Ημερίδα του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής και του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» Κρίση της οικονομίας: Δοκιμασία της Πολιτικής. Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 2008 Ενότητα 1 η : Από την οικονομία στην πολιτική --------------------------------------------------------------------------------------- Η ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με μια διπλή κρίση Εκτός από την άμεση, γρήγορη και βραχυπρόθεσμη απάντηση στην κρίση η χώρα χρειάζεται από τώρα και μια μακροχρόνια στρατηγική ενεργού διαρθρωτικής προσαρμογής μέσω της αναζωογόνησης του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. του Γιάννη Καλογήρου, Αν. Καθηγητή ΕΜΠ Η κρίση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ελλάδα συνέπεσε με την ενδογενή κρίση που περνά η ελληνική οικονομία εξαιτίας της εξάντλησης της δυναμικής του δικού της αναπτυξιακού μοντέλου. Παρά τις προφανείς αλληλεπιδράσεις τους πρόκειται για δύο διαχωρίσιμες διεργασίες: μια πρόσφατη και μια μεσοπρόθεσμη. Με δεδομένη την ύπαρξη δύο σχετικά διαφοροποιημένων μηχανισμών παραγωγής της κρίσης, η ανάκαμψη από τη μια ομάδα προβλημάτων δεν συνεπάγεται αυτόματη επίλυση των προβλημάτων της άλλης ομάδας. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι: Η ελληνική οικονομία να περιέλθει σε μια μακράς διάρκειας στασιμότητα στο νέο διεθνές τοπίο, που θα αναδυθεί μετά την κρίση και την ύφεση. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Τα σημάδια εξάντλησης της δυναμικής του τρίτου αναπτυξιακού κύματος στην ιστορία του ελληνικού κράτους- που δρομολογήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990- ήταν ήδη ορατά όταν άρχιζε να εκδηλώνεται η διεθνής κρίση το φθινόπωρο του 2007. Το χαρακτηριστικό σήμα κινδύνου ήταν η ραγδαία επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που έφθανε στο τέλος του 2007 στο (έως τότε) ιστορικό του μέγιστο. 1
Όμως, αν και η παγκόσμια κρίση επιταχύνει την ανοιχτή εκδήλωση της «ελληνικής» οικονομικής κρίσης- μέσω της απότομης επιβράδυνσης του για μια δεκαπενταετία υψηλού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης- ταυτόχρονα μπορεί να λειτουργήσει και ως άλλοθι για τη συγκάλυψη των βαθύτερων αιτίων του ελληνικού οικονομικού ζητήματος. Εξάλλου, είναι φυσιολογικό την ώρα της κρίσης η προσοχή να επικεντρώνεται στις άμεσες και βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, υποτιμώντας τις πιο μακροπρόθεσμες στρατηγικές θεωρήσεις των προβλημάτων. Και όμως, ακόμη και τώρα δεν πρέπει να διαφεύγουν της προσοχής μας ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα: Ποιά είναι η ανταγωνιστική θέση της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομία; Ποιά είναι η θέση του ελληνικού παραγωγικού, τεχνολογικού και επιχειρηματικού συστήματος στο πλάισιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας; Και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε για να επανέλθει γρήγορα η ελληνική οικονομία σε μια αναζωογονημένη και διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά μετά την κρίση στο νέο τοπίο που θα έχει εν τω μεταξύ διαμορφωθεί; Συνοψίζοντας, το κεντρικό διακύβευμα για την ελληνική οικονομία περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα ενδυνάμωσης της προσαρμοστικής αποδοτικότητά της, ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητά της σε κοινωνικά αποδεκτό επίπεδο. Αναφερόμαστε, εδώ, σε μια σχεδιασμένη έγκαιρη ενεργό προσαρμογή και όχι σε μια βίαιη αναγκαστική προσαρμογή δαρβινικού τύπου, με ό,τι αυτή συνεπάγεται από άποψη κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους. Αντίστοιχο πρόβλημα διαρθρωτικής προσαρμογής είχε αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία και στα μέσα της 10ετίας του 90. Η μακροοικονομική καθήλωση της ανάπτυξής της ήταν μια εμπεδωμένη πραγματικότητα, ενώ ο κίνδυνος να μείνει εκτός των διαδικασιών της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης απτός, με συνέπειες που σήμερα μπορούν να γίνουν κατανοητές και στον πιο δύσπιστο. Το πρόβλημα - χάρη στη συστηματική και συνεπή υλοποίηση από τις κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη και του ΠΑΣΟΚ μιας μακρόχρονης στοχευμένης οικονομικής στρατηγικής ξεπεράστηκε και η Ελλάδα κατάφερε να ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ και να συγκλίνει (και σε πραγματικούς όρους) με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο (της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 27). Η επιτυχία του στρατηγικού αυτού εγχειρήματος αποκτά μεγαλύτερη αξία καθώς πραγματοποιήθηκε με την άσκηση, στη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου 1996-2004, 2
της ανετότερης εισοδηματικής πολιτικής μεταξύ των χωρών της ΕΕ των 15 και με την αποφυγή αύξησης- ακριβέστερα με μια μικρή μείωση- των οικονομικών ανισοτήτων σε αντίθεση με ό,τι συνέβη την ίδια περίοδο στον υπόλοιπο κόσμο, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα ελληνικών αλλά και πρόσφατων διεθνών μελετών (π.χ. του ΟΟΣΑ). Μετά το 2004, η μεγεθυντική δυναμική διατηρείται μεν, επιβραδύνεται δε, καθώς η ελληνική οικονομία αρχίζει να λαχανιάζει. Η δυναμική των παραγόντων που κινούσαν τη μεγέθυνση (αξιοποίηση των ωφελειών της μακροοικονομικής σταθεροποίησης, ανναβάθμιση των δημόσιων υποδομών, μερική αναδιάρθρωση ενός ορισμένου επιχειρηματικού και βιομηχανικού πυρήνα) σταδιακά εξαντλήθηκε και το παραγωγικό σύστημα εμφάνισε σημεία κόπωσης. Επιπροσθέτως, η πραγματική θέση της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνεται και λόγω της ηχηρής αποτυχίας της νεοδημοκρατικής οικονομικής διαχείρισης, παρά την κεκτημένη αναπτυξιακή ταχύτητα της προηγούμενης περιόδου, τη συμμετοχή στην ευρωζώνη, την ευνοϊκή έως και το 2007 διεθνή οικονομική συγκυρία, την ισχυρή προικοδότηση με πόρους του Γ ΚΠΣ. Το αποτέλεσμα: Τίποτε μετά το 2004 δεν βελτιώθηκε, όλα επιδεινώθηκαν. Η αποτυχία αυτή υπονομεύει τη σημερινή δυνατότητα του ελληνικού κράτους να προσδώσει μιαν ισχυρή δημοσιονομική ώθηση στην ελληνική οικονομία προκειμένου να αντιμετωπισθεί άμεσα και βραχυπρόθεσμα η επερχόμενη ύφεση. Ακόμη χειρότερα, η επικράτηση μιας αντίληψης της οικονομικής στρατηγικής ως τεχνάσματος για την εξυπηρέτηση κομματικών και άλλων επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων (π.χ. η διαβόητη «απογραφή» και η αποτυχημένη απόπειρα για μια τεχνητή διόγκωση του εθνικού προϊόντος) αποπροσανατόλισε την οικονομική πορεία της χώρας. Διαβρώθηκε, έτσι, η απαραίτητη αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και απομακρύνθηκε το επίκεντρο της προσοχής της από το «σταυρικό» - με την έννοια του κύριου, του βασικού στοιχείου της σύγχρονης οικονομικής εξέλιξης - πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, που είναι η στρατηγική θέση του ελληνικού παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. 3
Το ελληνικό σύστημα έχει περιέλθει σε μιαν εύθραυστη και ευάλωτη θέση στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού καθώς δυσκολεύεται να απαντήσει στην αμφίπλευρη ανταγωνιστική πίεση που δέχεται τόσο από φθηνότερους όσο και από ποιοτικότερους παραγωγούς. Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκονται ορισμένες κρίσιμες συστημικές υστερήσεις, που αφορούν το γνωσιακό και τεχνολογικό υπόβαθρο, τη φύση της επιχειρηματικότητας (ο ρηχός χαρακτήρας της), τη λειτουργία και την επίδοση του συστήματος εκπαίδευσης, έρευνας και καινοτομίας, την ποιότητα των διοικητικών πρακτικών, τη μειωμένη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα στη χρήση των διαθέσιμων πόρων (φυσικών, ενεργειακών, χρηματικών, ανθρώπινων, γνωσιακών, τεχνολογικών), τις πενιχρές περιβαλλοντικές επιδόσεις και κυρίως τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας της ευκολίας. Όλες αυτές οι υστερήσεις επιτάθηκαν στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, καθώς η Ελλάδα κινήθηκε χωρίς κατεύθυνση και χωρίς στόχους, ενώ στη χώρα διαμορφώθηκε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ελάχιστα δημιουργική. Η μετά-την-κρίση επάνοδος σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, δεν θα είναι αυτόματη. Μετά την ύφεση ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας μακράς καθήλωσης της ελληνικής οικονομίας και μιας επώδυνης επιδείνωσης της στρατηγικής της θέσης στο παγκόσμιο σύστημα. Μετά την ύφεση, θα ακολουθήσει άραγε μια μακρόχρονη στασιμότητα; Η στρατηγική απάντηση στον κίνδυνο αυτό συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των κρατικών και παραγωγικών δομών. Η ανάδειξη της σημασίας της δημόσιας παρέμβασης δεν σημαίνει επιστροφή στο κράτος και στις μορφές εμπλοκής του στην οικονομία των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μετατόπιση του εκκρεμούς μεταξύ δημόσιας παρέμβασης και ρύθμισης μέσω της αγοράς, δεν είναι απλή και γραμμική έκφραση συμφερόντων ή ιδεολογικών πεποιθήσεων των διαμορφωτών της πολιτικής και της κοινής γνώμης, αλλά συνδέεται ιστορικά και με αποτυχίες που βιώνονται και γίνονται αντιληπτές στις παρενέργειές τους από μεγάλες ομάδες πολιτών και σημαντικές κοινωνικές ομάδες. Γενικότερα, η ελληνική οικονομία πρέπει να κινηθεί προς ένα αποδοτικότερο, απαιτητικότερο και φιλικότερο προς το περιβάλλον αναπτυξιακό πρότυπο υψηλότερης ποιότητας. που θα διέπεται από μια λογική «αφομοίωσης» της γνώσης, της τεχνολογίας και των καινοτόμων διοικητικών και οργανωτικών πρακτικών για 4
την ανάπτυξη και δεν θα περιορίζεται σε μια απλή «συσσώρευση» πόρων, μέσων και υποδομών, που θα κατευθύνεται τελικά προς μια ακριβή ανάπτυξη - όπως την είχε ονοματίσει η ΕΑΡ και το Ριζοσπαστικό Φόρουμ του Συνασπισμού με βασικό εισηγητή τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη την περίοδο 87-93. Οι υψηλοί επενδυτικοί ρυθμοί, στους οποίους ασφαλώς η χώρα πρέπει το ταχύτερο να επανέλθει, δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του μακροχρονίου διαρθρωτικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας. Ούτε, όμως, αρκεί το ιστορικά διαμορφωμένο πλεονέκτημα της πολύ μεγάλης επιχειρηματικής ευελιξίας και της μεγάλης κινητικότητας στην αγορά που πρόσκαιρα δημιουργεί εισοδήματα, αλλά αναπαράγει τις ίδιες μη αποδοτικές δομές και αναποτελεσματικές πρακτικές. Στις μέρες μας σημασία έχει και η ποιότητα τόσο των επενδύσεων όσο και του ανθρώπινου δυναμικού και των αντίστοιχων διοικητικών και επιχειρηματικών πρακτικών, αλλά και του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και ασφαλώς των δημόσιων πολιτικών, του δημοσίου διαλόγου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Στο πλαίσιο, μιας τέτοιας προσέγγισης, δύο είναι οι πυλώνες μιας πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης: α) Δημοσιονομική διαχείριση που οδηγεί σε αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη- για τους χρήστες των παρεχόμενων υπηρεσιών και τις ανάγκες της κοινωνίας- αξιοποίηση των δημοσίων πόρων, αλλά και σε ανακατανομή των βαρών και αναδιανομή των ωφελειών υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. β) Αναζωογόνηση του αναπτυξιακού προτύπου με επίκεντρο την αξιοποίηση της γνώσης και της τεχνολογίας παντού και για όλους- μέσω ποιοτικών δημόσιων επενδύσεων και δεσμευτικών δημόσιων πολιτικών- με στόχο την αναβάθμιση της θέσης του παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος της χώρας στον διεθνή καταμερισμό, Τα συστατικά μέρη μιας στρατηγικής για την αναζωογόνηση του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας πρέπει να περιλαμβάνουν: μια συνεκτική ενοποιημένη πολιτική για την έρευνα, την τεχνολογία, την καινοτομία και τη διάχυση της γνώσης που θα εμπεριέχει και μια δεσμευτική 5
σταδιακή και σταθερή ετήσια αύξηση (π.χ. κατά 0.1 % του ΑΕΠ) της χρηματοδότησης της έρευνας, μια συστηματική πολιτική για τη δημιουργία μιας νέας ενεργειακής οικονομίας με έμφαση στην αποδοτικότητα (και περιβαλλοντική) των ενεργειακών συστημάτων, την εξοικονόμηση, την ανακύκλωση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενεργοποίηση της δημόσιας ζήτησης, με την ανάπτυξη αγοραστικών πρακτικών που ευνοούν την αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας και την υιοθέτηση καινοτομιών, μιαν επενδυτική πολιτική για σύγχρονες ψηφιακές υποδομές (π.χ. οπτική ίνα στο σπίτι), καθώς η υποεπένδυση στις σύγχρονες υποδομές μπορεί να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα, όπως η οστεοπόρωση για τον ανθρώπινο οργανισμό, την ηλεκτρονικοποίηση των λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. ψηφιακές πόλεις) με την ανάπτυξη ανοιχτών συστημάτων και την αξιοποίηση του ελεύθερου λογισμικού ανοιχτού κώδικα, μια στοχευμένη πολιτική για την καλλιέργεια της επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη γνώση με επικέντρωση π.χ. στους φοιτητές των πολυτεχνείων αλλά και άλλων ειδικοτήτων, την ανάπτυξη του αποθέματος της δημόσια διαθέσιμης γνώσης ως παράγοντα προώθησης της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης, τον σχεδιασμό και κυρίως την υλοποίηση δημόσιων πολιτικών που στηρίζονται στη γνώση, τη συσσωρευμένη πείρα και την τεκμηρίωση των ωφελειών και των παρενεργειών τους, τη διαμόρφωση και τη διατήρηση μιας ανοιχτής δημόσιας συζήτησης και διαβούλευσης για όλα τα μεγάλα θέματα της κοινωνίας που θα βασίζεται στη γνώση και τη δημοκρατική συμμετοχή. Η παγκόσμια κρίση που ζούμε έδειξε πόσο καταστροφική μπορεί να γίνει η αυτονόμηση της οικονομίας του χαρτιού από την πραγματική οικονομία σε συνδυασμό με μια δογματική- σχεδόν μεταφυσική- πίστη στην ικανότητα αυτορύθμισης των αγορών. Επιπροσθέτως, αν λόγω της σημερινής κρίσης χαθούν δυό-τρία ή/ και περισσότερα χρόνια αναπτυξιακής δυναμικής, τότε εκτός από το 6
μείζον πρόβλημα των ανισοτήτων τίθεται και ένα θέμα αποδοτικότητας της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, όταν η απελευθέρωση των αγορών γίνεται άκριτα και στηρίζεται στην υπέρμετρη χρήση των νέων «χρηματοοικονομικών εργαλείων» και των αντίστοιχων «χρηματοοικονομικών καινοτομιών». Στα καθ ημάς, η κρίση έδειξε επιπροσθέτως και τα όρια, αλλά και τους κινδύνους της υποκατάστασης της προγραμματικής πολιτικής με μια επικοινωνιακή διαχείριση που τελικώς αφήνει το καράβι της οικονομίας ακυβέρνητο. Ακόμη περισσότερο, όπως, εύστοχα, έχει διατυπωθεί από τον Ζαν Πιέρ Λε Γκοφ: «Στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες η πολιτική προϋποθέτει τη διαχείριση της πολυπλοκότηταςκαι των καταναγκασμών, αλλά δεν καταργεί την επιλογή μεταξύ διαφορετικών λύσεων» «Ζήτω η κρίση!» έγραψε πριν δυο μέρες ο συντονιστής της σημερινής συζήτησης. Από μια σκοπιά έχει ασφαλώς δίκηο. Οι εξωτερικοί καταναγκασμοί και οι κρίσεις έχουν λειτουργήσει στο παρελθόν αναγεννητικά στην ελληνική κοινωνία. Με δυό, όμως, προϋποθέσεις: α) να έχουν συνειδητοποιήσει- και αυτό έχει γίνει ενίοτε δραματικά- οι πολίτες αυτής της χώρας ότι «δεν πάει άλλο, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», και β) να αναδειχθεί η σημασία του ρόλου των ηγεσιών και των ηγετικών ομάδων σε εθνικό επίπεδο, αλλά και στους επιμέρους χώρους. Αλλά και η ευθύνη των πολιτών του καθενός και της καθεμιάς από μας. Αλλά γι όλα αυτά, ασφαλώς, θα αναφερθούν οι συμμετέχοντες στη σημερινή μας συζήτηση εκπρόσωποι της «μαχόμενης πολιτικής».. 7