Α' τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου Φλώρινας. Σχολικό έτος 2013-14. Ερευνητική εργασία επιβλέπων καθηγητής: Γ.Χατζής Ιστορική αναδρομή στην Βυζαντινή ζωγραφική
Μακεδονική και παλαιολόγεια περίοδος Ιστορικό πλαίσιο Από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, σταδιακά γεννιέται η "Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία". Η αυτοκρατορία συρρικνώνεται εδαφικά, τα εδάφη διαμοιράζονται ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις, και η Κωνσταντινούπολη ήταν (μετά το 1204) η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από περαιτέρω αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν κυρίως στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Η αρχιτεκτονική Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Η εικονογραφία Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. H Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Σημαντικότεροι ζωγράφοι: Μανουήλ Πανσέληνος: Ο Μανουήλ Πανσέληνος ήταν Έλληνας αγιογράφος από τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι γνωστά τα στοιχεία της ζωής του. Άφησε πολλές σημαντικές αγιογραφίες στο Άγιο Όρος, στην μονή Βατοπεδίου, της Λαύρας, με χαρακτηριστικότερο δείγμα το Πρωτάτο των Καρυών. Τα έργα του κατατάσσονται χρονολογικά μεταξύ του 11ου και 13ου αιώνα. Έργο του θεωρείται και το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου στη Θεσσαλονίκη.
Μιχαήλ ο Αστραπάς και Ευτύχιος: Άριστοι αγιογράφοι και οι δύο. Καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και τοιχογράφησαν πολλές Σερβικές εκκλησίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ναό του Αγ. Κλήμεντος δίπλα στην λίμνη της Αχρίδος το 1295 και τον ναό του Αγ. Γεωργίου στο Στάρο Ναγκορίτσινο Σερβίας (1313-1317).
Κρητική Περίοδος Το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο Έως το 1669, χρονολογία κατά την οποία η Ενετοκρατούμενη από το 1210 Κρήτη υποτάχτηκε στους Οθωμανούς, και για τέσσερις περίπου αιώνες, στο νησί πραγματοποιήθηκε μια σημαντική αναπτυξιακή δραστηριότητα που κορυφώθηκε περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Στο διάστημα αυτό, η ακμή των οικονομικών δραστηριοτήτων και του εμπορίου, η αναβάθμιση των τρόπων παραγωγής και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, είχαν ως ένα βαθμό αντίκτυπο και στην πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία. Η πολιτιστική ανάπτυξη της Κρήτης ήρθε ως απόρροια αφενός της ακμής των Ιταλικών πόλεων και, κυρίως, της Βενετίας και αφετέρου της ιστορικής συγκυρίας που χαρακτηρίστηκε από τη μετανάστευση και εγκατάσταση στο νησί του πιο ζωογόνου, θα λέγαμε, ελληνικού πληθυσμού μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης Παράλληλα, παρατηρήθηκε μια διαφορετική συμπεριφορά στις προτιμήσεις των ανθρώπων αλλά και στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους απέναντι στο έργο τέχνης, που σταδιακά έχασε την αποκλειστικά λατρευτική του αποστολή (αναφορικά με έργα θρησκευτικού περιεχομένου), αποκτώντας, ως επί το πλείστον, εμπορευματική ή και συλλεκτική αξία. Στο πλαίσιο αυτό, πρωταρχική θέση στις προτιμήσεις του κοινού, λόγω της ευχρηστίας της και της μικρής σχετικά αγοραστικής της αξίας, κατέλαβε η φορητή εικόνα.
Οι εικαστικές ιδιαιτερότητες Στα τέλη του 15ου αιώνα, οι επαφές με τη Βενετία έφεραν επιρροές της Αναγεννησιακής ιταλικής ζωγραφικής στην Κρήτη, σε επίπεδο τεχνοτροπίας και θεματογραφίας, οι οποίες συνδυάστηκαν με τη βυζαντινή παράδοση, διαμορφώνοντας ένα εντελώς ξεχωριστό ύφος κατά τον 16ο και 17ο μ.χ. αιώνα, αυτό που ονομάζουμε Κρητική Σχολή Ζωγραφικής. Βασική μέριμνα των ζωγράφων της Κρητικής Σχολής υπήρξε η αποδέσμευση από το υπερβατικό και συμβολικό στοιχείο και η υιοθέτηση της αφηγηματικότητας και της τρισδιάστατης προοπτικής. Η απόδοσή τους συμπεριέλαβε τον χρωματισμό, που αν και τοποθετείται ή κατασκευάζεται με τον παραδοσιακό τρόπο (χρυσό φόντο και τεχνική της αυγοτέμπερας), σε αρκετές περιπτώσεις διασπάται και αναλύεται στα συστατικά του, παίζοντας διακριτικά με το φως και τους τονισμούς των συμπληρωματικών. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι Βασικοί θεμελιωτές της Κρητικής Σχολής ήταν οι: Ανδρέας Παβίας, Θεοφάνης Στρελίτζας, Μιχαήλ Δαμασκηνός, Γεώργιος Κλόντζας, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Εμμανούλ Λαμπάρδος, Ηλίας Μόσκος, Φιλόθεος Σκούφος, Εμμανουήλ Τζάνες, Θεόδωρος Πουλάκης και Στέφανος Τζαγκαρόλας. Ο Ανδρέας Παβίας (αριστερά) υπήρξε σημαντικός αγιογράφος που έδρασε στον Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης) κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, όπου και ξεκίνησε τις καλλιτεχνικές σπουδές του για να τις ολοκληρώσει στην Ιταλία. Εκεί μυήθηκε στα μυστικά της τέχνης του Quattrocento, ζωγραφίζοντας κυρίως φορητές εικόνες.
Σε παράλληλο με του Παβία δρόμο, αναπτύχθηκαν οι προσανατολισμοί του αγιογράφου Θεοφάνη Στρελίντζα του Κρη (ή Μπαθά), που θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκφραστές της Κρητικής Σχολής, με σημαντική δράση σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας, με σημαντικότερο ίσως έργο το καθολικό της Ι.Μ. Σταυρονικήτα στο Άγιο Όρος. Θεοτόκος οδηγήτρια έργο Θεοφάνους Στερλίτζα Ο πιο καινοτόμος, όμως, και ίσως ο σημαντικότερος μεταξύ των ζωγράφων της φορητής εικόνας της Κρητικής Σχολής, θεωρείται από πολλούς ο Μιχαήλ Δαμασκηνός (δεξιά). Γεννήθηκε στον Χάνδακα γύρω στα 1540 και διδάχτηκε την τέχνη της ζωγραφικής στην Σχολή της Αγίας Αικατερίνης των Σιναΐτων. Σε ηλικία 32 ετών (1577-1582) εργάστηκε στη Βενετία, όπου και ήρθε σε επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης.
Η σύντομη αυτή αναδρομή θα κλείσει με την αναφορά στον μεγάλο Κρητικό ζωγράφο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Γεννήθηκε πιθανότατα το 1541 στο Ηράκλειο της Κρήτης, την εποχή της Βενετοκρατίας. Η ημερομηνία γέννησης του προκύπτει όχι από κάποιο επίσημο έγγραφο της εποχής αλλά με βάση μία ιδιόχειρη σημείωση του, σύμφωνα με την οποία το 1606 ήταν 65 ετών Καταληκτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι το 1600 το Ηράκλειο είχε 20.000 κατοίκους και 200 ζωγράφους, ένα νούμερο ιδιαίτερα υψηλό που δείχνει την καλλιτεχνική άνθιση στην Κρήτη. Η άνθιση αυτή δυστυχώς διακόπηκε βίαια με την κατάληψη του Ηρακλείου από τους Τούρκους το 1669.
Περίοδος της Τουρκοκρατίας Την περίοδο της τουρκοκρατίας η τέχνη της αγιογραφίας διατηρήθηκε, γιατί για τους χριστιανούς (κυρίως για Έλληνες, Σέρβους και Βούλγαρους) είχε θρησκευτική και εθνική σημασία. Αυτή την περίοδο βλέπουμε να αγιογραφούνται τα μοναστήρια μας Αγίου Όρους Μεγίστης Λαύρας 1535, Κουλτουμουσίου 1540, Σταυρονικήτα 1546, Ξενοφώντος 1563, των Μετεώρων Αγίου Νικολάου 1527, Μεταμορφώσεως 1545 αλλά και σε άλλες εκκλησίες στην Ελλάδα όπως στην Καστοριά Αγίων Αποστόλων 1547, Παναγία Ραζιώτισσα 1553 και στην Σερβία όπως στην Μαράτσα 1574, Βέλικα Χότσα στο Πρίζρεν 1570 κλπ. Οι κυριότεροι αγιογράφοι του 16ου αιώνα είναι κρητικοί όπως ο Θεοφάνης, ο Νεόφυτος, ο Κυριαζής, ο Ζώρζης και Αντώνιος. Σχολή της Δυτικής Ελλάδας Στην περιοχή της Ηπείρου αναπτύχθηκε η Σχολή Βορειοδυτικής Ελλάδας. Τον 16ο και 17ο αιώνα συγκεντρώνεται στην Ήπειρο η πλουσιότερη και ποιοτικότερη παραγωγή εντοίχιας εκκλησιαστικής ζωγραφικής, αν εξαιρέσουμε τα μεγάλα παραδοσιακά κέντρα, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Τον 15ο αιώνα, στην περιοχή της Ηπείρου, ζωγράφοι όπως ο Ξένος Διγενής δημιούργησαν παράδοση κατά την μεταβυζαντινή περίοδο. Τον 16ο αιώνα παρατηρείται η δράση οργανωμένων ομάδων στη περιοχή, ενώ τον επόμενο αιώνα η δράση τους πολλαπλασιάζεται. Παράλληλα εργάζονται μεμονωμένα συνεργεία, η τεχνοτροπία των οποίων οδηγεί στην τέχνη του 18ου αιώνα (ύφος «λογιότερο» ή πιο λαϊκό). Τα κυριότερα μνημεία της περιόδου παρουσιάζονται στην περιοχή του Δυτικού Ζαγορίου. Συνδυάζουν τη παλαιολόγεια και τη μακεδονική παράδοση με την τέχνη της Β.Δ. Ελλάδας. Τέλος, πολλά έργα οφείλονται στη δράση οικογενειακών συνεργείων που δραστηριοποιούνται στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Λοιπές περιοχές Στην περιοχή της Πελοποννήσου η αγιογραφία είναι περιορισμένη και εκφράζεται με επώνυμους καλλιτέχνες από το 1550 και έπειτα. Τον 17ο αιώνα παρατηρείται ακμή σε επώνυμους (π.χ. αδελφοί Μόσχου) και ανώνυμους ζωγράφους, οι οποίοι τηρούν τους κανόνες της κρητικής σχολής. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους έχουμε άνθιση της αγιογραφίας και στα Επτάνησα (αριστερά), όπου οι τεχνικές και οι αισθητικές αρχές της βυζαντινής ζωγραφικής έχουν εμπλουτισθεί και ανανεωθεί με δυτικά στοιχεία. Η μορφή του αγίου Διονυσίου του εκ Φουρνά Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά «γεννήθηκε γύρω στα 1670 στον Φουρνά Ευρυτανίας όπου και πέθανε μετά το 1744, οπότε αναφέρεται για τελευταία φορά σ' ένα έγγραφο. Σύμφωνα με άλλες πηγές πιθανότατα απεβίωσε το 1746. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Παναγιώτης Χαλκιάς. Όταν πέθανε ο πατέρας του αναγκάστηκε, ενώ ήταν σε ηλικία 12 ετών, να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να εργαστεί. Έμεινε εκεί 4 χρόνια και σε ηλικία 16 ετών εγκαταστάθηκε στον Άθω κι έγινε μοναχός και αργότερα ιερομόναχος. Στο Άγιο Όρος (Καρυές) συμπλήρωσε τις γραμματικές του γνώσεις και διδάχτηκε την τέχνη τηςαγιογραφίας. Το 1711 ανέγειρε εκ βάθρων το κελί του στις Καρυές και το προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου παρεκκλήσιό του, το οποίο εικονογράφησε και τοιχογράφησε. Από το 1724 ως το 1728 ο Διονύσιος διέμενε στον Φουρνά, όπου με τους μαθητές του τοιχογράφησε τον καθεδρικό ναό
της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο οποίος δυστυχώς πυρπολήθηκε από τους Τούρκους πριν από την Επανάσταση του 1821. Από το 1729 έως το 1734 επέστρεψε στο Άγιο Όρος όπου με τη συνεχή μελέτη των έργων του Πανσελήνου και του Θεοφάνη και με την επίμονη και αφοσιωμένη εργασία κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους αξιολογότερους αγιογράφους της εποχής του. Σε αυτό το διάστημα και με τη βοήθεια του μαθητή του, Κύριλλου του Χίου, έγραψε την Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και αι κύριαι πηγαί αυτής. Το 1734 λόγω φθόνου των ομοτέχνων του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος και να εγκατασταθεί στον Φουρνά, όπου ασχολήθηκε με την οικοδόμηση της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής. Δίπλα στη Μονή ίδρυσε και σχολείο των κοινών γραμμάτων, καθώς και εργαστήριο αγιογραφικής τέχνης, το οποίο κατά τον Σέργιο Μακραίο, ο "πολύς εν σοφία" διδάσκαλος του Γένους Θεοφάνης, από το 1755 ανέδειξε σε σχολή για ανώτερες σπουδές. Η σχολή λειτούργησε μέχρι το 1784 και από αυτήν αναδείχθηκαν σπουδαίοι διδάσκαλοι και διαφωτιστές του υπόδουλου Γένους. Σε όλο αυτό το διάστημα μέχρι το 1744 περιστασιακά επισκέφθηκε πάλι τον Άθω (1739) και την Κωνσταντινούπολη (1740 και 1744). Από όλο το ζωγραφικό του έργο στον Φουρνά, μετά από τους σεισμούς του 1966, σώζονται 3 εικόνες του 1733 που παριστάνουν τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον Ένθρονο Χριστό και τη Ζωοδόχο Πηγή, καθώς και μια εικόνα του 1725 που παριστάνει τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο».
Η εκκλησιαστική τέχνη γίνεται λαϊκή Τον 18ο και 19ο αιώνα έχουμε τις απαρχές της Λαϊκής Τέχνης. Βασικό χαρακτηριστικό της ήταν ο πόθος για απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Το ποθούμενο της Ελευθερίας οδηγεί σε μια τεχνοτροπία, κατά την οποία φιλοτεχνούνται εικόνες με πολεμιστές Αγίους που ζωγραφίζονται με ανοιχτό βηματισμό, ανεμίζουσες ενδυμασίες, ένοπλοι και έφιπποι. Οι μορφές εικονίζονται με απλά σχήματα, τα χρώματα είναι πιο σκοτεινά και η ποιότητα είναι υποδεέστερη των προηγούμενων αιώνων.
Μετάβαση στην σύγχρονη εικονογραφική τέχνη. Επαναφορά των παραδοσιακών στοιχείων Μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η βυζαντινή ζωγραφική σχεδόν εξαφανίστηκε και επικράτησε η ζωγραφική της Δύσης. Σημαντικοί εκπρόσωποι της αγιογραφικής τέχνης ήταν: α) ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά (1670 1744)1, που προσπάθησε να επαναφέρει τη βυζαντινή τεχνή (γύρω στο 1700), αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού το ρεύμα πλέον οδηγούσε στη Δύση, β) ο Κύπριος ζωγράφος Παρθένιος (1790-1848), που άφησε πληθωρικό έργο σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες, και γ) ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965)2, ο οποίος αντιδρώντας στον εκδυτισμό της βυζαντινής ζωγραφικής, αγωνίστηκε για την επαναφορά της βυζαντινής αγιογραφίας. Ο Κόντογλου εμπνέεται από την Ελληνική παράδοση και προσηλώνεται σε ότι θεωρεί ελληνικό, βγαλμένο από τη παράδοση του Βυζαντίου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.