Γεωπεριβαλλοντικός Χαρακτηρισµός για την Εκτίµηση της Απόδοσης και Βιωσιµότητας της Σταθεροποίησης/Στερεοποίησης Αποβλήτων Geoenvironmental Characterization to Assess Waste Stabilization/Solidification Treatment Performance and Sustainability ΕΡΜΑΤΑΣ,. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, Μ. MOON, D. H. Γεν. ιευθυντής Ι.Α.Α.ΜΑ.Θ. Α.Α.Ε., Φο. ι.σ.α. Περιφέρειας Α.Μ.Θ. Επ. Καθηγητής, Πανεπιστήµιο του Connecticut Research Assistant Professor, CES, Stevens Institute of Technology ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Τα σταθεροποιηµένα απόβλητα (ρυπασµένα εδάφη ή βιοµηχανικά απόβλητα) συνήθως εκτιµώνται µόνο µέσω κανονιστικών δοκιµών έκπλυσης. Αυτές οι δοκιµές δε µπορούν από µόνες τους να παρέχουν αξιόπιστη εκτίµηση της απόδοσης και της βιωσιµότητας της επεξεργασίας. Αντίθετα, η χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας (state of the art) στις τεχνικές γεωπεριβαλλοντικού χαρακτηρισµού, σε συνδυασµό µε παραδοσιακές γεωτεχνικές αναλύσεις, αποτελεί µία πιο αξιόπιστη προσέγγιση για την εκτίµηση των εναλλακτικών επεξεργασιών και την ανάπτυξη βιώσιµων σχεδιασµών επεξεργασίας σταθεροποίησης/στερεοποίησης και εφαρµογής τους στο πεδίο. ABSTRACT : Stabilized/Solidified (S/S) waste (contaminated soil or industrial waste) is usually evaluated on the sole basis of regulatory leaching tests. These tests cannot provide alone a solid foundation for a reliable assessment of long term performance and overall treatment sustainability. Instead, the use of state-of-the-art geoenvironmental characterization techniques in combination with traditional geotechnical analyses constitutes a more reliable approach to effectively evaluate S/S treatment alternatives and develop a sustainable S/S treatment design and field implementation. - 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι επικίνδυνοι ρύποι που συνδέονται µε την παραγωγή και διάθεση αποβλήτων προκαλούν µείζονα προβληµατισµό. Μέχρι σήµερα, διάφορες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί µετατρέπουν τα επικίνδυνα απόβλητα σε µη τοξικά, ή µειώνουν τη δυνητική απελευθέρωση τοξικών ουσιών στο περιβάλλον. Μία τέτοια ελπιδοφόρα τεχνολογία είναι η σταθεροποίηση/στερεοποίηση (S/S) των στερεών αποβλήτων, µέσω της προσθήκης υλικών όπως η άσβεστος (Conner 1990, Dermatas and Meng 1996). Η σταθεροποίηση αποσκοπεί στη µείωση της κινητικότητας ή/και της τοξικότητας των επικίνδυνων ενώσεων, µέσω του χηµικού µετασχηµατισµού τους σε λιγότερο τοξικές ή µε φυσικές διεργασίες, όπως η συµπύκνωση σε χαµηλής διαπερατότητας και υψηλής αντοχής µέσα (USEPA 1999a). Επιπλέον, τα σταθεροποιηµένα απόβλητα µπορεί εν συνεχεία να χρησιµοποιηθούν σε κατασκευαστικές εφαρµογές, όπως ως υλικό επικάλυψης αλλά και σε έργα οδοποιίας (Mitchell 1993, Dermatas-USEPA 1999a, Dermatas and Meng 2003, 2006d Dermatas et al.). Συνήθως, η σταθεροποίηση των στερεών αποβλήτων αξιολογείται αποκλειστικά βάσει της δοκιµής έκπλυσης στραγγισµάτων. Αυτές οι δοκιµές και άλλα παρόµοια πειράµατα έκπλυσης χρησιµοποιούνται στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσµο και παρέχουν µεν χρήσιµα δεδοµένα, δεν µπορούν όµως από µόνα τους να παρέχουν µια αξιόπιστη αξιολόγηση της µακροπρόθεσµης απόδοσης της σταθεροποίησης των αποβλήτων. Όταν όµως τέτοιου είδους µέθοδοι (TCLP, SPLP, SET, κ.λπ.) συνδυάζονται µε τις παραδοσιακές γεωτεχνικές αναλύσεις (κατανοµής µεγέθους σωµατιδίων, µοναδιαίο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, ΤΕΕ, 29/09 1/10 2010, Βόλος 1
βάρος, υγρασία κ.λπ.) µπορεί να προκύψουν ιδιαίτερα χρήσιµες πληροφορίες σχετικά µε την απελευθέρωση ρύπων. Όταν δε οι δοκιµές αυτές συνδυαστούν επιπλέον µε ποσοτικές και ποιοτικές αναλύσεις ορυκτολογίας (π.χ. ανάλυση XRPD, ποσοτική ανάλυση RQA, ανάλυση φασµατοσκοπίας SEM-EDS, EPMA) είναι δυνατό να επιτευχθεί µια ενδελεχής και πλήρης εικόνα του βαθµού σταθεροποίησης. Σε αυτήν την εργασία παρουσιάζεται ένα γενικό πλαίσιο καθώς και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις (case studies) σχετικά µε τέτοιες πρόσφατες και σύγχρονες (state of the art) τεχνικές γεωπεριβαλλοντικού χαρακτηρισµού σταθεροποιηµένων αποβλήτων ρυπασµένων µε µόλυβδο (Pb) και εξασθενές χρώµιο (Cr(VI)). Τα αποτελέσµατα αποδεικνύουν ότι η χρήση των πιο εξελιγµένων τεχνικών αποτελεί µια αξιόπιστη προσέγγιση, µε σκοπό την αξιολόγηση του βαθµού σταθεροποίησης επικίνδυνων ρύπων (όπως ο µόλυβδος (Pb) και το εξασθενές χρώµιο (Cr(VI))). 2. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΡΥΠΩΝ Μια µέθοδος χαρακτηρισµού της τοξικότητας των στραγγισµάτων (TCLP) αναπτύχθηκε από την υπηρεσία περιβάλλοντος των Ηνωµένων Πολιτειών (1992 USEPA), µε σκοπό να ελεγχθεί ο βαθµός σταθεροποίησης επικίνδυνων αποβλήτων και να µιµηθεί το χείριστο σενάριο της συνδιάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων µε αστικά. Η παραπάνω µέθοδος φαίνεται πως ναι µεν προσφέρει κάποια αξιόλογα αποτελέσµατα, αλλά έχει αποδειχθεί πως δεν µπορεί από µόνη της να θεωρηθεί αξιόπιστη και να καταλήξει σε µια καθαρή εικόνα για το βαθµό πρόσµειξης και απελευθέρωσης των ρύπων. Εκτός από την TCLP αναπτύχθηκε επίσης µια παρόµοια µέθοδος (SET), η οποία βασίζεται σε διαδοχικές δοκιµές εξαγωγής, αλλά όπως και η TCLP, µετά από αρκετές εφαρµογές, έχει αποδειχθεί πως δεν αρκεί για να προκύψει µια πλήρης και αξιόπιστη εκτίµηση της µακροπρόθεσµης απόδοσης και της συνολικής βιωσιµότητας της επεξεργασίας των αποβλήτων. Έτσι, φαίνεται πως οι µέθοδοι, οι οποίες βασίζονται κυρίως σε δοκιµές έκπλυσης, µπορεί να οδηγήσουν σε λανθασµένα αποτελέσµατα και συµπεράσµατα. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου µέθοδοι σταθεροποίησης, που αρχικά φαινόταν να είναι επιτυχείς, κατέληξαν είτε αµέσως ή µακροπρόθεσµα να αποτυγχάνουν. (Dermatas et al. 2003). 3. ΒΑΘΜΟΣ ΠΡΟΣΜΙΞΗΣ ΣΤΗ S/S Ένα κοινό στοιχείο στην αυξανόµενη λίστα των ερευνών που κατακρίνουν τις µεθόδους που χρησιµοποιούν δοκιµές έκπλυσης, για την αξιολόγηση της σταθεροποίησης επικινδύνων αποβλήτων, είναι ότι οι δοκιµές αυτές είναι ανεπαρκείς, όσον αφορά στην καταγραφή και ανάλυση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών των ρύπων. Οι φυσικοχηµικές ιδιότητες του ρύπου, υπαγορεύουν, σε τελική ανάλυση, το βαθµό πρόσµειξης και σταθεροποίησης και κατά συνέπεια και το βαθµό αποδέσµευσης του ρύπου στο περιβάλλον (USEPA 1999a, Dermatas et al. 2006b). Η χρήση της µεθόδου υπολογισµού του βαθµού πρόσµιξης είναι αρκετά κοινή για την αξιολόγηση της απορρύπανσης του εδάφους ή επικίνδυνων αποβλήτων (π.χ. χρήση κόσκινου). Ωστόσο, ο προσδιορισµός της ορυκτολογίας του εδάφους µε τη χρήση ακτίνων Χ (µέθοδος XRPD) είναι απαραίτητος προκειµένου να αποκαλυφθεί και να ποσοτικοποιηθεί η παρουσία ουσιών που συµβάλλουν στη σταθεροποίηση (Dermatas et al, 2006α). Είναι ενδιαφέρον, πως το ποσοστό των κόκκων στο έδαφος δεν είναι απαραίτητα ανάλογο µε την ποσότητα της αργίλου, καθώς και άλλα ορυκτά µπορεί να συµβάλλουν (Mitchell, 1993), καθιστώντας έτσι αναγκαία τη χρήση της µεθόδου XRPD, πέρα από τις κλασσικές - συµβατικές µεθόδους. Συµπερασµατικά η ακριβής γνώση του βαθµού πρόσµειξης, µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως αξιόπιστο δεδοµένο σε γεωχηµικά µοντέλα (π.χ., PHREEQC και MINTEQ), µε σκοπό να αξιολογείται το κατά πόσο το σύστηµα βρίσκεται σε ισορροπία αλλά και για τη δηµιουργία διαφορετικών σεναρίων που περιγράφουν και προβλέπουν το πως µεταβάλλεται µε το χρόνο ο βαθµός πρόσµιξης και η απελευθέρωση ρύπων. 4. ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Εκτός από τις παραδοσιακές γεωτεχνικές αναλύσεις, κάποιες µικροµορφολογικές µέθοδοι (Μικροσκοπία µε ηλεκτρονική σάρωση - και φασµατοσκοπία διασκορπισµένης ενέργειας SEM-EDS, και/ή Ηλεκτρονική ανάλυση µε µικροκύµατα EPMA) αλλά και άλλες αναλύσεις της γεωχηµικής µορφολογίας των ρύπων (φασµατοσκοπία απορρόφησης 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, ΤΕΕ, 29/09 1/10 2010, Βόλος 2
ακτίνων Χ, XANES, και/ή εκτεταµένη απορρόφηση ακτίνων Χ λεπτής δοµής EXAFS, ή άλλες πρόσφατα ανεπτυγµένες τεχνικές) θα πρέπει να χρησιµοποιούνται όταν απαιτείται µία πιο ενδελεχής εκτίµηση, προκειµένου να προκύψουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά µε το βαθµό πρόσµιξης και τη σταθεροποίηση των ρύπων. Μεταξύ αυτών, η XRPD παρουσιάζει το πλεονέκτηµα ότι µπορεί να αναλυθεί εύκολα µε στατιστικά εργαλεία ανάλυσης, εφόσον είναι µια ευρέως εφαρµοζόµενη µέθοδος µε τεράστιες βάσεις δεδοµένων που διευκολύνουν την αναγνώριση των κρυσταλλικών φάσεων. Η ορυκτολογία, όπως καθορίζεται από την XRPD, µπορεί να αποκαλύψει το βαθµό πρόσµειξης µόνο εάν οι συγκεντρώσεις είναι αρκετά υψηλές (δηλαδή πάνω από το όριο ανίχνευσης). Η εφαρµογή της µεθόδου XRPD σε συνδυασµό µε µικροσκόπηση και φασµατοσκόπιση απαιτείται σε περιπτώσεις που η απλή µέθοδος δεν µπορεί από µόνη της να δώσει το επιθυµητό επίπεδο αποτελεσµάτων (Dermatas et al. 2006α). Τέλος, η χρήση προηγµένων αναλύσεων (XANES ή/και EXAFS ή άλλες πρόσφατα ανεπτυγµένες τεχνικές) πρέπει να χρησιµοποιείται µόνο όταν απαιτείται µια βαθύτερη αξιολόγηση. ιάφορες έρευνες βασίστηκαν στη µέθοδο XRPD προκειµένου να διερευνηθεί ο βαθµός πρόσµιξης βαρέων µετάλλων σε σταθεροποιηµένα απόβλητα (Dermatas and Meng 2003, Duchesne and Reardon, 1999, Mollah et al. 1998, Moon et al. 2004). Η ανάλυση µε τη µέθοδο XRPD στις περιβαλλοντικές εφαρµογές θεωρείται µέχρι και σήµερα αρκετά ποιοτική, αν και είναι σχετικά παλιά µέθοδος ποσοτικής αναλύσεως (1969). Αντιθέτως η νεότερη ποσοτική ανάλυση µε τη µέθοδο της µικροαπορρόφησης QPA έχει περιοριστεί. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι το διαθέσιµο λογισµικό ήταν δύσκολα κατανοητό και δύσχρηστο. Ωστόσο, η πρόοδος στις εφαρµογές υπολογιστών και των βάσεων δεδοµένων, κατά την τελευταία δεκαετία, επιτρέπουν σήµερα µια ευρύτερη εφαρµογή της µεθόδου QPA. Τα αποτελέσµατα της εφαρµογής της µεθόδου XRPD σε µολυσµένα µέσα και η αξιολόγηση της αποκατάστασης, αναλύονται µε µεγάλη λεπτοµέρεια στο Dermatas et al. (2007). Η προετοιµασία του δείγµατος καθορίζει σε µεγάλο βαθµό τα τελικά αποτελέσµατα της µεθόδου XRPD. Οι Dermatas et al. (2007), αναφέρουν ότι η µηχανική κονιοποίηση, χρησιµοποιώντας µη πολικά ρευστά (π.χ. κυκλοεξάνιο), είναι η βέλτιστη µέθοδος για τον προσδιορισµό του δυναµικού των αποβλήτων, µέσω του ποσοτικού προσδιορισµού του περιεχοµένου ασταθών ορυκτών σε αυτά. Η χρήση νερού προκάλεσε εκτεταµένη ενυδάτωση µε αποτέλεσµα να προκύψουν µη αντιπροσωπευτικά αποτελέσµατα όσον αφορά στην ορυκτολογική µελέτη. Επίσης απαιτήθηκαν κάποιες µηχανικές συµπληρωµατικές κονιοποιήσεις, ώστε τα αποτελέσµατα της ποσοτικοποίησης να είναι πιο ακριβή (Dermatas et al. 2007). Για την περαιτέρω αξιολόγηση των µεθόδων, όσον αφορά τις τεχνικές γεωπεριβαλλοντικού χαρακτηρισµού, έλαβε χώρα µία άλλη έρευνα (Dermatas et al. 2006c), κατά την οποία διάφορα εδάφη αξιολογήθηκαν αφού εφαρµόστηκαν σε αυτά διάφορες εναλλακτικές µέθοδοι σταθεροποίησης. Η έρευνα αυτή διερεύνησε τις επιπτώσεις του µόλυβδου, εφαρµόζοντας τις µεθόδους TCLP και TA σε δείγµατα που ελήφθησαν από έξι διαφορετικές περιοχές. Σε όλα τα υπό µελέτη εδάφη (των 6 περιοχών) τα επίπεδα συγκέντρωσης και αποπλυσιµότητας του µολύβδου διαπιστώθηκε ότι ήταν πάνω από τα όρια που καθορίζονται από την αρµόδια υπηρεσία (USEPA). Ωστόσο, παρατηρήθηκε πως τα επίπεδα αποπλυσιµότητας (TCLP) του µολύβδου δεν συσχετίζονται πάντα καλά µε τις συγκεντρώσεις του (TA). Στη συνέχεια, µε την επιπλέον εφαρµογή των µεθόδων XRPD, QPA και SEM-EDS στα δείγµατα, αποδείχθηκε πως ο σχηµατισµός ανθρακικών αλάτων διαδραµατίζει ένα σηµαντικό ρόλο και επηρεάζει το βαθµό αποπλυσιµότητας του µολύβδου, ενώ η κατακρήµνιση διαπιστώθηκε ότι είναι επίσης ένας σηµαντικός παράγοντας που επηρεάζει την ακινητοποίηση του ρύπου, σε όλα τα εδάφη που εξετάστηκαν. Εξετάστηκαν επίσης οι επιδράσεις του ph, της δοµής του εδάφους, της κοκκοµετρίας και της ορυκτολογίας σε σχέση µε την αποπλυσιµότητα του µολύβδου. Η επίδραση του ph ήταν ιδιαίτερα έντονη όταν καταγράφονταν χαµηλά επίπεδα αποπλυσιµότητας µολύβδου και αυτό αποδόθηκε στην παρουσία διαφόρων ενώσεων στο έδαφος. Επίσης η αποπλυσιµότητα παρατηρήθηκε πως µειώνεται µε τη µείωση του µεγέθους των κόκκων του χώµατος, όπου η χαµηλή αποπλυσιµότητα αποδίδεται στους µηχανισµούς προσρόφησης σε άργιλο, οξείδια 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, ΤΕΕ, 29/09 1/10 2010, Βόλος 3
Fe-Mn υδροξείδιο του αλουµινίου κ.α. Στη συγκεκριµένη έρευνα, εξετάστηκε επίσης η αποτελεσµατικότητα σταθεροποίησης του εδάφους, µε την προσθήκη φωσφορικών αλάτων και τσιµέντο ή ασβέστη. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της έρευνας, εδάφη που έχουν υποστεί επεξεργασία µε φωσφορικά άλατα, τσιµέντο ή ασβέστη φαίνεται να έχουν µεγάλη αποτελεσµατικότητα όσον αφορά στη σταθεροποίηση των επικινδύνων ρύπων. Η επιτυχηµένη σταθεροποίηση αποδόθηκε στο σχηµατισµό ανόργανων ενώσεων αλλά και στην αύξηση της χωρητικότητας των εδαφών (Dermatas et al 2006c.). 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Συνοπτικά, ο χαρακτηρισµός των βαρέων µετάλλων και των άλλων ρυπογόνων ουσιών επηρεάζει σηµαντικά τις αντιδράσεις µετασχηµατισµών ή/και σταθεροποίησης που λαµβάνουν χώρα στα απόβλητα. Έτσι, ο ακριβής προσδιορισµός του βαθµού πρόσµειξης και των χαρακτηριστικών του ρύπου πριν καθώς και µετά από την επεξεργασία, είναι ουσιώδες ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχία. Συµπερασµατικά, οι παραδοσιακές γεωτεχνικές αναλύσεις (κατανοµή µεγέθους κόκκου, µοναδιαίου βάρους, περιεχόµενης υγρασίας) αλλά και οι µέθοδοι που βασίζονται σε δοκιµές έκπλυσης (TCLP, SPLP, SET) κρίνονται θετικές και παρέχουν πολλές χρήσιµες πληροφορίες. Ωστόσο, µόνο όταν αυτές συνοδεύονται από µικροµορφολογικές και άλλες εξελιγµένες αναλύσεις της γεωχηµικής µορφολογίας των ρύπων προκύπτει µια ολοκληρωµένη εικόνα του βαθµού πρόσµειξης και της σταθεροποίησης των ρύπων. Ο σωστός σχεδιασµός της µεθόδου επεξεργασίας των αποβλήτων είναι µια απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της µακροπρόθεσµης απόδοσης της επεξεργασίας, ώστε να επιτευχθούν τα επιθυµητά αποτελέσµατα, όσον αφορά στην αποµάκρυνση επικίνδυνων ρύπων. 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Cao, X. and Dermatas, D. (2007), Evaluating the Applicability of Regulatory Leaching Tests for Assessing Lead Leachability in Contaminated Shooting Range Soils, Environmental Monitoring and Assessment, available online Feb 1 2007. Chrysochoou, M. and Dermatas, D. (2007), Application of the Rietveld Method to Assess Chromium (VI) Speciation in Chromite Ore Processing Residue, Journal of Hazardous Materials, 141: 2, pp 370 377. Chrysochoou, M., Dermatas, D. and Grubb, D.G. (2007), Phosphate Application to Firing Range Soils for Pb Immobilization: The Unclear Role of Phosphate, Journal of Hazardous Materials, 144: 1-2, pp 1-14. Conner, J.R. (1990), Chemical Fixation and Solidification of Hazardous Wastes, Van Nostrand Reinhold, New York, 1990. Dermatas, D. and Meng, X. (1996), "Stabilization/Solidification (S/S) of Heavy Metal Contaminated Soils by Means of a Quicklime-Based Treatment Approach", ASTM STP 1240, ASTM, pp. 499-513. Dermatas, D. and Meng, X. (2003), Utilization of fly-ash for stabilization/ solidification of heavy metal contaminated soils, Eng. Geol., 70, 377 394. Dermatas, D., Dadachov, M., Mirabito, M. and Meng, X. (2003) Strength Development of Stabilized/Solidified Organic Waste and Optimum Treatment Design, Journal of the Air & Waste Management Association, 53: 1363-1372. Dermatas, D., Shen, G., Chrysochoou, M., Grubb, D. G. and Dutko, P. (2006a), Pb Speciation versus TCLP Release in Army Firing Range Soils, Journal of Hazardous Materials, 136:1, pp 34-46. Dermatas, D., Menounou, N. and Meng, X. (2006b), Mechanisms of Pb Immobilization in Treated Soils, Journal of Land Contamination and Reclamation, 14 (1), pp. 43-56. Dermatas, D., Menounou, N., Dadachov, M., Dutko, P., Shen, G., Xu, X. and Tsaneva, V. (2006c), Lead Leachability in Firing Range Soils, Environ. Engr. Sci., 23: 1, pp. 86-99. Dermatas, D., Chrysochoou, M., Moon, D.H., Grubb, D.G., Wazne, M. And, Christodoulatos, C. (2006d), Ettringite- Induced Heave in Chromite Ore Processing Residue (COPR) upon Ferrous Sulfate Treatment, Environ. Sci. Technol., 40 (18), 5786-5792. Dermatas, D., Chrysochoou, M., Pardali, S. and Grubb, D.G. (2007), Influence of XRay Powder Diffraction (XRPD) sample preparation on contaminated media remediation assessment: Mineralogical evaluation of Chromite Ore Processing 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, ΤΕΕ, 29/09 1/10 2010, Βόλος 4
Residue (COPR), Journal of Environmental Quality, 36, pp 487-497. Duchesne, J. and Reardon, E.J. (1999), Lime treatment of fly ash: characterization of leachate composition and solid/water reactions, Waste Manag. 19, 221 231. Ghosh, A., Mukiibi, M. and Ela, W. (2004), TCLP underestimates leaching of arsenic from solid residuals under landfill conditions, Environ. Sci. Technol., 38, 4677-4682. Halim, C. E., Amal, R., Beydoun, D., Scott, J. A. and Low, G. (2004), Evaluating the applicability of a modified toxicity characteristic leaching procedure (TCLP) for the classification of cementitious wastes containing lead and cadmium.journal of Hazardous Materials, 103, 125-140. Hillier, S., Roe, M.J., Geelhoed, J.S., Fraser, A.R., Farmer, J.G. and Paterson, E. (2003), Role of quantitative mineralogical analysis in the investigation of sites contaminated by chromite ore processing residue, Sci. Total Environ., 308, 195-210. Hooper, K., Iskander, M., Sivia, G., Hussein, F., Hsu, J., Deguzman, M., Odion, Z., Ilejay, Z., Sy, F., Petreas, M. and Simmons, B. (1998), Toxicity characteristic leaching procedure fails to extract oxoanion-forming elements that are extracted by municipal solid waste leachates, Environ. Sci. Technol., 32, 3825-3830. Kosson, D.S., van der Sloot, H.A., Sanchez, F. and Garrabrants, A.C (2002), An integrated framework for evaluating leaching in waste management and utilization of secondary materials, Environ. Engr. Sci., 19, 159-204. Mitchell, J. K. (1993), Fundamentals of soil behavior, John Wiley & Sons, Inc., New York. Mitchell, J. K. and Dermatas, D. (1992), "Clay Soil Heave Caused by Lime-Sulfate Reactions", ASTM STP 1135, ASTM, pp. 41-64. Mollah, M.Y.A., Lu, F. and Cocke D.L. (1998), An X-ray diffraction XRD and Fourier transform infrared spectroscopic FT-IR characterization of the speciation of arsenic V in Portland cement type-v, Sci. Total Environ. 224, 57 68. Moon, D.H., Dermatas, D. and Menounou, N. (2004), Arsenic immobilization by calcium arsenic precipitates in lime treated soils, Sci. Total Environ. 330, 171 185. Moon, D. H., Wazne, M., Dermatas, D., Christodoulatos, C., Sanchez, A.M., Grubb, D.G., Chrysochoou, M. and Kim M.G. (2007), Long-term treatment issues with chromite ore processing residue (COPR): Cr6+ reduction and heave, Journal of Hazardous Materials,143:3, pp 629-635. Rietveld, H.M. (1969), A profile refinement method for nuclear and magnetic structures, J. Appl. Crystallogr., 2, 65 71. Scheckel, K.G., Impellitteri, C.A., Ryan, J.A. and Mcevoy, T. (2004), Assessment of a sequential extraction procedure for perturbed lead-contaminated samples with & without phosphorus amendments, Environ. Sci. Technol., 37, 5296-5304. USEPA (1992), Test Methods for Evaluating Solid Waste, Physical/Chemical Methods, SW-846 3rd Ed., Method 1311, USEPA (1999a), Solidification/Stabilization Resource Guide, EPA 549-B-99-002, USEPA (1999b), Waste leachability: The need for reviewing of current agency procedures, USEPA (2001), Best Management Practices for Lead at Outdoor Shooting Ranges, EPA-902-B-01-001, Washington D.C., 2001 van der Sloot, H.A., van Zomeren, A., Meeuwsen, H.C.L., Seignette, P. and Bleyerveld, R. (2007), Test method selection, validation against field data, and predictive modelling for impact evaluation of stabilised waste disposal, Journal of Hazardous Materials, 141:2, 354-369. 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωτεχνικής & Γεωπεριβαλλοντικής Μηχανικής, ΤΕΕ, 29/09 1/10 2010, Βόλος 5