ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1) Η ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 2) Η ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 3) Ο ΙΚΑΙΟ ΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ
Α) Η συµµόρφωση της διοίκησης και του δικαστή στις επιταγές του νόµου. Η αρχή της νοµιµότητας (95παρ.1Σ) απορρέει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχή αυτή αποτελεί συνέπεια της κυριαρχίας του νόµου, η οποία µε τη σειρά της αποτελεί εκδήλωση της πρωταρχικής θέσης που έχει στο πολίτευµα η αντιπροσωπεία του λαού. Προϋποθέτει ταυτόχρονα τη σαφή διάκριση της εξουσίας που θεσπίζει τον κανόνα από την εξουσία που καλείται να τον εφαρµόσει.το νόηµα της ολοκληρώνεται µε τη δέσµευση των εξουσιών που καλούνται να εφαρµόσουν το νόµο απέναντι στη νοµοθετική. Η αρχή της νοµιµότητας συνεπάγεται αφενός την υπεροχή της νοµοθετικής εξουσίας και των πράξεων που αυτή παράγει απέναντι στις άλλες εξουσίες και αφετέρου την άσκηση από την εκτελεστική εξουσία αρµοδιοτήτων κατ ανάθεση ή κατ εξουσιοδότηση. ιοίκηση και δικαιοσύνη οφείλουν να ενεργούν πάντα µε βάση προϋπάρχοντα νόµο και να αποφασίζουν σύµφωνα µε τις επιταγές του και εντός των ορίων του. Ο νόµος,δηλαδή, αποτελεί το απαραίτητο στήριγµα αλλά και το όριο της εξουσίας τους. Κατά το ισχύον Σύνταγµα ( 87 παρ.2) ο δικαστής δεσµεύεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του από το Σύνταγµα και τους νόµους και αποφασίζει σύµφωνα µε αυτούς. Σε ότι αφορά ειδικά τη ιοίκηση το σηµερινό νόηµα της αρχής της νοµιµότητας έχει διευρυνθεί και επιβάλλει σε όλα τα διοικητικά όργανα την υποχρέωση να δρουν µε βάση προϋφιστάµενο κανόνα δικαίου, γενικό και αφηρηµένο. Σύµφωνα µε αυτή την αρχή, τη δράση της διοίκησης διέπουν οι κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου, οι κανόνες των συνταγµατικών διατάξεων, οι κανόνες των διεθνών συνθηκών που έχουν κυρωθεί µε νόµο, οι κανόνες οι οποίοι έχουν θεσπιστεί µε νοµοθετικές πράξεις και µε διοικητικές κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει νοµοθετικής εξουσιοδότησης. Κατά έναν άλλον προσδιορισµό, η αρχή της νοµιµότητας συνεπάγεται την συµµόρφωση της ιοίκησης γενικά στις επιταγές του ικαίου, στις οποίες συµπεριλαµβάνονται και οι γενικώς παραδεδεγµένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και οι
νοµολογιακοί κανόνες. Αξίζει να σηµειωθεί οτι η αρχή της νοµιµότητας διέπει τη δράση της ιοίκησης τόσο όταν αυτή δρα ως εξουσιαστική δύναµη, όσο και όταν δρα ως ιδιώτης τόσο δηλαδή όταν η δράση της διέπεται από κανόνες δηµοσίου δικαίου, όσο και όταν διέπεται από κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Πρωταρχική συνέπεια της αρχής της νοµιµότητας, άρρηκτα συνδεδεµένη µε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, είναι η κατανοµή της νοµοθετικής λειτουργίας µεταξύ νοµοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Σύµφωνα µε θεµελιώδη συνταγµατικό κανόνα,ο οποίος απορρέει από τα άρθρα 26,43,44,73επ. και 95παρ.1 του Συντάγµατος και τον οποίο έχει διακηρύξει η νοµολογία του Συµβουλίου της επικρατείας, γενική αρµοδιότητα να θεσπίζει πρωτεύοντες κανόνες δικαίου διαθέτει µόνο η Βουλή, ενώ η εκτελεστική εξουσία δεν µπορεί να θέτει πρωτεύοντες κανόνες, παρά µόνο στις περιπτώσεις που ειδικά το προβλέπει το Σύνταγµα. Η εκτελεστική εξουσία αδυνατεί να νοµοθετεί,να εκδίδει πράξεις κανονιστικές, χωρίς προηγούµενη νοµοθετική εξουσιοδότηση ή καθ υπέρβαση αυτής. Σηµειωτέον ότι το Στε µε δύο αποφάσεις σταθµούς για τη νοµολογία του έθεσε τέρµα στην πρακτική της αναδροµικής κύρωσης των υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί χωρίς προηγούµενη νοµοθετική εξουσιοδότηση, κρίνοντας ανίσχυρο, ως αντισυνταγµατικό, το νόµο που κυρώνει αναδροµικώς τέτοιου είδους αποφάσεις. 1 Το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών στηρίχθηκε στον παρακάτω συλλογισµό.από τις διατάξεις των άρθρων 43παρ.2 και 44παρ.1 συνδυαζόµενες µε τις διατάξεις του άρθρου 26Σ,το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και του 95παρ.1, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της νοµιµότητας της διοικητικής δράσεως, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 73επ. του Συντάγµατος οι οποίες καθορίζουν τη νοµοθετική λειτουργία της Βουλής συνάγεται ότι η Βουλή, ως παράγοντας της νοµοθετικής λειτουργίας, ψηφίζει νοµοσχέδια ή προτάσεις νόµων κατά τη διαδικασία των άρθρων 73επ.,είναι δυνατόν δε να παρέχεται µε αυτά εκ των προτέρων ειδική εξουσιοδότηση στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας για τη θέσπιση πρωτευόντων κανόνων δικαίου, κατά τους όρους του 1 ΣτΕ 3596/1991-3597/1991-872/1992
43παρ.2 του Σ. Από την άλλη το 44παρ.1Σ ρυθµίζει την περίπτωση της θέσπισης τέτοιων κανόνων δικαίου σε έκτακτες περιστάσεις εξαιρετικά, επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Από τα παραπάνω συνάγεται οτι από το σύνταγµα ορίζονται ρητά οι περιπτώσεις θέσεως πρωτευόντων κανόνων δικαίου από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτή η ρύθµιση είναι επιτακτική µε συνέπεια κανόνες δικαίου τιθέµενοι από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων να είναι ανίσχυροι και να µην µπορούν να ισχυροποιηθούν ούτε µε αναδροµική κύρωση τους µε νόµο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το άρθρο 44παρ.1, που προβλέπει τη δυνατότητα της εκτελεστικής εξουσίας να λαµβάνει νοµοθετήµατα ισοδύναµα από άποψη ισχύος µε τυπικό νόµο, τηρώντας όµως τη διαδικασία που το ίδιο το άρθρο ορίζει. Ένα απλό εκτελεστικό διάταγµα του άρθρου 43Σ εκδίδεται και χωρίς να το προβλέπει ρητά ο νόµος, αρκεί η έκδοσή του να προκύπτει από τη γενική οικονοµία του νόµου και να περιορίζεται στη συµπλήρωση των διατάξεων του.ένα τέτοιο διάταγµα δεν µπορεί να τροποποιήσει ή να προσθέσει νέες διατάξεις νόµου. Περιορίζεται στο να θέσει δευτερεύοντες και µη αυτοτελείς κανόνες δικαίου.αυτή η εξουσία πηγάζει ευθέως από το Σ και ονοµάζεται αυτόνοµη κανονιστική αρµοδιότητα του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας. Αντίθετα ένα διάταγµα που εκδίδεται κατά νοµοθετική εξουσιοδότηση µπορεί να καταργήσει,να αντικαταστήσει,να συµπληρώσει διατάξεις της ισχύουσας νοµοθεσίας ή να προσθέσει σε αυτές νέες διατάξεις. Τέτοια όµως κανονιστικά διατάγµατα δεν είναι δυνατόν να εκδοθούν χωρίς νοµοθετικό κείµενο που να το επιβάλλει ρητά, ειδικά και περιοριστικά. Η διοίκηση, εξάλλου, κατά την έκδοση των διοικητικών πράξεων δεσµεύεται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο. Κρίσιµο νοµικό καθεστώς των διοικητικών πράξεων είναι το ισχύον κατά τον χρόνο εκδόσεως τους, όπως δέχεται το ΣτΕ. Συνεπώς οι διοικητικές ενέργειες, σύµφωνα µε την αρχή της νοµιµότητας, πρέπει να είναι σύµφωνες προς τον κανόνα δικαίου που διέπει τη δράση της διοίκησης, όταν αυτός περιγράφει λεπτοµερώς τις νόµιµες προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης. Όταν,δηλαδή, πρόκειται για δέσµια αρµοδιότητα. 2 Ενώ 2 ΣτΕ 4674/1998
πρέπει να βρίσκονται σε αρµονία προς τον κανόνα δικαίου,όταν αυτός καθορίζει κατά τρόπο ευρύτερο ή στενότερο το πλαίσιο µέσα στο οποίο η ενέργεια µπορεί να γίνει. Σε αυτή την περίπτωση η αρµοδιότητα της διοίκησης ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια. Β) Η επιφύλαξη υπέρ του νόµου. Η αρχή της νοµιµότητας, από άλλη σκοπιά ορώµενη, έχει ως σκοπό την προστασία του πολίτη και του διοικούµενου από τις αυθαίρετες αποφάσεις της διοίκησης. Σπουδαία εγγύηση των ατοµικών ελευθεριών αποτελεί η επιφύλαξη υπέρ του νόµου. Σύµφωνα µε το περιεχόµενο αυτής της αρχής δεν επιτρέπεται να επιβληθεί περιορισµός ή δέσµευση στην προσωπική ελευθερία ή στην περιουσία του ατόµου χωρίς νόµο. Μόνο εφόσον υπάρχει νόµος που να το προβλέπει και µόνο µέσα στα όρια που ορίζει αυτός είναι δυνατόν να επιβληθεί περιορισµός στην άσκηση ατοµικών ελευθεριών. Η ρήτρα του 5παρ.3 «όταν και όπως ο νόµος ορίζει» έχει αποτελέσει πρότυπο για όλα τα άλλα Συντάγµατα. Έχει γενική ισχύ και εφαρµόζεται ως εγγύηση των ατοµικών ελευθεριών σε όλα τα δικαιώµατα που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικής ελευθερίας. Η επιφύλαξη του νόµου συνιστά, βέβαια, και περιορισµό της ελευθερίας, αφού αναγνωρίζει στην νοµοθετική εξουσία αρµοδιότητα ρύθµισης της απόλαυσής της. Αρχικά η ρήτρα επιφύλαξης του νόµου είχε ως µοναδικό περιεχόµενο την προστασία των συνταγµατικών ελευθεριών απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και όχι απέναντι στον νόµο που θεωρούνταν εγγυητής και προστάτης της ελευθερίας. Αργότερα, όµως, διαπιστώθηκε ότι ο νοµοθέτης εκφράζοντας τη βούληση µιας κοµµατικής πλειοψηφίας ήταν εξίσου απειλητικός για την απόλαυση των συνταγµατικών ελευθεριών όσο και η εκτελεστική εξουσία. Τότε ανέκυψε η ανάγκη προστασίας των ελευθεριών και απέναντι στο νόµο, η οποία
ικανοποιήθηκε, κυρίως, µε την καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων. Η ρήτρα επιφύλαξης του νόµου, λοιπόν, από τη µία µεριά εξακολουθεί να αποτελεί εγγύηση και προστασία της ατοµικής ελευθερίας απέναντι στις αυθαίρετες επεµβάσεις της κρατικής εξουσίας, αφού επιτρέπει µόνο εκείνες που γίνονται µε νόµο ή βάσει νόµου. Από την άλλη όµως εκθέτει τις ελευθερίες σε κίνδυνο, αφού εξαρτά την προστασία της από την καλή θέληση του νοµοθέτη και ουσιαστικά από την κυβέρνηση. Επισηµάνθηκε, λοιπόν, η ανάγκη καθιέρωσης ορισµένων ορίων στον νόµο και η θέσπιση κάποιων περιορισµών στην εξουσία του νοµοθέτη να θέτει περιορισµούς στην ατοµική ελευθερία. Πιο συγκεκριµένα οι περιορισµοί που θέτει ο νοµοθέτης πρέπει να βασίζονται στο Σύνταγµα και να συνάπτονται προς το δηµόσιο συµφέρον. Το δηµόσιο συµφέρον, βέβαια, δεν µπορεί να οδηγήσει σε παράβαση της αρχής της νοµιµότητας. Αυτό δε βρίσκεται ούτε πέραν, ούτε υπεράνω της νοµιµότητας, αποτελεί στοιχείο εσωτερικό της και εντάσσεται σε αυτήν. Επιπλέον πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισµοί να είναι γενικοί και αντικειµενικοί και να µην συνεπάγονται την απόλυτη απαγόρευση άσκησης του δικαιώµατος. Τέλος ο περιορισµός πρέπει να επιβάλλεται µε νόµο, τυπικό ή ουσιαστικό. Επιπλέον, σε ότι αφορά τη δράση της διοίκησης, όταν αυτή ενεργεί κατά διακριτική ευχέρεια, θα πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια 3 σαφή και αντικειµενικά, γνωστά εκ των προτέρων ή προβλεπτά και πάντως δικαστικώς ελέγξιµα. Εποµένως, η επιφύλαξη υπέρ του νόµου, έκφανση της αρχής της νοµιµότητας, καθιερώθηκε ως εγγύηση θεµελιώδης υπέρ των ατοµικών ελευθεριών και στράφηκε αρχικά κατά των παρεµβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας. Αργότερα, όµως, µετατράπηκε σε ρήτρα περιορισµού της νοµοθετικής εξουσίας και της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, που είναι επιφορτισµένη µε την εφαρµογή του νόµου. 3 ΣτΕ 1071/94-6070/96
Γ) Ο δικαιοδοτικός έλεγχος τήρησης της αρχής της νοµιµότητας. Ο σεβασµός της νοµιµότητας και η αξίωση τήρησής της συνεπάγονται τη δυνατότητα δικαιοδοτικού ελέγχου από τα δικαστήρια, που είναι στελεχωµένα από δικαστές που χαίρουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τα δικαστήρια δικάζουν επιλύοντας διαφορές µε δύναµη δεδικασµένου. Ο έλεγχος νοµιµότητας της διοικητικής δράσης ασκείται από τα διοικητικά δικαστήρια. Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει ότι τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται κάθε δυνατότητας ελέγχου της νοµιµότητας µιας διοικητικής ενέργειας. Ασκούν έλεγχο παρεµπίπτοντα, ο οποίος περιορίζεται σε έλεγχο εξωτερικής νοµιµότητας, χωρίς βέβαια εξουσία ακύρωσης της ελεγχόµενης διοικητικής πράξης. Συνοψίζοντας,θα λέγαµε ότι η αρχή της νοµιµότητας έχει προσλάβει τις ακόλουθες σηµασίες. Με την πρώτη σηµασία, η αρχή επιτάσσει την υποταγή των πράξεων της διοίκησης στον τυπικό νόµο. Με τη δεύτερη σηµασία, η αρχή επιτάσσει τη θεµελίωση των ατοµικών διοικητικών πράξεων σε κρατικές πράξεις, που έχουν γενικό ή κανονιστικό χαρακτήρα. Τέλος η αρχή αυτή συνεπάγεται και τον δικαστικό έλεγχο τήρησης των παραπάνω από την διοίκηση, έτσι ώστε η αρχή της νοµιµότητας να έχει αποτελεσµατική ενέργεια και να µην µένει κενή περιεχοµένου. Η αρχή της νοµιµότητας όπως περιγράφηκε παραπάνω ονοµάζεται και αρχή της νοµιµότητας εν στενή εννοία, που αντιδιαστέλλεται προς την αρχή της νοµιµότητας εν ευρεία εννοία. Η α.τ.ν. εν ευρεία εννοία εµπεριέχει στο περιεχόµενό της όχι µόνο τον έλεγχο της διοικητικής δράσης αλλά και τον έλεγχο της νοµοθετικής εξουσίας, η οποία οφείλει να µην ενεργεί αντίθετα προς τις διατάξεις του Συντάγµατος. Πρόκειται,δηλαδή, για τον έλεγχο αντισυνταγµατικότητας των νόµων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1) ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ ΚΡΑΤΟΣ ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 2) ΕΠΑΜΕΙΝΩΝ ΑΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΕΓΧΕΙΡΊ ΙΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΎ ΙΚΑΊΟΥ 3) Π. ΑΓΤΟΓΛΟΥ ΓΕΝΙΚΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ
Περίληψη Η αρχή της νοµιµότητας έχει προσλάβει τις ακόλουθες σηµασίες. Με την πρώτη σηµασία, η αρχή επιτάσσει την υποταγή των πράξεων της διοίκησης στον τυπικό νόµο. Με τη δεύτερη σηµασία, η αρχή επιτάσσει τη θεµελίωση των ατοµικών διοικητικών πράξεων σε κρατικές πράξεις, που έχουν γενικό ή κανονιστικό χαρακτήρα. Τέλος η αρχή αυτή συνεπάγεται και τον δικαστικό έλεγχο τήρησης των παραπάνω από την διοίκηση, έτσι ώστε η αρχή της νοµιµότητας να έχει αποτελεσµατική ενέργεια και να µην µένει κενή περιεχοµένου. Η αρχή της νοµιµότητας όπως περιγράφηκε παραπάνω ονοµάζεται και αρχή της νοµιµότητας εν στενή έννοια, που αντιδιαστέλλεται προς την αρχή της νοµιµότητας εν ευρεία έννοια. Η α.τ.ν. εν ευρεία εννοία εµπεριέχει στο περιεχόµενό της όχι µόνο τον έλεγχο της διοικητικής δράσης αλλά και τον έλεγχο της νοµοθετικής εξουσίας, η οποία οφείλει να µην ενεργεί αντίθετα προς τις διατάξεις του Συντάγµατος. Πρόκειται,δηλαδή, για τον έλεγχο αντισυνταγµατικότητας των νόµων. Summary The principle of legality has engaged the following meanings. At first, the principle ordains the subjugation of administrative actions in the formal law. Secondly it ordains the foundation of individual administrative acts in government owned action, which has general or regulative character. Finally this principle involves also the judicial control of observation of the above by the administration, so that the principle of legality has an effective action and does not remain empty of content. The principle of legality as it was described above is also called principle of legality in narrow sense, which is distincted to the principle in wide sense. The principle in wide sense includes in her content not only the control of administrative action but also the control of legislative power, which is obligated not to act on the contrary to the provisions of Constitution. It is, that is to say, the control of laws not being anticonstitutional.