Γιάννης Ρίτσος Φιλομήλα Βακάλη-Συρογιαννοπούλου
Ευχαριστούμε θερμά, την κυρία Έρη Ρίτσου, το Μουσείο Μπενάκη, τις Εκδόσεις Κέδρος, την κυρία Αγγελική Κώττη και την «Ελευθεροτυπία» για τη βοήθειά τους και το πολύτιμο υλικό που μας διέθεσαν. Επιμέλεια-Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος Φωτογραφικό υλικό: Aρχείο Μουσείου Μπενάκη Σελιδοποίηση - Mακέτα εξωφύλλου: Eυθύμης Δημουλάς 2009 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ, Δ.Α. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α.Β.Ε.Ε. & ΦIΛOMHΛA BAKAΛH-ΣYPOΓIANNOΠOYΛOY Λ. Κατσώνη 271 & Γ. Παπανδρέου, Άγιοι Ανάργυροι Τ.Κ. 135 62, Τηλ.: 210 2693800-4, Fax: 210 2693806 Κεντρικό κατάστημα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, T.K. 106 81 Τηλ.: 210 3837667, 210 3837540, Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra.gr www.agyra. gr ISBN: 978-960-422-825-6 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή μέρους ή όλης της έκδοσης, η μεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστημα ή αναμετάδοση με οιασδήποτε μορφής ηλεκτρονικά, μηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα μέσα, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
Περιεχόμενα Ο ερχομός στη ζωή... 5 Τα πρώτα βήματα... 12 Τα σχολικά χρόνια... 19 Τα πρώτα σύννεφα... 22 Έφηβος στο Γύθειο... 26 Νεανικά χρόνια στην Αθήνα... 31 Νέοι ορίζοντες... 35 1936... 39 Β Παγκόσμιος Πόλεμος... 45 Εμφύλιος σπαραγμός... 47 Αναγνώριση... 54 Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών - 1967... 55
Ανέφελα χρόνια Ο ερχομός στη ζωή Παραμονή Πρωτομαγιάς. Κρότοι δυνατοί ταράζουν τη σιγαλιά της νύχτας. Πετάγονται οι Μονεμβασίτες από τον πρώτο ύπνο, το βαθύ. Ο Λευτέρης Ρίτσος απόχτησε το τέταρτο παιδί. Αρσενικό!
Το πρώτο κλάμα οδύνη και πνοή ζωής καλύπτεται από τις μπαταριές που σχίζουν τον αέρα. Ο πατέρας, στεριωμένος στα κάγκελα του μπαλκονιού, βίγλα στο πέλαγος, βγάζει το μανιάτικο καημό. Καιρό τον είχε φυλαγμένο μέσα του, από το προηγούμενο παιδί, τη Λούλα, που του βγήκε θηλυκό. Μυρωδιά νυχτολούλουδου έχει τρυπώσει από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα προσδίδοντας στην κάμαρη ατμόσφαιρα μυστηριακή. Προθαλάμι εκκλησιάς μοιάζει όπου ιερείς και πιστοί, εκστασιασμένοι, προσεγγίζουν με ευλάβεια το θείο. Τα μεγάλα παιδιά, ο Μίμης και η Νίνα, αγουροξυπνημένα στέκονται πλάι στη λεχώνα. Κι η πιο μικρή, η Λούλα, κατατρομαγμένη ξεσπάει σε κλάματα. Την κρατά η βάγια στην αγκαλιά της και προσπαθεί να την ησυχάσει. Η μάνα απλώνει τα χέρια της. Είναι αδύναμη, δεν μπορεί να τη βαστάξει και να της μιλήσει ακόμα δυσκολεύεται. Και τι να της πει; Με τι λόγια να της δώσει να καταλάβει; Δεν είναι ούτε δυο χρονών. Τη χαϊδεύει τρυφερά κι ο νους της αλλού τραβά. Μαύρη σιωπή είχε σκεπάσει τη δική της γέννα. Σαν να ήταν κακοτυχιά ο ερχομός της, κορίτσι λέει Μήτε ένα φτωχό κέρασμα τότε. Τι έφταιγε το αγγελούδι; Μόλις έμαθε ο άντρας της το νέο, πήρε των ομματιών του. Σαράντα μέρες 6
έλειψε, στη βάφτιση πρωτόδε το μωρό... Τώρα χαλά τον κόσμο. Τι να κάνει με τα χούγια του άντρα της Βουλιαγμένοι οι άνθρωποι στις προκαταλήψεις. Ως πότε; Οι αντιδράσεις του την κουράζουν. Και τούτες οι ριπές μέσα στη νύχτα, δεν της ταιριάζουν καθόλου. Αποζητάει λίγη γαλήνη. Κάνει μια κίνηση με το χέρι της σαν να θέλει ν αποδιώξει κάτι που τη βασανίζει. Γυρνά στο νεογέννητο. Το κοιτάζει με λατρεία. Σάρκα από τη σάρκα της! Το θαυμάζει. Μοίρα καλή να το βρει στη ζωή του εύχεται σιγανά και σφαλά για λίγο τα μάτια της. Και η Παναγιά η Χρυσαφίτισσα, από την εκκλησιά που βρίσκεται χτισμένη σύρριζα στο βράχο μπροστά απ το σπιτικό τους, άκουσε την ευχή της...
Το πατρικό σπίτι του Γιάννη Ρίτσου στη Μονεμβασιά. Το αρχοντικό του Ρίτσου δεν έκλεισε μάτι. Στέρευαν οι λάμπες και πάλι τις γέμιζαν φωτιστικό κι ως το πρωί λεπτό δεν έσβησαν. Όλοι στο πόδι. Στη χαρά, συγγενείς και φίλοι, ευχές και δώρα Πανηγύρι! Πλούσιο σόι και μεγάλο. Κι από κοντά όλη η φτωχολογιά, να χαίρεται μαζί τους... Κι ό,τι δεν έστερξε ο Θεός γι αυτούς, άλλοι με σεβασμό κι άλλοι με φθόνο να λογιάζουν. Δύσκολοι καιροί. Μεγάλη φτώχεια. Μα τα κελάρια του Λευτέρη Ρίτσου είναι γεμάτα. Πλού- 8
σιες οι σοδειές του! Περιβόλια, λιοστάσια, χωράφια, εκτάσεις απέραντες. Κόσμος στη δούλεψή του! Όλα τα αδέρφια, και τα εφτά, στην ίδια μοίρα βρίσκονται. Και τι δεν τους έδωκε ο μπαρμπα-ρίτσος ο παππούς. Τα ελέη του Θεού... Σκληρός με τους εργάτες και με τον εαυτό του ακόμα, καζάντισε όσο λίγοι. Δεν αναπαύτηκε σ αυτά που βρήκε. Τα αβγάτισε τόσο κι άλλο τόσο... Πρώτος στην περιο χή! Δίχως κόπο τα αποκτηθέντα, και οι γιοι του δεν τα νοιάζονται. Δεν δουλεύουν με το δικό του πείσμα. Ο γέρος πότιζε τη γη με τον ιδρώτα του. Άλλη φτιάξη... Τούτη η γενιά δεν έχει καμιά σχέση με το χώμα. Αφεντάδες, απολαμβάνουν τα προνόμιά τους. Κι ενώ στους πολλούς λείπουν και τα πιο αναγκαία, εκείνοι ζουν σαν να βρίσκονται σε κόσμο άλλο. Τίποτα δεν τους λείπει. Κι ό,τι δεν γεννά ο τόπος, το προμηθεύονται από την πρωτεύουσα. Τα σπίτια τους είναι ανοιχτά ολοχρονίς. Γιορτές, χοροεσπερίδες, συναθροίσεις επίσημες κι ανεπίσημες για κουβέντα ή χαρτάκι είναι ρουτίνα κι όχι εξαίρεση. Κερνάει ο Ρίτσος και γιορτάζει. Έχει να καυχιέται για τον γιο. Τους έκαμε δυο. Μακάρι κι άλλοι να έρχονταν, δεν θα έλεγε όχι. Τη φαμίλια του τη θέλει μεγάλη. Έχει βιος να αναθρέψει τα παιδιά του, έχει και για τα δισέγγονα ακόμα. 9
Οι γονείς του Γιάννη Ρίτσου. Η μάνα κοιτάζει το νεογέννητο. Διαισθάνεται πως είναι το στερνοπούλι της. Δεν θέλει άλλα. Μπήκε μικρή στη ζωή, δεν πρόλαβε να ζήσει. Όλα έγιναν βιαστικά. Ξύπνησε γυναίκα πριν ακόμα ολοκληρώσει τα εφηβικά της όνειρα Η γεύση του ανεκπλήρωτου στυφίζει τη ζωή της. Τουλάχιστον να σταθεί στα παιδιά της. Αυτά που απόχτησε είναι αρκετά. Αν η οικογένεια αυξηθεί κι άλλο, δεν θα προλαβαίνει. Απ τις έννοιες θα στερέψει και δεν θα χει κατόπι να τους δώσει όσα ονειρεύεται να τους δώσει. Να χορτάσει κι αυτή μέσα από τα 10
παιδιά της το κυνηγημένο όνειρο της σύντομης, σχεδόν ανύπαρκτης, νιότης της. Τι κρατά δεμένους δυο ανθρώπους στη ζωή; Τι κάμει τον Λευτέρη Ρίτσο και την Ελευθερία Βουζουναρά από το Γύθειο, να βρίσκονται διά βίου μαζί; Είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους! Ο ένας σκοντάφτει στην επιφάνεια, η άλλη εισχωρεί βαθιά, ως την ουσία των πραγμάτων. Ίσως η αξιοπρέπεια, η αγάπη για τα παιδιά τους... Η εποχή, άλλωστε, δεν αφήνει περιθώρια για αναζητήσεις, μήτε πρωτοβουλίες από τη μεριά της γυναίκας. Υποταγμένες οι περισσότερες ακολουθούν τα προστάγματα των καιρών. Οι ανυπόταχτες, αυτές που δεν είναι «εκ της σαρκός του άνδρα» γεννημένες, αλλά ολοκληρωμένες υπάρξεις, με όνειρα και προσδοκίες, που θέλουν να μοιράζονται ψυχή και κορμί, απλώς αποδέχονται, με επίγνωση και σιωπή, τα καθιερωμένα. 11