερα. Το συναντάμε σε τρεις χρωματισμούς: Το γκριζοπράσινο που είναι το πιο συνηθισμένο το μαυριδερό. Αναπαράγεται τον Μάιο μέχρι το Σεπτέμβρη και γεννάει 4 μέχρι 10 αυγά. Τρέφεται με βατράχια, φρύνους, σαύρες και ψάρια. Καταπίνει το φαγητό του εξαρθρώνοντας την κάτω σιαγόνα του. Κινδυνεύει από τους ανθρώπους που το σκοτώνουν από άγνοια επειδή το φοβούνται. Απολιθώματα του κυπριακού νερόφιδου είναι στο Αετόκρεμμο της Λεμεσού (ηλικίας 10.000 χρόνων).
Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο. Στην εφημερίδα επίσης παρουσιάζεται η μαρτυρία ότι το Δεκέμβριο 2013 στην Αλυκή Λάρνακας μετρήθηκαν το Δεκέμβριο μόνο έξι φλαμίνγκο. Κείμενο στην εφημερίδα Πολίτης, 5 Ιανουαρίου 2013, με τίτλο Η μαγεία της φύσης, που γράφει ο Χριστόφορος Νέστορος, αναφέρεται στα φλαμίνγκο στην Αλυκή Ακρωτηρίου. Στο κείμενο υπάρχει μαρτυρία από το Ταμείο Θήρας ότι το Δεκέμβριο 2013 μετρήθηκαν 14 χιλιάδες φλαμίνγκο. Επίσης υπάρχει και η πληροφορία ότι στην Αλυκή Λάρνακας διαχείμασαν το Δεκέμβριο μόλις χίλια φλαμίνγκο. Επίσης έχει εντοπιστεί στην Κύπρο ένα μαύρο φλαμίνγκο που είναι εξαιρετικά σπάνιο. Αυτό το σπάνιο πλάσμα είναι μοναδικό στον κόσμο. Προφανώς αυτό το φαινόμενο οφείλετε σε μια σπάνια περίπτωση μελανισμού, μια πάθηση που οδηγεί σε υπερβολική παραγωγή της χρωστικής μελανίνης.
Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών. Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο. Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια. Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί και θηλυκοί κώνοι. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά με την ονομασία κουκουνάρια.
Οι κενταύριες είναι φυτά ανθεκτικά στο χειμώνα, ποώδη, πολυετή και ετήσια, τα οποία είναι ενδημικά σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της βόρειας Αμερικής και πολλών άλλων περιοχών. Μερικά από τα ποώδη είδη σχηματίζουν πολλή όμορφες μπορντούρες. Οι κενταύριες ανήκουν στην οικογένεια της μαργαρίτας. Υπάρχουν περίπου 500 είδη κενταύριας σε όλο τον κόσμο με γνωστότερο το είδος. Τα είδη της ελληνικής χλωρίδας είναι 71, φθάνει σε ύψος από 0,30 μ. μέχρι 0,50 μ. Αυτό το φυτό σχηματίζει μπλε, ροζ ή άσπρα άνθη που μπορεί να είναι μονά ή διπλά.
Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών. Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη. Στην Ευρώπη είναι γνωστά με το όνομα πλάτανος, ενώ στη Βόρεια Αμερική με το όνομα συκομουριά.
Ζώα και Φυτά της Κύπρου Ελένη Πατσαλίδου
Αγρινό Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων[1]. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά. Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός - Ovis orientalis). Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών. Από αυτά προέκυψε το είδος ευρωπαϊκό αγρινό (Π. ο μούσμων - O. musimon ή Π. ο άμμων - O. ammon). Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδημικό είδος (δηλαδή συναντάται μόνο στην Κύπρο) το Κυπριακό Αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός ο οφίων - Ovis orientalis ophion). Ο αριθμός του Κυπριακού αγρινού απαριθμείται στις 3000. Εισήχθηκαν με επιτυχία σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία, τη Σλοβακία,Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ακόμη και σε βόρειες χώρες όπως τη Φινλανδία. Δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους ειδικούς για την επιστημονική ταξινόμηση του αγρινoύ,ωστόσο το ευρωπαϊκό αγρινό μπορεί να θεωρηθεί ως Πρόβατον ο μούσμων (Ovis musimon) ή Πρόβατον ο άμμων ο μούσμων (Ovis ammon musimon).
Νερόφιδο Το νερόφιδο (natrix natrix) είναι ένα μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων (colubridae). Βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια.
Careta Careta Η καρέτα καρέτα (Caretta caretta) ή χελώνα καρέτα () είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπό-καφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις ότου η χελώνα ενηλικιωθεί. Η πιο προφανής διαφορά είναι ότι τα ενήλικα αρσενικά έχουν πιο χοντρές ουρές και μικρότερο πλάστρο από τα θηλυκά. Η Caretta caretta απαντά στον Ατλαντικό, τον Ειρηνικό και τον Ινδικό Ωκεανό, καθώς επίσης και τη Μεσόγειο Θάλασσα. Περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε θαλασσινό νερό και εκβολές, με τα θηλυκά να βγαίνουν για λίγο στην ξηρά για να γεννήσουν τα αυγά. Η Caretta caretta έχει χαμηλό ρυθμό αναπαραγωγής τους: τα θηλυκά γεννούν κατά μέσο όρο τέσσερις ομάδες αυγών και στη συνέχεια να γίνονται ανενεργές και δεν μπορούν να ξανά ωοτοκήσουν για τα δύο έως τρία έτη.
Φλαμίνκγο Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο. Στην εφημερίδα επίσης παρουσιάζεται η μαρτυρία ότι το Δεκέμβριο 2013 στην Αλυκή Λάρνακας μετρήθηκαν το Δεκέμβριο μόνο έξι φλαμίνγκο. Κείμενο στην εφημερίδα Πολίτης, 5 Ιανουαρίου 2013, με τίτλο Η μαγεία της φύσης, που γράφει ο Χριστόφορος Νέστορος, αναφέρεται στα φλαμίνγκο στην Αλυκή Ακρωτηρίου. Στο κείμενο υπάρχει μαρτυρία από το Ταμείο Θήρας ότι το Δεκέμβριο 2013 μετρήθηκαν 14 χιλιάδες φλαμίνγκο. Επίσης υπάρχει και η πληροφορία ότι στην Αλυκή Λάρνακας διαχείμασαν το Δεκέμβριο μόλις χίλια φλαμίνγκο. Επίσης έχει εντοπιστεί στην Κύπρο ένα μαύρο φλαμίνγκο που είναι εξαιρετικά σπάνιο. Αυτό το σπάνιο πλάσμα είναι μοναδικό στον κόσμο. Προφανώς αυτό το φαινόμενο οφείλετε σε μια σπάνια περίπτωση μελανισμού, μια πάθηση που οδηγεί σε υπερβολική παραγωγή της χρωστικής μελανίνης. [
ΦΥΤΑ ΤΙΣ ΚΥΠΡΟΥ
Κρόκος Ο κρόκος είναι γνωστός και ως «σαφράν». Όπως βλέπετε και στην πιο πάνω φωτογραφία είναι ένα άγριο κρινάκι που ανθίζει τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο. Έχει ύψος μέχρι 6 εκατοστά πάνω από τη γη και το λουλούδι του, που έχει άνοιγμα μέχρι 3 εκατοστά, είναι μοβ μέχρι σχεδόν άσπρο. Ο στήμονάς του είναι κόκκινος και ο ύπερός του κίτρινος. Ο κυπριακός κρόκος έχει σχεδόν άσπρο λουλούδι και τον συναντούμε σε τρία είδη: ο κύπριος, ο χαρματιανός και της Αφροδίτης. Ο κόκκινος στήμονας του κρόκου είναι εξαιρετικής ποιότητας μπαχαρικό και ο κίτρινος ύπερος σπουδαία χρωστική ύλη. Στήμονας και ύπερος έχουν εξαιρετική μυρωδιά. Οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν κάποτε τα υλικά αυτά για να χρωματίζουν και αρωματίζουν τις φλαούνες Ιστορία Στην αρχαιότητα οι κύπριοι μυρεψοί (αρωματοποιοί) θεωρούνταν μάστορες στο είδος τους και ήταν περιζήτητοι στα ξένα βασίλεια. Οι μυρεψοί αυτοί έφτιαχναν από τον κρόκο ένα σπουδαίο άρωμα τον «κρόκο των Σόλων». Αυτό αναφέρει ο Απολλώνιος Μυς στην πραγματεία του «Περί Οσμών». Ο Κρόκος είναι ένα από τα «εξήντα εύοσμα είδη» που χρησιμοποιούνται από τους μυρεψούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την κατασκευή του Αγίου Μύρου. Στον κρόκο οφείλει το μύρο αυτό το κίτρινο χρώμα του. Ο κρόκος ή σαφράν κατάγεται από τη Μεσοποταμία. Η λέξη σαφράν είναι Περσική. Λόγω των εξαιρετικών του ιδιοτήτων διαδόθηκε στην αρχαιότητα από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα. Οι Σταυροφόροι μετέφεραν βολβούς του κρόκου στην Ευρώπη, όπου άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά. Χρησιμοποιείται για να χρωματίζει και αρωματίζει διάφορα εκλεκτά φαγητά.
Πεύκος Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο. Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια. Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί και θηλυκοί κώνοι. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά με την ονομασία κουκουνάρια. Τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα κι εγκαθίστανται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον για τα επερχόμενα είδη. Π.χ. στην περιοχή της Αττικής τα πευκοδάση διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη φυσική εξέλιξη του οικοσυστήματος που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυς (βελανιδιές). Είναι είδη που αγαπούν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη.
Τουλίπα Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας. Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες. Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.
Πλάτανος Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών. Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη. Στην Ευρώπη είναι γνωστά με το όνομα πλάτανος, ενώ στη Βόρεια Αμερική με το όνομα συκομουριά. (Εκτός Βόρειας Αμερικής το όνομα "συκομουριά" αναφέρεται είτε στο είδος φίκου (Ficus sycomorus) ή στο είδος Great ή Sycamore Maple (Acer pseudoplatanus).
ΑΓΡΙΝΟ Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων[1]. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά. Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός - Ovis orientalis). Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών.
ΠΕΥΚΟ Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο.
ΝΥΧΤΟΠΑΠΠΑΡΟΣ Sos για τα 19 είδη νυχτερίδων που ζουν στην Κύπρο και κυρίως για τον νυχτοππάππαρο ή φρουτονυχτερίδα, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο είδος νυχτερίδας που υπάρχει στον τόπο, εξέπεμψε μιλώντας στον ΑΝΤΕΝΝΑ ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας Φυσικής Κληρονομιάς και Βιοποικιλότητας Γιώργος Κωνσταντίνου. Όπως εξήγησε, η Κύπρος είναι σήμερα η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που φιλοξενεί νυχτοπάππαρους την παρουσία των οποίων απειλούν ανθρωπογενείς διαταράξεις. Όπως ανέφερε, σήμερα ο αριθμός τους έχει μειωθεί στις 800 στην Κύπρο: "Ο λόγος είναι η μείωση των καλλιεργειών γιατί τρέφεται αποκλειστικά με φρούτα. Η καταστροφή διαφόρων χώρων σπηλιών που υπάρχουν αποικίες. Επίσης ο άνθρωπος καταπολέμησε πάρα πολύ τον νυχτοπάππαρο". Ο κ, Κωνσταντίνου ανέφερε πως οι πολίτες στην Κύπρο αδικαιολόγητα φοβούνται τις νυκτερίδες:
ΠΛΑΤΑΝΟς Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών. Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.
ΝΕΡΟΦΙΔΟ Το νερόφιδο έχει ευρεία κατανομή. Συναντάται σχεδόν σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ανατολικά, η εξάπλωσή του φτάνει ως τη Μογγολία ενώ νοτιο-ανατολικά ως το Ιράν. Συναντάται στη βόρεια Αφρική, στην Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο. Απουσιάζει από την Ιρλανδία.[1]
ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ To Κυκλάμινο είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρωπαϊκής υπαίθρου. Στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη κυκλάμινου. Είναι πολυετές φυτό με μωβ άνθη ή σπανιότερα λευκά και χαρακτηριστικά καρδιοειδή φύλλα με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Κάποια είδη κυκλαμίνου ανθίζουν την Άνοιξη και κάποια άλλα Φθινόπωρο. Φύονται από παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι και σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων.
ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΡΕΤΑ ΚΑΡΕΤΑ Η καρέτα καρέτα (Caretta caretta) ή χελώνα καρέτα () είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπό-καφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις ότου η χελώνα ενηλικιωθεί. Η πιο προφανής διαφορά είναι ότι τα ενήλικα αρσενικά έχουν πιο χοντρές ουρές και μικρότερο πλάστρο από τα θηλυκά.
ΤΟΥΛΙΠΑ Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας. Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες. Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.
ΦΛΑΜΙΝΓΟ Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο. Στην εφημερίδα επίσης παρουσιάζεται η μαρτυρία ότι το Δεκέμβριο 2013 στην Αλυκή Λάρνακας μετρήθηκαν το Δεκέμβριο μόνο έξι φλαμίνγκο. Κείμενο στην εφημερίδα Πολίτης, 5 Ιανουαρίου 2013, με τίτλο Η μαγεία της φύσης, που γράφει ο Χριστόφορος Νέστορος, αναφέρεται στα φλαμίνγκο στην Αλυκή Ακρωτηρίου.
Αυτά ήταν τα Ζώα και φυτά της Kύπρου Οβίτιου Σουπτιρέλ Ε 1
ΤΑ ΖΏΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΥ Τ Ά ΤΗΣ ΚΎΠΡΟΥ Μηνάς Φαουζί
ΤΟ ΑΓΡΙΝΟ Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων[1]. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά.
Οι νυχτοπάππαροι είναι θηλαστικά που σχηματίζουν την τάξη των Χειρόπτερων (Chiroptera). Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τάξη θηλαστικών (περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 είδη). Ο νυχτοπάππαρος δεν διαθέτει φτερά αλλά πετάει με τη βοήθεια των μπροστινών της άκρων (από εκεί και η ονομασία Χειρόπτερα), των οποίων τα δάκτυλα είναι μεταξύ τους ενωμένα με μεμβράνη. Σε αντίθεση με τα πουλιά, η νυχτερίδα δεν κουνά ολόκληρο το άκρο που χρησιμοποιεί για την πτήση, αλλά μόνο τα ενωμένα με μεμβράνη δάκτυλά της.
ΠΛΆΤΑΝΟς Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών. Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.
ΤΟΥΛΊΠΑ Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae). Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας. Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες. Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά το 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.
ΚΑΡΈΤΑ ΚΑΡΈΤΑ Η καρέτα καρέτα (Caretta caretta) ή χελώνα καρέτα () είναι είδος θαλάσσιας χελώνας με παγκόσμια κατανομή. Ανήκει στην οικογένεια των χελωνοειδών. Οι χελώνες κατά μέσο όρο έχουν μήκος 90 cm όταν αναπτυχθούν πλήρως, αν και έχουν ανακαλυφθεί μεγαλύτερα δείγματα έως 280 cm. Η ενήλικη χελώνα ζυγίζει περίπου 135 kg, με τα μεγαλύτερα δείγματα να ζυγίζουν περισσότερο από 450 kg. Το χρώμα του δέρματος κυμαίνεται από κίτρινο έως καστανό και το κέλυφος είναι συνήθως κοκκινωπό-καφέ. Δεν είναι ορατές εξωτερικές διαφορές ως προς το φύλο μέχρις ότου η χελώνα ενηλικιωθεί. Η πιο προφανής διαφορά είναι ότι τα ενήλικα αρσενικά έχουν πιο χοντρές ουρές και μικρότερο πλάστρο από τα θηλυκά.
ΦΛΑΜΙΝΓΟ Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη. Σύμφωνα με την εφημερίδα The Cyprus Weekly, στο κείμενο Flamingos late return to salt lake, 4 Ιανουαρίου 2014, τα φλαμίνγκο επισκέπτονται τις αλυκές της Κύπρου μεταξύ του Νοεμβρίου και Μαρτίου. Το 2013 άρχισαν να εμφανίζονται στην Αλυκή Λάρνακας κατά το Δεκέμβριο. Στην εφημερίδα επίσης παρουσιάζεται η μαρτυρία ότι το Δεκέμβριο 2013 στην Αλυκή Λάρνακας μετρήθηκαν το Δεκέμβριο μόνο έξι φλαμίνγκο. Κείμενο στην εφημερίδα Πολίτης, 5 Ιανουαρίου 2013, με τίτλο Η μαγεία της φύσης, που γράφει ο Χριστόφορος Νέστορος, αναφέρεται στα φλαμίνγκο στην Αλυκή Ακρωτηρίου. Στο κείμενο υπάρχει μαρτυρία από το Ταμείο Θήρας ότι το Δεκέμβριο 2013 μετρήθηκαν 14 χιλιάδες φλαμίνγκο. Επίσης υπάρχει και η πληροφορία ότι στην Αλυκή Λάρνακας διαχείμασαν το Δεκέμβριο μόλις χίλια φλαμίνγκο.
ΓΎΠΑΣ Γύπας είναι η κοινή ονομασία Ιερακόμορφων Πτηνών. Oι γύπες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τους γύπες του Νέου Κόσμου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κόνδορες, και σε αυτούς του Παλαιού Κόσμου, που περιλαμβάνουν τα πουλιά που σαρώνουν τα πτώματα στις Αφρικανικές πεδιάδες. Οι γύπες του Νέου Κόσμου απαντώνται στην Βόρεια και στην Νότια Αμερική οι γύπες του Παλαιού Κόσμου απαντώνται στην Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ασία, πράγμα που σημαίνει ότι και οι δύο ομάδες μαζί απαντώνται σε όλες τις ηπείρους πλην της Αυστραλίας και της Ανταρκτικής. Παρά το γεγονός ότι επιφανειακά παρουσιάζουν ομοιότητες στην δομή και την συμπεριφορά τους, οι γύπες του Παλαιού και οι γύπες του Νέου Κόσμου ανήκουν σε διαφορετικές ταξινομικές ομάδες οι μεν πρώτοι ανήκουν στην υποοικογένεια Aegypiinae της οικογένειας των Αετιδών (Accipitridae) οι δε άλλοι στην οικογένεια Cathartidae.
Το νερόφιδο είναι ένα μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων. Βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια
ΠΕΎΚΟ Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια των Πευκοειδών (Pinaceae). Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο Τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα κι εγκαθίστανται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον για τα επερχόμενα είδη. Π.χ. στην περιοχή της Αττικής τα πευκοδάση διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη φυσική εξέλιξη του οικοσυστήματος που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυς (βελανιδιές). Είναι είδη που αγαπούν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη.
Τουλίπες - Γιώργος Χριστοδούλου Οι τουλίπες είναι ένα φυτό της Κύπρου!!!!!!!!! Δεν είναι ενδημικό της Κύπρου!!!!!!!!...
Οι κενταύριες είναι φυτά ανθεκτικά στο χειμώνα, ποώδη, πολυετή και ετήσια, τα οποία είναι ενδημικά σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της βόρειας Αμερικής και πολλών άλλων περιοχών. Μερικά από τα ποώδη είδη σχηματίζουν πολλή όμορφες μπορντούρες. Οι κενταύριες ανήκουν στην οικογένεια της μαργαρίτας, Compositae (συμπέταλα).
Τα φλαμίνγκο είναι πτηνά του γένους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει χαρακτηριστικό ροζ φτέρωμα. Είναι ψηλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη.