Ο Μιχάλης Κελπανίδης ως ερευνητής: βιογραφικά στοιχεία και εργογραφία Παναγιώτης Δ. Ξωχέλλης Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ. Έχω τη χαρά και την τιμή να παρουσιάσω το επιστημονικό έργο του συναδέλφου και φίλου Μιχάλη Κελπανίδη (ΜΚ). Βέβαια, λόγω του πολύ περιορισμένου χρόνου που έχω στη διάθεσή μου, είμαι υποχρεωμένος να επιλέξω εννοείται με υποκειμενικά κριτήρια - μερικά μόνο δείγματα από το ευρύ ερευνητικό και συγγραφικό του έργο. Προσπάθησα πάντως τα δείγματα αυτά να σχετίζονται με τρία κομβικά, κατά τη γνώμη μου, σημεία ή περιοχές στην επιστημονική δραστηριότητα του τιμώμενου: τις επιστημολογικές - μεθοδολογικές του επιλογές, τις στοχεύσεις του στην εκπαιδευτική έρευνα και τις κοινωνιολογικές του αναζητήσεις. 1. Ξεκινώ με λίγα βιογραφικά στοιχεία. O ΜΚ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Έκανε προπτυχιακές σπουδές Κοινωνιολογίας, Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Μουσικολογίας στα Πανεπιστήμια της Βιέννης και της Φρανκφούρτης και διδακτορικό δίπλωμα (1973) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου «Johann Wolfgang Goethe» της Φρανκφούρτης. Εργάστηκε στη συνέχεια επί δεκατρία χρόνια ως επιστημονικός βοηθός και συνεργάτηςερευνητής αφενός στα Τμήματα Φιλοσοφίας (1972-1974) και Κοινωνικών Επιστημών (1974-1977) του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης και αφετέρου στο «Γερμανικό Ινστιτούτο για Διεθνή Παιδαγωγική Έρευνα» («Deutsches Institut für Internationale Pädagogische Forschung») (1977-1985) επίσης στη Φρανκφούρτη. Στην Ελλάδα ο ΜΚ υπηρέτησε επί είκοσι οκτώ χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή του Α. Π. Θ.: ως Επίκουρος (1985-1990), Αναπληρωτής (1990-2000) και Καθηγητής της Παιδαγωγικής (2000-2013) στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, με κύριο αντικείμενο τη Μεθοδολογία της Παιδαγωγικής Έρευνας και την Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Παράλληλα ήταν για μικρά χρονικά διαστήματα Επισκέπτης Καθηγητής στο «Department for Hellenic Studies» του Πανεπιστημίου του Princeton (1996) και στο «Ινστιτούτο Φιλοσοφίας και Επιστημών του Πολιτισμού» του Πανεπιστημίου του Klagenfurt της Αυστρίας (κατά τα εαρινά εξάμηνα 1997, 1998 και 1999). Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του ΜΚ επικεντρώνονται στους τομείς Κράτος Πρόνοιας και Εκπαίδευση (στις βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες), Κοινωνιολογικές Θεωρίες (δομολειτουργισμός, Μαρξισμός, θεωρίες της κοινωνικής 1
ανταλλαγής), Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών και Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Στους τομείς αυτούς, στους οποίους εστιάζεται και η διδακτική του δραστηριότητα, έχει δημοσιεύσει έως τώρα οκτώ βιβλία και έναν μεγάλο αριθμό (περίπου πενήντα) μελετών και άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους, καθώς και πολλά άρθρα στον ευρωπαϊκό ημερήσιο τύπο. 2. Συνάντησα για πρώτη φορά προσωπικά τον ΜΚ τον Απρίλιο του 1979 σε ένα ερευνητικό ίδρυμα του εξωτερικού, στο πλαίσιο μιας συζήτησης για την έγκριση της ενδιάμεσης έκθεσης και την ανανέωση της χρηματοδότησης ενός ερευνητικού προγράμματος υπό τον τίτλο «Κοινωνική εξέλιξη και μεταρρύθμιση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα». Στην έρευνα αυτή θα επανέλθω σε λίγο. Γνώριζα όμως ήδη από τη γερμανική βιβλιογραφία τη διδακτορική διατριβή του τιμώμενου, δημοσιευμένη το 1976 στον εκδοτικό οίκο Herbert Lang, με την οποία και θα αρχίσω παρουσιάζοντας, όπως προείπα ήδη, ένα μικρό δείγμα από το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο. 1) Η διδακτορική διατριβή αποτελεί χρονολογικά την πρώτη (1976) και πολύ αξιόλογη, κατά τη γνώμη μου, επιστημονική εργασία του ΜΚ. Έχει το τίτλο «Η προβληματική της λογικής και μεθοδολογικής ενότητας των Θετικών και Κοινωνικών Επιστημών» (Zur Problematik der logisch-methodologischen Einheit von Natur- und Sozialwissenschaften). Στην εργασία αυτή τίθεται και αντιμετωπίζεται από τον συγγραφέα ένα μείζον επιστημολογικό και μεθοδολογικό πρόβλημα των Κοινωνικών Επιστημών, το οποίο θα ήθελα να σχηματοποιήσω στο εξής ερώτημα: μπορεί να γίνει λόγος για μεθοδολογικό δυϊσμό ανάμεσα στις Θετικές και Κοινωνικές Επιστήμες ή πρόκειται για έναν ενιαίο τρόπο προσέγγισης και στις δύο παραπάνω κατηγορίες των επιστημών, δηλαδή για μεθοδολογικό μονισμό. Με άλλα λόγια, ισχύει ότι «τα φυσικά φαινόμενα εξηγούμε και τα πολιτιστικάκοινωνικά φαινόμενα κατανοούμε», όπως έλεγε ο Dilthey, ή ακολουθούμε και στις δύο περιπτώσεις την ίδια, προερχόμενη από τις Θετικές Επιστήμες, προσέγγιση σύμφωνα με το γνωστό τριπλό σχήμα περιγραφή, αιτιολόγηση, πρόγνωση; Ο ΜΚ, απαντώντας στο κρίσιμο αυτό ερώτημα, υιοθετεί τη δεύτερη εκδοχή, η οποία βέβαια δεν είναι αναμφισβήτητη στην επιστημονική κοινότητα. Η επιλογή του πάντως αυτή σηματοδοτεί, νομίζω, τη περαιτέρω ερευνητική του πορεία. 2) Ως δεύτερη ερευνητική εργασία του τιμώμενου αναφέρω το μνημονευθέν λίγο παραπάνω ερευνητικό πρόγραμμα («Κοινωνική 2
εξέλιξη και μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα»), που άρχισε το 1978 και δημοσιεύτηκε το 1983 σε μια σειρά εκδόσεων του «Γερμανικού Ινστιτούτου για Διεθνή Παιδαγωγική Έρευνα». Το κύριο ερώτημα στην έρευνα αυτή ήταν αν οι σημαντικοί μεταρρυθμιστικοί νόμοι των ετών 1976 και 1977 (309/1976 και 576/1977) πέτυχαν τον επιδιωκόμενο εκσυγχρονισμό της ελληνικής εκπαίδευσης με τη στροφή της στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είχε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 το μεγαλύτερο στην Ευρώπη ποσοστό μαθητών (17,6%), που μετέβαιναν από τη μονολιθική Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, την ίδια στιγμή που στη Βρετανία το ποσοστό αυτό ήταν 6% και στην τότε Δυτική Γερμανία 5%. Τα πρωτογενή δεδομένα της έρευνας αυτής προέκυψαν από δύο πηγές: Αφενός από ένα γραπτό ερωτηματολόγιο, που απευθυνόταν σε 3.074 μαθητές της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου για τα ενδιαφέροντα και τα κίνητρα σπουδών τους στο τέλος της υποχρεωτικής φοίτησης. Αφετέρου μέσω συνεντεύξεων με 45 προσωπικότητες-εκπροσώπους φορέων, που είχαν τότε λόγο και ευθύνη για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά το βασικό ερώτημα της έρευνας αυτής διαπιστώθηκε ότι ουσιαστικά στοιχεία από την αρχική σύλληψη της μνημονευθείσας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ακυρώθηκαν εκ των υστέρων. Επομένως δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος εκσυγχρονισμός της ελληνικής εκπαίδευσης. Πέρα από αυτό όμως, τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής φωτίζουν όμως ευρύτερα πολλές πλευρές της τότε εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα και αναδεικνύουν βασικά χαρακτηριστικά, καθώς και στρεβλώσεις της ελληνικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στον μεσαίο της κορμό. 3) Στη συνέχεια θα ήθελα να αναφερθώ, σύντομα και σωρευτικά, σε τρία άρθρα του τιμώμενου, που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και αφορούν επίσης σημαντικά θέματα της ελληνικής εκπαίδευσης. α) Στο χρονολογικά πρώτο από αυτά (δημοσιευμένο στον τιμητικό τόμο για τον Γιάννη Μαρκαντώνη το 2007) γίνεται μια συστηματική καταγραφή της ακαδημαϊκής εξέλιξης και των ερευνητικών επιλογών του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού των Παιδαγωγικών και των συναφών Τμημάτων και Τομέων των Πανεπιστημίων από το 1982 και μετά. Η έρευνα αυτή οδήγησε σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις - πρώτη φορά με εμπειρική τεκμηρίωση - για την επιστημονική στάθμη της Παιδαγωγικής στην Ελλάδα. β) Στο δεύτερο δημοσίευμα («Νέα Παιδεία» 131/2009) παρουσιάζεται μια έρευνα του ΜΚ, μαζί με ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών, η 3
οποία στηρίζεται στην εμπειρική διερεύνηση των στάσεων των εκπαιδευτικών απέναντι στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Η σχεδιασθείσα αρχικά διερεύνηση και των απόψεων των μαθητών ματαιώθηκε, γιατί δεν χορηγήθηκε η απαιτούμενη άδεια από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Πάντως στις απόψεις των εκπαιδευτικών διαπιστώθηκαν επιφυλάξεις και κριτική για τον τρόπο που διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά στα σχολεία μας. γ) Το τρίτο άρθρο («Νέα Παιδεία», 143/2012) αφορά μια έρευνα, που έγινε από τον ΜΚ σε συνεργασία με την εκπαιδευτικό Κατερίνα Πολυμίλη, για το μείζον και αδιερεύνητο πρόβλημα των φροντιστηρίων στην Ελλάδα. Στα πορίσματα της έρευνας αυτής γίνεται σαφής, με τεκμηριωμένα όμως στοιχεία, η απαξίωση του σχολείου στην ελληνική εκπαίδευση. 4) Ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα για τις κοινωνιολογικές αναζητήσεις του ΜΚ είναι το βιβλίο του «Το ναυάγιο της μαρξιστικής θεωρίας και η άνοδος του δυτικού Νεομαρξισμού» (Das Scheitern der Marxschen Theorie und der Aufstieg des westlichen Neomarxismus), δημοσιευμένο το 1999. Το κύριο ερώτημα που διερευνάται αφορά τους λόγους για τους οποίους αναπτύχθηκε ο Νεομαρξισμός στις Κοινωνικές Επιστήμες των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, αν και οι προγνώσεις της θεωρίας του Μαρξ, καθώς και το εμπειρικό της περιεχόμενο διαψεύστηκαν από μια σειρά ιστορικών αποτυχιών. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα τι οδήγησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στη στροφή της πλειονότητας ή ενός μεγάλου μέρους της δυτικής Κοινωνιολογίας στον Νεομαρξισμό. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, αυτό συνέβη κυρίως στις Φιλοσοφικές Σχολές και στις λιγότερο «ώριμες» επιστήμες, όπου ήταν εύκολο να εισρεύσουν ιδεολογικές τάσεις, κάτι που ενισχύθηκε και διευρύνθηκε από τη μαζικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Έτσι, στους χώρους του μαζικοποιημένου πανεπιστημίου βρήκε η νεομαρξιστική κριτική πρόσφορο έδαφος, αυτός ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για την επικράτηση του Νεομαρξισμού στις δυτικές κοινωνίες. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα, που χαρακτηρίζει την εξέλιξη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μετά τη δεκαετία του 1960. 5) Το πιο πρόσφατο, τέλος, δημοσίευμα του τιμώμενου είναι το βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα από γνωστό γερμανικό εκδοτικό οίκο υπό τον τίτλο «Πολιτική Ένωση χωρίς κοινότητα Ευρωπαίων πολιτών; Η απουσία της κοινότητας των Ευρωπαίων πολιτών ως εμπόδιο της πολιτικής ενσωμάτωσης» ( Politische Union 4
ohne europäischen Demos? Die fehlende Gemeinschaft der Europäer als Hindernis der politischen Integration). Αφετηρία της μελέτης αυτής αποτελεί η αισιόδοξη πεποίθηση ότι το μέλλον της Ευρώπης θα είναι ή θα ήταν η δημιουργία ενός Ομόσπονδου Ευρωπαϊκού Κράτους και η διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας των Ευρωπαίων, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο η επιστροφή στις κοινές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η βασική θέση του συγγραφέα, ότι ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί, υποστηρίζεται με επιχειρήματα που αντλούνται από δύο κυρίως πηγές. α) Από μια ιστορική ανάλυση των παραγόντων που οδήγησαν στη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΕ, από την οποία προκύπτει ότι σε καμία εξελικτική τους φάση δεν υπήρχε ένα μαζικό κίνημα πολιτών για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ίδρυση τους ήταν και παρέμεινε ένα κατασκεύασμα των πολιτικών ελίτ χωρίς υποστήριξη της βάσης. Η ιστορία όμως δείχνει, αντίθετα, ότι σε κάθε περίπτωση επιτυχούς δημιουργίας εθνικού κράτους υπήρξε ένα ισχυρό μαζικό κίνημα για την ενοποίηση ή για την απελευθέρωση από ξένο ζυγό. β) Από μια έρευνα με γραπτό ερωτηματολόγιο για τις συναπτόμενες αμοιβαίες φιλίες των προερχόμενων από 150 χώρες 1.700 μαθητών των έξι τάξεων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Ευρωπαϊκού Σχολείου του Λουξεμβούργου. Από την έρευνα αυτή προκύπτει ότι οι εθνικές ή άλλες συλλογικές ταυτότητες συγκροτούνται με βάση τις συγγένειες των ομάδων, δηλαδή με βάση την ομοιογένεια. Επομένως παραμένει ανοιχτό κα αναπάντητο το βασικό ερώτημα με βάση ποιες υπαρκτές συγγένειες και ομοιότητες μπορεί να συγκροτηθεί η ευρωπαϊκή κοινωνία και σε ποιες κοινωνίες υπάρχουν οι περισσότερες ομοιότητες. Το τελικό συμπέρασμα της εργασίας είναι ότι δεν υπάρχουν ρεαλιστικές δυνατότητες για μια πολιτική ένωση, διότι δεν υπάρχουν ούτε μαζική βάση ούτε ένα κίνημα πολιτικών υπέρ της πολιτικής ένωσης. Στο βιβλίο αυτό αναφέρθηκα λίγο πιο αναλυτικά για δύο λόγους: αφενός λόγω της επικαιρότητάς του στο πλαίσιο των σύγχρονων συζητήσεων για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωπαϊκή κρίση και αφετέρου γιατί Πρόκειται για μια εργασία, με εξαιρετική επίκαιρη θεματική, καθώς και συνεκτική και πολυεπίπεδη επιχειρηματολογία, η οποία θα συζητηθεί. 2. O MK έχει ευρεία επιστημονική συγκρότηση και είναι βαθύς γνώστης τόσο της κοινωνιολογικής προβληματικής, σε συσχετισμό με το κοινωνικό σύστημα και την εκπαίδευση, όσο και της εμπειρικής μεθοδολογίας στην κοινωνική και εκπαιδευτική έρευνα. Συζητά πάντα με ζήλο και επιμονή επιστημονικά θέματα και στηρίζει με 5
ισχυρά επιχειρήματα τις απόψεις του. Ενίοτε όμως απορρίπτει εξίσου σθεναρά αντίθετες απόψεις και επιλογές, όταν αυτές δεν εντάσσονται στη λογική και στα κριτήρια της επιστήμης που υιοθετεί ο ίδιος. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνονται βέβαια διαφορές απόψεων και διαφωνίες. Και εγώ π. χ. διαφωνώ εν μέρει με κάποιες επιλογές και απόψεις του, τον εκτιμώ όμως βαθύτατα ως επιστήμονα και σέβομαι τις διαφορετικές απόψεις του, που είναι πάντα σαφείς και τεκμηριωμένες. Οι διαφορές απόψεων και οι διαφωνίες αποτελούν άλλωστε τον αιμοδότη του επιστημονικού διαλόγου και της επιστημονικής εξέλιξης, ενώ στην προκείμενη περίπτωση εμπλουτίζουν ευεργετικά τον δικό μας Τομέα της Παιδαγωγικής. Ως άνθρωπος ο ΜΚ είναι ευγενής και ευπροσήγορος στην επικοινωνία του με συναδέλφους και φοιτητές και διαθέτει ένα ευχάριστο, στεγνό και κάπως ξενικό θα έλεγα, χιούμορ. Στις τρεις και πλέον δεκαετίες που γνωριζόμαστε έχω συνεργαστεί ερευνητικά μαζί του και έχω αποκομίσει πνευματικό κέρδος από τη συνεργασία μας αυτή. Εκτιμώ ιδιαίτερα την ευθύτητα, την ειλικρίνεια, τη συνέπεια και την ακεραιότητά του. Αγαπητέ Μιχάλη, σου εύχομαι από καρδιάς υγεία και μακροημέρευση και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσεις με τον ίδιο ή και περισσότερο ζήλο το ερευνητικό και συγγραφικό σου έργο. Έχεις πολλά να μα δώσεις ακόμη. Παναγιώτης Δ. Ξωχέλλης Θεσσαλονίκη, 3 Ιουνίου 2013 6