Η μεταρρύθμιση στο χώρο της έρευνας Η εδραίωση και ενίσχυση της ερευνητικής δραστηριότητας στις θετικές και στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στην τεχνολογία, καθώς η διάχυση των αποτελεσμάτων της έρευνας στην κοινωνία με στόχο τη βελτίωση της καθημερινής ζωής των πολιτών αποτελούν κεντρική επιλογή του κόμματός μας. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρη παραγωγή νέας γνώσης και ανάπτυξη τεχνολογιών σε πολλούς τομείς παράλληλα (επιστήμες ζωής, πληροφορική, ηλεκτρονική, νέα υλικά, επικοινωνίες, κ.ά.). Παραγωγή η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες αλλά θέτει και νέα, σύνθετα κοινωνικά ζητήματα (βιοηθική, περιβάλλον, αναδιανομή πόρων, καταμερισμός εργασίας) τα οποία επανατοποθετούν τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες ως βασικούς συντελεστές κατανόησης των σύγχρονων κοινωνιών και διαμόρφωσης πολιτικών. Το κόμμα μας πιστεύει ότι η έρευνα και καινοτομία είναι βασικοί τομείς στους οποίους θα πρέπει να επενδύσουμε ως στρατηγική επιλογή εξόδου από την σημερινή κρίση. Στις κοινωνίες μας ο δημόσιος τομέας αναλαμβάνει την κύρια ευθύνη μετάδοσης της συσσωρευμένης γνώσης, διαμέσου του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και αυτή της διεύρυνσης των γνωστικών οριζόντων με κύριο μηχανισμό το δημόσιο ερευνητικό σύστημα. Η καινοτομία, η οποία είναι μερικές φορές η απόληξη μιας ερευνητικής δραστηριότητας, αποτελεί τη βάση παραγωγής νέων προϊόντων, υπηρεσιών και μεθόδων στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο η καινοτομία δεν είναι γραμμικά συνδεδεμένη με την έρευνα. Οι έρευνες δεν καταλήγουν πάντοτε σε καινοτομίες. Κατά συνέπεια η έρευνα, βασική και εφαρμοσμένη, δεν πρέπει να αξιολογείται μόνο μέσα από το πρίσμα της καινοτομίας. Αντίθετα πρέπει να έχει την θέση που της ανήκει ως μηχανισμός παραγωγής νέας γνώσης. Κατά συνέπεια, η δημιουργία της κοινωνίας της γνώσης του εικοστού πρώτου αιώνα είναι πρωτίστως υπόθεση δημόσιων πολιτικών και όχι υπόθεση των αγορών. Ας σημειωθεί ότι οι μηχανισμοί της αγοράς όπου εμπλέκονται οι πατέντες και τα δικαιώματα αποκλειστικότητας αποτελούν οντότητες διπλής υπόστασης, από τη μια πλευρά λειτουργούν ως δίχτυ προστασίας και δημιουργίας κέρδους για τον καινοτόμο παραγωγό αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν περιστασιακά μονοπώλια τα οποία προκαλούν δραματικές αυξήσεις προϊόντων (π.χ. φαρμάκων) αλλά και καθυστερήσεις στην επιστημονική πρόοδο. Απαιτούνται μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, εθνικού και ευρωπαϊκού επιπέδου, σε έρευνα και τεχνολογία, δημόσια εκπαίδευση, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, υλικό ελεύθερης πρόσβασης προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε όλους τους πολίτες βασικών δημόσιων αγαθών. Η ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ευημερία των Ελλήνων στις δεκαετίες που έρχονται. Με βάση την αξιόπιστη και συστηματική σε παγκόσμιο επίπεδο μελέτη PISA 2009 1 για τους νέους 15 ετών, η χώρα μας απέχει στατιστικά πολύ από τον μέσο όρο επιδόσεων των χωρών του ΟΟΣΑ (32 η στην κατανόηση γραπτού λόγου, 39 η στα μαθηματικά, 40 η στις επιστήμες). Τα 1 Organization for Economic Co- operation and Development, Program for International Student Assessment, PISA 2009 Results.
στοιχεία αυτά δείχνουν ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό παρέχει μια πληθώρα «αδρανών» γνώσεων χωρίς να αναπτύσσει τις κριτικές δεξιότητες. Έτσι οι μαθήτριες και οι μαθητές δεν είναι εξοικειωμένοι και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε σταθμισμένες αξιολογήσεις που βασίζονται στη λογική του κριτικού εγγραμματισμού. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνδεθεί η εκπαιδευτική πρακτική με την ερευνητική δραστηριότητα και να ανοίξουν οι πόρτες των Ερευνητικών Κέντρων στις μαθήτριες και στους μαθητές. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις φοιτήτριες και τους φοιτητές. Σε σχέση με την έρευνα αυτή καθ αυτή πρέπει να επισημάνουμε ότι η ακαθάριστη δημόσια δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία (Ε&Τ) βρίσκεται στο 0.58% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 2.01%. Η συμμετοχή μας όμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έδωσε τη δυνατότητα στο ερευνητικό μας δυναμικό (ΑΕΙ +ΕΚ), διαμέσου κυρίως των ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων, να παρουσιάσει μια δυναμική ανάπτυξη και ένα διακριτό στίγμα στο παγκόσμιο προσκήνιο. Ο αριθμός των διεθνών συν- δημοσιεύσεων ανά εκατομμύριο πληθυσμού (438) είναι πολύ κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (491). Αντίστοιχη είναι και η ποιότητά τους με μέτρο σύγκρισης το ποσοστό των δημοσιεύσεων οι οποίες έχουν τον υψηλότερο αριθμό αναφορών διεθνώς (11% για την Ελλάδα και 11.6% για την ΕΕ) 2. Από την άλλη πλευρά όμως ο αριθμός των διεθνών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι εξαιρετικά χαμηλός (4.00 ανά δις. του ΑΕΠ για τον μέσο όρο της ΕΕ και 0.44 για την Ελλάδα). Αυτό αποτελεί ένδειξη της σχετικής αδυναμίας του ιδιωτικού τομέα και αντανακλά τη χαμηλή ερευνητική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα και έκφραση μιας δομικής αδυναμίας της ελληνικής κοινωνίας η οποία σχετίζεται με τον χαμηλό βαθμό αλληλεπίδρασης του εκπαιδευτικού και ερευνητικού συστήματος με τον παραγωγικό τομέα. Είναι λοιπόν απαραίτητο να αναπτυχθούν πολιτικές που θα δημιουργήσουν διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα σ αυτούς τους δύο χώρους, χωρίς να καταλύεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τους. Το δημόσιο ερευνητικό σύστημα πρέπει να παραμείνει ο χώρος όπου διεξάγεται ο κύριος όγκος της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας διαχέονται στην κοινωνία (στην επιστημονική κοινότητα, στην εκπαίδευση, στην πολιτική, στον παραγωγικό τομέα κ.λπ) με πολλούς και πολλαπλούς τρόπους ενώ ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αναλάβει αφενός την εξαγωγή καινοτομιών (προϊόντων / υπηρεσιών /μεθόδων) από την νέα γνώση που παράγεται και αφετέρου να διατυπώνει τις ανάγκες του προς τους ερευνητικούς φορείς. Δεδομένου ότι την τελευταία δεκαετία δεν υπήρξε ουσιαστική προσπάθεια διαμόρφωσης εθνικού στρατηγικού σχεδίου έρευνας και ανάπτυξης, σήμερα είναι επιτακτικός ο συντονισμός σε εθνικό επίπεδο και η ανάδειξη των εστιών αριστείας και καινοτομίας προς όφελος όλης της κοινωνίας. Ο ερευνητικός χώρος αναπτύχθηκε αυτόνομα λόγω της χρόνιας απουσίας δημόσιου ενδιαφέροντος και ερευνητικής πολιτικής. Είναι από τους ελάχιστους τομείς οι οποίοι έχουν επανειλημμένα αξιολογηθεί από διεθνείς επιτροπές. Έχει έντονο Ευρωπαϊκό προσανατολισμό που πρέπει να αξιοποιηθεί 2 European Union Competitiveness report 2011
και να διατηρηθεί η σημερινή καλή διεθνή του θέση. Τα δεδομένα 3 της τελευταίας εικοσαετίας δείχνουν αυξημένη αποτελεσματικότητα των ερευνητικών κέντρων της ΓΓΕΤ σε σχέση με τον ερευνητικό ιστό που έμεινε εκτός ΓΓΕΤ και του αντίστοιχου θεσμικού πλαισίου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι απαραίτητο: να υιοθετηθεί ένα πρότυπο παιδείας, που να συνδυάζει τη μεταβίβαση της συσσωρευμένης γνώσης στις νέες γενιές με τη διεύρυνση των οριζόντων της γνώσης, μέσω της συνεχούς αναζήτησης, της αμφισβήτησης, της πειραματικής διαδικασίας και του έλλογου συνειρμού. να διαμορφωθεί ένας ενιαίος ερευνητικός χώρος που θα ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση και τη συνέργεια μεταξύ ΑΕΙ, Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) και του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού. Ειδικότερα για το τριτοβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης και το αντίστοιχο της έρευνας, χρειάζεται να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο και να αναπτυχθούν οι πρακτικές εκείνες που να επιτρέπουν τη διαμόρφωση δύο λειτουργικά ισότιμων και συμπληρωματικών συστημάτων, που το καθένα να διατηρεί τα δικά του, αυτόνομα χαρακτηριστικά Με βάση την παραπάνω αποτίμηση της σημερινής κατάστασης του ερευνητικού συστήματος της χώρα η ΔΗΜΑΡ προτείνει την παρακάτω δέσμη μέτρων ενίσχυσης της έρευνας: 1. Η συνολική εθνική ερευνητική προσπάθεια στην οποία εμπλέκονται τα δημόσια ερευνητικά εργαστήρια, τα σποραδικά εργαστήρια του ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο συντονισμού των εμπλεκομένων υπουργείων υπό την αιγίδα μιας τελικής εποπτείας την οποία θα ασκεί ένα νέο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Τεχνολογίας. 2. Ουσιαστική και ριζική αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού. Η αναδιάρθρωση αυτή σε πρώτη φάση θα πρέπει να στοχεύει στο σύνολο των Ερευνητικών Κέντρων και φορέων από όλα τα Υπουργεία με στόχο την κατάργηση των αλληλοεπικαλύψεων και τον συντονισμό του συστήματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εποπτεία όλων των ερευνητικών φορέων και δραστηριοτήτων από τη ΓΓΕΤ, με ενιαίο νομοθετικό θεσμικό πλαίσιο και ενιαίο τρόπο αξιολόγησης. Αντιμετωπίζουμε θετικά τη δημιουργία ενός ενιαίου ερευνητικού φορέα, ενός Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών και Τεχνολογικών Ερευνών, που θα περιλαμβάνει στους κόλπους του όλους τους ερευνητικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στον ελληνικό χώρο. Αυτή η λύση έχει σημαντικά πλεονεκτήματα γιατί επιτρέπει την σωστή κατανομή των οικονομικών πόρων, του ανθρώπινου δυναμικού και των υποδομών, και επιπλέον αποφεύγονται οι επικαλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αδιαφάνειας, αναξιοκρατείας και πελατειακών πρακτικών Στο πλαίσιο αυτό σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η αναδιάρθρωση του ιστού των 3 Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Ελληνικές επιστημονικές δημοσιεύσεις 1993-2008
ΑΕΙ. Η προτεινόμενη πολιτική στοχεύει στην εξοικονόμηση πόρων και στην αποτελεσματικότητα κλίμακας, καθώς η λειτουργική ενοποίηση και ο συντονισμός του συνόλου του δημόσιου επιστημονικού δυναμικού της χώρας ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των ερευνητικών μονάδων. 3. Η ανάδειξη της αριστείας προϋποθέτει την δημοκρατική οργάνωση της εσωτερικής ζωής των Ερευνητικών Κέντρων και των ΑΕΙ. Είμαστε υπέρ της ενίσχυση της αυτονομίας των Ερευνητικών Κέντρων και της καθοριστικής συμμετοχής του ερευνητικού δυναμικού στα όργανα διοίκησης. Είναι πλέον σαφές σε όλους ότι το σημερινό μοντέλο διοίκησης των ινστιτούτων/ ΕΚ, το οποίο χαρακτηρίζεται από ισχυρά στοιχεία θεσμικού αυταρχισμού που οδηγεί σε στρεβλώσεις, οι οποίες συχνά παίρνουν ακραίες μορφές, όπου το ατομικό συμφέρον και ιδιοτέλεια των ασκούντων την εξουσία, επικρατούν σε βάρος του συλλογικού συμφέροντος και της προώθησης της επιστημονικής έρευνας. Το μοντέλο αυτό πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του σε μορφές οργάνωσης που να επιτρέπουν τη λογοδοσία και τη διαφάνεια. Για το λόγο αυτό οι ερευνητές πρέπει να έχουν αποφασιστικό λόγο στα όργανα διοίκησης αφενός για να ελέγχουν την υλοποίηση του στρατηγικού ερευνητικού σχεδίου που οι ίδιοι έχουν εκπονήσει, αφετέρου για να εξετάζουν την κατανομή των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού. 4. Συμπληρωματικό στοιχείο της αυτονομίας αποτελούν οι εξωτερικοί μηχανισμοί αξιολόγησης, αποτίμησης επιδόσεων και λογοδοσίας προς των Έλληνα και Ευρωπαίο πολίτη που καταβάλει το τίμημα. Ο ερευνητικός ιστός της ΓΓΕΤ έχει εικοσαετή παράδοση εξωτερικών αξιολογήσεων από διεθνής επιτροπές κριτών. Τα δεδομένα όμως των αξιολογήσεων ουδέποτε αξιοποιήθηκαν από την πολιτεία ως στοιχεία άντλησης συμπερασμάτων για τη διαμόρφωση ερευνητικής πολιτικής και για τη δυναμική και ευέλικτη αναδιάταξη δυνάμεων ώστε να ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη των επιστημών. Είμαστε υπέρ της συστηματικής εξωτερικής αξιολόγησης ΑΕΙ και ΕΚ από ενιαία αρχή ώστε να μεγιστοποιηθεί ο εθνικός συντονισμός και η λογοδοσία. Με τον Ενιαίο Φορέα Έρευνας και Τεχνολογίας που προτείνουμε η αξιολόγηση θα επεκταθεί σε όλους τους ερευνητικούς φορείς όλων των Υπουργείων, συμπεριλαμβανομένων και των ερευνητικών φορέων που ανήκουν στο ΥΠΔΒΜΘ και δεν εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ. Στόχος είναι η διατήρηση των υγιών δομών που έχουν αναπτυχθεί και η αναδιάρθρωση των δομών που παρουσιάζουν χαμηλή ως μηδενική αποδοτικότητα ως προς τις ερευνητικές επιδόσεις και κατά συνέπεια μη ισορροπημένη αναλογία μεταξύ της επένδυσης (από δημόσιους πόρους) και της απόδοσης. 5. Πολλαπλασιασμός των διαύλων αλληλεπίδρασης μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ ώστε η κινητικότητα να μην περιορίζεται σε ένα μικρό αριθμό πρωτοβάθμιων καθηγητών, που επιθυμούν να ασκήσουν καθήκοντα Διευθυντών, Ινστιτούτων και Προέδρων ΕΚ, αλλά να πολλαπλασιάζει τα συνεργατικά σχήματα (μεταπτυχιακά, κοινά ερευνητικά προγράμματα, αξιοποίηση υποδομών κ.λ.π.) κυρίως στις νεώτερες βαθμίδες. Θεσμική και μισθολογική κατοχύρωση του ερευνητή των δημόσιων ερευνητικών κέντρων που εποπτεύονται από το ΥΠΔΒΜΘ ως δημόσιου λειτουργού.
6. Διαμόρφωση μητρώου ερευνητικών υποδομών των δημόσιων ερευνητικών εργαστηρίων και αντίστοιχου μητρώου των καινοτομικών επιχειρήσεων. Ενθάρρυνση των πρωτόκολλων συνεργασίας κατά τρόπο που θα εξασφαλίζεται το αμοιβαίο όφελος. 7. Δέσμευση για σαφές εθνικό πρόγραμμα έρευνας το οποίο θα περιλαμβάνει τακτική προκήρυξη προγραμμάτων για : - - ελεύθερη έρευνα για τη διεύρυνση των γνωστικών ορίων στοχευμένη έρευνα για την ενίσχυση της καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία - έρευνα στους τομείς της οικονομίας, των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων και τη διαμόρφωση πολιτικών 8. Σταδιακή αύξηση της Ακαθάριστης Εθνικής Εγχώριας Δαπάνης (ΑΕΕΔ) για έρευνα ώστε σταδιακά να μεταβούμε από τη σημερινή κατάσταση (~0.58% του ΑΕΠ) προς τον μέσο κοινοτικό όρο (2.01% του ΑΕΠ). Η προσπάθεια αυτή αφορά τόσο στον δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό. 9. Ενίσχυση του θεσμού των τεχνολογικών πάρκων και ενθάρρυνση δημιουργίας spin off εταιρειών. Στον τομέα αυτό απαιτούνται διορθωτικές κινήσεις ώστε να περιοριστούν τα φαινόμενα κατάχρησης δημόσιου πλούτου. Η πολιτεία οφείλει να ενισχύσει το καινοτόμο πνεύμα με την παραχώρηση διευκολύνσεων προς ομάδες νέων ερευνητών, για περίοδο 4-5 έτη, με παραχώρηση κυψελίδων στα τεχνολογικά πάρκα, επιδότηση του κόστους προσωπικού, φορολογικές ελαφρύνσεις, διευκόλυνση πρόσβασης σε υποδομές κ.λπ. 10. Συμβολή στην ενίσχυση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης και έρευνας και αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού για την έρευνα. Ενίσχυση της εξωστρέφειας του ερευνητικού συστήματος και των στοιχείων καινοτομίας στις επιχειρήσεις. Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε πείσμα των καιρών η χώρα μας ζει περίοδο ερευνητικής άνοιξη. Παρά τη διαχρονική απουσία δημόσιου ενδιαφέροντος και συγκροτημένης ερευνητικής πολιτικής, η ερευνητική κοινότητα στα ΑΕΙ, τα ΕΚ και τις επιχειρήσεις διαμέσου της αξιοποίησης κυρίως των ευρωπαϊκών πόρων έχει να επιδείξει σημαντικές εστίες αριστείας και καινοτομίας. Ο ερευνητικός χώρος είναι ένας από αυτούς που θα πρέπει άμεσα να αξιοποιηθεί στην σημερινή αναγκαία μεταρρυθμιστική προσπάθεια.