Συνέντευξη με τον κύριο Γιώργο Βουτυράκη 15-5-98 στη Σητεία. Ερ. Ποια ήταν τα πρώτα σας ερεθίσματα ν ασχοληθείτε με το βιολί; Καταρχήν, βιολί μάθατε πρώτα; Απ. Βιολί έμαθα πρώτα, από βιολί ξεκίνησα και ασχολήθηκα και λίγο με τη φυσαρμόνικα μαζί. Τα πρώτα ερεθίσματα ήτανε ότι άκουγα μουσική συνέχεια στο σπίτι μας, διότι δύο θείοι μου, της μαμάς μου αδέρφια, παίζανε ωραίο βιολί και ο αδερφός μου ο μεγάλος. Ερ. Ο πατέρας σας; Απ. Όχι, και από κει εγώ, με τα ακούσματα αυτά, μ άρεσε και πολύ και ξεκίνησα σιγά-σιγά, μόνος μου και έμαθα αυτά που έμαθα, με τις παρεούλες της εποχής εκείνης, με το να πας σ ένα γλέντι και να ακούσεις κάποιον να παίζει, να μάθεις από κει κάποιο γύρισμα, να πας στο σπίτι να καθίσεις να το δουλέψεις. Είναι, βέβαια, ο ερασιτέχνης, είναι μεγάλο πράγμα αυτό, να κάτσει χωρίς κέρδος, χωρίς τίποτα, να μάθει κάτι, γιατί το θέλει αυτός. Είναι μεγάλο πράγμα και θέλει και πάρα πολλή δουλειά. Γιατί δεν πας να ψάχνεις με νότες, να ξεκινήσεις σωστά, ψάχνεσαι, ψάχνεις το όργανο και βρίσκεις. Ερ. Οι θείοι σας, που είπατε προηγουμένως, και ο αδελφός σας ο μεγάλος ήταν επαγγελματίες ή παίζανε ερασιτεχνικά μόνο; Απ. Την εποχή εκείνη ήτανε και επαγγελματίες, δηλαδή, εννοούμε επαγγελματίες της εποχής εκείνης, να παίξουνε σ ένα γάμο, να παίξουνε σ ένα πανηγύρι με πληρωμή. Ερ. Σε είδος ή σε χρήμα; Απ. Σε χρήμα. Χορεύαν οι άνθρωποι και ρίχναν ο καθένας ό,τι ήθελε. Τότες μπορώ να σας πω ότι ήταν οι περισσότεροι επαγγελματίες. Ερ. Σ ένα γάμο δηλαδή ποιος θα τους πλήρωνε, ο μπαμπάς της νύφης ή όποιος χόρευε; 1
Απ. Ξεκινούσε και έριχνε ορισμένα λεφτά ο μπαμπάς της νύφης, ο γαμπρός, οι συγγενείς και μετά συνέχιζε το γλέντι και όποιος εχόρευε έβαζε. Ερ. Δεν γινόταν, δηλαδή, όπως γίνεται σήμερα; Απ. Όχι, δεν γινόταν παζάρι, να πεις ότι θέλω τόσα. Τότες πήγαινες, έπαιζες και ανάλογα σε τι κατάσταση οικονομική βρισκότανε οι οικογένειες αυτές Κι ο καθένας ύστερα που εχόρευε, έβαζε ό,τι λεφτά είχε, ανάλογα με την τσέπη του. Ερ. Να υποθέσουμε, δηλαδή, ότι εσείς μάθατε τα πρώτα σας βήματα στο βιολί από τον θείο σας ή από τον αδερφό σας; Απ. Κι από τους δυο, γιατί ήμασταν δίπλα και οι θείοι μου κι ο αδερφός μου. Δηλαδή, μια στον έναν, μια στον άλλο. Ερ. Ποιον θεωρείτε δάσκαλο; Απ. Δάσκαλος για μένα είναι ο θείος μου, ένας Γιάννης Τσιριλάκης. Αυτός ήτανε και μετά ο αδερφός μου, γιατί ο αδερφός μου ήταν και αυτός μικρός και μπορεί να ήξερε, ήτανε πιο μεγάλος από μένα, αλλά τα πρώτα ακούσματα ήταν απ το θείο. Ερ. Μένετε στους Σκλάβους Σητείας, μένατε τότε; Απ. Μέναμε τότε, ναι. Ερ. Εκεί υπήρχαν άλλοι αξιόλογοι μουσικοί, βιολάτορες, εκτός από τον θείο; Απ. Υπήρχαν, είχα κι άλλο ένα θείο, ο οποίος αξίζει να το πω, και πέθανε είκοσι χρονών, ο οποίος ήτανε άριστος, απ ό,τι ακούω κι εγώ, εγώ δεν τον έφτασα, ήταν από τους πρώτους δηλαδή. Ο οποίος ήταν αδερφός κι αυτός της μητέρας μου. Τρία αδέρφια και παίζαν και τα τρία αδέρφια και ωραίο βιολί. Ερ. Ο θείος σας που σας έμαθε, τελικά ποιο όνομα είχε; Απ. Ιωάννης Τσιριλάκης, λέγεται. Ερ. Κι ήταν γνωστός βιολάτορας, δηλαδή; Απ. Την εποχή εκείνη ήτανε γνωστός εκεί στα χωριά μας, διότι κάθε χωριό τότες είχε δυο, τρεις, τέσσερις. Δυο, τρεις, έναν, όταν ήταν μεγάλα τα χωριά, είχανε και έξι, εφτά. Και συνήθως εκεί γινόντανε τα γλέντια, άμα 2
ήταν ένας πιασμένος, παίρνανε τον άλλο. Τα γλέντια αυτή την εποχή ήτανε έτσι. Έτσι διασκέδαζε ο κόσμος, δεν υπήρχανε τα μαγνητόφωνα και διασκέδαζε μ αυτή τη μουσική. Με το βιολί όλη νύχτα και την άλλη μέρα και πολλές φορές δυο μέρες, παρέα, να ξημερώσει η μέρα ν αρχίσει ύστερα η παρέα, να βραδιάσει να ξαναρχίξουνε. Δηλαδή, πολλές φορές ένα καλό πανηγύρι μπορεί να κρατούσε και τρεις μέρες. Ερ. Παίζαν και βιολιά και λύρες στο πανηγύρι; Απ. Κοιτάξτε να δείτε, εκείνη την εποχή δεν ήταν πολλές οι λύρες. Πολύ λίγοι παίζανε λύρα, συνήθως ήταν το βιολί. Ερ. Μιλάμε για ποιο έτος περίπου; Απ. Γύρω στο σαράντα, πενήντα, εξήντα, εκεί. Είχε λύρα, αλλά πολύ λίγες. Δηλαδή, να είχε στο κάθε χωριό, να ήτανε μα δεν ήταν και ένας, μπορεί να ταν σε πέντε έξι χωριά ένας λυράρης. Ήταν λίγοι οι λυράρηδες, το βιολί ήταν τότε που είχε την πρώτη θέση. Ερ. Οι επαγγελματίες τώρα βιολάτορες, πηγαίναν όπου τους καλούσαν και σε άλλα χωριά ή μόνο στο χωριό τους. Απ. Ναι, πηγαίναν. Είχε απάνω στη Ζήρο, Χαντρά, εκεί, είχε δυο, τρεις, οι οποίοι γυρίζανε να μη σας πω όλη την επαρχία. Ερ. Δηλαδή, ο θείος σας έφευγε από τους Σκλάβους και πήγαινε αλλού; Απ. Όχι, γύρω στα χωριά επήγαινε αυτός. Ο αδερφός μου μετά που ενηλικιώθηκε, γίνηκε ας το πούμε μεγάλος, πήγαινε και σε άλλα χωριά. Πηγαίνανε και σε άλλα χωριά βεβαίως, διότι ήταν επικερδές το επάγγελμα τότες, δηλαδή, δεν υπήρχαν οι τόσες δουλειές και όταν ένας άνθρωπος οργανοπαίχτης εκαθόταν και έπαιζε όλη νύχτα, έβγαζε κι ορισμένα χρήματα εδώ που τα λέμε. Και για την εποχή εκείνη ήταν αρκετά. Ερ. Έχετε παίξει με γνωστούς βιολάτορες; Απ. Εγώ έχω παίξει, αλλά δεν έχω παίξει ποτέ επαγγελματικά. Εγώ έπαιζα πάντα ερασιτεχνικά. Ερ. Όταν λέτε επαγγελματικά, πώς το εννοείτε; 3
Απ. Επαγγελματικά, να πληρώνεσαι. Ερ. Όχι ότι έκανε μόνο αυτή τη δουλειά; Απ. Όχι, ήτανε αγρότες, άλλος ήτανε κουρέας, άλλος ήτανε ράφτης, εκάναν διάφορα επαγγέλματα και ασχολούνταν με το βιολί, αλλά ήταν επάγγελμα. Ερ. Ήταν ημιεπαγγελματίες. Απ. Ήταν ημιεπαγγελματίες αλλά είχε μερικούς εκείνη την εποχή που σε κάθε γλέντι ήταν και κείνοι και περιμέναν τη σειρά τους. Δηλαδή, είχε ένα τυφλό απ τους Αρμένους, Νίκο τον λέγανε, δεν θυμάμαι τώρα το επίθετό του, ο οποίος ήτανε και πολύ ωραίος. Αυτός δεν έλειπε από κανένα. Ερ. Την απαιτούσανε την αμοιβή; Απ. Όχι. Δεν την απαιτούσανε, γνωρίζαν όμως ότι εφόσον θα ξεκινούσε ένα γλέντι, θα υπήρχε και αμοιβή. Διότι δεν μπορούσες τώρα να χεις έναν άνθρωπο να παίζει όλη νύχτα. Ε, καλά, μετά που τελείωνε το γλέντι και κάνανε παρέες δεν παίρνανε λεφτά. Εχτός αν ήθελες εσύ να κάνεις μια δική σου παρέα σ ένα σπίτι ή κάπου, για να πάρεις το βιολάτορα τον καλό -γιατί καμιά φορά θέλανε να πάνε στο γλέντι, γιατί εκεί βγάζανε περισσότερα και τον ενδιέφερε και το χρήμα- μαζεύονταν οι νεαροί και λέγανε θα δώσω εγώ είκοσι δραχμές, τότε την εποχή, άλλος πενήντα, να κάτσεις εδώ να μας παίξεις. Ερ. Παραγγελιές γινόνταν; Απ. Ναι, βεβαίως. Ερ. Έπρεπε να πληρώσει τα όργανα και απαγορευόταν να χορέψει άλλος; Απ. Δεν γινότανε αυτά τότε στα χωριά. Ερ. Δηλαδή, πώς την εννοούμε την παραγγελιά τότε; Απ. Εγώ έδινα μία παραγγελία να μου παίξει, ας το πούμε, ένα συρτό. Σηκωνόμουνα απάνω, σηκωνότανε και όλοι από κει, όσοι θέλανε. Ερ. Η παρέα σας μόνο; Απ. Όχι, από όλο το χορό, όλο το πανηγύρι, όλους τους ανθρώπους που ήταν μέσα στο κέντρο. 4
Ερ. Όποιος ήθελε χόρευε. Απ. Όποιος ήθελε χόρευε. Ερ. Απλά εσείς χορεύατε μπροστά; Απ. Ναι, μπροστά, μετά κουραζότανε αυτός, πήγαινε ο άλλος και εκεί πέρα τώρα, επλήρωνε πιο πρώτα αυτός που εδιέταζε το χορό και ύστερα εδίνανε και οι άλλοι ανάλογα, καμιά φορά ορισμένοι δεν είχανε και συρνόναντανε έτσι στην άκρη σιγά-σιγά, να μη τους βλέπουνε κιόλα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που γινόνταν και παρεξηγήσεις. Δηλαδή, είχε και τότε ανθρώπους, οι οποίοι «κύριε εγώ θέλω να χορέψω με την παρέα μου» και όταν ήθελε να σηκωθεί άλλος, δεν τους άρεσε. Αλλά πολύ λίγες φορές όμως, γιατί στα χωριά τότες, τα γλέντια γινότανε μεταξύ ανθρώπων, φίλων, γνωστών, κάθε μέρα μαζί και όλα τα χωριά γνωριζόταν, δηλαδή, αν πήγαινα τώρα εγώ να πάω απ τους Σκλάβους στο Χαντρά, ήταν σαν να ταν το χωριό μου, αν πήγαινα στη Ζήρο το ίδιο, εκεί εμεγάλωνες, εκεί ήταν τα βήματά σου, εκεί πήγαινες για δουλειές, άμα ήθελες να πάρεις κάτι, να ψωνίσεις κάτι ήταν τα μεγάλα χωριά κι έτσι γνωριζόταν ο κόσμος. Και τι να πεις τώρα, άμα ήθελες να χορέψεις να σου πει ο άλλος να μη χορέψεις, δεν γινότανε. Ερ. Οι γυναίκες σηκωνόντουσαν μόνες τους ή έπρεπε ο άντρας να πάει. Απ. Όχι, δεν σηκωνόταν οι γυναίκες μόνες τους. Σε λίγες περιπτώσεις, να ήτανε καμιά γυναίκα, η οποία να της άρεσε ο χορός, να ήταν πιο προοδευτική, που σηκωνότανε, αλλά πολύ λίγες φορές. Ερ. Τραγουδούσαν όμως; Απ. Πολύ σπάνια. Καμιά φορά, όμως, τραγουδούσανε. Ερ. Θα τις παρεξηγούσαν δηλαδή, θα τις συζητούσαν; Απ. Ναι, η γυναίκα τότε ζούσε σε άλλες εποχές, έπρεπε να τηνε καλέσει ο νεαρός να χορέψει και αν δεν ήθελε να σηκωθεί, δεν ήταν καλό πράγμα. Υπήρχε και παρεξήγηση, δηλαδή, έπρεπε να σηκωθεί. Έτσι έλεγε ο κανονισμός. Ερ. Δεν μπορούσε ν αρνηθεί; 5
Απ. Μπορούσε ν αρνηθεί, αλλά επαρεξηγότανε αυτή η άρνηση, δηλαδή, θεωρούτανε ότι υποτιμάς το νέο που σε καλάει να χορέψεις. Ερ. Συνοδεύονταν από τους γονείς τους οι κοπέλες; Απ. Συνήθως ναι, ή με τα αδέρφια τους, ή με τους γονείς τους, ή με τα ξαδέρφια τους πάντα συνοδευόταν ή αν είχε τόση πολλή φιλία μ ένα νεαρό, να πάει να πάρει την κοπέλα από το σπίτι, να την πάει στο χορό, στο γλέντι, στη διασκέδαση και μετά να την ξαναπάει στο σπίτι. Ερ. Εσείς πότε κάνατε γλέντι, ως οργανοπαίχτης, να βγάλετε ένα γλέντι μόνος σας; Απ. Εγώ γλέντι μόνος μου έβγαλα στο χωριό μου, ένα μικρό γλέντι. Σας είπα, εγώ δεν έπαιξα ποτέ μου σε γλέντι. Μόνο σε τοπικό και πολύ μικρό. Γιατί δεν μ άρεσε να το πάω επαγγελματικά. Στην παρέα έχω παίξει πάρα πολλές φορές, δηλαδή, εκεί ήμουνα εγώ. Δηλαδή, εγώ ήθελα να δημιουργήσω και μόνος μου παρέα, να πάμε κάπου, χωρίς να μου πει κανείς τίποτα, «παιδιά τώρα θα παίξω μια κοντυλιά». Ερ. Καθημερινά δηλαδή. Απ. Ναι, όποτε γινότανε. Και τώρα όποτε κάνουμε παρέα, όποτε πάμε σε μια γιορτή, όποτε πάμε σε μια διασκέδαση Ερ. Σας είχαν αφήσει λεφτά ποτέ; Απ. Αφήσανε μια φορά και τα δωσα σ αυτόν τον τυφλό. Δεν το θελα σαν επάγγελμα. Εγώ αυτά που έμαθα, τα μαθα γιατί τα ήθελα εγώ. Γιατί μου άρεσε. Ερ. Όταν λέτε «δεν το ήθελα σαν επάγγελμα», γιατί το λέτε αυτό, δηλαδή, τους θεωρούσανε παρακατιανούς τους μουσικούς; Απ. Όχι. Ερ. Απλά νομίζατε ότι δεν μπορούσατε να βγάλετε τη ζήση σας; Τι ήτανε; Απ. Όχι. Αυτοί μάλλον δεν ήταν παρακατιανοί, ήταν αξιόλογοι. Και ένας που έπαιζε βιολί ήταν αξιόλογος και προτιμητέος σε πολλά πράγματα. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να κάτσω γιατί είχα και τη δουλειά μου και δεν μπορούσα να κάτσω. 6
Ερ. Γιατί δεν το κάνατε κύριο επάγγελμα; Απ. Γιατί είχα το άλλο επάγγελμα, ύστερα είναι κι ορισμένα πράγματα που καμιά φορά σε καθυστερούνε. Εμένα με καθυστέρησε να ολοκληρώσω αυτά που ήθελα, διότι την εποχή που εξεκίνησα να μαθαίνω, γύρω στα δεκατέσσερα, δεκατρία, δεκαπέντε έφυγα ύστερα και πήγα στην Αθήνα. Στην Αθήνα ξεφεύγεις τελείως από το περιβάλλον. Ερ. Και πότε γυρίσατε πάλι; Απ. Και γύρισα μετά από στρατιώτης, το οποίο βέβαια δεν το παιζα στην Αθήνα. Διότι τι να παίζεις εκεί στην Αθήνα. Είναι άλλα ακούσματα. Και κατέβηκα ύστερα κάτω, παντρεύτηκα ωστόσο. Ύστερα με τις παρέες και με όλα αυτά, ερχόμουνα σιγά-σιγά και έμαθα αυτά που έμαθα, μετά που παντρεύτηκα, μπορώ να σας πω, επειδή μ άρεσε τόσο πολύ. Διότι δεν είναι εύκολο πράμα να είσαι κουρασμένος, να χεις οικογένεια, να χεις παιδιά και να κάθεσαι ν ασχολείσαι με το βιολί. Κι όμως καθόμουνα. Ήρθε βραδιά που κάτσαμε μέχρι τις δώδεκα ώρα τη νύχτα, παντρεμένος και κουρασμένος. Γιατί πήγα κάπου και άκουσα κάτι και λέω, δεν γίνεται να το μάθω αλλιώς, εκεί δεν μπορώ να το μάθω, θα το μάθω με την ησυχία μου. Και έκλεινα τις πόρτες και καθόμουνα Ερ. Πάντα ακουστικά, δηλαδή, μαθαίνατε; Απ. Πάντα ακουστικά. Ερ. Προσπαθούσατε να μιμηθείτε κάποιον; Απ. Βεβαίως, κείνο που θα ακούσεις, εκεί πάνω θα στηριχτείς. Από κει κι έπειτα, του προσθέτεις, του αφαιρείς, βλέπεις κάτι αν σου αρέσει. Ερ. Ποιος ήταν αυτός που σας τράβαγε περισσότερο την προσοχή και λέγατε θέλω να παίζω έτσι, σαν κάποιον; Υπήρχε κάποιο πρόσωπο; Απ. Ναι, υπήρχε, ένα πρόσωπο, εκεί πάλι στους Παπαγιαννάδες, ο οποίος είναι ακόμα κι είναι και νεότατος, ο οποίος έπαιζε πάρα πολύ ωραίο βιολί. Χαράλαμπος Πουλακάκης, πολύ ωραίο βιολί και μπορώ να σας πω ότι πολύ λίγοι θα το παίξουνε. Αλλά τα παράτησε, δεν θέλει, μάλλον του είπαν να ρθει και δω να παίξει, λέει «εγώ έχω χρόνια να το παίξω 7
τώρα». Ναι, έπαιζε πάρα πολύ ωραία. Και ο τυφλός αυτός που λέμε από τους Αρμένους. Ήθελα πολύ να μοιάσω σ αυτόν, μ άρεσε πολύ. Βεβαίως, έπαιζε κι ο αδερφός μου ωραία και πιο πολλά επειδή ήτανε πιο κοντά, εμένα τα ακούσματα ήτανε πιο κοντά από τους θείους μου και από τον αδερφό μου. Αλλά ψάχνεσαι, δεν είναι απόλυτο, δηλαδή όπου κι αν επάς, θ άκουγες έναν να παίζει βιολί. Όπου κι αν επήγαινες την εποχή εκείνη και ακόμα τώρα, λίγο βέβαια. Ερ. Νομίζετε, δηλαδή, ότι οι κοντυλιές του Καλογερίδη σας επηρέασαν ή όχι; Απ. Οι κοντυλιές του Καλογερίδη, όχι. Δεν με επηρέασαν καθόλου. Ερ. Τις είχατε ακούσει; Απ. Τις είχα ακούσει, αλλά επειδή οι κοντυλιές του Καλογερίδη είναι ως επί το πλείστον ακουστικές. Ερ. Δηλαδή, δεν τραγουδιούνται; Απ. Δηλαδή, ναι, πρέπει να χεις ειδική φωνή για να τις τραγουδήσεις. Ορισμένοι τις τραγουδάνε. Και επειδή λοιπόν ήταν ακουστικές, η παρέα ήθελε ως επί το πλείστον χαμηλό, να παίζεις χαμηλά το βιολί, για να μπορεί και να τραγουδήσει κιόλα. Ερ. Όταν λέτε χαμηλά στην ένταση εννοείτε; Απ. Ναι, και στην ένταση και το βιολί να παίζεται με τέτοιο τρόπο, να μη βγαίνει ο ήχος τόσο πολύ Ερ. Δηλαδή, να μην είναι τόσο περίτεχνο, με στολίδια, αυτό εννοείτε; Απ. Ναι, με στολίδια και να μην παίζεται πολύ ψηλά. Ερ. Ή να μη παίζεται δυνατά; Απ. Να μη παίζει πολύ ψηλά, ναι βεβαίως και το παίξιμο μετράει, διότι συνήθως του φα οι κοντυλιές ή του ρε, όταν παίζονται εκεί απάνω με τόνο σιγανό, είναι ωραίες οι κοντυλιές και τραγουδιούνται και όμορφα. Ο Καλογερίδης ήτανε μόνο και μόνο να το μάθεις από τεχνικής απόψεως, δηλαδή, να θες να παίξεις Καλογερίδη μια στιγμή. Γιατί κι εγώ τώρα σε κάποια φάση, θέλω να παίξω του Καλογερίδη μια κοντυλιά, γιατί έχει μουσικότητα. 8
Ερ. Δηλαδή, έχει προσθέσει στις παλιότερες κοντυλιές ο Καλογερίδης, ουσιαστικά πράγματα που το κάνουν να μη τραγουδιέται; Απ. Ναι, έχει προσθέσει. Όχι, το έπαιζε με τέτοιο τρόπο αυτός Ερ. Γιατί μου λέτε ότι «εγώ ήθελα να τραγουδάει η παρέα κι έτσι δεν έπαιζα κοντυλιές του». Απ. Ναι. Ερ. Δηλαδή, τι έχουν και δεν τραγουδιούνται εύκολα; Απ. Παίζονται σε ψηλό ρυθμό. Ερ. Γρήγορες; Απ. Γρήγορες και σε ψηλό ρυθμό, σε ρυθμό στον οποίο πρέπει να είσαι ειδικός, να βγαίνει η φωνή σου εκεί. Ερ. Τραγουδιούνται, δηλαδή, αλλά πρέπει να είσαι καλλίφωνος; Απ. Καλλίφωνος και κάπως δύσκολο, ορισμένες. Του φα, δηλαδή, η γνήσια κοντυλιά του φα, όπως την παίζει ο Καλογερίδης, είναι λίγα τα γυρισματάκια που μπορείς να τραγουδήσεις, ένας που τραγουδάει, έτσι, καθημερινά για την παρέα. Ένας ο οποίος η φωνή του βγαίνει και είναι ταλέντο, μπορεί να τραγουδήσει παντού, έτσι δεν είναι; Ερ. Τις έχει πάει δηλαδή σε ψηλές φωνητικές περιοχές; Απ. Ναι, και αυτό. Βεβαίως, αυτός έβαλε και πολλά δικά του, μελοποίησε άλλα τα οποία τα πρόσθεσε, αφαίρεσε Στηρίχτηκε βέβαια κι αυτός στους πιο παλιούς, αλλά κάπου κει όμως έβαλε και δικά του πολλά, γι αυτό το λέμε και του Καλογερίδη. Του Καλογερίδη η κοντυλιά δεν ήταν πιο πρώτα όπως την παίζει ο Καλογερίδης, είχε διαφορετικά ακούσματα. Ερ. Τι πρόσθεσε, αν μπορείτε δηλαδή να ξεχωρίσετε δυο, τρία πράγματα; Απ. Πρόσθεσε ορισμένα γυρίσματα ή τα έπαιξε με άλλο ρυθμό. Δηλαδή, πιο έντονο, του βαλε στολίδι μέσα, το έκανε σε άλλη κλίμακα. Ερ. Τώρα που λέμε για κλίμακες, ο θείος σας είχε ακούσει Καλογερίδη; Απ. Ναι, είχε ακούσει. Ερ. Το ονομάζανε κοντυλιά του σολ, κοντυλιά του ντο από τότε; Απ. Από τότες ήτανε. 9
Ερ. Έχετε κάποια πληροφορία; Απ. Του ντο, του λα, του ρε, του σολ, του φα, του μι, πολλές. Ερ. Τα ονόματα προϋπήρχαν, δηλαδή, του Καλογερίδη; Απ. Ήταν και παλιά, πιο παλιά τις λέγαν δαχτυλιές. Ερ. Τις κοντυλιές; Απ. Ναι. Ερ. Δηλαδή, δαχτυλιά τι εννοούσαν, παίξε μου μια δαχτυλιά. Απ. Επειδή συνήθως τα δάχτυλα παίζουν την κοντυλιά, από κει έμεινε δαχτυλιά., όπως λέγανε και πολλές μαντινάδες εβγάνανε για τον λυράρη που είχε τα δαχτύλια τα καλά, «να τα χαρώ λυράρη μου τα πέντε σου δαχτύλια, που όμορφα και γλυκά, γλυκά μας παίζουνε τη λύρα». Δηλαδή, βγάζανε πολλά όταν ήταν καλός κι ήταν ωραίος καλλιτέχνης, για κείνο τις λέγανε και δαχτυλιές. Μετά γυρίσανε κι εγώ τις θυμάμαι, κοντυλιές. Ο θείος μου την ήλεγε καμιά φορά. Ερ. Όταν λέτε γυρίσματα τι εννοείτε; Απ. Παίζεις μια κοντυλιά και την ξεκινάς από κάπου, ε, κάπου πρέπει να γυρίσει. Ερ. Να γίνει άλλη μελωδία. Απ. Άλλη μελωδία. Ερ. Είναι αυτό που λέμε φράση; Απ. Όχι φράση, στη μουσική λέγεται ότι γυρίζεις ας το πούμε την κοντυλιά και την πας σε άλλο τόνο, πάλι πάνω στα ίδια πατήματα. Ερ. Λέτε ότι το γύρισμα θα πηγαίνει πάντα σε άλλο τόνο; Απ. Είναι άλλο άκουσμα αλλά είναι πάνω κει, στο φα άμα παίζεις θα κάνεις γυρίσματα του φα. Κι εγώ μ αρέσει, γιατί μπορεί να ναι και καλό, μπορεί να μην είναι κιόλα. Εμένα μ αρέσει όταν παίζω μία κοντυλιά του φα, θέλω να παίζω του φα. Ερ. Δηλαδή, όταν παίζετε τις κοντυλιές του ντο, δεν πάτε στο λα; Απ. Εγώ δεν το θέλω αυτό. Ερ. Δεν σας αρέσει; 10
Απ. Δεν μ αρέσει, άλλοι τα γυρίζουνε και μπορεί να φύγει από το ντο, να πάει στο λα, να πάει και στο ρε. Ερ. Δεν είναι καθορισμένο πού θα πάει; Όπου θέλει ο καθένας. Απ. Όπου θέλει ο καθένας, δεν είναι καθορισμένο, αλλά σωστό είναι όταν παίζονται οι κοντυλιές, όταν παίζεις φα, να παίζεις φα. Ερ. Και να χει τα γυρίσματά του; Απ. Και να χει τα γυρίσματά της κι όταν παίζεις σολ, να παίζεις σολ. Μπορεί από το λα ή από ένα άλλο το οποίο το λέμε εμείς εφταμί, το σι, να πας στο σολ. Ή εκεί γύρω. Δεν μπορείς να πας από το λα, στο φα. Εγώ πάντα και παρόλο που εγώ είμαι ερασιτέχνης, με όλη τη σημασία της λέξεως, μ αρέσει οι κοντυλιές να παίζονται όπως είναι. Η παλιά κοντυλιά όπως την άκουσα, θέλω να τηνε παίζω. Δεν μου αρέσει να προσθέτω. Βεβαίως να προσθέσεις κάτι, αλλά να είναι αξιόλογο. Γιατί βλέπω ορισμένες φορές και προσθέτουν ορισμένα πράγματα, τα οποία μπορεί να είσαι καλλιτέχνης και να μπορείς να συνθέτεις κι όλα αυτά, θες να συνθέσεις, θα συνθέσεις ένα δικό σου, θα βρεις μία κοντυλιά και θα τη συνθέσεις και θα πεις ότι αυτή είναι του Γιώργου του Βουτυράκη η κοντυλιά. Ερ. Ξέρετε τέτοια παραδείγματα; Απ. Είναι πολλοί εδώ κάτω. Και ο Ρουσομουστακάκης, ένας φίλος μου που θα ρθει να παίξει αύριο, μου λέει ότι έχει συνθέσει ένα, δύο κοντυλιές. Ερ. Τώρα ή παλιότερα τις έχει βγάλει; Απ. Και τώρα και παλιότερα. Είχε πολλούς που κάνανε. Κι ένας Περάκης Νίκος, παλιός και καλός οργανοπαίχτης, ο οποίος σάζει και όργανα, είναι από τους Τουρτούλους. Ερ. Παίζει νταούλι; Απ. Και νταούλι παίζει, αυτός που παίζει το νταούλι είναι συγγενής του. Αλλά ο λυράρης είναι ο Μανόλης ο Περάκης. Ο Νίκος ο Περάκης παίζει λύρα και βιολί. Και τα δυο τα παίζει. Ερ. Και πού μένει; 11
Απ. Στους Τουρτούλους έμενε, τώρα μένει εδώ κι είναι μεγάλος άνθρωπος, ογδόντα πέντε χρονών, συγκεκριμένα προχθές πήρα κι έβγαλα μια κασέτα δική του, στην οποία είναι παλιός, είναι τώρα ογδόντα πέντε χρονώ. Ερ. Δηλαδή, έχετε κασέτα που παίζει ο Περάκης; Απ. Ναι, έχω, προχθές την έβγαλα. Ερ. Οπότε θα μπορούσατε να μας τη δώσετε. Απ. Ναι, αύριο αν μπορώ και ρθω θα τηνε φέρω. Ναι έχει μέσα παλιά ακούσματα. Έχει την μπόλκα, ο Περάκης, την έχω στην κασέτα. Ερ. Εκτός από ευρωπαϊκά έχει, όμως, και παραδοσιακή μουσική της Κρήτης αυτή η κασέτα; Απ. Πώς δεν έχει; Την γνήσια, και λύρα και βιολί. Το παλιό, αυτός είναι ογδόντα πέντε χρονών άνθρωπος. Ερ. Περάκης Νίκος; Απ. Μανόλης. Προχθές τον έβαλα και μου παιξε κει πέρα κάτι. Και τώρα αν τονε βάλεις και κάτσει λίγο, τα καταφέρνει πολύ καλά. Ερ. Αυτός, λοιπόν, έχει βγάλει και δικές του κοντυλιές; Απ. Βεβαίως έχει βγάλει και δικές του κοντυλιές. Ερ. Που έχουνε μεγάλη διαφορά από του Καλογερίδη τις κοντυλιές; Δηλαδή, άμα τις ακούσετε το ένα και το άλλο Απ. Κοιτάξτε να δείτε, ο Καλογερίδης ήταν το κάτι άλλο. Δηλαδή, δεν γίνεται Καλογερίδης ένας-ένας, μη λέμε ό,τι θέλουμε. Κι ο Νίκος, βεβαίως είναι καλός, παίζει τα παλιά αυτά, αλλού μ αρέσουνε εμένα, αλλού δεν μ αρέσουνε. Ερ. Εγώ θέλω να πω το εξής: διαφέρουνε; Απ. Διαφέρουνε. Ερ. Δηλαδή, αν τις ακούσει κάποιος θα πει, «α, είναι η παραλλαγή του Καλογερίδη»; 12
Απ. Διαφέρουνε, δηλαδή, δεν κάνει όλα τα γυρίσματα, διότι ο Καλογερίδης κάνει όλα τα γυρίσματα. Είναι δύσκολα γυρίσματα, τα οποία πρέπει να κάτσεις εκεί να αφιερώσεις πάρα πολύ για να βγάλεις Καλογερίδη. Ερ. Δηλαδή, έτσι κι ακούσω εγώ αυτή την κασέτα και ξέρω τις κοντυλιές του Καλογερίδη και δεν μου πείτε ότι είναι του Περάκη, θα καταλάβω ότι είναι του Καλογερίδη; Απ. Θα καταλάβεις ότι έχει του Καλογερίδη μέσα, αν ξέρεις Καλογερίδη, θα καταλάβεις ότι έχει ένα, δυο γυρίσματα του Καλογερίδη. Αλλά δεν είναι όμως το γνήσιο του Καλογερίδη. Ερ. Έχει βάλει και δικά του πράγματα μέσα. Απ. Ή έχει βάλει ή δεν τα παίζει όλα, δηλαδή, του φα η κοντυλιά του Καλογερίδη, ή του ντο, έχει ορισμένα γυρίσματα, πολλά, τα οποία ορισμένοι τα παίζουν όλα, ορισμένοι δεν τα παίζουν. Έστω να το παίξεις πιο εύκολο εσύ, πάλι δεν τον φτάνεις, γιατί ο Καλογερίδης ήτανε και μουσικός, απ ό,τι μου χουνε πει, είχε και γνώσεις μουσικής. Ερ. Εκτός απ αυτόν τον Περάκη, άλλους ξέρετε που έχουν βγάλει δικές τους κοντυλιές; Δικούς τους σκοπούς; Να παίζουν και να λένε αυτός είναι ο σκοπός του Μανόλη; Απ. Όχι, απ αυτούς τους καινούργιους όχι. Ερ. Από τους παλιότερους; Απ. Παλιότερους δεν γνωρίζω και πολλούς, είχα ακούσει για ένα Σκυλά από τους Αρμένους, Σκυλάς ήταν το παρανόμι του, αλλά αυτός ήταν ο πρώτος τότες και δίδαξε και την ηλικία αυτή τώρα των εβδομηντάρηδων σήμερα, τους δίδαξε τους περισσότερους, από κει απάνω απ τους Αρμένους ήτανε αυτός. Ήτανε κι ένας Φοραδάρης, όπως θα σας έχουν πει κι άλλοι εδώ, εγώ δεν τον γνώρισα, ήτανε κι ο Κιρλίμπας από τη Μαρωνιά, ένας λυράρης ωραίος, οι οποίοι αυτοί ακολουθήσανε κείνα τα χρόνια, μετά την απελευθέρωση απ τους Τούρκους, ακούσανε και τα κρατήσανε αυτοί. Και τα χουμε κι εμείς μέχρι σήμερα. Βεβαίως, αυτά αλλάζουνε. Να χετε υπόψη σας ότι άμα ακούσετε σήμερα έναν 13
καινούργιο να παίζει βιολί σήμερα, θα δεις πολλές αλλαγές, στις ίδιες τις κοντυλιές. Ερ. Ποιες αλλαγές; Απ. Επειδή μία κοντυλιά του Καλογερίδη, να φέρουμε τον Καλογερίδη που λέμε, είπαμε είναι πολύ δύσκολη και δεν μπορείς εύκολα να τονε βγάλεις εκεί απάνω. Και τα αφαιρούν ορισμένα δύσκολα, προσθέτουνε κάτι άλλο πιο εύκολο, ένα πιο εύκολο γύρισμα, πάνω εκεί πάλι, δηλαδή, μπορεί να δεις του ντο ένα γύρισμα, να πάει στο φα. Ερ. Τέτοιες αλλαγές εννοείτε; Απ. Τέτοιες αλλαγές, εύκολα. Ερ. Οι νεώτεροι απλοποιούν, δηλαδή. Απ. Απλοποιούν. Συγκεκριμένα εγώ έχω ένα φίλο, ο οποίος μου λέει «δεν μπορώ εγώ να τα παίξω τώρα, τούτηνε την εποχή». Τα παιζε αυτά, γιατί εμένα φίλε μου μ αρέσει το παλιό. Αλλά μου λέει «εγώ δεν μπορώ τώρα, δεν θέλω ν ασχολούμαι, το θέλω πιο απλό». Γιατί είναι η αλήθεια ότι οι παλιές κοντυλιές είχανε πολλή δυσκολία, διότι κάνανε πολλά γυρίσματα, δύσκολα γυρίσματα, ήτανε και η μουσική τότες και κοίταζε ο οργανοπαίχτης και για να τον προτιμούν να έχει κάποια διαφορά, να δημιουργεί το ενδιαφέρον. Ερ. Για σας ποιος είναι καλός καλλιτέχνης, δεν εννοώ ονόματα. Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να χει ένας βιολάτορας για να τον πούμε ότι είναι καλός; Απ. Να παίζει γλυκά, πρώτα-πρώτα, να παίζει γλυκό βιολί, να μην αλλάζει τη μουσική, τον τόνο και να φεύγει από τη μια μεριά να πηγαίνει στην άλλη, δεν μ αρέσει αυτό, και να χει ευκέρεια στο δοξάρι, να το κινεί με ευκέρεια, να μπορεί δηλαδή, να αποδίδει. Το οποίο βέβαια είναι και θέμα πείρας. Στον ερασιτέχνη υπάρχει ένα πρόβλημα, ποιο είναι το πρόβλημα τώρα; Εγώ τώρα άμα με βάλετε να παίξω, έτσι μιας στιγμής τώρα, θα δυσκολευτώ. Διότι δεν είναι τυποποιημένα όπως είναι οι επαγγελματίες, να βγεις στην καρέκλα, να βάλεις τα μηχανήματα, να ξεκινήσεις μ ένα 14
ρυθμό, επαγγελματικό, τυποποιημένο. Εγώ για να παίξω σαν επαγγελματίας πρέπει να κάμω την παρέα, να πιούμε τα ρακάκια μας κι από κει κι έπειτα να ρθει το κέφι, που μπορεί ύστερα ν αποδώσει σ αυτή τη φάση πιο καλά ο ερασιτέχνης από τον επαγγελματία. Δηλαδή, εγώ πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου και λέω αυτή τη στιγμή τώρα εάν ήμουνε κάπου, να γράψω αυτά κι εγώ ο ίδιος δεν θα πίστευα πως τα παιξα. Αυτό έχει ο ερασιτέχνης, αυτός που παίζει για την παρέα, για τον εαυτό του. Ερ. Δηλαδή, εσείς παίζετε καλύτερα στην παρέα; Απ. Ναι, στην παρέα. Είτε να χεις κέφι μια στιγμής, όπως πολλές φορές πάω στο σπίτι, κάθομαι εκεί μόνος μου, ακούω κάτι στα κανάλια, τα κρητικά συνήθως που έχουνε τη μουσική αυτή, γιατί αυτή και με ενδιαφέρει και θα σηκωθώ να πιάσω το βιολί και μπορεί να το παίζω τρεις ώρες, δηλαδή, μου δημιουργείται το κέφι, το οποίο δεν είναι πάντα. Ερ. Τι πρέπει να γίνει για να ρθει σε κέφι η παρέα; Απ. Το πιοτό, δηλαδή, όταν πιεις μερικά κρασάκια Ερ. Μήπως κι οι μαντινάδες παίζαν ρόλο; Απ. Οι μαντινάδες παίζαν ρόλο και για να τις πεις τις μαντινάδες και για να χουνε ωραία απόδοση έπρεπε να χεις πιει και τα κρασάκια σου να είσαι, δηλαδή, στο κέφι που λέμε. Ερ. Κι αν χορεύουν ωραία οι χορευτές, αυτό σε φέρνει και σένα στο κέφι, όταν παίζεις; Απ. Βεβαίως, είναι ανάλογα το χορευτή, όταν ο χορευτής είναι ωραίος, αποδίδεις κι εσύ γιατί πρέπει να του δώσεις τον τόνο που θέλει, βεβαίως παίζει μεγάλο ρόλο. Όπως παίζει και μεγάλο ρόλο, η παρέα απού δίνει κέφι, παίρνει κέφι κι από κει ο οργανοπαίχτης, πολύ κέφι παίρνει. Δηλαδή, όταν κάτσεις σε μια παρέα και παίζεις το βιολί, σε κάποια φάση όταν δεν μιλάει άνθρωπος και δεν ξέρουνε, δεν μπορείς να παίξεις κι εσύ, διότι λες μέσα σου, «μα δεν πρέπει να παίζω καλά, για να μην λένε τίποτα». Όταν, λοιπόν, η παρέα έχει κέφι, κοιτάζεις κι εσύ πώς θα 15
Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. ευχαριστήσεις και αυτομάτως δημιουργείς άλλο κλίμα. Εμένα μου χει συμβεί αυτό, δηλαδή, ότι μπορώ εκείνη την ώρα να παίξω όι Καλογερίδη, ό,τι φανταστείς, αλλά όταν η παρέα δεν έχει κέφι, δεν έχεις κι εσύ. Και να έχεις, σου φεύγει. Δεν μου λέτε, εκτός από κοντυλιές, τι άλλο παίζετε; Όλα αυτά που έχουμε εδώ. Παίζω ευρωπαϊκά, παίζω συρτά. Από παραδοσιακά εννοεί. Συρτά, ορισμένα, δηλαδή, γιατί εμείς εδώ πέρα δεν μπορούμε να πιάσουμε, όπως η μέσα μεριά, Χανιά, Ρέθυμνο και κει πέρα, δεν μπορούν να μας πιάσουν εδώ στις κοντυλιές, δεν μπορούνε με τίποτα. Όσο κι αν προσπαθούνε, μισές τις παίζουνε, γυρίσματα εδώ, γυρίσματα εκεί, όπως κι εμείς δεν μπορούμε να τσι πιάσουμε στα συρτά. Πρέπει να καθίσεις εκεί ν ασχοληθείς, αλλά όσο και να καθίσεις, γιατί έχουμε εδώ δυο, τρεις, οι οποίοι έχουνε εξελιχθεί σε επαγγελματίες πρώτους. Όμως, άμα ακούσεις ένα, «Μεσαπαντίτες» τους λέμε εμείς, άμα ακούσεις ένα Μεσαπαντίτη να παίζει συρτό, όσο και να το έχει μάθει, δεν μπορούνε να τσι πιάσουνε. Να σας ρωτήσω, επειδή ακούω συνέχεια κι απ τους άλλους που έχουν έρθει εδώ κι έχουνε μιλήσει, μιλάνε για ευρωπαϊκά, για καλαματιανά, για νησιώτικα, αυτά ακούγονταν πάντα; Ναι, τα καλαματιανά ήτανε πάντοτε. Από πόσο παλιά έχουμε αυτά τα ευρωπαϊκά, τα καλαματιανά; Εγώ τα ευρωπαϊκά, μπορώ να σας ειπώ ότι ήτανε και πολύ παλιά. Το ταγκό το λεγόμενο, πολύ παλιά το χορεύανε. Είχε και κάτι άλλα, ήτανε το φοξ, πολύ παλιό και δεν επαίχτηκε εδώ το φοξ. Δηλαδή, εσείς αυτά τα κομμάτια τα αισθανόσασταν σαν παράδοση; Σαν παράδοση. Μπορώ να σας ειπώ ότι εγώ τουλάχιστο, άμα ακούσω ένα ταγκό της εποχής εκείνης, μου θυμίζει μια παλιά κοντυλιά. Ή το φοξ, ή κάτι άλλο, εγώ δεν έφτασα, ήτανε και κάτι άλλοι χοροί, η μπόλκα νομίζω, η οποία την έχει γράψει ο Περάκης κι είναι πολύ παλιό κι αυτό. 16
Τώρα εδώ, της Κρήτης είναι αυτά; απ έξω έχουν έρθει; ευρωπαϊκά είναι κι αυτά; δεν μπορώ να ξέρω. Πάντως, είναι πολύ παλιά. Και το βαλς χορευότανε από παλιά και το χορεύανε κι ωραία. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι το ταγκό, το λεγόμενο, δεν είναι εύκολος χορός, το ταγκό είναι πάρα πολύ δύσκολος χορός. Άμα ξέρει να το χορέψει κάποιος, τις φιγούρες που κάνει, είναι ωραίος χορός. Ερ. Βλέπετε διαφορές στον τρόπο παιξίματος της ίδιας κοντυλιάς, μεταξύ, όχι ανθρώπων, μεταξύ διαφορετικών οργανοπαιχτών, αλλά μεταξύ διαφορετικών περιοχών της Ανατολικής Κρήτης. Δηλαδή, τα χωριά τα διάφορα παίζουν διαφορετικά; Απ. Ναι, εμείς εκεί πάνω που λέμε τώρα, Λιθίνες, Παπαγιαννάδες, Ζήρο, Χαντρά, Αρμένοι, το οροπέδιο, έχουμε ένα ειδικό παίξιμο. Βεβαίως το ίδιο, αλλά με διαφορετικά γυρίσματα και έτσι λίγο, ένα πάτημα να βάλει ο ένας, ένα να αφαιρέσει ο άλλος. Άμα θα πας εδώ πέρα στην άλλη μεριά, στο βορνό δήμο που λέμε εμείς, έχει πάλι μια μικρή διαφορά, άμα πας προς το Σταυροχώρι, θα δεις μια μικρή διαφορά, άμα πας προς τη Ζάκρο, θα δεις μια μικρή διαφορά τώρα. Υπάρχει. Ερ. Δηλαδή, πώς θα τα χαρακτηρίζατε όλα αυτά; Δηλαδή, τι κάνουν στο Σταυροχώρι, που δεν το κάνετε εσείς; Απ. Μπορεί να απλοποιήσει ένα γύρισμα, ένα πάτημα να μη το βάλει ή να το θέλει να το γυρίσει κάπου αλλού, έτσι πάλι στο ίδιο, αλλά να θέλει να του κάνει ένα άλλο. Πρέπει να ξέρεις μουσική για να το καταλάβεις. Δηλαδή, πολλοί δεν το καταλαβαίνουν. Ένας τώρα που δεν ξέρει από την κρητική μουσική, και να ξέρει, ένας απλός που τραγουδάει μόνο μπορεί να μη το καταλάβει. Ερ. Δηλαδή, θα μπορούσατε να μας τραγουδήσετε, κατά κάποιο τρόπο, πώς θα το έπαιζε ένα μικρό μοτίβο, της κοντυλιάς του ρε, ξέρω γω, κάποιας κοντυλιάς, πώς θα την έπαιζαν στο χωριό σας ή πώς θα την έπαιζε κάποιος άλλος; 17
Απ. Με το στόμα δεν μπορώ αλλά άμα είχα το βιολί, θα σου λεγα ότι έτσι το παίζει ο ένας. Π.χ. ο Αβυσσηνός, ένας επαγγελματίας καλλιτέχνης καλός, ο οποίος είναι από κει μέσα, Ιεράπετρα νομίζω, αυτός έχει αλλάξει ένα, δυο γυρίσματα στου ρε την κοντυλιά και σ ένα δυο κοντυλιές το χει αλλάξει, το χει βάλει το κάτι άλλο. Φαίνεται. Ερ. Δηλαδή, αν ακούγατε κάποιον και δεν σας λέγαν ποιο όνομα είναι, ποιος είναι, ποιος παίζει, βάζαμε μια κασέτα κι ακούγατε κάποιον που παίζει την κοντυλιά του ρε και αμέσως μετά έναν άλλο που παίζει την κοντυλιά του ρε, μπορείτε να πείτε ότι ο πρώτος είναι από τις Λιθίνες και ο άλλος είναι απ την Ιεράπετρα; Απ. Ναι, σε κάποια φάση μπορώ να το πω, συγκεκριμένα δεν θα πω απ τις Λιθίνες, συγκεκριμένα θα πω π.χ. από τα μέρη αυτά είναι αυτές οι κοντυλιές. Τώρα μπορεί και κάποιος να τσι παίξει και να μην είναι από κει, αλλά να τις έμαθε κι αυτός με τα ακούσματα αυτά, γιατί είπαμε τότες, τις εποχές εκείνες εμονιάζανε οι άνθρωποι και εγώ π.χ. άκουσα μια φορά ένα γύρισμα στο Μόχλος, το οποίο μ άρεσε. Και το βαλα. Ερ. Άρα είναι ανάλογα με τ ακούσματα που έχουνε; Αλλά υπάρχουν διαφορές. Απ. Υπάρχουν διαφορές και υπάρχουν και τ ακούσματα τα συγκεκριμένα. Όταν γεννηθείς σ ένα τόπο και μαθαίνεις εκεί, αυτά θα μάθεις. Από κει κι έπειτα ή προσθέτεις ή αφαιρείς. Δηλαδή, άμα ακούσεις ένα καλό γύρισμα και σου πάει και σου αρέσει θα το προσθέσεις, στην κοντυλιά στην οποία πρέπει να πάει. Ή μπορεί καμιά φορά κάποιο να μη σου αρέσει, να είναι περιττό, γιατί όλα τα γυρίσματα καμιά φορά δεν μπορείς να τα παίξεις. Και σε μια παρέα είναι ορισμένα τα γυρίσματα που τραγουδάνε. Δεν μπορεί να τραγουδήσουνε όλα τα γυρίσματα, δεν τραγουδιόνται από τους ανθρώπους τους απλούς. Άμα έχεις ένα μουσικό, θα μπορεί να τα τραγουδήσει όλα. Και είναι ορισμένα τα γυρίσματα που τραγουδιόνται. Και κει πάνω ακολουθείς, πας κι έρχεσαι εκεί, για να ευχαριστείς και την παρέα. 18
Ερ. Θυμάστε αν υπήρχε κάποια κοντυλιά συγκεκριμένη που παιζότανε για κάποιο ειδικό σκοπό π.χ. για τις καντάδες, που πιστεύω ότι γινόντουσαν καντάδες, ποια κοντυλιά υπήρχε; Απ. Της νύχτας οι κοντυλιές, ήταν του λα. Ερ. Γιατί τις λέγαν της νύχτας; Επειδή παίζαν το βράδυ; Απ. Όχι, τις λέγανε της νύχτας, γιατί ήτανε γλυκές οι κοντυλιές, γλυκό παίξιμο, σιγανό παίξιμο, το οποίο ήτανε ευχάριστο να κοιμάσαι και να το ακούς. Δηλαδή, ήτανε αρμονία αυτή να κοιμάσαι και ν ακούς αυτή την κοντυλιά. Δεν μπορούσες π.χ. να κοιμάσαι και να σου παίξει τον πηδηχτό. Ερ. Έχουμε ακούσει, όμως, ότι προτιμούσαν τις ψηλές περιοχές, ιδίως όταν η καλή τους ήταν όμορφη, προτιμούσαν την κοντυλιά του ρε, όχι του λα. Και μάλιστα στην ψηλή περιοχή. Απ. Και κει πάλι είναι ανάλογα με αυτόν που τραγουδάει. Δηλαδή, εάν μπορούσε να βγει απάνω ψηλά, σε ψηλές περιοχές, το θελε εκεί. Οι καντάδες πηγαίναν στις ψηλές περιοχές, εκεί πάνω παιζόνταν, ψηλά. Ήταν πώς θα τραγουδήσει. Ερ. Η λα που είπατε, όμως, είναι χαμηλά. Απ. Ναι, μπορεί να τη παιχτεί και ψηλά. Μπορείς να την μεταφέρεις να την παίξεις σε ψηλές περιοχές. Όλες μπορείς να τις παίξεις. Ερ. Αλλά κατά τη γνώμη σας της νύχτας έπρεπε να ναι ήρεμες. Απ. Ήρεμες και συνήθως τα γλέντια ήταν τότες της στιγμής. Δεν ήτανε καλλίφωνοι όλοι, δεν μπορούσαν να βγουν όλοι κει πάνω, είχε όμως ορισμένους κανταδόρους, οι οποίοι πράγματι ήτανε συγκρότημα και τραγουδούσανε ψηλά που μπορούσαν να βγούνε παντού. Ερ. Με αμοιβή πηγαίνανε; Απ. Όχι. Ερ. Μόνο στην καλή τους. Απ. Ναι. Ήταν όμως ορισμένοι οι οποίοι τους άρεσε να συμφωνούνε στο τραγούδι και κάνανε μία παρέα. 19
Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Να βοηθήσουν το παιδί, το φίλο τους. Να βοηθήσουν το φίλο τους ή και αυτοί οι ίδιοι. Εδώ κάτω που δεν τους ξέρω, είχε μια φορά μια παρέα, η οποία ταχτικά έβγαινε καντάδα και τραγουδάγανε πολύ ωραία, χωρίς να έχουνε και ιδιαίτερο λόγο. Εσείς πηγαίνατε για καντάδες; Πηγαίναμε κι εμείς την εποχή εκείνη, βεβαίως, είχαμε κι εμείς τις καντάδες μας, ήτανε στο πρόγραμμα. Σε κάποια άλλη φάση τ απαγορεύανε, δηλαδή σε κάποια φάση η αστυνομία μας κυνηγούσε. Όταν ήθελε να περάσει η ώρα, μετά τις έντεκα, δώδεκα Δηλαδή, ποια ώρα κάνατε καντάδες εσείς, εκείνη την ώρα, δώδεκα; Καντάδες γινότανε από τις έντεκα κι ύστερα. Μέχρι τις δύο; Καμιά φορά γινότανε και το πρωί, καμιά φορά γινότανε και στις τέσσερις, ανάλογα. Η αστυνομία έκανε τη δουλειά της, αλλιώς άμα ρωτήσεις έναν, ο οποίος του άρεσε η μουσική, δεν είχε παράπονο από τον κόσμο, διότι του άρεσε. Άρεσε πάρα πολύ. Εγώ ξέρω, πήγαμε πολλές φορές και κάναμε καντάδα και μου λέγανε «αυτό να το κάνετε ταχτικά», λέγανε οι ανθρώποι. Και σήμερα κιόλα που δεν πάει άνθρωπος, που ναι ξεχαϊμένα αυτά, αλλά ήταν απαραίτητο. Στα χωριά ειδικά, μετά το γλέντι, άμα θελε να σχολάσει ειδικά κατά τις δυο, τρεις η ώρα, λέει «πάμε τώρα για καντάδα». Είχαμε άλλη περίπτωση μιας συγκεκριμένης κοντυλιάς που να παίζετε κάπου αλλού, στο γάμο π.χ.; Στο γάμο επαιζότανε της νύφης ο σκοπός. Ξεκινούσε από κει, στολίζανε τη νύφη και μετά πηγαίναν στον γαμπρό και του παίζαν πάλι εκεί πέρα. Δεν ήταν ειδική, ήτανε του ρε. Ενώ ο σκοπός της νύφης ήτανε ειδικός; Ο σκοπός της νύφης ήταν ειδικός. Στα προικιά τι λέγανε; Πάλι και κει πέρα 20
Ερ. Και κοντυλιές και το σκοπό της νύφης; Απ. Στα προικιά παίζανε κοντυλιές. Της νύφης η κοντυλιά επαιζότανε την ημέρα που στολίζανε τη νύφη. Δεν παιζότανε πιο μπροστά. Ερ. Όταν πηγαίνανε στην εκκλησία; Απ. Όταν πηγαίνανε στην εκκλησία, σα νύφη συνοδευότανε, βέβαια, αν υπήρχε και όργανο, γιατί καμιά φορά δεν υπήρχε. Όταν υπήρχε όργανο, συνοδευόταν βεβαίως με της νύφης το σκοπό. Και παίζανε και καμία κοντυλιά, για να πούνε και του γαμπρού κάποια μαντινάδα. Εάν πήγαινε μόνη η νύφη, που συνήθως μόνη πήγαινε, καμιά φορά στα χωριά, άμα ήτανε κοντά, πήγαινε μπροστά η νύφη και πίσω ακολουθούσε ο γαμπρός, ένα διάστημα, και παιζότανε. Ερ. Όταν φεύγαν απ την εκκλησία είχαν όργανα; Απ. Όχι, δεν θυμάμαι εγώ. Ερ. Στο τραπέζι είχανε τα κανακίσματα, τα κανάκια; Απ. Στο τραπέζι, όχι, δεν τα θυμάμαι εγώ. Στο τραπέζι πηγαίνανε, ξεκινούσε το φαγητό, ερχότανε το αντρόγυνο και μετά σε κάποια στιγμή, όταν ήτανε ώρα ξεκινούσανε και τότες. Ερ. Τι παίζαν δηλαδή, κοντυλιές; Απ. Κοντυλιές. Της νύφης το σκοπό δεν τον θυμάμαι εγώ τουλάχιστον να τον παίξουνε μετά στο τραπέζι. Ερ. Είχανε μήπως κανένα σκοπό για τα ζυμάρια, κάνανε ζυμάρι να καλέσουνε; Απ. Δεν ξέρω. Ερ. Ή στα ξημερώματα; Απ. Δεν ξέρω, στα ξημερώματα παίζανε της νύχτας κοντυλιές. Ερ. Εννοώ ξημερώματα όταν, δεν ξέρω αν είχαν αυτή τη συνήθεια εδώ, όταν πηγαίνουν να ξυπνάνε το ζευγάρι τη Δευτέρα με τραγούδια. Το χετε ακούσει να συνέβαινε; Απ. Όχι, εγώ δεν το χω ακούσει να πηγαίνουν να τους ξυπνάνε, φεύγανε το πρωί το αντρόγυνο, καθότανε μέχρι αργά και μετά έφευγε κει τα 21
ξημερώματα, δεν τους ξυπνούσανε, δεν το θυμάμαι αυτό, αν γινότανε κάπου αλλού δεν το ξέρω. Ερ. Απ ό,τι θυμάστε πιο παλιό όργανο είναι η λύρα η το βιολί; Απ. Δεν μπορώ τώρα αυτό να το προσδιορίσω. Εγώ απ ό,τι θυμάμαι ήτανε το βιολί. Γιατί και ο Καλογερίδης Τώρα λένε πολύ πιο παλιά ότι ήτανε η λύρα. Ερ. Δηλαδή, πόσο παλιά; Απ. Πολύ παλιά. Ερ. 1850; Απ. Βεβαίως, εκεί ας το πούμε, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Ερ. Εσείς έχετε την αίσθηση ότι είναι η λύρα πιο παλιά; Απ. Ναι, απ ό,τι έχω ακούσει πιο παλιά ήτανε η λύρα. Ερ. Από πού το χετε ακούσει αυτό; Απ. Από τους πιο παλιούς. Παλιά, παλιά. Ύστερα ήρθε το βιολί, δεν ξέρω ποιες εποχές συγκεκριμένα ήρθε το βιολί, αλλά είναι και το βιολί πολύ παλιό εδώ. Αλλά απ ό,τι ακούω και εγώ λέω ότι παλιά ήτανε η λύρα. Ήταν οι λυράρηδες παλιά. Ερ. Η κιθάρα πότε λέτε ότι εμφανίστηκε; Απ. Η κιθάρα ήταν η πιο πρόσφατη. Ερ. Μαζί με το βιολί; Απ. Περίπου, η λύρα δεν είχε κιθάρα. Παλιά είχε το νταούλι. Είχανε και κάτι άλλα, παίζανε και κουτάλια, παίζανε και κάτι άλλα που ακολουθούσανε, το πάσο το λεγόμενο, αλλά με το βιολί πρέπει να ήρθε κι η κιθάρα. Πάντως, έπαιζε και νταούλι στο βιολί. Εγώ είχα δει άνθρωπο και έπαιζε και νταούλι στο βιολί. Ανάλογα, όταν η κοντυλιά μπορούσε να τηνε πιάσει στο ρυθμό της λύρας Β. Πλευρά 22
Ερ. Υπήρχαν άλλα όργανα να θυμάστε; Υπήρχανε τίποτα πνευστά; Απ. Υπήρχε αυτό που λεγότανε παλιά, «θιαμπόλι», κάπως έτσι το λέγανε, «θιαμπόλι». Ερ. Τι ήταν αυτό; Απ. Αυτό ήτανε με καλάμι. Ερ. Το παίζαν οι βοσκοί; Απ. Οι βοσκοί το παίζανε, εδώ εμείς δεν είχαμε πολλούς βοσκούς, αλλά το παίζανε στα χωριά. Ερ. Και σε γλέντια δηλαδή; Απ. Όχι, σε γλέντια δεν μπορούσαν να το παίξουνε. Υπήρξε και η «ασκομαντούρα» παλιά. Το οποίο πρέπει να σας έχουνε πει ήταν ένα ασκί, σαν τσαμπούνα και το βάζανε μπροστά. Υπήρχε, ασκομαντούρα λεγότανε. Η οποία παίζεται και στο βιολί ένα γύρισμα, εκεί λέει «τώρα παίξε μου ασκομαντούρα». Ερ. Σήμερα τι νομίζετε ότι επικρατεί αυτή τη στιγμή στη Σητεία; Απ. Στη Σητεία σήμερα επικρατεί η λύρα. Δηλαδή, το γλέντι σήμερα όπως γίνεται η διασκέδαση, γίνεται με λύρα. Ερ. Την οποία παίζουν ποιοι; Απ. Την οποία παίζουν λίγοι από δω και είναι από κει μέσα Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, διότι τώρα άρχισαν και δω παιδιά και πάνε πολλά παιδιά και μαθαίνουν. Σε μια δεκαριά χρόνια νομίζω ότι θα παίζεται πάρα πολύ η λύρα εδώ και εμένα δεν μου αρέσει αυτό, εντάξει, να μάθει ό,τι θέλει ο καθένας, αλλά σιγά-σιγά δεν θα βρίσκεται να παίξει μία κοντυλιά με το βιολί. Και η λύρα, εχτός που τη μαθαίνουνε, δεν προσπαθούνε τουλάχιστον να μάθουνε τη στειακή κοντυλιά, τη μουσική τη στειακή τη γνήσια και από κει κι έπειτα ας προχωρήσουν όπου θέλουνε. Ας βάλουνε και άλλα, ό,τι θέλουνε ας μάθουνε. Και βλέπω και δω και λυπούμαι γι αυτό, καλλιτέχνες οι οποίοι ξέρουνε καλό βιολί και γίνονται επαγγελματίες και αναγκαστικά, νομίζω πως δεν μπορούν να κάνουνε κι αλλιώς και αναγκάζονται για να πάνε στο γλέντι, να βγάλουνε το γλέντι 23
εις πέρας, πρέπει να παίξουνε τα συρτά αυτά τα χανιώτικα. Σιγά-σιγά μάθανε και θέλει να παίξει ύστερα μία κοντυλιά σωστή και μπερδεύεται και αυτός ο ίδιος και δεν μπορεί να τηνε παίξει όπως πρέπει. Και δεν το βλέπω σωστό. Ερ. Γιατί νομίζετε ότι τα νέα παιδιά δεν θέλουνε να μάθουνε βιολί και προτιμάνε τη λύρα; Απ. Είναι πιο δύσκολο και είναι και το άλλο, άλλαξε ο τρόπος διασκέδασης, άλλαξε πάρα πολύ. Δηλαδή, τώρα θα πας στο κέντρο, θα χορέψεις συρτά, θα χορέψεις τον πηδηχτό αυτόν, που παίζουν από κει μέσα. Ερ. Ναι, αλλά αυτά κάπως ήρθανε, δηλαδή, γιατί ήρθανε; Απ. Ήρθανε και τα δεχτήκαμε κιόλα, κακώς. Η λύρα δεν μπορεί να παίξει ευρωπαϊκά. Δεν μπορεί με τίποτα, δηλαδή και να παίξει δεν είναι σωστό το παίξιμο αυτό. Από τη λύρα δεν βγαίνει στην κλίμακα όπως πρέπει να βγει. Ούτε το βαλς βγαίνει, ούτε το ταγκό βγαίνει, έτσι όπως πρέπει να βγει. Ερ. Παρόλα αυτά όμως; Απ. Παίζουνε ορισμένοι. Ερ. Παίζουνε κι έχει επικρατήσει η λύρα. Απ. Το βιολί δεν ξέρω γιατί ενώ τα παίζει το βιολί όλα, το βιολί δεν στερείται, δηλαδή, και συρτό να παίξει και πηδηχτό να παίξει. Δεν μπορώ να καταλάβω, δεν έχουμε εδώ πέρα δασκάλους. Ερ. Μήπως επειδή δεν έχετε επαγγελματίες μουσικούς βιολάτορες; Απ. Δεν έχουμε δασκάλους, δεν έχουμε επαγγελματίες σωστούς να μπορούνε να το κρατήσουνε εκεί, να ενθουσιάζεται ο κόσμος. Μόνο έχουμε εδώ πέρα έναν ο οποίος είναι επαγγελματίας γνήσιος, καλός επαγγελματίας, ο Τσαντάκης ο Γιώργος, ο οποίος είναι επαγγελματίας στο βιολί, από δω είναι. Ερ. Τον προτιμούνε ή παίζουνε λυράρηδες; Απ. Δεν τον προτιμούν. Ερ. Έχει μηχανήματα; 24
Απ. Έχει μηχανήματα, μα είναι ωραίος και παίζει τα πάντα. Ερ. Παρόλα αυτά δεν τον προτιμούν, προτιμούν τη λύρα. Απ. Δεν τον προτιμούν, προτιμούν τη λύρα και το χει και παράπονο κι αυτός, γιατί παίζει τα πάντα. Μπορεί να παίξει και συρτά. Αλλά το βιολί, όταν θες να σου παίξει ή νησιώτικα ή ένα ευρωπαϊκό ή ένα ταγκό θα το παίξει όμορφα, ακουστικά θα σε ευχαριστήσει πάρα πολύ. Και μου φαίνεται παράξενο γιατί τα παιδιά να πηγαίνουν να μαθαίνουν όλο λύρα. Κι είναι αυτό που είπαμε προ ολίγου, ότι εδώ πέρα στη λύρα, σε διάφορες περιόδους, έχουν έρθει λυράρηδες, οι οποίοι παραδίδανε μαθήματα λύρας, δεν είχαμε όμως έναν να παραδίδει βιολί. Ερ. Άρα οι νέοι έμαθαν λύρα. Απ. Ναι, γι αυτό το λόγο. Εάν είχαμε δυο, τρεις καλλιτέχνες που να μπορούν να παραδώσουν, γιατί εγώ δεν μπορώ να παραδώσω. Ερ. Γιατί, εσείς όπως το μάθατε θα μπορούσατε να διδάξετε. Απ. Ναι, θα μπορούσα να το παραδώσω, είναι πάρα πολύ δύσκολο όμως, γιατί δεν μπορώ να του δώσω νότες εγώ. Ερ. Δεν χρειάζεται νότες, εσείς μάθατε με νότες; Απ. Δεν έμαθα με νότες, αλλά το μικρό παιδί που θα ρθει, πρέπει να το παλεύεις εκεί σιγά-σιγά, ενώ όταν του δώσεις. Ερ. Δηλαδή, τη λύρα τη μαθαίνουνε με νότες; Απ. Ναι, είναι γραμμένα ορισμένα. Η λύρα τώρα, όπως τη μαθαίνουνε σήμερα είναι γραμμένα ορισμένα πάνω σε νότες, σ αυτή την κλίμακα, είναι γραμμένα πάντως. Δεν πάνε στα τυφλά. Ενώ εγώ που πήγα κείνα τα χρόνια, είχε εδώ κι ένα Ζαχαρία Χιώτη, ο οποίος είναι μουσικός, αυτόν έχουμε εδώ και τώρα, τώρα είναι μεγάλος ο άνθρωπος, είναι γέρος, αλλά αυτόν είχαμε εδώ και παράδινε μουσική Ερ. Λύρα; Απ. Όχι λύρα, βιολί. Λύρα δεν παράδινε, νομίζω εγώ γιατί δεν ήξερε λύρα, δεν μπορούσε, βιολί, ακορντεόν και πιάνο νομίζω. Μουσικός είναι ο 25
άνθρωπος. Και πήγαινα εγώ τότες, αλλά εγώ δεν είχα το περιθώριο να ασχοληθώ με νότες και μου δειχνε πραχτικά. Ερ. Δηλαδή, κι αυτός σας δίδαξε; Απ. Ναι, πήγα εκεί, μου έμαθε κι αυτός δύο κομματάκια. Ερ. Αφού είχατε μάθει όμως; Απ. Περίπου. Γι αυτό σας λέω κάπου εδώ, κάπου εκεί, βρίσκεις, ψάχνεσαι και μαθαίνεις από κείνο, τον άλλο, πήγα λοιπόν κι εγώ στο Ζαχαρία, είμαστε και φίλοι. Βλέπεις και σου λέει «παρακολούθα» και ξανοίγεις τα πατήματα, εκεί, εκεί, κομματάκι-κομματάκι, πρέπει δε, να μάθεις το τραγούδι πάρα πολύ καλά, για να μάθεις ένα τραγούδι να το παίζεις, πρέπει να το μάθεις πάρα πολύ καλά. Εάν δεν μπει στο μυαλό σου μέσα. Εγώ πολλές φορές, και τώρα που είμαι μεγάλος, θέλω να μάθω ένα γύρισμα από κάπου. Εάν δεν το μάθω να το τραγουδήσω, ούτε σωστά θα το μάθω, ούτε και θα μπορώ να το βγάλω. Πρέπει να το μάθεις καλά να το τραγουδάς, να μπει μέσα στο κεφάλι σου καλά, να βιώσει εκεί μέσα και μετά να το βγάλεις. Τότε βγαίνει κι εύκολα. Ερ. Πιστεύετε ότι αν ξέρατε νότες θα παίζατε καλύτερα βιολί; Απ. Ναι. Ερ. Παραδοσιακό βιολί; Απ. Αυτό τώρα εκεί πέρα το χαλάς λίγο. Η νότα ξεφεύγεις, γιατί θες να δημιουργήσεις τεχνική, να το πούμε έτσι, πάνω στο βιολί και δεν θέλει και πολλά-πολλά τεχνικά, γιατί άκουσα προχθές, ένα πολύ ωραίο καλλιτέχνη εδώ, ο οποίος έπαιξε ωραία, αλλά οι κοντυλιές δεν είναι ταγκό ούτε βαλς. Οι κοντυλιές θέλουνε το χτύπημα του δοξαριού, θέλουνε τον απαιτούμενο χρόνο, δεν θέλουν υπερβολικά στολίσματα. Γι αυτό και λέμε ότι ο Καλογερίδης είναι ακουστικός, ως επί το πλείστον. Όχι ότι ο άνθρωπος δεν παίζει ωραία, δεν μπορούμε να τον πιάσουμε, εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να τονε πιάσω τον Καλογερίδη. Ερ. Δηλαδή, νομίζετε ότι θα σας περιόριζε κάπως το να διαβάζετε νότες και να παίζετε, ή θα σας άρεσε αυτό; 26
Απ. Να σας πω πού είναι η νότα για μένα. Όταν μάθεις νότες και μάθεις τη μουσική αυτή που θες να μάθεις, μαθαίνεις ευκολότερα κάτι. Εγώ ένα τραγούδι πρέπει να κάτσω να το ψάξω, να το μάθω, να το πάω εδώ, να το πάω εκεί, και κάπου δεν μου βγαίνει. Βεβαίως και κει πέρα είναι η πείρα, γιατί το δάχτυλο πάει μόνο του. Άμα ακούσεις ένα τραγούδι κάμεις έτσι, το βρίσκεις πάλι, αλλά καμιά φορά δεν το βρίσκεις σωστά. Ερ. Προσπαθείτε δηλαδή με το αυτί. Απ. Ναι, με το αυτί. Τι συμβαίνει λοιπόν: καμιά φορά δεν το τραγουδώ σωστά, δεν είναι όλοι καλλίφωνοι, και ακούει ένα τραγούδι ένας ο οποίος δεν έχει καλή φωνή. Να χετε υπόψη σας ότι το πιο πολύ θα το παίξει κανείς όπως το έμαθε να το τραγουδεί. Εάν δεν του βγαίνει ένα γύρισμα να το πάει εκεί που πρέπει να το πάει, δεν θα το βγάλει και στο βιολί. Κι αν θα το βγάλει θα αργήσει, πρέπει να το μάθει καλά, να το ακούσει από άλλον, να δει τα πατήματα, να το βγάλει. Με τη δική του τη φωνή και με τη δική του τη γνώση τη μουσική δεν το βγάνει, γιατί δεν ξέρει να το τραγουδήσει. Ερ. Δηλαδή, εσείς το τραγουδάτε πράγματι με τη φωνή, δεν το βάζετε στη μνήμη σας; Απ. Το τραγουδάω πρώτα, το βάνω στη μνήμη μου, αλλά πρώτα θα το τραγουδήσω έτσι σιγανά, οδηγώντας τ αυτοκίνητο, θα το τραγουδήσω, να το βάλω καλά, να μπει στη μνήμη μου, που όταν το παίζω καμιά φορά και το σιγοτραγουδάς κιόλας και καμιά φορά σταματάς λίγο το παίξιμο και τραγουδάς ένα γύρισμα. Και λες «το βγάνω κανονικά;». Σε βοηθάει πολύ να τραγουδάς και λίγο καλά, γιατί άμα δεν ξέρεις να τραγουδάς πρέπει να πηγαίνεις πάρα πολλές φορές να μάθεις τα πατήματα και να το ακούσεις καλά-καλά, πράγμα το οποίον πρέπει να το θυμάσαι ύστερα πολύ. Ενώ όταν μάθεις να το τραγουδάς, το παίζεις ευκολότερα. Η διαφορά λοιπόν με τις νότες είναι αυτό, ότι είναι γραμμένο το τραγούδι, ξέρεις και να το γράφεις, μόλις το ακούς νομίζω εγώ από μία κασέτα ένα τραγούδι και ξέρεις νότες, νομίζω ότι το γράφεις μόνος 27
σου και πας ύστερα συγκεκριμένα. Από κει και έπειτα του βάζεις αυτή τη γλυκάδα που θες, το τρέμουλο στο δάχτυλο Ερ. Εσείς έχετε παιδιά; Απ. Ναι, έχω δυο αγόρια. Ερ. Ασχολείται κανένας με τη μουσική; Απ. Δυστυχώς, ό,τι κι αν τους έκαμα και ήτανε το παράπονό μου, διότι είναι μεγάλοι, είναι είκοσι έξι ο ένας και ο μικρός είναι είκοσι τριών. Ερ. Γιατί δεν τους άρεσε ν ασχοληθούνε; Απ. Δεν τους άρεσε. Ο αυτοδίδαχτος οργανοπαίχτης και ο ερασιτέχνης, νομίζω εγώ ότι είναι μεγάλο πράγμα, είναι άξιος συγχαρητήριων, διότι δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι κουρασμένος, να χεις τα προβλήματα της ζωής, να χεις τα προβλήματα τα καθημερινά και χωρίς λόγο και χωρίς κέρδος και χωρίς τίποτα να κάθεσαι εκεί με την ώρα, να μαθαίνεις και να παίζεις τη μουσική, δηλαδή, θα πει ότι πράγματι σου αρέσει. Αγαπάς αυτό που κάνεις με λίγα λόγια. Ερ. Πιστεύετε ότι σιγά-σιγά σβήνουν αυτοί οι αυτοδίδακτοι ερασιτέχνες εδώ στη Σητεία; Απ. Οι αυτοδίδακτοι σβήνουν αλλά πηγαίνουνε, πάντως, βλέπω στη λύρα πάνε πολλά παιδιά, αλλά πάνε και μαθαίνουνε εκεί. Ύστερα μπορεί να πάρει τα πρώτα βήματα να μάθει ορισμένα πράγματα και ορισμένοι που δεν θέλουν να προχωρήσουν επαγγελματικά ή δεν τους βολεύει η δουλειά τους ή οι σπουδές τους, το παρατάνε και μπορεί να συνεχίζουνε ύστερα από κει και πέρα πρακτικά. Αλλά συνήθως απ ό,τι βλέπω, γιατί απ ό,τι βλέπω είναι να είσαι ταλέντο, να το χει το αίμα σου, να το χει το σόι σου, να το θες εσύ. Βλέπω πολλά παιδιά, και φίλων μου παιδιά, και προχωρούνε και πάνε σ ένα σημείο κι από κει τα βαριόνται και σταματάνε. Και δεν είναι πως σταματάνε, σταματάνε και καλά-καλά, δεν το συνεχίζουνε μετά. Και βλέπω και κει πέρα τα παιδιά που πάνε, τ αγαπάνε και προχωρούνε, έστω και με νότες, προχωρούνε γιατί τ αγαπάνε. 28
Ερ. Πιστεύετε ότι αρκεί μόνο το ταλέντο; Απ. Όχι δεν αρκεί μόνο το ταλέντο, θέλει και τις γνώσεις. Ερ. Μήπως θέλει και δουλειά, μελέτη. Απ. Ε, πώς δεν θέλει, γνώσεις, θ αποκτήσεις γνώσεις. Γιατί λέω τώρα εγώ ότι ο ερασιτέχνης κάπου όταν βρεθεί σ ένα χώρο που παίζει ένας με νότες και έχει προχωρήσει και έχει σπουδάσει τη μουσική ότι δεν μπορεί να τον ακολουθήσει. Ερ. Τα παιδιά σας όμως αν είχανε μια κλίση και θέλανε ν ασχοληθεί ο ένας απ τους δύο, ας πούμε, επαγγελματικά με τη μουσική και μόνο, θα σας άρεσε αυτό, δηλαδή να ήτανε βιολάτορας, θα σας άρεσε; Απ. Πολύ, μακάρι να έπαιζε ένας απ τους δύο βιολί και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Ερ. Δεν τους θεωρεί ο κόσμος ότι «α, αυτός παίζει βιολί μόνο, δεν κάνει κάτι άλλο», ότι είναι έτσι πιο παρακατιανοί. Απ. Όχι, κοιτάξτε να δείτε, σήμερα άμα το πάνε και επαγγελματικά έχουνε οικονομική ευχέρεια και πάντα ο καλλιτέχνης είχε τον πρώτο ρόλο. Να σας επώ δηλαδή, ένας νεαρός την εποχή εκείνη, που ήταν νεαρός και έπαιζε βιολί και πήγαινε στο γλέντι, μπορώ να σας ειπώ ότι ήτανε πιο προτιμητέος στην παρέα και από ένα δάσκαλο. Θεωρούνταν καλλιτέχνης, είχε πέραση. Και από τις κοπέλες. Δηλαδή, ο νεαρός απού έπαιζε βιολί, οι ματιές ήτανε πεταχτές. Ερ. Ήτανε επιθυμητός γαμπρός δηλαδή; Απ. Βεβαίως επιθυμητός. Ερ. Και από τον πατέρα της νύφης ή μόνο απ τη νύφη; Απ. Αυτό όχι, αυτό εξαρτάται από κει και έπειτα τι ήτανε. Είπαμε, διότι το βιολί έδινε το ερέθισμα, σου λέει αυτός παίζει ωραία, άμα ήτανε και λίγο καλοφτιαγμένος. Ερ. Δηλαδή, άμα ήτανε ένας καλός βιολιστής, ωραίο παιδί, αλλά ήταν φτωχός; 29
Απ. Αυτές οι νοοτροπίες υπήρχανε και υπάρχουνε. Σου λέει ο άλλος «τι να τον πάρεις αυτόν να τον κάμεις, να σου παίζει μόνο βιολί»; Γιατί όπως και να ναι τώρα το θέμα, δεν ήτανε τα χρήματα και τόσα πολλά για να μπορεί να ζήσει μόνο από το Αλλά εάν φέρουμε όμως σήμερα ή και παλαιότερα ένα Σκορδαλό, ένα Μουτάκη, ένα Σκουλά, ένα Ξυλούρη, νομίζω εγώ ότι εκεί πέρα δεν μπαίνει θέμα οικονομικό. Δηλαδή, είχε και τη λεβεντιά και τη μουσική και το χρήμα. Όλα συμπληρώνονται εκεί, όλα τα καλά. Ερ. Γινόντουσαν μουσικοποιητικοί αγώνες, που μπορούσαν να έχουν ως στόχο τους να ρίξουν μια κοπέλα; Απ. Ναι, γινότανε. Όταν ήθελε να βρεθούνε, γιατί συνήθως βρισκότανε πάρα πολλοί, την εποχή εκείνη, ερχότανε και απ τα γύρω χωριά και μπορεί σε μια στιγμή να βρισκότανε πέντε, έξι βιολάτορες εκεί άμα ήτανε νεαροί και ελεύθεροι, ήθελε ο καθένας να παίξει το δικό του κομμάτι. Ερ. Λέγανε μαντινάδες; Απ. Λέγανε μαντινάδες, οι οποίες ανάλογα, ήτανε περιορισμένα τα πράγματα και οι μαντινάδες όταν τσιμπούσανε λίγο, γινότανε και παρεξήγηση. Ερ. Δηλαδή, γινόντουσαν και παρεξηγήσεις με μαντινάδες; Απ. Βεβαίως, όταν ήθελα να πεις κάποια μαντινάδα που να ενοχλεί, γινόταν και παρεξηγήσεις και πολλές. Είτε στην κοπέλα την οποία όταν γνώριζε ήταν γνωστό εάν υπήρχε δεσμός, είτε φλερτ, είτε ό,τι υπήρχε, εάν έλεγες κάμποσες μαντινάδες οι οποίες συνήθως τις λέγανε και σκόπιμα, να χτυπάνε εκεί, γινότανε παρεξήγηση. Ερ. Λυνόντουσαν διαφορές μέσα από το γλέντι; Απ. Πολλές φορές γινόνταν και καυγάδες και πολλά ακόμα. Ερ. Ναι, αλλά λυνόντουσαν οι διαφορές; Απ. Ε, λυνόντουσαν. Άλλοτε προλαμβάνανε και τις λύνανε γρήγορα, γρήγορα, άλλοτε παιζότανε και λίγο ξύλο. 30
Ερ. Όχι, αν είχανε κάποια πικρία μεταξύ τους δυο άνθρωποι και βρισκόντουσαν σ ένα χώρο μαζί θα λέγανε μαντινάδες και μπορούσαν αυτή η πικρία και η ένταση να λυθεί; Απ. Όχι, τέτοιες διαφορές δεν λύνανε στο γλέντι. Δεν είχανε τέτοιες διαφορές, θέματα, ας το πούμε, περιουσιακά θέματα, θέματα ηθικά, όχι. Οι παρεξηγήσεις γινότανε, ως επί το πλείστον από τους νεαρούς, δηλαδή πήγαινα εγώ σ ένα χωριό και σε κάποια φάση ήτανε μία κοπέλα που μ άρεσε. Αυτή η κοπέλα, λοιπόν, άρεσε και στο χωριανό από κει πέρα. Και μπορεί να είχανε και δεσμό. Εάν εγώ την χόρευα δυο τρεις φορές, ή της έριχνα δυο τρεις ματιές και γινόμουνα αντιληπτός, εγινότανε παρεξήγηση. Ή αν ήθελα, πολλοί άμα ήθελαν να πιούνε παραπάνω, λέγανε ορισμένα πράγματα, δημιουργούσανε φασαρία και κει γινόντανε οι παρεξηγήσεις. Δεν λυνόντανε όμως άλλου είδους διαφορές στο γλέντι. Μόνο περίπου τέτοιες παρεξηγήσεις γίνονταν. Ή νεαροί να πιούνε και να τσακωθούνε μεταξύ τους για διάφορο λόγο, συνήθως για τις αντιζηλίες. Ερ. Σκοπός του γλεντιού εκτός απ τη διασκέδαση, τον καθαρά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, είχε και χαρακτήρα να γνωρίσουμε τις νέες που θα ρθουνε απ το τάδε το γειτονικό χωριό. Απ. Αυτό ήτανε όλο, όλο. Μπορώ να σου πω για το νέο την εποχή εκείνη και για τη κοπέλα ήτανε αυτό, γι αυτό γινότανε και τα γλέντια και τόσο συχνά. Γινότανε πολύ συχνά, στα μεγάλα χωριά δεν χρειαζόταν να είναι και γιορτή. Πολλές βραδιές, άμα θέλαν να κάμουνε παρέα οι νέοι, γιατί δεν φεύγανε εκείνα τα χρόνια οι νέοι, οι νέοι μέναν εδώ, λίγοι φεύγαν, οι σπουδές ήτανε δύσκολες, τα χρόνια ήτανε κακά, δεν υπήρχε το οικονομικό, όχι ότι δεν είχε έξυπνους ανθρώπους και αξιόλογους. Επηγαίνανε λοιπόν εκεί πέρα, η παρέα, απόγευμα να πιούνε κάμποσες ρακές, μια Κυριακή, δεν βάνουμε ένα γλέντι και θα το βάλουμε. Είχανε τα όργανα, ήτανε μέσα, συμμετείχανε οι οργανοπαίχτες και βάναν σ ένα καφενείο, πηγαίνανε λοιπόν, φέρναν απ το χωριό άλλος την ξαδέρφη του, άλλος την αδερφή του και κάναν το γλέντι. 31