ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 6.10.2014 SWD(2014) 295 final ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ για τις μεθόδους υπολογισμού και τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 7α της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ που συνοδεύει το έγγραφο ΟΔΗΓΙΑ.../ /ΕE ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση μεθόδων υπολογισμού και απαιτήσεων υποβολής στοιχείων σύμφωνα με την οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ {COM(2014) 617 final} {SWD(2014) 296 final} EL EL
ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ για τις μεθόδους υπολογισμού και τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 7α της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ που συνοδεύει το έγγραφο ΟΔΗΓΙΑ.../ /ΕE ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση μεθόδων υπολογισμού και απαιτήσεων υποβολής στοιχείων σύμφωνα με την οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το 2009 η οδηγία για την ποιότητα των καυσίμων 1 («ΟΠΚ») θέσπισε υποχρέωση στους προμηθευτές καυσίμων να μειώσουν κατά 6% την ένταση των αερίων του θερμοκηπίου («GHG») κατά τον κύκλο ζωής όλων των οδικών καυσίμων (και των καυσίμων μη οδικών κινητών μηχανημάτων) έως το 2020. Για να συμμορφωθούν με την εν λόγω απαίτηση, οι προμηθευτές καυσίμων πρέπει να υποβάλλουν στοιχεία και να λογοδοτούν για τις εκπομπές GHG που σχετίζονται με τα καύσιμα που προμηθεύουν. Η ανάπτυξη της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό της έντασης GHG κατά τον κύκλο ζωής των καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης έγινε μέσω της επιτροπολογίας 2. Στην ΟΠΚ περιγράφεται ήδη μια μεθοδολογία για τον υπολογισμό της έντασης GHG κατά τον κύκλο ζωής των βιοκαυσίμων. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα σχέδιο 3 εκτελεστικού μέτρου συζητήθηκε στην Επιτροπή Ποιότητας Καυσίμων με τα κράτη μέλη στη διάρκεια των ετών 2011 και 2012 και οδήγησε σε ψήφο «απουσίας γνώμης». Σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης περί επιτροπολογίας, η Επιτροπή είναι τώρα υποχρεωμένη να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο. Η παρούσα εκτίμηση επιπτώσεων υποστηρίζει μια τέτοια πρόταση. 2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Δυνάμει του άρθρου 7α της ΟΠΚ οι προμηθευτές καυσίμων πρέπει να υποβάλλουν προς τις αρχές των κρατών μελών ετήσιες εκθέσεις για τους συνολικούς όγκους των τύπων καυσίμων / της ενέργειας που παρέχουν, υποδεικνύοντας την προέλευση και τον χώρο αγοράς τους, καθώς και τις εκπομπές GHG κατά τον κύκλο ζωής τους ανά μονάδα ενέργειας. Ο μηχανισμός υποβολής στοιχείων στοχεύει να εξασφαλίσει την ακρίβεια, όσον αφορά τις μειώσεις εκπομπών GHG που πρέπει να επιτευχθούν, καθώς και τα στοιχεία σχετικά με την πραγματική μέση ένταση GHG των συναφών καυσίμων που καταναλώνονται στην ΕΕ, προκειμένου να επικαιροποιηθεί το συγκριτικό (αντικαθιστάμενο) ορυκτό καύσιμο, το οποίο μετρά την εξοικονόμηση GHG που παρέχεται από τα βιοκαύσιμα. Είναι δυνατές διάφορες παραλλαγές για την ανάπτυξη μιας τέτοιας μεθοδολογίας ανάλογα με το επίπεδο διαχωρισμού που χρησιμοποιείται (π.χ. προϊόν, πρώτη ύλη ή φορτίο) και με το αν επιτρέπονται οι πραγματικοί υπολογισμοί εκπομπών GHG και/ή προκαθορισμένες τιμές. Οι πιθανές μεθοδολογίες επιβάλλουν διαφορετικές απαιτήσεις στη βιομηχανία ανάλογα με την πολυπλοκότητά τους και τελικά θα οδηγήσουν σε διαφορετικές ενδεικτικές τιμές που θα επηρεάσουν το τελικό μείγμα καυσίμων και τις αντίστοιχες σχετιζόμενες δράσεις μετριασμού. Ο σκοπός της παρούσας εκτίμησης επιπτώσεων είναι να εκτιμηθεί η καταλληλότητα των επιλογών για την ανάπτυξη μιας τέτοιας μεθοδολογίας και ο σχετικός περιβαλλοντικός, οικονομικός και κοινωνικός αντίκτυπός τους. Για να υποστηρίξει την εκτίμησή της, η Επιτροπή ξεκίνησε το 2012 4 εξωτερική μελέτη, της οποίας τα προσωρινά συμπεράσματα συζητήθηκαν με τους ενδιαφερομένους τον Δεκέμβριο του 2012 και τον Απρίλιο του 2013 5. 1 2 3 4 5 Οδηγία 98/70/ΕΚ. Οδηγία 2009/30/EΚ, Άρθρο 7α παράγραφος 5. Παραρτήματα 3 και 4 της τρέχουσας πρότασης: http://ec.europa.eu/transparency/regcomitology/index.cfm?do=search.documentdetail&xovfoqkyht6 7nl0gDR9EQ0pDU4MfDGIJHglKuEmrBsRhxbx1TISJ2Mfg5DtxY23N https://circabc.europa.eu/w/browse/6893ba02-aaed-40a7-bf0d-f5affc85a619 https://circabc.europa.eu/w/browse/ced1b370-4443-49ef-839f-fa4a8b55a550 και https://circabc.europa.eu/w/browse/9ee501ad-fdfe-4975-80d4-477557384644
3. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ Η υποχρέωση των προμηθευτών να μειώσουν κατά 6% έως το 2020 την ένταση GHG κατά τον κύκλο ζωής των οδικών καυσίμων που χρησιμοποιούνται σε οδικά οχήματα (και σε μη οδικά κινητά μηχανήματα) θεσπίστηκε με την έκδοση της ΟΠΚ. 4. ΣΤΟΧΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Η επιλεγμένη μεθοδολογία πρέπει να εκπληρώνει τον γενικό στόχο της ΟΠΚ: Διασφάλιση ότι η ένταση GHG των καυσίμων οδικών μεταφορών μετράται με ακρίβεια και μειώνεται κατά τουλάχιστον 6% σε σύγκριση με το 2010. Δεδομένου του ακόλουθου ειδικού στόχου: Θέσπιση κατάλληλης μεθοδολογίας προκειμένου οι προμηθευτές καυσίμων να εκτιμούν με ακρίβεια και να υποβάλλουν στοιχεία σχετικά με τους όγκους, την προέλευση, τον χώρο αγοράς και τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής των καυσίμων που προμηθεύουν. και των επιχειρησιακών στόχων: Θέσπιση μεθοδολογίας προκειμένου οι προμηθευτές καυσίμων να υποβάλλουν όσον το δυνατόν πιο ακριβή στοιχεία για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής, καλύπτοντας όλα τα σχετικά στάδια, περιλαμβανομένης της εκχύλισης, των αλλαγών χρήσης γης, της μεταφοράς και της διανομής, της επεξεργασίας και της καύσης, ανεξάρτητα από το πού πραγματοποιούνται αυτές οι εκπομπές, για τα καύσιμα και την ενέργεια που προμηθεύουν -πλην των βιοκαυσίμων. Διασφάλιση ότι η μεθοδολογία οδηγεί σε όσο το δυνατόν ακριβέστερο συγκριτικό ορυκτού καυσίμου. Διασφάλιση ότι η μεθοδολογία υποβολής στοιχείων είναι όσο το δυνατόν πιο συνεκτική με εκείνη που έχει θεσπιστεί ήδη στη νομοθεσία για τα βιοκαύσιμα. Διασφάλιση ότι η εν λόγω μεθοδολογία επιτρέπει στα κράτη μέλη να επαληθεύουν τη συμμόρφωση των προμηθευτών καυσίμων με την υποχρέωσή τους, κατά τρόπο που δεν οδηγεί σε μη αποδεκτό επίπεδο διοικητικής επιβάρυνσης για τους προμηθευτές και τις αρμόδιες αρχές. 5. ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Οι επιλογές πολιτικής που εξετάστηκαν στην εκτίμηση επιπτώσεων περιγράφονται παρακάτω: Επιλογές / δευτερεύουσες επιλογές A) Απουσία μεθοδολογίας B) Προκαθορισμένες τιμές GHG ανά τύπο καυσίμου Περιγραφή Δεν θα προταθεί καμία μεθοδολογία και, επομένως, τα κράτη μέλη δεν θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν την ΟΠΚ. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν προβαίνει σε κάποια ενέργεια κατά συνέπεια, η εν λόγω επιλογή απορρίπτεται χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Αυτή η προσέγγιση αντιπροσωπεύει την απλούστερη απαίτηση υποβολής στοιχείων. Απαιτεί την ανάπτυξη μέσης προκαθορισμένης τιμής έντασης GHG για τους τέσσερις κύριους τύπους καυσίμων που καταναλώνονται στην ΕΕ (δηλ. βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης / πετρέλαιο ναυτιλίας, υγραέριο και πεπιεσμένο φυσικό αέριο). Δεν κάνει διαχωρισμό μεταξύ των προμηθευτών σύμφωνα με τις πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στο μείγμα καυσίμων τους, καθώς αυτές είναι ενσωματωμένες στον μέσο όρο της ΕΕ (επιλογή B1) ή των κρατών μελών (επιλογή B2). Καθώς η επιλογή B2 οδηγεί σε φραγμούς στην εσωτερική αγορά (ισχύουν διαφορετικές απαιτήσεις για προμηθευτές καυσίμων ανάλογα με το
Γ) Προκαθορισμένες τιμές GHG ανά τύπο πρώτης ύλης Δ) Προκαθορισμένες τιμές GHG ανά τύπο πρώτης ύλης ή πραγματικές τιμές GHG E) Πραγματικές τιμές GHG κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η προμήθεια του καυσίμου), πράγμα που αντίκειται στον στόχο της ΟΠΚ, η εν λόγω επιλογή έχει απορριφθεί και μόνο η επιλογή B1 έχει εξεταστεί περαιτέρω. Η επιλογή B1 προκρίνεται από τη βιομηχανία πετρελαίου (περιλαμβανομένων μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, ιδιωτών και εμπόρων), από ορισμένες χώρεςεξαγωγείς πετρελαίου και από ορισμένα κράτη μέλη. Σύμφωνα με αυτήν την επιλογή, η ένταση GHG όλων των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ υποβάλλεται ξεχωριστά με τη χρήση μέσων προκαθορισμένων τιμών (δηλ. βενζίνης και πετρελαίου κίνησης / πετρελαίου θέρμανσης από αργό πετρέλαιο, φυσικό βιτουμένιο, σχιστολιθικό πετρέλαιο, άνθρακα σε υγρά καύσιμα, αέρια καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια κ.λπ.). Ως εκ τούτου, υποβάλλονται στοιχεία για τις διαφορές μεταξύ προμηθευτών σύμφωνα με τις πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στο μείγμα καυσίμων τους. Η εν λόγω μεθοδολογία απαιτεί από τους προμηθευτές να συλλέγουν πληροφορίες πέρα από τα υπάρχοντα επίπεδά τους, καθώς και πρόσθετες απαιτήσεις για την παρακολούθησή τους σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού. Η επιλογή Γ ήταν το μέτρο που υποβλήθηκε στα κράτη μέλη τον Οκτώβριο του 2011. Η εν λόγω επιλογή προκρίνεται από περιβαλλοντικές ΜΚΟ και ορισμένα κράτη μέλη. Με αυτήν την επιλογή, η συμμόρφωση των προμηθευτών βασίζεται στον αντίκτυπο των GHG όλων των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ (π.χ., βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης / πετρέλαιο θέρμανσης από αργό πετρέλαιο, φυσικό βιτουμένιο, σχιστολιθικό πετρέλαιο, άνθρακα σε υγρά καύσιμα, αέρια καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια κ.λπ.). Οι προμηθευτές υποβάλλουν στοιχεία για τις προκαθορισμένες τιμές με βάση τον μέσο όρο (επιλογή Δ1) ή συντηρητικές τιμές, τιμές υψηλότερες από τον μέσο όρο, τιμές έντασης GHG (Δ2). Αυτές οι επιλογές απαιτούν υποβολή στοιχείων για την προέλευση των πρώτων υλών ορυκτών καυσίμων. Εναλλακτικά, οι προμηθευτές μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν τις πραγματικές τιμές. Η εν λόγω επιλογή προϋποθέτει τις ίδιες απαιτήσεις συλλογής στοιχείων και ιχνηλασιμότητας με την επιλογή Γ, την προσπάθεια συμμόρφωσης της επιλογής B1, και πρόσθετες προσπάθειες για τους προμηθευτές που επιλέγουν την υποβολή των πραγματικών τιμών. Οι επιλογές Δ1 και Δ2 προκρίνονται από τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ και τους ενδιαφερομένους των τομέων της βιοενέργειας και της γεωργίας, καθώς η εν λόγω μεθοδολογία εφαρμόζεται στα βιοκαύσιμα. Η εν λόγω επιλογή απαιτεί εκτιμήσεις των ανάντη εκπομπών GHG για τον υπολογισμό και την υποβολή στοιχείων για μεμονωμένα φορτία καυσίμων (π.χ. τοπικό επίπεδο, εμπορική επωνυμία, εμπορεύσιμο όνομα αργού πετρελαίου κ.λπ.) από τους προμηθευτές. Η εν λόγω επιλογή αναμένεται ότι θα παρέχει την ακριβέστερη υποβολή στοιχείων έντασης GHG των καυσίμων που καταναλώνονται στην ΕΕ, αλλά είναι και η περισσότερο σύνθετη, καθώς οι προμηθευτές πρέπει να παρέχουν τις δικές τους τιμές και, επί του παρόντος, υπάρχουν περιορισμοί στοιχείων. Η επιλογή E δεν προκρίνεται από καμία συγκεκριμένη ομάδα ενδιαφερομένων, παρότι θεωρείται από ορισμένα κράτη μέλη και ορισμένες τρίτες χώρες-εξαγωγείς πετρελαίου ως η πιο θεμιτή προσέγγιση, καθώς βασίζεται σε πλήρη διαφοροποίηση όλων των καυσίμων. 6. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Η παρούσα σύνοψη παρουσιάζει τις επιλογές με βάση την αποτελεσματικότητά τους στην επίτευξη των βασικών στόχων, καθώς και τις συνέπειές τους για τον ευρύτερο περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο.
6.1. Αποτελεσματικότητα Η πιο αποτελεσματική επιλογή για την υποβολή στοιχείων σχετικά με την ένταση GHG καυσίμων σε επίπεδο ΕΕ και προμηθευτών είναι η επιλογή E, επειδή απαιτεί από όλους τους προμηθευτές καυσίμων να υποβάλλουν τις πραγματικές τιμές. Ωστόσο, τα πραγματικά αναλυτικά στοιχεία ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμα επί του παρόντος για όλους τους τύπους καυσίμων και τους προμηθευτές είναι επίσης η πλέον σύνθετη από πλευράς επαλήθευσης και ενέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο απάτης. Η δεύτερη ακριβέστερη επιλογή για την υποβολή στοιχείων για την ένταση GHG σε επίπεδο ΕΕ και προμηθευτών είναι η επιλογή Γ, καθώς ο διαχωρισμός καυσίμων σε επίπεδο πρώτης ύλης καλύπτει ήδη το μεγαλύτερο μέρος της διακύμανσης μεταξύ των καυσίμων σύμφωνα με την ένταση GHG. Η εν λόγω μεθοδολογία απαιτεί πρόσθετες προσπάθειες συλλογής στοιχείων και παρακολούθησης από τους προμηθευτές καυσίμων και η επαλήθευση από τα κράτη μέλη θα έχει μέτρια πολυπλοκότητα. Οι τρίτες πιο ακριβείς επιλογές είναι η Δ1 και Δ2. Οι εν λόγω επιλογές παρέχουν μέτρια ακρίβεια για την υποβολή στοιχείων για την ένταση GHG σε επίπεδο προμηθευτή, για παρόμοιους λόγους με την επιλογή B1. Ωστόσο, δεδομένου ότι με αυτήν την επιλογή μόνο οι προμηθευτές με χαμηλότερη ένταση GHG από τον μέσο όρο της ΕΕ θα ενθαρρύνονται να υποβάλλουν τις πραγματικές τιμές, οι υποβαλλόμενες μέσες εκπομπές της ΕΕ θα μπορούσαν να υπο-εκτιμηθούν έως 1 ποσοστιαία μονάδα από τον συνολικό στόχο 6% στην περίπτωση της επιλογής Δ1. Αυτή η συνέπεια θα μπορούσε να μετριαστεί με την επιλογή Δ2, καθώς η συντηρητική προκαθορισμένη τιμή θα ενθαρρύνει επίσης τους προμηθευτές καυσίμων με υψηλότερες εκπομπές από τον μέσο όρο να υποβάλλουν πραγματικές τιμές. Η εν λόγω μεθοδολογία απαιτεί σημαντικές πρόσθετες προσπάθειες συλλογής στοιχείων και παρακολούθησης από τους προμηθευτές καυσίμων και η επαλήθευση από τα κράτη μέλη θα είναι σύνθετη. Οι ρυθμίσεις θα είναι πιο σύνθετες για τους προμηθευτές που επιλέγουν να παρέχουν πραγματικές τιμές. Η απλούστερη και λιγότερο δαπανηρή επιλογή είναι η B1 (μέσες προκαθορισμένες τιμές ανά καύσιμο). Ωστόσο, είναι επίσης λιγότερο ακριβής λόγω του γεγονότος ότι οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που βασίζονται στους μέσους όρους δεν καλύπτουν τις διακυμάνσεις έντασης GHG μεταξύ κατηγοριών πρώτων υλών (δηλ. συμβατικά έναντι μη συμβατικών καυσίμων) και εντός των κατηγοριών (υψηλότερης έντασης συμβατικά καύσιμα έναντι συμβατικών καυσίμων χαμηλότερης έντασης). Ενώ αυτή η επιλογή ενέχει ορισμένους κινδύνους όσον αφορά την ακρίβεια των υποβαλλόμενων μέσων εκπομπών της ΕΕ, καθώς και την ανάπτυξη των τιμών συγκριτικού ορυκτού καυσίμου, επειδή δεν συλλέγονται πληροφορίες αγοράς, η εν λόγω επιλογή θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να επαληθεύσουν τη συμμόρφωση με τον απλούστερο δυνατό τρόπο και να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες απάτης μέσω της εφαρμογής μιας μεθοδολογίας με τη μικρότερη διοικητική πολυπλοκότητα. Όσον αφορά τη συνεκτικότητα πολιτικής με τα βιοκαύσιμα, η επιλογή Δ2 θα είναι πιο συνεκτική, ενώ οι επιλογές Δ1 και Γ θα είναι εν μέρει συνεκτικές με τη μεθοδολογία βιοκαυσίμων. Επιπλέον, η επιλογή E θα είναι επαχθέστερη για τους προμηθευτές καυσίμων. Σαφώς η επιλογή B1 θα είναι λιγότερο επαχθής. 6.2. Περιβαλλοντικές επιπτώσεις Η παραγωγή καυσίμων μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον λόγω ανάντη και κατάντη δραστηριοτήτων, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικές επιπτώσεις για την ποιότητα αέρα και τη βιοποικιλότητα, καθώς και στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων πόρων, ιδίως για μη συμβατικές πηγές. Παρόλο που όλες οι επιλογές οδηγούν σε θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο σε σύγκριση με το βασικό σενάριο, ο θετικός αντίκτυπος της
επιλογής Γ είναι υψηλότερος, καθώς είναι μεγαλύτερη η μείωση της κατανάλωσης πηγών με μεγαλύτερη ένταση πόρων και μη συμβατικών πηγών που μολύνουν περισσότερο. 6.3. Οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις 6.3.1. Διοικητικές δαπάνες Η ποσοτικοποίηση της διοικητικής επιβάρυνσης έχει εκτιμηθεί ότι είναι η χαμηλότερη για την επιλογή B1, στα 3 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, καθώς αυτή η επιλογή έχει τον απλούστερο μηχανισμό υποβολής στοιχείων και επαλήθευσης. Οι εν λόγω δαπάνες αυξάνονται, σε συνάρτηση με τον υψηλότερο βαθμό πολυπλοκότητας, κατά μέσο όρο σε 15, 23, 23 έως 31 και 31 εκατ. ευρώ ετησίως για τις επιλογές Γ, Δ1, Δ2 και E αντίστοιχα. Αυτές οι δαπάνες είναι χαμηλές για όλες τις επιλογές και η τάξη μεγέθους τους είναι 0,001-0,01 λεπτά ανά λίτρο. 6.3.2. Δαπάνες συμμόρφωσης Όταν ληφθούν υπόψη τα επίπεδα βιοκαυσίμων και ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζονται για την εφαρμογή της οδηγίας για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, το μεγαλύτερο μέρος της πρόσθετης μείωσης άνθρακα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την ΟΠΚ προέρχεται από μειώσεις σε ανάντη εκπομπές και πρόσθετη μείξη βιοκαυσίμων σε όλες τις επιλογές που οδηγούν σε παρόμοιο κόστος. Η αντικατάσταση καυσίμων υψηλότερης έντασης με καύσιμα χαμηλότερης έντασης φαίνεται να παίζει μικρό ρόλο όσον αφορά τη συνολική μείωση που χρειάζεται με αυτές τις επιλογές όπου αυτό επιτρέπεται, δεδομένου ότι οι δαπάνες μείωσης για άλλες τεχνολογίες είναι πολύ πιο ευνοϊκή. Η επιλογή με τις χαμηλότερες δαπάνες συμμόρφωσης είναι η Δ1, στο 1 εκατ. ευρώ ετησίως, ακολουθούμενη από τις επιλογές B1, Γ, Δ2 και E, στα 6, 8, έως 9 και 9 εκατ. ευρώ αντίστοιχα 6. Αυτές οι δαπάνες είναι χαμηλές για όλες τις επιλογές -έως 0,003 λεπτά του ευρώ ανά λίτρο. Η επιλογή Δ1 αντιπροσωπεύει τις χαμηλότερες δαπάνες συμμόρφωσης λόγω υποεκτίμησης των εκπομπών σε επίπεδο ΕΕ, που οδηγεί σε απαίτηση για συνολικά χαμηλότερη προσπάθεια μείωσης. 6.3.3. Άλλες δαπάνες και αντίκτυπος στην ανταγωνιστικότητα Η επιλογή Δ1 φαίνεται να οδηγεί σε χαμηλότερη αύξηση στις δαπάνες αγοράς, στα 59 εκατ. ευρώ, λόγω της ανεπαρκούς υποβολής στοιχείων για τις μέσες εκπομπές της ΕΕ. Όλες οι άλλες επιλογές οδηγούν σε παρόμοιο κόστος αγοράς 79 εκατ. ευρώ. Για όλες τις επιλογές ο συνολικός αντίκτυπος στις αυξήσεις τιμής πρατηρίου έχει εκτιμηθεί σε 0,02-0,04 λεπτά του ευρώ ανά λίτρο 7. Όσον αφορά τον αντίκτυπο της πρόσθετης επιβάρυνσης στον τομέα της πετρελαιοβιομηχανίας, και ιδίως των διυλιστηρίων της ΕΕ, φαίνεται λογικό να υποτεθεί ότι οι παραγωγοί θα μετακυλίσουν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους στους καταναλωτές. Καθώς το κόστος είναι χαμηλό και δεν αναμένονται σημαντικές μειώσεις στη συνολική κατανάλωση καυσίμων, δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές στη δομή της αγοράς, στην προστιθέμενη αξία, στη δυνατότητα για καινοτομία και απασχόληση ή στην ανταγωνιστικότητα των διυλιστηρίων της ΕΕ σε σύγκριση με τους διεθνείς ανταγωνιστές. 6 7 Οι εκτιμώμενες δαπάνες αναφέρονται εδώ σε ετήσια βάση. Αντίθετα με τις διοικητικές δαπάνες, οι συνολικές δαπάνες συμμόρφωσης αναμένεται να πραγματοποιηθούν μόλις το 2020, όταν ισχύσει η υποχρέωση ΟΠΚ. Οι αυξήσεις τιμής πρατηρίου αντιπροσωπεύουν τη μεταβολή στο κόστος μεταξύ της γραμμής βάσης και των διαφορετικών επιλογών -η προσπάθεια επίτευξης της ΟΠΚ όταν επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Οι απόλυτες αυξήσεις τιμής πρατηρίου για το σύνολο της μείωσης 6% θα είναι περίπου 0,3 λεπτά ανά λίτρο.
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Συμπερασματικά, η επιλογή της μεθοδολογίας είναι σημαντική για τον καθορισμό της ακρίβειας της υποβαλλόμενης έντασης άνθρακα των καυσίμων που παρέχονται. Ορισμένες μεθοδολογίες οδηγούν σε κάποια υπο-εκτίμηση και/ή υπερ-εκτίμηση της έντασης GHG των καυσίμων στο επίπεδο προμηθευτή. Οι επιλογές Δ1 και Δ2 τείνουν επίσης να υπο-εκτιμούν την ένταση GHG των καυσίμων σε επίπεδο ΕΕ. Η ανακριβής υποβολή στοιχείων μπορεί να μειώσει εν μέρει τη συνολική φιλοδοξία της ΟΠΚ και να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η κατανομή της επιβάρυνσης μεταξύ των προμηθευτών καυσίμων. Οι επιλογές που οδηγούν σε περαιτέρω επίπεδο διαχωρισμού από τον απλό διαχωρισμό τύπου καυσίμου (δηλ. επίπεδο πρώτων υλών και φορτίου καυσίμου) είναι πιο αποτελεσματικές στην ενθάρρυνση της κατανάλωσης καυσίμων χαμηλότερης έντασης GHG, τα οποία μολύνουν λιγότερο. Οι εν λόγω επιλογές αποφέρουν θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Έμμεσα, αυτό τείνει να οδηγεί σε μικρές μειώσεις στα εισαγόμενα προϊόντα, καθώς το αργό πετρέλαιο που προμηθεύουν τα διυλιστήρια της ΕΕ τείνει να παρουσιάζει χαμηλότερη ένταση άνθρακα. Υπάρχει μικρή διακύμανση όσον αφορά το οικονομικό κόστος των διαφορετικών επιλογών, παρόλο που έχουν διαπιστωθεί ορισμένες διαφορές στις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες συμμόρφωσης η επιλογή B1 είναι η επιλογή με το χαμηλότερο κόστος. Αυτές οι δαπάνες δεν θεωρούνται σημαντικές ως προς τον οικονομικό αντίκτυπο ή τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα για τους προμηθευτές καυσίμων. Οι μειώσεις στις ανάντη εκπομπές και η αυξημένη μείξη βιοκαυσίμων παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος των πρόσθετων μειώσεων που χρειάζονται για την επίτευξη του στόχου ΟΠΚ με όλες τις επιλογές. Η δυνατότητα των προμηθευτών να αντικαθιστούν υψηλότερης με χαμηλότερης έντασης άνθρακα ορυκτά καύσιμα παίζει περιορισμένο ρόλο στην επίτευξη των απαιτούμενων μειώσεων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με αυτές τις επιλογές, όπου επιτρέπεται αυτή η επιλογή μείωσης. Όπου οι προμηθευτές μπορούν να επιλέξουν μεταξύ της υποβολής των πραγματικών τιμών έντασης GHG ή μιας προκαθορισμένης τιμής που παρέχεται, υπάρχει κίνδυνος οι προμηθευτές αργού πετρελαίου υψηλής έντασης να επωφεληθούν από αυτήν την ευελιξία, εκτός αν οι εν λόγω προκαθορισμένες τιμές ορίζονται συντηρητικά. Η επιλογή B1 οδηγεί στον απλούστερο μηχανισμό εφαρμογής και επαλήθευσης, δεδομένου ότι δεν απαιτεί πρόσθετη συλλογή στοιχείων. Ωστόσο, η επιλογή B1 (με βάση τις μέσες προκαθορισμένες τιμές ανά καύσιμο) δεν εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξουν ορισμένες ανακρίβειες όσον αφορά την υποβολή στοιχείων σχετικά με την ένταση των GHG σε επίπεδο προμηθευτή και θέτει ορισμένους κινδύνους στην υποβολή του μέσου όρου της ΕΕ. Αυτό συμβαίνει επειδή, με την υποβολή στοιχείων να βασίζεται στις μέσες προκαθορισμένες τιμές ανά καύσιμο, δεν συλλέγονται πραγματικές πληροφορίες αγοράς από τους προμηθευτές με αυτήν την επιλογή. Ενώ είναι η απλούστερη επιλογή, η περιβαλλοντική επίδοση της επιλογής B1 είναι σχετικά υποδεέστερη. Αντιθέτως, οι επιλογές Γ, Δ1 και Δ2 είναι παρόμοιες όσον αφορά την παροχή ακριβούς μεθοδολογίας και παρουσιάζουν θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, παρόλο που είναι πιο επαχθείς -ιδίως η Δ2. Συμπερασματικά, φαίνεται να υπάρχουν διάφορα θέματα που τελικά εξισορροπούν την επιλογή μεταξύ των επιλογών Γ, Δ1, Δ2 και B1. Η προσέγγιση της επιλογής B1 αναμένεται να οδηγήσει στις χαμηλότερες διοικητικές δαπάνες. Ενώ η επιλογή E είναι ελκυστική ως η δυνητικά ακριβέστερη, η βραχυπρόθεσμη υλοποίησή της θα είναι δύσκολη. Γι αυτό προτιμάται η επιλογή B1: μέσες προκαθορισμένες τιμές GHG ανά τύπο καυσίμου (βενζίνη/ντίζελ) με βάση μείγμα καυσίμων της ΕΕ («προσέγγιση βασικής υποβολής στοιχείων»).