Μ Η Ν Κ Ο Ι ΤΑ Ξ Ε Ι Σ Π Ι Σ Ω
Σειρά: Ελληνική Πεζογραφία Συγγραφέας: Ελευθερία Μεταξά Τίτλος: Μην κοιτάξεις πίσω Σελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου Επιµέλεια: Μαίρη Κεκροπούλου Εκπόνηση Εξωφύλλου: Έλενα Ματθαίου Copyright εξωφύλλου: Εκδόσεις Ωκεανός Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ιεθνούς ικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. 2014 Ελευθερία Μεταξά & ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ Σόλωνος 136, 106 77, Αθήνα Τηλ.: 210 3829339 Φαξ: 2103829659 e-mail:info@oceanosbooks.gr www.oceanosbooks.gr ISBN 978-618-5104-21-4
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α Μ Η Ν Κ Ο Ι ΤΑ Ξ Ε Ι Σ Π Ι Σ Ω
Στην αγαπημένη μου αδελφή, την Υπατία, που πάντα στέκεται δίπλα μου στα εύκολα και στα δύσκολα. Και στους άντρες της ζωής της, τον Κώστα, τον Νικόλα και τον Δημήτρη.
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ P Το τηλέφωνο χτύπησε, σπάζοντας τη σιωπή που έπεφτε στο δωμάτιο. Το χέρι που το σήκωσε ήταν σταθερό κι ανυπόμονο. «Ναι;» «Εγώ είμαι». «Σε περίμενα. Άργησες». «Έπρεπε πρώτα να τακτοποιήσω κάποια θέματα... Άλλωστε, δεν νομίζω ότι είσαι σε θέση να μου κάνεις παρατηρήσεις!» Η φωνή ακουγόταν άχρωμη, επίπεδη... κι όμως, η απειλή διαγραφόταν ξεκάθαρα στις σχεδόν μπάσες της νότες. «Λοιπόν, θα γίνει απόψε... εντάξει;» συνέχισε η ίδια άχρωμη φωνή, μ έναν τόνο που έδειχνε ολοφάνερα ότι δεν δεχόταν αντιρρήσεις. «Εντάξει». «Και... περιττό να σου πω ότι δεν πρέπει να μείνει πίσω κανένα στοιχείο», συνέχισε η ίδια φωνή, με μια αδιόρατη απειλή να πλανάται στα ηχοχρώματά της. «Ο
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α τύπος έχει αγριέψει πολύ... σε λίγο δεν θα μπορούμε να τον ελέγξουμε... είναι απόλυτη ανάγκη να τελειώνουμε μαζί του... απόψε! Διαφορετικά, θα μπλέξουμε όλοι! Κατάλαβες;» «Σας έχω απογοητεύσει ποτέ;» Απ την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ένας ακαθόριστος θόρυβος, κάτι σαν πνιχτό γέλιο. Κι ύστερα, σιωπή. Το χέρι που κρατούσε το ακουστικό έμεινε για λίγο μετέωρο κι ύστερα το ακούμπησε στη συσκευή. Η ανάσα βγήκε βαριά απ το στήθος. Προχώρησε μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλο που στεκόταν απέναντι. Χαμογέλασε. Προχώρησε λίγο μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Στάθηκε μπροστά στο κομοδίνο, που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι, κι άνοιξε το πρώτο συρτάρι. Έβγαλε από μέσα ένα πιστόλι, το κοίταξε για λίγο χαϊδεύοντάς το με το βλέμμα, κι αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν γεμάτο, το έβαλε στη θήκη που κρυβόταν καλά κάτω απ το μπουφάν. «Ξεκινάμε» είπε απλά. «Φιλαράκο, τελείωσες! Αυτό είναι το τελευταίο σου βράδυ! Κοίτα να το περάσεις καλά, γιατί... ως εδώ ήταν!» συμπλήρωσε και με αποφασιστικά βήματα βγήκε απ το δωμάτιο, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. v 10 u
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1 P 6.00 τα ξημερώματα... Η Φαίδρα κοίταξε το ρολόι, νιώθοντας τον εκνευρισμό της να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Είχε ακόμη μια ώρα για να τελειώσει τη βάρδιά της... Να πάρει η ευχή! Σήμερα το νοσοκομείο εφημέρευε και η κούρασή της ήταν απερίγραπτη! Είχε καιρό να δει τόσα περιστατικά μαζεμένα στα επείγοντα! Λες κι είχε πέσει μια κατάρα απόψε κι ο ένας ασθενής ερχόταν μετά τον άλλον... δύο εμφράγματα, ένα σοβαρό τροχαίο και δύο απόπειρες αυτοκτονίας... Μόλις πριν πέντε λεπτά είχε καταφέρει να τρέξει μέχρι το μπάνιο, για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Ένιωθε εξάντληση... νύσταζε... Το κρύο νερό κάπως τη συνέφερε, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να νιώθει τις δυνάμεις της να την προδίδουν. Τα τελευταία βράδια άλλωστε δεν κοιμόταν καλά. Μια ανεξήγητη ανησυχία την κρατούσε ξάγρυπνη... ένα αδιόρατο προαίσθημα ότι κάτι θα συνέβαινε... κάτι κακό ίσως; Το πρωί πάλευε να σηκωθεί απ το κρεβάτι της, για να καταφέρει να πάει στην ώρα της στο νοσοκομείο. Στο
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α καταθλιπτικό νοσοκομείο με τους κάθε λογής αρρώστους, που έκαναν τη ζωή της να μοιάζει ακόμη πιο μίζερη, ακόμη πιο άδεια. Όχι ότι δεν αγαπούσε τη δουλειά της. Το αντίθετο μάλιστα. Της άρεσε να προσφέρει, να ανακουφίζει τον πόνο των αρρώστων, ένιωθε την απόγνωσή τους στο γεμάτο ικεσία βλέμμα, που κάρφωναν πάνω της αναζητώντας τη γιατρειά, αλλά και γέμιζε αγαλλίαση όταν εκείνη τους έδινε απλόχερα την ελπίδα... Ήταν απ τους ανθρώπους που οι άλλοι τους ονομάζουν «καλούς Σαμαρείτες». Από τότε που ήταν μικρή, απ όταν θυμόταν τον εαυτό της, τότε στο ίδρυμα... ένιωθε την ανάγκη να κάνει μια δουλειά που θα τη βοηθούσε να προσφέρει. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, η ανάγκη αυτή θέριευε μέσα της... λες κι έτσι θα μπορούσε να απαλύνει το κακό που σφράγισε τη δική της ζωή, να γιατρέψει τον πόνο που είχε φωλιάσει μέσα της και εξακολουθούσε να τη βασανίζει.. Ναι, σίγουρα την αγαπούσε τη δουλειά της. Όμως, χρειαζόταν και κάτι παραπάνω. Κάτι διαφορετικό απ την ψυχοφθόρα καθημερινή επαφή με τους αρρώστους! Κάτι όμορφο, συνταρακτικό, που θα ερχόταν να ανατρέψει την άχαρη και μονότονη ζωή της. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Όχι! Δεν μπορούσε να πει ότι ήταν όμορφη. Το πρόσωπό της ήταν πολύ αδύνατο, τα χείλη της λεπτά και πάντα κυρτωμένα προς τα κάτω, σε μια έκφραση μόνιμης μελαγχολίας, τα μάτια της, αν και πράσινα, μικρά και χωρίς καμμία λάμv 12 u
Μ ΗΝ Κ ΟΙΤΑ ΞΕΙΣ Π Ι ΣΩ ψη... λες και είχαν για κάποιον λόγο ξεθωριάσει... κι αυτή η χλωμάδα, που πάντα απλωνόταν στα μάγουλά της, όσο ρουζ κι αν φορούσε (τις ελάχιστες φορές στη ζωή της που είχε μακιγιαριστεί) δεν έλεγε να φύγει, να καλυφθεί... την έκανε να μοιάζει άρρωστη και τόσο παράξενα ταιριαστή, τελικά, με το περιβάλλον του νοσοκομείου! Τα μαλλιά της, ξανθά και σγουρά, έπεφταν άτσαλα στους ώμους της, αφού το κομμωτήριο αποτελούσε για κείνην έναν σχεδόν άγνωστο προορισμό. Ήταν αρκετά ψηλή, 1 και 76!! Πάντα αισθανόταν άβολα με το ύψος της... στο σχολείο ήταν το ψηλότερο και το πιο άχαρο κορίτσι! Όλοι την κορόιδευαν... Χριστέ μου, θα προτιμούσε να μην είχε πάει ποτέ σχολείο! Το σώμα της ήταν αθλητικό και γεροδεμένο. Ήταν άλλωστε το μόνο που έκανε για τον εαυτό της... γυμναζόταν καθημερινά. Εκτόνωνε έτσι όλη της την ενέργεια κι αποσπούσε το μυαλό της απ όσα την απασχολούσαν... ακόμη κι απ την καθημερινή της επίσκεψη στο απαίσιο γκρίζο κτήριο που στοίχειωνε εδώ και χρόνια τη ζωή της... στο κτήριο που την οδηγούσαν τα βήματά της πάντα με την ίδια ελπίδα... πάντα με το ίδιο καρδιοχτύπι... και πάντα με την ίδια απελπισία... Η γυμναστική ήταν η μόνη της διέξοδος, η μόνη πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό της. Αλλά μόνο αυτό, τίποτε άλλο, τίποτε απ αυτά που οι γυναίκες παρέχουν στον εαυτό τους, για να διατηρούνται όμορφες και ποθητές. Για ποιόν λόγο άλλωστε; Είχε συμβιβαστεί, εδώ v 13 u
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α και αρκετά χρόνια, με την ιδιότητά της. Γεροντοκόρη! Αυτό άλλωστε ήταν και το παρατσούκλι της στα Επείγοντα... «η ψηλή» ή «η γεροντοκόρη»... είχε ακούσει κάποιες απ τις «ωραίες» του νοσοκομείου να την αποκαλούν έτσι, φυσικά πίσω απ την πλάτη της. Όχι πως την πείραζε ιδιαίτερα... Ποτέ δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία σε αυτά που έλεγε ο κόσμος. Για να λέμε όμως και την αλήθεια, δεν είχαν και πολύ άδικο! Κόντευε τα σαράντα κι εξακολουθούσε να παραμένει πεισματικά μόνη. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και θρονιάζονταν με εκνευριστική σιγουριά στις άκρες των ματιών και των χειλιών, στο μέτωπο και ανάμεσα στα φρύδια της. Οι άνδρες αναγνώριζαν τις ικανότητές της ως νοσηλεύτρια, αλλά ως γυναίκα... αλήθεια, υπήρχε κάποιος από κει μέσα που να την είχε δει ως γυναίκα; Η απάντηση ήρθε αυθόρμητα, μαζί μ ένα πικρό χαμόγελο: όχι! Εκτός απ την εμφάνισή της, που απείχε πολύ απ τον χαρακτηρισμό «όμορφη», είχε κάτι και στο βλέμμα, μια αυστηρότητα, μια σοβαρότητα, το πράσινο των ματιών της ήταν, θαρρείς, μονίμως μια παγωμένη λίμνη, και δεν επέτρεπε σε κανέναν τελικά να την αντιμετωπίσει ως θηλυκό. Για όλους ήταν η καλύτερη νοσηλεύτρια των Επειγόντων Περιστατικών. Πολλές φορές μάλιστα είχε προκαλέσει τον φθόνο των συναδέλφων της για τις ικανότητές της, που όλοι αναγνώριζαν. Αλλά, μέχρι εκεί! Κανείς ποτέ δεν σχολίασε θετικά την εμφάνισή της... μάλλον το αντίθετο. v 14 u
Μ ΗΝ Κ ΟΙΤΑ ΞΕΙΣ Π Ι ΣΩ Σκούπισε γρήγορα το πρόσωπό της, καθώς άκουσε μια φωνή απ έξω να την καλεί επίμονα. Πόσο τυχερή ήταν που δεν φορούσε μέικ απ! Αν ήταν μακιγιαρισμένη, δεν θα μπορούσε να απολαύσει την αίσθηση του κρύου νερού επάνω στο δέρμα της, να νιώσει αυτή τη μοναδική αναζωογόνηση, καθώς οι σταγόνες αυλάκωναν τα μάγουλά της και τη συνέφεραν απ την κούραση που αισθανόταν. Πολλές απ τις συναδέλφους της αισθάνονταν την ίδια ανάγκη, η ιδέα όμως ότι θα χαλούσαν το μακιγιάζ τους αποδεικνυόταν πάντα πιο δυνατή απ αυτήν. «Έρχομαι!» φώναξε στη Λίνα, τη συνάδελφο που την καλούσε επίμονα. Βγήκε απ το μπάνιο κι έτρεξε να συναντήσει τη νεαρή νοσηλεύτρια, που ήταν το απωθημένο των αντρών όλου του νοσοκομείου. Ψηλή, με κατακόκκινα μαλλιά και απίστευτα θηλυκό κορμί, που ούτε η άχαρη στολή της νοσηλεύτριας δεν μπορούσε να εγκλωβίσει τις χάρες του. «Έλα, ρε Φαίδρα» της είπε η κοπέλα, με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή της, μόλις την αντίκρυσε. «Η Αντωνίου σε ψάχνει... σαν υστερική κάνει... Μια φορά ήρθε νωρίτερα απ τη βάρδιά της... κι αποφάσισε να το παίξει ευσυνείδητη προϊσταμένη» συμπλήρωσε, στραβώνοντας κωμικά το στόμα της. Μάλιστα! Η Μαρίνα Αντωνίου, η προϊσταμένη της! Σκύλα, με όλη τη σημασία της λέξης! Εκείνη καθόταν αραχτή στο γραφείο της και οι νοσηλεύτριες έτρεχαν v 15 u
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α πανικόβλητες, ειδικά τις μέρες που το νοσοκομείο είχε εφημερία. «Τί συμβαίνει;» ρώτησε η Φαίδρα, με τη φωνή της να προδίδει την έξαψη που άρχισε να αισθάνεται. Μάλλον είχε έρθει και πάλι η ώρα να δείξει τις ικανότητές της. «Έχουμε ένα εξαιρετικά επείγον περιστατικό» απάντησε η Λίνα, διορθώνοντας μια τούφα απ τα κατακκόκινα μαλλιά της που ξέφευγε ατίθασα απ την ανάλαφρη κοτσίδα της. «Έφεραν κάποιον με τραύματα από σφαίρα... από σφαίρες μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής... Κόσκινο τον έχουν κάνει, μιλάμε! Δεν φαίνεται καλά... τη βγάζει δεν τη βγάζει». Η Φαίδρα άφησε τη Λίνα να φλυαρεί για την κατάσταση του ασθενούς κι άρχισε να τρέχει. Έπρεπε να πάει γρήγορα... η Λίνα την ακολούθησε μ εκείνο το χαρακτηριστικό της λίκνισμα, που ξετρέλαινε τους γιατρούς και πολλές φορές τους αποσπούσε απ τη δουλειά τους. Η αλήθεια είναι πως ακούγονταν πολλά για τη νεαρή κοκκινομάλλα... ειδικά για τις νύχτες που είχε βάρδια... Η Φαίδρα όμως δεν έδινε σημασία στα κουτσομπολιά. Η Λίνα μπορεί να μην ήταν η πιο ικανή νοσηλεύτρια, όμως ήταν ευσυνείδητη και ποτέ δεν αρνιόταν τη βοήθειά της. Στέκονταν τώρα και οι δύο μπροστά σε ένα απ τα κρεβάτια της αίθουσας των επειγόντων περιστατικών. Ή μάλλον, πιο σωστά, σ αυτό που ονομάζουν «σανίv 16 u
Μ ΗΝ Κ ΟΙΤΑ ΞΕΙΣ Π Ι ΣΩ δα», μια σκληρή επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται η διαδικασία της ανάνηψης. Εκεί βρισκόταν ξαπλωμένος ένας άνδρας, γύρω στα σαράντα πέντε. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, που μάλλον κάποιος απ το πλήρωμα του ασθενοφόρου είχε σκίσει στην προσπάθειά του να τον κρατήσει στη ζωή, κυριολεκτικά βουτηγμένο στο αίμα... ήταν ολοφάνερο ότι το κορμί του το είχαν διαπεράσει τουλάχιστον τρεις σφαίρες... η μια μάλιστα βρισκόταν εξαιρετικά κοντά στην καρδιά του... Τα μάτια του ήταν κλειστά, αλλά στο πρόσωπό του ήταν διάχυτος ο πόνος... σ αυτό το πρόσωπο που αν ήταν δυνατόν να κάνει τώρα τέτοιες σκέψεις φαινόταν στη Φαίδρα τόσο όμορφο... τόσο ξεχωριστό... Η μύτη ολόισια... καθαρά ελληνική... τα μήλα έντονα, λες και τα είχε σχεδιάσει ο καλύτερος πλαστικός χειρουργός... το οβάλ του προσώπου κατέληγε σ ένα σαγόνι δυνατό, τετράγωνο, με ένα ευδιάκριτο λακάκι στη μέση... Ωραίος άνδρας, πραγματικά... βγαλμένος, λες, απ τις σελίδες ερωτικού μυθιστορήματος, σαν κι αυτά που εκείνη κυριολεκτικά απεχθανόταν, καθώς τα θεωρούσε ανόητα και εκνευριστικά γλυκανάλατα. Κούνησε το κεφάλι της δεξιά-αριστερά προσπαθώντας να διώξει αυτές τις σκέψεις... Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για τέτοιες παρατηρήσεις. Ο άνθρωπος αυτός πέθαινε... κι εκείνη σκεφτόταν ότι ήταν όμορφος! Μάλωσε τον εαυτό της, νιώθοντας ένα αίσθημα ντροπής να βάφει άλικα τα μάγουλά της. v 17 u
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α «Ξεκινάμε ανάνηψη» άκουσε σαν σε όνειρο τη φωνή του Γεράσιμου Αντωνάκου, του γιατρού που είχε βάρδια εκείνο το βράδυ. «Η πίεσή του είναι 7 με τρία... και εξακολουθεί να πέφτει... τον χάνουμε» «Όχι» σκέφτηκε τρομαγμένη η Φαίδρα. «Δεν μπορεί να τον χάσουμε... πρέπει να ζήσει... πρέπει να τον σώσουμε!.» Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά μέσα στο στήθος της, καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. Πρώτη φορά αισθανόταν έτσι... ένα μούδιασμα σε όλο της το σώμα... ένα περίεργο χτυποκάρδι, μια ανεξήγητη έξαψη... κι όλα αυτά στη θέα αυτού του άγνωστου άνδρα, με το λευκό πουκάμισο κατακόκκινο απ το αίμα, που πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Η διαδικασία ανάνηψης αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη απ ό,τι περίμενε η Φαίδρα. Δύο φορές τον έχασαν και δύο φορές τον έφεραν πίσω, με εκείνην να πρωταγωνιστεί στις μαλάξεις στο στήθος του, με μια πρωτόγνωρη λύσσα να τον κρατήσει στη ζωή. Ήθελε να τον σώσει... έπρεπε να τον σώσει... Πάντα προσπαθούσε με μανία να επαναφέρει τους ασθενείς της... αλλά κάθε φορά που το έκανε ήταν για εκείνους... Αυτή τη φορά όμως, ήταν... ναι, ήταν για την ίδια. Για έναν ανεξήγητο λόγο πάλευε να κρατήσει στη ζωή αυτόν τον άγνωστο άνδρα για την ίδια. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι μπορεί να τον έχανε... ότι μπορεί ο θάνατος να ήταν πιο δυνατός και πιο ικανός από εκείνην και να κατάφερνε τελικά να v 18 u
Μ ΗΝ Κ ΟΙΤΑ ΞΕΙΣ Π Ι ΣΩ τον κερδίσει, να τον αρπάξει με τα μακριά, κοκκαλιάρικα δάχτυλά του, να τον πάρει μαζί του στο ανελέητο, αιώνιο σκοτάδι του...όχι, δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Αυτός ο άγνωστος άνδρας έπρεπε να ζήσει. Και θα έκανε ό,τι περνούσε απ το χέρι της για να το πετύχει... ακόμη κι αν χρειαζόταν να περάσει όλη την ημέρα πάνω του, κάνοντάς του μαλάξεις στο στήθος... Ούτε ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, όταν άκουσε τον εφημερεύοντα γιατρό να λέει: «Το μόνιτορ δείχνει υποτυπώδη ηλεκτρική δραστηριότητα... Γρήγορα τον απεινιδωτή» Η προσπάθεια ανάνηψης συνεχίστηκε... 200 joule 300... δύο φορές... τρεις... Η Φαίδρα κοιτούσε με αγωνία το μόνιτορ, τη ζωντανή απόδειξη της μάχης που έδινε ο άγνωστος με τον θάνατο... στην ίδια μάχη που ήταν σύμμαχοι... Ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά στο στήθος της... μακάρι να μπορούσε να του δώσει απ το δικό της παλμό, απ τον δικό της χτύπο... «Εντάξει, σταθεροποιήθηκε...» άκουσε, σαν σε όνειρο, τη φωνή του Αντωνάκου. «Ετοιμάστε τον για χειρουργείο... Γρήγορα». Τότε μόνο κατάλαβε ότι όλο της το κορμί πονούσε... ένιωθε τα χέρια της κομμένα, τους ώμους της πιασμένους, ενώ οι παλάμες της έκαιγαν απ την προσπάθεια να κάνει την καρδιά του να ξαναχτυπήσει με κανονικό ρυθμό. Είχε λαχανιάσει και το στήθος της ανεβοκατέβαινε ακανόνιστα... v 19 u
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α Μ Ε ΤΑ Ξ Α «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε η Λίνα, κοιτάζοντάς την περίεργα. «Ε, Φαίδρα... σου μιλάω». Η Φαίδρα τινάχτηκε σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Τί έπαθες, καλέ;» την ξαναρώτησε η Λίνα. «Πού ταξίδευες;» Η Φαίδρα έστρωσε τα μαλλιά της, σε μια κίνηση γεμάτη αμηχανία. Η Λίνα την κοιτούσε με ένα σχεδόν κοροϊδευτικό χαμόγελο στα χείλη. «Σ ακούω» της απάντησε, προσπαθώντας να μην προδώσει την ταραχή της. «Καλά είμαι... απλώς, κουράστηκα απ τις μαλαξεις». «Εμ, πώς να μην κουραστείς! Εσύ, παιδί μου, έκανες σα λυσσασμένη! Απορώ με την αντοχή σου!» είπε η κοκκινομάλλα. «Πάντως... ωραίος άνδρας... δεν είναι;» ρώτησε, κλείνοντάς της πονηρά το μάτι. Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι... v 20 u