ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΛΑΩΝ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Σχολικό Έτος: 2012-2013, Β Τετράμηνο Σχολείο: 1 ο Γενικό Λύκειο Παραλίας Τάξη: Β Λυκείου Μέλη υποομάδας: Κωνσταντινάκου Μαριλένα Μαυριοπούλου Βαρβάρα Μπαζάρογλου Γεωργία Μπαρδάκη Κωνσταντίνα Ντούκας Ηλίας Όνομα υποομάδας: Dreamers Υπεύθυνες καθηγήτριες: Αδαμοπούλου Αναστασία & Χρυσανθοπούλου Διονυσία 0
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριουδάκι της Αγγλίας, μακριά από τη φασαρία της πόλης, ήταν δυο παιδάκια. Η Μάργκαρετ και ο Κρίστοφερ έμεναν σε δύο από τις μεγαλύτερες φάρμες του χωριού, η μία δίπλα στην άλλη. Η Μάργκαρετ ήταν δώδεκα χρονών, πολύ όμορφη, με πράσινα μάτια και καστανά μαλλιά. Ο Κρίστοφερ στην ίδια ηλικία με τη Μάργκαρετ, ήταν ψηλός για την ηλικία του, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Μοναχοπαίδια και τα δύο, ο ένας έβλεπε στο πρόσωπο του άλλου το αδερφάκι που ποτέ δεν είχε. Από μικροί έκαναν πάρα πολλή παρέα και ήταν δεμένοι σαν πραγματικά αδέρφια. Και σα να μην έφτανε αυτό, μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τα άλογα. Μεγαλωμένα, λοιπόν, σε ισχυρές και πλούσιες οικογένειες, είχαν τα δικά τους καθαρόαιμα άλογα, από μικρή ηλικία. Καταπληκτικοί ιππείς και οι δύο, κάθε φορά που τελείωναν το σχολείο και το διάβασμα, χάνονταν για ώρες μαζί με τα άλογά τους. Όποτε έμεναν μόνοι μαζί τους, ξεχνιόντουσαν, ήταν αληθινά χαρούμενοι και δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα άλλο. Γύριζαν στα σπίτια τους μόνο όταν είχε νυχτώσει και αυτό για να μην στενοχωρήσουν τους γονείς τους. Αν γινόταν, θα μπορούσαν να έμεναν για μέρες κάνοντας ιππασία μέσα στο δάσος ή στα λιβάδια πίσω από το βουνό. Τα χρόνια τους τα περνούσαν έτσι ήρεμα δίπλα στα αγαπημένα τους άλογα χωρίς να χάνουν στιγμή το χαμόγελό τους. Μα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, έφτασε η στιγμή της ενηλικίωσης, που ο καθένας θα έπρεπε να επιλέξει το δικό του δρόμο. Οι γονείς τους μπορεί να μην επεμβαίνανε συχνά στις ζωές τους, αλλά σε αυτό ήταν κάθετοι, έπρεπε να σπουδάσουν. Δυστυχώς όμως, στο μικρό χωριό που ζούσαν δεν υπήρχαν ούτε πανεπιστήμια ούτε κάποια άλλη σχολή. Και ενώ όλα τα άλλα παιδιά ήταν χαρούμενα που είχαν τελειώσει πλέον 1
το σχολείο, η Μάργκαρετ και ο Κρίστοφερ δεν ήθελαν ούτε να σκεφτούν ότι σε λιγότερο από τρεις μήνες θα πήγαιναν σε μια μεγάλη πόλη, μακριά από τη φύση και τα άλογά τους. Έτσι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να περνούν πολύ χρόνο μαζί. Το καλοκαίρι όμως δεν άργησε να περάσει και έφτασε η μέρα που θα έφευγαν για την πόλη. Ο Κρίστοφερ είχε ετοιμαστεί γρηγορότερα και περίμενε τη Μάργκαρετ για να πάνε στον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό. Όταν επιτέλους, μετά από ταξίδι τριών ωρών έφτασαν στην πόλη, τα παιδιά είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα. Αρχικά, θα ήταν αναγκασμένα να συνηθίσουν τους ρυθμούς της πόλης, όπως την κίνηση και τη φασαρία, αλλά και να είναι προσεκτικοί με τους ανθρώπους γιατί θα προσπαθούσαν να τους εκμεταλλευτούν. Η πρώτη εβδομάδα τούς φάνηκε πολύ δύσκολη να προσαρμοστούν, όσο όμως κυλούσαν οι μέρες, ήταν όλο και πιο εύκολο. Ο πρώτος χρόνος του πανεπιστημίου φαινόταν να περνά πολύ ευχάριστα. Η Μάργκαρετ είχε ακολουθήσει το παιδικό της όνειρο, να γίνει κτηνίατρος, ενώ ο Κρίστοφερ, που σπούδαζε φαρμακευτική, ήθελε, όταν θα τελείωνε, να βρίσκει φάρμακα για τα άλογα. Όμως, μετά τις εξετάσεις, η σχολή του Κρίστοφερ τού πρότεινε να πάρει μέρος σε ένα πρόγραμμα με το οποίο έστελναν σε χώρες του εξωτερικού φοιτητές, με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Ήταν μια πολύ καλή προσφορά και, όπως ήταν φυσικό, το σκεφτόταν πολύ σοβαρά. Μετά από δύο μήνες και,αφού είχε συζητήσει με τους γονείς του και τη Μάργκαρετ, αποφάσισε ότι το καλύτερο γι αυτόν θα ήταν να δεχτεί την πρόταση και να πάει στο πανεπιστήμιο. Την επόμενη χρονιά, πριν αρχίσει ακόμα το δεύτερο έτος, μάζεψε τα πράγματά του και πήγε στην Αμερική για να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή. Η Μάργκαρετ έπρεπε τώρα να μάθει να ζει μόνη της και να κάνει νέες παρέες. Στην αρχή, της φάνηκε πολύ δύσκολο τα πλουσιοκόριτσα τη θεωρούσαν χωριατοπούλα και δεν την ήθελαν. Ευτυχώς όμως υπήρχαν κάποιες κοπέλες που και αυτές ήταν από χωριά, μακριά από πόλεις και ήθελαν πάρα πολύ την παρέα της.όσο και για τον Κρίστοφερ, δεν άργησε να κάνει καινούριες παρέες.στην Αμερική το διαφορετικό ήταν όλο και πιο ελκυστικό.τα 2
κορίτσια τον είχαν ως τον ωραίο του σχολείου και δεν άργησαν να πάρουν αέρα τα μυαλά του.η Μάργκαρετ, ωστόσο, μεγαλώνοντας γινόταν όλο και πιο όμορφη, παραμένοντας όμως πάντα προσγειωμένη. Όταν οι σπουδές τους είχαν πλέον τελειώσει και είχαν πάρει και οι δύο τα πτυχία τους, ως αριστούχοι, οι προτάσεις που είχαν για δουλειές ήταν πολλές. Ο Κρίστοφερ είχε πλέον γυρίσει στην Αγγλία. Νόμιζε ότι, αν έκανε παρέα με την Μάργκαρετ, η φήμη του θα καταστρεφόταν και όλοι θα τον κορόιδευαν. Αποφάσισε λοιπόν να μην πει σε κανέναν τίποτα. Βρήκε δουλειά σε ένα πολύ μεγάλο εργαστήριο, το οποίο έκανε έρευνες για να βρει νέα φάρμακα για άρρωστα ζώα. Αντίθετα, η Μάργκαρετ, μετά την ορκωμοσία της ως κτηνίατρος, βρήκε εργασία σε μία από τις μεγαλύτερες κλινικές περίθαλψης ζώων. Αυτό όμως που ο Κρίστοφερ δεν ήξερε ήταν ότι το εργαστήριο όπου εργαζόταν ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος της κλινικής της Μάργκαρετ. Οι κτηνίατροι που δούλευαν στην κλινική θεωρούσαν ότι στο εργαστήριο έκαναν πειράματα στα ζώα. Το καλοκαίρι, λοιπόν, όταν πλέον και οι δύο είχαν κλείσει τα εικοσιπέντε, εντελώς τυχαία αποφάσισαν να επισκεφτούν τους γονείς τους τις ίδιες μέρες. Η συνάντηση μόνο συγκινητική δεν ήταν. Η Μάργκαρετ που είχε πλέον μάθει πού εργαζόταν ο Κρίστοφερ, ήταν πολύ θυμωμένη μαζί του. Δεν πίστευε ότι ο παιδικός της φίλος, που τον αγαπούσε τόσο πολύ, θα έκανε πειράματα πάνω στα ζώα. Και σα να μην έφτανε αυτό, δεν της είχε πει τίποτα για την επιστροφή του. Έτσι νόμιζε ότι ζούσε ακόμα στην Αμερική. Ήταν σαν άλλος άνθρωπος, όπου και να πήγαινε είχε ένα υπεροπτικό ύφος, μιλούσε συνεχώς για τη δουλειά του και τα επιτεύγματά του και κουβαλούσε μαζί του το φορητό υπολογιστή του. Εκείνος την απέφευγε και έβρισκε ως δικαιολογία ότι είχε πολλή δουλειά. Σα να είχαν διαγραφεί από τη μνήμη του τα παιδικά τους χρόνια. Δεν ήξερε τι του είχε συμβεί. Μια μέρα λοιπόν δεν άντεξε άλλο κι ενώ ο Κρίστοφερ φλυαρούσε στους γείτονες για το τι είχε καταφέρει, πήγε κοντά, τον έπιασε και φωνάζοντάς του ξέσπασε. Του εξήγησε πόσο είχε αλλάξει και πώς ένιωθε που ο καλύτερό της φίλος δεν της μιλούσε πια..μόλις 3
τελείωσε, πριν της απαντήσει, πήρε το άλογό της και έφυγε τρέχοντας. Ο Κρίστοφερ τα έχασε και, χωρίς να περάσει λεπτό, κατευθύνθηκε προς το στάβλο, πήρε το άλογό του και έτρεξε από πίσω της. Δεν μπορούσε όμως να τη βρει. Σκεφτόταν συνέχεια όσα του είχε πει, είχε δίκιο, το ήξερε ότι είχε δίκιο, αλλά ήταν τόσο εγωιστής Ως εκεί όμως! Είχε καταλάβει το λάθος του και τώρα προσπαθούσε να βρει τη Μάργκαρετ για να επανορθώσει. Να της δώσει μια εξήγηση για την συμπεριφορά του. Αν πάθαινε κάτι, θα έφταιγε αυτός. Φοβόταν και δεν ήξερε πού αλλού να ψάξει. Μόνο ένα μέρος είχε μείνει, το χωράφι με τις παπαρούνες λίγο πιο έξω από το δάσος. Μόλις έφτασε, είδε ξαφνικά το άλογό της στο έδαφος και αυτήν σφίγγοντας το πάνω της να το παρηγορεί. Είχε χτυπήσει σοβαρά το πόδι του και δυστυχώς η Μάργκαρετ δεν μπορούσε να το βοηθήσει. Ήταν πολύ μακριά από το σπίτι και δεν είχε τίποτα μαζί της για να το φροντίσει, ούτε μια γάζα. Ο Κρίστοφερ την πλησίασε και, μόλις είδε το αιμόφυρτο ζώο κάτω, έτρεξε γρήγορα να βρει βοήθεια. Αφού μετέφεραν το πληγωμένο άλογο στη φάρμα, η Μάργκαρετ το περιποιήθηκε και το άφησε να ησυχάσει. Μετά από λίγο, στενοχωρημένη έκανε μια μικρή βόλτα στη φάρμα για να ηρεμήσει και να ξεχάσει την εικόνα του χτυπημένου αλόγου της Και ενώ περπάταγε, πήγε ο Κρίστοφερ κοντά της, την αγκάλιασε και της ζήτησε με όλη του την ψυχή συγγνώμη. Της εξήγησε ότι τον είχε τυφλώσει ο εγωισμός και η δόξα. Ό,τι λεγόταν για την κλινική ήταν ψέματα και δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κακό σε ζώα. Στη συνέχεια, θέλοντας να επανορθώσει, της πρότεινε να συνεργαστούν σε μια νέα δουλειά, ανοίγοντας τη δική τους επιχείρηση που να 4
ασχολείται με τη φροντίδα αλόγων. Η Μάργκαρετ σαν φίλη που δεν ξεχνά ποτέ, τον συγχώρησε και δέχτηκε χαρούμενη την πρότασή του! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. 5