Ένα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν «Ένας βασιλιάς!» θα πουν αμέσως οι μικροί αναγνώστες, μαθημένοι στα παραμύθια. Κι όμως, όχι, έτσι αρχίζει ο Πινόκιο, που είναι ένα υπέροχο παραμύθι, ενώ αυτή που πρόκειται ν αφηγηθούμε εδώ είναι μια σχεδόν αληθινή ιστορία. Και λέω «σχεδόν», γιατί αυτός που την ιστόρησε, πριν από διακόσια χρόνια περίπου, ο κύριος Αλεσσάντρο, ευγενής από το Μιλάνο, με όμορφο πρόσωπο, λίγο σαν θλιμμένου αλόγου, υποστηρίζει πως τη βρήκε γραμμένη σε κάτι παλιόχαρτα, που σήμερα θα ήταν ίσαμε τετρακοσίων χρόνων παλιά, μιας και η ιστορία ξετυλίγεται γύρω στο χίλια εξακόσια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Που λέτε, λοιπόν, και στη δική μας περίπτωση 7
ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς, ο βασιλιάς της Ισπανίας συγκεκριμένα, αλλά στην ιστορία μας δεν εμφανίζεται παρά μονάχα από μακριά. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν κι ένας εφημέριος φοβητσιάρης, μα τόσο φοβητσιάρης, που έφτανε να χτυπήσει ένα παραθυρόφυλλο με τον αέρα κι από τον φόβο του τα έκανε πάνω του (συγχωρήστε την έκφραση, που είναι κάπως άκομψη, εσείς μην τη χρησιμοποιείτε ποτέ, εγώ όμως μπορώ, γιατί ο εφημέριός μας ήταν πραγματικά σε τέτοιο βαθμό φοβητσιάρης). Μα πώς, θα μου πείτε, ένας εφημέριος δεν πρέπει να τηρεί τις εντολές του Ευαγγελίου, να είναι καλός, γενναιόδωρος και θαρραλέος, και να υπερασπίζεται το εκκλησίασμά του; Δε διαβάζουμε σήμερα για παπάδες που θυσιάστηκαν, γιατί τα έβαλαν με τη μαφία και το οργανωμένο έγκλημα; Ναι, δε λέω, όμως ο συγγραφέας με το αλογίσιο μούτρο, παρ ότι ήταν καλός χριστιανός ο ίδιος, ήξερε πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι γενναίοι ή φοβητσιάρηδες, ανεξάρτητα από το αν και πόσο το απαιτεί το επάγγελμά τους. Και ήξερε επίσης ότι εκείνη την εποχή πολλοί γίνονταν παπάδες ή καλόγεροι (ή καλόγριες) όχι επειδή ένιωθαν μέσα τους το θεϊκό κάλεσμα κι είχαν γνήσιο πνεύμα αυτοθυσίας, αλλά επειδή ήταν εποχές 8
μεγάλης φτώχειας και δυστυχίας, και για έναν φτωχό, το να γίνει ιερέας ή καλόγερος (ή καλόγρια) ήταν ένας τρόπος να σιγουρευτεί πως για το υπόλοιπο του βίου του ίσως να μην κολυμπούσε στα πλούτη, ούτε όμως θα πέθαινε κι από την πείνα. Κι έτσι, μπορεί κατά τύχη να γινόταν εφημέριος κάποιος που έδινε πολύ λίγη σημασία στις παραινέσεις του Ευαγγελίου και κοίταζε μονάχα πώς θα «τη βγάλει καθαρή». Ήταν δύσκολοι καιροί. Ένα μεγάλο κομμάτι της Λομβαρδίας, όπου ξετυλίγεται η ιστορία μας, ήταν κάτω από την ηγεμονία των Ισπανών, οι οποίοι στηρίζονταν σ ένα τσούρμο ευγενείς μεγάλους και μικρούς, που σε αντάλλαγμα είχαν το ελεύθερο να διαπράττουν πολλές αυθαιρεσίες. Ζούσαν συχνά στο Μιλάνο, αλλά και σε κάστρα της κακιάς ώρας και μικρά παλάτια σκαρφαλωμένα σε απόκρημνες πλαγιές στα διάφορα χωριουδάκια, που τα υπερασπίζονταν οι παλικαράδες τους. Ποιοι ήταν εκείνοι οι παλικαράδες ή 9
μπράβοι; Σήμερα θα τους λέγαμε προσωπικούς φρουρούς, αλλά προσοχή: ήταν κατεργάρηδες πρώτης γραμμής που είχαν διαπράξει κάθε λογής απατεωνιές. Οι τσιφλικάδες τούς έπαιρναν στη δούλεψή τους, γλιτώνοντάς τους από τη φυλακή ή την κρεμάλα, κι αυτοί σε αντάλλαγμα ήταν έτοιμοι να τους κάνουν «πλάτες» σε κάθε αυθαιρεσία που ήθελαν να διαπράξουν και οι αυθαιρεσίες σπάνια γίνονταν από έναν ευγενή σε βάρος ενός άλλου, αλλά συνήθως από τους ευγενείς σε βάρος των δυστυχισμένων χωρικών. Το να αναγνωρίσεις έναν παλικαρά ήταν εύκολο: εκτός από το μούτρο του, που σκόρπιζε τον φόβο και μόνο που το κοίταζες, εκτός από την αρματωσιά τα μαχαίρια, τα ασήκωτα σπαθιά και τα πλατύστομα ντουφέκια (μεγάλα σαν κανόνια) που κουβαλούσαν, είχαν τα μαλλιά
τους μαζεμένα σ ένα φιλέ για να κρύβουν ένα τρομερό τσουλούφι που, όταν ήταν να κάνουν τα εγκλήματά τους, το έριχναν στο πρόσωπό τους για να κρυφτούν και κανείς να μην μπορεί να τους αναγνωρίσει. Τέλος πάντων, αν θέλετε να πάρετε μια ιδέα για το πώς ήταν ένας παλικαράς, σκεφτείτε όλες τις ταινίες με πειρατές που έχετε δει στη ζωή σας: ε, λοιπόν, όλοι οι άντρες του Κάπτεν Χουκ, μπροστά σ έναν παλικαρά, θα φάνταζαν αγγελάκια στη φάτνη των Χριστουγέννων. Τώρα, ο φοβητσιάρης εφημέριος που λέγαμε πιο πάνω, ο οποίος λεγόταν δον Αμπόντιο και λειτουργούσε στην ενορία ενός μικρού χωριού στη μαγευτική όχθη της λίμνης Κόμο, επιστρέφοντας ένα βράδυ ήσυχα στο σπίτι του, συναντάει δύο παλικαράδες που από το ύφος τους φαίνεται καθαρά πως του έχουν στήσει καρτέρι. Και μόνο που τους βλέπει ετοιμάζεται να πάθει αυτό που είπα και πιο πάνω και που λόγω της καλής μου ανατροφής δεν επαναλαμβάνω. Ας μη λέμε πολλά, όμως, όπως δε λένε κι οι παλικαράδες. «Σεβασμιότατε» του είπαν «εσείς αύριο πρόκειται να παντρέψετε εκείνο το κορίτσι, τη Λουτσία Μοντέλλα, με τον νεαρό που λέγεται Λορέντσο ή Ρέντσο Τραμαλίνο. Ε, λοιπόν, άστε, μην 11
τους παντρεύετε, γιατί μπορεί να σας συμβεί κάτι κακό». Και δε χρειαζόταν να εξηγήσουν στον δον Αμπόντιο τι μπορούσε να του συμβεί, γιατί ήταν ξεκάθαρο, έτσι καθώς του έδειχναν τα δόντια τους χαμογελώντας σαν άγρια θηρία, πως εννοούσαν ή μαχαιριά ή ντουφεκιά ή και τα δυο μαζί. Ο δον Αμπόντιο έκανε να διαμαρτυρηθεί και τότε οι παλικαράδες τού έδωσαν να καταλάβει πως έρχονταν εκ μέρους του δον Ροντρίγκο. Δον Ροντρίγκο! Και μόνο το όνομα έκανε όλο το κορμί του δον Αμπόντιο να τρέμει. Ήταν ένας από τους τσιφλικάδες που σας έλεγα, ίσως όμως ο χειρότερος, αυταρχικός και βίαιος. Άραγε, γιατί δεν ήθελε ο δον Ροντρίγκο να παντρευτούν ο Ρέντσο και η Λουτσία; Στην αρχή ο δον Αμπόντιο δεν το είχε καταλάβει, σαν μίλησε όμως με τη Λουτσία το κατάλαβε. Ο δον Ροντρίγκο ήταν ένας «νταής», όπως θα λέγαμε σήμερα, που διασκέδαζε να φέρεται αυταρχικά στους πιο αδύνατους από κείνον. Όπως κάνουν οι σημερινοί νταήδες, που διασκεδάζουν καβάλα στο μηχανάκι ή στη μοτοσικλέτα τους, έτσι κι αυτός ενοχλούσε τα κορίτσια που σεργιάνιζαν στο χωριό και γύριζαν από τη δουλειά στο νηματουργείο. Ο δον Ροντρίγκο είχε πειράξει τη Λουτσία με τα πιο ενοχλητικά κομπλιμέντα που μπορείτε να 12
φανταστείτε, εκείνη είχε συνεχίσει τον δρόμο της χωρίς να του απαντήσει, και τώρα ο δον Ροντρίγκο ήθελε όχι μόνο να εκδικηθεί, αλλά και να σιγουρευτεί πως εκείνη δε θα γλίτωνε από το φλερτ κι από τα νύχια του κάνοντας έναν γάμο. Όταν ο δον Αμπόντιο γυρίζει στο σπίτι, μισοπεθαμένος απ τον φόβο, εκμυστηρεύεται τις αγωνίες του στην οικονόμο του την Περπέτουα. Εκείνη τον συμβουλεύει να καταγγείλει το γεγονός στον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, που είχε τη φήμη πως προστάτευε τους φτωχούς και αποκαθιστούσε τη δικαιοσύνη, όμως ο δον Αμπόντιο φοβάται ακόμα κι αυτό να κάνει. Περνάει μια φρικτή νύχτα και, το άλλο πρωί, όταν ο Ρέντσο εμφανίζεται για να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες του γάμου, βρίσκει ένα σωρό ανόητες δικαιολογίες, του ξεφουρνίζει κάμποσες λέξεις στα λατινικά που ο φουκαριάρης δεν τις καταλαβαίνει, και στο τέλος τού δίνει απλώς να το χωνέψει καλά πως, σε τελική ανάλυση, είναι πολύ καλύτερα να μην παντρευτεί τη Λουτσία. 13
Ο Ρέντσο είναι καλό παιδί, όμως και λίγο ζόρικος, έτσι καταφέρνει να πάρει λόγια από την Περπέτουα και καταλαβαίνει πως πίσω από τη σκευωρία κρύβεται ο δον Ροντρίγκο. Τα λέει όλα, χαρτί και καλαμάρι, στη Λουτσία και στη μητέρα της την Ανιέζε, κι έτσι μαθαίνει όλες τις μηχανορραφίες εκείνου του απατεώνα. Ο Ρέντσο δεν έχει μοναχά ευθιξία, έχει κι ένα μαχαίρι χωμένο στο ζωνάρι, όπως εξάλλου είχαν όλοι λίγο πολύ εκείνη την εποχή, και αφήνει να εννοηθεί πως είναι έτοιμος να πάει στο παλάτι του δον Ροντρίγκο και να τα κάνει όλα ρημαδιό. Για σκεφτείτε, αυτός ολομόναχος ενάντια σε μια στρατιά παλικαράδων, αυτός που δεν είχε πειράξει ούτε μία τρίχα απ τα μαλλιά ανθρώπου. Είχε χάσει τα λογικά του. Η Ανιέζε τον πείθει, αντί γι αυτό, να ζητήσει βοήθεια από έναν μεγαλοδικηγόρο των προαστίων, που ήταν ικανότατος να λύνει τις πιο δύσκολες υποθέσεις και στον οποίο είχαν δώσει το
παρατσούκλι Στρεψοδίκης. Πάει λοιπόν, που λέτε, κουβαλώντας και δυο κοκόρια για δώρο. Στην αρχή δεν εξηγείται καλά και ο δικηγόρος, νομίζοντας πως είναι από τους παλικαράδες κι αυτός, προθυμοποιείται να τον ξελασπώσει και για να το παίξει πιο σπουδαίος, μιλάει με λέξεις δύσκολες και φράσεις στα λατινικά. Όταν όμως συνειδητοποιεί πως ο Ρέντσο ζητάει δικαιοσύνη σε βάρος του πιο ισχυρού άρχοντα του τόπου, ο Στρεψοδίκης τον διώχνει με τις κλοτσιές από το σπίτι, δίνοντάς του πίσω και τα κοκόρια ακόμα. Ο ίδιος είναι συμβουλάτορας του δον Ροντρίγκο, ποιος ξέρει για τι λογής βρομοδουλειές! Φυσικό να μη θέλει μπλεξίματα με τους ισχυρούς. 15