ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑΣ
Ο ΧΩΡΟΣ ΤΩν νησιων Και ΤΗΣ ΘαΛαΣΣαΣ Οι ανεμοι, τὸ ἄνυδρο τοπίο, ἡ πολυσχιδὴς ἀκτογραμμή, τὰ χιλιάδες νησιά, νησίδες καὶ βραχονησίδες ἀλλὰ κυρίως ἡ θάλασσα ὅρισαν τὴν ἐξέλιξη τῶν κοινωνιῶν ποὺ κατοίκησαν τὸ αἰγαῖο, ἐκεῖ ὅπου συγκλίνουν οἱ θαλασσινοὶ δρόμοι ποὺ συνδέουν τὴ δυτικὴ μεσόγειο μὲ τὰ στενὰ τῆς Προποντίδας καὶ τὴ μαύρη Θάλασσα στὰ βορειοανατολικά, μὲ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὸ Δέλτα τοῦ νείλου στὰ νοτιοανατολικά. Τὰ τρεῖς χιλιάδες νησιά, κορυφὲς ὑποθαλάσσιων ὀρέων, προβάλλουν πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας καὶ συγκροτοῦν ἕνα σπάνιας δομῆς ἀρχιπέλαγος. Ἑβδομήντα περίπου ἀπὸ αὐτὰ εἶναι κατοικημένα, μὲ συγκροτημένους οἰκισμοὺς καὶ μακρὸ ἱστορικὸ βίο ἄλλα 290 κατοικοῦνται περιστασιακὰ ἀπὸ γεωργοὺς ἢ κτηνοτρόφους. νησιὰ τὰ ὁποῖα διακρίνονται μεταξύ τους διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ, ὅπου ἀρκοῦν λίγες ὧρες πλεύσης μὲ πανιὰ ἢ μὲ κουπιὰ γιὰ νὰ ταξιδέψει ἕνα σκαρὶ σὲ ἀντικρινές τους ἀκτές. νησιὰ ποὺ τὰ χαρακτηρίζει ἡ ἔννοια τῆς ἀπομόνωσης, ταυτόχρονα ὅμως σὲ ἐπικοινωνία μεταξύ τους. Δὲν εἶναι μονήρη τὰ νησιά. 1 Τὰ ἑνώνει ἡ ἐν μέσω γῆς medi terra θάλασσα. Ἡ δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας ὑπῆρχε σχεδὸν ἀπὸ τὴν αὐγὴ τῶν πολιτισμῶν. Ἡ θάλασσα, ποὺ στὰ βάθη τῆς προϊστορίας διαχώριζε, στὴν ἱστορικὴ ἐποχὴ συνέδεε. Οἱ διάπλοι πλήθαιναν καὶ πύκνωναν ὅσο προχωροῦσε ἡ ναυτικὴ τεχνολογία. Ὑπῆρχαν ὑφέσεις καὶ ἐντάσεις ἀνάλογα μὲ τὴν κινητικότητα, τὴ δυναμικὴ τῶν κοινοτήτων καὶ τὶς εὐρύτερες γεωπολιτικὲς συνθῆκες. Ἐδῶ, ὁ χῶρος ὅρισε μονοσήμαντα τὴν ἱστορία, τὶς σχέσεις τῶν κοινοτήτων, τὴ διαμόρφωση τῶν δικτύων. Δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς. Τὸν 13ο αἰώνα οἱ νησιωτικὲς ἀκτὲς τοῦ αἰγαίου ἦσαν διάσπαρτες ἀπὸ οἰκισμοὺς καὶ μικρὲς πόλεις. Δὲν συνέβαινε τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἠπειρωτικὲς ἀκτές. Ἡ ἐκκίνηση τῆς παράκτιας οἰκιστικῆς ἄνθησης ἐντοπίζεται νωρίτερα, γύρω στὸν 10ο αἰώνα. Ἡ ὑποχώρηση τῶν οἰκισμῶν στὸ ἐσωτερικὸ τῶν νησιῶν, ἡ ὁποία ἄρχισε στὴν ὕστερη ἀρχαιότητα καὶ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἀπώλεια τῆς βυζαντινῆς ἡγεμονίας στὴ θάλασσα, ἀναστράφηκε ὅταν τὸ Βυζάντιο ἔχασε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ναυτικοὺς δρόμους, καὶ τὰ νησιά. Ἡ ἐπιστροφὴ στὴ θάλασσα καὶ ἡ ἀνακατοίκηση τῶν ἀκτῶν ἐμφανίζεται μὲ τὴν ἀραβικὴ κυριαρχία στὴν Κρήτη καὶ κορυφώνεται μὲ τὴ λατινικὴ κυριαρχία στὰ νησιὰ τοῦ αἰγαίου. 2 Ἡ ἐσωτερικὴ θαλασσινὴ ἐπικοινωνία τοῦ Ἀρχιπελάγους, τὰ ταξίδια ἀνάμεσα στὰ νησιά, βρισκόταν στὴν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων. Οἱ κάτοικοι τῶν νησιῶν ἔπλεαν τὴ θάλασσα, ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἁλιεία, τὴν ἀνταλλαγὴ προϊόντων καὶ τὸ ἐμπόριο. Γεωργοί, κτηνοτρόφοι καὶ ἁλιεῖς ἐκμεταλλεύονταν τὴ φύση τῶν νησιῶν. Ἡ ἐξωτερικὴ θαλασσινὴ ἐπικοινωνία μεταξὺ του Ἀρχιπελάγους καὶ τῶν μεγάλων μητροπόλεων τῆς ἐποχῆς ἐπίσης βρισκόταν μέσα στὴ ζωή τους. Ἡ διέλευση «ξένων» πλοίων ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς Κρήτης, τῶν Κυκλάδων, τῶν Δωδεκανήσων, τῆς Χίου καὶ τῆς μυτιλήνης δὲν ἀποτελοῦσε ἔκτακτο ἀλλὰ τακτικὸ γεγονός. 21
Ο ι Ρ Ο Τ ε Σ TO ΑΙΓΑΙΟ ΠEΛAΓOΣ Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεσαίωνα τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς μεσογείου τὸ διέτρεχαν τρεῖς μεγάλοι ναυτικοὶ δρόμοι, πλευρὲς ἑνὸς ἰδεατοῦ τριγώνου μὲ κορυφὲς τοὺς βασικοὺς προορισμοὺς/λιμάνια: τὰ ἰταλικὰ λιμάνια στὰ βορειοδυτικά, τὴν Κωνσταντινούπολη στὰ βορειοανατολικά, τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὸ Δέλτα τοῦ νείλου στὰ νοτιοανατολικά. Καὶ οἱ τρεῖς δρόμοι περνοῦσαν ἀπὸ τὸ αἰγαῖο. 3 Τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν πλοίων ποὺ ταξίδευαν ἀπὸ τὴ δυτικὴ στὴν ἀνατολικὴ μεσόγειο διέσχιζαν ὅλη τὴν ἔκταση, ἢ κάποια μεγάλη ζώνη, τοῦ Ἀρχιπελάγους. Ἀνάμεσα στὰ νησιά, οἱ ναυτικοὶ δρόμοι οἱ ρότες παράλλαζαν ἀνάλογα μὲ τοὺς καιρούς, τὴν τεχνολογία τῶν πλοίων καὶ τὸ ποιὸς κρατοῦσε τὶς ἀκτὲς καὶ τὰ περάσματα: παράκτιες, κοντὰ στὴ συνεχὴ ἀκτὴ τῆς ἐνδοχώρας, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες ρότες τῶν κωπήλατων πλοίων στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, καὶ λιγότερο ἐξαρτημένες ἀπὸ τὶς στεριές, οἱ νεότερες ρότες τῶν ἱστιοφόρων. Ἔτσι προέκυψε μιὰ βασικὴ διαδρομή, ἡ ὁποία εἰσερχόταν στὸ Ἀρχιπέλαγος ἀπὸ τὰ Κύθηρα, περιέπλεε ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ τὶς ἀκτὲς τοῦ Πάρνωνα καὶ τὰ στενὰ τῆς Ἀργολίδας, καὶ ἀπὸ τὸ Σούνιο ἔβρισκε τὸν εὐβοϊκὸ γιὰ νὰ ξαναβγεῖ στὸ ἀνοικτὸ αἰγαῖο νότια τῶν Σποράδων, μὲ κατεύθυνση τὴ Χίο καὶ τὴ μυτιλήνη. Στὰ ἀνατολικά, ἡ ἄλλη διαδρομὴ ἔφτανε στὸ αἰγαῖο ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ κατευθυνόταν πρὸς βορρά, ἑλισσόμενη μεταξὺ τῶν νησιῶν καὶ τῆς μικρασιατικῆς ἀκτῆς. μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν ἱστιοφόρων, ἡ πλεύση τῶν πλοίων διευκολύνθηκε, ἔγινε ταχύτερη, πιὸ εὐέλικτη, δὲν ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τῶν κωπηλατῶν καὶ τὴν ἀνάγκη συνεχοῦς τροφοδοσίας μὲ πόσιμο νερό. Τότε ἡ ρότα ἀπὸ τὴ Δύση διέσχισε διαγώνια τὸ αἰγαῖο, περνώντας ἀπὸ τὰ Κύθηρα στὴ μῆλο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς Κυκλάδες, μὲ κατεύθυνση τὴ Χίο. Ἡ ναυτικὴ ρότα τῶν Σταυροφόρων, ὁ μεγάλος δρόμος τῶν προσκυνητῶν καὶ τῶν ἐμπόρων πρὸς τὴ μέση Ἀνατολή, ἄγγιζε τὶς νότιες παρυφὲς τοῦ νησιωτικοῦ αἰγαίου: ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ στὸ Ἰόνιο καὶ ἀπὸ τὸ Κάβο Ταίναρο στὴν Κρήτη, κι ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ρόδο, τὴν Κύπρο καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ ἴδιος δρόμος διατηρήθηκε καὶ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, μετὰ τὶς Σταυροφορίες, καθὼς ἡ θαλάσσια σύνδεση τῆς Δύσης καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ τὶς ἀνατολικὲς ἐσχατιὲς τῆς μεσογείου καὶ τὴν ἐνδοχώρα τῆς μέσης Ἀνατολῆς δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ λειτουργεῖ. Οἱ ναυτικοὶ δρόμοι ξεκινοῦσαν καὶ κατέληγαν σὲ μεγάλα λιμάνια. Στὰ ἐνδιάμεσα ὑπῆρχαν μικρότερα λιμάνια-σταθμοί, αὐτὰ ποὺ ὀνομάστηκαν «σκάλες». Τὰ λιμάνια τῶν ἠπειρωτικῶν ἀκτῶν, ὅπως τὸ ναύπλιο, ἡ Χαλκίδα, ἡ Σμύρνη, ἀλλὰ καὶ ἡ γειτονικὴ Χίος ἀποτελοῦσαν ταυτόχρονα προεκτάσεις ἐξίσου σημαντικῶν χερσαίων δρόμων ποὺ ἀπέληγαν στὴ θάλασσα, φέρνοντας ἐκεῖ τὰ σημαντικὰ ἀγαθὰ τῆς βαλκανικῆς ἢ τῆς ἀσιατικῆς ἐνδοχώρας. 4 Τὰ λιμάνια τῶν μικρῶν νησιῶν ἦσαν σταθμοὶ ἀνεφοδιασμοῦ καὶ ἐλέγχου, 5 τόποι διακίνησης τῶν λιγότερο σημαντικῶν προϊόντων ποὺ παρήγαγε τὸ Ἀρχιπέλαγος. Οἱ δρόμοι αὐτοὶ ἔγιναν ἀντικείμενο πολέμου, γραμμὴ μαχῶν, μικρότερης ὅμως ἔντασης ἀπὸ τὶς μάχες ποὺ διεξήχθησαν στὸ σύνορο Ἀνατολῆς/Δύσης, ἀπὸ τὴ ναύπακτο μέχρι τῆς μάλτα. Τὰ τρία μεγάλα νησιὰ ἡ Κρήτη, ἡ Ρόδος καὶ ἡ Χίος παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον: σταθμὸς στὴν πορεία πρὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους ἡ πρώτη, σταθμὸς ἐπίσης ἀλλὰ καὶ ὀχυρὸ τῆς ναυτικῆς ἡγεμονίας τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη ἡ δεύτερη, σκάλα τοῦ Λεβάντε γιὰ τὴ μεταφορὰ προϊόντων ἀπὸ καὶ πρὸς τὴ μικρασιατικὴ ἐνδοχώρα ἡ τρίτη. Ἡ σημασία τῶν λιμανιῶν τῆς Κρήτης καὶ τῆς Ρόδου στὴ διάρκεια τῶν ναυτικῶν συγκρούσεων γιὰ τὴν ἡγεμονία στὴν ἀνατολικὴ μεσόγειο εἶναι προφανής. Ἡ σημασία τῆς Ρόδου ὑποβαθμίστηκε βέβαια μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰωαννιτῶν, ἐνῶ ἡ διαμάχη γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς Κρήτης συνεχίστηκε ὣς τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα. Ἐξίσου προφανὴς εἶναι καὶ ὁ ρόλος τῆς 22
Χίου ὡς ἐξέχουσας σκάλας πρὶν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὡς εἰσόδου πρὸς τὴ μικρασιατικὴ ἠπειρωτικὴ στεριά, τὸν κόλπο τῆς Σμύρνης καὶ τὴν Προποντίδα. Ἡ Χίος διατήρησε αὐτὸν τὸ ρόλο τοῦ ναυτικοῦ προπύργιου τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Τὰ ὑπόλοιπα λιμάνια ἀποτελοῦσαν προσωρινοὺς ἢ μόνιμους δορυφόρους αὐτοῦ τοῦ συστήματος. Τὸ αἰγαῖο δὲν ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἡ παρυφὴ τῶν αὐτοκρατοριῶν καὶ τῶν ναυτικῶν δυνάμεων τῆς μεσογείου, ἀλλὰ μιὰ ἰδιόμορφη ἐπαρχία. Ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα τὸ βυζαντινὸ ναυτικὸ εἶχε ἀπολέσει τὸν ἔλεγχό του. Βενετσιάνοι καὶ Γενοβέζοι ἀναπλήρωσαν τὸ κενό. Ἀκολούθησαν οἱ Ἰωαννίτες Ἱππότες, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα ἡ Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ἐπιχειροῦσε νὰ κυριαρχήσει στὸ Ἀρχιπέλαγος τὸ κατόρθωσε ἐντέλει, σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση, στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα. Στὴ θάλασσα καὶ τὰ νησιὰ τοῦ αἰγαίου δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν στρατεύματα καὶ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ νησιὰ δὲν μποροῦν νὰ ἀποδώσουν μεγάλο πλοῦτο. Ὁ ἔλεγχος ὅμως τῶν ὑδάτινων στενῶν καὶ τῶν νησιῶν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἐπειδὴ διακυβεύεται ὁ ἔλεγχος τῶν ὑδάτινων δρόμων. Κανένας στόλος δὲν μποροῦσε νὰ διαφεντεύσει τὰ δεκάδες στενὰ καὶ τὰ ἑκατοντάδες φανερὰ ἢ κρυμμένα ἀγκυροβόλια. Τὸ Ἀρχιπέλαγος ἀπεῖχε ἀπὸ τὴ Βενετία σχεδὸν ἕνα μήνα ταξιδιοῦ. Γιὰ τοὺς Βενετσιάνους, ὅμως, ἡ αἰγαιοπελαγίτικη θάλασσα ἦταν πιὸ οἰκεία ἀπ ὅ,τι γιὰ τοὺς Τούρκους. Στὰ ἐκτεθειμένα στοὺς θαλασσινοὺς ἀνέμους στενὰ περάσματα μεταξὺ τῶν νησιῶν μποροῦσαν νὰ ἐλέγξουν τὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἀνατολὴ εὐκολότερα, χάρη στὶς ναυτικές τους ἱκανότητες καὶ στὴν προηγμένη τεχνολογία τῶν πλοίων τους, ἀπ ὅ,τι στὶς ἀχανεῖς ἐκτάσεις τῆς Ἀδριατικῆς εἴτε ὡς κουρσάροι, εἴτε ὡς πειρατές, εἴτε ὡς κυρίαρχοι. Ὁ ἔλεγχος μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μόνο διὰ θαλάσσης καὶ στὴ θάλασσα. Ἡ Ρόδος, ἡ μυτιλήνη καὶ ἡ νάξος βρίσκονται στὴ θέση τῶν ἐνδιάμεσων σταθμῶν καὶ τῶν προκεχωρημένων φυλακίων τῶν στόλων καὶ τῶν ἐμπόρων τῶν Λατίνων: τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη ποὺ κατέλαβε τὰ Δωδεκάνησα, τῆς Γενοβέζικης Ἑταιρείας ποὺ διοικοῦσε τὴ Χίο καὶ τοῦ βενετικοῦ δουκάτου τῶν Κυκλάδων. Τὸ ὑπὸ λατινικὸ ἔλεγχο αἰγαῖο δὲν συγκροτήθηκε ποτὲ ὡς πολιτικὴ ἑνότητα, ὑπῆρξε ὅμως μιὰ γεωγραφικὴ ἑνότητα ἀπὸ τὴν Ἀλόννησο μέχρι τὴν Κάρπαθο καὶ ἀπὸ τὴ Λῆμνο μέχρι τὰ Κύθηρα. Η ν Η Σ ι Ω Τ ι Κ Η Υ Π α ι Θ Ρ Ο Σ Κ α ι Η ε Ρ Η μ Ω Σ Η Ἡ ἔρημη ὕπαιθρος καὶ οἱ ὀχυρωμένες πολιτεῖες κυριαρχοῦν στὶς πρώιμες χαρτογραφικὲς ἀπεικονίσεις μετὰ τὸν μεσαίωνα. μὲ ἀφετηρία τὸν 15ο αἰώνα, ἡ δομὴ τῶν ἀκτῶν δὲν ἔκρυβε μυστικὰ γιὰ ὅσους ταξίδευαν ἀνατολικὰ τῆς Βενετίας ἢ νότια τοῦ Βοσπόρου. 6 αὐτὸ ἐπιτεύχθηκε χάρη στὴν ἀνάπτυξη τῆς χαρτογραφίας, πεδίο ἐξέλιξης τῆς ὁποίας ὑπῆρξε, σὲ μεγάλο βαθμό, τὸ αἰγαῖο. Στὰ ἀφαιρετικά τους σχέδια οἱ χαρτογράφοι ἀποδίδουν τὸ γεωφυσικὸ ἀνάγλυφο, τὶς λοφοσειρές, τὰ βουνά, τὶς ἀκτές, πολλὲς φορὲς ἀκόμη καὶ τὶς ἀρχαῖες ἐρειπωμένες πόλεις, τὰ λιμάνια καὶ τοὺς μεγάλους ἢ μικροὺς οἰκισμοὺς ποὺ φαίνονται ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἀγνοώντας συχνὰ ἢ ἀδυνατώντας νὰ ἐντοπίσουν τοὺς μικρότερους οἰκισμοὺς καὶ τὶς οἰκιστικὲς συναθροίσεις στὴν ὕπαιθρο. 7 Ἀπουσιάζουν ἐπίσης ἀπὸ τοὺς χάρτες τῆς ἐποχῆς καλλιέργειες, μονοπάτια, ἀγροκτήματα κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα μιᾶς ἔρημης ὑπαίθρου. Δὲν εἶναι ὅμως σίγουρο ὅτι ὄντως ἡ ὕπαιθρος τῶν νησιῶν ἦταν ἔρημη στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰώνα. Ἡ κατανομὴ τοῦ πληθυσμοῦ στὰ νησιὰ τοῦ αἰγαίου δὲν εἶναι ὁμοιογενής. Ἡ «ἐρήμωση» ὁρισμένων νησιῶν καταγράφεται μὲν ἀπὸ περιηγητές, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ θέτει ἕνα ἐρώτημα πρὸς ἀπάντηση. Ὡς ἔρημα νησιὰ δηλώνονται: ἡ Ἀντίπαρος τὸ 1420 καὶ τὸ 1590 ἡ 23
Σαντορίνη τὸ 1521 ἡ Ἴος ἀπὸ τὸ 1547 ἕως τὸ 1549 ἡ Κίμωλος τὸ 1579 ἡ Κύθνος στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰώνα καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ 16ου ἡ μύκονος τὸ 1554 ἡ Σέριφος τὸ 1418 ἡ Σίκινος τὸ 1418 καὶ τὸ 1579 ἡ Φολέγανδρος ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰώνα ἕως τὸν ὕστερο 16ο ἡ αἴγινα τὸ 1538 ἡ Ὕδρα πρὶν ἀπὸ τὸ 1470 ἡ Ἀλόννησος στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα ἡ Σκόπελος ἀπὸ τὸ 1475 ἕως τὸ 1538 ἡ Σκύρος περὶ τὸ 1572 ὁ Ἅγιος εὐστράτιος τὸ 1415 καὶ τὸ 1525 1526 ἡ Σάμος καὶ ἡ Ἰκαρία κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 16ου αἰώνα τὰ Ψαρὰ ἀπὸ τὸ 1420 ἕως τὸ 1528 ἡ Ἀστυπάλαια πρὶν ἀπὸ τὸ 1413 καὶ στὰ μέσα του 16ου αἰώνα ἡ Κάσος τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 16ου αἰώνα. 8 Ἐν ὀλίγοις, ἀπὸ τὰ περίπου ἑβδομήντα νησιὰ ὅπου ὑπάρχουν συγκροτημένοι οἰκισμοὶ καὶ μακρὰ κατοίκηση, περίπου εἴκοσι ἐμφανίζονται, γιὰ μικρότερη ἢ μεγαλύτερη περίοδο, ἐρημωμένα. Ὁ μέγιστος χρόνος εἶναι ἑνάμισης αἰώνας, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰώνα ὣς τὰ μέσα τοῦ 16ου. Δὲν ὑπάρχει κανονικότητα σὲ αὐτὸ τὸ φαινόμενο, καὶ πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα τυπολόγησής του. Φαίνεται δηλαδὴ νὰ πλήττονται ἐξίσου μεγάλα καὶ εὔφορα νησιά, ὅπως ἡ Σκόπελος καὶ ἡ Σάμος δασωμένα, ὅπως ἡ Ἰκαρία μικρά, ἀπομονωμένα καὶ ἄγονα, ὅπως τὰ Ψαρά κεντρικὰ νησιὰ ὅπως ἡ μύκονος ἢ ἡ Σέριφος. Παράλληλα, ἀντίστοιχα μικρὰ ἢ καὶ ἄγονα νησιὰ ὅπως ἡ νίσυρος δὲν ἐγκαταλείφτηκαν ποτέ, ἐνῶ ἄλλα μεγάλα, ὅπως τὰ Κύθηρα, ἡ Τῆνος καὶ ἡ Χίος, φέρονται νὰ κατοικοῦνται ἀπὸ μεγάλους πληθυσμούς, νὰ διαθέτουν πολλὲς πόλεις, ὀχυρὰ καὶ οἰκίσεις. μιὰ περίεργη διασπορὰ τόσο τῆς ἐγκατάλειψης ὅσο καὶ τῆς κατοίκησης. Ο ι Ο ι Κ ι Σ μ Ο ι TO ΑΙΓΑΙΟ ΠEΛAΓOΣ Ἀπὸ τὴν Δ Σταυροφορία καὶ μετὰ ἐξαπλώνεται ἕνας οἰκιστικὸς τύπος: ἡ πόλη τῆς ἀκτῆς. Οἱ ἐξωτερικοί της τοῖχοι καὶ οἱ ὀχυρώσεις βρέχονται ἀπὸ τὰ κύματα, ἡ μία πύλη της ἦταν θαλασσινὸ παραπόρτι. μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς πόλεις ἢ τοὺς οἰκισμοὺς ὑπῆρχαν ἀπὸ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες, οἱ περισσότερες ὅμως ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὸν 13ο καὶ τὸν 14ο αἰώνα. εἶναι οἱ πόλεις ἢ οἱ κύριοι οἰκισμοὶ τοῦ Ἡρακλείου, τῶν Χανίων, τοῦ Ρεθύμνου, τῆς Ρόδου, τῆς Κῶ, τῆς Χίου, τῆς μυτιλήνης, τῆς νάξου, τῆς Ἄνδρου, τῆς Σίφνου, τῆς Πάρου (ἡ Παροικιὰ καὶ ἡ νάουσα), τῆς Σκιάθου. μιὰ δεύτερη τυπολογία μικρότερων, περιφερειακῶν συγκροτήσεων συμπληρώνει τὸ οἰκιστικὸ δίκτυο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Πρόκειται γιὰ πολίσματα σὲ ὀχυροὺς ἢ ὄχι λόφους ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἀκτή, μὲ λιμάνι στὴ βάση τοῦ λόφου. Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν τὰ κάστρα τῆς Κιμώλου, τῆς μήλου, τῆς Σαντορίνης, τῆς Τήνου, τῆς Ἀστυπάλαιας, τῆς Ἁγίας μαρίνας τῆς Λέρου, τῆς Λήμνου, τῆς Σκύρου, τοῦ μόλυβου τῆς Λέσβου, τῶν Κυθήρων, τὸ μανδράκι τῆς νισύρου, οἱ Χῶρες τῆς Ἀνάφης, τῆς Ἀμοργοῦ, τῆς Ἴου, τῆς Σύρου καὶ τῆς Σερίφου, τὸ Χωριὸ τῆς Καλύμνου καὶ ἡ Χώρα τῆς Πάτμου. Στὴν ἴδια γενικὴ κατηγορία, μὲ τὶς ἰδιομορφίες τοῦ τοπικοῦ γεωφυσικοῦ ὑποβάθρου, μποροῦν νὰ καταταγοῦν ἀφενὸς οἱ τρεῖς κύριοι καὶ μοναδικοὶ οἰκισμοὶ τῶν νησιῶν τοῦ ἀρβανίτικου ἐποικισμοῦ στὴν Ἀργολίδα: Πόρος, Ὕδρα καὶ Σπέτσες, ἀφετέρου τὸ Κάστρο τῆς Ἀντίπαρου, ἰδιόμορφο ὀχυρὸ σὲ πεδινὸ τόπο καὶ ἐλάχιστη ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἀκτή, καὶ ἡ Χώρα τῆς Σάμου μετὰ τὸν 16ο αἰώνα ὅλοι τους οἰκισμοὶ ποὺ ἀναπτύχθηκαν σὲ διαφορετικὲς συνθῆκες καὶ ἐποχὲς ἀπὸ αὐτοὺς τῶν Κυκλάδων καὶ τῶν Δωδεκανήσων, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἐπιβεβαιώνουν τὴν τυπολογία. Ἐξαιρέσεις αὐτοῦ τοῦ κανόνα ἀποτελοῦν οἱ παλαιότεροι κύριοι οἰκισμοὶ τοῦ Πύργου καὶ τοῦ Ἐμπορείου στὴ Σαντορίνη, τῆς Χώρας τῆς Κύθνου, τῆς Τζιᾶς, τῆς Φολεγάνδρου καὶ 24
τῆς Σικίνου. Κι αὐτοὶ ὅμως οἱ οἰκισμοὶ βρίσκονται μὲν σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας ἀπὸ τὸ λιμάνι ἀλλὰ σὲ περίοπτες θέσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες δεσπόζουν ἐλέγχοντας τὸν θαλασσινὸ ὁρίζοντα. Βλέπουν καὶ βλέπονται. Πιὸ χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράδειγμα τῆς Χώρας τῆς Τζιᾶς: σὲ ἀπόσταση μισῆς ὥρας ἀπὸ τὸ ἐπίνειό της, ἡ παλαιὰ ὀχυρὴ βυζαντινὴ πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ προβάλλει στὸν ὁρίζοντα τοῦ Κάβο ντόρο, ἐποπτεύοντας τὸ πλέον πολυσύχναστο ναυτικὸ πέρασμα τοῦ αἰγαίου καὶ ταυτόχρονα ἀποκαλυπτόμενη σὲ αὐτό. Ἡ ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν, καὶ ἀκριβέστερα τὸ τέλος τῆς Β Βενετοκρατίας, κληροδότησε στὸ νησιωτικὸ αἰγαῖο ἕνα ἐκτεταμένο δίκτυο ἐκτεθειμένων στὴ θάλασσα οἰκισμῶν-λιμανιῶν, ποὺ συμπληρώνεται ἀπὸ ἕνα πιὸ προφυλαγμένο δίκτυο οἰκισμῶν στὰ ἐγγύτερα ὑψώματα πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίνειά τους. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς οἰκισμοὺς εἶναι καὶ οἱ μοναδικοί, ἢ οἱ πρωτεύοντες, οἰκισμοὶ τῶν νησιῶν. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἐξολοκλήρου νέες οἰκίσεις ἢ ἀνακατοικήσεις ἀρχαιότερων ἑλληνιστικῶν παράκτιων θέσεων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐγκαταλειφθεῖ στὴ διάρκεια τοῦ μεσαίωνα. Οἱ οἰκισμοὶ ἦσαν ὀχυρωμένοι. Ἡ ὀχύρωση ἀποτελεῖ σταθερὸ πολεοδομικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα μέχρι τοὺς νεότερους χρόνους: τὸν μεσαίωνα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ ἀργότερα, δὲν ὑπάρχει στὴν εὐρώπη, τὴ μέση Ἀνατολὴ καὶ τὴ Βόρεια Ἀφρικὴ οἰκισμὸς ὁ ὁποῖος νὰ φιλοξενεῖ διοίκηση καὶ νὰ ἀποθηκεύει πλοῦτο ποὺ νὰ μὴ διαθέτει κάποια, ὑποτυπώδη ἔστω, ὀχύρωση (φρούριο, ὀχυρὸ πύργο, ὀχυρὸ περίβολο, φυσικὴ ὀχύρωση) καὶ φρουρά. αὐτὴ ἡ δομὴ ἀνατρέπεται καθὼς οἱ πόλεις τῆς εὐρώπης καὶ τῆς μεσογείου ἀνοίγονται στὸ ἐμπόριο καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῶν δικτύων ἐπικοινωνίας. Ο ι Ο Χ Υ Ρ Ω Σ ε ι Σ Κ α ι Η ε Π Ο Π Τ ε ι α Ἡ ὀχύρωση πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς δομικὸ στοιχεῖο τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ταυτότητας τῶν πόλεων. Τόσο στὸν δυτικὸ κόσμο τῆς μεσογείου ὅσο καὶ στὸν μουσουλμανικό, ἡ πλήρως ἀναπτυγμένη πόλη ταυτιζόταν μὲ τὴν ὀχυρωμένη πόλη. 9 Ἀνατρέχοντας στὴ μεσογειακὴ καὶ εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα μετὰ τὸν μεσαίωνα, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ δημιουργία τέτοιων ὀχυρῶν πόλεων-λιμανιῶν ὅλων τῶν μεγεθῶν συναντᾶται παντοῦ ὅπου μιὰ ἠπειρωτικὴ ἐνδοχώρα ἐκβάλλει στὴν ἀκτὴ ἢ ὅπου σημαντικοὶ θαλάσσιοι δρόμοι συναντοῦν στενὰ ἢ νησιά. Στὸ αἰγαῖο, ἡ γεωγραφικὴ ἰδιομορφία τῆς διασπορᾶς καὶ ταυτόχρονα τῆς πυκνότητας τῶν νησιῶν ἐπιβάλλει, σχεδὸν ὡς ὅρο ἐπιβίωσης, τὴ δημιουργία ἑνὸς τέτοιου ἰσχυροῦ πόλου μὲ ἄλλα λόγια, κανένα νησὶ δὲν μπορεῖ νὰ εὐημερήσει ἂν δὲν διαθέτει ἕνα οἰκιστικὸλιμενικὸ κέντρο ποὺ νὰ τὸ συνδέει μὲ τὸν ἔξω κόσμο καὶ τὶς γειτονικὲς κοινότητες. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πόλους, συγκεκριμένα ὁ Χάνδακας καὶ τὰ Χανιά, ἡ Ρόδος, ἡ Χίος καὶ ἡ νάξος, παίζουν πολὺ σημαντικότερο ρόλο ὡς σημεῖα κυριαρχίας, ἐλέγχου, συγκέντρωσης καὶ μεταφορᾶς πλούτου στὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς ἀνατολικῆς μεσογείου, ἀλλὰ καὶ ὡς σταθμοὶ τροφοδοσίας πάνω στοὺς ναυτικοὺς δρόμους, ἀπαραίτητοι λόγω τῆς ναυτικῆς τεχνολογίας καὶ τῆς περιορισμένης αὐτοδυναμίας τῶν πλοίων. Ἡ ἀμυντικὴ δομὴ εἶναι ἄμεσα ἐξαρτημένη ἀπὸ τὴν ἡγεμονία καὶ τὴν ἀνάγκη προστασίας ἀνθρώπων καὶ κεφαλαίου. Οἱ οἰκισμοὶ ὀχυρώνονται στὶς ἐποχὲς πολέμων. Τὴν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν, τὰ κάστρα κατασκευάστηκαν κυρίως ἀπὸ τοὺς λατίνους ἡγεμόνες τῶν νέων ἀποικιῶν γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀποικίας. Ἐνισχύονταν ἐν ὄψει τῶν ναυτικῶν ἐκστρατειῶν ἐνισχύονταν ἐπίσης, ἢ ἀνακατασκευάζονταν, ὅταν ἄλλαζε ἡ κυριαρχία γιὰ παράδειγμα, ὅταν μεγάλα λιμάνια, ὅπως ἡ μυτιλήνη ἢ ἡ Ρόδος, πέρασαν στοὺς Ὀθωμανούς. 10 Στὶς ἐνδιάμεσες, μακρὲς περιόδους ἔμεναν ὡς εἶχαν. Ἐν γένει, οἱ ὀχυρώσεις κατασκευάζονταν τὶς 25
ἐποχὲς γενικευμένου ναυτικοῦ πολέμου. Στὰ μακρὰ μεσοδιαστήματα, τὰ ὁποῖα διαρκοῦσαν αἰῶνες, ἀρκοῦσαν οἱ παλαιὲς ὀχυρώσεις καὶ οἱ περίβολοι ποὺ σχηματίζονταν ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς τοιχοποιίες τῶν κατοικιῶν, ὀχυρώσεις ἱκανὲς νὰ ἐμποδίσουν ὀλιγομελεῖς ὁμάδες ἐπιτιθέμενων, ἀνίκανες ὅμως νὰ παράσχουν προστασία σὲ ὀργανωμένες στρατιωτικὲς ἐπιθέσεις. μετὰ τὸν 16ο αἰώνα, οἱ οἰκισμοὶ ἐξαπλώθηκαν ἔξω ἀπὸ αὐτές. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπιθέσεων καὶ τῶν πολιορκιῶν ποὺ δέχθηκαν οἱ νησιωτικὲς πόλεις μετὰ τὸν 13ο αἰώνα εἶναι μικρὸς συγκρινόμενος μὲ τὸ μεγάλο βάθος χρόνου τῆς ὕπαρξής τους. Τὰ πολεμικὰ γεγονότα κατὰ τῶν νησιωτικῶν πόλεων πυκνώνουν στὴ διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων μεγάλων ἀλλαγῶν. 11 Στὰ νησιὰ ὑπῆρξαν ὁρισμένες πόλεις ὅπου ἀρκετὲς συνεχόμενες γενιὲς δὲν βίωσαν ἄμεσα τὴν ἐπίθεση ἢ τὴν κατάληψη ἀπὸ ἐχθρικὸ στρατό. Σὲ μιὰ μεσόγειο ὅπου ὁ χρόνος ἦταν μακρύς, τὰ νέα γιὰ τὶς ναυτικὲς ἐκστρατεῖες καὶ τὶς ἐπικείμενες ἐπιθέσεις ἀπὸ τὴ θάλασσα ταξίδευαν μῆνες προτοῦ οἱ ἀργοκίνητοι στόλοι φτάσουν στὰ νησιά. Τὰ πλοῖα ἦσαν ὁρατὰ πολλὲς ὧρες προτοῦ ἀγκυροβολήσουν στὰ λιμάνια, καὶ τὶς περισσότερες μέρες τοῦ χρόνου μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐλέγξει τὴ θάλασσα μεταξὺ τῶν νησιῶν ὣς τὸν μακρινὸ ὁρίζοντα τῶν δώδεκα, ἐνίοτε τῶν εἴκοσι πέντε, μιλίων, ἀπόσταση ποὺ ὁποιοδήποτε πλεούμενο χρειαζόταν ἀπὸ δύο ἕως ἕξι ὧρες μὲ οὔριο ἄνεμο γιὰ νὰ τὴν διασχίσει. 12 Ἡ «διάσπαρτη πόλη» 13 τῶν λιμανιῶν καὶ τῶν νησιῶν τοῦ αἰγαίου συγκροτήθηκε κάπου στὶς ἀπαρχὲς τῆς νεότερης ἐποχῆς. Ὑπῆρξε καὶ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει. Ἀναπτύχθηκε στὸ γεωφυσικὸ θαλασσινὸ καὶ στεριανὸ ὑπόβαθρο τοῦ Ἀρχιπελάγους, χωνεύοντας καὶ μεταλλάσσοντας πολιτισμούς, ἐπιθυμίες, πρότυπα, κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς συνθῆκες. Καθὼς «ὁ πολιτισμὸς τοῦ αἰγαίου», ὅπως καὶ κάθε πολιτισμός, «δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἢ λιγότερο ἀπὸ τὶς ἀποκρίσεις τῶν ἀνθρώπων στὶς προκλήσεις τοῦ περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζοῦν». 14 νικοσ μπελαβιλασ TO ΑΙΓΑΙΟ ΠEΛAΓOΣ 26
Σ Η μ ε ι Ω Σ ε ι Σ 1. Σπύρος ι. Ἀσδραχάς, «Ἕνας ἰδεότυπος νησιωτισμοῦ», Ἡ Καθημερινή, 27.9.2009. 2. νίκος μπελαβίλας, «Ἀνακατοίκηση τῶν ἀκτῶν», στὸ Σπ. Ἀσδραχὰς/Ἀν. Τζαμτζὴς/Τζ. Χαρλαύτη (ἐπιμ.), Ἡ Ἑλλάδα τῆς θάλασσας, Ἀθήνα, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «μέλισσα», 2004, σ. 132. 3. Τζελίνα Χαρλαύτη, «Στὴ θάλασσα», στὸ Ἀσδραχὰς/ Τζαμτζὴς/ Χαρλαύτη (ἐπιμ.), Ἡ Ἑλλάδα τῆς θάλασσας, σ. 16 17 νίκος μπελαβίλας, Λιμάνια καὶ οἰκισμοὶ στὸ ἀρχιπέλαγος τῆς πειρατείας, 15ος 9ος αἰ., Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ὀδυσσέας, 1997, σ. 51 64. 4. Fernand Braudel/ Maurice Aymard/ Filippo Coarelli, Ἡ Μεσόγειος, ὁ χῶρος καὶ ἡ ἱστορία, Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, 1990, σ. 69. 5. «Ὀχυρωμένες πόλεις καὶ νησιὰ ποὺ ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν τειχῶν τους ἐποπτεύουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο», στὸ ἴδιο, σ. 18. 6. Michel Mollat du Jourdin, Ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ θάλασσα, Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἑλληνικὰ Γράμματα, 1998, σ. 323. 7. ν. μπελαβίλας, «Ἡ ἀστικὴ καὶ ἀγροτικὴ μορφολογία στὶς περιηγητικὲς καὶ χαρτογραφικὲς πηγές», στὸ Π. Δουκέλης (ἐπιμ.), Τὸ ἑλληνικὸ τοπίο. Μελέτες ἱστορικῆς γεωγραφίας καὶ πρόσληψης τοῦ τόπου, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 2006, σ. 168. 8. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τὸ φαινόμενο τῆς ἐρήμωσης ἔχει ἀπασχολήσει ἀρκετοὺς μελετητές: τὸ ἀνέδειξαν πρῶτοι ὁ ε.υ. Kolodny στὸ La population des îles de la Grèce (1974) καὶ ἡ ε. Ἀντωνιάδη-μπιμπίκου, μὲ τὸ ἄρθρο της «Ἐρημωμένα χωριὰ στὴν Ἑλλάδα, ἕνας προσωρινὸς ἀπολογισμὸς» στὸ Ἡ οἰκονομικὴ δομὴ τῶν βαλκανικῶν χωρῶν (1979). Σήμερα, σημαντικὲς ἱστορικὲς μονογραφίες καὶ ἔρευνες γιὰ τὰ νησιά, καθὼς καὶ μιὰ πιὸ πλήρης καταγραφὴ τοῦ συνόλου τοῦ αἰγαίου, δίνουν τὴν εἰκόνα τῆς πληθυσμικῆς του ἐξέλιξης. Βλ. σχετικὰ Δημήτρης Δημητρόπουλος, Μαρτυρίες γιὰ τὸν πληθυσμὸ τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου, 15ος ἀρχὲς 19ου αἰώνα, Ἀθήνα, Κνε/ ειε, 2004, σ. 172 326. 9. νικολάι Τοντόροφ, Ἡ βαλκανικὴ πόλη, 15ος 19ος αἰώνας, Ἀθήνα 1986, τόμ. α, σ. 47. 10. Ἂς σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι στὸ ὀθωμανικὸ οἰκιστικὸ μοντέλο ὑποβαθμίζεται ὁ ἀμυντικὸς χαρακτήρας τῶν μικρῶν οἰκισμῶν σὲ σύγκριση μὲ τὸ προηγούμενο μεσαιωνικό. Βλ. σχετικὰ Δημήτρης ν. Καρύδης, «Πρώιμη Τουρκοκρατία: Πόλη καὶ χωριὸ στὴν Πρώιμη Τουρκοκρατία», Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες 65 (1997) 9 17. 11. Τέτοιες εἶναι ἡ Δ Σταυροφορία, ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ κατάλυση τοῦ Δουκάτου τοῦ αἰγαίου, ἡ ἐκδίωξη τῶν Ἰωαννιτῶν ἀπὸ τὰ Δωδεκάνησα καὶ ὁ Βενετοτουρκικὸς Πόλεμος τοῦ 17ου αἰώνα, ποὺ ἔληξε μὲ τὴν κατάληψη τῆς Κρήτης. 12. μπελαβίλας, «Ἀνακατοίκηση τῶν ἀκτῶν», σ. 136 137. 13. Σπύρος Ἀσδραχάς, «Τὸ ἑλληνικὸ ἀρχιπέλαγος, μία διάσπαρτη πόλη», στὸ Χάρτες καὶ χαρτογράφοι τοῦ Αἰγαίου πελάγους, Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ὀλκός, 1985. 14. Τὴν τελευταία αὐτὴ διαπίστωση τὴν ὀφείλω στὸν ἀρχαιολόγο Χρῆστο ντούμα τὴν μοιραστήκαμε λίγο πρὶν ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἄρθρο καὶ τὸν εὐχαριστῶ. 27