ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ Βιβλίο Πέμπτο Πόλη των Χαμένων Ψυχών CASSANDRA CLARE
προλογος Ο Σάιμον στεκόταν και κοιτούσε μουδιασμένος την εξώπορτα του σπιτιού του. Δεν είχε φύγει ποτέ απ αυτό το σπίτι. Εδώ τον είχαν φέρει οι γονείς του μετά τη γέννησή του στο μαιευτήριο. Είχε μεγαλώσει ανάμεσα στους τοίχους του, σε αυτήν εδώ τη σειρά σπιτιών στο Μπρούκλιν. Έπαιζε στο δρόμο κάτω απ τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων το καλοκαίρι και έφτιαχνε αυτοσχέδια έλκηθρα από καπάκια κάδων το χειμώνα. Σε κείνο το σπίτι είχαν τηρήσει το εβραϊκό έθιμο πένθους σίβα όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του. Εκεί είχε φιλήσει για πρώτη φορά την Κλέρι. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα ερχόταν μια μέρα που η πόρτα εκείνου του σπιτιού θα ήταν κλειστή γι αυτόν. Την τελευταία φορά που είχε δει τη μητέρα του, τον είχε αποκαλέσει τέρας και τον είχε ικετεύσει να φύγει. Ο Σάιμον την είχε κάνει να ξεχάσει ότι ήταν βρικόλακας, χρησιμοποιώντας μία λάμψη αλλά δεν ήξερε για πόσο θα κρατούσε. Καθώς στεκόταν στον παγερό αέρα του φθινο-
Cassandra Clare πώρου, ήξερε ότι δεν είχε κρατήσει αρκετά. Η πόρτα ήταν γεμάτη σύμβολα άστρα του Δαβίδ βαμμένα με μπογιά και χαραγμένο το σύμβολο Χάι, το σύμβολο της ζωής. Στο πόμολο και το ρόπτρο κρέμονταν φυλαχτά τεφιλίν 1. Μια χάμσα, το χέρι του Θεού σκέπαζε το ματάκι. Έβαλε το χέρι του μηχανικά στη μεταλλική μεζούζα 2 που βρισκόταν στερεωμένη στη δεξιά πλευρά της πόρτας. Είδε καπνό να αχνίζει στο σημείο όπου το χέρι του άγγιξε το ιερό αντικείμενο αλλά ο ίδιος δεν ένιωσε τίποτα. Ούτε πόνο. Μόνο ένα φρικτό άδειο σκοτάδι να φουσκώνει αργά και να γίνεται παγερή οργή. Κλότσησε την πόρτα και την άκουσε να αντηχεί μέσα στο σπίτι. «Μαμά!» φώναξε. «Μαμά, εγώ είμαι!» Δεν πήρε απάντηση μόνο τον ήχο από τα μάνταλα που ασφάλισαν την πόρτα. Η ευαίσθητη ακοή του αναγνώρισε τα βήματα της μητέρας του, την αναπνοή της αλλά δεν του μίλησε. Μπορούσε να μυρίσει τον οξύ φόβο και τον πανικό ακόμα και πίσω από την ξύλινη πόρτα. «Μαμά!» η φωνή του ράγισε. «Είναι γελοίο, μαμά! Άσε με να μπω! Εγώ είμαι, ο Σάιμον!» Η πόρτα τραντάχτηκε σαν να την είχε χτυπήσει. «Φύγε από δω!» Η φωνή της ήταν τραχιά, ξένη, γεμάτη τρόμο. «Δολοφόνε!» «Δεν σκοτώνω ανθρώπους». Ο Σάιμον ακούμπησε το κεφάλι του στην πόρτα. Ήξερε ότι αν ήθελε θα μπορούσε μάλλον να την γκρεμίσει αλλά τι νόημα είχε; «Πίνω αίμα ζώων. Σ το είπα». 1 Τα Τεφιλίν (φυλαχτά) είναι δερμάτινα κουτάκια που περιέχουν κομμάτια περγαμηνής όπου πάνω τους έχουν εγγραφεί αποσπάσματα από τη Βίβλο (Σ.τ.Μ.). 2 Η μεζούζα είναι ένα κομμάτι πάπυρου πάνω στο οποίο είναι γραμμένα τα δύο πρώτα εδάφια του κειμένου Άκουσε Ισραήλ (Σ.τ.Μ.).. 2,
Πόλη των Χαμένων Ψυχών «Σκότωσες το γιο μου», είπε εκείνη. «Τον σκότωσες και έβαλες στη θέση του ένα τέρας». «Εγώ είμαι ο γιος σου» «Έχεις το πρόσωπό του και μιλάς με τη φωνή του αλλά δεν είσαι αυτός! Δεν είσαι ο Σάιμον!» Η φωνή της έγινε σχεδόν ουρλιαχτό. «Φύγε απ το σπίτι μου πριν σε σκοτώσω, τέρας!» «Μπέκι», είπε ο Σάιμον. Το πρόσωπό του ήταν υγρό το άγγιξε με τα χέρια του και είδε ότι έγιναν κόκκινα: τα δάκρυά του ήταν ματωμένα. «Τι είπες στην Μπέκι;» «Μείνε μακριά απ την αδερφή σου». Ο Σάιμον άκουσε απ το σπίτι έναν κρότο σαν να είχε αναποδογυρίσει κάτι. «Μαμά», ξαναείπε αλλά αυτή τη φορά η φωνή του δεν έβγαινε. Ήταν σαν τραχύς ψίθυρος. «Μαμά, πρέπει να μου πεις είναι μέσα η Μπέκι; Μαμά, άνοιξε την πόρτα. Σε παρακαλώ» «Μείνε μακριά απ την Μπέκι!» Απομακρυνόταν απ την πόρτα ο Σάιμον το άκουσε. Μετά άκουσε το χαρακτηριστικό τρίξιμο της πόρτας της κουζίνας που άνοιγε, τον ήχο του πλαστικού δάπεδου καθώς πατούσε πάνω του. Ο ήχος ενός συρταριού που άνοιγε. Ξαφνικά, ο Σάιμον φαντάστηκε τη μητέρα του να αρπάζει ένα μαχαίρι. Πριν σε σκοτώσω, τέρας! Η σκέψη τον έκανε να τεντώσει το σώμα του. Αν τον χτυπούσε, θα ενεργοποιούσε το Σημάδι. Θα την κατέστρεφε, όπως είχε καταστρέψει τη Λίλιθ. Χαμήλωσε το χέρι του και έκανε αργά μεταβολή, παραπάτησε στα σκαλιά και κατέβηκε στο πεζοδρόμιο. Ακούμπησε στον κορμό ενός από τα μεγάλα δέντρα που σκίαζαν το τετράγωνο. Έμεινε εκεί, κοιτώντας μουδιασμένος την εξώπορτα του σπιτιού του, σημαδεμένη και παρα-. 3,
Cassandra Clare μορφωμένη με τα σύμβολα του μίσους της μητέρας του γι αυτόν. Όχι, θύμισε στον εαυτό του. Δεν τον μισούσε. Νόμιζε ότι είχε πεθάνει. Αυτό που μισούσε ήταν κάτι που δεν υπήρχε. Δεν είμαι αυτό που λέει ότι είμαι. Δεν ήξερε πόση ώρα θα στεκόταν εκεί, να κοιτάει την πόρτα, αν δεν είχε αρχίσει να χτυπάει το κινητό του κάνοντας την τσέπη του μπουφάν του να δονείται. Έκανε μηχανικά να το σηκώσει και πρόσεξε ότι το σχέδιο του μπροστινού μέρους της μεζούζα ενωμένα αστέρια του Δαβίδ είχε εντυπωθεί στο δέρμα του χεριού του. Άλλαξε χέρι και έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί του. «Ναι;» «Σάιμον;» Ήταν η Κλέρι. Ακουγόταν λαχανιασμένη. «Πού είσαι;» «Σπίτι», είπε και δίστασε. «Στης μητέρας μου δηλαδή», διευκρίνισε. Η φωνή του ακουγόταν κούφια και απόμακρη στα αυτιά του. «Γιατί δεν είσαι στο Ινστιτούτο; Όλα καλά;» «Αυτό είναι το θέμα», είπε. «Όταν έφυγες, η Μαρίζ κατέβηκε απ την ταράτσα όπου υποτίθεται ότι θα περίμενε ο Τζέις. Δεν ήταν κανείς εκεί». Ο Σάιμον κινήθηκε. Χωρίς καν να το καταλάβει, σαν μια μηχανική κούκλα, άρχισε να περπατάει στο δρόμο, προς το σταθμό του μετρό. «Τι εννοείς, δεν ήταν κανείς εκεί;» «Ο Τζέις είχε εξαφανιστεί», είπε η Κλέρι και ο Σάιμον άκουγε τον πόνο στη φωνή της. «Το ίδιο και ο Σεμπάστιαν». Ο Σάιμον σταμάτησε κάτω απ τη σκιά ενός δέντρου με γυμνά κλαδιά. «Μα ο Σεμπάστιαν ήταν νεκρός. Είναι νεκρός, Κλέρι». 4,
Πόλη των Χαμένων Ψυχών «Τότε πες μου γιατί δεν είναι εκεί το σώμα του, γιατί σίγουρα δεν είναι» είπε, και η φωνή της ράγισε. «Δεν υπάρχει τίποτα εκεί πάνω παρά ένα ποτάμι αίμα και σπασμένα γυαλιά. Εξαφανίστηκαν και οι δύο Σάιμον. Ο Τζέις, εξαφανίστηκε». 5,