Οι Θεολογικές Σπουδές στη Ρωσία Θεοφιλέστατε, ἐλλογιμότατη κυρία Κοσμήτωρ, ἐλλογιμότατοι κύριοι Καθηγητές, σεβαστοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές, Μου ἀνατέθηκε νὰ κάνω σήμερα μία σύντομη εἰσήγηση γιὰ τὶς θεολογικὲς σπουδὲς σὲ μία περιοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, καὶ συγκεκριμένα στὴ Ρωσικὴ Ὁμοσπονδία. Ἐξ ἀρχῆς πρέπει νὰ τονίσω ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τεράστιο καὶ ἡ ἱστορία καὶ ἡ ἱστορικὴ προβληματικὴ τῆς θεολογικῆς ἐκπαιδεύσεως στὴ Ρωσία ἀπαιτεῖ μᾶλλον ὁλόκληρο κύκλο διαλέξεων γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Γι αὐτὸ θὰ περιοριστῶ μόνο σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τῆς ἱστορίας τῶν θεολογικῶν σπουδῶν, καὶ στὴ συνέχεια θὰ μιλήσω γιὰ τὸ σύστημα καὶ τὶς δυνατότητες τῆς θεολογικῆς μορφώσεως σήμερα. Νομίζω, ὅτι ἡ παρουσίαση τῆς ἄψυχης στατιστικῆς θὰ εἶναι πολὺ βαρετὴ καὶ δὲν προσφέρει στὸν ἀκροατὴ τὴ δυνατότητα νὰ προσεγγίσει τὶς ίδιαιτερότητες καὶ τὸ πνεῦμα τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στὴ Ρωσία. Γι αὐτὸ ἔκρινα εὔλογο νὰ παρουσιάσω, σὲ πολὺ σύντομη μορφή, τὰ βασικὰ στάδια τῆς ἐξελίξεως τῆς ἀρχαιοτάτης Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Μόσχας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ Λαύρα τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἐπειδὴ ὅλες οἱ ἄλλες σχολὲς ἱδρύθηκαν καὶ ἐξελίχθηκαν μὲ πρότυπο αὐτήν. Ἐνῶ στὸ δεύτερο μέρος τῆς εἰσηγήσεώς μου θὰ παρουσιάσω τὴν ἀπαραίτητη στατιστικὴ καὶ τὸν κύκλο σπουδῶν στὰ θεολογικὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα τῆς Ρωσίας σήμερα. Ἡ ἀνώτατη θεολογικὴ ἤ, ὅπως καθιερώθηκε νὰ ὀνομάζεται στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, πνευματικὴ μόρφωση, παίρνει τὴν ἀρχή της τὸν 17 αἰ., ὅταν στὴ Μόσχα, κατόπιν προσκλήσεως τῶν βασιλέων Ἰωάννου καὶ Πέτρου, ἔρχονται οἱ ἕλληνες ἀδελφοὶ Ἰωαννίκιος καὶ Σωφρόνιος Λειχοῦδες, οἱ ὁποῖοι ἀποπεράτωσαν τὶς σπουδές τους στὴν Πάδουα τῆς Ἰταλίας. Ἀμέσως ἄρχισαν μαθήματα στὸ μοναστήρι τῶν Θεοφανείων στὴ Μόσχα καὶ στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1685 ἔγιναν τὰ ἐπίσημα ἐγκαίνια τῆς Σλάβο-ἑλληνολατινικῆς Ἀκαδημίας γιὰ τὴν ὁποία σὲ δύο χρόνια ὁλοκληρώθηκε ἡ οἰκοδομὴ τῶν κτιρίων τῆς Σχολῆς, τὰ ὁποῖα ὀνομάστηκαν Σχολὴ τοῦ Σωτῆρος (Σπάσσκιε Σχολές). Οἱ ἀδελφοὶ Λειχοῦδες διεχώρησαν τοὺς μαθητὲς σὲ τρία ἐπίπεδα: τὸ κατώτερο infima, μεσαίο media, καὶ ἀνώτερο suprema. Στὴν κατώτερη σχολὴ μάθαιναν νὰ διαβάζουν καὶ νὰ γράφουν ἑλληνικά, στὴ μεσαία μελετοῦσαν εἰς βάθος τὴν ἑλληνικὴ γραμματική. Καὶ στὸ τελευταῖο στάδιο σπούδαζαν ρητορική, λογική, φυσικὴ καὶ ποιητική. Τὰ θεολογικὰ μαθήματα οἱ Λειχοῦδες δὲν πρόλαβαν νὰ εἰσάγουν, ἐπειδὴ σὲ μερικὰ χρόνια νίκησε ἡ
δυτικὴ τάση μὲ τὴν προσκόλληση στὴ λατινικὴ γλῶσσα καὶ οἱ λόγιοι ἀδελφοὶ ἀναγκάστηκαν γιὰ πολλὰ χρόνια νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ Σχολή τους. Ὁ βασιλεύς Πέτρος (ὁ μελλοντικὸς αὐτοκράτωρ Πέτρος ὁ Μεγάλος) ἐπιθυμοῦσε τὴν εὐρωπαϊκὴ μόρφωση μὲ διδασκαλία στὰ λατινικὰ καὶ μεταμόρφωσε τὴ σχολὴ σὲ Σλαβο-λατινική. Τὰ ἑλληνικὰ ἐπέστρεψαν στὴ Σχολὴ μόνο μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς δεκαετίες χάρι στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Σωφρονίου Λειχοῦδη. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18 αἰ. ἡ Ἀκαδημία ἑτοιμάζει ὄχι μόνο τοὺς μορφωμένους κληρικούς, ἀλλὰ καὶ τὰ στελέχη γιὰ τὴν κρατικὴ διοίκηση. Τὸ 1775 πρύτανις τῆς Ἀκαδημίας διορίζεται ὁ μητροπολίτης Πλάτων Λεβσίν χάρι στὸν ὁποῖο, ἀρχίζει ἡ καινούργια σελίδα στὴν ἱστορία της. Ὁ μητροπολίτης Πλάτων εἰσήγαγε τὴ διδασκαλία τῶν μαθημάτων καὶ τῶν ξένων γλωσσῶν στὴ ρωσικὴ γλῶσσα, ὁ ἴδιος συνέγραψε στὰ ρωσικὰ τὰ πρῶτα ἐγχειρίδια τῆς θεολογίας καὶ ἐπέβαλε τὴ διδασκαλία τῆς ἱστορίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἦταν εἰδικός. Ἐπίσης ὁ νέος πρύτανις ἔδινε μεγάλη προσοχὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν τροφίμων τῆς Σχολῆς, τὴν ὁποία θεωροῦσε θεμέλιο γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐκπαίδευση τῶν φοιτητῶν τῆς Ἀκαδημίας. Ἔτσι καθιέρωσε τὸν ἀπαραίτητο ἐκκλησιασμὸ τῶν φοιτητῶν, τὴν τήρηση τῶν νηστειῶν καὶ τὸν καθημερινὸ κανόνα τῆς προσευχῆς. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ βάση τὴν ὁποία θεμελίωσε ὁ μητροπολίτης Πλάτων παραμένει ἀσάλευτη γιὰ ὅλες τὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19 αἰ. ὁ ἀριθμὸς τῶν φοιτητῶν αὐξάνεται συμαντικά, τὰ κτίρια δὲν ἐπαρκοῦν, τίθεται τὸ θέμα τῆς μεταφορᾶς τῆς Ἀκαδημίας σὲ ἄλλο τόπο. Ὡς πιθανὸ χῶρο τῆς ἐγκαταστάσεως τῆς Ἀκαδημίας προτείνουν τὴν ἱστορικὴ μονὴ τῆς κεντρικῆς Ρωσίας, τη Λαύρα τοῦ ἁγίου Σεργίου, ὅπου ἀπὸ τὸ 1742 λειτουργεῖ τὸ Θεολογικὸ Σεμινάριο, δηλαδή, ἡ ἀνώτερη ἱερατικὴ σχολή. Ὁ μητροπολίτης Πλάτων, ὅμως, δίσταζε. Τὸ 1812 ὅταν τὰ στρατεύματα τοῦ Ναπολέοντα ἔκαψαν τὴ Μόσχα, καὶ ὁ Πλάτων ἤδη ἀπεβίωσε, ἡ Ἀκαδημία μεταφέρεται στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ὅπου παραμένει ἕως τὶς ἡμέρες μας. Ἀναφέρω ἐπιγραμματικὰ τὸν κύκλο μαθημάτων τὰ ὁποῖα ἐδιδάσκοντο στὴ Σχολὴ ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 19 αἰ.: ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Βιβλικὴ ἱστορία, Δογματικὴ θεολογία, Ἡθικὴ θεολογία, Ποιμαντική, Ἐκκλησιαστικὴ ρητορική, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, Κανονικὸ δίκαιο, Πατρολογία, Ἐκκλησιαστικὴ ἀρχαιολογία, Μεταφυσική, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, Φιλοσοφία, Γενικὴ γραμματολογία, Παγκόσμια ἱστορία, Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Μαθηματικά, γλῶσσες: Ἑβραϊκά, Ἑλληνικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ἀγγλικά. Αὐτὴ ἡ ἄνθιση τῆς Σχολῆς τὸν 19 αἰ. συνδέεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ λογίου ἁγίου ἱεράρχη Φιλαρέτου Ντροζντόβ, ὁ ὁποῖος γιὰ μερικὲς δεκαετεῖες ὑπηρέτησε πρύτανις τῆς ἐν λόγῳ Σχολῆς καὶ συνέβαλε
ἐμπράκτως καὶ στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἀντίστοιχης Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἡ Ἀνωτάτη Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀγίας Πετρουπόλεως ἱδρύεται τὸ 1812 στὴ Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέβσκίϊ, ὅπου ἀπὸ τὸ 1721 λειτουργεῖ ἀνωτέρα ἐκκλησιαστικὴ Σχολή. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1797 ἡ Ἀνωτάτη Θεολογικὴ Σχολὴ ὑπάρχει καὶ στὸ Καζάν, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς τοποθεσίας της - στὴν περιοχὴ ὑπάρχουν πολλοὶ ἀλλογενεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι - εἰδικεύεται ἰδιαιτέρως στὴν ἱεραποστολή. Μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ διαμόρφωση τῆς ἀνεξάρτητης ρωσικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης ἄρχισε ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18 αἰ. ἀπὸ τὴν διαμάχη μὲ τὴ σχολαστικὴ θεολογία. Σ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας μποροῦμε νὰ διευκρινήσουμε τρεῖς βασικοὺς σταθμούς: Ὁ πρῶτος ἀρχίζει ἐπὶ τοῦ μητροπολίτη Πλάτωνα καὶ ἔγκειται στὴν ἀπόρριψη τῆς λατινικῆς γλώσσας ὡς γλώσσας τῆς θεολογίας καὶ στὴν οἰκειοποίηση τῆς χρήσεως τῆς ρωσικῆς γλώσσας γιὰ τὶς θεολογικὲς ἐπιστῆμες. Ὁ δεύτερος σταθμὸς ποὺ ἀρχίζει τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 19 αἰ. ἐπὶ τῆς πρυτανείας τοῦ μητροπολίτη Φιλαρέτου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τῆς πατερικῆς παραδόσεως ὡς βάσεως τῆς θεολογίας. Τότε στὶς Ἀκαδημίες ἀρχίζει εὐρεῖα ἐργασία γιὰ τὴ μετάφραση τῶν πατερικῶν συγγραμάτων στὴ ρωσικὴ γλώσσα καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ μελέτη αὐτῶν. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20 αἰ. ἀνήκει ὁ τρίτος σταθμός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὡς βάση τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν θεολογικῶν σπουδῶν ἀναγνωρίζεται ἡ εὐρεῖα ἐκκλησιαστικὴ πρακτική, συμπεριλαμβανομένης τῆς λειτουργικῆς καὶ τῆς ὑμνογραφίας. Τὸ 1814-1818 σύμφωνα μὲ τὴ μεταρρύθμιση τῆς θεολογικῆς ἐκπαιδεύσεως στὴ Ρωσία ὅλα τὰ θεολογικὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα διαιρέθηκαν σὲ 3 τάξεις: Ἀνάτατες Θεολογικὲς Σχολές, ποὺ ὀνομάζοντο Θεολογικές Ἀκαδημίες Ἀνώτερες ἱερατικὲς Σχολές τὰ Θεολογικὰ Σεμινάρια Κατώτερες ἐκκλησιαστικὲς Σχολές περιφερειακῆς σημασίας καὶ ἐνοριακὲς ἐκκλησιαστικὲς σχολές Οἱ ἀπόφοιτοι τῶν Θεολογικῶν Ἀκαδημιῶν ἐργάζοντο στὸν χῶρο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης. Τὰ Σεμινάρια ἑτοίμαζαν τοὺς μορφωμένους κληρικούς, οἱ καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους συνέχιζαν τὴν ἐκπαίδευσή τους στὶς Ἀκαδημίες. Κατώτερες ἐκκλησιαστικὲς σχολὲς προορίζοντο γιὰ τὸ ἐπιμορφωτικὸ ἔργο τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ.
Τὸ 1917 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας εἶχε τέσσερα ἀνώτατα θεολογικὰ ἱδρύματα, δηλαδή, Θεολογικὲς Ἀκαδημίες: τοῦ Κιέβου, τῆς Μόσχας, τοῦ Καζὰν καὶ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στὴν Ρωσία συνίστατο στὸ γεγονός ὅτι ὅλες οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς πάντα ἦταν ὑπὸ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ 1917, δηλαδή, στὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν κρατικὴ θρησκεία καὶ ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἑνωμένη θεσμικὰ μὲ τὸ κράτος. Ἀλλὰ τὸ ἐπίπεδο τῶν σπουδῶν ἦταν τόσο ὑψηλὸ καὶ ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων σ αὐτὲς τὶς Σχολὲς ἦταν τόσο εὐρὺς ποὺ πολλοὶ ἐπέλεγαν γιὰ τὶς σπουδές τους τὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μὲ σκοπὸ νὰ λάβουν μόρφωση ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν μετὰ κοσμικὴ καριέρα σὲ κρατικὲς θέσεις καὶ ὄχι τὴν προσφορὰ στὴν Ἐκκλησία ἢ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη. Ἐξ ἀρχῆς ἡ Θεολογικὴ ἐκπαίδευση στὴν Ρωσία ἦταν διεχωρισμένη ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο. Ποτὲ στὸ Πανεπιστήμιο δὲν ὑπῆρχε Θεολογικὴ Σχολὴ ἢ Τμῆμα. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἐπιδίωξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητος τῶν ἀποφοίτων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν. Ἀκριβῶς γι αὐτὸν τὸν λόγο οἱ φοιτητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ζοῦσαν σὲ μία ἀτμόσφαιρα λειτουργικῆς ζωῆς καὶ οἱ ἴδιες οἱ σχολὲς τοποθετοῦντο κατὰ κανόνα σὲ μοναστηριακὸ χῶρο. Σὲ κάθε θεολογικὴ σχολὴ ὁπωσδήποτε ὑπῆρχε ναός. Τὶς Θεῖες Λειτουργίες τελοῦσαν οἱ ἱερωμένοι ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς ἢ φοιτητές, ἐνῶ ἄλλοι φοιτητές διακονοῦσαν, δηλαδή, ἔψαλλαν καὶ βοηθοῦσαν στὸ ἱερό. Εἶναι σημαντικό, ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 20 αἰ., ὅταν ὅλη ἡ Ρωσία ἔβραζε ἀπὸ ἐπαναστατικὲς κινήσεις καὶ πολιτικὲς μεταρρυθμίσεις, οἱ ὁποῖες δὲν μποροῦσαν νὰ μὴ ἐπηρρεάσουν τὶς Θεολογικὲς Σχολές, ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεόδωρος Ποζντέεβσκίϊ, ἐπιστήμονας καὶ ταυτόχρονα ἀσκητής, ὁ ὁποῖος ἔλεγε, ὅτι στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει μόνο μία σπουδαιοτάτη μεταρρύθμιση ἡ μετάνοια καὶ ἡ προσευχή, καὶ τὰ ἄλλα πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπίσης χρήσιμα, θὰ πηγάσουν ἀπ αὐτὴν τὴν χαριτωμένη μεταρρύθμιση τοῦ πνεύματος. Πρὸς τὸ 1917, τὸ ἔτος τὸ ὁποῖο ἄλλαξε βίαια γιὰ πολλὰ χρόνια τὴν πορεία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, οἱ θεολογικὲς σπουδὲς καὶ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη στὴ Ρωσία ἦταν στὰ ὕψη. Σημαντικό, ὅτι μέχρι τώρα οἱ μονογραφίες καὶ μελέτες τῶν ρώσων θεολόγων παραμένουν βασικὲς γιὰ πολλὲς θεολογικὲς μελέτες. Τὸ 1917 σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ κράτους τῶν μπολσεβίκων ὅλες Θεολογικὲς Σχολὲς κλείνουν, ἡ θεολογικὴ μόρφωση ἀπογορεύεται. Στὸ πύρινο καμίνι τῶν διωγμῶν οἱ θεολόγοι λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, καλοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὄχι πιὰ στὴν θεωρητικὴ θεολογία, ἀλλὰ στὴ μαρτυρία καὶ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Καθηγητὲς καὶ
ἀποφοίτους τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ἀκολουθοῦν τὸ μαρτυρικὸ δρόμο καὶ ἐντάσσονται στὴ χορεία τῶν νεομαρτύρων. Μεταξύ τους καὶ ὁ πρύτανις τῆς Σχολῆς ἀρχιεπίσκοπος Θεόδωρος. Ἐνῶ ἡ ρωσικὴ θεωρητικὴ θεολογία βρίσκει τὴ συνέχεια της στὸ ἐξωτερικό, κυρίως στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τὸ 1946 οἱ ἀρχὲς ἐπέτρεψαν στὴν Ἐκκλησία νὰ ἀνοίξει μερικὲς Θεολογικές Σχολές. Τὸ 1989 στὴ Ρωσσία ὑπῆρχαν δύο Θεολογικές Ἀκαδημίες καὶ τρία Θεολογικὰ Σεμινάρια, τὰ ὁποῖα στὶς συνθῆκες τοῦ καθεστῶτος ἀγωνίζοντο νὰ ἐπιβιώσουν. Γιὰ τὴν ἱστορία τῶν Θεολογικῶν σπουδῶν στὰ χρόνια τοῦ καθεστῶτος πρέπει νὰ γίνει εἰδική εἰσήγηση, γι αὐτὸ ἐρχόμαστε ἀμέσως στὰ χρόνια μετὰ τὸ 1988. Τὸ 1989 ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατώρθωσε νὰ ἀνοίξει τρία ἀκόμα Σεμινάρια στὸ Κίεβο, στὸ Μίνσκ καὶ στὸ Τοβόλσκ. Τότε λειτούργησαν καὶ οἱ πρῶτες μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἐκκλησιαστικὲς σχολές. Ἡ ἀνοικοδόμηση τῶν ἐκκλησιῶν, ἡ γρήγορη αὔξηση ἐνοριῶν καὶ ἡ πνευματικὴ δίψα τῶν πιστῶν τὴν δεκαετία τοῦ 90 ὑπῆρξαν οἱ λόγοι τῆς ἱδρύσεως καὶ ἐπαναλειτουργίας πολλῶν Θεολογικῶν Σχολῶν διαφόρων ἐπιπέδων. Σύμφωνα μὲ ἀπόφαση τῆς Ἀρχιερατικῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας τὸ 1994 ἄρχισε ἡ μεταρρύθμιση τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ἐπειδὴ τὸ σύστημα ἐκπαιδεύσεως κατὰ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὴ σύγχρονη κοινωνία καὶ τὶς ἀνάγκες τὶς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὴ μεταρρύθμιση, τὰ Θεολογικὰ Σεμινάρια διαμορφώθηκαν σὲ Ἀνώτατες Θεολογικὲς Σχολὲς μὲ διάρκεια σπουδῶν πέντε χρόνια. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποπεράτωση τῶν περίπου 40 μαθημάτων καὶ τῆς συγγραφῆς πτυχιακῆς ἐργασίας στὸν ἀπόφοιτο τοῦ Θεολογικοῦ Σεμιναρίου ἀπονέμεται τίτλος ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστὸς ὡς μπακαλορεά. Τὰ Θεολογικὰ Σεμινάρια ἱδρύονται καὶ συντηροῦνται ἀπὸ τὶς ἐπιδοτήσεις τῶν οἰκείων μητροπόλεων. Ὅλες ἔχουν τὴν ἄδεια λειτουργίας ἀπὸ τὸ Κράτος ὡς ἱδρύματα ποὺ ἑτοιμάζουν τὰ στελέχη γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ στὴν προαίρεση τῶν ἀρχῶν τῶν Σεμιναρίων εἶναι νὰ λάβουν ἢ ὄχι τὴν κρατικὴ ἀναγνώριση τοῦ πτυχίου τοῦ ἱδρύματός τους, ἡ ὁποία δίνει στοὺς ἀποφοίτους τοῦ Σεμιναρίου τὴ δυνατότητα νὰ ἐργάζονται σὲ δημόσια Σχολεῖα ὡς καθηγητὲς τῶν μαθημάτων Θρησκειολογίας καὶ Ὀρθοδόξου Πολιτισμοῦ. Γιὰ πολλοὺς λόγους τὰ Σεμινάρια τὰ ὁποία ἔκαναν αὐτὸ τὸ βῆμα εἶναι ἀκόμα πολὺ λίγα. Ὁ κύριος λόγος εἶναι ἡ ἐπιθυμία νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἐλευθερία απὸ τὸ κράτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ διδασκόμενα μαθήματα καὶ τὴν ὕλη τους. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἱστορικὰ τὰ Σεμινάρια εἶναι ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα κλειστοῦ τύπου ποὺ ἑτοιμάζουν ἀποκλειστικὰ τὰ ἱερατικὰ στελέχη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ πολλὰ Σεμινάρια ὑπάρχουν τμήματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ τῆς Ἁγιογραφίας, στὰ ὁποῖα γίνονται δεκτὲς
καὶ κοπέλες. Σήμερα σ ὅλη τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία εἶναι 37 (τριάντα ἑπτά) Θεολογικὰ Σεμινάρια. Οἱ ἱστορικὲς Θεολογικὲς Ἀκαδημίες, τῆς Μόσχας καὶ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, προορίζονται γιὰ τὶς μεταπτυχιακὲς σπουδὲς καὶ ἔχουν ἐπιστημονικὴ κατεύθυνση. Προετοιμάζουν Καθηγητὲς γιὰ τὰ Θεολογικὰ Σεμινάρια καὶ ἐρευνητὲς στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας καὶ Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διάρκεια σπουδῶν εἶναι τρία χρόνια, δύο χρόνια γιὰ τὸν κύκλο εἰδικῶν μαθημάτων καὶ ἕνας χρόνος γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς συγγραφῆς τῆς διατριβῆς. Ἀπονέμεται τίτλος ὑποψηφίου διδάκτορος. Ὑπάρχουν τομεῖς: τῆς Δογματικῆς Θεολογίας, τῆς Βιβλικῆς Ἱστορίας, τῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πρακτικῆς Θεολογίας. Φέτος λειτούργησε ἀκόμα ἕνα πρόγραμμα μεταπτυχιακῶν θεολογικῶν σπουδῶν στὸ Τμῆμα τῶν Ἐξωτερικῶν Σχέσεων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στὴν Ρωσία, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία της, ἱδρύθηκαν οἱ Ἀνώτατες Θεολογικὲς Σχολὲς ἀνοιχτοῦ τύπου, δηλαδή, Σχολὲς στὶς ὁποῖες γίνονται δεκτοὶ ὅλοι, ὅσοι θέλουν νὰ λάβουν τὴ θεολογικὴ μόρφωση, συμπερελαμβομένων καὶ τῶν γυναικῶν. Τὸ 1992 μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μακαριστοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἀλεξίου Β στὴ Μόσχα ἱδρύθηκε τὸ Ὀρθόδοξο Πανεπιστήμιο τοῦ Ἁγίου Τύχωνος. Τὸ Πανεπιστήμιο ἔχει κρατικὴ ἀναγνώριση καὶ παρέχει τὸ πτυχίο τοῦ τύπου κρατικῶν πανεπιστημιακῶν Σχολῶν. Διάρκεια σπουδῶν πέντε χρόνια. Οἱ σπουδὲς διεξάγονται στὰ ἑξῆς Τμήματα: Θεολογίας, Θρησκειολογίας, Ἱεραποστολῆς, Παιδαγωγικῆς, Φιλολογίας καὶ Ἱστορίας, Ἱστορίας τῆς Τέχνης, Μουσικῆς, Ζωγραφικῆς καὶ Ἁγιογραφίας, Πρακτικῆς Λαϊκῆς καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης. Σ ὅλα τὰ Τμήματα διδάσκονται θεολογικὰ μαθήματα. Οἱ ἀπόφοιτοι τοῦ Ὀρθόδοξου Πανεπιστημίου μποροῦν νὰ ἐργάζονται σὲ δημόσια κρατικὰ σχολεῖα καὶ ἱδρύματα σύμφωνα μὲ τὴν εἰδικότητά τους. Ἐννοεῖται ὅτι οἱ ἔχοντες δυνατότητα καὶ ἐπιθυμοῦντες νὰ ὑπηρετήσουν τὴν Ἐκκλησία ὡς κληρικοί, μποροῦν νὰ ἱερωθοῦν. Στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἁγίου Τύχωνος λειτουργεῖ καὶ πρόγραμμα Μεταπτυχιακῶν σπουδῶν. Τὸ 1993 ἱδρύθηκε ἐπίσης στὴ Μόσχα τὸ Ρωσικὸ Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὸ 1999 κρατικὴ ἀναγνώριση καὶ παρέχει στοὺς ἀποφοίτους του πτυχίο κρατικοῦ τύπου. Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτῆς τῆς Σχολῆς συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι συνδυάζει τὴ θεολογικὴ μόρφωση μὲ τὶς κοσμικὲς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες. Ἔτσι στὸ Ἰνστιτοῦτο ὑπάρχουν τὰ ἑξῆς τμήματα: Φιλολογίας, Ἐκκλησιαστικῆς δημοσιογραφίας, Τέχνης καὶ Ἁγιογραφίας, Θεολογίας, Φιλοσοφίας,
Νομικῆς, Οἰκολογίας, Ψυχολογίας, Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Διάρκεια σπουδῶν πέντε ἔτη. Τὰ τελευταῖα 20 χρόνια ἐμφανίστηκε καὶ ἕνα καινούργιο στοιχεῖο γιὰ τὶς θεολογικὲς σπουδὲς στὴ Ρωσσία. Σὲ μερικὰ ἐπαρχιακὰ Κρατικὰ Πανεπιστήμια ἄνοιξαν Τμήματα Θεολογίας, ὅπου σύμφωνα μὲ τὸν νόμο μπορεῖ νὰ σπουδάσει ἀκόμα καὶ ἄθεος. Ἄν μερικὰ χρόνια πρὶν ἀναρωτιόμασταν ποὺ μποροῦν νὰ ἀπορροφηθοῦν ἀπόφοιτοι τόσων πολλῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ἀνοιχτοῦ τύπου, τώρα ἔρχεται καὶ ἡ λύση. Ἡ Κυβέρνηση τῆς Ρωσίας ἀποφάσισε τὴν ὑποχρεωτικὴ εἰσαγωγὴ στὰ σχολεῖα τῶν μαθημάτων τῆς Θρησκειολογίας, Ὀρθοδόξου Πολιτισμοῦ καὶ ἄλλων σύμφωνα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα τῶν μαθητῶν. Βλέπουμε πὼς ἡ δυνατότητα γιὰ τὶς θεολογικὲς σπουδὲς καὶ ἡ καταξίωση αὐτῶν αὐξάνεται στὴ Ρωσία σταδιακὰ καὶ λαμβάνει καινούργιες μορφές. Ὅμως μᾶς μένει νὰ ἐλπίζουμε ὅτι ἡ θεολογία μας θὰ στηρίζεται στὸ βίωμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στοὺς λογικοὺς σχηματισμοὺς περὶ Θεοῦ. Προσπαθώντας νὰ φτάσουμε μὲ τὴ λογική μας τὶς κορυφὲς τῆς θεολογικῆς σκέψεως νὰ μὴ ξεχάσουμε τὸ πιὸ ἁπλὸ καὶ συνάμα τὸ πιὸ δύσκολο τὴ μετάνοια τῆς ψυχῆς μας. Ἀπο τὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Ρωσίας ἔχουν ἀποφοιτήσει πολλοὶ ποὺ σήμερα ἔχουν καταταχθεῖ στὰ δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἅγιοι Ἱεράρχες, Ἱερομάρτυρες καὶ Μάρτυρες. Νομίζω πὼς αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Πρὶν δύο ἑβδομάδες τάραξε τὴ Μόσχα μία εἴδηση: μέσα στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Θωμᾶ, δίπλα στὸ θυσιαστήριο δολοφονήθηκε ὁ 35-χρονος πρεσβύτερος π. Δανιήλ, ποὺ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἱεραποστολική του δράση, βάπτιζε κάθε μῆνα μουσουλμάνους καὶ ὁδηγοῦσε στὸν Χριστὸ τοὺς πλανωμένους ἀπὸ τὶς διάφορες σέκτες καὶ τοὺς σατανιστές. Ὁ π. Δανιὴλ ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικοῦ Σεμιναρίου τῆς Μόσχας καὶ πιστεύουμε πὼς ὁ Θεὸς τὸν κατάταξε στὸν χορὸ τῶν μαρτύρων. Κλίνω τὴ μικρὴ μου εἰσήγηση μὲ ἕνα διάλογο τοῦ γέροντα Σωφρονίου μὲ τὸν γέροντα Σιλουανό. Κάποτε ὁ γέροντας Σωφρόνιος παραπονέθηκε στὸν ὅσιο Σιλουανὸ ὅτι λυπᾶται ποὺ συνέχεια εἶναι ἄρρωστος καὶ δὲν ἔχει δυνάμεις νὰ ἀφιερώσει περισσότερο χρόνο στὴ θεολογία. Ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε: Τὸ θεωρεῖτε μεγάλο; Καὶ ἀφοῦ δὲν ἄκουσε τὴν ἀπάντηση εὐθὺς συνέχισε: Τὸ μεγάλο εἶναι ἕνα νὰ ταπεινωθεῖ κανείς, νὰ καταπατήσει τὴν ὑπερηφάνειά του, ἡ ὁποία τὸν ἐμποδίζει νὰ ἀγαπᾶ. Ευγενία Ζούκοβα