ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΛΗΘΗ Στάθης Λειβαδάς 1
Οι κιτρινισμένες σελίδες. Ένα μερτικό αταβιστικής σιωπής δικαιούμαστε και μείς περπατώντας στα καλογυαλισμένα πεζούλια των πεζόδρομων κι από ένα πένθιμο Νοέμβρη στις φυλλωσιές των κήπων - Χράαααπ, το κλείσιμο του χρόνου μέσα απ την τρύπα στην παλάμη ίδιο μαχαιριά γεναριάτικου ημιτόνιου στο γερό κορμί των κέδρων. - Κλείσαμε τις μικρές μας αφηγήσεις μήνα το μήνα μερόνυχτο το μερόνυχτο σαν ένα πτερόεν μυστικό σε κοριτσίστικο τετράδιο κι έγιναν μια βροχερή νύχτα βορά στις ροδοσιές νταλίκας πάνω σε βρεγμένη άσφαλτο, - Πως ακούω τις κλειδώσεις σου τούτη τη νύχτα! Ευκρινείς και συντονισμένες σαν τις σταγόνες σε αρχαίο λουτρώνα πού συνάζουν το αίμα προμελετημένης δολοφονίας, Πως έγινε ο χρόνος μια ρωγμή του μεσότοιχου! Στο δωμάτιο πού είναι τα πάντα ο εαυτός τους και το είδωλο τους, η ευθεία των κυριακάτικων 2
περιπάτων τους, ο κύκλος των μεθεόρτιων περισυλλογών τους, και οι ξεκληρισμένες γέννες τους στην αυγή των millennia. Και το πικρό χαμόγελο στο κάτω κοίλο του καθρέφτη σαν χούφτα χρυσόσκονη ξεβγαλμένη με τον ύσσωπο του εξαγνισμού σε μιαν αυγή πού μεταστοιχειώνει τους νεοπαγείς ιεροφάντες σε ένα δίπολο τυχαιότητας με προεξοφλημένο το κοντρατέμπο ολισθηρής κατάπτωσης σε πλημμυρισμένους ορυζώνες. - Πόσο άργησαν οι επιθυμίες μας να ξεχώσουν την κάτασπρη φοράδα του ύπνου μας από την γυαλάδα του Γενάρη να την κάνουνε κλωτσοσκούφι τα λασπωμένα φεγγάρια των γειτονιών κι ένα χερόβολο κατάρτια πλανταγμένων αστερισμών να σκαντζάρουν τη νύχτα του 40 ου παράλληλου με μισοτελειωμένες αφηγήσεις σαν άγουρα γογγύλια στα ρείκια του θέρους. - Διάφανο δωμάτιο στο οπάλ βιομηχανικού πρωϊνού 3
αιωρούμενο ανάμεσα στο mena και το puti, εναιώρημα φιλιπέντουλας για το κροκάρι πού τρίβεται με το χρόνο της διαστολής μέσα από την αποδόμηση των κειμένων και το ερμάρι των κλεισμένων φόβων σαν ιδρωμένη παλάμη σε μάρμαρο πάντοτε ομοιόμορφο στην τομή υπαρξιακών στίχων παραλλάσοντος μέτρου. - Γλυκό πουλί της νιότης ράμφισε μου την παγωνιά όταν τα όνειρα μου θα καταψυχθούν σ ένα μακρινό μέλλον των μετεώρων όπου οι σκέψεις δεν θα ναι πιά τα χρώματα σβησμένου δειλινού κάτω από το Corcovado και τα χρώματα ένα ψηφιακό ολόγραμμα πού ανακυκλώνει διαρκώς το ενεστώς αδιέξοδο του χρόνου. Δεν έγινα αποστάτης της γλυκιάς ώρας παιδικού δωματίου όταν αφήνουν τα βλέφαρα ένα ριγηλό καλημέρα στο χλυό γλυκοχάραμα. Ούτε στα χαμόγελα 4
των εφηβικών πάρτι, τις κρυστάλλινες νύχτες ξετροχιασμένης φοιτητοπαρέας, ούτε στις άβουλες σκέψεις των κυπαρισσιών, ούτε στον παρατημένο κήπο - πού έμεινε χλωμός σαν υποανάπτυκτο άστρο γι αυτά πού δεν άκουσε από το εσωτερικό της οικίας με το συνωμοτικό υπόγειο ούτε στη φεγγαροδροσιά παραχωμένου Οκτώβρη, εις πείσμα λυτρωτικού φιαλιδίου. Δέκα μέρες βιγλάτορας στο σταυρόνημα ποντισμένων Σείριων όμβριου αρχιπελάγους, μιας νύχτας περασιά σύννεφα βαμμένα ματωμένες γάζες και ο πάνω θόλος ωχρός και καταθλιπτικός στην μετρική του συρρίκνωση για να σηκώσω το κατακρεουργημένο είδωλο του Άμλετ. Συνομιλώ με τον άλλο μου εαυτό σε φαλακρό οροπέδιο νύχτας ανάλαφρης όσο και ανεξιχνίαστης σαν λευκή πεταλούδα εγκλωβισμένη σ ένα ευγενικό απαραβίαστο δωμάτιο. Μια άσπρη πεταλούδα σε θερινό δωμάτιο 5
είναι πού βάζει σε αναστολή τις έξεις αγοραφοβικών εφήβων, και είναι το μετέωρο πού διαγράφει τους φεγγίτες σοσιαλιστικών λουτροπόλεων ή ο προάγγελος θανάτου πού ανοιγοκλείνει σαν πορτόθυρο το μάτι της Μέδουσας υπονομεύοντας την ευταξία των άστρων επιτάλιου Αυγούστου. Ακινησία επινοημένη σαν από μαρμάρινο λουτρό νοτισμένο με την παραίσθηση της ανατολής για μια φευγαλέα όσμωση με τον κώδικα της παιονίας κάτω από την θερινή αστροβολιά χωρίς την ανάγκη του χρόνου και της αιτιότητας. - Γλυκέ μου ήλιε βοολάτη της αναίτιας ενόρασης σε αναιρώ κι όμως τρυπώνεις τις νύχτες στα όνειρα μου και πιτσιλίζουν αίματα οι κόγχες μου τα ίδια πρωϊνά χωρίς όνομα. Τις ίδιες μέρες πού διέγραψε στο μάκρος οξειδωμένων σκουπιδότοπων ένας χάρτινος γλάρος σαν προανάκρουσμα ρυτιδωμένων ημερόνυχτων, σαν ένα περιτόναιο σφαγιασμένων εξεγέρσεων του παρωχημένου ιστορείν, 6
κάτι σαν ιλιγγιώδες κρώξιμο αιφνίδιου τέλους ασύμμετρου όπως ένα ζευγάρι εφηβικές γόβες στα πεζοδρόμια βιομηχανικών προαστίων της Πομερανίας. Μια άμμο μέδουσες κι ένα πεζούλι έρημος στον καταιονισμό έωλων μετεώρων τη νύχτα πού θεριεύουν οι ανασφάλειες της μικροαστικής ευταξίας κι ένα μικρό πείραμα χρονικής διαστολής στην λήθη ευωχούμενων βαγονιών για τις χώρες των τροπικών. - Είναι εδώ το μοιράδι μου σαν μια συστάδα ακακίες πού περιστοιχίζουν δεκαέξη λευκοί γατόπαρδοι για να συνομιλώ με το τόδε τι, αυτό πού αγγίζω και αίρεται το αφαιρώ και γίνεται αυτό πού σκιάζει την ανατολή μου κι αφήνει ένα ξύσμα μέντας στην γλώσσα μου, αυτό πού γίνεται ένα πούσι αστικού τοπίου ασυμφιλίωτου με τον ορίζοντα του και φοβικού με τα εξαίφνης του, τα μεσημέρια των κοριτσιών και τα βράδια των παλιμπαιδισμών κάτω από ένα υγρό κέλυφος 7
σε πλατείες πού αγνοούν την ιστορία τους. - Ένας θόλος ημέρας και μια γονή αέρα στο ρόπτρο έρημων επαύλεων, μια νύχτα έρπουσα σαν την τυχαιότητα στις γειτονιές της Αβάνας είναι το άλλο πρόσωπο της σιωπής και η πρόφαση μιας περιπλάνησης στον λειμώνα του γνησίως απορείν με μόνη την παρουσία ενός φαλακρού αυτοδίδακτου όπως τότε στο κίτρινο φως του Rendez-vous des Cheminots. - Αφουγκράζομαι τις ρίζες του φθινοπώρου και εκτείνομαι, στοιχίζομαι στις οπάλ προγεύσεις μιας ανυπέρθετης άνοιξης και μειώνομαι. Τι μένει; Ένας ψυχαναγκαστικός περίπατος στον δαφνώνα των δέκα τρυπημένων πανωφοριών με επίφαση μια ανεπίδοτη αποστολή άστρου λυγρού της λησμονιάς πού στέκεται σηματωρός τις νύχτες πού σουραβλίζουν τα χνώτα του Μονόκερου, κι ένας αγέρας οξυγόμφιος 8
σαν γεναριάτικη τραμουντάνα για να λιχνίζει τα αθηρώματα πού αφήνουν τα μονοκινητήρια στις παρυφές των οριζόντων. Τις νύχτες πού εκμετρώ το ελάχιστο στη χούφτα μιας πανσέληνου και εγκλωβίζω το μέγιστο στο αμήχανο ανέβασμα μιας ελικοειδούς σκάλας πού επιστρέφει το βέλος του χρόνου της. - Τι είναι αυτό πού σιγοκαίει τα σωθικά μου σαν καντηλέρι εκπεσόντος Αυγούστου και τον επάνω μου εαυτό κρησάροντας λευκαίνει με την διαύγεια κυκλαδίτικου Ιουλίου; Τι είναι αυτό πού τα συμφραζόμενα ακυρώνει κενού δωματίου και τις γρίλιες του σφαλίζει στις φωνές των περαστικών; - Ένας ήλιος αδυσώπητος των κίτρινων τροπικών και οι ώρες μου κείτονται στον βυθό ενός ανεξάντλητου Golfsteam από τα κρόσσια της Παταγονίας, ένα κιβούρι μώλωπες οι βλέψεις μου ημιθανών ωσαννά γαλάζιες ανεμώνες 9
σκορπισμένες εις πείσμα άτονων σιρόκων όπου κρούονται τού Αϊ -Γιαννιού οι ξέχειλες ρώγες έφηβης περιπεσούσης στην πυρά του μαρτυρίου της. Μια εωθινή συμφωνία αγριολούλουδων πρώϊμης ανάστασης βομβίζει με το μέτρο των πρώτων δευτερόλεπτων του ανεκλάλητου, λιώνοντας τις σάρκες μου στο πρώτο κελάηδημα της μέρας και διασκορπίζονται τα «Εδώ-να» μιας απροσδόκητης συνεύρεσης σε ατελείωτους λειμώνες χρυσάνθεμων κατά την εισαγωγή των Παθών κατά Ματθαίον. Erbarme Dich Mein Gott! 10
Μεταμεσονύχτια Ι Τι βαρύ αυτό το φθινόπωρο σα να πέφτουνε οι γδικιωμένοι βράχοι της λησμοσύνης ασήκωτο μολύβι στο φτενό στέρνο, και τι ελαφρύ ταυτόχρονα σαν καταλαγιασμένο λίγνεμα μιας μέρας κομμένης στα συμμετρικά της ημισφαίρια όπως το μεσημεριανό καρβέλι πέτρινης αγροικίας. - Τι εύμολπος μπάτης τι φεγγαρόσχημες κόρες τι αισχυντηλά ακρογιάλια τι νόστος τι αγωνία ερωτική πελιδνή σαν το πορτόθυρο του θανάτου. - Και οι μικρές Ταναγραίες εκεί καρφωμένες στην εσοχή της μικρής τραπεζαρίας λαμπυρίζουν στο φεγγαρόφωτο του κήπου, έρημου στην αντάρα ενός Νοέμβρη προάγγελου της κόκκινης επαναφοράς της ιστορίας. 11
Μεταμεσονύχτια ΙΙ Έχει σφρίγος η νύχτα τώρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα μ ένα καταιγισμό από μικρές-μικρές λυχνίες να καίνε ασίγαστα μπροστά στα μάτια σου σαν ένας χείμαρρος προσώπων ανεπιτήδευτης ύπαρξης, έτσι για να αποδέχεσαι την ενδεχομενικότητα των παραισθήσεων κίτρινου αλογόνου μέσα από οφιοειδείς διαδρομές. Κι είναι ένα φεγγάρι χλωμό σαν νυχτερινός ταξιδιώτης χωρίς προορισμό πού σού χαϊδεύει αφειδώλευτα το πρόσωπο ίσαμε το φυσερό του Περσέα και ανοίγει ένα διάλογο τεμαχισμένων ονείρων σαν σε μαυρόασπρη σεκάνς βροχερής αυγής σε παραλιακή λεωφόρο. - Είναι εδώ αυτές οι νύχτες με προσκέφαλο το υπογάστριο ενός βράχου βιγλάτορα στοιχειωμένων νεώριων για να στηρίζουν μια εκδοχή μνήμης. Και η μνήμη έχει τους νεκρούς της 12
στο ραγισμένο της επίθυρο περιεχόμενο και εικοτολογία σαν ένα ρίκνωμα αυθάδειας μέσα στην ανυπαρξία έρημου δαφνώνα. - Εγώ πού αγγίζω το κοίλο θραύσματος στον ερειπιώνα αφρισμένου ακρωτηρίου και ποντίζω τον κάτω αστερισμό στο απειροστό μιας αίσιας γαλήνης, χάνω τον παλμό του κοσμικού ξετυλίγματος στην ίδια μου την εξεικόνιση στις άκρες των δαχτύλων μου, - γιατί τόσο ιδρωμένα αυτή την νύχτα της ολικής ακινησίας; - και το μέτωπο μου είναι ένα αμφίκυρτο αναπόφευκτης εξορίας - πού είναι το τέλος του σκότους; Ο νοών και αμφίθυμος στο νεύμα του αινίγματος, εφεξής και ακήρατος των φαινομένων, εκούσιος και απηνής των μαιάνδρων βαγαμπόντικων βραχέων. 13
Μεταμεσονύχτια ΙΙΙ Ένα άστρο μακρινό έπλασα πιο μακρινό από το σύμπαν των διαζεύξεων όπου η διάταξη του λόγου είναι μια μουτζαλιά ώχρας στο αυτονόητο της διαφάνειας και αυτός πού θα έρθει την αυγή μια σκιώδης ανάμνηση προσκλητηρίων με την κοχλάζουσα ζέση σοσιαλιστικών υψικαμίνων, μια αντρίκια παλάμη στην φοβικότητα των μισόκλειστων παραθύρων βαριά και σίγουρη σαν το μάνταλο δύστηνου πεπρωμένου καταιονιζόμενου όπως οι πνοές της νύχτας στο κράσπεδο αδιαπέραστων ονείρων. 14
Μεταμεσονύχτια ΙV Αυτός πού θα έρθει την αυγή θα είναι ένα ήπιο ράπισμα δροσιάς σε έρημες κατακόμβες, ένα βουητό από χίλια οκνά μοσχάρια σε λασπωμένο όξινο οροπέδιο, ένα τροχιοδεικτικό της νύχτας στο ιξώδες της περισυλλογής σαν τα αδηφάγα γυναικεία βλέμματα μεσημεριανών πάρκων. Αυτός πού θα έρθει την αυγή θα είναι νεύμα στο πεδίο της ανυπαρξίας ένα κάδρο πού καρφώσαμε χθες βράδυ στο γυμνό τοίχο εις πείσμα των ημιθανών ερώτων μας, κάπως πριν δαγκώσουν την υπέρτατη πλήξη τα οξειδωμένα μας χείλη. - Σαν να πέρασε ο κεραυνός πάνω απ τα πτώματα μας και μείς μείναμε εκεί ανεκτέλεστοι 15
μέσα στα πανωφόρια μας έχοντας βαδίσει τα σούρουπα της έσχατης εφεδρείας μας ανέστιοι των κίτρινων βιομηχανικών τοπίων, σαν να μας πέταξε το σύννεφο κόκκινη φωτοβολίδα στον κοιτώνα εφηβικής αμεριμνησίας και μείς φανήκαμε αμβλύωπες στον καταιονισμό των εφηβαίων την στάσιμη νύχτα στο εξορυγμένο άστρο στα λεηλατημένα κοντέϊνερς στο ζύγι μιας καυτής ανάσας πού πνίγεται στα πειράγματα των ναυτόπαιδων. Αυτός πού θα έρθει την αυγή θα είναι φευγαλέος σαν μια παραλλαγή του είναι είναι αυτός πού θ ανοίξει τα μάνταλα για να ξεβραστούν τα ιζήματα μιας κοσμοχαλασιάς απόβραδο της Ypanema. - Είναι αυτός πού βρέχει νοτιάδες θανατερούς μια πόλη σε κατάσταση πολιορκίας και ακουμπά με μια ρανίδα θανάτου τις χαρούμενες παραλίες 16
του Ιουνίου, είναι αυτός πού στο φρέαρ των αναγωγών με γυρίζει στο συνειδός του σαρκώδους εδώ αυτή την στιγμή πού λιώνω ένα κερί σε καταποντισμένο promontorio. Εγώ πού θέλω την έσχατη ανατροπή στο προκαθορισμένο δρομολόγιο των περιπάτων, των ταξιδιών, των ατελεύτητων αφηγήσεων, των θορύβων μιας μικροαστικής μέρας στην ανωνυμία των μεταλλάξεων, ή την επίφαση μιας ανάτασης στο τέναγος της ανυπαρξίας. Αυτός πού θα έρθει την αυγή έχει το κόκκινο μιας γλυκιάς μεταίσθησης και την έωλη ώρα των πρωϊνών της Καραϊβικής είναι το ίδιο το προσκέφαλο της αγρύπνιας τις ποδοβολημένες νύχτες των κλειστών παραθυρόφυλλων, είναι ο πού υπήρξε σαν ίσκιος στα μονοπάτια της μοιραίας του 17
αποξένωσης, το γλυκό χαμόγελο ακέραιο της αντρίκιας παλάμης την ώρα του αποχωρισμού, ο πού υπάρχει σαν απαντοχή αχυροκαλύβας φιδίσια μέρα πού ξερνά μάγμα τα τοξικά απόβλητα της μικρής ιστορίας της. - Το πρόσωπο του είναι διάφανο σαν την εσθήτα νεοπαγούς νεφελώματος και οι δρόμοι του ερεβώδεις σαν τα βήματα του Ερχόμενου. 18
Μεταμεσονύχτια V Ένα αστέρι της αυγής (Για τον Πάνο Λειβαδά) Σού πήρα ένα αστέρι απ το μέτωπο κι ήταν βαρύ το προσκέφαλο της νύχτας στην αναπάντεχη γαλήνη πελαγίσιου Οκτώβρη. Σε κοίταξα στα μάτια και σού είπα το σ αγαπώ συλλαβιστά-ψιθυριστά ήταν μια σειρά σταυροί στα κρηπιδώματα καταιγίδας του θέρους. Με κοίταξες ίσια στα μάτια και ταξίδεψα εκεί πού οι μέρες τρυπούν την σκέψη σαν πευκοβελόνες κι οι ώρες γίνονται ένα ανοιχτό πορτόφυλλο να μαζεύει φεγγαροδροσιά για τα αμίλητα πρωϊνά μας κι ένα φρύδι σύννεφο πάνω απ τη γαλήνη των περιστερώνων τα άπνοα μεσημέρια. Σε κοίταξα ίσια και τα μάτια σου ήταν δυο χελιδονοφωλιές τυλιγμένες στην αχλύ 19
πρώϊμης άνοιξης, σ έπιασα απ το χέρι και μού ζητούσες το ολίγιστο μιας μολυβιάς στο μέτωπο του ήλιου. Mπροστά μας ένας κεδρώνας με πολλά μικρά ζιγκ-ζαγκ ασφόδελων να σε κυνηγώ και να φαίνεται το κοίλο πρόσωπο της αντίστιξης του πεπρωμένου, μια ριπή ανυπόδητης ευθυμίας μέσα στις ξερολιθιές των ανέμων ήταν το αντίτιμο του μεγάλου μας μυστικού ο κεραυνός πού άνοιξε μια τρύπα στο ψυχρό μέτωπο του Σείριου και μείναμε άφωνοι γυμνοί της διάστασης των χθονίων γραπωμένοι σ ένα πολλοστημόριο κοινής ύπαρξης μέσα στον κατακλυσμό των έκτακτων δελτίων, μια ανάσα ίσαμε το μάτι για την γλαυκή διαφάνεια της άλλης πόρτας του γαλαξία. 20
Θα φύγουμε μαζί μού είπες για μακριά, πολύ μακριά εκεί πού ο χρόνος θα μεγαλώνει τις μέρες μας στην καμπύλη του όσο θέλουμε κι όταν γυρίσουμε θα ζήσουμε μαζί σ ένα κιβούρι όλβιων, ειρηνικών ταξιδιών στον ακήρατο χρόνο και θα είναι η αγάπη μας ίσια μοιρασμένη για μας τους τρείς σαν τρείς σταγόνες αίμα στο σάβανο της κατατρεγμένης μας αθωότητας. 21
Μεταμεσονύχτια VI Δυό χείλη φεγγαροδροσιάς (Για τον Χάρη Λειβαδά) Κάνε μου νεύμα να κατεβάσω το σύννεφο στα δικά μας μέτρα κι η αγκαλιά μας ένα χεροδεμάτι πού περικλείνει το άπειρο για να πυκνώνουν οι στιγμές μας. Κάνε μου νεύμα να κοιτάξω στα μάτια σου την αθωότητα του ονείρου πριν την σκέψη και το δάχτυλο της αυγής πού απιθώνεται στα χείλη σου. Κάνε μου νεύμα να κλείσω τον χρόνο στην δική μας χασμωδία τόσο παράταιρη σαν τις αντηρίδες δειλινού εξόριστης πόλης. 22
Κάνε μου νεύμα να διαβάσω την σκέψη σου στο ιξώδες μετέωρου πλανήτη, να με εγκολπωθείς στην επόμενη ροή του αστρικού πολφού. Ακούμπησε με να τινάξεις την χρυσόσκονη πού κοκάλωσε στο πέτο μου ίζημα στα αζήτητα δημόσιου διαλυτηρίου. Δώσε μου τους ήχους του άλλου κόσμου να σού διηγηθώ την εκδοχή της Γένεσης στο περιβόλι των ελλείψεων εκείθεν των στοχασμών. Δώσε στον ήχο άνωση και στον άνεμο φωτιά στη θάλασσα ανόπτηση για δυο ψηφίδες έρημο στα χνώτα εορταστικής ημέρας. 23
Λύσε τον χρόνο κύμινο και τα χνώτα μας έξαρμα αστροφεγγιάς να γλιστρούν όπως οι μέρες μας στις γλίσχρες απαιτήσεις ασέληνων οροπεδίων. Φίλησε με να εννοήσω την διχοστασία στα χείλη μας εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου όταν γίναμε ένα σώμα ανεξίτηλο στις επετηρίδες των αποφοίτων. Φίλησε με να είναι το έσχατο προβάδισμα της μοιραίας μας ενότητας, το μαγικό χαλί μιας εκούσιας απομόνωσης από τις συντροφίες αδιαβατικών αλληλεπιδράσεων. 24
Μεταμεσονύχτια VII Ποιος τού αμέθυστου ονείρου τ αζήτητα χάρβαλα στοιχειώνει, ποιος τα άλικα πέταλα ανεμοσκόρπισε στού φυσίζωου Απρίλη τη ράχη; Ποιος τις κερασιές του Hokkaido διαγούμισε πριν τον απογαλακτισμό του ηλιοστασίου; Ποιος τα κύμβαλα χτυπάει σαν staccato σύμβολα ελλειπτικού χρόνου; Ποιος τις μέρες μου κρατάει όμηρους σε επιχωμένο ναρκοπέδιο; Ποιος τις ρίζες μου άφησε οκνές ανήκουστο Ιούνη των ματωμένων πουκάμισων στις ουράνιες πλατείες; Ποιος ποιόν την νύχτα προχωρά στα ύφαλα της μ ένα κρεμάμενο οργασμό σαν παγωμένο αποτσίγαρο, ποιάν ημέρα τάνυσε ποιος τους ρυθμούς της 25
σχοινοβατώντας πάνω από τα πλήθη της Bond street σαν γητευτής του ανείκαστου; Ποιός ποιάς χασμωδίας το μέτρο κρατά στην ευθυμία των επιθαλάμιων ποιος ποιαν ανάσα μοίρας αλυχτά σαν στρόφαλα αφίλιωτων αέρηδων. Ποιός το ιζηματογενές αναρίπτει και γίνονται οι Ταρπηίες των ερώτων μια προσωδία του εαυτώ καταληπτού; Ποιός την ευδία του ανείπωτου στην τρύπια φόδρα του σακακιού; Ποιός τις ώρες του περιάγει στο άγαν της αυτοκαταστροφής; Ποιός ποιάν ανάσα ακυρώνει μουσκεμένη επιφυλλίδα εύκρατου θέρους; Ποιός ποιάν υποψία επικείμενου περιφέρει σε παγιδευμένα σοκάκια μεσογειακού φθινοπώρου; Ποιός την άλλη όψη ποιού την απουσία 26
στο αυτόχρημα του αν-υπόστατου επαναφέρει, ποιός τον ρού, ποιός την αναστροφή ποιού σπέρχει κόντρα στο νόημα των προβλέψεων, ποιός ποιού το προσωπείο υπονομεύει νηνεμία που πνίγει το υπόκωφο των σπασμών της; Ποιά το έαρ στην σποδό νεωστί ερώτων ποιού την αποσύνθεση, ποιού φθινοπώρου μαρμαρυγή οπωρώνων στα σκύβαλα αποδιοπομπαίου Αυγούστου της παράστασης; Ποιός γήλοφος γέμισε τερμίτες αχρείαστα όνειρα για επερχόμενους μουσώνες, ποιός εξυφαίνει μια μικρή συνωμοσία στις κάμαρες της αυγής και γεμίζουν κίτρινα ερπετά οι λειμώνες του; Ποιός το άφαρ του ανεκτέλεστου, ποιός το ηδύ της εξόρυξης, ποιός την αυγή 27
των εκτελεσμένων, ποιός τα πτίλα πνιγμένου Tucana, ποιός το αποτσίγαρο πίσω απ τους ψιθύρους, ποιός του αχείμαστου το έωλο άλλοθι και του αλιερκούς το παρανάλωμα; Ποιός το ρέον στη σιγαλιά των πρώτων σταγόνων ποιός ποιού την αποστολή παγιδεύει με την εικασία ανεκπλήρωτης σάρκας; Ποιός το ρωγμώδες των διηγήσεων πολυφίλητου συντρόφου, ποιός γυρίζει τα χαράματα πουλιά γλυκών ενυπνίων και σταυρώνεται στους ήλους της ερημιάς του; Ποιός την αυγή έρωτες ανάρμοστων πεζοδρομίων, ποιός στον ύπνο του κοιτώνες αναίτιων εκμαγείων, ποιός ψαρεύει ένα αστέρι κυκλάμινο κάθε πού ατενίζει την άβυσσο και μ ένα χάδι την μυρωδιά καμένης άγρωστης 28
τα καλοκαιρινά απόβραδα παιδικών ερώτων; Ποιός του σκύλου των ύπνων ποιού την υπεκφυγή σ ένα κόκκινο πιάτο, την αγέρωχη υψικάμινο γιατί εν μέσω ανυποψίαστου πλήθους; Ποιού το ρύγχος στο συν του διεξόδου και η κυανή απόχρωση ποιού την αφαίρεση στο ξετύλιγμα του εδώ-να-τώρα πάνω στο γυαλισμένο πάτωμα; Ποιός είναι-τι του τι-είναι προς-τι-τώρα-εγώ ή μήπως είναι η αναγωγή γλυκιάς νύχτας αφημένης στην εσωτερική της αρμονία; Τι χρειάζονται τα όνειρα στο γλυκοχάραμα των παραισθήσεων; Ποιός τον νεκρό πίσω από την μάσκα, ποιού την ερημιά μέσα στο πλήθος, ποιός το στέαρ στην αν-υπόθετη κίνηση, ποιός αέρηδες τροπικών 29
στο προσκέφαλο του, ποιού ο βρυγμός ξερνά αιμάσσουσες κόρες, ποιού τα μπράτσα τανάλιες όταν κατεβάζει νεροποντή στα πλακόστρωτα του Maghreb; Ποιού οι ουλές μαχαίρια να αναστενάζουν δίκοπα βλέμματα, ποιες οι φολίδες στα ταβάνια του μεσημεριού σαν μαύρα αλεξήλια στις παρυφές υπονομευμένης διαδήλωσης; Ποιού εδώ νυν ήταν ήδη - Εγώ και τόδε τι είναι όπως αναίρεση - ποιός - τότε τι; Το ειδώλιο αντικατοπτρισμός; Πως το εαυτώ είναι; Δεν ήμουν εκεί ποτέ δεν υπήρξα παρά το απέναντι της σκιάς μου ένας όμηρος των βημάτων της στο ποδοβολητό των φαλακρών τοπίων του αυτόχρημα 30
- όχι πλέον. Εγώ και μια σχοινοτενής διαδρομή νηκτικών στα χρώματα των επετείων και ανάμεσα τι; Ήμουν εγώ; Εύβοτρυς και ερωτικός σε απάτητους καλαμιώνες - Υπήρξα; Ισχνός και απολείπων στην υπαίθρια αγορά ξοφλημένων βίων - Υπάρχω; 31
Μεταμεσονύχτια VIII Για εκείνα τα τοπία πού τα διλήμματα αναιρούνται από την απλότητα της σιωπής τα μεσημέρια των κάβων, για τις σκιές πού δεν είναι παρά το άλλο πρόσωπο μιας ανελέητης Bacchanalia κατάγναντι στον ήλιο, για τα δυο κίτρινα κεριά πού λιχνίζουν τον ίσκιο τους μπροστά στο πεπρωμένο σαν σε αφίλητο νεκρό. Για τον ανήνεμο θάνατο τις νύχτες των παραθύρων πού γλυκαίνει τον ύπνο χωρίς τα συμμετρικά του αντερείσματα. Για την καταφυγή χλωρών στεναγμών χωρίς την παραμυθία ελλιμενισμένης Κιβωτού. Για το οφιοειδές κλιμακοστάσιο πού μας οδηγεί στον άλλο μας εαυτό τεμαχισμένο στα άκρα αλλά βραδυφλεγή σαν a tergo γεγονός 32
κυανής κρεβατοκάμαρας, για τον γυμνό νεκρό πού δεν μάθαμε τ όνομα του παρά την σιωπή του απέριττου στην γεωμετρία των φρυδιών του για το ποίημα πού παραλλάσσεται και αναβάλλει το τέλος του όσο υπάρχει ένας καθρέφτης κι ένα μαύρο προσωπείο πού μασά ετοιμόρροπα φεγγάρια και φαλακρά εφηβαία. Για το πλήθος πού φωλιάζει στην ανωνυμία του από μια μήτρα σοδομισμένων μεταλλάξεων, για τις κραυγές και τους ψιθύρους πού γίνονται εικόνες αναζητώντας το αντισυμμετρικό τους είδωλο, για τα πουλιά πού έγιναν κραυγές πάνω από ακρωτηριασμένες μνήμες και ξεραμένα αίματα, για τις νύχτες του Λένιν και του Στάλιν πού πότισαν ερυσίβη το χέρσο χωράφι της αγρύπνιας μας για τον καταιγισμό ιονισμένων πεδίων πού ακυρώνουν το γλαυκό αιώνιας γαλήνης, για τις δυο μέλισσες τον Αύγουστο πού ζουζουνίζουν το καύκαλο ημιτελών υποθέσεων, για το ήσυχο θρόϊσμα 33
των διαλόγων και το αγόρι με το άσπρο σκιάδιο πού βλέπει στο κοίλο της γαλήνης ένα σταυρό αλεξικέραυνο της ακούσιας εξορίας του. Για το μπακίρι στου νοτιά τα ύφαλα, για τον κρόκο της κορασιάς της ανεμογέννητης και το αχυρένιο σύννεφο πού κατέβασε μαύρα κορμιά από του άτρεπτου πολικού σελαγισμένο κατάρτι του κόσμου. Για το παράδοξο αποτύπωμα του χρόνου-σαν-σκιά πού αμαυρώνει το ρέμβασμα μονήρη μεσήλικα, για τις κουρτίνες πού επικυρώνουν μια επαφή-σαν-συνήθεια, για τούς ιριδισμούς ανεπίκλητου κάρμα, για τον πού τσιμπολογάει ρώγες τα νέφη πάνω σε εφηβικά φρύδια και στα ιστία των στεναγμών του κεντάει αρμονικούς για τις εκλάμψεις του τίποτα. 34
Για το άστρο μιας καθηλωμένης αυγής πού απιθώνεται στα ξεκούδουνα φεγγάρια των μυημένων, για το αστέρι πού πέφτει σε βουβό ακρογιάλι να συναντήσει εύολβους λειμώνες δυο ζευγάρια πράσινα μάτια πού σιγοκαίνε το λιγοθυμικό καντηλέρι τους, γι αυτούς πού ακούνε ποδοβολητά και βρισιές σε αρκτικά μετέωρα δώματα πολιού ενυπνίου. Για τα νυχτερινά χνώτα στο οδόφραγμα της επανάστασης και το πρωϊνό ανεμολόϊ τσακισμένων αγαλμάτων, για το φιλί πού γίνηκε ανεμοταγισμένο στερνοπούλι στα χαμηλωμένα φώτα του αστερισμού - όταν γυρεύουν το μερτικό τους σε αίμα τα καρακόλια της αυγής - για το σύννεφο ψυχοπομπό στην αραθυμιά του ήλιου και τις γυναίκες πού ριπίζουν τις έξεις τους κοντολογίς 35
καλοκαιρινού αγεριού. Για κείνον πού βλέπει σ ένα λειμώνα μελεαγρίδες φιδοκέφαλα κεντημένα στο σάβανο της ανυπαρξίας του γι αυτόν πού σε μια αδραξιά λιοπύρι αμμοψηφίδες βλέπει το ίχνος του χαμού του, γι αυτόν πού πιάνεται από να βράχο κοπίδι φασκομηλιές καταμεσίς του ιλίγγου και γεμίζει μπλε του αρχιπελάγους τα εωθινά του ενδιαιτήματα, γι αυτόν πού βλέπει ένα διάλειμμα εύολβης ουρανοδρομίας στα περιττώματα σκυλίσιας μέρας, γι αυτούς πού ανάβουν το φυτίλι της δικής τους αναίρεσης και καίγονται εφτά φορές στο σφραγισμένο παραπόρτι του κόσμου. Πάτρα, Φεβρουάριος 2016 Στάθης Λειβαδάς 36
37
38
39