Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής: Α.Γ. ηµητρόπουλος Θέµα εργασίας Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος Μαρία Παπακώστα Α.Μ 337 Αθήνα 2004
Περίληψη Η αρχή του νόµιµου ή φυσικού δικαστή δεν αποτελεί µόνο έναν αντικειµενικό κανόνα της λειτουργίας των δικαστηρίων αλλά συνιστά παράλληλα και ατοµικό δικαίωµα που συνδέεται µε άλλες συνταγµατικές εγγυήσεις, που σχετίζονται µε τη δικαστική λειτουργία. Η διασφάλιση της εκδίκασης υποθέσεων από δικαστήρια, που καθορίζονται µε κριτήρια γενικά και αφηρηµένα και που ο νόµος τα ορίζει εκ των προτέρων, κατοχυρώνει τη δίκαιη απονοµή της δικαιοσύνης και εγγυάται το δικαίωµα κάθε προσώπου για την παροχή δικαστικής προστασίας. Απώτερος σκοπός της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Συντάγµατος είναι η αποτροπή των όποιων επεµβάσεων κατά την απονοµή της δικαιοσύνης και η παράλληλη διασφάλιση της αµερόληπτης κρίσης των ατόµων που έχουν προσφύγει σε αυτή. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή. 4 2. Η αρχή του νόµιµου δικαστή.... 4 α. Γραµµατική ερµηνεία. 5 β. Ιστορική Συστηµατική ερµηνεία.. 7 γ. Τελολογική ερµηνεία 8 Βιβλιογραφία.. 9 Σελ.. 3
1. Εισαγωγή Η πρώτη αναγνώριση της αρχής του νόµιµου δικαστή συναντάται στην αγγλική Magna Charta του 1215, όπου υπάρχουν σχετικές υποτυπώδεις διατάξεις και στη συνέχεια στο Bill of Rights του 1689, όπου χαρακτηρίζονται οι κάθε είδους δικαστικές επιτροπές «παράνοµες και ολέθριες». 1 Με τη σηµερινή της όµως µορφή, η αρχή του νόµιµου δικαστή, εµφανίστηκε στη Γαλλία, στο Σύνταγµα του 1791 και από τότε χρησιµοποιήθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά Συντάγµατα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του Άστρους («Νόµος της Επιδαύρου») του 1823, στο Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827 και ύστερα σε όλα τα µεταγενέστερα Συντάγµατα. Μάλιστα σε αυτό του 1844 είχε την ίδια διατύπωση µε τη σηµερινή. 2. Η αρχή του νόµιµου δικαστή. Το θεµελιώδες «δικαίωµα του νόµιµου δικαστή» κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Ελληνικού Συντάγµατος, σύµφωνα µε το οποίο «κανείς δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος. ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια µε οποιοδήποτε όνοµα δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Με το άρθρο αυτό συµπληρώνεται αφενός η προστασία της προσωπικής ασφάλειας και αφετέρου το σύστηµα των συνταγµατικών εγγυήσεων που περιβάλλουν την απονοµή της δικαιοσύνης. Πραγµατικά, δεν θα ήταν αποτελεσµατική η συνταγµατική προστασία όχι µόνο της προσωπικής ελευθερίας, αλλά και γενικότερα των συνταγµατικών ελευθεριών, αν ήταν δυνατόν να αποστερηθεί κάποιος, είτε Έλληνας είτε αλλοδαπός τον νόµιµό του δικαστή. Επιπλέον, η δικαστική προστασία µε την αρχή του νόµιµου δικαστή δεν διασφαλίζεται µόνο θετικά, µε την πρόβλεψη δικαστηρίων, που εγγυώνται την ακώλυτη πρόσβαση των πολιτών σε αυτά και την έκδοση δικαστικής απόφασης, αλλά και αρνητικά. Έτσι, απαγορεύεται να στερηθεί κάποιος εκείνον το δικαστή που περιβάλλεται µε τις συνταγµατικές εγγυήσεις της απονοµής της δικαιοσύνης και συγκεκριµένα µε τις εγγυήσεις της προσωπικής και της λειτουργικής ανεξαρτησίας. Από τα παραπάνω, γίνεται σαφές, ότι η αρχή του νόµιµου ή φυσικού δικαστή δεν αποτελεί µόνο έναν αντικειµενικό κανόνα της λειτουργίας των 1 Βλ. Α. Μάνεσης, Συνταγµατικά ικαιώµατα, α ατοµικές ελευθερίες, πανεπιστηµιακές παραδόσεις, δ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 211-212. 4
δικαστηρίων αλλά συνιστά παράλληλα και ατοµικό δικαίωµα που συνδέεται µε άλλες συνταγµατικές εγγυήσεις, που σχετίζονται µε τη δικαστική λειτουργία. 2 Η διασφάλιση της εκδίκασης υποθέσεων από δικαστήρια, που καθορίζονται µε κριτήρια γενικά και αφηρηµένα και που ο νόµος τα ορίζει εκ των προτέρων, κατοχυρώνει τη δίκαιη απονοµή της δικαιοσύνης και εγγυάται το δικαίωµα κάθε προσώπου για την παροχή δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η αρχή του νόµιµου δικαστή θεµελιώνεται στην αρχή του Κράτους δικαίου, στην αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και στην συνταγµατική αρχή της ισότητας, αφού µε αυτή επιβάλλεται ίση δικαστική µεταχείριση οµοίων υποθέσεων. α. Γραµµατική ερµηνεία. Από την γραµµατική διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Συντάγµατος συνάγονται τα ακόλουθα συµπεράσµατα για την αρχή του νόµιµου ή του φυσικού δικαστή: 1. «Νόµιµος δικαστής» είναι ο δικαστής, που οριζόµενος σύµφωνα µε τους νόµους που ισχύουν κάθε φορά, είναι αρµόδιος καθ ύλην και κατά τόπο, να δικάσει µια συγκεκριµένη διαφορά, αλλά συγχρόνως και κάθε άλλη διαφορά όµοια µε αυτή από άποψη περιεχοµένου και προσώπων. Το Σύνταγµα δεν επιτρέπει να στερηθεί κάποιος το δικαστή, που του έχει ορίσει ο νόµος και έτσι αποκλείεται η υπαγωγή ορισµένης υπόθεσης στη δικαιοδοσία διαφορετικού δικαστηρίου από εκείνο, που έχει γενικά προβλέψει ο νόµος. 2. Ως νόµος νοείται όχι µόνο ο τυπικός αλλά και ο ουσιαστικός νόµος. 3 Συνεπώς ο νόµιµος δικαστής µπορεί να οριστεί και µε κανονιστική πράξη της διοίκησης βάσει νοµοθετικής εξουσιοδότησης 3. Από την λεκτική διατύπωση του άρθρου 8 «που τον έχει ορίσει ο νόµος», συµπεραίνουµε ότι ο καθορισµός του δικαστηρίου που δικάζει µία υπόθεση γίνεται εκ των προτέρων, και όχι µε βάση τις συγκεκριµένες δικαζόµενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων. Εποµένως το αρµόδιο δικαστήριο καθορίζεται πριν την έναρξη της εκκρεµοδικίας, δηλαδή πριν 2 Βλ.. Τσάτσος Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, έκδοση Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1993, σε. 475. 3 Βλ. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1991, σελ. 1220. 5
ασκηθεί για παράδειγµα αγωγή ή ποινική δίωξη ή υποβολή αίτησης δικαστικής προστασίας. Άρα, δεν είναι «νόµιµος» ο δικαστής που ορίζεται µετά την έναρξη της δίκης, ακόµα και αν αυτό το προβλέπει ο νόµος. Επιπλέον ο καθορισµός του δικαστηρίου γίνεται βάσει των γενικών και αφηρηµένων εννοιών όπως αυτές αναφέρονται στο σχετικό νόµο που αφορά την καθ ύλην και την κατά τόπο αρµοδιότητα του δικαστηρίου(π.χ. κατοικία του εναγοµένου, η αξία του αντικειµένου της δίκης). 4 4. Η εγγύηση του νόµιµου δικαστή δεν αναφέρεται µόνο στο δικαστήριο ως σύνολο αλλά αφορά περαιτέρω και την σύνθεση του δικαστηρίου, που θα δικάσει τη συγκεκριµένη υπόθεση. Και εδώ ο καθορισµός της σύνθεσης γίνεται βάσει αντικειµενικών κριτηρίων και γενικών κανόνων 5, που σχετίζονται µε τη λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών. 5. Αφαίρεση του νόµιµου δικαστή επέρχεται, όταν η εκδίκαση συγκεκριµένης υπόθεσης δεν γίνεται από δικαστή που είναι ορισµένος γι αυτή εκ των προτέρων βάσει γενικών και αφηρηµένων κριτηρίων. Ειδικότερα, όµως η συνταγµατική διάταξη απαγορεύει την αφαίρεση του νόµιµου δικαστή όταν αυτή γίνεται ακουσίως, χωρίς δηλαδή τη θέληση του δικαζόµενου. Αυτό ωστόσο, δεν σηµαίνει ότι παρέχεται στον φορέα του δικαιώµατος η δυνατότητα να επιλέξει το δικαστήριο που θα τον δικάσει ή ότι η συναίνεσή του νοµιµοποιεί τη στέρηση του νόµιµου δικαστή. Κι αυτό γιατί οι κανόνες για τη δικαιοδοσία, την αρµοδιότητα και την οργάνωση των δικαστηρίων είναι κανόνες δηµόσιας τάξης που εφαρµόζονται ανεξάρτητα από τη βούληση των διαδίκων. Εποµένως, οι διάδικοι δεν µπορούν να επιλέγουν το δικαστήριο που θα τους δικάσει και να καθορίζουν ή να τροποποιούν την αρµοδιότητά του. Μπορούν παρόλα αυτά, και εφόσον το προβλέπει ο νόµος γενικά και αφηρηµένα, να εξαιρεθούν από την αρχή του νόµιµου δικαστή. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις της εκούσιας διαιτησίας και ή παρέκταση της κατά τόπο αρµοδιότητας 6. 4 Έτσι και Κ. Κεραµεύς, Αστικό ικονοµικό ίκαιο, Γενικό µέρος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σε. 187. 5 Ο κανόνας αυτός καταστρατηγείται σήµερα καθώς στα δικαστήρια που υπηρετούν λιγότεροι από δεκαπέντε δικαστές ο καθορισµός των δικαστών κάθε υπόθεσης δεν γίνεται µε κλήρωση αλλά σύµφωνα µε τη θέληση του προϊσταµένου του δικαστηρίου και όχι µε αντικειµενικά κριτήρια 6 Βλ. σχετικά τα άρθρα 42-44 ΚΠολ βάσει των οποίων µπορεί να προσδιορίζεται µε συµφωνία των διαδίκων το αρµόδιο κατά τόπο δικαστήριο, εφόσον πρόκειται για διαφορές, 6
6. εν παραβιάζεται η αρχή του νόµιµου δικαστή, αν ο νόµος τροποποιήσει τους κανόνες που αφορούν την αρµοδιότητα και τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Θα πρέπει, εντούτοις, οι ρυθµίσεις αυτές να έχουν γενικό και αφηρηµένο χαρακτήρα και να µην αποτελούν στην ουσία ατοµικό νόµο. Αλλά ούτε και δικονοµικές διατάξεις που προβλέπουν την παραποµπή µιας υπόθεσης από ένα δικαστήριο σε άλλο ισόβαθµο και οµοειδές, που παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις για την απονοµή της δικαιοσύνης, δεν παραβιάζουν την αρχή του νόµιµου δικαστή. 7 7. Η συνταγµατική απαγόρευση της στέρησης του νόµιµου δικαστή απευθύνεται προς ολόκληρη την κρατική εξουσία. Συνεπώς, ούτε η νοµοθετική αλλά ούτε και η εκτελεστική ούτε η δικαστική εξουσία µπορεί να ενεργεί κατά παράβαση της αρχής του νόµιµου δικαστή. 8 8. Η αρχή του νόµιµου δικαστή ισχύει υπέρ όλων των πολιτών που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, καθώς η συγκεκριµένη διάταξη δεν περιορίζει την εφαρµογή της µόνο στους Έλληνες αλλά περιλαµβάνει και τους αλλοδαπούς. Φορείς της αρχής αυτής είναι εκτός από τα φυσικά και τα νοµικά πρόσωπα. β. Ιστορική Συστηµατική ερµηνεία. Η ιστορική καταγωγή 9 της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Συντάγµατος συνδέεται κυρίως µε την ποινική δίκη. Κι αυτό γιατί αποτελούσε συµπλήρωµα της προσωπικής ασφάλειας και αποσκοπούσε στην προστασία του ατόµου από την ποινική δίωξη, κρίση ή καταδίκη, από δικαστή, που δεν ήταν σύµφωνα µε το νόµο αρµόδιος να κρίνει την υπόθεση. Σήµερα, ωστόσο, και παρά τη συστηµατική θέση του άρθρου 8 του Συντάγµατος (είναι τοποθετηµένο αµέσως µετά την κατοχύρωση της προσωπικής ασφάλειας και των θεµελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου), η που έχουν περιουσιακό αντικείµενο και 867 επ. ΚΠολ βάσει των οποίων επιτρέπεται διαφορές ιδιωτικού δικαίου να υπαχθούν σε διαιτησία µε συµφωνία, µε την προϋπόθεση ότι εκείνοι που συνοµολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθεροι το αντικείµενο της διαφοράς. 7 Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, δωδέκατη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001, σελ. 528. 8 Έτσι και Α. ηµητρόπουλος, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου ΙΙΙ, Θ έκδοση, Αθήνα 2001, σελ. 818. 9 Βλ. Κ. Χρυσόγονο, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2 η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2002, σελ. 380. 7
διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, έχει αποκτήσει ευρύτερη σηµασία και αναµφίβολα ισχύει στο σύνολο της δικαιοσύνης. Έτσι ο κανόνας που θεσπίζεται σε αυτή, απαγορεύει γενικά τη στέρηση του νόµιµου δικαστή και όχι µόνο του ποινικού. Συνεπώς, η αρχή του νόµιµου δικαστή εφαρµόζεται σε όλες τις δίκες, ποινικές, πολιτικές 10, διοικητικές ακόµα και στις πειθαρχικές 11. γ. Τελολογική ερµηνεία. Η αρχή του νόµιµου δικαστή έχει θεσπιστεί προκειµένου να εξασφαλιστεί η δίκαιη απονοµή της δικαιοσύνης και η αποτελεσµατική δικαστική προστασία του ατόµου. Με την απαγόρευση της στέρησης του νόµιµου δικαστή δεν επιτρέπεται η αφαίρεση µιας υπόθεσης από εκείνον το δικαστή που έχει οριστεί γενικά ως αρµόδιος εκ των προτέρων από το νόµο και η εκδίκασή της από δικαστή που ορίζεται εκ των υστέρων και ειδικά για τη συγκεκριµένη υπόθεση κι αυτό γίνεται για να αποτραπεί ο κίνδυνος η στέρηση του νόµιµου δικαστή να αποβεί είτε επιζήµια είτε ωφέλιµη για ορισµένους από τους διαδίκους. Εποµένως, απώτερος σκοπός της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Συντάγµατος είναι η αποτροπή των όποιων επεµβάσεων κατά την απονοµή της δικαιοσύνης και η παράλληλη διασφάλιση της αµερόληπτης κρίσης των ατόµων που έχουν προσφύγει σε αυτή. 10 Σχετικό είναι το άρθρο 109 ΚΠολ, σύµφωνα µε το οποίο «εν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανένα, χωρίς τη θέλησή του, ο δικαστής που ορίζει ο νόµος γι αυτόν». 11 Έτσι και Α. Μάνεσης, ό.π. σελ. 214 και. Τσάτσος, ό.π. σελ. 474. 8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Κ. Γεωργόπουλου, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1991. Α. ηµητρόπουλου, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου ΙΙΙ, Θ έκδοση, Αθήνα 2001. Κ. Κεραµέως, Αστικό ικονοµικό ίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986. Α. Μάνεση, Συνταγµατικά ικαιώµατα, α ατοµικές ελευθερίες, πανεπιστηµιακές παραδόσεις, δ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη.. Τσάτσου, Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας,έκδοση Β, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1993. Κ. Χρυσόγονου, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2 η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2002. 9