Συνέντευξη με τον κύριο Μανιουδάκη Εμμανουήλ ή Μανιό Α. Πλευρά

Σχετικά έγγραφα
Συνέντευξη με τον κύριο Αβυσσηνό. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Λουφαρδάκη Μιχαήλ Α. Πλευρά

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Συνέντευξη με τον Καντηλιεράκη Σταύρο ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Κατράκη Φώτη Α. Πλευρά

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Modern Greek Beginners

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Συνέντευξη με τον κύριο Μπομπολάκη Γεώργιο Α. Πλευρά

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Συνέντευξη με τον κ. Χριστοδουλάκη Μανώλη στη Σητεία.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Συνέντευξη με τον κύριο Γερεουδάκη Γεώργιο ή Μαρουβά Α. Πλευρά

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Κατανόηση προφορικού λόγου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Συνέντευξη με τον κύριο Παυλή Πολυράκη Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Κοϊνάκη Νικόλαο στην Ιεράπετρα.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Συνέντευξη με τον κύριο Παπαδάκη Κώστα ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Συνέντευξη με τον κύριο Κονδυλάκη Μανώλη στο Ηράκλειο. 1. ΚΑΣΕΤΑ Α. Πλευρά

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Συνέντευξη με τον κύριο Γιώργο Βουτυράκη στη Σητεία.

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

εργαστηρι 3 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Η ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ «ΔΥΟ ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΑΚΡΗ» ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Το παραμύθι της αγάπης

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Modern Greek Beginners

Συνέντευξη με τον κύριο Βασιλάκη Κωνσταντίνο στο Ηράκλειο. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Συνέντευξη με τον κύριο Μαρκάκη Αριστοτέλη στη Σητεία. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Συνέντευξη με τον Γεώργιο Ξενούδη.

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Συνέντευξη με τον κύριο Βαρσαμίδη Γεώργιο στην Ιεράπετρα. ΠΡΩΤΗ ΚΑΣΕΤΑ. Α. Πλευρά

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Πότε θα φανεί η Φανή

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Συνέντευξη με τον κύριο Γιάννη Σταυρουλάκη στη Σητεία.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Συνέντευξη με τον κύριο Φραγκιαδάκη Γιώργο στη Σητεία. Α. Πλευρά

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Προσκλήσεις και ευχές

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Συνέντευξη με τον κύριο Γιατρουδάκη Μιλτιάδη Α. Πλευρά

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Συνέντευξη με τον αγαπητό τον κύριο Κανάκη Μηνά στο σπίτι του στον Άγιο Νικόλαο.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript


Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Συνέντευξη με τον αγαπητό φίλο μας κιθαρίστα Παξιμαδάκη Γιάννη στο Ηράκλειο. Α. Πλευρά

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Συνέντευξη με την κυρία Παπαδάκη Ασπασία και τον κύριο Παπαδάκη Παύλο Α. Πλευρά

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Transcript:

Συνέντευξη με τον κύριο Μανιουδάκη Εμμανουήλ ή Μανιό 11-2-1999 Α. Πλευρά Κύριε Μανώλη, Μανώλη σας φωνάζουνε; Μανώλη Μανιουδάκη ή Μανιό. Κύριε Μανιό, πώς ξεκινήσατε τα πρώτα σας βήματα στη μουσική, με ποιο όργανο; Με βιολί. Έπαιζε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, έχει πεθάνει, έπαιζε βιολί κι αυτός. Βέβαια δεν έπαιζε επαγγελματικά, έπαιζε σε γλέντια και σε γάμους αλλά όχι επαγγελματικά. Ήταν επιπλοποιός και ήμουνα εγώ παιδάκι μικρό και κατέβηκα στα Χανιά μια βόλτα ήτανε παραμονές Χριστουγέννων και κατέβηκα και είδα κι έπαιζε κάποιος βιολί κι έλεγε τα κάλαντα. Ποιος ήταν αυτός; Ήτανε κάποιος Πορτακάλης ελεγότανε, το παρατσούκλι του ήτανε, το ψευδώνυμό του. Αυτός ήτανε στην Νεροκούρου; Όχι, ήτανε απ τα Χανιά, Χανιώτης ήτανε. Και ανέβηκε στο χωριό; Στα Χανιά εκατέβηκα εγώ. Και είδα αυτόν το άνθρωπο κι έπαιζε το βιολί κι έλεγε τα κάλαντα και μάζευε χρήματα. Και λέω «μια κι έχω κι εγώ βιολί στο σπίτι του πατέρα μου, δεν το παίρνω να μάθω κι εγώ να λέω τα κάλαντα» αυτό μου ήρθε στο μυαλό. Και γυρνάω στο σπίτι και πιάνω το βιολί αμέσως και προσπαθούσα να μάθω τον Άγιο Βασίλη. Μία εβδομάδα ήθελε ακόμα για να ρθει η Πρωτοχρονιά και πράγματι έμαθα τον Άγιο Βασίλη και πήγα και είπα στο χωριό, στις Μουρνιές, σε δυο τρία χωριά κοντινά, έλεγα τα κάλαντα και πήρα κι άλλο ένα παιδάκι και κρατούσε ένα μαντολίνο κι έκανε γκραν, γκραν, του χα 1

δείξει να μου κρατά μπάσο κι έπαιζα. Κι από κει ξεκίνησα. Μέσα σε ένα χρόνο, ούτε σωστός δεν είχε περάσει κι έπαιξα το πρώτο μου πανεγύρι που έπαιξα μόνος κείνη την εποχή, δεν είχα λαουτιέρη. Σε ποια ηλικία; Ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών κι έπαιξα στα Κεραμέα στο Αλετρουβάρι λέγεται το χωριό. Κι ήταν ένα εξοχικό ταβερνάκι, ήτανε μια εκκλησία εκεί πέρα και γιόρταζε και κάνανε μια ταβερνούλα εκεί σ ένα αλώνι, επειδή ήτανε πλατεούλα, για να χορεύουνε κιόλας και χορεύανε μες στ αλώνι. Κι έπαιζα το βιολί κι είχα μάθει κι έπαιζα δυο τρία συρτά και «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ» το καλαματιανό, ένα πεντοζάλη. Ε, τον επόμενο χρόνο έπαιζα κανονικά ύστερα επαγγελματικά, με λαουτιέρη δηλαδή. Στα δεκαπέντε; Στα δεκαπέντε. Σ αυτό το πρώτο πανηγύρι τώρα, καθόσασταν στην άκρη, ήσασταν όρθιος, πού καθόσασταν; Όχι, πάντα καθόμασταν σε καθίσματα, όχι όπως συνήθως παίζουνε ορισμένοι μουσικοί όρθιοι, πάντα σε καθίσματα, δυο καθίσματα, συνήθως επαίζαμε δυο άτομα λαούτο και βιολί. Πού καθόσασταν τώρα, στη μέση ή στην άκρη; Όχι, φτιάχναμε σε μια άκρια, σ ένα μέρος, άμα ήτανε μέρα να μην είχε ήλιο, σε μέρος να ναι σκιά, σε κανά δέντρο κοντά από κάτω, βρίσκαμε μια άκρια και καθίζαμε που να χει χώρο ύστερα η αυλή όλη να μπορούν να χορέψουνε και βάζαμε κασόνες, ή μια πόρτα ξεστελιώναμε και τη βάζαμε πάνω ύστερα και βάζαμε τα καθίσματα. Πιο ψηλά δηλαδή, δεν καθόμαστε χάμου. Φτιάχναμε μια θέση Σαν εξέδρα; Σαν εξέδρα και χωρούσανε δυο καθίσματα επάνω και μας εφέρναν κι ένα τραπεζάκι κοντά εκεί πέρα κι είχαμε πάνω μεζεδάκι, κρασάκι και παίζαμε όλη νύχτα και συνεχίζαμε και τη μέρα εντωμεταξύ μας παίρνανε στα 2

σπίτια και μας κερνούσανε φαγητά, στρωμένα τραπέζια τότε, μας υποχρεώνανε «θα ρθεις και στο δικό μας σπίτι» και πηγαίναμε σ όλα τα σπίτια. Το βράδυ πάλι ξανά γλέντι, κρατούσε δυο μέρες, παραμονή της γιορτής και την επόμενη μέρα και την επομένη φεύγαμε το απόγευμα. Εσείς τώρα είπατε ότι μετά από ένα χρόνο από κείνο το πανηγύρι παίξατε κανονικά, επαγγελματικά. Και μόνος μου τότε, μόνος, δεν υπήρχανε να μας δείξουνε τότε, δεν μας δείχνανε όπως τώρα είναι άτομα και δείχνουνε. Τότε μόνος μου. Και έπρεπε να πάω και στο καφενείο για ν ακούσω ραδιόφωνο, ν ακούσω κανένα άλλο να παίζει όργανο, ν ακούσω μουσική για να μάθω. Αυτά που παίξατε την πρώτη φορά, στο πανηγύρι αυτό, στη γιορτή, πώς τα μάθατε, δεν ήταν δύσκολο μόνο με την ακοή; Όχι, βέβαια δεν τα μαθαίναμε αυτά αμέσως, προσπαθούσαμε, μεγάλη προσπάθεια. Επήγαινα κι άκουγα το ραδιόφωνο και ήλεγε ένα κομμάτι, ένα σκοπό, τον έπιανα με τ αυτί μου, τον ήλεγα στο δρόμο και πήγαινα στο σπίτι, κι έπιανα το βιολί και προσπαθούσα, κείνο που είχα μάθει και τραγουδούσα, να το παίξω και στο βιολί. Υπήρχε, ας πούμε, κάποιος άνθρωπος, κάποιος βιολάτορας που θαυμάζατε και θέλατε να του μοιάσετε; Δηλαδή τα ακούσματά του να σας άρεσαν τόσο. Βεβαίως, τότε ήτανε καλοί. Ήτανε ο Μαύρος στην ηλικία τη δικιά μου δηλαδή ακούγαμε το Μαύρο πολύ, το Γαλαθιανό, το Ναύτη. Ήτανε και ο Χάρχαλης, ο Μαριάνος αυτοί, αλλά ήταν πιο παλιοί. Εγώ άκουγα επί το πλείστον το Μαύρο, το Γαλαθιανό. Και εντωμεταξύ ανταμώναμε και σε πανηγύρια, αντιμέτωποι δηλαδή, στο ένα καφενείο εγώ, στο άλλο ο Γαλαθιανός, στο άλλο ο Μαύρος. Και μετά άρχισα και λέω «πρέπει να γίνω κι εγώ, να ντυθώ κανονικά με υποδήματα». Ήταν σημαντικό αυτό; 3

Ναι, έπρεπε να ήμαστε, εκείνη την εποχή βάζανε υποδήματα, κυλόττες και οι πολύ ηλικιωμένοι φορούσανε βράκες άλλα ρούχα δηλαδή. Τώρα αν θέλαμε να μας πείτε ποιον θεωρείτε δάσκαλό σας στο βιολί; Απ όλους έχω ακούσει. Ο πατέρα σας, ας πούμε, έπαιξε σημαντικό ρόλο; Ο πατέρας μου εργαζότανε. Ήταν επιπλοποιός έτσι; Ήταν επιπλοποιός και μόνο Σαββατοκύριακα ερχότανε στο σπίτι και βέβαια έπαιζα καμιά φορά και μ άκουγε και μου λεγε «δεν το παίζεις καλά έτσι, βάλε αυτή τη φωνή» μου χε δείξει, αλλά όχι μεγάλα πράγματα. Δηλαδή τα πρώτα σας μαθήματα εσείς τα πήρατε από τον πατέρα σας; Κανένας άλλος δεν ήθελε να δείξει, δηλαδή δεν θέλανε να δείξουνε στους νέους, δεν ξέρω γιατί. Δηλαδή είχατε προσπαθήσει, είχατε πάει σε κάποιον και σας είχε πει «τι θέλεις εσύ μικρό παιδί εδώ»; Εγώ δεν είχα πάει, αλλά είχα ακούσει από άλλους που επήγανε και «για να δω τα δάχτυλα σου, ω, δεν κάνουνε, κοντά είναι τα δάχτυλά σου, δεν είναι για όργανο». Εγώ δεν πήγα γιατί ήμουνα και στο χωριό και πού να πάω να ψάχνω να βρω κανένα, ήτανε στα Χανιά οι άλλοι μακριά, παιδάκι μικρό δεν πήγαινα εγώ. Δηλαδή εσείς είχατε κάποια πρώτα βήματα, σας τα χε δείξει ο πατέρα σας; Τα πρώτα μου, ναι, απ τον πατέρα μου. Σου λέω ερχόταν κάθε Σαββατοκύριακο και καμιά φορά άμα έπαιζα κάτι μου λεγε «παίξ το έτσι, βάλε τούτη τη φωνή», μόνο απ τον πατέρα μου, κανένα άλλο. Αλλά έτσι να πάτε σε κάποιον να σας διορθώσει, να σας πει κάτι; Όχι, κανένας δεν με διόρθωσε κι άρχισα κι έπαιζα κανονικά και μάλιστα απορούσανε, σου λέει πώς ο Μανώλης έμαθε μόνος του. Δηλαδή ήτανε όλη η φιλοσοφία να μη δείξουνε; 4

Δεν θέλανε να δείξουνε. Για ποιο λόγο νομίζετε; Θα σου πω ένα περιστατικό. Κάποτε έπαιξε ο Ναύτης ένα καινούργιο κομμάτι κι έτυχα στο ραδιόφωνο και παίζει στο τέλος λέει «και τώρα το πρόγραμμά μας θα κλείσει μ ένα συρτό, νέο συρτό του Ναύτη ο απραθιανός». Τον ακούω τώρα εγώ με το αυτί. Τέλειωσε το κομμάτι και φεύγω κατευθείαν απ το καφενείο, γιατί σας λέω δεν υπήρχανε ραδιόφωνα, μόνο στο καφενείο πηγαίναμε ν ακούσουμε μουσική και το τραγουδούσα στο δρόμο και το λεγα. Και μου λέει κάποιος «γεια σου Μανώλη» κι εγώ δεν του μίλησα. Του καμα έτσι μόνο, δεν του μίλησα για να μη χάσω το σκοπό. Και πάω στο σπίτι και πιάνω το κομμάτι, το παίζω κανονικά. Και κατεβαίνω την άλλη μέρα στα Χανιά και λέω σε κάποιον λαουτιέρη «έλα να πάμε να παίξουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό που έμαθα ένα καινούργιο σκοπό, τον έπαιξε ο Ναύτης εχθές και είναι ωραίος σκοπός». Μου λέει «δεν τον άκουσα, δεν τονε ξέρω εγώ», «θα σου πω εγώ πώς είναι να τονε μάθεις, είναι εύκολος». Και πάμε τονε παίζουμε στο ραδιοφωνικό σταθμό και τον ακούει ο Ναύτης και με θωρεί «έλα εδώ» μου λέει «πότε καλλιό ώρα τον έμαθες το σκοπό, καλά-καλά δεν τον είχα παίξει εγώ και πήγες και τον έμαθες, πότε τον έμαθες». Και του πα την αλήθεια, του λέω «τον έπαιξες στο τέλος και τον είχα στη μνήμη μου και τον τραγουδούσα και πάω στο σπίτι και πιάνω το βιολί και τον έμαθα». «Άλλη φορά θα τονε παίζω στη μέση». Δεν την ξεχνάω αυτή την κουβέντα. Τι σας είπε δηλαδή; «Άλλη φορά θα τονε παίζω το σκοπό στη μέση» να κάνω ύστερα ν ακούσω τους άλλους σκοπούς, να μπερδευτώ, να μη τονε θυμάμαι. Δεν την ξεχνάω αυτή τη λέξη. Θέλω να σου πω δηλαδή δεν θέλανε. Τώρα δείχνει κι ο Ναύτης, όλοι δείχνουν τώρα, αλλά εκείνη την εποχή δεν θέλανε, από αντιζηλία, για να μη μάθει κι άλλος να το χουνε μονοπώλιο, δεν ξέρω. 5

Στα γλέντια που πηγαίνατε, οι γυναίκες τι θέση είχαν στα γλέντια; Μας υπολογίζαν τότε πολύ, γιατί ξέρεις δεν υπήρχανε, διψούσαν για μουσική και μας αγαπούσανε, μας εκάνανε μεζεδάκι χώρια, οι οργανοπαίχτες, οι παιχνιδιάτορες μας ελέγανε, «ήρθαν οι παιχνιδιάτορες να τονε φτιάξουμε να πιούνε κρασί» μας περιποιούνταν ιδιαιτέρως. Άλλη ονομασία σαν παιχνιδιάτορες υπήρχε για τα βιολιά; Ναι, οργανοπαίχτες, αλλά επί το πλείστον στα χωριά εκεί πέρα οι γερόντοι «ήρθαν οι παιχνιδιάτορες». Κάποια γυναίκα, αν ήθελε να τραγουδήσει μια μαντινάδα πάνω στο γλέντι, θα την έλεγε ή θα την παρεξηγούσανε; Όχι, τραγουδούσανε, εμάς εδώ τραγουδούσανε οι γυναίκες και ριζίτικο τραγουδούσανε και μαντινάδες, δεν το παρεξηγούσαμε. Αν ήθελε να σηκωθεί μια γυναίκα να χορέψει θα έπρεπε να τη βάλει ένας άντρας στο χορό; Ναι, άντρας. Μόνη της δεν εσηκωνότανε. Οι άντρες σηκώνανε τις γυναίκες και χορεύανε. Κι έπρεπε να ζητήσει την άδεια από τον πατέρα της; Δεν μπορούσε να πιάσει μία άγνωστη να της πει σήκω να χορέψουμε, έπρεπε να είναι γνωστές. Αν ήταν άγνωστη και ήθελε να χορέψει μαζί της; Έχω τύχει εγώ σε πανηγύρι κι έχει γίνει φασαρία μεγάλη, επειδή κάποιος εσήκωσε με το ζόρι, δηλαδή την έπιασε απ το χέρι και της λέει «σήκω να χορέψουμε» και λέει «τώρα μόλις που έχω χορέψει». Κι όταν εγύριζε την έπιασε απ το χέρι και τη σήκωσε για να χορέψουνε και μετά το χορό τον φώναξε ο αδερφός της κοπέλας και επήε στην πίσω μεριά κι έπεσε ξύλο. Και μαντινάδα ακόμα να λεγες και να μην ήταν και κακή μαντινάδα, αυτές που λένε τώρα δεν παρεξηγάει κανένας. Εκείνη την εποχή μπορούσε να πεις καμιά μαντινάδα και να την παρεξηγήσουν, να γίνει φασαρία. 6

Οι οργανοπαίχτες σε τι θέση βρισκόντουσαν, δηλαδή θεωρούνταν καλή η θέση ενός οργανοπαίχτη κοινωνική, ήταν καλό, σε βλέπανε με καλό μάτι; Με καλό σε βλέπανε, γιατί σε θέλανε σε είχανε ανάγκη να παίξεις μουσική, αλλά όχι ότι είναι οργανοπαίχτης κι έχει καλή θέση που λένε, δεν ήτανε συμφέρουσα. Δηλαδή αν κάποιος είχε μια κόρη και του τη ζητούσε ένας δάσκαλος και του τη ζητούσε κι ένας οργανοπαίχτης; Όχι δύσκολο ήτανε, θα την έδινε στο δάσκαλο. Γιατί αυτό; Γυρνούσαν αυτοί και η κοπέλα σου λέει «θα πάρω ένα οργανοπαίχτη να γυρνάει στα πανηγύρια». Κείνη την εποχή δεν υπήρχαν συγκοινωνίες και αυτοκίνητα, όπως είναι τώρα, που πας και παίζεις στο Ηράκλειο και γυρνάς εδώ το βράδυ. Με τα πόδια πηγαίναμε, ήτανε μακρινά χωριά κι έπρεπε να μείνουμε και είκοσι πέντε μέρες έκαμα εγώ σε χωριό. Είχα πάει κάποτε στο Σιρικάρι συγκεκριμένα και δεν μ αφήνανε να φύγω, είκοσι πέντε μέρες έκαμα. Τι ήτανε εκεί γάμος; Πήγα σ ένα γάμο, ύστερα μου λένε «μα τι μεθαύριο την Πέμπτη έχουμε πανηγυράκι» ύστερα τυχαίνει μια βάφτιση και δεν μ αφήναν να φύγω. Οπότε γι αυτό το λόγο ήτανε δύσκολο; Σου λέει «θα παντρευτώ εγώ να πάρω ένα να φεύγει, να γυρνάει, να παίζει». Υπήρχε και θέμα έλλειψης εμπιστοσύνης; Κι αυτό και ως χρηματική άποψη, δεν ήταν θέση αυτή. Η αμοιβή του δεν ήταν καλή; Έβγανες αλλά δεν ήτανε στάνταρ η δουλειά αυτή, πρώτα-πρώτα οι περισσότεροι οργανοπαίχτες που ήτανε κορυφαίοι δεν έχουν αποκτήσει τίποτα περιουσία, πολύ ελάχιστοι είναι αυτοί. Όπως είναι ο Μαύρος τώρα είχε πάρα πολλά λεφτά. Δεν έβγαζαν ή τα σκορπούσαν λόγω του επαγγέλματος; 7

Έχω ακούσει ότι αυτά τα λεφτά δεν πιάνουν τόπο, διότι είναι σαν χαράμι, σαν να τα λυπούνται, γιατί ο καθένας έρχεται στο κέφι και χορεύει και πετάει τα χρήματά του και ύστερα τα λυπάται και δεν κάνει. Ο Μαύρος πρέπει να χε πάρα πολλά λεφτά γιατί έπαιζε συνέχεια, ήταν κορυφαίος βιολίστας. Ε, τι έκανε τίποτα. Δυο δωματιάκια είχε κατορθώσει τα τελευταία του κι είχε φτιάξει. Ούτε σπίτι δεν είχε. Είναι πολύ λίγοι αυτοί που έχουνε λεφτά. Σας άκουσα προηγουμένως και παίζατε με τον κύριο Λαϊνάκη και μάλιστα συγκεκριμένα τις παραλλαγές του σελινιώτικου και σε κάποια στιγμή θεωρήσατε καλό, σ ένα γύρισμα, να βγάλετε το λαγούτο στην επιφάνεια. Δηλαδή εσείς σωπάσατε σαν βιολί κι αφήσατε δυο στροφές να τις παίξει το λαγούτο δυνατά. Παλιά αφήναμε και ακουγότανε και το λαγούτο. Αφήναμε κενά και ακουγότανε. Τώρα, βλέπεις, έχουνε αλλάξει τα πράματα, η μουσική έχει αλλάξει, δεν είναι όπως παλιά. Κι εγώ ακόμα, δηλαδή, το παλιό στυλ, με τ ακούσματα που ακούω, μου χει ξεφύγει, δεν το θυμάμαι ακριβώς όπως ήτανε τα παλιά παιξίματα. Δηλαδή ήταν συνήθειο αυτό παλιά να το κάνετε; Να υποχωρεί το βιολί και ν ακούγεται το λαούτο; Ναι. Αφήναμε κενά. Ν ακουστεί το λαούτο; Ν ακουστεί και το λαούτο, ναι, ν ακουστεί. Αλλά τώρα για να το κάμεις, μπορεί να σταματήσει ο άλλος λαουτιέρης, δηλαδή στηρίζεται στο λυράρη, στο βιολάτορα, ενώ πρώτα είχε καθένας την ευθύνη στο όργανό του απάνω. Δηλαδή να κάνω εγώ μια διακοπή, δεν χαλάρωνε ο άλλος, έπρεπε να συνεχίσει, να παίξει, να κάνει και κάτι παραπάνω ν ακουστεί. Όχι, εγώ μιλάω για ένα καλό λαουτιέρη που σας συνοδεύει, όπως ήταν ο Κουτσουρέλης έτσι, που σας συνοδεύει, αισθάνεσαι την ανάγκη να υποχωρήσεις εσύ λιγάκι το βιολί και ν ακουστεί ο Κουτσουρέλης. Αυτό το ήθελε κι αυτός. 8

Ο Κουτσουρέλης, να σας πω την αλήθεια, ήτανε πολύ εγωιστής, καλός παίχτης βέβαια, αλλά ήτανε πάρα πολύ εγωιστής και δεν άφηνε σχεδόν καθόλου ν ακούγεται το βιολί. Δεν είχαμε παίξει μαζί, για να μαι ειλικρινής, δεν είχαμε παίξει μαζί, αλλά έτυχα σε γλέντια που είχανε παίξει με άλλα βιολιά και άμα τονε νόμιζε, σου λέει «εγώ είμαι ο Κουτσουρέλης, ο άλλος είναι κατώτερός μου» κι άνοιγε, ακουγόταν το λαγούτο. Κάποτε συγκεκριμένα έπαιζε με το Σταύρο τον Καντηλιεράκη σε κάποιο γάμο, κι είχα πάει εγώ κι έπαιζε ο Σταύρος δεν ακουγόταν καθόλου βιολί κι άκουγες το λαγούτο γκραν γκρουν. «Σήκω» της λέω της γυναίκας μου «πάμε έχω στενοχωρηθεί πολύ μ αυτό το πράμα που βλέπω και πάμε να φύγουμε». Πήρα τη γυναίκα μου και φύγαμε. Τα όργανα πρέπει ν ακούγονται και τα δύο, δεν πρέπει επειδή είμαι εγώ καλός παίχτης να εξουδετερώσω το λαγούτο να μην ακούγεται. Μάλιστα αυτό το γύρισμα το επαναλάβατε δυο φορές και μου φαίνεται ότι στην ίδια φράση τον αφήσατε ν αρχίσει, εκεί που λέει (τραγουδάει σκοπό). Αυτό το κανε ο συχωρεμένος ο Γαλαθιανός. Από κει το πήρα εγώ. Αυτό που έκανα δυο φορές την ίδια φράση, το κανε ο Γαλαθιανός. Δηλαδή πήγατε κάπου αλλού και μετά ξαναγυρίσατε πάλι στο ίδιο; Ναι. Αυτό είναι συνήθεια, το κάνουν συχνά; Όχι, μόνο ο Γαλαθιανός το κανε, από κει το χω ακούσει εγώ. Σε άλλα συρτά δηλαδή δεν το κάνουνε; Όχι, το κανε αυτός εκεί. Ο Γαλαθιανός το κανε σε ορισμένα συρτά, επαναλάβαινε δηλαδή τη λέξη, το τραγουδούσε, παίζοντας αυτό το κομμάτι το ξανάλεγε και με το στόμα. Μάλιστα, έτσι εντύπωση μου κανε, στο ίδιο σημείο αφήσατε το λαγούτο να βγει έξω. Να σου πω δεν έχει συγκεκριμένη θέση που μπορεί να τ αφήσεις, μου ρθε μια στιγμή θ αφήνω το λαγούτο ν ακουστεί κι εκείνο. Δεν είναι 9

απαραίτητο δηλαδή πού να τ αφήσεις. Αφήναμε κενά, αφήναμε και στο λαγούτο ν ακουστεί παλιά, αλλά τώρα πολλές φορές πάω ν αφήσω το λαγούτο για ν ακουστεί και σταματά αυτό, νομίζει πως σταμάτησα. Κάτι άλλο τώρα που παρατήρησα, όταν θέλετε ν αλλάξετε το σκοπό, παίζετε με το δοξάρι μία επάνω χορδή. Δηλαδή μία νότα και αλλάζει μετά ο σκοπός. Το παρατήρησα σωστά; Είναι κανένα σήμα δηλαδή αυτό ότι αλλάζουμε τώρα πάμε σε άλλο; Έχετε κάποιο ειδικό σήμα που δίνετε στο λαουτιέρη ότι τώρα πάμε ν αλλάξουμε σκοπό; Πώς το καταλαβαίνει αυτό; Σήμα δεν δίναμε καθόλου. Επαίζαμε κείνη την εποχή, κύριε Αμαργιανάκη, είμαστε συγκροτήματα επί το πλείστον, επαίζαμε με πολλούς και όποιον βλέπαμε ύστερα ότι ταιριάζουμε καλύτερα, εσυνεχίζαμε και παίζαμε και ήξερε ο ένας τον άλλο. Αυτήν την ερώτηση μου καμε και κάποιος καθηγητής μουσικής. Γερμανοί είχαν έρθει καμιά πενηνταριά άτομα στη Γαλλική Σχολή κι είχα πάει εγώ κι είχα παίξει στο Γκίγκιλο ήταν ένα χορευτικό στο Γκίγκιλο και ήταν αυτοί όλοι με βιολιά επαίζανε. Και πήγα κι έπαιξα εκεί και χόρεψε το χορευτικό και μόλις άνοιξα την κούτα και είδανε το βιολί, έρχεται η κοπέλα και μου λέει «ξέρεις δεν θέλουνε, θέλουνε λύρα, γιατί αυτοί παίζουν όλοι βιολί και θέλουν ν ακούσουνε λύρα». Λέω «πες τους ότι επειδή τα παιδιά έχουνε συνηθίσει και χορεύουνε με το βιολί, θα παίξω εγώ να χορέψουνε το χορό, που θα χορέψουνε και μετά θα παίξω και λύρα, για ν ακούσουνε οι ανθρώποι». Και τους είπε, λέει «εντάξει». Κι έπαιξα τώρα εγώ και χορέψανε τα παιδιά και μετά έπιασα τη λύρα, έπαιξα και τη λύρα και έκατσε δίπλα μου αυτός κι έβλεπε τα δάχτυλά μου, του φαινότανε παράξενο επειδή παίζεις με το νύχι λύρα κι έκατσε κοντά μου κι έβλεπε. Μετά που σταμάτησα λέει «κάποιος θέλει να σου κάνει κάτι ερωτήσεις». Λέω «ευχαρίστως». Και μου λέει «όπως έχω καταλάβει έχετε αλλάξει πολλά μοτίβα, δεν επαίξατε ένα κομμάτι, αλλάξατε, πώς τα πετυχαίνετε αφού δεν είχατε κανένα να σας πει και πώς στο χορό που χορεύανε με το 10

ντραγκ σταματούσανε μαζί κι ο χορός και τα όργανα». Και του είπα τώρα ότι «τα παιδιά την ώρα που χορεύουνε ξέρουμε ορισμένες φιγούρες που κάνουνε, όταν είναι για να σταματήσουνε και είναι μετρημένες αυτές οι φιγούρες, μόλις τελειώσουνε σταματούμε. Και στο άλλο στο παίξιμο, παίζουμε μαζί κι έχει συνηθίσει και καταλαβαίνει τη δοξαριά που θα παίξω εγώ, καταλαβαίνει ότι θα φύγω να πάω απ το ένα μοτίβο στο άλλο». «Είναι εύκολο» λέει «να μάθει κανείς κρητική μουσική;». Λέω «δεν είναι εύκολο, γιατί δεν είναι γραμμένη η μουσική η δικιά μας να την διαβάσεις. Εγώ μπορώ να παίξω το χανιώτικο τώρα και μετά να τονε ξαναπαίξω, να τονε παίξω διαφορετικά, δεν παίζεται στάνταρ, ό,τι εκφράσεις εκείνη την ώρα που παίζεις». Και κουνούσε το κεφάλι του τώρα αυτός. Λύρα πότε αρχίσατε να μαθαίνετε; Δεν είχα σκοπό να μάθω λύρα, παρά κάποιος είχε πάρει μια λύρα και δεν μπορούσε να τη μάθει και μου λέει «εγώ δεν μπορώ να την μάθω, να στη φέρω στο σπίτι να στην αφήσω», αλλά είχα αποστρατευτεί από τη δουλειά «να σου φέρω τη λύρα να την αφήσω, εσύ θα μάθεις». Του λέω «δεν θέλω, δεν έχω ανάγκη να μάθω λύρα». «Εγώ θα στην αφήσω επαέ». Και μετά προσπάθησα και να, δεν είναι δύσκολο. Περίπου ποια δεκαετία; Το 85. Εγώ θα επανέλθω πάλι στην ερώτηση που σου κάναμε προηγουμένως, γιατί είναι κάτι που θέλω να το ξεκαθαρίσουμε. Παίζεις, ας πούμε, συρτό πρώτο και ξαφνικά θέλεις να το γυρίσεις στο λουσακιανό, που πάει με τον πρώτο, έτσι δεν είναι, πάει σε μια σειρά, στο ίδιο αυλάκι που μας λένε; Ναι, στον ίδιο δρόμο. Πώς θα το καταλάβει ο λαουτιέρης ότι εσύ θέλεις να πας στο λουσακιανό; 11

Καταλαβαίνει, γιατί κάνω μια αργή κίνηση, κάτι, να φύγω απ το ένα στο άλλο, κάνω μια κίνηση. Δεν του δίνω συγκεκριμένα δηλαδή να του κάμω σήμα, αλλά καταλαβαίνει. Ναι, δεν μπορείς να γυρίσεις να του πεις «πάμε στο λουσακιανό». Καταλαβαίνει. Πώς το καταλαβαίνει όμως ότι θα πας στο λουσακιανό κι όχι στον καραγκιουλέ, ας πούμε, που είναι κι αυτός στην ίδια σειρά; Όχι, γιατί ο καραγκιουλές είναι αντίθετος, θα πάει σε άλλη φωνή θα πατήσει για να πάει στον καραγκιουλέ. Όχι, ένας άλλος, ποιος άλλος είναι στην ίδια σειρά, ποιος πάει μετά το λουσακιανό; Είναι σε αναμονή, άμα δεν το καταλάβει, κύριε Αμαργιανάκη, άμα δεν καταλάβει ο λαουτιέρης ότι θα πάω σ ένα σκοπό και νομίζει άλλο, κάνει αναμονή, δηλαδή κρατά τη φωνή εκείνη και περιμένει να δει. Περιμένει να δει πώς θα μπεις εσύ; Ναι, να δει πού θα καταλήξω, δεν μπορεί άμα δεν εντοπίσει πού θα πάω, κάνει μια αναμονή. Άμα εντοπίσει, εντάξει. Άμα είναι ζυγιές δυο, όπως ήτανε κείνη την εποχή παλιά που παίζαμε και ήμαστε ζυγιές ο Γαλαθιανός παραδείγματος χάρη έπαιζε με το Γαλάνη το συχωρεμένο, αυτοί κι οι δυο έχουν πεθάνει κι έβλεπες κάνανε κάτι φωνές που το λαγούτο και το βιολί μαζί συνταυτιζότανε, καμία παραφωνία δεν άκουγες. Αυτό σημαίνει πως παίζαν και συγκεκριμένες σειρές, δηλαδή ξέρανε μετά απ το καθετί τι θ ακολουθήσει; Ναι, παίζανε και παίζανε συνέχεια μια ζωή όλη νύχτα, εκεί είναι το παίξιμο. Γιατί άμα παίξεις στην αρχή λίγο-λίγο, μέχρι να στρώσουν τα δάχτυλα, μετά άμα παίξεις ώρες ολόκληρες, παίζει μόνο του, νομίζεις ότι παίζεις μόνος σου, ούτε κουράζεσαι ούτε τίποτα. Στην αρχή θα ιδρώσεις, θα κουραστείς, μετά δεν κουράζεσαι καθόλου. 12

Όταν παίζεις μια σειρά και παίζεις, ας πούμ,ε συρτό πρώτο, λουσακιανό, τον άλφα, τον βήτα, τον γάμα, παραπέρα, μπορείς να επανέλθεις πάλι χωρίς να σταματήσεις δηλαδή συνεχίζεται η σειρά αυτή, να επανέλθεις στο λουσακιανό πάλι; Δεν κάνει να τους ξαναπαίξουμε τον ίδιο πάλι. Εμείς αλλάζαμε τότε συνέχεια σκοπούς, αποφεύγαμε να παίζουμε. Τώρα παίζουνε μια νύχτα ολόκληρη και παίζουνε τρία κομμάτια συνέχεια, ή τον άνεμο. Τότε αλλάζαμε εμείς, αλλάζαμε συνέχεια. Όσο πιο πολλούς σκοπούς αλλάζαμε τόσο το καλύτερο. Κείνη την εποχή. Τώρα πρώτα-πρώτα σου ζητάνε, δεν σ αφήνουν να παίξεις εσύ μόνος σου, σου λένε «παίξε μου τον άνεμο». Ζητάνε κάτι συγκεκριμένο δηλαδή; Συγκεκριμένο ναι. Και μπορεί να παίζεις συνέχεια, σου λένε όλο αυτό και παίζεις. Εμείς δεν το κάναμε αυτό το πράμα, στη δικιά μας δηλαδή εποχή. Πόσο χρονών είσαι Μανώλη; Εγώ είμαι του 32 γεννηθείς. Απ την εποχή αυτή που θυμάσαι, στα μικρά σου χρόνια. Πόσο άρχισες να παίζεις όργανο; Είχα κατέβει κι είδα κάποιον κι έπαιζε τα κάλαντα και λέω «ορέ ευκαιρία». Σε τι ηλικία άρχισες; Δεκατεσσάρων χρονών. Δεκατεσσάρων χρονών. Επομένως εκεί στην εποχή του σαράντα, ας πούμε, σαράντα, σαράντα πέντε, εκείνη την εποχή, όταν κάποιος ήθελε να χορέψει στα γλέντια, έδινε παραγγελιά όπως κάνουνε σήμερα; Ναι, σου λεγε, σου παράγγελνε κι είχαμε και σειρές δηλαδή συνεννογιόταν δεν ήταν όπως τώρα που με το ζόρι σηκώνονται να χορέψουν. Τότε συνωστιζότανε να χορέψουν. Και κρατούσαμε σειρές. Μετά τον τάδε χορό θα παίξουμε και πεντοζάλη, γιατί δεν παίζαμε 13

πολλά κομμάτια. Παίζαμε συρτά επί το πλείστο, κάνα καλαματιανό, πεντοζάλη και κανένα αράπικο τον λέγαμε. Τον παίζατε τον αράπικο; Τον αράπικο και λίγο σούστα. Μαλεβιζιώτηδες και τέτοια δεν παίζαμε. Τον αράπικο τον παίζατε σε όλα τα γλέντια ή μόνο τις Απόκριες; Όχι, σε όλα τα γλέντια, στα ξημερώματα που είχαν έρθει στο κέφι, ήθελε να σηκωθεί κανείς να χορέψει αράπικο. Αλλά πες μου αυτές τις παραγγελιές, ήταν για συγκεκριμένους χορευτές που ήθελαν να χορέψουνε, μπορούσε να πιάσει άλλος; Όχι, την ώρα που σηκώνουνε έναν να χορέψει, έπρεπε να χορέψει αυτός, απαγορευόταν να σηκωθεί άλλος για να χορέψει. Έπρεπε να παραγγείλει αυτός δικό του χορό. Δηλαδή κείνη την εποχή ήθελε να ρθει ένας, να μου πει «παίξε μου να χορέψω» ήθελε να σηκώσει πέντε, δέκα γυναίκες, να τις σηκώσει μια-μια, χόρευε λίγο και μετά πήγαινε πίσω κι έπιανε και χόρευε κι η άλλη και πήγαινε πίσω και στο τέλος εχορεύανε όλοι μαζί και παίζαμε κι ένα πεντοζάλη και σταματούσανε. Και είχε άλλος σειρά, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τώρα γίνεται από πολλούς, πάει και σηκώνονται και χορεύουν όλοι, τότε δεν ήτανε. Καθένας σήκωνε την παρέα του και χόρευε. Δηλαδή απ όσο θυμάστε η παραγγελιά ήταν παραγγελιά; Ναι. Και πλήρωναν επίσης τις παραγγελιές; Ναι, πληρώνανε. Κι η αμοιβή σας ήταν αυτό το πράγμα; Ναι. Δεν κάνατε ειδικές συμφωνίες; Όχι, ό,τι βγάναμε, δεν μας δίνανε, όπως τώρα σου λέει «έλα να παίξεις και θα πάρεις τόσο». Όχι εμείς ό,τι λεφτά βγάναμε. Και όχι να πάμε τώρα να μπούμε στο λεωφορείο και να μας πάει. Περπατούσαμε τρεις ώρες, τρεισήμισι ώρες δρόμο να πάμε με τα πόδια, δεν υπήρχανε. 14

Θυμάμαι κάποτε που έφυγα απ τα Χανιά κι είχα βάλει πρώτη φορά τα υποδήματα, είχα φτιάξει υποδήματα για να δείχνω ότι είμαι οργανοπαίχτης, ξέρεις ο μικρός θέλει να ντυθεί να κάνει το μεγάλο. Και πάω να παραγγείλω τα υποδήματα και μου λέει ο τσαγκάρης, γελούσε και μου λέει «αμέ που θες υποδήματα, περίμενε να μεγαλώσεις λιγάκι, να φτιάξεις δυο ζευγάρια παπούτσια, υποδήματα έχεις καιρό να φτιάξεις». Του λέω «θα μου τα φτιάξεις ή να πάω αλλού να τα φτιάξω». Έχω ακούσει ότι αυτός είναι ο καλύτερος τσαγκάρης και πήγα σ αυτόν. Του λέω «θα μου τα φτιάξεις ή να πάω αλλού», «για να πας αλλού να στα φτιάξω, αλλά εγώ για το καλό σου, είσαι μικρό παιδάκι» μου λέει «υποδήματα έχεις καιρό να βάλεις». «Όχι εγώ θέλω υποδήματα». «Εντάξει». Θυμάμαι εφτακόσιες πενήντα δραχμές εκείνη την εποχή τα χα φτιάξει. Και τα βάζω και ξεκινώ και πάω στα Κεραμιά στο Γερολάκκο και παίξαμε σε μια βάφτιση και μετά από κει θα φεύγαμε να πάμε στον Αποκόρωνα στη Ραμνή να παίξουμε σ ένα πανηγύρι και λέει ο άνθρωπος που χε το παιδί «καημένε Μανώλη δεν μπορεί να φύγεις, γιατί θα σε μπαλωτάρουνε οι άλλοι» γλεντούσανε. «Μα έχουμε τάξει» του λέω «του ανθρώπου και πρέπει να πάμε να παίξομ,ε γιατί έχει ψωνίσει έχει πανηγύρι ο άνθρωπος, να τον αφήσουμε χωρίς όργανα, δεν είναι σωστό». Μου λέει «τότε θα κανονίσουμε να φύγετε κρυφά». Και κανονίσαμε και μας άφηκε και φύγαμε κρυφά και μέχρι να κρυφτούμε πίσω απ το βουνό, μας επήγαινε να η καρδιά μας, λέω άμα μας επάρουν χαμπάρι θα μας αρχίσουν τις μπαλωθιές. Και πήγα με τα πόδια. Και συνεχίζουμε και παίζομε στο πανηγύρι. Την άλλη μέρα τελειώνει το πανηγύρι και φεύγομε. Μετά που βγήκαμε από το χωριό, καθίζω εκεί σ ένα βραχάκι και του λεω του λαουτιέρη «τράβα να βγάλω τα υποδήματα» μου χανε φάει τα πόδια μου, μ είχανε πληγώσει τόσο δρόμο με τα πόδια. Καινούργια; 15

Καινούργια, πρώτη φορά που τα χα βάλει. Και τραβά, μου βγάνει τα υποδήματα, τα παίρνω στον ώμο και κατεβήκαμε πάλι με τα πόδια στου Μπαμπαλή απ τον Αποκόρωνα από τη Γραμμή στου Μπαμπαλή με τα πόδια. Εκεί πάλι έβαλα τα υποδήματα και μπήκαμε στο λεωφορείο και κατεβήκαμε στα Χανιά. Μεγάλες ταλαιπωρίες είχαμε τότε. Για πες μου κάτι για τη μελωδία, για τη μουσική του συρτού χορού, οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό. Απ ό,τι μας είπαν έχει δυο μέρη, το πρώτο και το δεύτερο. Ναι, ένα γύρισμα και το πρώτο και το δεύτερο. Δύο γυρίσματα. Πώς τα μετράς εσύ αυτά; Οι σκοποί επί το πλείστον είναι τέσσερα κι οχτώ και είναι και έξι κι οχτώ. Αλλά οι σκοποί όταν χορεύουνε αυτοί που είναι έξι μέτρα, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου να βλέπεις το χορευτή, γιατί άμα δεν τονε βλέπεις θα τονε βγάλεις έξω από το μέτρο. Και πώς το πετυχαίνεις όταν έχει έξι; Πρέπει να το παίξεις τέσσερις φορές το γύρισμα αυτό, να το παίξεις τέσσερις φορές. Να το παίξεις μια παραπάνω, πρέπει να το παίξεις οχτώ ύστερα για να σου βγει δώδεκα, δηλαδή δεν μπορείς να το παίξεις μονές. Δηλαδή ξέρεις ποια γυρίσματα είναι έξι και τα παίζεις τέσσερις φορές; Ναι, τα μετράω π.χ. ο χανιώτικος (τραγουδάει σκοπό) είναι έξι. Αυτό το γύρισμα πρέπει να το παίξεις τέσσερις φορές για να ναι μέσα ο χορευτής. Άπαξ και το παίξεις τρεις ή πέντε τον έβγαλες έξω. Οι περισσότεροι δεν το καταλαβαίνουν, αλλά άμα είναι ο χορευτής καλός σε αγριοκοιτάζει. Εγώ το καταλαβαίνω αυτό, αλλά θέλω να σε ρωτήσω Μα δεν λέω για σας. Όχι, αυτό που μου λες καταλαβαίνω, μήπως τα καταλαβαίνω όλα αυτά τα μαθαίνουμε τώρα. Όταν αρχίζεις να παίζεις ένα σκοπό, έχεις στο μυαλό σου μέσα πόσα μέτρα είναι, αν είναι τέσσερα, αν είναι έξι, τους ξέρεις; 16

Ναι, τους ξέρω, τους έχω παίξει πολλές φορές και ξέρω. Ξέρω ότι αυτός ο σκοπός είναι τόσο. Αλλά και να μη το ξέρω βλέπω την ώρα που γιατί δεν κοιτάζω αλλού, πρέπει να βλέπω το χορευτή. Άμα κοιτάζω αλλού δεν λέω τίποτε, δεν παίζω, παίζω κουτουρού. Πρέπει να κοιτάω το χορευτή. Εκτός από τέσσερα και οχτώ που είναι το συνηθισμένο και το έξι που μου είπες, υπάρχει κι άλλη περίπτωση να χει άλλα μέτρα; Έχουνε βγάλει κι άλλα μέτρα και τελευταία τώρα, έχω παρατηρήσει, ο Αλεφαντινός έχει βγάλει πολλά κομμάτια κι είναι και δέκα, δεν τον νοιάζει, στο κάτω-κάτω να μη φεύγεις. Ναι, αλλά όταν έχεις δέκα πώς δεν θα βγεις; Τι θα κάνεις με το δέκα; Δεν φεύγει, το χω προσέξει εγώ, έχω παίξει ορισμένα κομμάτια και το προσέχεις, δεν φεύγεις. Το έξι το παίζεις τέσσερις φορές, τέσσερις εικοσιτέσσερις είναι το έξι. Όταν είναι όμως δέκα πού θα σταματήσεις; Βλέπεις το χορευτή και εκεί που τσακίζει Δηλαδή κόβεις τη στροφή; Όχι, το τελειώνεις στο δεύτερο μέρος, δεν φεύγει δηλαδή, το χω προσέξει εγώ. Είναι ορισμένα κομμάτια που τα χω βγάλει και τα χω μετρήσει και είναι παραπάνω. Άμα παίζεις και είναι καλός ο παίχτης δεν τον αφήνει να φύγει. Ναι, αλλά κάτι κάνεις, δεν μπορεί να μη κάνεις κάτι; Ε μα και να φύγει έξω κάτι θα κάνω για να τονε βάλω. Γιατί είναι κι ορισμένοι που φεύγουνε έξω και λέω άστον να κοιτάξω κάνω μια κονταρίδα μια αυτή και τονε βάνω στα μέτρα. Άμα δω και συνεχίζει και φεύγει τότε γυρίζω το κεφάλι μου να μην τονε βλέπω. Όχι, ας πούμε πως είναι καλός ο χορευτής και χορεύει καλά, εσύ ως βιολιστής που έχεις να παίξεις δέκα μέτρα, δέκα και δέκα είκοσι και δέκα τριάντα, εμείς θέλουμε το είκοσι τέσσερα. Έχουμε το οχτώ που είναι μέτρο και λέμε ή οχτώ θα παίξω ή δεκάξι θα παίξω ή είκοσι τέσσερα θα 17

παίξω. Το έξι μας βολεύει να το παίξουμε τέσσερις φορές για να βγει το είκοσι τέσσερα, όταν όμως έχουμε δέκα, δεν πάει πουθενά, δεν τελειώνει πουθενά το δέκα. Ο χορός τα βήματά του είναι σε τέσσερα (τραγουδάει σκοπό) εκεί τελειώνει. Στο οχτώ. Οχτώ. Ε, εκεί θα το κανονίσεις να πέσει. Ναι, αλλά εσύ έχεις δέκα μέτρα όμως να παίξεις. Η μελωδία που λες του Αλεφαντινού είναι δέκα μέτρα. Για να μαι ειλικρινής τ αποφεύγουμε, δεν το χω παίξει του Αλεφαντινού. Τελειώνει ο χορευτής κι εσύ προχωράς ακόμα. Για να μαι ειλικρινής δεν τα παίζω. Αυτά τα κομμάτια δεν τα χουμε συνηθίσει εμείς και δεν τα παίζομε, δεν το χω κάμει δοκιμή δηλαδή να το δω στην πράξη, αλλά νομίζω ότι μπορεί. Βλέπω τα δικά μας αυτά που παίζαμε ότι είναι τα συνηθισμένα, τα δικά μας τα παλιά, αυτά που παίζαμε είναι έξι κι οχτώ όλα τα κομμάτια. Έξι κι οχτώ και το κανονίζω όταν είναι έξι. Άμα είναι τέσσερα και οχτώ δεν έχει κανένα πρόβλημα και δυο φορές να το παίξεις και πέντε, δεν έχει κανένα πρόβλημα. Και στο έξι βρήκατε το κολάι σας και πάει στο είκοσι τέσσερα, εντάξει. Το άλλο για να μαι ειλικρινής δεν τα χω παίξει στην πράξη τα κομμάτια για να δω το χορευτή. Να τα δοκιμάσω να δω πώς είναι στο χορό επάνω. Ακούσαμε επίσης πως ένα συρτό απ όλα, ένα παλιό του Τζέγκα ο κακράπης έχει, λέει, σαράντα μέτρα μας είπε ο Ναύτης. Αυτό πώς το βολεύουνε στο χορό; Εξαρτάται από τον οργανοπαίχτη. Κι ο Ναύτης ακόμα μπορεί να το χάσει. Πρέπει να χεις μεγάλη προσοχή για να τα παίξεις αυτά που ναι μπερδεμένα. Άμα σαι καλός και βλέπεις το χορευτή, θα το στριφογυρίσεις κάτι θα του κάνεις, μια γλυψάδα κάτι, να το φέρεις. Εγώ 18

δεν μπορώ να τον βλέπω το χορευτή να ναι έξω. Νομίζω δηλαδή ότι μου χτυπάει κάτι, αφού γυρίζω το κεφάλι μου άμα μου τύχει κανένας τέτοιος χορευτής, που να μη μπορεί να προσαρμοστεί στα μέτρα, γυρίζω το κεφάλι μου να μην τονε βλέπω και πάλι το σκέβουμαι ότι είναι έξω και δεν μου πάει καλά, στενοχωριούμαι. Τώρα βλέπω οι περισσότεροι χορεύουν έτσι και λέω πώς, καλή ώρα, συμβαίνει αυτό το πράμα, δεν το ξέρουν να το δούνε ότι δεν είναι. Δεν μου λες Μανώλη, όταν παίζεις βιολί σ ένα γλέντι, τι είναι αυτό που σου ανεβάζει το κέφι, που σου δίνει φτερά; Ο καλός χορευτής, ναι άμα είναι καλός χορευτής δεν θέλω ούτε χρήματα να μου πετάνε ούτε τίποτα. Φχαριστιούμαι να παίζω να δω ότι είναι καλός χορευτής. Άμα δεν χορεύει καλά, όσα και να μου δώσει δεν πληρώνω. Στην ανατολική Κρήτη παίζουνε κοντυλιές. Εσείς ως οργανοπαίχτης τι νομίζετε, ποια είναι η διαφορά όταν ακούτε τις κοντυλιές και τα συρτά τα χανιώτικα; Ωραία είναι κι αυτά κι οι κοντυλιές είναι ωραίες, καθένας με το είδος του. Έχει άλλο άκουσμα, έτσι δεν είναι; Άλλο άκουσμα, ωραίο κι αυτό, εμένα μ αρέσει, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορώ να τα παίξω εγώ αυτά όπως τα παίζουν αυτοί. Πρέπει να είσαι γεννημένος εκεί που είσαι. Εγώ τώρα δεν μπορώ να παίξω, θα παίξω τις κοντυλιές, αλλά δεν θα τις παίξω με το χρώμα που θα τις παίξουν αυτοί. Τι είναι αυτό όμως που διαφοροποιεί τα Χανιά; Τ ακούσματα, εδώ είχαμε μια ζωή εμείς ακούσματα του τόπου μας τραγούδια εδώ πέρα και αυτά έχουμε τυπώσει στο μυαλό μας. Μια και μιλάμε γι αυτό το θέμα να σου κάνω εγώ μια άλλη ερώτηση πιο κοντινά. Ακούς εδώ κάποιον που είναι από την Κίσσαμο και παίζει συρτό, ένα άλλο που είναι από τον Αποκόρωνα, ένα άλλο που είναι απ τη Παλιόχωρα. Ακόμα κι αυτά αλλάσουνε. 19

Καταλαβαίνεις ότι αυτός είναι Κισσαμίτης; Ναι, το καταλαβαίνω. Τι είναι αυτό που αισθάνεσαι και σε κάνει να πεις «α, αυτός είναι Κισσαμίτης, αυτός είναι Αποκορωνιώτης». Τι είναι αυτό που σε κάνει να το καταλαβαίνεις αυτό; Το παίξιμο, έχω ακούσει το παίξιμο το κισσαμίτικο και ξεκαθαρίζω τη διαφορά. Ο Γαλαθιανός είχε άλλο στυλ, δεν ήτανε Κισσαμίτης ήτανε Κεραμιανός, είχε ένα άλλο παίξιμο. Δηλαδή τι έκανε; Αλλάζει, κύριε Αμαργιανάκη, αλλάζει, δηλαδή βλέπεις μια διαφορά. Φυσικά βλέπεις διαφορά, αλλά υπάρχει κάτι που μπορούμε να την προσδιορίσουμε αυτή τη διαφορά; Σ ένα άνθρωπο λέμε αυτός έχει πιο μεγάλη μύτη από τον άλλο, έχει μαύρα μάτια, ο άλλος έχει γαλανά. Εκεί τι μπορούμε να πούμε, πού διαφέρουν; Είναι πιο γρήγορα, πιο μαζεμένες οι νότες στο κισσαμίτικο, τα παίζουνε πιο μαζεμένες οι νότες, πιο πολλές νότες. Βάζει πολλά στολίδια δηλαδή μέσα; Ναι, πιο πολλά στολίδια μέσα, ενώ οι άλλοι παίζουνε πιο απλά, πιο λίγα πατήματα δηλαδή. Ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιούν το δοξάρι υπάρχει διαφορά; Και στο δοξάρι υπάρχει και στα δάχτυλα υπάρχει. Τι διαφορά υπάρχει στο δοξάρι, τι κάνουν στο δοξάρι; Πιο πολύ διπλοδοξαριές βάζουνε, περισσότερες διπλοδοξαριές. Αν έχετε προσέξει ο Χάρχαλης είχε ένα άλλο στυλ το δοξάρι, χτυπητό δοξάρι, παλιοί, πολύ παλιοί. Μετά ο Μαύρος άρχισε και του δωσε μια άλλη τροπή του δοξαριού, το κανε πιο απλά. Το χρησιμοποιούσε όλο; Πιο απλά και όλο. Ο Γαλαθιανός είχε άλλο παίξιμο κι αυτός πιο στρωτό και το δοξάρι και οι φωνές. 20

Απ όλους τους βιολιστές που χεις ακούσει τώρα, παλιούς και νέους, αλλά ας πούμε τους παλιούς, αυτούς που έχουν πεθάνει πια, ποιον θεωρούσες τον καλύτερο απ όλους; Ο Μαύρος. Γιατί; Πρώτα-πρώτα, κύριε Αμαργιανάκη, δεν έχω ακούσει άνθρωπο στα χρόνια που είμαι να πει ότι ο Μαύρος δεν έπαιζε καλά. Ενώ για άλλους έχω ακούσει. Καλά, ανεξάρτητα από το τι λένε οι άλλοι. Δηλαδή ήτανε ο τρόπος που έπαιζε το όργανο σε ικανοποιούσε, δεν έβαζε μέσα πολλά πράγματα, έβανε μελωδίες, έβανε δηλαδή απλό παίξιμο και μελωδία οπότε το αυτί σου το συλλάμβανε ωραία τ ακούσματα. Ενώ είναι ορισμένοι που παίζουνε άγρια και δεν τους αρέσει. Μπορεί να χουνε πιο ταχύτητα, πιο δεξιοτεχνία, αλλά δεν ικανοποιεί. Ενώ το Μαύρο. Θυμάμαι κι ένα περιστατικό, κάποτε στα Χανιά είχα τύχει, εγώ ήμουνα μικρό παιδάκι και τότε άρχιζα και ξεκινούσα κι ανταμώσανε στα Χανιά, εκεί στην πλατεία Καταστημάτων, ήταν κάτι παραγκάκια ακόμα, ήταν ένα ταβερνάκι, είχαν ανταμώσει τρεις οργανοπαίχτες, ο Ναύτης, ο Γαλαθιανός, ο Μαύρος κι αρχίξανε και παίζανε και συμμεριζότανε ποιος θα παίξει πιο καλά. Σου λέω, όταν έπαιξε ο Μαύρος, σαν τα μυρμήγκια μαζεύτηκε ο κόσμος, το θυμάμαι σαν να ναι χτες. Τι ήταν αυτό το πράμα. Καλά έπαιξε κι ο Ναύτης, καλά έπαιξε κι ο Γαλαθιανός κι άλλοι ήταν πιο δευτερότεροι, αλλά όταν έπαιξε ο Μαύρος εγίνηκε κοσμοπλημμύρα. Να σε ρωτήσω κάτι άλλο, ρώτησα κι άλλους και δεν μπορούσαν να μου το εξηγήσουνε. Τον ενάντιο τον ξέρεις; Ναι. Τον παίζεις στο βιολί; Ναι. Τι δυσκολία έχει αυτός ο συρτός; 21

Στο τραγούδι είναι λιγάκι δύσκολος. Ναι, αυτό μου λένε όλοι, ότι το παίζουνε στο βιολί αλλά δεν μπορούνε να τον τραγουδήσουν. Ναι, κόντρα πάει το τραγούδι και είναι δύσκολο να το τραγουδήξεις. Λίγοι τονε τραγουδάνε. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει αυτό κόντρα πάει. Γι αυτό τονε λένε και ενάντιο. Δηλαδή δεν ξεκινάς, όπως πάει το όργανο να πεις το τραγούδι μαζί. Δεν πάει μαζί, κόντρα, κοντράρει το τραγούδι. Εγώ για να μαι ειλικρινής δεν μπορώ να το τραγουδήσω. Δεν μπορείς κι εσύ να το τραγουδήσεις. Ξέρεις κανένα που να τον τραγουδάει; Ο Ναύτης λέει πως μπορεί αλλά πάλι δεν. Είναι δύσκολο. Οι παλιοί τονε τραγουδούσανε, αλλά τώρα δεν υπάρχει κανένας. Δηλαδή από τους νέους δεν ξέρεις κανένα; Δεν ξέρω κανένα να τον τραγουδάει. Τον τραγουδάνε, αλλά τον τραγουδάνε πάνω στο σκοπό οπότε δεν είναι. Δεν είναι ενάντιος. Εάν δεν παίζετε εσείς βιολί και παίζει κάποιος άλλος, μπορείτε να το τραγουδήσετε; Όχι δεν μπορώ, θέλει προπόνηση να το κάνω, από την αρχή δεν το μαθα αυτό το πράμα. Κι αυτός είναι παλιός σκοπός ή τον έχει βγάλει κάποιος νεώτερος; Παλιός, πολύ παλιοί σκοποί. Κι εγώ, όταν ήμουνα παιδάκι μικρό, τους άκουγα τους σκοπούς αυτούς κι ούτε ξέρω που λένε ότι αυτός είναι του τάδε, εγώ τους άκουγα από τότε, παλιοί αλλά δεν ηξέρω ποιανού είναι. Τώρα ορισμένοι σου λέει ότι ο σκοπός αυτός είναι του τάδε, εγώ δεν μπορώ να το πω. Δεν μου λες, πότε άρχισε αυτή η συνήθεια να τους ονομάζουν τους σκοπούς, να τους ονοματίζουν; Τους σκοπούς τους ονοματίζανε από παλιά, δηλαδή ένας που τονε προτιμούσανε σ ένα χωριό και τονε καλούσανε στα πανηγύρια και τον 22

αγαπούσαν στο χωριό, για να τους ευχαριστήσει έβγανε κι ένα σκοπό κι έδινε την ονομασία, βατουλακιανός π.χ. ο Ναύτης που έπαιζε σε πολλά γλέντια στο Βατόλακκο και λέει θα βγάλω ένα σκοπό κι έβγαλε το βατολακιανό. Ναι, αλλά μου είπες προηγουμένως ότι παλιά άκουγες τους σκοπούς, αλλά δεν είχανε ονόματα. Ναι, πολύ παλιά άκουγα σκοπούς, τα ονόματα τα βγάλανε μετά. Ναι, αυτό σε ρωτάω, από πότε άρχισαν να βγαίνουν ονόματα, να ονοματίζουν τους σκοπούς; Τελευταία, δεν πολύ παλιά, πολύ παλιά δεν τους είχαν ονοματίσει, είναι ορισμένοι σκοποί τους έχουν ονοματίσει όπως είναι το σελινιώτικο, όπως είναι ο βατουλακιανός, όπως είναι ο μεσκλιανός, όπως είναι ο απραθιανός, όπως είναι ο κολιμπαριανός, ο καστελιανός. Αρχίσανε τώρα και συνηθίσανε και βγάζει κανένα σκοπό κανένας και τον ονομάτιζε. Β. Πλευρά Δηλαδή όταν ήσασταν παιδάκι εσείς μικρός, πιο πολύ ήταν ανώνυμοι οι συρτοί αυτοί; Παίζανε αλλά δεν λέγανε. Κάτι πάρα παλιοί σκοποί, που είναι δεν έχουνε όνομα, σου λέει αυτός ο σκοπός είναι εκατό χρονών, σου λέει αυτοί δεν έχουνε όνομα. Οι καινούργοι έχουνε ονοματίσει πολλούς σκοπούς, όπως είναι ο Μαύρος τώρα έχει βγάλει το κολιμπαριανό, ο Ναύτης έχει βγάλει τον ο Γαλαθιανός τον μεσκλιανό, τελευταία αυτοί έχουν βγάλει. Εκτός απ το βιολί και το λαγούτο, θυμάσαι να παίζανε άλλα όργανα; Την παλιά εποχή παίζανε μαντολίνο πολύ. Ήτανε μια μόδα και παίζανε μαντολίνο πολλοί, μπορώ να σου πω πολλά σπίτια και οι κοπέλες ακόμα μαθαίνανε μαντολίνο. 23

Για πες μου το μαντολίνο πότε το παίζανε, δηλαδή ακούω πολλούς που μου λένε για το μαντολίνο ότι παίζουνε μαντολίνο και ακόμα κι απ αυτούς που μας παίξανε τώρα εδώ, «παίζω βιολί, παίζω λαούτο, παίζω μαντολίνο», αλλά εγώ δεν είδα ποτέ μαντολίνο να παίζεται εδώ στην περιοχή; Ναι, σου λέω παλιά, παλιά ήτανε μια μόδα, θυμάμαι, όταν ήμουνα εγώ παιδάκι μικρό, πιτσιρικάκι και είχανε κοπέλες και μαθαίνανε μαντολίνο. Πού το παίζανε το μαντολίνο; Στα σπίτια τους, όχι σε γλέντια. Σε γλέντια δεν έχει παιχτεί. Στο γλέντι δεν παίζανε ποτέ μαντολίνο; Βιολί και μαντολίνο δεν έπαιζε; Όχι, στο γλέντι εμάς εδώ κυριαρχούσε το βιολί και το λαγούτο και η λύρα προς τον Αποκόρωνα. Εγώ πολλές φορές επήγαινα προς τον Αποκόρωνα κι έπαιζα το βιολί και πάντα δούλευε το βιολί και η λύρα και πολλές φορές τονε λυπούμουνα εγώ το λυράρη που έπαιζε, τον επονούσε η ψυχή μου γιατί λέω «δεν δούλεψε αυτός ο καημένος», γιατί δεν τους άρεσε κείνη την εποχή. Τώρα έχει γίνει το αντίθετο, τώρα ο κόσμος έχει πάρει τροπή και του αρέσει Δηλαδή δεν θυμάσαι ποτέ να παίζει βιολί λαούτο και μαντολίνο; Όχι, ποτέ. Εγώ στο διάστημα που έπαιζα ποτέ. Μου κάνει εντύπωση που μαθαίνουν τόσοι πολλοί μαντολίνο, δηλαδή ξέρουν πάρα πολλοί μαντολίνο, αλλά δεν είδα ποτέ στα γλέντια να παίζεται μαντολίνο; Ναι, ποτέ. Το παίζανε στα σπίτια; Στις παρεούλες; Στα σπίτια ναι, στις παρεούλες και το χανε σαν μόδα σου λέω κι επί το πλείστον κορίτσια παίρνανε. Δεν μου λες, εδώ στα Χανιά παλιότερα θυμάσαι να υπήρχανε οργανωμένες μαντολινάτες από τα ωδεία; Όχι οργανωμένα δεν θυμάμαι, έτσι μεμονωμένα, σε άτομα, σε σπίτια, κανταδούλες κάνανε τότε με μαντολίνα, αλλά μαζωμένα δεν θυμάμαι. 24

Στα ωδεία δεν είχανε τέτοια πράγματα; Εγώ δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος, δεν έχω δει. Στις καντάδες τι παίζανε, προτιμούσαν το βιολί ή το μαντολίνο; Ας πούμε ήθελε κάποιος να κάνει μια καντάδα, τι θα παιρνε βιολί ή μαντολίνο; Άκου να δεις, είχε ένα φίλο, εμένα π.χ. μου λεγε κάποιος «Μανώλη πάρε το βιολί να πάμε να παίξομε εκεί πέρα» και πηγαίναμε και παίζαμε, χωρίς να ξέρω εγώ πως αυτός έχει καμιά φιλενάδα εκεί πέρα και ήθελε να πάμε να παίξουμε λίγο κι αυτός το κανε για τη φιλενάδα του. Πάνω στο καφενείο εκεί στη γειτονιά πάμε να παίξομε τώρα θα ναι μια παρεούλα. Ας πούμε ότι εσείς ξέρατε και βιολί και μαντολίνο, τι όργανο θα σας έλεγε να πάρετε; Εγώ, το κύριο μου όργανο ήταν το βιολί. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ξέρετε και μαντολίνο το ίδιο καλά. Πιο καλά ταιριάζει για καντάδα το μαντολίνο, είναι πιο ωραίο. Και τι παίζανε, τι σκοπούς παίζανε; Τραγουδάκια, σου λέω δεν ήτανε αυτό, σε σπίτια οι κοπέλες. Όχι, για καντάδες; Δεν παίζανε τα κομμάτια συρτά και τέτοια, αυτά τα τραγουδάκια που λένε στις κανταδούλες. Ναι, τι τραγούδια ήταν αυτά; Ευρωπαϊκά; Όχι. Για θυμήσου ένα, μια καντάδα. Κάτι σαν καλαματιανά που λένε «σε είδα να κλαδεύεις», κάτι τέτοια τραγουδούσαν. Δεν λέγαν μαντινάδες καθόλου; Όχι, μαντινάδες στα όργανα δεν παίζανε. Για τις καντάδες μιλάμε τώρα. Ναι, λέγανε και μαντινάδες. 25

Πώς τις λέγανε τις μαντινάδες; Ερωτικές μαντινάδες. Σε τι σκοπό τις λέγανε; Σε όποιο ήξερε καθένας. Μη νομίζεις αυτοί που παίζανε μαντολίνο Ναι, αλλά σε τι σκοπό, συρτό σκοπό παίζανε, σε κοντυλιές παίζανε; Σου λέω κοντυλιές δεν συνηθίζαμε εμείς εδώ πέρα, επομένως σε συρτό. Επί το πλείστον συρτά συνηθίζαμε. Σας ακούω και χρησιμοποιείται τον όρο σκοπό. Τι εννοείτε εσείς όταν λέτε σκοπό; Η ονομασία του τραγουδιού του κομματιού, που παίζουμε, είναι σκοπός, λέμε έβγαλε ένα καινούργιο σκοπό, αντί να πούμε έβγαλε ένα καινούργιο κομμάτι, λέμε ένα καινούργιο σκοπό. Δηλαδή το κομμάτι που παίζουμε το λέμε σκοπό. Ναι, αλλά με ποια έννοια το χρησιμοποιείτε δηλαδή τα λέτε όλα τα τραγούδια; Τις καντάδες τις λέτε καντάδες, έτσι δεν είναι; Ναι, τα τραγούδια τα δικά μας τα κρητικά τα λέμε σκοπούς. Έβγαλες κανένα καινούργιο σκοπό εσύ, παίξε μου κανένα καινούργιο σκοπό. Γιατί αυτό έτσι; Έτσι είναι η προφορά μας, η λέξη, λέμε «παίξε μου τον τάδε σκοπό», η ονομασία του δηλαδή. Όταν λες σκοπό, εννοείς μουσική μελωδία; Ναι, μελωδία, το σκοπό, η τάδε μελωδία. Ή εννοείς και τραγούδι; Οπωσδήποτε ο κάθε σκοπός έχει και το τραγούδι του. Βάζουν κι άλλα, αλλά κανονικά ο κάθε σκοπός έχει το τραγούδι του. Η μελωδία δηλαδή «παίξε μου την τάδε μελωδία», εμείς αντί να πούμε παίξε μου την τάδε μελωδία, λέμε παίξε μου τον τάδε σκοπό. Τη λέξη «σκοπολόι» την έχετε ακούσει ποτέ; Όχι, εμείς την μελωδία, που λέμε παίξε μου μια μελωδία, αντί να πούμε παίξε τον τάδε συρτό, ο τάδε σκοπός. 26

Δηλαδή μπορούμε να πούμε λουσακιανός σκοπός; Ναι, λουσακιανός σκοπός, μπορεί να πεις λουσακιανή μελωδία, αλλά εμείς το λέμε σκοπό. Καλεριανός σκοπός, λουσακιανός σκοπός, ο χανιώτικος σκοπός. Όταν ένας οργανοπαίχτης τραγουδάει, ξέρει πότε θα μπει το τραγούδι. Αυτό πώς το βρίσκετε εσείς, όταν τραγουδάτε; Πρέπει να συνταυτιστείς με τη μουσική, πρέπει να παίξει ένα γύρισμα του σκοπού και να πέσεις να πάει στη φωνή σου εκεί με το κομμάτι να πέσει στη φωνή σου στο σκοπό επάνω. Ακούω ορισμένους και λένε ένα «άιντες, αμάν-αμάν» ή ένα «έλα» ή ένα σκέτο «ε». Αυτό το συνηθίζουνε εδώ; Και όλα τα συνηθίζουν. Και το «αμάν-αμάν» το συνηθίζουνε και το «όπας» και το «έλα». Το «αμάν-αμάν» το αποφεύγουνε επειδή είναι τουρκικιά λέξη και τ αποφεύγουνε και αντί να πούνε αμάν-αμάν λένε «όπα» ή «κούκλα μου» ή «αγάπη μου» κάτι τέτοιο. Αυτό, δηλαδή, βοηθάει στο τραγούδι; Στο να μπει ο τραγουδιστής, ο μαντιναδολόγος στο σωστό σημείο; Δεν εμποδίζει, «όπα» βάνεις τη φωνή σου για να πέσεις ακριβώς απάνω στο κομμάτι. Δηλαδή το πραγματικό τραγούδι πότε αρχίζει; Τη δεύτερη φορά, δηλαδή παίζεις ένα σκοπό έχω ακούσει ορισμένοι δεν γυρίζουνε το σκοπό με το όργανο, παρά τον αρχίζουνε με το τραγούδι. Δεν είναι σωστό αυτό. Πρέπει να παίξεις το σκοπό. Ο σκοπός κανονικά πρέπει να παιχτεί το ένα γύρισμα και το άλλο γύρισμα μια φορά και στο δεύτερο γύρισμα στη δεύτερη στροφή να μπεις. Όχι να γυρίσεις με τη μαντινάδα το σκοπό. Πρέπει το όργανο να τον γυρίσει πρώτα και να πέσεις. Ας πούμε πως πρέπει ν αρχίσει το τραγούδι, τραγουδάς ένα σκοπό, ας πούμε το χανιώτικο πρώτα. Είπαμε πως έχει τέσσερα μέτρα; Έξι είναι ο χανιώτικος. 27

Ναι, συγνώμη έξι. Το τραγούδι πού πρέπει να μπει στο ένα; Όταν πατήσεις την πρώτη μπότα που λέτε; Στα τέσσερα μέτρα πρέπει να χει τελειώσει το τραγούδι. Ναι, πώς αρχίζει όμως; Στο δεύτερο, το δεύτερο και το τρίτο, λέει στη μαντινάδα, το πρώτο είναι κενό και το τέταρτο είναι πάλι κενό, που κόβεις. Για τραγούδησέ μας λίγο να δούμε πώς θα μπεις στο σκοπό αυτό. (Τραγουδάει εισαγωγή) «Άιντες αμάν, αμάν». Για τραγούδησέ μας άλλη μια φορά. (Τραγουδάει εισαγωγή) αυτό είναι το πρώτο, τέλειωσε το ένα κομμάτι και μπαίνω (τραγουδάει) τώρα σε τούτο δω που αρχίζω μπορώ να μπω «άιντες, άιντες αμάν, αμάν». Το δεύτερο να πεις μόλις τελειώσει το πρώτο, καθαρό ν ακουστεί χωρίς τραγούδι, μπορώ να μπω στο δεύτερο. Δηλαδή το πιάνεται από την αρχή και το τραγουδάτε όλο; Ναι όλο. Το πρώτο πρέπει ν ακουστεί όμως, όχι να πει ν αρχίσω το χανιώτικο να λέω το τραγούδι. Παίζει μια φορά το όργανο και μετά μπαίνει η φωνή και το ξαναλέει. Να τελειώσει η μία στροφή και στη δεύτερη μπαίνω. Θα μας πείτε μια μαντινάδα ολοκληρωμένη; Να το ξανακάνουμε άλλη μια φορά εδώ στα δάχτυλά μου. Να έχω έξι δάχτυλα (Τραγουδάει εισαγωγή) «δεν θέλω, δεν θέλω μέσα στην καρδιά». Εδώ μπήκες αμέσως. Προηγουμένως είπες «άιντες, αμάν-αμάν». Τη δεύτερη φορά θα το πεις. (Τραγουδάει εισαγωγή) «άιντες, άιντες αμάν-αμάν, δεν θέλω μέσα, δεν θέλω μέσα στην καρδιά». Και μετά πώς θα συνεχίσει; Περιμένω πάλι και παίζω το άλλο κομμάτι, το δεύτερο γύρισμα και πέφτω πάλι στο άλλο. Για πείτε μας και το δεύτερο, πώς το τραγουδάτε. Στο δεύτερο μέρος έχουμε οχτώ. Πέντε και τρία οχτώ. 28

(Τραγουδάει εισαγωγή) «δεν θέλω μέσα στην καρδιά να βάλω κι άλλο πόνο, άιντες, αμάν-αμάν να βάλω κι άλλο πόνο». Μάλιστα. Το έξι μπορεί να είναι στο δεύτερο ποτέ; Ναι το σκοπό μπορεί να τονε ξεκινήσουμε και με το δεύτερο γύρισμα, δεν έχει σημασία. Όχι, αν υπάρχουν σκοποί που αντί να είναι, όπως είναι αυτός τώρα που είπαμε έξι στην αρχή και το δεύτερο μέρος οχτώ, να είναι οχτώ και έξι το δεύτερο μέρος; Όχι. Τέσσερα κι έξι; Τέσσερα κι οχτώ, έξι κι οχτώ και οχτώ κι οχτώ έχει βγάλει ο Αλεφαντινός, προ ολίγου το είπα λάθος, οχτώ κι οχτώ. Για δέκα είπες. Οχτώ κι οχτώ. Δέκα δεν μπορεί, οχτώ κι οχτώ έχει βγάλει ο Αλεφαντινός. Γιατί σε ρώτησα εκτός απ το τέσσερα το έξι και το οχτώ αν υπάρχει άλλο και μου πες Λάθος το πα. Τα δικά μας τα παλιά συρτά όλα είναι έξι κι οχτώ και τέσσερα κι οχτώ. Και τα μετράς, τα τραγουδάς και το λες. Δηλαδή (τραγουδάει σκοπό) τέσσερα (τραγουδάει σκοπό) είναι έξι βλέπεις. Αυτό το οχτώ όσες φορές και να το παίξεις είναι μέσα, δεν τονε βγάνεις το χορευτή. Το άλλο, το έξι είναι το δύσκολο. Δεν μου λες, όταν παίζει το βιολί και συνοδεύεται με το λαούτο, συνήθως βλέπουμε το λαούτο παίζει αυτό που παίζει και το βιολί. Το ίδιο παίζαμε τότε. Τώρα έχουν αρχίσει και το πιάνουν μπάσα, μπάσα παλιά δεν ήτανε, το μόνο πράμα, έκανε κανένα τέτοιο να μην αφήνει κενά. Ακόρντα που λένε τώρα που πιάνουν εμείς δεν είχαμε. Αυτό ακριβώς ήθελα να σε ρωτήσω. Εάν παλιά, τότε που ήσουνα μικρό παιδί που θυμάσαι, πάντα παίζανε έτσι; 29

Πάντα, προσπαθούσε δηλαδή το λαγούτο να μπορέσει να βγάλει ό,τι φωνή πατάει το βιολί, να βάλει και το λαούτο. Πολύ παλιά, εγώ βέβαια δεν έφταξα, λέγανε ότι παίζανε έτσι, αλλά εγώ αυτή την εποχή δεν την έφταξα. Την εποχή που έφταξα εγώ παίζανε όλοι, όσο θυμάμαι παίζανε φωνές. Και αυτοί ήταν και οι καλοί λαουτιέρηδες που προτιμούσανε, να πάρεις να παίζει φωνές. Δεν θυμάσαι ποτέ να υπήρχε μπουλγαρί που να συνοδεύει το βιολί; Όχι, εμάς εδώ όχι. Πέρα από βιολί και λαγούτο και λαγούτο και λύρα δεν βάζαμε. Ούτε ντουμπελέκια βάζανε εμάς εδώ πέρα. Έχω ακούσει, όμως, ότι υπήρχαν κι ένα, δυο που παίζαν κλαρίνο. Κλαρίνο ναι, κι έχω παίξει κι εγώ με όλους. Είχα παίξει με το Ονούφριο, ο οποίος ήταν ο καλύτερος. Πώς τον λέγανε αυτόν; Λαμπεδάκης. Ονούφριος Λαμπεδάκης; Ονούφριος ήταν το παρατσούκλι του. Λαμπεδάκης, το μικρό του πώς ήτανε θυμάσαι; Το μικρό του τώρα το ξεχνάω αλλά το χουμε γραμμένο στο φωτογραφείο, τον έχουμε στο σύλλογο, άμα περάσετε να σας τον δείξω. Και ποιος άλλος; Έχω παίξει με τον Ονούφρη, έχω παίξει με τον Γλεντούση, ήταν κι αυτός καλός. Πώς είναι τ όνομά του; Γλεντούσης πάλι είναι το παρατσούκλι του, δεν το θυμάμαι. Κι έπαιζε κλαρίνο κι έπαιζε κρητικά με το κλαρίνο; Ναι και πολύ ωραία. Ο κόσμος πώς τα δεχόταν αυτά; Άμα ήτανε καλό το κλαρίνο το προτιμούσανε. Και το προτιμούσανε και εξαιτίας που όταν πηγαίναμε να πάρουμε τη νύφη, λέγαμε το τραγούδι 30

του δρόμου και ξέρεις, ακουγότανε απ το άλλο χωριό μακριά, είχε πολύ δύναμη και ακουγότανε και το προτιμούσανε. Ποιο ήταν αυτό το τραγούδι του δρόμου της νύφης που λέγατε; Αυτό «πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης, να δεις το γιο σου το γαμπρό» (τραγουδάει το τραγούδι της νύφης). Ο καλύτερος, σου λέω, ήταν ο Ονούφρης, ο Γλεντούσης. Ήτανε και κάτι άλλοι, κάποιος Τομαδάκης, ένας Τσακίρης. Ήταν πολλοί που παίζανε; Ναι, ήτανε εφτά οχτώ άτομα, αλλά οι καλοί ήτανε ο Γλεντούσης και ο Ονούφριος ο πρώτος. Είχαμε παίξει πολλές φορές μαζί. Δηλαδή στα γλέντια εδώ στα πεδινά στον Αποκόρωνα, στην Κίσσαμο τραγουδάγανε ριζίτικα τραγούδια; Ναι, εμείς αγανακτούσαμε να παίξομε, ειδικά στα Κεραμιά αγανακτούσαμε να παίξομε τα όργανα. Τραγουδούσανε πολύ τα ριζίτικα, αλλά σταματούσαν όμως ύστερα, μας ελέγαν «τώρα τα όργανα» σταματούσαν αυτοί και ν αρχίσουνε ύστερα τα όργανα να παίζουνε, να μην έχουνε σταματημό, να χορεύουνε συνέχεια. Αλλά και το ριζίτικο το λέγανε πάρα πολύ. Δεν είναι προνόμιο μόνο των Σφακιών; Στην Κίσσαμο δεν λέγανε ριζίτικο. Τα ριζίτικα τα λέγανε Κεραμιά, Σέλινο, Αποκόρωνα. Στην Κίσσαμο ποτέ δεν θυμάμαι να λέγανε ριζίτικο. Τώρα τελευταία λένε, αλλά παλιά δεν ελέγανε. Και της νύφης τι λέγανε εκεί πέρα στο Σέλινο; Στο Σέλινο λέγανε ριζίτικα. Όχι στο Σέλινο, στην Κίσσαμο; Εκεί συνηθίζανε και παίζανε και ευρωπαϊκά πολύ. Όχι ειδικά για τη νύφη λέω τώρα; Για τη νύφη δεν έχω τύχει να πούνε ριζίτικο να λένε «πρόβαλε μάνα του γαμπρού», δεν έχω τύχει, έχω παίξει σε γάμο και στο Σιρικάρι έχω 31

παίξει και με τον Καλτσώνη έχουμε παίξει σε γάμους και πέρα στη Σπηλιά έχω παίξει, δεν έχω ακούσει να πούνε ριζίτικο. Τις Απόκριες μήπως είχανε κανένα ειδικό τραγούδι εδώ στην περιοχή; Τι τραγουδούσαν τις Απόκριες; Ειδικό τραγούδι δεν θυμάμαι να χανε. Το πιπέρι το χεις ακούσει καμιά φορά; Ναι, πώς το τρίβουν το πιπέρι, ναι μα αυτό δεν ήτανε μόνο στις Απόκριες, καμιά φορά έτσι στο καλαμπούρι και στο γλέντι, μετά τα ξημερώματα που άρχιζε το καλαμπούρι κάναμε διάφορους χορούς, πώς το τρίβουν το πιπέρι, το τρίβουν με τη μύτη, το τρίβουν με το γόνατο. Το ξέρεις; Ναι, το παίζω. Το παίζαμε εκείνη την εποχή, τώρα Το ξέρεις να το παίξεις; Δεν ξέρω δεν έχω κάμει δοκιμή να το θυμηθώ, δεν ξέρω, να κάνω δοκιμή να δω. Τα λόγια του τα ξέρεις; Λέγανε πώς το τρίβουν το πιπέρι, με τη μύτη το τρίβουνε και βάναν τη μύτη και κάναν πως το τρίβαν. Μπορείς να το τραγουδήσεις λίγο να δω πώς είναι ο σκοπός του; Δεν το θυμάμαι, αυτή τη στιγμή τώρα δεν μπορώ. Ένα άλλο τραγούδι Και χορεύανε κι ένα άλλο τα ξημερώματα, πάσο το λένε. Ήταν ένας άλλος χορός και δένανε μαντήλια πολλά μεταξύ τους κι είχανε πολλές άκριες και κρατούσανε οι κοπέλες τις άκριες και κάθε κοπέλα είχε και καβαλιέρο και χορεύανε τώρα συρτό βέβαια και όταν έλεγε κάποιος εκεί πέρα που κάνει τον αρχηγός έλεγε «πάσο», με το πάσο έπρεπε ν αφήσει την κοπέλα που έχει να μετακινηθεί στην άλλη. Και ένας άλλος έστεκε με τη σκούπα, εβάστα τη σκούπα και χόρευε και άμα θα βρει ευκαιρία να βουτήξει αυτός στην αλλαγή επάνω την κοπέλα, έμενε ο 32