ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Α) Χρήσιμοι όροι του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης...9

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Σοφία Γ. Παπαθανασοπούλου Δικηγόρος ΤτΕ

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής.

Γενικοί και Ειδικοί Όροι Κάλυψης Νοµικής Προστασίας (Ολοκληρωµένης ).

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Η Ασφάλιση της Αστικής Ευθύνης Τροφίμων

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΘΕΜΑ: ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΟΝΟΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ Τ.Σ.Α.Υ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό

ΤΕΥΧΟΣ Ε ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ. Παροχή Υπηρεσιών: Μελέτη, Επίβλεψη, Αδειοδότηση Δομικών Έργων σε Υ/Σ ΥΤ/ΜΤ αρμοδιότητας ΔΕΔΔΗΕ

Αστική Ευθύνη Προϊόντων Ελίνα Παπασπυροπούλου HDI Global SE. Money Show 2016, Θεσσαλονίκη

Λοιπές Κατηγορίες Ασφάλισης Περιουσίας & Αστικής Ευθύνης

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ E2/2016 ΓΙΑ ΤΗΝ EKΜΙΣΘΩΣΗ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΩΝ ΤΗΣ Ο.ΣΥ. Α.Ε ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΠΚΕ/ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΟΛΟΥ Α/

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3758, 3/10/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ (ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΡΙΤΟΥ) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2000 ΚΑΙ 2003

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (Αφορά Διακηρύξεις για σύναψη Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών)

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

16SYMV

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΕΨΗΣ

Άρθρο 1 παρ. 2 Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει: τα στοιχεία των συμβαλλομένοων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος. τη διάρκεια της ασφαλιστικής

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Ασφάλιστρο είναι το χρηματικό ποσό που δίνει κάθε χρόνο ο ασφαλισμένος, για να εξασφαλίσει την κάλυψη που του παρέχει το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

16SYMV

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Δεδομένα ταυτοποίησης: Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, Α.Δ.Τ., Α.Φ.Μ., ημερομηνία και τόπο γέννησης.

«Οι συνέπειες από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την Περιβαλλοντική Ευθύνη στην Ελληνική Βιομηχανία»

Κλάδος Γενικής Αστικής Ευθύνης Προγράμματα Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΘΕΜΑ: «Ασφαλιστική Τακτοποίηση κατά την Επίσχεση Εργασίας»

Εγκύκλιος 04/2015 ΘΕΜΑ: ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ»

Ασφάλιση Περιουσίας & Αστικής Ευθύνης

Σ Υ Μ Β Α Σ Η ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΔΥΟ (2) ΘΕΣΕΩΝ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΒΕΝΖΙΝΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Στην Αθήνα σήμερα την 22 του μήνα Νοεμβρίου του

ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΠΛΟΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Έλενα Φ. Κοσσένα

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Transcript:

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΑΟΠΡΑΞΙΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ουρανία Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Σταματία Κορδή- Αντωνοπούλου Νικόλαος Ελευθεριάδης ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ Κ. ΡΟΥΣΑΚΗ ΑΜ: 400575 Π.Μ.Σ ΤΟΜΕΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δεκέμβριος 2012

2

3

Πεχόμενα I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 8 1. Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ... 8 2. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 9 II. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΩΣ ΕΙΔΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (α.25 Ασφ.Ν)... 12 1. ΕΝΝΟΙΑ... 12 i. ΟΡΙΣΜΟΣ... 12 ii. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ... 13 2. Ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ... 15 3. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΖΗΜΙΑ... 17 i. ΕΝΝΟΙΑ... 17 ii. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ... 18 iii. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ... 19 III. ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 21 1. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ... 21 2. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ... 21 IV. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 24 1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ... 24 i. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ... 24 ii. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟΥ... 24 iii. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΒΑΡΗ... 26 2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ... 37 a) ΚΑΛΥΨΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ... 37 3. ΑΞΙΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ... 45 i. ΕΝΝΟΙΑ-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ... 45 ii. ΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ... 46 iii. ΔΥΝΑΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ... 47 4. ΑΞΙΩΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ... 50 V. ΑΡΧΗ ΧΩΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ... 51 1. ΕΝΝΟΙΑ- ΕΦΑΡΜΟΓΗ... 51 2. Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ... 53 4

3. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 59 4. ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ... 62 VI. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ... 65 1. ΘΕΩΡΙΑ ΕΓΕΡΣΕΩΣ ΑΞΙΩΣΕΩΝ... 66 2. ΘΕΩΡΙΑ ΕΠΕΛΕΥΣΕΩΣ ΖΗΜΙΟΓΟΝΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ... 67 3. ΘΕΩΡΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ... 67 VII. ΡΗΤΡΕΣ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ... 70 1. ΡΗΤΡΑ CLAIMS MADE (αξιώσεις που θα προβληθούν)... 71 2. ΡΗΤΡΑ OCCURRENCE... 73 3. LOSS NOTIFICATION OPTION... 73 VIII. ΕΙΔΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 74 1. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ... 74 2. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΙΑΤΡΩΝ... 76 3. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ... 77 4. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ, ΕΙΣΑΓΩΓΕΑ, ΔΙΑΝΟΜΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ... 80 5. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ... 81 5

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ ΑΠ αριθμ. Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος αριθμός α. άρθρο Aσφ.Ν. βλ. γνμδ. Δικ. Δ.Σ εδ. ελλ. επ. ΕφΑθ ΕφΘεσ Ασφαλιστικός Νόμος βλέπε γνωμοδότηση Δίκαιο Διοικητικό Συμβούλιο εδάφιο Ελληνικό επόμενα Εφετείο Αθηνών Εφετείο Θεσσαλονίκης ν. νόμος ο.π παρ. περ. π.δ π.χ. ΚΠολΔ όπως παραπάνω παράγραφος περίπτωση προεδρικό διάταγμα παραδείγματος χάρη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας σ. σελίδα τ. τόμος Υποπερ. υποπερίπτωση 6

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ Αρμ. ΔΕΕ ΕΕμπΔ ΕπισκΕΔ ΧρηΔ ΧρΙΔ Αρμενόπουλος Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 7

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην παρούσα πρόκειται να ασχοληθούμε με την ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης δίνοντας πρωτίστως έμφαση στις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η συγκεκριμένη ασφάλιση λόγω της ιδιάζουσας φύσης του αντικειμένου της. Αρχικά όμως κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε λόγο για την έννοια της επαγγελματικής αστικής ευθύνης προκειμένου να γίνει εν συνεχεία κατανοητή τόσο η αναγκαιότητα της ασφάλισης αυτής αλλά και ο τρόπος λειτουργίας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης. 1. Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Η επαγγελματική αστική ευθύνη είναι η αστική ευθύνη του προσώπου, το οποίο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που διέπουν την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Ωστόσο, η δυσχέρεια στην εννοιολογική προσέγγιση της αστικής επαγγελματικής ευθύνης δεν έγκειται τόσο στη διατύπωση ενός ορισμού, αλλά στο κατά πόσο η ίδια η έννοια αποδίδει ένα ενιαίο και αυτοτελές αντικείμενο στο γενικότερο πλαίσιο του δικαίου της αστικής ευθύνης, με ποιο περιεχόμενο και με ποια σημασία 1. Η επεξεργασία της έννοιας σε άλλα ευρωπαϊκά δίκαια έχει καταλήξει να ταυτίζει την επαγγελματική ευθύνη με την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας 2. Κατά συνέπεια υπάγονται στην έννοια όχι μόνον τα κατά την παλαιότερη ορολογία «ελευθέρια» επαγγέλματα, ως λ.χ. γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες αλλά και άλλα ως λ.χ. χρηματιστές, τραπεζίτες, μεταφορείς, κομμωτές κλπ. Βέβαια μία τόσο ευρεία σύλληψη της επαγγελματικής ευθύνης φαίνεται σε πρώτο επίπεδο να υπονομεύει την ενότητα της, καθότι τόσο στο ελληνικό όσο και σε άλλα δίκαια ευρωπαϊκών χωρών αναδεικνύει στη ρύθμιση των επιμέρους επαγγελμάτων κεφαλαιώδεις διαφορές. Μία εξαιρετικά σημαντική διαφοροποίηση είναι το εάν το πρόσωπο που παρέχει ορισμένη υπηρεσία έχει την υποχρέωση απλώς να τηρήσει ορισμένη, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν το επάγγελμα του, συμπεριφορά ή εάν οφείλει να προσπορίσει στον αποδέκτη της υπηρεσίας του ορισμένο αποτέλεσμα. 1 Βλ. Κ.Φουντεδάκη, εις Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Ελληνικο-Κοινοτικό, 2008, επιμ. Ε.Αλεξανδρίδου, άρθρο 8 σ.439 2 Βλ. Κ.Φουντεδάκη Αστική Ιατρική ευθύνη- Γενική εισαγωγή- Δογματική και δικαιοπολιτική θεώρηση- θεμελιώδεις έννοιες 2003, σ. 9 επ. 8

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Περαιτέρω ο καταναλωτής σε αντίθεση με τα όσα ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού κώδικα για τις αδικοπραξίες υποχρεούται να αποδείξει μόνον τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας που υπέστη, ενώ ο ίδιος ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για τυχόν έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας του. Κατ ακολουθία των ανωτέρω λοιπόν καθίσταται σαφές, ότι ο επαγγελματίας δύναται να έρθει συχνάκις αντιμέτωπος με αξιώσεις τρίτων για αποκατάσταση ζημίας που τυχόν προκάλεσε σε αυτούς κατά την ενάσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας και συνακόλουθα κρίνεται αναγκαία η ασφάλιση της αστικής του ευθύνης προκειμένου να μπορέσει να προστατευθεί από την αύξηση των παθητικών στοιχείων στην περιουσία του αλλά και προκειμένου να μπορέσει να εργασθεί απρόσκοπτα. 2. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Παραπάνω περιγράψαμε συνοπτικά το περιεχόμενο της ευθύνης του επαγγελματία και οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι στη σημερινή εποχή είναι αναγκαία η ασφάλιση της επαγγελματικής αστικής ευθύνης. Πράγματι, αποτελεί πλέον συνείδηση όλων ότι η άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, περικλείει σημαντικούς κινδύνους, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ασφαλιστική κάλυψη της έναντι των τρίτων ευθύνης τους. Ενόψει μάλιστα και της γενικότερης κρίσης που διέρχεται ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης, δικαιολογείται η πεποίθηση ότι η ασφάλιση ευθύνης από ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύναται να δώσει λύσεις ατομικά αλλά και κοινωνικά ευπρόσδεκτες, ώστε να εξασφαλισθεί η ασφαλής και απρόσκοπτη από οικονομικές ανησυχίες άσκηση ορισμένων επαγγελμάτωνλειτουργημάτων. 3 Νομοθετικό υπόβαθρο για την κατάρτιση και λειτουργία ασφαλιστικών συμβάσεων που καλύπτουν ζητήματα αστικής και ειδικότερα της επαγγελματικής ευθύνης, αποτελούν τα άρθρα 25 και 26 του Ν.2496/1997 (Ασφ.Ν). 3 Βλ. Ε. Τζίβα, Ο ν.2496/1997 και η ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, ΕπιΔικΙΑ 2008,. 106 επ. 9

Το άρθρο 25 του Ασφ.Ν. αναφέρεται στην ασφάλιση αστικής ευθύνης γενικότερα και όχι ειδικά στην επαγγελματική. Πρόκειται για την ασφάλιση του παθητικού που καλύπτει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων αβάσιμων ή βάσιμων, τρίτων προσώπων κατά του λήπτη της ασφάλισης που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη. Το γράμμα του νόμου είναι κατ ανάγκη ευρύ προκειμένου να καλύπτει το ευρύτατο φάσμα περιπτώσεων ασφάλισης ευθύνης των οποίων η σύναψη είναι προαιρετική. Καλύπτει δηλαδή πέρα από επαγγελματικούς κινδύνους, επιχειρηματικούς ακόμη και κινδύνους του κυρίου κτίσματος, ή του κατόχου ζώου 4. Το σκόπιμο αυτό νομοθετικό κενό του άρθρου 25 έρχονται να καλύψουν οι ασφαλιστικές συμβάσεις με περιεχόμενο, το οποίο προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες της ευθύνης του κάθε επαγγελματία που καλύπτεται ασφαλιστικά, υπό την έννοια ότι προσδιορίζεται επακριβώς ο κίνδυνος που πηγάζει από την ενάσκηση του κάθε επιμέρους επαγγέλματος και που απειλεί την εμφάνιση παθητικού στην περιουσία του ασφαλισμένου 5 6. Πράγματι η ασφαλιστική πρακτική έχει διαμορφώσει στερεότυπους τύπους ασφαλιστικών καλύψεων, πράγμα αναγκαίο, άλλωστε για τη μαζική παραγωγή των καλύψεων αυτών 7. Δεν μπορεί δηλαδή κατ αρχήν ο ασφαλιστής να επινοήσει ειδικές, εξειδικευμένες καλύψεις επαγγελματικής αστικής ευθύνης που αποκλίνουν σημαντικά από τους αναγνωρισμένους τύπους για το λόγο ότι είναι δύσκολο- αν όχι αδύνατονα ανεύρει τα αντίστοιχα είδη αντασφάλισης ή ενδεχομένως και συνασφαλιστή. Επιπλέον κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο να συμβεί στην πράξη καθότι ο ασφαλιστής θα στερείται της υποστηρικτικής τεχνογνωσίας που αποκτάται από τη διεθνή εφαρμογή των διαφόρων στερεότυπων τύπων ασφάλισης. Θεωρητικά δύναται να υπάρξουν τόσα είδη ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης όσα και τα επαγγέλματα. Τα είδη αυτά διαμορφώνει η διεθνής ασφαλιστική και αντασφαλιστική πρακτική και όχι οι εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες όπως άλλωστε και ο Ν. 2496/1997 (εφεξής χάριν συντομίας Ασφ.Ν), αρκούνται 4 Βλ. Α.Αργυριάδης/Ρ.Χατζηνικολάου-Αγγελίδου/Λ.Σκαλίδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου (5 η έκδοση), 2007, σ. 126 5 Βλ. Ε.Τζίβα, ό.π. σ.109 6 Στη συνέχεια της παρούσας και χάριν συντομίας θα λαμβάνουμε υπόψιν την περίπτωση κατά την οποία ο λήπτης της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος και ο δικαιούχος του ασφαλίσματος ταυτίζονται. Ευνόητο είναι ότι δύναται τα πρόσωπα αυτά να είναι διαφορετικά. 7 Βλ. Ι.Ρόκα, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 2005, σ. 290 10

απλώς στη ρύθμιση των γενικών αρχών της ασφαλιστικής σύμβασης κατά ζημιών και της ασφάλισης γενικής αστικής ευθύνης 8. Ωστόσο, λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης και προστασίας των τρίτων επιβάλλουν σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες προκρίνεται η προστασία του ζημιωθέντος τρίτου από την αφερεγγυότητα ή την ασυνειδησία του ζημιώσαντος, την καθιέρωση ως υποχρεωτικής της ασφάλισης αστικής ευθύνης 9. Συγκεκριμένα, το άρθρο 26 του ΑσφΝ περιέχει για πρώτη φορά νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης όλων των περιπτώσεων ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, οι οποίες έχουν καταστεί ή πρόκειται στο μέλλον να καταστούν από το νόμο υποχρεωτικές, εξαιρουμένων ρητά σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου των υποχρεωτικών ασφαλίσεων ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η τάση της συνεχούς βελτίωσης της θέσης του λήπτη παροχής υπηρεσιών και του χρήστη και αγοραστή προϊόντων συνδέεται άμεσα με τη θέσπιση μηχανισμών ώστε αυτή η ευθύνη να μπορεί να λειτουργήσει γρήγορα και «εγγυημένα» με σκοπό την καταβολή της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης στο δικαιούχο βλαβέντα 10. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνεται με την εισαγωγή όλο και περισσότερων ειδών υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης. Στο σημείο αυτό βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έκδοση υπουργικής, η οποία θα ορίζει την υπηρεσία ή το νομικό πρόσωπο που θα δέχεται τις κοινοποιήσεις των ασφαλιστών καθώς και την υπηρεσία ελέγχου τήρησης υποχρεωτικής ασφάλισης ευθύνης δεν έχει προσδιορισθεί με αποτέλεσμα όλες οι υποχρεωτικές ασφαλίσεις αστικής ευθύνης πλην ασφαλίσεων αυτοκινήτων, να ρυθμίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 25 Ασφ.Ν. 8 Βλ. Ι.Ρόκα, ό.π., σ. 291 9 Βλ. Ρ.Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2012, σ. 275 10 Βλ. Ι.Ρόκα ό.π., σ. 293 11

II. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΩΣ ΕΙΔΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (α.25 Ασφ.Ν) i. ΟΡΙΣΜΟΣ 1. ΕΝΝΟΙΑ Όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή, η γενική ή άλλως μη υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης, ρυθμίζεται στο άρθρο 25 του Ασφ.Ν. και αναφέρεται- εξ αντιδιαστολής με την υποχρεωτική- στις περιπτώσεις εκείνες όπου η σύναψη ασφάλισης με περιεχόμενο την κάλυψη της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου προσώπου έναντι τρίτων δεν προβλέπεται ως υποχρεωτική από το νόμο 11. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 25 του Ασφ.Ν. συνάγεται ότι η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνη είναι η ασφαλιστική σύμβαση δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενο της, ήτοι στον ασφαλισμένο, παροχή σε χρήμα όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του. Ειδικότερα ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να καλύψει τον αντισυμβαλλόμενο τουασφαλισμένο- αφενός μεν από τη δημιουργία χρεών στην περιουσία του, τα οποία δημιουργούνται από αξιώσεις τρίτων που βασίζονται στην αστική του ευθύνη, αφετέρου δε από την πρόκληση δαπανών που δύναται να προκύψουν από την απόκρουση βάσιμων ή και αβάσιμων αξιώσεων ευθύνης του ζημιωθέντος τρίτου. Στην πρώτη περίπτωση η ασφάλιση λειτουργεί ως ασφάλιση αστικής ευθύνης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η ασφάλιση ευθύνης λειτουργεί ως ασφάλιση νομικής προστασίας με την αμυντική πάντοτε μορφή 12. Με άλλους λόγους η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες άμυνας ή απόκρουσης των αξιώσεων τρίτων κατά του ασφαλισμένου, καθώς επίσης και την ενδεχόμενη αποζημίωση που θα κληθεί να καταβάλει ο ασφαλισμένος για την ικανοποίηση των βάσιμων αξιώσεων τρίτων, οι οποίες γεννήθηκαν από πράξεις ή/και παραλείψεις από τους συγκεκριμένους κινδύνους που έχουν ρητώς αναληφθεί από τον ασφαλιστή 13. 11 Βλ.Μ.Βαρελά, Η κάλυψη της αμέλειας στη γενική ασφάλιση αστικής ευθύνης, ΔΕΕ 2008, σ. 412 12 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2008, σ.247 13 Βλ.ΕφΛαμ 211/2005, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 12

Με το ως άνω περιεχόμενο λοιπόν η παροχή του ασφαλιστή είναι διττή υπό την έννοια ότι κατατείνει αφενός μεν στην κάλυψη της νομικής προστασίας του ασφαλισμένου, αφετέρου δε και σωρευτικά στην αποκατάσταση της ζημίας αυτού 14. Η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης διακρίνεται με κριτήριο τους κινδύνους που καλύπτει και το πρόσωπο του ασφαλισμένου σε καταναλωτική και μη καταναλωτική υπό την έννοια ότι ως μη καταναλωτική συνάπτεται για εμπορικούς, βιομηχανικούς ή επαγγελματικούς λόγους και έχει αμφιμερώς εμπορικό χαρακτήρα. Δύναται επιπλέον να συνάπτεται για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ενώ στην περίπτωση που καλύπτει την αστική ευθύνη μιας ομάδας προσώπων λαμβάνει τη μορφή της ομαδικής ασφάλισης 15. ii. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η γενική ασφάλιση αστικής ευθύνης ανήκει στην κατηγορία της ασφάλισης ζημίας 16 καθώς δεν καταβάλλεται από τον ασφαλιστή ένα κατ αποκοπή ποσό, αλλά αποκαθίσταται μόνον η ζημία που προκαλείται στην περιουσία του ασφαλισμένου εξαιτίας φυσικά της πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου 17. Έτσι η ασφαλιστική κάλυψη, ήτοι η κάλυψη του κινδύνου με μέσα οικονομικά, στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση, λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή αποκαταστάσεως περιουσιακής ζημίας, προκαλούμενη ακριβώς από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου. Η ζημία δηλαδή, την οποία καλείται να καλύψει ο ασφαλιστής όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλισμένος κίνδυνος είναι περιουσιακή, εφόσον το αντικείμενο που απειλείται είναι ένα ή περισσότερα από τα παθητικά στοιχεία της περιουσίας του ασφαλισμένου 18. Περαιτέρω πρόκειται για ασφάλιση παθητικού υπό την έννοια ότι η εν λόγω ασφάλιση κατ αρχήν καλύπτει τον ασφαλισμένο από την επιβάρυνση της περιουσίας του με χρέη, τα οποία βασίζονται στην αστική του ευθύνη και κατά δεύτερο λόγο από την πρόκληση δαπανών που δύναται να προκύψουν από την απόκρουση βάσιμων ή αβάσιμων αξιώσεων ευθύνης του ζημιωθέντα τρίτου- στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως προελέχθη η 14 Βλ.Μ.Βαρελά, ό.π. 15 Βλ. Μ. Βαρελά, Η κάλυψη της αμέλειας στη γενική ασφάλιση της ευθύνης, ΔΕΕ 2008, σ.412 16 Βλ. Α. Αργυριάδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 2007, σ.124 17 Βλ. Μ. Βαρελά, ό.π. 18 Βλ. Ρ.Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Η Ασφάλιση Ευθύνης, 1986, σ.11επ. 13

ασφάλιση ευθύνης λειτουργεί ως ασφάλιση νομικής προστασίας με την αμυντική πάντοτε μορφή 19. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, αντικείμενο της ασφαλίσεως ευθύνης είναι η κάλυψη των παθητικών ζημιών που επιβαρύνουν την περιουσία του ασφαλισμένου, οι οποίες δημιουργούνται λόγω ακριβώς της αστικής ευθύνης του έναντι τρίτου. Η ως άνω άποψη όμως, σύμφωνα με την οποία η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης είναι ασφάλιση ζημίας παθητικού, δεν είναι αναντίρρητη. Έτσι μεταξύ άλλων έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης έχει μικτή φύση και συγκεκριμένα ότι είναι μεν ασφάλιση παθητικού στο μέτρο που αποσκοπεί στην ικανοποίηση δικαιολογημένων απαιτήσεων τρίτων, είναι όμως και ενεργητικού διότι αποσκοπεί και στην απόκρουση των αδικαιολόγητων απαιτήσεων τρίτων 20. Σύμφωνα με την άποψη αυτή τα δικαστικά έξοδα, οι τόκοι κλπ που δημιουργούνται με την απόκρουση των αβάσιμων αξιώσεων των τρίτων, αναφέρονται στα ενεργητικά στοιχεία της περιουσίας του λήπτη. Ορθότερο ωστόσο κρίνεται τα δικαστικά έξοδα, οι δαπάνες κλπ να θεωρούνται παθητικά στοιχεία που επιβαρύνουν την περιουσία του λήπτη, τα οποία ο ασφαλιστής καλείται να αποκαταστήσει στα πλαίσια της ασφαλίσεως νομικής προστασίας υπό την αμυντική της μορφή. Έτσι, θεωρείται ορθότερη η άποψη ότι η ασφάλιση ευθύνης είναι η κατεξοχήν ασφάλιση παθητικού και μόνο, διότι έχει ως αντικείμενο την αποφυγή δημιουργίας οφειλών- την αύξηση των παθητικών στοιχείων της περιουσίας του ασφαλισμένου, που προκαλούνται από την έναντι των τρίτων ευθύνη του 21. Απόρροια του χαρακτήρα της ασφάλισης αστικής ευθύνης ως ασφαλίσεως παθητικού είναι και η έλλειψη ασφαλιστικού συμφέροντος και συνακόλουθα η αδυναμία της εκτίμησης της ασφαλιστικής αξίας. Ειδικότερα ως ασφαλιστικό συμφέρον ορίζεται η οικονομική σχέση που συνδέει ορισμένο πρόσωπο με ορισμένο αγαθό ενώ ως ασφαλιστική αξία ορίζεται η αντικειμενική αξία του συμφέροντος, κατ επέκταση σε περίπτωση που ελλείπει το ασφαλιστικό συμφέρον κατ ανάγκη δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε και για ασφαλιστική αξία. Το ασφαλιστικό συμφέρον αναφέρεται σε συγκεκριμένο έννομο αγαθό που υφίσταται κατά το χρόνο σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης και που προσδιορίζεται επακριβώς σε αυτήν. Άρα ασφαλιστικό συμφέρον και κατ επέκταση ασφαλιστική αξία υπάρχει μόνον στην 19 Βλ.Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Η Ασφάλιση Ευθύνης, 1986, σ.13 20 Βλ.Ι.Ρόκα, Το Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο εις την Νομολογία 1979, σ.45 21 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Η Ασφάλιση Ευθύνης, 1986, σ.14 14

ασφάλιση ενεργητικού όπου είναι απαραίτητη η ύπαρξη αυτής της σχέσης αξίας ανάμεσα στο φορέα του ασφαλιστικού συμφέροντος από τη μία και σε κάθε συστατικό στοιχείο της ενεργητικής του περιουσίας από την άλλη 22. Στην εξεταζόμενη όμως στην παρούσα μορφή ασφάλισης απουσιάζει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως ορισμένο αγαθό το οποίο να μπορεί να προσδιορισθεί και του οποίου η οικονομική σχέση με τον ασφαλισμένο να χρήζει προστασίας δεδομένου ότι η ευθύνη του ασφαλισμένου, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της συμβάσεως δεν δύναται να προσδιορισθεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης ούτε βεβαίως και η οικονομική αξία αυτής αφού γεννιέται (η ευθύνη) μόνον όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλισμένος κίνδυνος 23. Έτσι λ.χ. ο ασφαλιστής θα αποζημιώσει τον τρίτο- ασθενή στον οποίο ο γιατρός- ασφαλισμένος προξένησε ζημία κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, πλην όμως η έκταση της τελικά προξενηθείσας ζημίας ήταν άγνωστη στα μέρη κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης του γιατρού. Ωστόσο υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη 24, σύμφωνα με την οποία στην ασφάλιση αστικής ευθύνης, υφίσταται ασφαλιστικό συμφέρον. Το έννομο δηλαδή αγαθό που υφίσταται κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης και χρήζει προστασίας σύμφωνα με την άποψη αυτή είναι το σύνολο της περιουσίας του λήπτη. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι το ζημιογόνο γεγονός πλήττει άμεσα όχι το αντικείμενο του ασφαλισμένου συμφέροντος αλλά αντικείμενα ξένα προς αυτό καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι και στην περίπτωση της ασφάλισης ευθύνης έχουμε κατάργηση ή τροποποίηση του ασφαλισμένου συμφέροντος από την ασφαλιστική περίπτωση όχι όμως άμεσα αλλά έμμεσα. 2. Ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ Οποιοδήποτε γεγονός, πράξη ή παράλειψη κι αν συμβεί, εφόσον θα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ευθύνης του ασφαλισμένου για αποζημίωση τρίτου μπορεί να αποτελέσει ασφαλιστικό κίνδυνο. Τέτοιοι κίνδυνοι δημιουργούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες όπως είναι οι επαγγελματικοί κίνδυνοι ως λ.χ. του γιατρού, του δικηγόρου, του αρχιτέκτονα κλπ 25. Ως κίνδυνος στο ασφαλιστικό δίκαιο νοείται η δυνατότητα επελεύσεως μίας οικονομικής ανάγκης. Η δυνατότητα ή πιθανότητα επελεύσεως της οικονομικής ανάγκης αποκλείει τη βεβαιότητα. Άρα υπάρχει αβεβαιότητα, η οποία δεν είναι πάντα απόλυτη, αλλά σχετική, αναφέρεται δε 22 Βλ. Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 2007, σ. 124 23 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2008, σ.206 24 Βλ. Β. Κιάντο, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2005, σ.387 25 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2012, σ.266 15

στο εάν θα επέλθει ο κίνδυνος, πότε θα πραγματοποιηθεί καθώς και στην έκταση της ζημίας που δύναται να προκαλέσει η πραγματοποίηση του. Η αβεβαιότητα δημιουργίας ή αυξήσεως των παθητικών στοιχείων, υπάγεται στην περίπτωση, όπου είναι αβέβαιο το εάν θα παρουσιασθεί και ποτέ η οικονομική ανάγκη ως λ.χ. είναι αβέβαιο αν θα γεννηθεί ευθύνη του γιατρού λόγω θανάτου του ασθενούς του κατά τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Η αβεβαιότητα αυτή είναι υποκειμενική και πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κατάρτισης της συμβάσεως, τα μέρη δηλαδή να αγνοούν κατά το χρόνο τυπικής έναρξης της σύμβασης την ανυπαρξία των ασφαλισμένων κινδύνων ή την τυχόν πραγματοποίηση αυτών. Έτσι ο κίνδυνος, κατά του οποίου ασφαλίζεται ο ασφαλισμένος επαγγελματίας, είναι η δυνατότητα δημιουργίας παθητικών στοιχείων στην περιουσία του ή ακόμη και η δυνατότητα αυξήσεως των ήδη υπαρχόντων. Κατά συνέπεια οποιοδήποτε γεγονός έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ευθύνης του ασφαλισμένου για αποζημίωση τρίτου, δύναται να αποτελέσει ασφαλιστικό κίνδυνο. Αρκεί η ευθύνη να βασίζεται είτε στο νόμο είτε σε κάποια συμβατική ρήτρα 26. Η γενική ασφάλιση αστικής ευθύνης αναφέρεται σε όλους τους κινδύνους αστικής ευθύνης αδικοπρακτικής ή συμβατικής ή ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις, υποκειμενικής ή αντικειμενικής που δημιουργεί υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως από το νόμο, εκτός από την περίπτωση ασφάλισης ευθύνης αυτοκινήτου. Η αντικειμενική εξωδικαιοπρακτική ευθύνη στην οποία υπάγονται και οι περισσότερες περιπτώσεις όπου η υποχρέωση αποζημίωσης απορρέει ευθέως από το νόμο χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, του δικαιούχου και του υπόχρεου σε αποζημίωση, περιλαμβάνει πολλές περιπτώσεις ευθύνης σε αποζημίωση όπως λ.χ. των άρθρων 925, 929 Α.Κ. ή του ν. 2259/1994 περί προστασίας των καταναλωτών που αφορά την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Αντίστοιχα η γενική ασφάλιση αστικής ευθύνης καλύπτει στις συνηθέστερες μορφές κινδύνου που προκαλούνται από την εξωδικαιοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση, πέραν των παραβάσεων συμβατικής φύσης. Εδώ ανήκουν κυρίως οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από επαγγελματικές δραστηριότητες, κίνδυνοι που δημιουργούνται από τη δραστηριότητα εμπορικών ή βιομηχανικών επιχειρήσεων όπως η ασφάλιση ευθύνης οδικών, θαλάσσιων ή αεροπορικών μεταφορών κλπ. Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις ασφαλιστικής κάλυψης αντικειμενικής εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης, η γενική ασφάλιση ευθύνης επεκτείνεται και σε 26 Βλ. Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου 1986, σ.28 16

περιπτώσεις ενδοσυμβατικής ή δικαιοπρακτικής ευθύνης όπως λ.χ. η ευθύνη του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την κατασκευή του έργου. Τέλος υπάρχει και η περίπτωση συρροής των δύο ευθυνών ενδοσυμβατικής και εξωδικαιοπρακτικής όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση που από υπαιτιότητα του εργολάβου καταστρέφεται το πράγμα εργοδότη 27. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι δεν καλύπτεται για λόγους που ανάγονται στη δημόσια τάξη, η χρηματική ποινή που τυχόν επιβλήθηκε στον ασφαλισμένο επαγγελματικά ως ποινική ή διοικητική κύρωση καθώς και η αστική ευθύνη που γεννήθηκε από δόλια πράξη ή παράλειψη του ασφαλισμένου 28. 3. Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΖΗΜΙΑ i. ΕΝΝΟΙΑ Στην ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, λόγω ακριβώς της φύσεως της ως ασφάλειας ζημίας, η ασφαλιστική κάλυψη έχει συγκεκριμένη μορφή καθότι έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της συγκεκριμένης εκείνης ζημίας που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου (άρθρο 1 και 11 ΑσφΝ.). Βασική αρχή στην ασφάλιση ζημίας είναι η αρχή απαγόρευσης πλουτισμού ή διαφορετικά η αποζημιωτική αρχή. Σύμφωνα με την αρχή αυτή ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται για την εξειδικευμένη ζημία που υπέστη εξαιτίας της πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν επιτρέπεται η ασφάλιση να οδηγήσει στον πλουτισμό του 29. Η έννοια της ασφαλιστικής ζημίας- κεφαλαιώδους σημασίας σ όλους του κλάδους της ασφαλίσεως ζημίας διαφέρει σημαντικά στο Ασφαλιστικό Δίκαιο από εκείνη του Αστικού Δικαίου. Ως ζημία στο αστικό δίκαιο θεωρείται κάθε βλάβη που προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά ενός προσώπου, δηλαδή κάθε δυσμενή μεταβολή τους. Για την εξεύρεση της περιουσιακής ζημίας στο αστικό δίκαιο γίνεται σύγκριση των περιουσιακών καταστάσεων, πριν και μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος ή ακριβέστερα αυτής που πραγματικά υπάρχει κατά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η διαφορά τω δύο αυτών μεγεθών είναι η ζημία 27 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Η Ασφάλιση Ευθύνης, 1986, σ. 35επ. 28 Βλ. Ι.Ρόκα, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, σ. 283 29 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, σ. 34 17

σύμφωνα με τη θεωρία του διαφέροντος 30. Η δε αποζημίωση περιλαμβάνει την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή και το διαφυγόν κέρδος. Στο χώρο του ασφαλιστικού δικαίου από την άλλη, είναι αδιάφορο για τον ασφαλιστή η συνολική περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στον ασφαλισμένο από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου ή κατά πόσο μειώθηκε η συνολική περιουσία του μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, αντιθέτως τον ασφαλιστή τον ενδιαφέρει μόνον η εξειδικευμένη ζημία, ήτοι η ζημία που έχει προσδιορισθεί συμβατικά και αναφέρεται σε ορισμένο στοιχείο της περιουσίας του ασφαλισμένου. Μόνον αυτή η συγκεκριμένη ζημία εξετάζεται και αποκαθίσταται και όχι το σύνολο της η περιουσιακής ζημίας του ασφαλισμένου 31. Στην ασφάλιση ευθύνης, η ασφαλιστική ζημία συνίσταται στη δημιουργία ή αύξηση των παθητικών στοιχείων της περιουσίας του ασφαλισμένου που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από ορισμένη σύμβαση 32. Ειδικότερα αναφορικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης, οι παροχές του ασφαλιστή είναι επακριβώς καθορισμένες, καλύπτει δηλαδή τις ζημίες που δημιουργούνται εξαιτίας της ευθύνης του ασφαλισμένου, με την έγερση αξιώσεων εκ μέρους του ζημιωθέντα τρίτου. Οι ζημίες αυτές αποτελούν ένα περίπλοκο πλέγμα που αποτελείται από διάφορες εξειδικευμένες ζημίες για τις οποίες ευθύνεται ο ασφαλισμένος και απειλούν την περιουσία του κατά τη χρονική στιγμή της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος. ii. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Η ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 Ασφ.Ν. περιλαμβάνει δαπάνες που προέρχονται από την ικανοποίηση και από την απόκρουση των αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του στα πλαίσια της άσκησης του επαγγέλματος μας μιας και η παρούσα αναφέρεται στην ειδικότερη μορφή της ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη. Ειδικότερα οι ζημίες που μπορεί να καλύπτονται σε μία σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης είναι 33 : 30 Βλ. Α. Γεωργιάδη, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο 1999 σ.582 επ. 31 Βλ. Α. Αργυριάδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου 2007, σ.95επ. 32 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2012, σ.266 18

Α) Οι ζημίες που προκαλούνται από μία ενέργεια ή από ένα γεγονός που προβλέπεται στην ασφαλιστική σύμβαση και δημιουργεί παθητικά στοιχεία στην περιουσία του ασφαλισμένου, έτσι ώστε να δημιουργούνται βάσιμες αξιώσεις αποκαταστάσεως ζημίας από την πλευρά του τρίτου. Β) Οι ζημίες που προκαλούνται από ένα γεγονός πραγματικό ή ακόμη και από ένα υποθετικό γεγονός, το οποίο είναι δυνατόν να δημιουργήσει αβάσιμες αξιώσεις αποκαταστάσεως ζημίας, με τον κίνδυνο ωστόσο οι αξιώσεις αυτές να μετατραπούν σε βάσιμες με μία ανεπιτυχή δικαστική άμυνα από την πλευρά του ασφαλισμένου. Γ) Οι δαπάνες που μπορεί να δημιουργηθούν από τη δικαστική άμυνα του ασφαλισμένου κατά των βάσιμων ή αβάσιμων αξιώσεων του τρίτου. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη προσδιορισμού των ζημιών είναι ο χρόνος επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης, για το οποίο γίνεται λόγος στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας 34. iii. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ Ένας από τους βασικούς κανόνες στην ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης είναι η ικανοποίηση των βάσιμων αξιώσεων του ζημιωθέντα τρίτου και η απόκρουση των αβασίμων. Με τον τρόπο αυτό ο θεσμός επιτελεί τη διπλή λειτουργία του, ήτοι αφενός την αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται ο λήπτης της ασφάλισης με την ικανοποίηση των βάσιμων αξιώσεων και αφετέρου την προστασία του λήπτη από τις αβάσιμες και αδικαιολόγητες αξιώσεις του ζημιωθέντα με την απόκρουση αυτών. a) Έγερση βάσιμων αξιώσεων Με τον όρο βάσιμες αξιώσεις αποκαταστάσεως ασφαλιστικής ζημίας, εννοούμε τις δικαιολογημένες απαιτήσεις που εγείρει ο ζημιωθείς τρίτος κατά του ασφαλισμένου σε περίπτωση πραγματοποίησης της ασφαλιστικής περίπτωσης και οι οποίες λογίζονται ως υπάρχον παθητικό 35. Ως τέτοιες νοούνται οι οφειλές, τα χρέη που δημιουργούνται στην περιουσία του ασφαλισμένου με την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου καθώς και άλλες αναγκαίες δαπάνες που πραγματοποιούνται από την πλευρά του ασφαλισμένου. 33 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ασφάλιση ευθύνης, 1986, σ.19-20 34 Το ζήτημα του χρόνου επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης αναλύεται κατωτέρω 35 Βλ. Ρ. Αγγελίδου, Η Ασφάλιση Ευθύνης, 1986, σ. 21 επ. 19

Όταν εγείρεται μία βάσιμη αξίωση κατά του ασφαλισμένου, πρωταρχική υποχρέωση του ασφαλιστή είναι να ικανοποιήσει τη βάσιμη αξίωση του τρίτου ελευθερώνοντας έτσι τον ασφαλισμένο. Ο ασφαλιστής βέβαια έχει τη δυνατότητα αλλά και το συμφέρον κατά παράβαση του βασικού κανόνα να επιχειρήσει ν αποκρούσει τη βάσιμη αξίωση του τρίτου. Ο ασφαλιστής σε αυτή την περίπτωση ελευθερώνει τον ασφαλισμένο όχι πλέον με την ικανοποίηση του τρίτου αλλά με την επιτυχή απόκρουση των απαιτήσεων του τρίτου. Τέλος ο ασφαλιστής ενδέχεται να επιχειρήσει να αποκρούσει μία βάσιμη αξίωση και ν αποτύχει. Σε τούτη την περίπτωση έχει υποχρέωση να ικανοποιήσει όχι μόνο τις απαιτήσεις του τρίτου αλλά και να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα 36 b) Έγερση αβάσιμων αξιώσεων Αβάσιμες αξιώσεις αποκαταστάσεως ζημίας είναι οι αδικαιολόγητες αξιώσεις που εγείρονται από τον ζημιωθέντα τρίτο, όταν πραγματοποιηθεί η ασφαλιστική περίπτωση και θεωρούνται ως μέλλον παθητικό, υπό την έννοια ότι επιβαρύνουν τον ασφαλισμένο σαν «συγκεκριμένες πιθανότητες ζημίας», καθότι είναι πιθανόν από αβάσιμες να εξελιχθούν σε βάσιμες και έτσι οι μελλοντικές ζημίες να μετατραπούν σε παρούσες 37. Όταν εγείρεται μία αβάσιμη αξίωση κατά του ασφαλισμένου σύμφωνα με το βασικό κανόνα ο ασφαλιστής πρέπει να τις αποκρούσει με επιτυχία έτσι ώστε να ελευθερώσει ομαλά τον ασφαλισμένο από τις πιθανότητες ζημίας. Ωστόσο υφίσταται το ενδεχόμενο ο ασφαλιστής να επιλέξει να παραιτηθεί από την προσπάθεια άμυνας και ικανοποιήσει το ζημιωθέντα τρίτο μ αυτές τις πιθανότητες ζημίας να βαρύνουν τον ασφαλισμένο. Περαιτέρω είναι πιθανό ο ασφαλιστής να επιχειρήσει να αποκρούσει τις αβάσιμες αξιώσεις πλην όμως να χάσει τη δίκη πράγμα το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση των πιθανοτήτων ζημίας και τη συνακόλουθη μετατροπή του μελλοντικού παθητικού σε υπάρχον. 38 36 Βλ. Ρ. Αγγελίδου ό.π., σ. 22 όπου και περαιτέρω παραπομπές. 37 Βλ. Ρ. Αγγελίδου, ό.π. σ. 22 επ. 38 Για τις θεωρίες σχετικά με τα κριτήρια διαχωρισμού των αξιώσεων σε βάσιμες και αβάσιμες βλ. Ρ.Αγγελίδου- Χατζηνικολάου σ. 23επ. 20

III. ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ 1. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ Όπως κάθε ασφαλιστική σύμβαση έτσι και η σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης είναι μία ενοχική, αμφοτεροβαρής σύμβαση και ως τέτοια καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου για την κατάρτιση των δικαιοπραξιών (α.127-196 Α.Κ.), εκτός εάν ειδικές ρυθμίσεις επιβάλλουν διαφοροποιήσεις που να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες τις σύμβασης αυτής. Ειδικότερα, για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης απαιτείται πρόταση και αποδοχή. Την πρόταση υποβάλλει ο ασφαλισμένος προς τον ασφαλιστή, ο οποίος την αποδέχεται. Η σύμβαση συντελείται κατά το χρονικό σημείο της περιέλευσης της αποδοχής της πρότασης του αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή στον τελευταίο. Επιπλέον η σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης όπως άλλωστε και κάθε άλλη ασφαλιστική σύμβαση είναι άτυπη και καταρτίζεται με απλή συμφωνία, το ασφαλιστήριο, είναι το έγγραφο όπου εγγράφονται τα απαραίτητα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και ό,τι άλλο εξατομικευμένο στοιχείο ή ρήτρα επιθυμούν οι συμβαλλόμενοι 39, χρησιμεύει δε για την απόδειξη της συναφθείσας συμβάσεως έχοντας απλώς αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα. Ο αποδεικτικός τύπος του ασφαλιστηρίου χρησιμεύει στην απόδειξη της ύπαρξης και του περιεχομένου της συμβάσεως. Το γεγονός αυτός έχει ως συνέπεια την απαγόρευση της απόδειξης της σύμβασης με μάρτυρες ή με άλλο αποδεικτικό μέσο πλην της δικαστικής ομολογίας (α. 352 και 395 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) και μόνον εάν το ασφαλιστήριο αποδεδειγμένα χάθηκε 40 2. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Το ασφαλιστήριο, ως προείπαμε, είναι το έγγραφο όπου εγγράφονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και ό,τι άλλο επιπλέον εξατομικευμένο στοιχείο ή ρήτρα συμφωνείται μεταξύ των συμβαλλομένων. Το περιεχόμενο των ασφαλιστηρίων επαγγελματικής αστικής ευθύνης καλύπτει τον ασφαλισμένο από τις συνέπειες της αστικής ευθύνης του, δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής, η οποία δημιουργείται στα πλαίσια ενάσκησης του επαγγέλματος του και ποικίλει ως είναι εύλογο ανάλογα με τη φύση και το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας αυτού. Ενδεικτικά κάποιοι από τους καλυπτόμενους κινδύνους είναι οι σωματικές βλάβες προς τρίτους και θάνατος σε μονωμένο ή σε 39 Βλ. Ι.Ρόκα, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 2005, σ. 155 40 Για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης και τη φύση του ασφαλιστηρίου γενικά βλ. αντί άλλων Ρ.Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2012, σ. 127 επ. 21

ομαδικό ατύχημα, υλικές ζημίες σε πράγματα τρίτων, ζημίες που προκύπτουν εξαιτίας της αθέτησης συμβατικής υποχρεώσεως ως λ.χ. από την ευθύνη του δικηγόρου ή του μηχανικού κλπ. Οι κίνδυνοι αυτοί καλύπτονται μέχρι ένα ορισμένο ποσό το ασφαλιστικό δηλαδή, το οποίο συμφωνείται μεταξύ των μερών. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια έχουν τη μορφή συμβάσεων προσχώρησης καθότι περιέχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους προδιατυπωμένους γενικούς όρους. Στην έννοια των ασφαλιστικών όρων εντάσσονται όλοι οι εκ των προτέρων χωρίς διαπραγμάτευση, συντεταγμένοι όροι σε αντίθεση με τους ειδικούς εξατομικευμένους όρους που περιέχονται στο ασφαλιστήριο. Οι ασφαλιστικοί όροι περιέχουν προϋποθέσεις με τις οποίες παρέχεται η κάλυψη από το συγκεκριμένο ασφαλιστή, όλα τα στοιχεία τόσο του ασφαλιστηρίου όσο και των ασφαλιστικών όρων αποτελούν τους όρους, από τους οποίους διέπεται η σύμβαση και είναι όλοι εξίσου δεσμευτικοί. Ειδικότερα, οι ασφαλιστικοί όροι είναι συμβατικοί και ερμηνεύονται σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας των νόμων 41. Οι ασφαλιστικοί όροι επιβάλλουν δηλαδή μία θετική ή αποθετική συμπεριφορά του ασφαλισμένου, η τήρηση της οποίας είναι απαραίτητη προκειμένου να παρασχεθεί η ασφαλιστική κάλυψη. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το κατά πόσο οι όροι αυτοί είναι σύννομοι και πως διενεργείται ο έλεγχος νομιμότητας των, δεδομένου ότι όλοι οι περιεχόμενοι στη σύμβαση όροι είναι εξίσου δεσμευτικοί ασχέτως με το εάν έχουν αποτελέσει ή όχι αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών. Το άρθρο 2 του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή αναφέρει μία σειρά ενδεικτικών περιπτώσεων προδιατυπωμένων όρων, οι οποίοι είναι καταχρηστικοί 42. Ο νόμος αυτός, ωστόσο, δεν αποτελεί έναν ειδικό νόμο για την προστασία του ασφαλισμένου καταναλωτή, γι αυτό και κατά την εφαρμογή του στους ασφαλιστικούς όρους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η ιδιαιτερότητα της ασφαλιστικής παροχής. Σε κάθε περίπτωση βέβαια δεδομένου ότι εξετάζουμε την ασφάλιση της επαγγελματικής αστικής ευθύνης είναι αμφίβολο το κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί καταναλωτής και να υπαχθεί στις διατάξεις του ανωτέρω αναφερόμενου νόμου ο επαγγελματίας- ασφαλισμένος. Εν πάσει περιπτώσει, οι ασφαλιστικοί όροι προκειμένου να είναι έγκυροι θα πρέπει να μην αντιβαίνουν σε νομοθετικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου και να είναι διαφανείς 41 Βλ. ΑΠ 1285/1987, ΕΕΝ 1988, σ. 677 42 Βλ. αναλυτικά για τους Γ.Ο.Σ. σε Γ.Δέλλιο, άρθρο 2 Ν.2251/1994, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή, επιμ. Ε.Αλεξανδρίδου 2008, σ. 69 επ. 22

υπό την έννοια της σαφήνειας ως προς το τι καλύπτει και υπό ποιες προϋποθέσεις παρέχεται και ως προς το ποια ακριβώς πρέπει να είναι η συμπεριφορά του ασφαλισμένου και προ πάντως να μην είναι καταχρηστικοί ή αντίθετοι με τα συναλλακτικά ήθη άρα ελέγχονται βάσει των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Σε αντίθετη περίπτωση το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να τους κηρύξει άκυρους και να μην τους εφαρμόσει. Περαιτέρω, όταν απαντώνται όροι διφορούμενοι όροι είτε δεν θα εφαρμοστούν καθόλου είτε θα εφαρμοστούν μεν αλλά με την δυσμενέστερη για τον ασφαλιστή εκδοχή- ερμηνεία. Εάν τυχόν οι αμφισβητούμενοι όροι κριθούν από το επιληφθέν δικαστήριο ως έγκυροι, τότε ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να προστατευθεί μόνον μέσω της ερμηνείας των ρητρών ad hoc συνεπώς θα απαιτείται ευκρινέστερη διατύπωση των όρων αυτών που περιορίζουν την ευθύνη του ασφαλιστή. Ειδικότερα, αναφορικά με την ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, συνήθης κατηγορία γενικών όρων είναι εκείνη που περιστέλλει την ασφαλιστική κάλυψη εισάγοντας εξαιρέσεις ζημιών για τις οποίες ο ασφαλισμένος δεν έχει λάβει όλα τα μέτρα προστασίας για την αποτροπή του κινδύνου ή όροι τέτοιοι η εφαρμογή των οποίων τείνει στην περιστολή της ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση βαρείας αμέλειας του ασφαλισμένου. Τέτοιου είδους όροι όπως θα δούμε παρακάτω και στο οικείο κεφάλαιο που αφορά τις εξαιρέσεις κάλυψης 43 δεν είναι σύννομοι καθότι αντίκεινται σαφώς στα άρθρα 25 και 33 του Ασφ.Ν. 43 Βλ. παρακάτω, για τις εξαιρέσεις κάλυψης ΙΙΙ. Β. iv. 23

IV. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Η σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης, λόγω ακριβώς της φύσης της ως αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, συνεπάγεται υποχρεώσεις για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη. Παρακάτω θα προβούμε σε μία ανάλυση των επιμέρους υποχρεώσεων που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση τόσο για τον ασφαλισμένο όσο και για τον ασφαλιστή εμμένοντας περισσότερο στα σημεία εκείνα που παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα στις ασφαλιστικές συμβάσεις. 1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ i. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Το ασφαλισμένο πρόσωπο έχει έναντι του ασφαλιστή συμβατικές υποχρεώσεις απορρέουσες από τη ασφαλιστική σύμβαση. Η ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί τη βασική ενοχική σχέση από την οποία γεννιούνται επιμέρους ενοχές, οι οποίες διακρίνονται σε ενοχικές υποχρεώσεις και σε κανόνες συμπεριφοράς (ασφαλιστικά βάρη) 44. Οι ενοχικές υποχρεώσεις, υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι αυτές που διέπονται από το στοιχείο της υποχρεωτικότητας και το στοιχείου του εξαναγκασμού 45. Στο χώρο του ασφαλιστικού δικαίου τέτοια υποχρέωση για το λήπτη της ασφάλισης αποτελεί η καταβολή του ασφαλίστρου. Τα ασφαλιστικά βάρη, τα οποία καλείται ο ασφαλισμένος να τηρήσει τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο όσο και κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελούν κανόνες συμπεριφοράς 46. Οι υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης που θα αναλυθούν αμέσως παρακάτω είναι η υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου και η τήρηση των ασφαλιστικών βαρών. ii. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟΥ Κύρια ενοχική υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης, ως αντισυμβαλλόμενου του ασφαλιστή, είναι, η καταβολή του ασφαλίστρου. Ειδικότερα το ασφάλιστρο 44 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 2012, σ. 177 45 Βλ. Μ.Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, σ. 76 46 Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2012, σ.177 24

υπολογίζεται ως αντάλλαγμα για την ανάληψη του κινδύνου εκ μέρους του ασφαλιστή. Η υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου αποτελεί τη γνήσια ενοχική υποχρέωση που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση με οφειλέτη τον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή δηλαδή τον ασφαλισμένο και δανειστή τον ασφαλιστή. Άλλα πρόσωπα όπως είναι ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος της ασφάλισης δεν βαρύνονται με την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου και συνακόλουθα δεν υπόκεινται στην αγώγιμη αξίωση του ασφαλιστή. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης δεν καταβάλει το ασφάλιστρο τότε ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα να τον εξαναγκάσει δικαστικά 47. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του ΑσφΝ, η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν από την καταβολή της πρώτης δόσης της τμηματικής καταβολής εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο Ασφαλιστικός Νόμος έχει αναγάγει την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου ως προϋπόθεση ουσιαστικής έναρξης της ασφάλισης 48 49. Το άρθρο 6 εντάσσεται στις γενικές διατάξεις του Ασφ.Ν. και τυγχάνει εφαρμογής τόσο στις ασφαλίσεις ζημιών όσο και στις ασφαλίσεις προσώπων εφόσον ο νόμος δεν προβαίνει σε κάποια διάκριση. Σε περίπτωση μη καταβολής ή μη προσήκουσας καταβολής του ασφαλίστρου, ο ασφαλιστής έχει αγώγιμη αξίωση κατά του λήπτη της ασφάλισης. Περαιτέρω, έχει τη δυνατότητα να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 6 παρ. 2 του ΑσφΝ. Το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι αυτό της καταγγελίας παρέχεται στον ασφαλιστή υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλισμένος καθυστερεί την πληρωμή ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου. Παρέχεται λοιπόν εκ του νόμου το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του ασφαλίστρου, πέραν του χρόνου που ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, με γραπτή δήλωση προς τον λήπτη της ασφάλισης, προς τον οποίο γνωστοποιεί συγχρόνως ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής του ασφαλίστρου θα επιφέρει μετά την πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης. 47 Βλ. ενδεικτικά Α.Π.662/2004, δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ 5817/2002, Ε.Εμπ.Δ 2003, Σ.631 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 5101/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ.525. 48 Βλ. ΕφΑθ 2537/2005, ΔΕΕ 2006, σ. 1166 49 Για τον υπολογισμό του ασφαλίστρου βλ. Ρ.Χατζηνικολάου Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, σ.177-182 25

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο ασφαλιστής έχει διττή υποχρέωση εφόσον το άρθρο 6 παρ. 2 κάνει λόγο για όχληση μαζί με καταγγελία της σύμβασης προς τον ασφαλισμένο. Η καταγγελία πρέπει να γίνεται εγγράφως προς τον ασφαλισμένο προκειμένου να επέλθουν τα εκ του νόμου αποτελέσματα αυτής, πρέπει δε να αναφέρονται στο κείμενο της καταγγελίας, οι συνέπειες καθυστέρησης καταβολής του ασφαλίστρου, δηλαδή η λύση της σύμβασης μετά την πάροδο μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης. Με την ίδια έγγραφη επιστολή συντελείται τόσο η καταγγελία όσο και η όχληση του λήπτη, ως οφειλέτη για την καθυστέρηση της ληξιπρόθεσμης καταβολής ασφαλίστρου. Η λύση της ασφαλιστικής σύμβασης επέρχεται έναν μήνα μετά από την αποδεδειγμένη κοινοποίηση της γραπτής δήλωσης- καταγγελίας. Αν ο ασφαλισμένος τη ληξιπρόθεσμη δόση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία του ενός μηνός, η καταγγελία θεωρείται ως μη γενομένη. Από όσα ελέχθησαν ανωτέρω σχετικά με την καταγγελία και τη λύση της συμβάσεως εύλογα ανακύπτει το ερώτημα σχετικά με το τι συμβαίνει στην περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης μέσα στο χρονικό διάστημα του ενός μηνός που πρέπει αναγκαστικά να μεσολαβήσει μεταξύ της καταγγελίας- όχλησης και της λύσης της ασφαλιστικής συμβάσεως. Η απάντηση στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ο ασφαλιστής ευθύνεται για την καταβολή του ασφαλίσματος εφόσον δεν έχει επέλθει η λύση της ασφαλιστικής συμβάσεως. iii. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΒΑΡΗ Τα ασφαλιστικά βάρη είναι κανόνες συμπεριφοράς, που επιβάλλονται στον ασφαλισμένο, είτε από το νόμο ή είτε από την ασφαλιστική σύμβαση, η παράβαση των οποίων έχει συνήθως ως συνέπεια την απώλεια των συμβατικών δικαιωμάτων. Τα ασφαλιστικά βάρη είναι υποχρεώσεις υπό την ευρεία του όρου έννοια που έχουν ως αντικείμενο κάποια παροχή χωρίς η εκπλήρωση τους να είναι εξαναγκαστή δικαστικά από τον ασφαλιστή 50. Το τελευταίο είναι που καθορίζει τη διαφορά μεταξύ της γνήσιας ενοχικής υποχρέωσης του ασφαλισμένου που έγκειται στην καταβολή του ασφαλίστρου και του ασφαλιστικού βάρους, όπου σε περίπτωση παράβασης του ο ασφαλιστής δεν μπορεί να εξαναγκάσει δικαστικά το λήπτη της ασφάλισης σε συμμόρφωση ούτε και να ζητήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση. Η τήρηση των ασφαλιστικών βαρών βαρύνει το λήπτη της ασφάλισης και τον ασφαλισμένο- εάν είναι διαφορετικά πρόσωπα-, το δικαιούχο ή και άλλα πρόσωπα, 50 Βλ. Α.Αργυριάδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου 2007, σ. 65 26

τα οποία μπορούν να χαρακτηρισθούν εκπρόσωποι των ως άνω προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά, ήτοι οι εκπρόσωποι των ανωτέρω δεν ταυτίζονται πάντοτε με τους βοηθούς εκπλήρωσης ή τους προστηθέντες των άρθρων 334 και 922 Α.Κ. Σημασία έχει, ποιο από τα πρόσωπα αυτά όφειλε να τηρήσει το βάρος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Για τον ασφαλιστή είναι αδιάφορο ποιος δεν τήρησε το ασφαλιστικό βάρος. Από την άλλη πλευρά όμως η γνώση των περιστατικών που επιδρούν στη σύμβαση από την πλευρά του ασφαλιστή κρίνεται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου και όχι από την αντιπροσωπευόμενη ασφαλιστική εταιρία 51. Τα ασφαλιστικά βάρη επιβάλλονται από το νόμο, όπως επί παραδείγματι το βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας που ορίζεται στο άρθρο 3 του Ασφ.Ν ή δυνάμει σχετικού όρου, συνήθως υπό τη μορφή γενικών όρων συναλλαγών και συνιστούν εκπλήρωση καθήκοντος στα πλαίσια συγκεκριμενοποίησης της γενικής ρήτρας καλής πίστης, όπως αυτή πρέπει να διαμορφώνεται σε μία ασφαλιστική κοινωνία κινδύνου. Σκοπός της ορθής και έντιμης τήρησης των ασφαλιστικών βαρών είναι η σωστή εκτίμηση του κινδύνου εκ μέρους του ασφαλιστή προκειμένου ο τελευταίος να μπορέσει να υπολογίσει ορθώς το ύψος του ασφαλίστρου καθώς και η αποφυγή ή ο περιορισμός της ζημίας στο μέτρο του εφικτού. Η παράβαση κάποιου ασφαλιστικού βάρους επιφέρει την απώλεια των συμβατικών δικαιωμάτων του ασφαλισμένου και ειδικότερα δύναται να οδηγήσει στην απαλλαγή του ασφαλιστή από τη δική του υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος ανάλογα με την υποχρέωση και τον βαθμό υπαιτιότητας του λήπτη ή ακόμη υπό ορισμένες προϋποθέσεις δύναται να οδηγήσει και σε υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης για αποζημίωση του ασφαλιστή ή να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της σύμβασης 52. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο νομοθέτης στον Ασφαλιστικό Νόμο, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς του Εμπορικού Νόμου (άρθρα 202, 205 και 209), όπου η παράβαση ασφαλιστικών βαρών είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης και την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, θέτει δικλείδες ασφαλείας υπέρ του ασφαλισμένου για τη μη αυτοδίκαιη διακοπή της ασφαλιστικής κάλυψης όταν είτε ανυπαίτια είτε από αμέλεια ο ασφαλισμένος παραβαίνει τα καθήκοντα του. Πλέον μόνον η από πρόθεση παράβαση ασφαλιστικού βάρους, οδηγεί στην απαλλαγή του ασφαλιστή από την καταβολή ασφαλίσματος μετά από καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης. 51 Βλ. Α.Π.134/2004 ΝοΒ 2004,σ. 1550 52 Βλ. Ρ. Αγγελίδου-Χατζηνικολάου, ό.π., 2012, σ. 186-187 27

a) Η προσυμβατική αναγγελία Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 Ασφ.Ν. ο ασφαλισμένος βαρύνεται με την υποχρέωση να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Πρόκειται για το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας ή περιγραφής του κινδύνου, το οποίο και βαρύνει τον λήπτη της ασφάλισης ως ασφαλιστικό βάρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το εν λόγω ασφαλιστικό βάρος των ασφαλιστικών ανακοινώσεων των ουσιωδών περιστατικών του κινδύνου θεωρείται ως εκδήλωση της «ύψιστης καλής πίστης» 53. Ο ασφαλιστικός κίνδυνος αποτελεί το πλέον ουσιώδες στοιχείο της ασφαλιστικής σύμβασης, υπό την έννοια ότι χωρίς συμφωνία περί κινδύνου δεν υπάρχει ασφαλιστική σύμβαση 54. Ως ασφαλιστικός κίνδυνος δε, όπως αναφέρουμε και ανωτέρω 55 νοείται η δυνατότητα να ανακύψει ορισμένη οικονομική ανάγκη. Με την ασφαλιστική σύμβαση, ο ασφαλιστής υπόσχεται ότι θα καταβάλλει το ασφάλισμα σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Ουσιαστικά δηλαδή δια της ασφαλιστικής συμβάσεως σκοπείται η οικονομική μετατόπιση του κινδύνου από το λήπτη της ασφάλισης προς τον ασφαλιστή υπό την έννοια δηλαδή ότι ο ασφαλιστής φέρει τις οικονομικές συνέπειες επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου 56. Η προσυμβατική δήλωση καταλαμβάνει χρονικά όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υποβολή της πρότασης του λήπτη και το στάδιο για την κατάρτιση της σύμβασης, ο λήπτης ή ο ασφαλισμένος έχει τη βασική υποχρέωση να προβεί σε αντικειμενική περιγραφή του κινδύνου που πρόκειται να αναδεχθεί ο ασφαλιστής. Εάν η σύμβαση καταρτισθεί δια αντιπροσώπου βαρύνει και αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις 214 και 215 του Α.Κ. Αν πρόκειται για ασφάλιση για λογαριασμό άλλου, τότε και ο ασφαλισμένος υποχρεούται να προβεί στην περιγραφή του κινδύνου εάν ερωτηθεί σχετικά από τον ασφαλιστή. Αν ο ασφαλιστής δεν αποδεχθεί την πρόταση για ασφάλιση και η σύμβαση δεν καταρτισθεί, δεν γεννιέται υποχρέωση -ευθύνη του ασφαλισμένου για ελλιπή περιγραφή των περιστατικών. Από την πλευρά του ασφαλιστή που δέχεται την περιγραφή του κινδύνου από τον ασφαλισμένο γίνεται δεκτό ότι αν η αληθινή 53 Βλ. Ι. Ρόκα, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης 2005, σ. 186 54 Βλ. Άρθρο 1 παρ. 2 Ασφ.Ν. 55 Βλ. Κεφ.1 ΙΙΙ της παρούσης 56 Βλ. Δ. Χριστοδούλου, Η Προσυμβατική Δήλωση στο Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 3 ν.2496/1997, 2005, σ.23 28

κατάσταση του κινδύνου δηλωθεί στον ασφαλιστικό πράκτορα η γνώση αυτού εξομοιώνεται με τη γνώση του ασφαλιστή ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τον ασφαλιστικό σύμβουλο, καθότι μόνη η επαγγελματική του ιδιότητα δεν προσδίδει σ αυτόν την ιδιότητα του αντιπροσώπου ή εντολοδόχου του ασφαλιστή 57 58. Από τη διάταξη του άρθρου 3 του Ασφ.Ν. προκύπτει ότι το περιεχόμενο του ασφαλιστικού βάρους της περιγραφής του ασφαλισμένου κινδύνου έγκειται στη δήλωση από τον ασφαλισμένο κάθε στοιχείου ή περιστατικού, το οποίο γνωρίζει και είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. Περαιτέρω ο ασφαλισμένος έχει υποχρέωση, εάν του δοθεί ερωτηματολόγιο, όπως άλλωστε συνηθίζεται στην ασφαλιστική πρακτική, να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση, ώστε να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί η ασφαλισιμότητα ορισμένου κινδύνου 59. Η δήλωση περιγραφής του ασφαλισμένου κινδύνου από το λήπτη της ασφάλισης αποτελεί δήλωση γνώσης εφόσον αφορά απλή ανακοίνωση και όχι δήλωση βούλησης 60. Οι ανακοινώσεις ή οι δηλώσεις που αφορούν στην πραγματική κατάσταση του κινδύνου πρέπει να γίνονται κατόπιν ειδικών και γενικών ερωτήσεων του ασφαλιστή. Οι ερωτήσεις αυτές υποβάλλονται από τον ασφαλιστή κατά πάγια πλέον πρακτική γραπτώς υπό τη μορφή ερωτηματολογίου, τεκμαίρεται δε ότι αναφέρονται σε ουσιώδη μόνον στοιχεία, τέτοιας φύσεως ώστε να επηρεάζουν την εκτίμηση του κινδύνου από τον ασφαλιστή. Ερωτήσεις που δεν περιέχονται στο ερωτηματολόγιο τεκμαίρεται υπέρ του ασφαλισμένου ότι δεν επηρεάζουν την ορθή εκτίμηση του κινδύνου και άρα δεν είναι ουσιώδη. Συνακόλουθα, μετά τη σύναψη της σύμβασης ο ασφαλιστής δεν δύναται να επικαλεσθεί την άρνηση του λήπτη να απαντήσει σε ουσιώδεις ερωτήσεις ή να ανακοινώσει ουσιώδη περιστατικά, εφόσον γι αυτά δεν ερωτήθη γραπτώς βάσει του ερωτηματολογίου ή ότι έμειναν αναπάντητες ερωτήσεις. Το ως άνω τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί από τον ασφαλιστή, εάν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο ασφαλισμένος απάντησε ελλιπώς με πρόθεση να τον εξαπατήσει σχετικά με το ουσιώδες ή μη της εκτίμησης του κινδύνου. Ο ίδιος όμως ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι το ερωτηματολόγιο έχει ελλείψεις ή ότι δόθηκαν πλημμελείς απαντήσεις εκτός εάν αυτό λάβει χώρα από πρόθεση. 57 Βλ. Α.Π. 587/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ε.Εμπ.Δ 2004, σ. 790, (Σημ. Ι.Ρόκας) 58 Βλ. Εφ Θεσσαλ.177/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ 59 Βλ. Ι.Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, σ. 261 επ. 60 Βλ. Ρ.Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, Ασφ.Σ., Σ. 204-205 όπου και περαιτέρω παραπομπές. 29