ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ: Ο ΜΑΡΞ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΑΣΙΚΟΥΣ [1] των Γιώργου Οικονομάκη και Δημήτρη Σωτηρόπουλου Εισαγωγή Το άρθρο αυτό αποτελεί τη δεύτερη ενότητα μιας εργασίας που εξετάζει τον κοινωνικό ρόλο του χρήματος στους διάφορους ιστορικούς τρόπους παραγωγής. Η θέση που θα υποστηριχθεί στη συνέχεια εντοπίζει την έννοια του χρήματος [2] ως απαραίτητο δομικό συνθετικό στοιχείο για την περιγραφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), ή εναλλακτικά ότι ο καπιταλισμός είναι ιστορικά εκείνος ο τρόπος παραγωγής που «στηρίζεται» στη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή, και άρα αποτελεί μια κατεξοχήν χρηματική οικονομία [3]. Παράλληλα θα δείξουμε ότι είναι ακριβώς η συγκρότηση του νέου θεωρητικού αντικειμένου, αυτού του ΚΤΠ, σε τομή με το αντικείμενο της κλασικής πολιτικής οικονομίας που οδηγεί τον Μαρξ στην ανάδειξη και επεξεργασία των χρηματικών «μορφών διαμεσολάβησης», με άλλα λόγια στον «εσωτερικό»χαρακτήρα του χρήματος. Σε αυτή την βάση θα διερευνηθεί η πολεμική που διεξάγει ο Μαρξ στους σύγχρονούς του κλασικούς οικονομολόγους, και ιδιαίτερα στον David Ricardo. 1. Σχετικά με τη μέθοδο παρουσίασης Δε θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας χωρίς κάποιες πρώτες παρατηρήσεις σχετικά με το πολυσυζητημένο στη βιβλιογραφία πρώτο μέρος του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου, το οποίο τιτλοφορείται ως «Εμπόρευμα και Χρήμα». Αν εκεί αναπτύσσεται ο πυρήνας της χρηματικής θεωρίας, προτού ο Μαρξ «μιλήσει» για την έννοια του κεφαλαίου, της καπιταλιστικής παραγωγής και των γενικών κοινωνικών προϋποθέσεών της, τότε πολλά είναι τα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία της αξίας και του χρήματος και την καπιταλιστική πραγματικότητα. Πολλοί είναι οι μαρξιστές οι οποίοι επιχείρησαν να αποσυνδέσουν τη θεωρία της αξίας από την ανάλυση του καπιταλισμού, και να προσδώσουν έτσι έναν ιστορικίστικο χαρακτήραστη μέθοδο που ακολουθεί ο Μαρξ στο Κεφαλαίο. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση «η μέθοδος που ακολουθεί το Κεφάλαιο στην έκθεσή του συγχέεται με τη θεωρησιακή γένεση της έννοιας (...) και όχι μόνον αυτό, αλλά η θεωρησιακή γένεση της έννοιας ταυτίζεται με τη γένεση του συγκεκριμένου πραγματικού, δηλαδή με τη διαδικασία της εμπειρικής ιστορίας» (Althusser κ.ά. 2003: 352). Για παράδειγμα είναι ο ίδιος ο Ένγκελς στον επίλογο του Τρίτου Τόμου του Κεφαλαίουθεωρεί ότι η απλή εμπορευματική παραγωγή προηγείται ιστορικά του ΚΤΠ και ότι «ο νόμος της αξίας του Μαρξ ισχύει γενικά, όσο γενικά ισχύουν οικονομικοί νόμοι, για όλη την περίοδο της απλής εμπορευματικής ανταλλαγής, δηλαδή ως τότε που η τελευταία υφίσταται μια τροποποίηση με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής μορφής της παραγωγής» (Μαρξ 1978: 1105) [4]. Άλλοι πάλι εκλαμβάνουν την ανάπτυξη των οικονομικών κατηγοριών του Κεφαλαίουως μια διαδικασία διαδοχής μοντέλων διαφορετικών προϋποθέσεων, ενώ θεωρούν ότι το πέρασμα από τον Πρώτο στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίουσηματοδοτεί την μετάβαση από την ανάλυση του συνολικού κοινωνικού κυκλώματος στην πραγμάτευση του ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων. Για παράδειγμα ο Foley (2000: 10) υποστηρίζει ότι: «τα πρώτα τρία κεφάλαια του Τόμου Ι του Κεφαλαίουμπορεί να θεωρηθεί ότι αναλύουν το ολικό άθροισμα των ροών αξίας σε μια οικονομία με πλήρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ανταγωνισμό και αυθαίρετες αναλογίες επενδυμένου κεφαλαίου σε εργασία μεταξύ των τομέων, θεωρώντας ως δεδομένη τη διατήρηση της αξίας κατά την ανταλλαγή». Τελικά, αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι ότι η προσπάθεια ανάγνωσης του πρώτου τμήματος του Κεφαλαίουεγείρει αναγκαστικά το ζήτημα της μαρξικής μεθόδου παρουσίασης [5]. Η τελευταία συνιστά έναν τρόπο έκθεσης των οικονομικών κατηγοριών και υλοποίησης ενός επιστημονικού λόγου, ο οποίος σύμφωνα με τον Μαρξ «διαφέρει τυπικά από τον τρόπο της έρευνας» (Μαρξ 1996: 25). Ωστόσο δεν πρόκειται για μια απλή διαφοροποίηση. Όπως πολύ σωστά υποστηρίζει ο Althusser (1986: 67), μέσα σ αυτό το ζεύγος, η μέθοδος έρευναςκατέχει τα πρωτεία απέναντι στην μέθοδο παρουσίασης: «όλα λοιπόν κρίνονται στην ιδιοποίηση της ύλης, της λεπτομέρειάς της, της πραγματικής της κίνησης: Η εννοιολογική κίνηση της παρουσίασης απλά αναπαράγει την πραγματική κίνηση, δεν αποτελεί παρά την απλή ιδεατή αντανάκλασή της, δεν έχει λοιπόν καμία σχέση με μια εκ των προτέρων κατασκευή». Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο«θέλησε ταυτόχρονα να Σελίδα 1 / 17
συγκροτήσει μια ορισμένη αντίληψη της επιστήμης και να υλοποιήσει έναν επιστημονικό λόγο: το ένα συμβαδίζει με το άλλο και είναι σαφές ότι δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γι αυτόν ακριβώς τοn λόγο δεν τίθεται ζήτημα μελέτης της διαδικασίας παρουσίασης δι εαυτήν, όπως δεν είναι δυνατό να παρουσιαστεί ξεχωριστά και συνολικά η σύλληψη και η δομή του Κεφαλαίου, η μαρξιστική θεωρία της επιστήμης» (Macherey στο Althusser κ.ά. 2003: 232). Χωρίς να ασχοληθούμε με τα διάφορα ζητήματα που αναδεικνύει η επιλογή του σημείου εκκίνησηςτου υλοποιημένου στο Κεφάλαιοεπιστημονικού λόγου, πρέπει παράλληλα να σημειώσουμε ότι ο τελευταίος, από την πρώτη κιόλας σειρά του Κεφαλαίουβρίσκεται σε αναφορά με το νέο θεωρητικό αντικείμενο του ΚΤΠ: «από την αρχή το αντικείμενο της έρευνας είναι η καπιταλιστική ολότητα, και αυτή γίνεται αντιληπτή πρώτα απ όλα αφηρημένα και στη συνέχεια όλο και περισσότερο συγκεκριμένα» (Arthur 2003: 54). Ο Μαρξ επιλέγει να ξεκινήσει τη διαδικασία παρουσίασης από τις «απλές» κατηγορίες της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, και μόνο μετά την ανάπτυξη των κατηγοριών αυτών στρέφεται στις σχέσεις παραγωγής, που υποστηρίζουν τις εμφανείς στην απλή κυκλοφορία σχέσεις ανταλλαγής: «η κυκλοφορία, που εμφανίζεται λοιπόν σαν το άμεσα υπαρκτό στην επιφάνεια της αστικής κοινωνίας (...) είναι το επιφαινόμενο μιας διαδικασίας που εξελίσσεται πίσω απ αυτήν» (Μαρξ 1990: 186). Εντούτοις η προηγούμενη επιλογή του Μαρξ αναπαράγει δυο πολύ συνηθισμένες συγχύσεις. Πρώτα, πρέπει κανείς να έχει πάντα υπόψη του ότι «η παρουσίαση του συστήματος, αρχίζοντας με μια απλή και καθορισμένη σχέση (όπως η εμπορευματική), είναι επομένως υποχρεωμένη να προβεί σε μια βίαιη αφαίρεση των άλλων σχέσεων που στην πραγματικότητα εισχωρούν σ αυτή τη σχέση και συμβάλλουν στη συγκρότηση της δραστικότητάς της» (Arthur 2003: 55). Έτσι η εξέλιξη της παρουσίασης στο Κεφάλαιοδεν διακρίνεται από τη μετάβαση της απλής εμπορευματικής παραγωγής στον ΚΤΠ, αλλά από την αφηρημένη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην κεφαλαιακή σχέση. Επιπλέον, η επιλογή του Μαρξ να «ξεκινήσει» από την κυκλοφορία έχει σαν αποτέλεσμα να μην γίνεται εξαρχής αντιληπτή ως «διαμεσολάβηση της παραγωγής» (Arthur ό.π.). Με αυτόν τον τρόπο πολύ εύκολα μπορεί κανείς να νομιμοποιήσει στρεβλά μια χεγκελιανής έμπνευσηςανάγνωση και να «διαβάσει» το Κεφάλαιο«ως λογικο-ιστορική απαγωγή όλων των οικονομικών κατηγοριών από μια πρωταρχική κατηγορία, την κατηγορία της αξίας ή και της εργασίας» (Althusser κ.α. 2003: 126). Αντίθετα όμως: «η απλή κυκλοφορία αποτελεί μια αφηρημένη σφαίρα της αστικής συνολικής παραγωγικής διαδικασίας, που με τους ίδιους τους προσδιορισμούς της αποδείχνεται συνθετικό στοιχείο, απλή εμφανισιακή μορφή μιας βαθύτερης διαδικασίας που βρίσκεται πίσω από την κυκλοφορία, προκύπτει απ αυτήν όπως και την παράγει: η διαδικασία αυτή είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο» (Μαρξ 1992: 819). Θα μπορούσαμε εδώ να ολοκληρώσουμε τα παραπάνω ως εξής: Η διαδικασία της παρουσίασης εκκινεί από το επιφαινόμενο μιας σύνθετης διαδικασίας, που ως τέτοιο λαμβάνεται η σφαίρα της κυκλοφορίας. Προτού λοιπόν ο Μαρξ ασχοληθεί με το επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής και εισαγάγει την έννοια του κεφαλαίου, εξαντλεί τους μορφικούς προσδιορισμούς της κυκλοφορίας. Στα πλαίσια αυτά οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αντανακλώνται στο επίπεδο της κυκλοφορίας, καθώς σε αυτήν εμφανίζονται οι γενικές προϋποθέσεις της καπιταλιστικά οργανωμένης παραγωγής. Ως εκ τούτου η παράθεση των εννοιών (ιδιαίτερα των πιο αφηρημένων) πραγματοποιείται εντός κάποιων συχνά άδηλων προϋποθέσεων. Έχουμε, συνεπώς, την ανάπτυξη μορφών έτσι ώστε να μην μπορούμε να μιλήσουμε για κάποιους νόμους που αποδέχεται ο Μαρξ πριν πάρουν το τελικό θεωρητικό σχήμα έκθεσης αυτές οι μορφές, πριν δηλαδή παρουσιαστεί το σύνολο των προσδιορισμών που οριοθετούν το πραγματευόμενο αντικείμενο [6]. 2. Το χρήμα ως κεφάλαιο 2.1. O εγχρήματος χαρακτήρας της καπιταλιστικής ανταλλαγής Σημείο αφετηρίας της διαδικασίας παρουσίασης αποτελεί η σφαίρα της κυκλοφορίας και ειδικότερα το εμπόρευμα. Αυτή η «στοιχειώδης μορφή» [7] της κυκλοφορίας συγκροτείται ως ενότητα δύο βασικών Σελίδα 2 / 17
«συνθετικών στοιχείων»: της αξίας χρήσηςκαι της αξίας. Έτσι το εμπόρευμα: «αφ ενός στη φυσική του μορφή είναι ένα πράγμα χρήσης, αλλιώς αξία χρήσης, αφ ετέρου φορέας ανταλλακτικής αξίας, και απ αυτή την άποψη επίσης ανταλλακτική αξία» (Μαρξ 1993: 30). Συνεπώς η έννοια της αξίαςαναλαμβάνει στο κείμενο του Μαρξ να αποδώσει την κοινωνική ικανότητα προς ανταλλαγή ενός εμπορεύματος, την κοινωνική ανταλλαξιμότητά του, η οποία εκδηλώνεται κατά την πράξη της ανταλλαγής: «ιδίαν, διαφέρουσααπό την αξία χρήσης μορφήλαμβάνει ως εκ τούτου η αξία μόνον δια της παράστασής της ως ανταλλακτικής αξίας» (Μαρξ 1991: 54). Ήδη από την ανάλυση της απλής αξιακής μορφής(η οποία αποτελεί μια σχέση στην οποία αναλύεται μόνο ένα εμπόρευμα και στην οποία εκφράζεται σε «εμβρυακή μορφή» [8] το χρήμα) μέχρι τη μορφή του γενικού ισοδυνάμουο Μαρξ αναπτύσσει και αναλύει τις κοινωνικές προϋποθέσεις της μορφής εμφάνισης της αξίας, προσδιορίζει τους γενικούς τρόπους ύπαρξής της. Η αξία που «ενυπάρχει» ως προσδιορισμός στο εμπόρευμα δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο δια του χρήματος, πάντα δηλαδή εμφανίζεται ως μια «χρηματικώς διαμεσολαβημένη» μορφή εμφάνισης που αποτυπώνει με έναν αυτοτελή τρόπο τη γενική ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων [9]. Στο χρήμα για πρώτη φορά η ανταλλακτική αξία αποκτά ανεξάρτητη από το εμπόρευμα «υλική υπόσταση» [10], «αισθητηριακά χειροπιαστή αντικειμενικότητα» (Μαρξ 1991: 55). Έτσι από πολύ νωρίς ορίζεται η βασική λειτουργία του χρήματος «να χρησιμεύει ως μορφή εμφάνισης της αξίας των εμπορευμάτων ή ως το υλικό, στο οποίο εκφράζονται κοινωνικά τα αξιακά μεγέθη των εμπορευμάτων» (Μαρξ 1991: 91). Όσο το εμπόρευμα βρίσκεται στην κυκλοφορία είναι πάντα τοποθετημένο διπλά: υπάρχει όχι μόνο σαν εμπόρευμα απέναντι στο χρήμα, αλλά και πάντα σαν εμπόρευμα με μια τιμή, μια ανταλλακτική αξία εξωτερικά εκφρασμένη στο χρήμα(μαρξ ό.π.). Από τη στιγμή που το εμπόρευμα είναι «φορέας» τιμής, το χρήμακαθίσταται δομικό στοιχείο της ανταλλαγής. Πάντα θα αποτελεί την ειδική μορφή διαμεσολάβησης της ανταλλαγής δυο καπιταλιστικώς παραγόμενων εμπορευμάτων: «Για να εξασφαλιστεί η ανταλλαξιμότητα του εμπορεύματος αντιπαρατίθεται σ αυτό η ίδια η ανταλλαξιμότητά σαν ένα αυτοτελές εμπόρευμα» (Μαρξ 1989: 143). Το χρήμα αναδεικνύεται λοιπόν ως ένα αξεχώριστο συνθετικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανταλλαγής: «Όμως το εμπόρευμα δεν αντιμετωπίζει απλά το χρήμα? αλλά και η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος εμφανίζεται σ αυτό ιδεατά σαν χρήμα? σαν τιμή, το εμπόρευμα είναι ιδεατό χρήμα, και το χρήμα απέναντι στο εμπόρευμα δεν είναι παρά η πραγματικότητα της δικής του τιμής» (Μαρξ 1992: 820). Ο Μαρξ υποστηρίζεισταθερά από την πρώτη παράγραφο του Κεφαλαίουτον εγχρήματο χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανταλλαγής. Για να μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει τη μορφή εμφάνισης της αξίας ως χρήμα, εστιάζει την έρευνά του στον ποιοτικό χαρακτήρα των ανταλλακτικών σχέσεων μεταξύ των εμπορευμάτων, αναπτύσσοντας με αυτόν τον τρόπο τις συνθήκες σύνθεσης φαινομενικά ασύμμετρων σχέσεων. Έτσι η καπιταλιστική ανταλλαγή έχει τη δική της τροπικότητα: δεν μπορεί να «ειδωθεί» έξω από το χρήμα. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια μια παραπέρα αναλυτική δικαιολόγηση του ενδογενούςαυτού χαρακτήρα του χρήματος. 2.2. Tο εσωτερικό χρήμα στον Μαρξ Όταν ο Μαρξ έρχεται να εξετάσει περαιτέρω τη διαδικασία της κυκλοφορίας αναγνωρίζει σε αυτήν δυο δυνατές μορφές: την Ε-Χ-Εκαι την Χ-Ε-Χ [11]. Στην πρώτη μορφή,όπου ο κύκλος ξεκινάει από το εμπόρευμα και καταλήγει σε αυτό, τελικός σκοπός της πράξης είναι η ατομική κατανάλωση, δηλαδή η αξία χρήσης για την ικανοποίηση των υποκειμενικών αναγκών (Μαρξ 1996: 162). Ωστόσο ο Μαρξ δεν αναζητεί σε αυτή την πλευρά της κυκλοφορίας (δηλαδή την κίνηση των αξιών χρήσης) τους «μορφολογικούς προσδιορισμούς που θα μας οδηγήσουν παραπέρα. Η αξία χρήσης γίνεται στην κυκλοφορία μόνο αυτό που ήταν ανεξάρτητα από την κυκλοφορία και σαν προϋπόθεσή της: αντικείμενο μιας ορισμένης ανάγκης» (Μαρξ 1992: 821). Η διατύπωση αυτή ισοδυναμεί με μια «πρόωρη» επιλογή-απόρριψη, η οποία δεν επιβάλλεται από τις προϋποθέσεις της διαδικασίας παρουσίασης «δι εαυτήν», Σελίδα 3 / 17
αλλά από τη «φύση» του αντικειμένου του Κεφαλαίου: η καπιταλιστική παραγωγή ανάγει την ανταλλακτική αξία ως τελικό σκοπό της ανταλλαγής [12]. Έτσι στη δεύτερη μορφήο κύκλος Χ-Ε-Χ ξεκινάει και επιστρέφει στο χρήμα, οπότε «το κίνητρό του και ο καθοριστικός σκοπός του είναι η ίδια η ανταλλακτική αξία» (Μαρξ 1996: 162). Η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται ως προϋπόθεση και αποτέλεσμα της κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια «η ανταλλακτική αξία έχει καθοριστεί τώρα σαν διαδικασία» όπου το χρήμα «σαν μοναδική κατάλληλη ύπαρξη της ανταλλακτικής αξίας απέναντι σ όλα τα άλλα εμπορεύματα» εμφανίζεται ως αυτοσκοπός (Μαρξ 1992: 826). Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί: «Πραγματικά, η ανεξαρτητοποίηση της ανταλλακτικής αξίας στο χρήμα εμπεριέχει την αδιαφορία της απέναντι στην ιδιαίτερη αξία χρήσης όπου ενσωματώνεται. Το ανεξαρτητοποιημένο γενικό ισοδύναμο είναι χρήμα, είτε υπάρχει στη μορφή του εμπορεύματος είτε του χρήματος. Η ανεξαρτητοποίηση στο χρήμα πρέπει η ίδια να εμφανίζεται μόνο σαν ένα συνθετικό στοιχείο της κίνησης, σαν αποτέλεσμα βέβαια της κυκλοφορίας αλλά προορισμένο να την αρχίσει, όχι να παραμείνει σ αυτή τη μορφή» (Μαρξ 1992: 827). Για να είναι λοιπόν σε θέση να πραγματοποιηθεί η διαδικασία Χ-Ε-Χ, πρέπει η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος, ή αλλιώς η κοινωνική ανταλλαξιμότητά του, να έχει αποκτήσει στο χρήμα ανεξάρτητη υλική υπόσταση,η οποία ως τέτοια είναι αδιάφορη «απέναντι σε κάθε ιδιαίτερη αξία χρήσης». Επιπλέον στο επίπεδο αυτό της απλής κυκλοφορίας δεν είναι αποφασιστικής σημασίας το αν το χρήμα πρέπει να βασίζεται σε ένα ειδικά χρηματικό εμπόρευμα ή όχι [13]. Το «ανεξαρτητοποιημένο γενικό ισοδύναμο» αποτελεί βασικό «συνθετικό» της κίνησης της κυκλοφορίας, αναγκαία συνθήκη ύπαρξής της, σε οποιαδήποτε μορφή και αν το συναντάμε. Αυτό που μένει τώρα να αναζητηθεί είναι το «περιεχόμενο» του κυκλοφοριακού προτσές Χ-Ε-Χ. Επειδή κανείς κάτοχος χρήματος δε θα «διέτρεχε» όλη αυτή την πράξη για να βρεθεί στο τέλος με την ίδια ποσότητα χρήματος, εκ πρώτης όψεως η μορφή αυτή κυκλοφορίας φαίνεται «ανούσια και χωρίς περιεχόμενο» (Μαρξ 1996: 160), ενώ «η διαδικασία γίνεται παραφροσύνη, μια τρέλα που ξεπηδά από την ίδια την οικονομική διαδικασία» (Μαρξ 1992: 828). Ο Μαρξ για να ερμηνεύσει τη φαινομενική αυτή «οικονομική παραφροσύνη» εισάγει την έννοια της υπεραξίας, και για πρώτη φορά εντός του πλάνου της παρουσίασης η κυκλοφορία παύει να γίνεται αντιληπτή ως μια αφηρημένη βαθμίδα του συνολικού συστήματος, αλλά εμφανίζεται ως σφαίρα που αντανακλώνται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής: «Γι αυτό, το προτσές Χ-Ε-Χ δε χρωστάει το περιεχόμενό του σε μια ποιοτική διαφορά των άκρων του, γιατί και τα δυο είναι χρήμα, αλλά μόνο στην ποσοτική τους διαφορά. Τελικά αφαιρείται από την κυκλοφορία περισσότερο χρήμα απ όσο ρίχτηκε αρχικά σ αυτήν. (...) Επομένως η ολοκληρωμένη μορφή αυτού του προτσές είναι Χ-Ε-Χ, όπου το Χ =Χ+ΔΧ, δηλαδή ίσο με το χρηματικό ποσό που αρχικά προκαταβλήθηκε συν μια προσαύξηση. Αυτή η προσαύξηση ή αυτό το περίσσευμα πάνω από την αρχική αξία, το ονομάζω: υπεραξία» (Μαρξ 1996: 163). Για να αποκτήσει οικονομικό νόημα η κίνηση Χ-Ε-Χ, θα πρέπει η ποιοτική ομοιότητα των άκρων να συνοδεύεται από ποσοτική τους διαφοροποίηση: αύξηση της ανταλλακτικής αξίας και συσσώρευση χρήματος. Η προηγούμενη μορφή ανταλλαγής μπορεί να υπάρχει μόνο ως: Χ-Ε-Χ. Τώρα η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται ως υποκείμενο μιας διαδικασίας κατά την οποία η αναπαραγωγή συμπίπτει με την «αξιοποίησή» της: «αύξηση και διατήρηση συμπίπτουν (...) Η διατήρηση της ανταλλακτικής αξίας διαμέσου της κυκλοφορίας εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν αύξησή της, κι αυτή είναι η αυτο-αξιοποίησή της, η ενεργή τοποθέτησή της σαν αξίας που δημιουργεί αξία, σαν αξίας που αναπαράγει τον εαυτό της κι έτσι διατηρείται, αλλά ταυτόχρονα τοποθετεί τον εαυτό της σαν αξία, δηλαδή σαν υπεραξία» [14] (Μαρξ 1992: 830-29). Η ανταλλακτική αξία, λαμβάνοντας αυτοτελή μορφή στο χρήμα, έχει πλέον ανεξαρτητοποιηθεί από την κυκλοφορία [15]. Για να καταφέρει να διατρέξει το προτσές αξιοποίησης πρέπει να αποκτήσει την αυτοτελή Σελίδα 4 / 17
κοινωνική μορφή της άμεσης ανταλλαξιμότητας, δηλαδή τη μορφή του χρήματος, γιατί «σαν χρήμα η αξία βρίσκεται στην πάντοτε μετατρέψιμη μορφή της (...) μορφή με την οποία είναι πάντα έτοιμη για δράση» (Μαρξ 1979: 124). Η χρηματική μορφή είναι δομικό χαρακτηριστικό του προτσές αξιοποίησης και κατά συνέπεια της καπιταλιστικής ανταλλαγής, γιατί αποτελεί την υποχρεωτική προϋπόθεσή του: «Σαν το αναπτυσσόμενο υποκείμενο ενός τέτοιου προτσές, όπου πότε υποδύεται και πότε αποβάλλει τη μορφή του χρήματος και τη μορφή του εμπορεύματος, που όμως διατηρείται και αυξάνει μέσα σ αυτή την αλλαγή, η αξία χρειάζεται πριν απ όλα μιαν αυτοτελή μορφή, με την οποία να διαπιστώνεται η ταυτότητα με τον ίδιο τον εαυτό της. Και τη μορφή αυτή την έχει μόνο στο χρήμα. Γι αυτό το λόγο το χρήμα αποτελεί την αφετηρία και το τέρμα κάθε προτσές αξιοποίησης» (Μαρξ 1996: 167). Την ίδια στιγμή ως υποκείμενοτου προτσές αξιοποίησης έχει τεθεί ως «ενεργή», ως τελούσα μια πράξη: να δημιουργεί νέα αξία, να παράγει υπεραξία. Το προτσές αξιοποίησης μεταμορφώνεται σε προτσές «παραγωγής» υπεραξίας, ενώ η «ενεργή αξία» γίνεται «αυξανόμενη αξία, αυξανόμενο χρήμα και σαν τέτοιο είναι κεφάλαιο» (Μαρξ 1996: 168). Το χρήμα που διαγράφει τον κύκλο Χ-Ε-Χ είναι κεφάλαιο, και μάλιστα «είναι η πρώτη μορφή εμφάνισής του», ενώ ο κάτοχός του «σαν συνειδητός φορέας αυτής της κίνησης» μεταμορφώνεται τελικά σε κεφαλαιοκράτη (Μαρξ 1996: 159-160). «Έτσι ο τύπος Χ-Ε-Χ είναι στην πραγματικότητα ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, όπως εμφανίζεται άμεσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας» (Μαρξ 1996: 168, η έμφαση δική μας). Στη μορφή X-E-X δικαιώνεται η εμμονή του στην χρηματική διαμεσολάβηση της ανταλλαγής. Αν η ανάλυσή μας σταματούσε εδώ, το κεφάλαιο θα είχε προσδιοριστεί ως «ενεργή και αυτο-αξιοποιούμενη αξία». Με άλλα λόγια θα περιοριζόμασταν στη μορφή της κεφαλαιακής κίνησης όπως αυτή αποτυπώνεται στη διαμεσολαβημένη από την παραγωγή σφαίρα της κυκλοφορίας. Ταυτόχρονα θα προικίζαμε το χρήμα με μια «απόκρυφη ιδιότητα»: να γεννάει χρήμα επειδή το ίδιο είναι χρήμα (Μαρξ 1996: 167). Θα είχαμε εμφανίσει το κεφάλαιο όχι σαν κοινωνική σχέση, αλλά σαν αυτοτελή πηγή αξίας και υπεραξίας (Μαρξ 1985: 567-8). Προσθέτουμε συμπερασματικά: Πρώτον: Μπορεί ήδη από τον προσδιορισμό του εμπορεύματος (ενότητα αξίαςκαι αξίας χρήσης) να υπονοείται ο εγχρήματος χαρακτήρας της καπιταλιστικής ανταλλαγής [16], αλλά πρόκειται για μια τοποθέτηση που δεν μπορεί να ερμηνευτεί πλήρως και να «αποκτήσει» περιεχόμενο αν τουλάχιστο δεν εισαχθεί η έννοια του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο εμφανίζεται στην κυκλοφορία ως προτσές αξιοποίησης. Για να πραγματοποιηθεί το προτσές αξιοποίησης πρέπει να εξασφαλιστεί η ανταλλαξιμότητα του εμπορεύματος [17]. «Για να εξασφαλιστεί η ανταλλαξιμότητα του εμπορεύματος, αντιπαρατίθεται σ αυτό η ίδια η ανταλλαξιμότητα σαν αυτοτελές εμπόρευμα» (Μαρξ 1989: 143). Δεύτερον: Κατά τον Μαρξ η ανταλλαγή εμπορευμάτων πάντα είναι διαμεσολαβημένη «ανταλλαγή με ισοδύναμο». Στην πραγματικότητα το εμπόρευμα βρίσκεται στη διάσταση που ορίζεται από το χρήμα, υπάρχει πάντα με μια τιμή: «στο εμπόρευμα το υλικό έχει τιμή στο χρήμα η ανταλλακτική αξία έχει υλικό» (Μαρξ 1992: 816, αλλά και Μαρξ 1991: 57, 58). Η θέση αυτή θα χρησιμεύσει στην κατανόηση της κριτικής που απευθύνει ο Μαρξ στον Ricardo (βλέπε ενότητα 3), ο οποίος δεν κατάφερε να αποκαλύψει την ουσία της χρηματικής διαμεσολάβησης [18]. 2.3. Το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση και η χρηματική οικονομία Κατά τον Μαρξ «ο διαλεκτικός τρόπος παρουσίασης είναι σωστός μόνο όταν γνωρίζει τα όριά του» (Μαρξ 1992: 838-9). Αν υποτιμήθηκε κάτι στην προηγούμενη ανάλυση, αυτό είναι η σημασία της έννοιας της υπεραξίας, και η αποτελεσματικότητά της εντός της «διαλεκτικής της παρουσίασης», αφού με την εισαγωγή της αγγίζουμε για πρώτη φορά τα όρια της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας. Η «υπεραξία» δεν μας περνάει απλά στην έννοια του κεφαλαίου όπως αυτό τουλάχιστον εμφανίζεται στην σφαίρα της απλής κυκλοφορίας, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί παραπέρα καθορισμό που «δεν ανήκει στην ίδια την απλή κυκλοφορία» (Μαρξ Σελίδα 5 / 17
1992: 825). Προσδίδει οικονομικό περιεχόμενο στο προτσές αξιοποίησης, και την ίδια στιγμή στοχεύει προς μια κατεύθυνση η οποία μέχρι τώρα παρέμενε άγνωστη και «πίσω από τις πλάτες της κυκλοφορίας»: στο επίπεδο της παραγωγής. Ο Μαρξ προσπαθεί να αποκαλύψει (απο-φετιχοποιήσει) το μυστικό του κεφαλαίου, «την απόκρυφη ιδιότητα» της «ενεργής αξίας» να γεννάει αξία επειδή είναι και η ίδια αξία. Από τα προηγούμενα είναι φανερό ότι οι μορφικοί προσδιορισμοί και οι «νόμοι» της κυκλοφορίας, όπως έχουν αναπτυχθεί μέχρι στιγμής δεν μπορούν να «συμπεριλάβουν» ολοκληρωτικά την έννοια της υπεραξίας. Ο ίδιος ο Μαρξ επισημαίνει ότι: «η μορφή της κυκλοφορίας όπου το χρήμα μεταμορφώνεται σε κεφάλαιο αντιφάσκει με όλους τους νόμους που αναπτύξαμε προηγούμενα σχετικά με τη φύση του εμπορεύματος, της αξίας, του χρήματος και της ίδιας της κυκλοφορίας» (Μαρξ 1996: 168). Το σχετικό ερώτημα που φέρει μαζί της η διαδικασία της αξιοποίησης Χ-Ε-Χ, διατυπώνεται ως εξής: από τη στιγμή που στην κυκλοφορία ανταλλάσσονται αξιακά ισοδύναμα πώς προκύπτει η επιπλέον αξία ΔΧ; «η δημιουργία υπεραξίας κι επομένως η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε με το ότι οι πουλητές πουλάνε τα εμπορεύματα πάνω από την αξία τους, ούτε με το ότι οι αγοραστές τα αγοράζουν κάτω από την αξία τους (...) Όταν ανταλλάσσονται ισοδύναμα δεν γεννιέται υπεραξία, κι όταν ανταλλάσσονται μη-ισοδύναμα πάλι δε γεννιέται υπεραξία. Η κυκλοφορία ή η ανταλλαγή εμπορευμάτων δεν δημιουργεί αξία. (...) Δείξαμε ότι η υπεραξία δεν μπορεί να πηγάζει από την κυκλοφορία, ότι επομένως κατά τη δημιουργία της πρέπει να συντελείται κάτι πίσω από την πλάτη της κυκλοφορίας, κάτι που δε φαίνεται μέσα στην ίδια την κυκλοφορία» (Μαρξ 1996: 174, 176, 178). Αν η κυκλοφορία αποτελούσε την «αναγκαία επίφαση» μιας διαδικασίας (καπιταλιστική παραγωγή) που συντελείται πίσω από «την πλάτη της», τότε η έννοια της υπεραξίας είναι η έννοια κλειδίπου μας τοποθετεί για πρώτη φορά (σε επίπεδο παρουσίασης-παράθεσης των εννοιών) πέρα από την σφαίρα της ανταλλαγής. Η υπεραξία «εμφανίζεται»στην αγορά των εμπορευμάτων, αλλά βλέπει «το φως της ημέρας μόνο μέσα στο προτσές παραγωγής» (Μαρξ 1979: 40). Για να μπορεί ο κάτοχος χρήματος να πραγματοποιεί τον κύκλο Χ-Ε-Χ, και άρα να αντλεί υπεραξία, θα πρέπει στη σφαίρα της κυκλοφορίας να υπάρχει ένα κατάλληλο εμπόρευμα, τέτοιο ώστε «η ίδια η αξία του χρήσης να χει την ιδιόμορφη ιδιότητα νάναι πηγή αξίας» (Μαρξ 1996: 180). Και ως τέτοιο sui generis εμπόρευμαο Μαρξ εννοεί «την ικανότητα για εργασία, δηλαδή την εργατική δύναμη» (Μαρξ ό.π., η έμφαση δική μας). Έτσι, για να σε θέση ο κάτοχος χρήματος να πραγματοποιήσει το προτσές αξιοποίησης και να «δημιουργήσει» υπεραξία, πρέπει να έχουν διαμορφωθεί εκείνοι οι κοινωνικοί όροι που θα καθιστούν δυνατή την ανταλλαγή χρήματοςμε ικανότητα προς εργασία. Δύο είναι λοιπόν οι βασικές κοινωνικές προϋποθέσεις του προτσές αξιοποίησης: τόσο η ύπαρξη ελεύθερων εργατών (με την διπλή σημασία)όσο και κατόχων χρήματος. Είναι χρήσιμο, συνεπώς, να παραθέσουμε το παρακάτω απόσπασμα γιατί στη βιβλιογραφία συνηθίζεται συχνά να υπερτονίζεται η πρώτη προϋπόθεση σε βάρος της δεύτερης: «Όπως τα μέσα παραγωγής και τα μέσα συντήρησης, έτσι και το χρήμα και το εμπόρευμα δεν είναι καθόλου από μιας εξαρχής κεφάλαιο. Χρειάζεται να μετατραπούν σε κεφάλαιο. Η μετατροπή όμως αυτή μπορεί να συντελεστεί μοναχά κάτω από ορισμένους όρους, που συνοψίζονται στα παρακάτω: πρέπει ν αντικριστούν και νάρθουν σ επαφή δυο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μια μεριά, κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που σκοπός τους είναι ν αξιοποιήσουν το ποσό αξίας που κατέχουν, αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη? από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης κι επομένως πουλητές εργασίας» (Μαρξ 1996: 739) [19]. Όταν ολοκληρωθεί η ιστορική διαδικασία μετάβασης [20] στον καπιταλισμό, και άρα εγκαθίδρυσης του ΚΤΠ ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, ο καπιταλιστής διαθέτει την πραγματική κυριότητα επί της παραγωγής (ομολογίατων σχέσεων κυριότηταςκαι κατοχής [21] ): τόσο την εξουσία επί των αντικειμένων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής, όσο και τη διεύθυνση-έλεγχο της χρήσης των μέσων παραγωγής. Ο χαρακτηριστικός για τον ΚΤΠ αποχωρισμός της εργασίας από τα μέσα παραγωγής και συντήρησης (τους Σελίδα 6 / 17
«αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της εργασίας») (Μαρξ χ.χ.έ.: 109-10) έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνισή της (τον ιδιαίτερο ιστορικό τρόπο ύπαρξής της) ως εμπόρευμα, και μάλιστα ως ιδιαίτερο εμπόρευμα ικανό να παράγει υπεραξία. Σύμφωνα με το προηγούμενο απόσπασμα ο καπιταλιστής εμφανίζεται όχι μόνο ως κάτοχος των «μέσων παραγωγής και συντήρησης», αλλά και ως κάτοχος χρήματος. Δεν έχει λοιπόν να κάνει τίποτε περισσότερο «παρά να συνενώνει τις μάζες από χέρια και εργαλεία που βρίσκει μπροστά του. Τις συναθροίζει κάτω από τις διαταγές του. Αυτό είναι η πραγματική του συσσώρευση το σώριασμα εργατών σε διάφορα σημεία δίπλα στα εργαλεία τους» (Μαρξ 1990: 383). Για να πραγματοποιηθεί η παραγωγική διαδικασία ως προτσές κατανάλωσης της εργατικής δύναμης και προτσές παραγωγής εμπορευμάτων και υπεραξίας, πρέπει ο καπιταλιστής να κάνει χρήση της κοινωνικής εξουσίας που διαθέτει και να θέσει κάτω από την ίδια «στέγη» τους δυο ποιοτικά διαφορετικούς «συντελεστές παραγωγής» σύμφωνα με τον τύπο: όπου το Πσυμβολίζει το επίπεδο της παραγωγής, ενώ τα Δκαι Μπτην εργασιακή δύναμη και τα μέσα παραγωγής αντίστοιχα. Το χρηματικό απόθεμα που έχει στην κατοχή του ο κεφαλαιοκράτης αποτελεί την «υλική» έκφραση της κοινωνικής εξουσίας του να θέτει σε κίνηση τη διαδικασία παραγωγής [22]. Και αυτό μόνο ως κάτοχος της ανεξάρτητης έκφρασης της κοινωνικής ανταλλαξιμότητας όπως αυτή έχει υποστασιοποιηθεί κοινωνικά στο χρήμα μπορεί να το πράξει. Έτσι το χρήμα είναι η κατεξοχήν μορφή εμφάνισης της κεφαλαιακής σχέσης. Από τη στιγμή που στον καπιταλισμό οι διαδικασίες παραγωγής δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους αλλά ούτε και η εργασία «συναντάται» «δεμένη» στα μέσα παραγωγής, ο κεφαλαιοκράτης μόνο ως κάτοχος της «αυτοτελούς κοινωνικής ανταλλαξιμότητας», της «ισοδύναμης μορφής στην οποία σβήνει κάθε διαφορά των εμπορευμάτων» (Μαρξ 1996: 43) δύναται να επικυρώνει την εξουσία του και να θέτει στη διάθεσή του τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσειςγια την πραγματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Γι αυτό τον λόγο η ανάπτυξη των δομικών χαρακτηριστικών της εμπορευματικής κυκλοφορίας αποτελεί αναλυτική προϋπόθεση της κεφαλαιακής σχέσης, και είναι, όπως είδαμε, για τον ίδιο λόγο που η σφαίρα της κυκλοφορίας αντιμετωπίζεται από τον Μαρξ ως «επίφαση, αλλά αναγκαία επίφαση». Η ανταλλαγή ανάμεσα στο χρήμακαι την εργασιακή δύναμηείναι αυτή που χαρακτηρίζει τον ΚΤΠ. Στον εννοιακό προσδιορισμό της εργασίας ως sui generis εμπορεύματοςεμφανίζεται για πρώτη φορά το κεφάλαιο ως κοινωνική ταξική σχέση: «η ταξική σχέση κεφαλαιοκράτη και μισθωτού εργάτη υπάρχει κιόλας, προϋποτίθεται κιόλας τη στιγμή που και οι δυο αντικρίζονται στην πράξη Χ-Δ» (Μαρξ 1979: 29). Επιπλέον, στο σημείο αυτό εντοπίζεται τελικά και η αναγκαιότητα της χρηματικής μορφήςστον καπιταλισμό: «Η πράξη Χ-Δ είναι το χαρακτηριστικό της μετατροπής του χρηματικού κεφαλαίου σε παραγωγικό κεφάλαιο, γιατί αποτελεί τον ουσιαστικό όρο της πραγματικής μετατροπής της προκαταβλημένης με χρηματική μορφή αξίας σε κεφάλαιο, σε αξία που παράγει υπεραξία. Η πράξη Χ-Μπ χρειάζεται απλώς για να υλοποιηθεί η μάζα εργασίας που έχει αγοραστεί με την πράξη Χ-Δ. (...) Η πράξη Χ-Δ θεωρείται γενικά χαρακτηριστική για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής (...) λόγω της μορφής της, επειδή με τη μορφή του μισθού εργασίας αγοράζεται εργασία με χρήμα, και αυτό αποτελεί γνώρισμα της χρηματικής οικονομίας» (Μαρξ 1979: 27-8). Εμπορευματική κοινωνία είναι αποκλειστικά μια κοινωνία στην οποία η εργατική δύναμη υπάρχει με τη μορφή εμπορεύματος, και ιστορικά κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία. 2.4. ΚΤΠ, εμπορευματική παραγωγή, χρήμα: τελικές παρατηρήσεις Ήδη από την εποχή του κυκλοφόρησε ο Πρώτος Τόμος του Κεφαλαίου, η κυρίαρχη τάση στον μαρξισμό ήταν να λαμβάνεται η θεωρία της αξίας ως μια θεωρία των τιμών(δηλαδή υπολογισμού των ανταλλακτικών σχέσεων). Αυτό με τη σειρά του έχει δυο πολύ βασικά αποτελέσματα, τα οποία διαχέονται σε όλο το φάσμα της σχετικής βιβλιογραφίας. Πρώτον, υποτιμάται όλη εκείνη η ανάλυση του Μαρξ που αναδεικνύει τον εγχρήματο Σελίδα 7 / 17
χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, αφού η μαρξική θεωρία της αξίας αποτελεί κυρίως μια χρηματική θεωρία [23]. Δεύτερον, ανάγεται σε κεντρικό ζήτημα της συζήτησης για την αξία το πρόβλημα του (μαθηματικού) μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής. Όλη η προηγούμενη ανάλυση κινήθηκε σε μια κατεύθυνση διαφορετική. Η βασική θέση η οποία υποστηρίζεται από τον Μαρξ στο πρώτο μέρος του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίουείναι ότι: «το χρήμα στο μαρξικό σύστημα ανάλυσης είναι αυτοφυώς ενδογενές στην καπιταλιστική οικονομία, καθόσον συνιστά την υλική ενσάρκωση της βασικής δομικής σχέσης του συστήματος (της κεφαλαιακής σχέσης), την αναγκαία γενική μορφή εμφάνισης του κεφαλαίου στη λειτουργία του ως αυτοαξιοποιούμενης αξίας» (Μηλιός 2002). Η θέση αυτή μπορεί να προσεγγιστεί και από μια άλλη οπτική. Ο δομικά ενδογενής χαρακτήρας του χρήματος στην καπιταλιστική οικονομία τίθεται από τον Μαρξ ήδη από την πρώτη σειρά του Κεφαλαίου, όταν προσδιορίζει το εμπόρευμα σαν ενότητα αξίας και αξίας χρήσης. Η κοινωνική διάσταση συνεπώς του εμπορεύματος υπάρχει σε αναφορά με την έννοια της αξίας. Καθώς αναπτύσσονται οι μορφικοί προσδιορισμοί της κυκλοφορίας, η έννοια της αξίας γίνεται περισσότερο κατανοητή, και «η ίδια η αξία προσδιορίζεται συγκεκριμένα μόνο όταν το εμπόρευμα γίνει αντιληπτό ως προϊόν του κεφαλαίου» (Arthur 2003: 56). Ωστόσο κάτι τέτοιο έχει την ακόλουθη συνέπεια: αποτελεί μια εκ των υστέρων δικαιολόγηση της εμμονήςτου Μαρξ στην ανάπτυξη των μορφών της αξίας των συνθετικών στοιχείων της κυκλοφορίας και άρα στον εγχρήματο χαρακτήρα της ανταλλαγής. Μόνο όταν εισαχθεί η έννοια του κεφαλαίου αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος του χρήματος στην καπιταλιστική παραγωγή. Έτσι αν η αγοράστον καπιταλισμό αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία γιατί πραγματοποιεί την ειδικά καπιταλιστική σύνδεσητων διαφόρων ατομικών διαδικασιών παραγωγής μεταξύ τους, τότε πάντα ο καπιταλιστής θα εμφανίζεται ως κάτοχος χρήματος, ενώ το χρήμα θα αποτελεί τη γενική μορφή έκφρασης της οικονομικής του εξουσίας. Η μορφή Χ-Ε-Χ αποτελεί τον γενικό τύπο της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και δεν είναι απλώς η προσιδιάζουσα στον ΚΤΠ φόρμουλα, αλλά είναι η μοναδική ιστορικά φόρμουλα της εμπορευματικής παραγωγής. Επειδή κεφάλαιο είναι το αξιοποιούμενο χρήμα, δεν αρκεί μόνο η αυτοτελής έκφραση της κοινωνικής ανταλλαξιμότητας στο χρήμα για την πραγματοποίηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αλλά απαιτείται πάντα η χρηματική συσσώρευση, πάντα δηλαδή πρέπει ΔΧ=Χ -Χ>0. Συσσώρευση και αναπαραγωγή συμπίπτουν. Κοινωνικά μια ατομική διαδικασία καπιταλιστικής παραγωγής (ένα ατομικό κεφάλαιο) επικυρώνεται και αναπαράγεται μόνο με την παραγωγή υπεραξίας: «Η συσσώρευση ή η παραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα, που σαν μέσο για ολοένα πιο διευρυμένη παραγωγή υπεραξίας, επομένως για τον πλουτισμό του κεφαλαιοκράτη, εμφανίζεται σαν προσωπικός σκοπός του κεφαλαιοκράτη, και που εμπεριέχεται στη γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, γίνεται όμως σε συνέχεια με την εξέλιξή της ( ) ανάγκη για κάθε ατομικό κεφαλαιοκράτη. Το διαρκές μεγάλωμα του κεφαλαίου του γίνεται όρος της διατήρησης αυτού του κεφαλαίου». (Μαρξ 1979: 77). Εδώ χρειάζεται μια επιπλέον παρατήρηση. Η θεωρία της αξίας δεν διαμορφώνει απλά τον πυρήνα μια χρηματικής θεωρίας, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και έναν τρόπο με τον οποίο μπορούμε να περιγράψουμε τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής ως μια διαδικασία ταξικής εκμετάλλευσης. Η ανάλυση του κεφαλαίου ως η αυτοαξιοποίηση της αξίας κατ ανάγκη παραπέμπει στην ταξική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Έτσι η αξία αποτελεί στο μαρξικό κείμενο κεντρική κατηγορία για την κατανόηση του οικονομικού νόμου της κίνηση του ΚΤΠ (Gerstain 1986: 75, Jessop 1993, Arthur 2001). 3. Ορισμένα σημεία κριτικής στην Κλασική Πολιτική Οικονομία Είδαμε ότι ο Μαρξ από τις δυο βασικές μορφές κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε και Χ-Ε-Χ επιλέγει τη δεύτερη ως την πλέον κατάλληλη για την αναζήτηση των επιπλέον μορφικών προσδιορισμών που θα οδηγήσουν την ανάλυσή του «παραπέρα» [24], από τη σφαίρα της κυκλοφορίας, στον «απόκρυφο τόπο της παραγωγής» (Μαρξ 1996: 188), δηλαδή στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά «επιβάλλεται»(ή αλλιώς «υποδεικνύεται») από τη νέα θεωρητική προβληματική που εγκαινιάζεται με το μαρξικό έργο: Σελίδα 8 / 17
παραγωγή για την ανταλλαγή, παραγωγή με σκοπό την υπεραξία [25]. Έτσι η μορφή κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ δεν νοείται διαφορετικά, παρά μόνο ως η θεωρητική προϋπόθεση της γενικής φόρμουλας του κεφαλαίου Χ-Ε-Χ, όπου η αξία εμφανίζεται ως υποκείμενο της διαδικασίας αξιοποίησης. Μάλιστα ο τελευταίος τύπος είναι στην πραγματικότητα, όπως είπαμε, ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, όπως αντανακλάται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια, το χρήμα είναι η κατεξοχήν μορφή εμφάνισης της κεφαλαιακής σχέσης: «αυτό το τελευταίο προϊόν της εμπορευματικής κυκλοφορίας είναι η πρώτη μορφή εμφάνισης του κεφαλαίου» (Μαρξ 1996: 159). Στη βιβλιογραφία έχει επικρατήσει ο όρος Κλασική Πολιτική Οικονομίαγια να χαρακτηρίσει την οικονομική σκέψη από την εποχή του Adam Smith μέχρι την περίοδο των πρώτων νεοκλασικών. Ωστόσο πρόκειται για έναν μάλλον σχηματικό ορισμό, αφού στο εσωτερικό της «κλασικής» παράδοσης συγκροτούνται αντιφατικά και συγκρουσιακά θεωρητικά συστήματα σκέψης. Ήδη στον Πλούτο των Εθνώντου Smith μπορεί να αναζητηθεί η αφετηρία δυο διακριτών θεωρητικών παραδόσεων: της θεωρίας του πλεονάσματοςπου συγκροτείται γύρω από την εργασιακή θεωρία της αξίας και κορυφώνεται τόσο στην παρέμβαση του Ricardo όσο και στους μετά-ρικαρδιανούς σοσιαλιστές, αλλά και μιας προσέγγισης που πηγάζει θεωρητικά από τον ωφελιμισμόκαι τροφοδοτεί το σύστημα της ατομικιστικής ανταγωνιστικής ισορροπίαςπου ολοκληρώνεται στον Say [26]. Έτσι η διάκριση που εισάγει ο Μαρξ σε κλασικήκαι χυδαίαπολιτική οικονομία αντανακλά πολύ εύστοχα το θεωρητικό κλίμα της περιόδου [27]. Ωστόσο, αν κάτι παραμένει κοινό στις δυο θεωρητικές παραδόσεις της κλασικής σχολής είναι μια γενικά ενιαία αντίληψη για το αντικείμενο της οικονομικής ανάλυσης. Η κλασική πολιτική οικονομία αντιλαμβάνεται την παραγωγή ως μια ταξικά ουδέτερη διαδικασία δημιουργίας χρήσιμων αντικειμένων (αξιών χρήσης ή «πλούτου» βλέπε σχετικά Rubin 1994). Εντός μια τέτοιας θεωρητικής προβληματικής η στιγμή της κυκλοφορίας αποκτά έναν απλά διεκπεραιωτικό χαρακτήρα της μορφής: Ε-Χ-Ε [28]. Αυτό θα γίνει κατανοητό αν δώσουμε ένα επεξεργασμένο ορισμό του αντικειμένου της όπως για παράδειγμα τον συναντάμε στον John Stuart Mill [29] : «Η επιστήμη που ανιχνεύει τους νόμους των φαινομένων εκείνων της κοινωνίας που ανακύπτουν από τις συνδυασμένες λειτουργίες των ανθρώπων για την παραγωγή του πλούτου, στον βαθμό που αυτά τα φαινόμενα δεν τροποποιούνται από την επιδίωξη οποιουδήποτε άλλου στόχου. (...) Η πολιτική οικονομία θεωρεί ότι οι άνθρωποι ασχολούνται αποκλειστικά με την απόκτηση και την κατανάλωση πλούτου. Αποσκοπεί δε να δείξει την πορεία δράσης στην οποία θα εξωθούνταν οι άνθρωποι που ζουν σε κατάσταση κοινωνίας, εάν αυτό το κίνητρο, στον βαθμό που δεν αναχαιτίζεται από τα δύο διαρκή αντικίνητρα [σημείωση δική μας: τα οποία με τη σειρά τους αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και είναι η απέχθεια προς την εργασία και η επιθυμία άμεσης ικανοποίησης δαπανηρών απολαύσεων] ήταν ο απόλυτος γνώμονας όλων τους των πράξεων. Υπό την επίδραση αυτής της επιθυμίας, παρουσιάζει τους ανθρώπους να συσσωρεύουν πλούτο και να χρησιμοποιούν τον πλούτο αυτό για να παράγουν πλούτο (...) και να μετέρχονται ορισμένων μέσων (όπως το χρήμα, η πίστη κ.ά.)για να διευκολύνουν τη διανομή (...) Όλες αυτές οι λειτουργίες, παρότι πολλές απ αυτές είναι πράγματι το αποτέλεσμα πληθώρας κινήτρων, θεωρούνται από την πολιτική οικονομία ως εάν να απορρέουν αποκλειστικά από την επιθυμία του πλούτου. Η επιστήμη κατόπιν προβαίνει στην έρευνα των νόμων που διέπουν τις πολλαπλές αυτές λειτουργίες επί τη βάση της υποθέσεως ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον που καθορίζεται από την αναγκαιότητα της φύσης του, να προτιμά τη μεγαλύτερη ποσότητα του πλούτου από τη μικρότερη σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς καμία άλλη εξαίρεση εκτός από εκείνη που συνιστούν τα δυο ήδη αναφερθέντα αντικίνητρα» (Mill 1992:. 153, η έμφαση δική μας). [30] Το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικό και δημιουργεί «έντονη αίσθηση»αν το αντιπαραβάλουμε με την προηγηθείσα μαρξική ανάλυση. Βασικό αντικείμενο της ανάλυσης των κλασικών είναι η επισήμανση της «δράσης» των υποκειμένων, η οποία είναι το αποτέλεσμα της επενέργειας κινήτρων που πηγάζουν από την «ανθρώπινη φύση». [31] Βασική γενεσιουργός αιτία όλων των οικονομικών λειτουργιών στο πλαίσιο μιας κοινωνίας είναι η «επιθυμία του πλούτου». Και επειδή ο άνθρωπος επιθυμεί τον πλούτο για την ικανοποίηση ίδιων αναγκών, βασικός στόχος της οικονομικής ανάλυσης είναι οι συνδυασμένες συνειδητές πράξεις των οικονομικών υποκείμενων (τα οποία πλέον νοούνται ως υποκείμενα αναγκών) που στοχεύουν στο αντικείμενο Σελίδα 9 / 17
αυτών των αναγκών, δηλαδή στην αξία χρήσης. Ο πλούτος παράγεται με πλούτο, και ανεξάρτητα από τους τρόπους κάτω από τους οποίους (λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικά) τίθενται σε κίνηση οι νόμοι της φύσης (όσον αφορά την ύλη αλλά και την ανθρώπινη συμπεριφορά), η διανομή αυτού του πλούτου πραγματοποιείται με τη βοήθεια κάποιων τυπικών κοινωνικών συμβάσεων ή θεσμών: όπως το χρήμαή η πίστη. Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι: όλη η κλασική ανάλυση αναδεικνύει τη μορφή Ε-Χ-Ε, ως τη βασική μορφή της κυκλοφορίας, όπου σκοπός της παραγωγής είναι η αξία χρήσης (και άρα η ικανοποίηση των αναγκών) για την επίτευξη της οποίας τίθεται σε εφαρμογή ένας ουδέτερος κοινωνικός θεσμός. Άλλωστε είναι ο ίδιος ο Μαρξ που επισημαίνει ότι από τη στιγμή που η μορφή Ε-Χ-Εφαινομενικά «ανήκει στην εμπορευματική κυκλοφορία (...) είναι εύκολο όπως το κάνει η χυδαία οικονομολογία να συλλάβει κανείς το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής σαν απλή παραγωγή εμπορευμάτων, αξιών χρήσης, προορισμένων για κατανάλωση οποιουδήποτε είδους, που ο κεφαλαιοκράτης τα παράγει μόνο και μόνο για να τ αντικατασταίνει με εμπορεύματα διαφορετικής αξίας χρήσης ή για να τ ανταλλάσσει μ αυτά, όπως βεβαιώνει λαθεμένα η χυδαία οικονομολογία» (Μαρξ 1979: 67). Έτσι, σε αντίθεση με τον Μαρξ οι κλασικοί συγγραφείς βρίσκονται «εγκλωβισμένοι» στη μορφή κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε : το χρήμα «καλείται» μετά το πέρας της διαδικασίας παραγωγής πλούτου (= συσσώρευση αξιών χρήσης), σαν ένας απλός ενδιάμεσος που διευκολύνει και επιταχύνει τη διανομή, μια απλά διαμεσολαβητική μορφή της, ένα τεχνικό μέσο διευκόλυνσης. Σε τελευταία ανάλυση η φόρμουλα E-X-E, μπορεί να παρασταθεί ως Ε-Ε, κάτι που ισοδυναμεί με αντιπραγματισμό. Πολύ χαρακτηριστικό σε αυτή την κατεύθυνση είναι το παρακάτω απόσπασμα από τον Smith: «ο χρυσός και ο άργυρος που κυκλοφορούν σε μια χώρα μπορούν να συγκριθούν ακριβώς μ ένα μεγάλο δρόμο, ο οποίος (...) χρησιμεύει για την κυκλοφορία και τη μεταφορά στην αγορά όλων των ζωοτροφών και των σιτηρών της χώρας, ο ίδιος δεν παράγει ούτε ένα σπυρί σιτηρών, ούτε ένα φυλλαράκι χλόης» (Smith 2000: II.ii.86). Κατά συνέπεια στην προβληματική της κλασικής σχολής είναι η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος με ένα άλλο και όχι η κυκλοφορία του χρήματος, που χαρακτηρίζει την «οικονομία της αγοράς» (βλέπε επίσης Μηλιός κ.ά. 2000). Στην «ποσοτική θεωρία του χρήματος»ολοκληρώνεται ο ουδέτερος δηλαδή απλά διαμεσολαβητικός χαρακτήρας της ανταλλαγής. Η «πραγματική ποσότητα» του χρήματος είναι αυτή που απαιτείται από το πλήθος των ανταλλαγών, αφήνοντας την ονομαστική χρηματική ποσότητα ελεύθερη να διαμορφώνει το επίπεδο των τιμών. Η «ποσοτική θεωρία» [32] θεμελιώνει με αυτόν τον τρόπο τη διχοτόμηση του «πραγματικού» από το «χρηματικό» τομέα της οικονομίας. Ο Μαρξ όταν επεξεργάζεται το γενικό θεωρητικό του πλάνο σημειώνει σχετικά: «Η μορφή Ε-Χ-Ε, αυτό το ρεύμα της κυκλοφορίας όπου το χρήμα παρουσιάζεται μόνο σαν μέτρο και νόμισμα, εμφανίζεται άρα κι αυτή απλά σαν διαμεσολαβημένη μορφή της ανταλλαγής σε είδος, χωρίς καμία μεταβολή στη βάση και το περιεχόμενο της τελευταίας. Γι αυτό η συνείδηση των λαών αντανακλά το χρήμα, στον προσδιορισμό του μέτρου και νομίσματος, σαν αυθαίρετες εφευρέσεις που υιοθετήθηκαν συμβατικά, για λόγους ευκολίας (...) Η τιμή δεν είναι παρά καθορισμένη έκφραση της ανταλλακτικής αξίας, η γενικά-κατανοητή έκφραση της ανταλλακτικής αξίας στη γλώσσα της ίδιας της κυκλοφορίας όπως τώρα το νόμισμα, που κι αυτό μπορεί να υπάρχει σαν απλό σύμβολο, δεν είναι παρά αισθητή έκφραση της ανταλλακτικής αξίας όμως σαν μέσο ανταλλαγής παραμένει ακριβώς, και αποκλειστικά, μέσο για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων, και άρα δεν αποκτά κανένα καινούργιο περιεχόμενο» (Μαρξ 1992: 823). Ο Μαρξ με το προηγούμενο απόσπασμα ασκεί κριτική στην ανάλυση της κλασικής σχολής που αποδίδει την καπιταλιστική ανταλλαγή σαν μια διαδικασία αντιπραγματισμού, απλά διαμεσολαβημένης από το χρήμα. Η κλασική πολιτική οικονομία (συγκεκριμένα αναφέρεται στον Ricardo) επαναλαμβάνει ένα θεμελιακό λάθος: «το χρήμα και η ίδια η ανταλλαγή (η κυκλοφορία) εμφανίζονται (...) μονάχα σαν καθαρά τυπικό στοιχείο (...). Πουθενά δεν ερεύνησε τη μορφή της διαμεσολάβησης» (Μαρξ 1990: 242). Στο σημείο αυτό έγκειται και η μεγάλη αδυναμία της ρικαρδιανής θεωρίας της αξίας, για την υπέρβαση της οποίας ο Μαρξ εισάγει την έννοια της αφηρημένης εργασίας. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στον καπιταλισμό, ο ιδιαίτερος καθορισμός Σελίδα 10 / 17
της ως δημιουργού ανταλλακτικής αξίας, παραβλέπεται από την ανάλυση του Ricardo (Μαρξ 1982: 192), αφού σε μια κοινωνία ταξικά ουδέτερης υλικής παραγωγής, η «ανταλλαγή μπορεί να παραμεριστεί ολότελα (...) άρα και από οικονομική άποψη, παρόλο που αφετηρία είναι η ανταλλακτική αξία, οι καθορισμένες οικονομικές μορφές τηςίδιας της ανταλλαγής δεν παίζουν απολύτως κανένα ρόλο στην πολιτική οικονομία του Ρικάρντο» (Μαρξ 1990: 245,7). Βέβαια, η παρατήρηση αυτή αφορά όλη την κλασική παράδοση. Η τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνει η τελευταία το ζήτημα του χρήματος διατηρείται στις γενικές τους γραμμές και στους «νεοκλασικούς», μέχρι την εποχή του Keynes. Η προσπάθεια του τελευταίου να θεμελιώσει μια θεωρία του εσωτερικού χρήματος ακολουθήθηκε μόνο από τους μετα-κεϋνσιανούς οικονομολόγους, οι οποίοι ολοκληρώνουν την κριτική τους στο σύστημα της νεοκλασικής γενικής ισορροπίαςμε μια μη ουδέτερη χρηματική θεωρία (για μια συνοπτική αναφορά στις προσεγγίσεις αυτές βλέπε Itoh & Lapavitsas 1999: 207-45, Mollo 1999): [33] «Ο Keynes έσπασε την παλιά διχοτόμηση έδειξε ότι οι πραγματικές δυνάμεις δεν μπορούν με κανένα τρόπο να βασίζονται σε μια δεδομένη ισορροπία, όσο καλά και να συμπεριφέρεται το νομισματικό σύστημα» (Robinson 1971: 75). Ωστόσο οι βασικές θεωρητικές γραμμές της κλασικής ορθοδοξίας εξακολουθούν να ορίζουν το κυρίαρχο πλαίσιο ανάλυσης και τη μετά Keynes περίοδο: τόσο στη σύγχρονη μονεταριστική παράδοση που με συνέπεια εκφράστηκε στο πρόσωπο του M. Friedman, όσο στη «εκλεπτυσμένη» προσπάθεια της «Νεοκλασικής Σύνθεσης» που ξεκινάει από τον Hicks (Davidson 1994: 26). Ο πρώτος μάλιστα συνοψίζει τη θέση ότι στη μακροχρόνια περίοδο το χρήμα είναι ουδέτερο και μόνο βραχυχρόνια μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα επί της πραγματικής οικονομίας ως εξής: «Θεωρώ την περιγραφή της θέσης μας πως το χρήμα είναι η αποκλειστική αιτία των αλλαγών στο ονομαστικό εισόδημα και των βραχυχρόνιων αλλαγών στο πραγματικό εισόδημα σαν μια υπερβολή η οποία εντούτοις δίνει τη σωστή αίσθηση των συμπερασμάτων μας» (Friedman 1970: 27). Τελικά η προσπάθεια του Μαρξ να παρουσιάσει το χρήμα όχι ως έναν απλό κοινωνικό θεσμό, αλλά ως αναγκαία έκφραση μιας κοινωνικής διαδικασίας η οποία απαραίτητα «στηρίζει» την κεφαλαιακή συσσώρευση και αποτελεί «ενσάρκωση της κεφαλαιακής σχέσης», καθιστά την μαρξική κριτική επιστημονικά επίκαιρη. Ο Μαρξ αναδεικνύει στο έργο του έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο «ερευνά την ενότητα» της καπιταλιστικής κοινωνίας και «προσδιορίζει τους ιδιαίτερους τρόπους ύπαρξης της»: «κριτικάρω την Πολιτική Οικονομία δεν μπορεί να σημαίνει ασκώ κριτική ή διορθώνω μια ανακρίβεια ή ένα επιμέρους σημείο ενός κλάδου δεν σημαίνει καν καλύπτω τα κενά του, γεμίζω τα χάσματά του, εξακολουθώντας ένα διερευνητικό έργο που σε μεγάλο βαθμό έχει ήδη γίνει» (Althusser κ.α. 2003: 397). Η κριτική του Μαρξ στηρίζεται σε ένα νέο θεωρητικό πεδίοπου ορίζει μια νέα προβληματική [34] σε αντιστοιχία ένα νέο θεωρητικό αντικείμενο.η δομή του νέου θεωρητικού συστήματος, προικίζει τον Μαρξ με μια τεράστια κριτική δυνατότητα να «βλέπει» [35] το πραγματικό αντικείμενο τόσο ολοκληρωμένα, όσο κανείς κλασικός συγγραφέας δεν κατάφερε. Σαν τελικό συμπέρασμα, νομίζουμε ότι μπορούμε να κρατήσουμε την παρακάτω θέση: η κλασική σχολή δεν φτάνει ποτέ σε μια χρηματική θεωρία γιατί δεν διαθέτει μια θεωρία του κεφαλαίου, δηλαδή μια θεωρία της ταξικής εκμετάλλευσης. Βιβλιογραφικές αναφορές Althusser, L. 1986, «Η Έννοια του Οικονομικού Νόμου στο Κεφάλαιο», Θέσεις, τεύχος 15, σσ. 65-82. Althusser, L., Balibar, E., Establet, R., Macherey, P., Ranciere, J. 2003, Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Arthur, C. 2001, «Value, Labour and Negativity», Capital & Class, vol. 73: 15-39. Arthur, C. J. 2003, «Κεφάλαιο και Εργασία», Θέσεις, τεύχος 82, σσ. 53-77. Σελίδα 11 / 17
Davidson, P. 1994, Post Keynesian Macroeconomic Theory, Great Britain: Edward Elgar. Dobb, M. 1976, Θεωρίες της Αξίας και της Διανομής, Αθήνα: Gutenberg. Fine, B. 1986, «On Marx s Theory of Agricultural Rent», in The Value Dimensionedited by Ben Fine, Routledge & Kegan Paul. Friedman, M. 1971, «A Theoretical Framework for Monetary Analysis», in Milton Friedman's Monetary Framework, edited by Robert J. Gordon, USA: The University of Chicago Press. Foley, D. K. 2000, «Recent Developments in the Labor Theory of Value», Review of Radical Political Economics, vol. 32, pp. 1-39. Gerstein, I. 1986, «Production, Circulation and Value», in The Value Dimensionedited by Ben Fine, Routledge & Kegan Paul. Heinrich, M. 2003, «Χρηματική Θεωρία της Αξίας, Χρήμα και Πίστη», Θέσεις, τεύχος 82, σσ. 45-52. Henry, J. F. 1990, The Making of Neoclassical Economics, Boston: Unwin Hyman. Itoh, M. & Lapavitsas, C. 1999, Political Economy of Money and Finance, London: Macmillan. Jessop, B. 1993, «Πολικές Αρκούδες και Ταξική Πάλη: Πολύ Περισσότερο Από Μια Αυτοκριτική», στο Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφήεπιμέλεια Werner Bonefeld, John Holloway, Αθήνα: Εξάντας. Μαρξ, Κ. 1989, Grundrisse, τόμος Α, Αθήνα: Στοχαστής. Μαρξ, Κ. 1990, Grundrisse, τόμος Β, Αθήνα: Στοχαστής. Μαρξ, Κ. 1992, Grundrisse, τόμος Γ, Αθήνα: Στοχαστής. Μαρξ, Κ. 1982, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος ΙΙ, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. 1985, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος ΙΙΙ, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. 1996, Το Κεφάλαιο, τόμος Ι, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. 1979, Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. 1978, Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Μαρξ, Κ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης) Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής[VI ανέκδοτο κεφάλαιο], Αθήνα: Α/συνέχεια. Μαρξ, Κ. 1991, Εμπόρευμα και Χρήμα, Αθήνα: Κριτική. Μαρξ, Κ. 1993, Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph Wagner, Αθήνα: Κριτική. Μηλιός, Γ. 1997, Τρόποι Παραγωγής και Μαρξιστική Ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Μηλιός, Γ. 2002, «Υπεραξία και Υπερεργασία, Η Χρηματική Θεωρία της Αξίας του Μαρξ Απέναντι στην Σελίδα 12 / 17
Κλασική Έννοια της Αξίας ως Δαπανώμενης Εργασίας», Θέσεις, τεύχος 80, σσ. 53-90. Milios, J 2002, «Theory of Value and Money. In Defence of the Endogeneity of Money», σε Sixth International Conference in Economics - Economic Research Center, METU, Ankara, September 11-14. Μηλιός, Γ., Οικονομάκης, Γ., Λαπατσιώρας, Σ. 2000, Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Milios, J., D. Dimoulis and G. Economakis 2002, Karl Μarx and the Classics. An Essay on Value, Crises and the Capitalist Mode of Production, Aldershot Burlington USA Singapore Sidney: Ashgate. Mill, J. S. 1992, «Περί του Ορισμού της Πολιτικής Οικονομίας και της Προσήκουσας Προς Αυτήν Μεθόδου Έρευνας», στο Κείμενα Πολιτικής Οικονομίας και Θεωρίας της Πολιτικής, επιμέλεια Μανόλης Αγγελίδης Κοσμάς Ψυχοπαίδης, Αθήνα: Εξάντας. Mollo, M. L. R. 1999, «The Endogeneity of Money. Post-Keynesian and Marxian Concepts Compared», Research in Political Economy, vol. 17: 3-26. Οικονομάκης, Γ. 2000, Ιστορικοί Τρόποι Παραγωγής, Καπιταλιστικό Σύστημα και Γεωργία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Πουλαντζάς, Ν. 1985, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, τόμος Α, Αθήνα: Θεμέλιο. Ricardo, D. 1992, Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, Αθήνα: Γκοβόστης. Robinson, J. 1971, Economic Heresies, London: Macmillan. Rubin, I. I, 1994, Ιστορία Οικονομικών Θεωριών, Αθήνα: Κριτική. Schumpeter, J. 1994, History of Economic Analysis, New York: Oxford University Press. Screpanti, E., Zamagni, S. 2002, Η Ιστορία της Οικονομικής Σκέψης, τόμος Α, Αθήνα: Τυπωθήτω. Smith, A. 2000, Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών. Βιβλία Ι&ΙΙ, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. [1] Αναθεωρημένη μορφή της εισήγησης των συγγραφέων στο τριήμερο συζήτησης που διοργάνωσαν οι Θέσεις στο διάστημα 27/9 έως 29/9/02, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι ετών εκδοτικής προσπάθειας (80 τεύχη). [2] Στην πραγματικότητα η ανάλυση που ακολουθεί αφορά το σύνολο των χρηματικών μορφών όπως συναντώνται στην καθημερινή «κυκλοφορία» οργανωμένες εντός ενός συγκεκριμένου «θεσμικού» συστήματος έκδοσης και επικύρωσης-υποστήριξης. Μπορεί οι χρηματικές αυτές μορφές να πραγματοποιούν ένα σύνολο διαφορετικών λειτουργιών εσωτερικών στη διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας αναπαραγωγής, αλλά πάντα αποτελούν «αυτό που λέμε» χρήμα. [3] Η θέση αυτή έχει διατυπωθεί ρητά αρκετές φορές και από τον ίδιο τον Μαρξ: «αν ερευνούσαμε παραπέρα για να βρούμε κάτω από ποιες συνθήκες όλα τα προϊόντα ή έστω μόνο η πλειονότητά τους παίρνουν τη μορφή του εμπορεύματος, θα βρίσκαμε ότι αυτό γίνεται μόνο πάνω στη βάση ενός ολότελα ειδικού τρόπου παραγωγής, του κεφαλαιοκρατικού» (Μαρξ 1996: 182). Σελίδα 13 / 17