Εισαγωγικό σημείωμα για την συμπεριφορά των Ιστορικών Κατασκευών στον Σεισμό. Β. Τσούρας Επικ. Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα μνημεία κάθε χώρας, είναι οι βασικοί παράγοντες που αντικατοπτρίζουν το ιστορικό παρελθόν και την ακτινοβολία του πολιτισμού. Με βάση την ιστορία της αρχιτεκτονικής, με τον όρο μνημείο, εννοούμε κάθε σπάνια και ασυνήθιστη κατασκευή η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική από πλευράς αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής ανάλυσης. Ένα από τα προνόμια της Ελλάδας, είναι η παρουσία του πολιτισμού και της ιστορία σε κάθε τετραγωνικό του εδάφους της. Εκτός από τα ιστορικά μνημεία παγκόσμιας ακτινοβολίας όπως, Αθήνα, Ολυμπία, κλπ. μνημεία είναι διάσπαρτα παντού. Δίπλα όμως σε αυτά διατηρείται και είναι σημαντική η προσφορά στην ιστορία και τον πολιτισμό, το δομημένο περιβάλλον της λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Η πολιτιστική ταυτότητα κάθε τόπου οφείλει πολλά στα δομημένα σύνολα της λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Ο Amos Rapoport, αναφέρει, ότι Η ανώνυμη αρχιτεκτονική είναι αυτή που διαμόρφωσε στο παρελθόν το υλικό περιβάλλον του ανθρώπου, και ειδικά το δομημένο περιβάλλον. Ως δάσκαλοι, έχουμε ύψιστο χρέος να μεταδώσουμε την αγάπη και την γνώση για την διατήρηση της εξαιρετικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Το γεγονός ότι αυτά τα σύνολα επέζησαν στο παρελθόν, δεν είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα παραμείνουν ως έχουν εάν δεν τα φροντίσουμε. Η πολιτιστική και κατασκευαστική αξία αυτών των κτιρίων και συνόλων, σε συνάρτηση με την επιτακτική ανάγκη να διατηρηθούν για να συνεχίσουν να συνεισφέρουν στην πολιτιστική μας κληρονομιά, απαιτεί από εμάς μια προσπάθεια θωράκισης υψηλού επιπέδου απέναντι σε οποιαδήποτε μελλοντική πιθανή καταστροφή. Ο σεισμός είναι η πλέον καταστροφική αιτία η οποία οδηγεί το κτίριο σε πλήρη ή τμηματική κατάρρευση. Φυσικά είναι πολλή πιο γρήγορη όταν συνδυασθεί με την εγκατάλειψη και την αδιαφορία για φροντίδα των ζημιών και φθορών που έχουν παρουσιασθεί στο κτίριο. Επομένως ο ρόλος του αρχιτέκτονα και του πολιτικού μηχανικού που συμμετέχουν κύρια στην διαδικασία συντήρησης, ενίσχυσης και αποκατάστασης, αφενός εστιάζουν και εξαντλούν κάθε πιθανή περίπτωση να καταστεί ικανό το κτίριο να αντιμετωπίσει τον σεισμό με τις ελάχιστες πιθανές ζημιές, αφετέρου δε οι μέθοδοι και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν να μην αλλοιώσουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου. Ο αρχιτέκτονας λοιπόν, όταν καλείται να συμμετέχει στην προκλητική διαδικασία της μελέτης αυτών των μοναδικών κάθε φορά κτιρίων με στόχο την συντήρηση τους, ως βασικό εργαλείο έχει την δομική ανάλυση του κατασκευαστικού συστήματος. Πρέπει δηλαδή να λάβει σοβαρά υπόψη τα κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία του κτιρίου, που το προσδιορίζουν σε κάθε περίπτωση ως μοναδικό. Επομένως η προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σε ότι αφορά στο δομημένο περιβάλλον, αποτελεί ηθικό χρέος, δεδομένου ότι η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί πηγή πλούτου με την κυριολεκτική αλλά και μεταφορική έννοια του όρου.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΤΟ «σείσιμο» και ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ «Σεισμός είναι, Μπερτόδουλε, δεν είναι τίποτε. Ζωντανό πράμα μαθές είναι η Κρήτη κουνιέται. Μια μέρα θα τη δείτε να κολλήσει στην Ελλάδα» (Καπεταν Μιχάλης Ν. Καζαντζάκης) Στη προφιλοσοφική περίοδο οι αντιλήψεις των ανθρώπων σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα αποδίδονταν με μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Στην μυθολογία αναφέρεται ότι τους σεισμούς προκαλούσε ο «Εγκέλαδος» ο αρχηγός των Γιγάντων, γιός του Ταρτάρου και της Γης. Για τους αρχαίους Έλληνες σεισμός σήμαινε το σείσιμο, η λέξη σείσιμο όπως και η λέξη σείσις σήμαινε το κούνημα. Από αυτές προέκυψε ο σεισίχθων, δηλαδή ο σείων την γη. Το επίθετο αυτό δόθηκε στον Ποσειδώνα. Οι Ίωνες φιλόσοφοι τον 6 ο π.χ. αιώνα, προσπάθησαν να εξηγήσουν το φυσικό φαινόμενο του σεισμού. Σε γραπτά κείμενα μεταγενέστερων φιλοσόφων, αποτυπώνονται οι απόψεις των Ιώνων φιλοσόφων οι οποίοι, με επιτυχία έχουν όχι μόνο καταγράψει τους σεισμούς αλλά έχουν δοθεί εξαιρετικές ερμηνείες του φαινομένου σχετικά με τα αίτια δημιουργίας του σεισμού. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο επιφανέστερος Ίωνας φιλόσοφος, διατύπωνε την άποψη ότι το αίτιο της γένεσης του σεισμού είναι το νερό. Διατύπωνε την άποψη ότι η γη σαν καράβι πλέει στους ωκεανούς και οι κινήσεις της θάλασσας δημιουργούν τους σεισμούς. Ο Αριστοτέλης, για πρώτη φορά μιλάει για τα θαλάσσια κύματα που προκαλούν πολλές φορές οι σεισμοί. Απέδιδε το φαινόμενα τόσο στον άνεμο όσο και στα θαλάσσια κύματα. Ο Πυθαγόρας, θεωρούσε ότι ο σεισμός προκαλείται από την θερμότητα στο εσωτερικό της γης. Ο Επίκουρος, απέδιδε τους σεισμούς στη διαβρωτική και μεταφορική δράση του νερού. Τα αίτια που εμφάνισης του φαινομένου του σεισμού, απασχόλησαν την επιστήμη έως και το 1960 οπόταν θεμελιώθηκε η «θεωρεία της Τεκτονικής των Λιθοσφαιρικών Πλακών» η οποία ισχύει ως και σήμερα. Η Ελλάδα είναι η πλέον σεισμογενής χώρα της Ευρώπης, καθώς βρίσκεται στα όρια επαφής και σύγκλισης της Ευρασιατικής πλάκας με την Αφρικανική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συγκεντρώνει το 50% της Ευρωπαϊκής σεισμικής δραστηριότητας, το 25% αυτής που εκλύεται στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και το 2% της αντίστοιχης όλου του κόσμου. Οι Έλληνες σε αυτό τον τόπο με τα ιδιαίτερα σεισμικά χαρακτηριστικά, έχουν αναπτύξει αξιόλογους πολιτισμούς κατασκευάζοντας κτίρια, μνημεία, τεχνικά έργα, κ.λ.π. για χιλιάδες χρόνια. Εξοικειωμένοι λοιπόν με το σεισμό και μέσω της παρατήρησης των ζημιών που προκαλούσε, προσπάθησαν να κατανοήσουν πως και γιατί συμπεριφέρονται με αυτά τα αποτελέσματα οι κατασκευές. Στην νέα τους προσπάθεια να τις ξανακτίσουν κατάφεραν να βελτιώσουν την συμπεριφορά των κατασκευών έναντι του σεισμού. Έτσι συνέχισαν πειραματιζόμενοι με νέα υλικά, νέες τεχνικές στο δομικό σύστημα και με σύνθετες κατασκευαστικές λεπτομέρειες σύνδεσης των μελών μεταξύ τους. Η επίμονη και μακρόχρονη παρατήρηση, οι πειραματισμοί, οι επινοήσεις, η συγκεντρωμένη εμπειρία που μεταβιβάσθηκε από γενιά σε γενιά, οδήγησαν τους ανθρώπους να δημιουργήσουν τοπικές αντισεισμικές τεχνικές. Αυτές
αφορούν κύρια στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου και στην συνδεσμολογία των μελών μεταξύ τους και με τα υπόλοιπα φέροντα στοιχεία της κατασκευής. ΤΟΠΙΚΑ ΔΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ - Εξέλιξη- Αλλαγή Στις περιοχές που αναπτύχθηκε οικοδομική δραστηριότητα, εμφανίσθηκαν και εξελίχθηκαν, τοπικά δομικά συστήματα. Τα συστήματα παρουσιάζουν ιδιαιτέρα μορφολογικά χαρακτηριστικά και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κάθε σύστημα χρησιμοποιεί συγκεκριμένα υλικά και τεχνικές, βασικός λόγος για τον οποίο διαφέρουν μεταξύ τους. Κάθε δομικό σύστημα μπορεί να έχει εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές και να διαρκεί πολλούς αιώνες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ενισχυμένης τοιχοποιίας με ξύλινα στοιχεία, το οποίο φαίνεται να ξεκινά από την περιοχή της Ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και εξαπλώνεται έως τους πρόποδες των Ιμαλάϊων. Το χαρακτηριστικό αυτό δομικό σύστημα αναπτύσσεται ιδιαιτέρα επί τριανταπέντε τουλάχιστον αιώνες, από την Μινωική εποχή έως και σήμερα με πολλές παραλλαγές. Παράλληλα όμως έχουμε δομικά συστήματα τα οποία δεν είναι διαδεδομένα, είναι όμως αρκετά πρωτοπόρα και μοναδικά, με εφαρμογές σε πολύ στενό τοπικό επίπεδο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των σπιτιών της Λευκάδας τα οποία είναι κατασκευασμένα με ένα μεικτό σύστημα δόμησης (λιθοδομή και ξύλινη κατασκευή) που αναπτύσσεται τουλάχιστον τους δύο τελευταίους αιώνες. Κατά την διάρκεια ζωής του, το κτίριο όταν είναι εν χρήσει ασφαλώς δέχεται πολλές αλλαγές, οι οποίες οφείλονται στις διαθέσεις και ανάγκες των χρηστών με διάφορες μετατροπές και προσθήκες, στην τρωτότητα των υλικών δηλαδή στην φυσική φθορά και γήρανση τους, στην έλλειψη συντήρησης και φυσικά στις ζημιές που έχουν προκληθεί μετά από μια σεισμική φόρτιση η μια πυρκαγιά. Οι παράμετροι αυτές επιφέρουν στο δομικό σύστημα και στα επιμέρους στοιχεία του, σημαντικές αλλαγές οι οποίες εξασθενίζουν τις αρχικές αντοχές των μελών και γενικά το σύνολο κτίριο. Σκόπιμη κρίνεται η αναφορά στην επιμέρους τεχνική του δομικού συστήματος, την ξυλοδεσιά. Η ξυλοδεσιά έχει ως στόχο να ενίσχυση της τοιχοποιίας σε ότι αφορά αυτή καθ αυτή την δομή της και να περιδέσει περιμετρικά τις τοιχοποιίες του κτιρίου. Όταν λοιπόν η υγρασία και η σήψη καταστρέφει το ξύλο, σταματάει να εξυπηρετεί τον στόχο για τον οποίο ο μάστορας την τοποθέτησε και δημιουργεί ένα σημαντικά αδύναμο σημείο του δομικού συστήματος. Παρόμοια αποτελέσματα επιφέρει στο κτίριο, η σήψη του ελκυστήρα μιας ξύλινης στέγης που είναι ενσωματωμένος μέσα στην τοιχοποιία. Τότε πλέον παύει να παραλαμβάνει τις οριζόντιες δυνάμεις που ασκούν στην τοιχοποιία οι αμείβοντες και μετατρέπει το σύστημα της στέγης σε αντιστηριζόμενων δοκών με αποτέλεσμα να μην συγκρατούν τους τοίχους μεταξύ τους αλλά αντιθέτως να τους ωθούν σε ανατροπή. Γενικά με την ολοκλήρωσή τους οι κατασκευές αποκτούν μια αρχική κατάσταση ως προς τις αντοχές και αντιστάσεις τους από καταπονήσεις, επιρροές από το περιβάλλον και από τους καθημερινούς χρήστες. Διαμορφώνοντας έτσι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Η περίοδος που διατηρεί τα αρχικά ποιοτικά χαρακτηριστικά το κτίριο, καθορίζεται κυρίως από την αρχιτεκτονική σύνθεση του κτιρίου, την
ποιότητα των υλικών, τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες και το επιλεγμένο δομικό σύστημα. Επομένως κατά την καταγραφή, σχεδίαση και ανάλυση του δομικού συστήματος με στόχο την κατανόηση της συμπεριφοράς του κτιρίου, είναι καθοριστικό να συνυπολογίσει κανείς τα ιστορικά του στοιχεία, την κατασκευαστική ιδιαιτερότητά του, τα υλικά, τη διαμόρφωση των λεπτομερειών, τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, τις επεμβάσεις και το ιστορικό των καταπονήσεων. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Η έννοια της «Σεισμικής τρωτότητας» είναι αρκετά πολύπλοκη και δεν μπορεί εύκολα να υπολογισθεί με αντικειμενικούς ποσοτικοποιήσιμους τρόπους. Αυτό συμβαίνει διότι αν όχι όλες, οι περισσότερες παραδοσιακές κτιριακές κατασκευές στην χώρα μας έχουν την λιθοδομή ως κύριο κατακόρυφο φέρον σύστημα. Η συμπεριφορά της λιθοδομής, ακόμη και σήμερα με τα εξελιγμένα ηλεκτρονικά υπολογιστικά και σχεδιαστικά προγράμματα, είναι ένα περίπλοκο και δύσκολο εγχείρημα. Η μελέτη τρωτότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική στο στάδιο της ανάλυσης διότι θα μας αναδείξει τις πιθανές φθορές και ζημιές που μπορεί να εμφανισθούν στο κτίριο η στα επιμέρους στοιχεία του στο μέλλον και θα μας καθορίσει την φιλοσοφία της επέμβασης. Στις μελέτες σεισμικής τρωτότητας πρώτη αρχή θεωρείται η άμεση σχέση της «ιστορίας του κτιρίου», τα υλικά κατασκευής, το δομικό σύστημα, οι επεμβάσεις και οι επισκευές. Δεύτερη αρχή αυτή της «σεισμικής ιστορίας», που καταγράφει όλες τις ζημιές που ήδη έχει υποστεί το κτίριο από προηγούμενες σεισμικές δράσεις. Οι ζημιές από τον σεισμό στο κτίριο, είναι συσωρευτικές, αθροιστικές και συναρτόμενες με την εγκατάλειψη, οδηγούν νομοτελειακά πλέον στην ταχύτατη αύξηση της τρωτότητας. Αυτό είναι αρκετά ανησυχητικό διότι δεν είναι καθόλου προφανές ότι ένα κτίριο που έχει αντέξει σε σεισμούς 200 ετών δεν θα καταρρεύσει στον αμέσως επόμενο. Η σεισμική τρωτότητα είναι ενδογενής και εκφράζεται διαφορετικά από κτίριο σε κτίριο κάθε φορά μη έχοντας σχέση με την γενικότερη αντοχή του κτιρίου στο χρόνο, διότι εάν έχουμε χαρακτηρίσει το κτίριο ως υψηλής σεισμικής τρωτότητας και αυτό είναι κατασκευασμένο σε περιοχή που δεν παρουσιάζει έντονη σεισμική δράση, τότε αυτό μπορεί να ζήσει για αιώνες. Επομένως την σεισμική τρωτότητα μπορούμε να την κατατάξουμε στις ακόλουθες κατηγορίες: 1. Τις «εγγενείς αδυναμίες» του δομικού συστήματος που έχει εφαρμοστεί, σε συνάρτηση με την μορφή του κτιρίου όπως η ασύμμετρη κάτοψη, τα ανοίγματα στις γωνίες, οι εσοχές, εξοχές στην τοιχοποιία, κ.λ.π. 2. Το «παραμορφώσιμο» του κτιρίου, που εξαρτάται από τα αρχικά υλικά της κατασκευής και τον τρόπο που έχουν συνθέσει τα επιμέρους στοιχεία. 3. Τις «προγενέστερες ζημιές και φθορές» που έχει υποστεί το κτίριο από σεισμούς και άλλες αιτίες, καθώς επίσης και από τον τρόπο που έχουν επισκευασθεί. 4. Τις «μεταγενέστερες επεμβάσεις» λειτουργικές οι κατασκευαστικές, που είναι μη συμβατικές με τις υπάρχουσες. 5. ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟΕΙΔΕΣ ΣΧΗΜΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Σε περιοχές με έντονη σεισμική δράση, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, οι άνθρωποι εφηύραν και ανέπτυξαν εξαιρετικούς τρόπους και μορφές στις κατασκευές τους, με στόχο αυτές να έχουν την καλύτερη δυνατή ανταπόκριση στις σεισμικές φορτίσεις. Η πλέον συνηθισμένη και επαναλαμβανόμενη μορφή με διάφορες παραλλαγές, με αρκετά καλή συμπεριφορά είναι αυτή του «Κιβωτίου». Οι λαϊκοί τεχνίτες, είχαν επινοήσει μέσα από την μακροχρόνια παρατήρηση και τον πειραματισμό και άλλες τεχνικές ή συστήματα, τα οποία ενίσχυαν την μορφή του «κιβωτίου» σχετικά με την αντιμετώπιση του σεισμού. Οι σπουδαιότερες από αυτές είναι: Η τεχνική της ξυλοδεσιάς. Όπως είναι γνωστό η μορφή του κιβωτίου με την τεχνική ενίσχυσης της τοιχοποιίας από ξύλινα στοιχεία, είναι διαδεδομένη στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Η επινόηση της ξυλοδεσιάς είναι μια παραδοσιακή τεχνική η οποία για κάποιο διάστημα σταμάτησε να εφαρμόζεται τουλάχιστον στα δημόσια κτίρια στην Βυζαντινή Αρχιτεκτονική και επανήλθε στα μεταβυζαντινά χρόνια από την Ανατολή. Οι τοιχοποιίες από λίθους, ωμοπλίνθους, κ.λ.π. συμπεριφέρονται με επιτυχία στις σεισμικές φορτίσεις, όταν αυτές έχουν ενισχυθεί με ξυλοδεσιές. Η τεχνική της ξυλοδεσιάς ενισχύει την τοιχοποιία με οριζόντιες κυρίως ζώνες. Οι ξυλοδεσιές διατρέχουν την περίμετρο του κτιρίου και έχουν την μορφή σχάρας. Αποτελούνται από δύο δοκούς οι οποίοι τοποθετούνται στις παρίες (εξωτερικά και εσωτερικά) της λιθοδομής και πήχεις (κλάπες, λύκοι) που συνδέουν εγκάρσια τις δοκούς περίπου ανά 0,50εκ. Αυτές εμφανίζονται στα επίπεδα έδρασης του φέροντος οργανισμού των πατωμάτων και της στέγης, στην ποδιά και το πρέκι των ανοιγμάτων. Είναι γνωστό ευρέως και έχει ερευνηθεί διεξοδικά ο ρόλος της ξυλοδεσιάς, σε ότι αφορά στην ενίσχυση της συνοχής και την αντοχή της τοιχοποιίας, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις εφελκυστικές κυρίως και καμπτικές τάσεις, που παραλαμβάνει το κτίριο κατά την σεισμική φόρτιση. Η ομοιόμορφη διάταξή των ξυλοδεσιών στο κτίριο, η αποτελεσματική σύνδεση των τοίχων στις γωνίες, η περίτεχνη σύνδεση των ξύλινων στοιχείων μεταξύ τους και κατά το μήκος τους, η οριζοντίωση της τοιχοποιίας για την έδραση των δοκών της στέγης και των πατωμάτων καθώς επίσης και η ομοιόμορφη κατανομή των φορτίων, επιτυγχάνουν την ομοιογενή και ομοιόμορφη συμπεριφορά και συνεργασία της λιθοδομής με τα υπόλοιπα μέλη του κτιρίου κατά την διάρκεια σεισμικής φόρτισης. Μολονότι λοιπόν οι ξυλοδεσιές είναι ένα από τα πλέον ιδιοφυή συστήματα με εξαιρετικά αποτελέσματα όπως αναφέρθηκε, στον σεισμό, δεν πρέπει να θεωρούμε ότι ο παραδοσιακός λαϊκός μάστορας τις ενέταξε στο κτίριο αποκλειστικά και μόνο για να αντιμετωπίσει τον σεισμό. Σχεδιαστική Διάταξη των Στοιχείων του Κτιρίου. Στην σχεδίαση (;), μελέτη (;), του κτιρίου, η διάταξη των λειτουργικών στοιχείων του μπορούν με δύο τρόπους να εφαρμοστούν. Ο πρώτος είναι η «συμμετρία» του κτιρίου και στις τρεις διαστάσεις και ο δεύτερος είναι η εφαρμογή της «υποβίβασης του κέντρου βάρους», δηλαδή οι πάνω όροφοι να είναι κατασκευασμένοι με ελαφρά υλικά (ξύλο). Όπως γνωρίζουμε λίγες είναι οι παραδοσιακές, λαϊκές, ιστορικές κατασκευές στις οποίες είχε εφαρμογή η αρχή της συμμετρίας, επειδή ο τρόπος δόμησης, τα υλικά και η ανάγκη κυρίως των προσθηκών, ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας. Συνήθως οι τεχνίτες απέφευγαν να
τοποθετούν ανοίγματα, σκάλες, τζάκια και άλλα λειτουργικά στοιχεία σε περιοχές του κτιρίου που θεωρούσαν ότι είναι περισσότερο τρωτές στον σεισμό. Φυσικά δεν αποτελούσε αξίωμα η συμμετρία και ως εκ τούτου δεν τηρούνταν αυστηρά. Η δεύτερη τεχνική της ελάφρυνσης της κατασκευής στον ή στους ορόφους, ήταν ευρέως διαδεδομένη με αρκετά καλή συμπεριφορά. Ασφαλώς στους ορόφους μια και το επέτρεπε το υλικό κατασκευής, είχαν μεγαλύτερα ανοίγματα και προεξοχές τμημάτων του ορόφου από το περίγραμμα του ισογείου. Μία κατασκευαστική πρακτική που δεν εφαρμοζόταν σε όλες τις περιοχές αφού οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή. Π.χ. το σύστημα είχε ευρεία εφαρμογή στις κατοικίες της Λευκάδας, του Πηλίου και στην Βόρεια Ελλάδα. Δεν είχε όμως καμιά εφαρμογή στα Αιγαιοπελαγίτικα σπίτια. Ενίσχυση των Ανοιγμάτων. Τα ανοίγματα συνήθως ενισχύονταν στην ποδιά το πρέκι και τα πλαϊνά, με ξύλινα στοιχεία ικανής διατομής, δημιουργώντας μια πλαισιωτή κατασκευή. Τα στοιχεία αυτά ήταν ενταγμένα στην κατασκευή της τοιχοποιίας και σε συνδυασμό με τους πολύ καλά λαξευτούς λίθους, τα τζινέτια που τα έδεναν μεταξύ τους και τα ανακουφιστικά τόξα στο υπέρθυρο, ενίσχυαν τα ανοίγματα. Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι, οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την διασφάλιση της επαρκούς λειτουργίας του κιβωτιόσχημου κτιρίου έναντι των στατικών κυρίως όμως και των δυναμικών φορτίσεων είναι πολλές. Επομένως για την αποδοτικότερη στατική λειτουργία του κτιρίου μορφής «κιβωτίου» πρέπει να διασφαλισθούν δύο βασικές προϋποθέσεις: Η πρώτη αφορά στην υψηλού βαθμού διαφραγματικότητα των κατακόρυφων και οριζόντιων επιπέδων του κτιρίου. Κάθε μέλος του κτιρίου, κατακόρυφο όπως τοίχος λίθινος ή ξυλόπηκτος, οριζόντιο όπως πατώματα, στέγες και δώμα, απαιτεί υψηλή ποιότητα κατασκευής, ώστε να είναι αποδοτικότερα στο σύνολό τους. Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στην επιμελέστερη σύνδεση των επιπέδων αυτών μεταξύ τους. Συγχρόνως όσο μεγαλώνουν οι απαιτήσεις για την συμπεριφορά του κτιρίου στον σεισμό, τόσο οι συνδέσεις των μελών, των επιμέρους στοιχείων, της διαφραγματικής λειτουργίας, της αντοχής και της ανθεκτικότητας πρέπει να βελτιώνονται. Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΙΣ ΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΦΟΡΤΙΣΕΙΣ Η σεισμική δράση στις κατασκευές, ειδικά στην Ελλάδα όπως έχουμε αναφέρει, είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται αρκετές φορές κατά την διάρκεια ζωής ενός κτιρίου και είναι οριακά καθοριστικό για την τύχη του και τις αντίστοιχες επιπτώσεις γενικότερα. Οι χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, δεν έχουν στην πλειοψηφία τους ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα από τον σεισμό, με αποτέλεσμα οι αντισεισμικές τεχνικές να μην τις έχουν απασχολήσει. Αντιθέτως χώρες όπως η Ελλάδα και όλες οι γειτνιάζουσες με το Αιγαίο Πέλαγος, εμφανίζουν έντονο πρόβλημα σεισμών και ως εκ τούτου έχουν αναπτύξει και εξελίξει πολλά αντισεισμικά συστήματα με εξαιρετικές κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Όπως αναφέρθηκε, τα αντισεισμικά συστήματα έχουν μεγάλη πολυμορφία και δεν είναι δυνατόν να γίνουν γενικές κατατάξεις και περιγραφές. Η γενίκευση
μπορεί πιθανά να οδηγήσει σε αποφάσεις μη συμβατές με το δομικό σύστημα, τα μορφολογικά, τυπολογικά, ιστορικά χαρακτηριστικά του κτιρίου και να το οδηγήσουν σε ολέθρια αποτελέσματα. Είναι απολύτως χρήσιμο να επισημανθεί και να καταγραφεί κάθε χαρακτηριστικό δομικό σύστημα ως προς, τα υλικά του, τις κατασκευαστικές του λεπτομέρειες. Να αναγνωρισθεί χρονικά και τοπικά, να αναλυθεί κατασκευαστικά, με στόχο να αποτιμηθούν σωστά και συμβατά οι βασικές μέθοδοι ενίσχυσης και αποκατάστασης. Μολονότι η διαδικασία της ανάλυσης του δομικού συστήματος είναι δύσκολη αλλά ελκυστική, πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί στην φάση των επιλογών και του τρόπου αντιμετώπισης της επέμβασης. Οι προτεινόμενες μέθοδοι οφείλουν να είναι προσεκτικές και με σεβασμό στο κτίριο που έχει ζήσει έως σήμερα. Κύριο μέλημά μας αποτελεί η διατήρησή του, στην αρχική του μορφή, ώστε να το αξιοποιήσουν, στο μέλλον οι επόμενες γενιές.