ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΠΛΑΤΑΝΗΣΙΩΤΗ ΙΩΑΝΝΑ

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ. ΜΑΘΗΜΑ: Eφαρµογές ηµοσίου ικαίου ιδάσκων Καθηγητής: κ.ανδρέας ηµητρόπουλος

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Προπτυχιακή Εργασία. Νικολού Δήμητρα. Η Ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Κανονισμός Δημοτικού Συμβουλίου Νέων Θεσσαλονίκης

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΙΟΥΛΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

ΕΠΟΠΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4069, 17/2/2006

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΕΝΩΜΕΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ EN.AP.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Άρθρο 6 Νόμος αντίθετος στο Σύνταγμα παραμένει ανίσχυρος. Υπεροχή του Συντάγματος.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

Κανονισμός Δημοτικού Συμβουλίου Νέων Θεσσαλονίκης

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Θέμα: «Αποστολή της υπ αριθμ. 1/2013 απόφασης του Διοικητικού

1438 Κ.Δ.Π. 215/2004

Μάθημα: Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου Διδάσκων: Δημητρόπουλος Ανδρέας

Πρωτοβάθμιο & Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Προπτυχιακή Εργασία. Ναστοπούλου Αικατερίνη. Η Ευθύνη των Υπουργών ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΟΔΙΔ ΑΡΘΡΟ 1

Κανόνες για τη Συγκρότηση των Σωμάτων Διοίκησης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου I. ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Άρθρο Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από τη λήξη της προθεσμίας

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ 1

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Προπτυχιακή Εργασία. Τσεκούρας Παναγιώτης. Υφυπουργοί. Νομική Σχολή Αθηνών Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Α. ΘΕΜΑΤΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 Απριλίου 2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αποστολή και με

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Ιουνίου 2004

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

ΑΡΙΘΜΟΣ 4/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

ΤΟΜΕΑΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΠΛΑΤΑΝΗΣΙΩΤΗ ΙΩΑΝΝΑ ΑΡΙΘM. ΜΗΤΡΩΟΥ : 1340200400373 ΜΑΘΗΜΑ : ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΞΑΜΗΝΟ : A ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ : 2004-2005

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ... 2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ... 4 Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΥΘΥΝΟΥ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 5 Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 6 ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 7 Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ... 8 ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 265/1976 «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»... 8 ΤΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ... 9 Α] Η άσκηση της ποινικής δίωξης:... 9 Β] Η συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου:... 11 Γ] Η αναστολή της ποινικής διώξεως του Προέδρου της Δημοκρατίας:... 12 Η ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ... 13 Α] Η Προδικασία:... 13 Β] Η κυρίως διαδικασία ή διαδικασία στο ακροατήριο:... 14 Γ] Η άσκηση ένδικων μέσων:... 15 Δ] Η εκτέλεση των επιβληθέντων ποινών:... 16 ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ... 16 1] Τα εγκλήματα του Προέδρου και τα εννοιολογικά τους στοιχεία:... 16 Α] Η εσχάτη προδοσία:... 16 Β] Η παραβίαση του Συντάγματος με πρόθεση:... 17 2] Οι προβλεπόμενες ποινές:... 18 3] Η παραγραφή των προεδρικών εγκλημάτων:... 18 Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.. 19 Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ... 21 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 21 ΠΙΝΑΚΑΣ ΛΗΜΜΑΤΩΝ... 22 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 23 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα σύγχρονα Συντάγματα κατοχυρώνουν την αρχή του ανεύθυνου του αιρετού Ανώτατου Άρχοντα και κυρίως του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης αρχής θεσπίζεται αφενός για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και αφετέρου για την ενίσχυση και τη διαφύλαξη του κύρους του ιδίου ενόψει και της ευθύνης των Υπουργών για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του. Το ανεύθυνο του αρχηγού του κράτους συνδέθηκε,λοιπόν, με την ευθύνη των Υπουργών. Η ευθύνη «αφαιρέθηκε» -αποσπάστηκε-δηλαδή, από το μονάρχη και «αποδόθηκε» στους Υπουργούς. Η μετάθεση αυτή της ευθύνης συντέλεσε στην αυτονόμηση της κυβέρνησης από τον αρχηγό του κράτους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας,λοιπόν, είναι ανεύθυνος, στο άρθρο 49 του ισχύοντος Συντάγματος όμως, προβλέπεται η ειδική -και συνεπώς περιορισμένη- ευθύνη του. Ο αιρετός αρχηγός του Κράτους ευθύνεται για τη διάπραξη των σοβαρότερων αδικημάτων και συγκεκριμένα για εσχάτη προδοσία ή για παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Αυτή διακρίνεται βασικά στην ευθύνη που αφορά πράξεις ενεργούμενες κατά την άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας και σε αυτήν που αφορά πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση αυτή. 3

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Σύμφωνα με γενική αρχή, που υιοθετείται από τα δημοκρατικά Συντάγματα, ο Αρχηγός του Κράτους κυρίως ο βασιλεύς, αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- είναι ανεύθυνος και οι Υπουργοί, με την προσυπογραφή, αναλαμβάνουν κάθε ευθύνη για τις πράξεις του. Η αρχή αυτή, κατάγεται από το αγγλικό πολίτευμα, όπου καθιερώθηκε εθιμικά το πλάσμα ότι «ο βασιλιάς δε μπορεί να πράττει το κακό» - Τhe king can do no wrong-.το ανεύθυνο δικαιολογείται στα μοναρχικά πολιτεύματα από τη θέση του Μονάρχη ως ανώτατου οργάνου του Κράτους. Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης αρχής, οφείλεται κυρίως στην έλλειψη αρμόδιου οργάνου να ζητήσει τη δίωξη του μονάρχη. Τη δικαστική εξουσία ασκούσε αποκλειστικά ο βασιλιάς και συνεπώς υπήρχε αδυναμία διώξεώς του ενώπιον των δικαστηρίων. Η αρχή του «ανεύθυνου» παραλήφθηκε στη συνέχεια από τους συνέχεια από τους συντακτικούς νομοθέτες των άλλων κρατών και υποβλήθηκε σε κάποιους περιορισμούς στις περιπτώσεις που ο Αρχηγός του Κράτους ήταν αιρετός. Συγκεκριμένα, έγινε αποδεκτό ότι με την καθιέρωση της αρχής του ανεύθυνου, ο Αρχηγός του Κράτους δύναται να βρίσκεται σε απόσταση από τις όποιες πολιτικές διαμάχες γεγονός που εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες-, ενώ συγχρόνως ενισχύεται και διαφυλάσσεται το κύρος του σαν ρυθμιστού του πολιτεύματος. Στην πραγματικότητα πάντως, η υιοθέτηση της αρχής του ανεύθυνου συντέλεσε στη μείωση της σημασίας της θέσης του μονάρχη, αφού η εξουσία περιέρχεται ουσιαστικά στους υπεύθυνους Υπουργούς, που φέρουν την ευθύνη για κάθε πράξη ή παράλειψή του. Γι αυτό το λόγο η αρχή αυτή, η οποία πηγάζει από την «ελέω θεού» μοναρχία, διατηρήθηκε στα δημοκρατικά Συντάγματα. 4

Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΥΘΥΝΟΥ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Το «Ηγεμονικό Σύνταγμα της Ελλάδος» του 1832 κατοχύρωνε το απαραβίαστο του προσώπου του μονάρχη. Συγκεκριμένα, καθιέρωνε το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας, χαρακτήριζε το πρόσωπο του μονάρχη ανεύθυνο και απαραβίαστο, υποδεικνύοντας ως υπεύθυνους για τις πράξεις αυτού τους «υπ αυτόν και επ ονόματι αυτού ενεργούντας Υπουργούς Γραμματείς»(άρθρ.23). Το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωνε το απαραβίαστο του προσώπου του βασιλιά. Ειδικότερα, χαρακτήριζε το πρόσωπο του βασιλιά ιερό και απαραβίαστο(άρθρ.22). Τα Συντάγματα του 1864,1911,1952 και 1968 καθιέρωναν το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας και περιελάμβαναν διάταξη, σύμφωνα με την οποία «το πρόσωπον του βασιλέως είναι ανεύθυνον και απαραβίαστον, οι δε Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι»(άρθρ.29). Το απαραβίαστο αποτελεί έννοια ευρύτερη από αυτή του ανεύθυνου. Έτσι, το απαραβίαστο σήμαινε ότι ο βασιλιάς ήταν ανεύθυνος και συγχρόνως έπρεπε να χαίρει ιδιαίτερης προστασίας από τους ποινικούς νόμους. Ενώ, η αρχή του ανεύθυνου του Αρχηγού του Κράτους σημαίνει ότι αυτός είναι ποινικά, αστικά και πολιτικά ανεύθυνος. Το δημοκρατικό Σύνταγμα του 1927 προβαίνει στη ρητή διάκριση πολιτικής και ποινικής ευθύνης του ανώτατου άρχοντα ως αιρετού οργάνου,ενώ επιπλέον, ρυθμίζει για πρώτη φορά την ποινική ευθύνη του, καθιερώνοντας εξαιρέσεις από το κατ αρχήν ανεύθυνο του Αρχηγού του Κράτους «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν φέρει καμμίαν πολιτικήν ευθύνην δια πράξεις εκτελεσθείσας κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων του. Ευθύνεται μόνον αν καταστή ένοχος εσχάτης προδοσίας, παραβιάσεως εκ προθέσεως του Συντάγματος ή των Ποινικών Νόμων, δικάζεται δε υπό της Γερουσίας, συγκροτουμένης εις ειδικόν δικαστήριον». Αλλά και το Σύνταγμα του 1975, ρυθμίζει την ποινική ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας και ορίζει πως «για πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, η δίωξη αναστέλλεται ωσότου λήξει η προεδρική θητεία» (άρθρ.49). 5

Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Η ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας ρυθμίζεται από το άρθρο 49 του Συντάγματος και το Νόμο 265/1976 «περί ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας». Οι διατάξεις της 1 του συγκεκριμένου άρθρου καθιερώνουν την έκταση της ευθύνης του Προέδρου. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν τις πράξεις του Προέδρου σε αυτές που έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του και σε εκείνες που δεν σχετίζονται με αυτή. Όσον αφορά τις πρώτες πράξεις, η διάταξη του πρώτου εδαφίου κατοχυρώνει αρχικά το ανεύθυνο του Προέδρου: «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ευθύνεται οπωσδήποτε για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, παρά μόνο για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση, με πρόθεση, του Συντάγματος». Η διάταξη αυτή ορίζει,λοιπόν, δύο εξαιρέσεις από την αρχή του ανεύθυνου του Προέδρου. Ευθύνεται,δηλαδή, για εσχάτη προδοσία και για παραβίαση του Συντάγματος με πρόθεση. Συνεπώς, ο Πρόεδρος δεν ευθύνεται για την παραβίαση του Συντάγματος από αμέλεια, ούτε για την παραβίαση των νόμων. Αντίθετα, όσον αφορά τις πράξεις που δεν έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει πλήρη ευθύνη και σύμφωνα με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρ.49, η ειδική συνταγματική του μεταχείριση για τις μη σχετιζόμενες με τα προεδρικά καθήκοντα πράξεις, έγκειται στην αναστολή της ποινικής δίωξης «η δίωξη αναστέλλεται ωσότου λήξει η προεδρική θητεία». Επιπλέον, η διάταξη του άρθρ.1 1 του Ν.265/1976 ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «ευθύνεται δια πράξεις ή παραλείψεις αυτού μη σχετιζομένας προς την άσκησιν των καθηκόντων του κατά τας διατάξεις του Ποινικού Κώδικος ή άλλων ειδικών ποινικών νόμων». 6

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Το ισχύον Σύνταγμα δεν καθορίζει τα είδη της ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας για τα εγκλήματα της εσχάτης προδοσίας και της παραβίασης του Συντάγματος με πρόθεση. Στο άρθρο 49( 2,3) προβλέπεται η ποινική ευθύνη, ενώ εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη η ειδικότερη ρύθμισή της καθώς και η καθιέρωση συναφούς αστικής ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας για τα εγκλήματα αυτά ( 5). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν.265/1976, η αστική ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας θεωρείται αυτονόητη, ενώ προβλέπεται η άσκηση των σχετικών απαιτήσεων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων «απαιτήσεις αστικής φύσεως επί των περιπτώσεων των προβλεπομένων υπό του παρόντος ασκούνται μόνον ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων». Συνεπώς, ο Πρόεδρος υπέχει για τα συγκεκριμένα εγκλήματα διττή ευθύνη: ποινική και αστική. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει την πολιτική ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία απέκλειαν ρητά τα Συντάγματα του 1925 και του 1927. Πιο συγκεκριμένα, το Σύνταγμα δεν προβλέπει την παύση του Προέδρου της Δημοκρατίας με απόφαση της Βουλής. Αναφέρεται βέβαια στην «έκπτωση» του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ.32,34) όμως, δεν εννοεί την έκπτωση από το αξίωμα που απαγγέλλεται από τη Βουλή, αλλά την έκπτωση από το αξίωμα που απαγγέλλεται από το Ειδικό Δικαστήριο ή επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, σύμφωνα με τον κάθε φορά ισχύοντα νόμο για την ευθύνη του Προέδρου. Η ποινή της έκπτωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας από το αξίωμά του προβλέπεται από το άρθρ.3 του Ν.265/1976. 7

Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Η διάταξη της 5 του άρθρ.49 του Συντάγματος επιφυλάσσει ρητά στο νόμο τη ρύθμιση της ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας: «Νόμος που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής ρυθμίζει τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού». Ως «νόμος» νοείται προφανώς στο σημείο αυτό ο κοινός νόμος, δηλαδή ο νόμος που καταρτίζεται με τη σύμπραξη και των δύο οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας δηλ. της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ.26 1 Συντ.). Με τον τρόπο αυτό, η διάταξη περιορίζει την αυτονομία της Βουλής (άρθρ.65 1), πράγμα που αποδεικνύεται τόσο από τη θέση της στο άρθρο, όσο και από τη διατύπωσή της. Η συγκεκριμένη διάταξη, εξουσιοδοτεί δηλαδή νόμο να ρυθμίζει «τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού», δηλαδή όλα τα θέματα της ποινικής ευθύνης του Προέδρου(δικονομικά και ουσιαστικά), με την επιφύλαξη των διατάξεων στις οποίες παραπέμπει η 3 του άρθρου. Εξάλλου, η διάταξη αναθέτει τη ρύθμιση των θεμάτων του άρθρου σε ένα «νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής», δηλαδή όχι από τα τμήματά της, χωρίς τη ρητή επιφύλαξη του Κανονισμού της. ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 265/1976 «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» Η μεταβατική διάταξη του άρθρ.114 1 εδ.γ του Συντάγματος επίτασσε την έκδοση του νόμου, που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρ.49 5 αυτού, έως την 31 Δεκεμβρίου 1975. Ο νόμος αυτός εκδόθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Πιο συγκεκριμένα, η εισηγητική έκθεση του σχεδίου του νόμου αυτού κατατέθηκε στη Βουλή από τον Υπουργό δικαιοσύνης Στ.Στεφανάκη στις 2 Ιανουαρίου 1976. Το πιο πάνω σχέδιο επεξεργάστηκε η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Δικαιοσύνης, που στη συνεδρίαση της 30 ης Ιανουαρίου 1976 αποφάσισε να εισηγηθεί την ψήφιση αυτού από τη Βουλή με ελάχιστες τροποποιήσεις. Αυτό ψηφίστηκε από την Ε Αναθεωρητική Βουλή στις 4 Φεβρουαρίου 8

1976 χωρίς αξιόλογες μεταβολές και δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 36/17. 2.1976, τ.α. Πρόκειται για τον προαναφερόμενο Ν.265/1976, ο οποίος ρύθμισε όλα τα θέματα της ποινικής ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει 17 άρθρα. ΤΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Α] Η άσκηση της ποινικής δίωξης: Η ποινική δίωξη κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας ασκείται από την Ολομέλεια της Βουλής μετά από πρόταση τουλάχιστον του ενός του ενός τρίτου των μελών της (άρθρ.49 2 Συντ.). Ο Πρόεδρος δικάζεται από το Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται από το άρθρ.86 του Συντάγματος για τους Υπουργούς («Υπουργοδικείο»). Η πρόταση κατηγορίας προκειμένου να γίνει αποδεκτή, πρέπει να υπογράφεται από τον προαναφερόμενο αριθμό βουλευτών, να ορίζει επακριβώς τις πράξεις ή παραλείψεις του Προέδρου στις οποίες στηρίζεται καθώς και τη διάταξη του Συντάγματος που παραβιάστηκε. Η πρόταση ανακοινώνεται στην Ολομέλεια της Βουλής, γνωστοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ημέρα της παράδοσής της στον Πρόεδρο της Βουλής και συζητείται κατά τη σειρά της εγγραφής της, εκτός αν η Βουλή την κηρύξει κατεπείγουσα και ορίσει άλλη ημέρα συζήτησης. Η συζήτηση πραγματεύεται μόνο τη λήψη της απόφασης για τη διεξαγωγή ή όχι της προανάκρισης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα είτε να παραστεί στη συζήτηση και να ακουστεί αυτοπροσώπως, είτε να απαντήσει γραπτά επί της κατηγορίας. Στην δεύτερη περίπτωση, η απάντηση διαβάζεται στη Βουλή από τον Πρόεδρό της. Η απόφαση λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία και με την πλειοψηφία που απαιτεί το άρθρ.67 του Συντάγματος δηλ. πλειοψηφία των δύο τρίτων τουλάχιστον των μελών. Αν η Βουλή δεν αποφασίσει τη διενέργεια προανάκρισης, η πρόταση κατηγορίας τίθεται στο αρχείο και δε μπορεί να επαναληφθεί. Αν η Βουλή αποφασίσει τη διενέργεια προανάκρισης, τότε αυτή εκλέγει με μυστική ψηφοφορία και χωρίς συζήτηση από τα μέλη της δωδεκαμελή Ειδική Εξεταστική Επιτροπή. Συγχρόνως, ορίζει και την προθεσμία διεξαγωγής της προανάκρισης, η οποία δε μπορεί να είναι μεγαλύτερη από δύο μήνες και την οποία μπορεί να 9

παρατείνει για μόνο έναν ακόμη μήνα. Η Επιτροπή συγκροτείται και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής για τις Εξεταστικές Επιτροπές (άρθρ.144-148 Κ.Β). Εκλέγει δηλαδή από τα μέλη της εισηγητές και έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Η Επιτροπή αυτή, οφείλει να ολοκληρώσει το προανακριτικό της έργο και να υποβάλει στη Βουλή τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε μαζί με αιτιολογημένη έκθεση, η οποία περιέχει και πρόταση για την κατηγορία, εντός της προθεσμίας που ορίστηκε από αυτήν. Τα διαφωνούντα μέλη της Επιτροπής υποβάλλουν αυτοτελή έκθεση. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν υποβάλει την έκθεσή της εμπρόθεσμα, η Βουλή είτε διορίζει άλλη Επιτροπή, είτε συζητεί την πρόταση κατηγορίας χωρίς έκθεση. Οι εργασίες της Επιτροπής δεν αναστέλλονται με τη λήξη της συνόδου της Βουλής, παύουν όμως, με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου με οποιονδήποτε τρόπο. Αν η περίοδος της Βουλής λήξει πριν από την κατάθεση της έκθεσης της Επιτροπής, η νέα Βουλή εκλέγει μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη της πρώτης συνόδου της νέα Επιτροπή, ενώ ορίζει συγχρόνως νέα προθεσμία διενέργειας της προανάκρισης. Αν όμως, η περίοδος της Βουλής λήξει μετά την κατάθεση της έκθεσης της Επιτροπής, η συζήτηση επί της πρότασης διεξάγεται με βάση την έκθεση μέσα σε είκοσι ημέρες από την έναρξη της πρώτης συνόδου της και μετά από πέντε τουλάχιστον ημέρες από τη διανομή της στους βουλευτές. Η συζήτηση σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής διενεργείται πέντε τουλάχιστον ημέρες από τη διανομή της έκθεσης στους βουλευτές και το αργότερο μέσα σε είκοσι ημέρες από αυτή. Ο Πρόεδρος μπορεί να παραστεί κατά τη συζήτηση και να δώσει διευκρινίσεις. Η Ολομέλεια της Βουλής λαμβάνει απόφαση για την πρόταση κατηγορίας με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών τους (άρθρ.49 2 Συντ.). Η απόφαση λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ.7 2 του Ν.265/1976, το οποίο καθορίζει τον τρόπο λήψης της απόφασης για τη διενέργεια προανάκρισης. Επίσης, η διάταξη του άρθρ.159 5 του Κ.Β ορίζει ότι η απόφαση λαμβάνεται «ύστερα από ονομαστική ψηφοφορία σε μυστική συνεδρίαση». Η απόφαση περιλαμβάνει και την οριστική τύπωση της κατηγορίας. Αν η Βουλή απορρίψει την πρόταση κατηγορίας, αυτή δε μπορεί να επαναληφθεί. Η παραπάνω διαδικασία προβλέπεται από τα άρθρ.5-13 του Ν.265/1976. 10

Β] Η συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου: Η σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου παραπέμπεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αν η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του γίνει αποδεκτή από τη Βουλή (άρθρ.49 3 Συντ.), ρυθμίζεται από το άρθρ.86 1 του Συντάγματος καθώς επίσης και από τις διατάξεις των 2,3 και 4 του άρθρ.158 του Κανονισμού της Βουλής, στις οποίες παραπέμπει το άρθρ.13 1 του Ν.265/1976. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ.86 1 του Συντάγματος, το Ειδικό Δικαστήριο αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος και προεδρεύει αυτού και από δώδεκα δικαστές, που κληρώνονται από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση από όλους τους Αρεοπαγίτες και Προέδρους Εφετών, οι οποίοι διορίστηκαν πριν από την κατηγορία. Έτσι, το Ειδικό αυτό Δικαστήριο απαρτίζεται από δεκατρία μέλη. Η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Δικαστηρίου ενεργείται, σύμφωνα με το άρθρ.86 1 του Συντάγματος και τις διατάξεις των 2 και 3 του άρθρ.158 του Κανονισμού της Βουλής, από τον Πρόεδρό της ενώπιον της Ολομέλειας αυτής και από κατάλογο κληρωτέων δικαστών που αποστέλλεται έγκαιρα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ύστερα από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της Βουλής. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν τα για οποιονδήποτε λόγο κωλυόμενα τακτικά μέλη. Σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου και με τα αναπληρωματικά μέλη, γίνεται νέα κλήρωση, με τις ίδιες διαδικασίες, για τη συμπλήρωση των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών (άρθρ.158 3 Κ.Β). Έπειτα, η Βουλή, με μυστική ψηφοφορία, εκλέγει μέχρι πέντε βουλευτές, με ισάριθμους αναπληρωματικούς, για την υποστήριξη της κατηγορίας. Οι αναπληρωματικοί καλούνται να αναπληρώσουν προσωρινά τα για οποιονδήποτε λόγο κωλυόμενα τακτικά μέλη. Οι κατήγοροι ενεργούν έγκυρα κατά πλειοψηφία και έχουν όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (άρθρ.12 2 Ν.265/1976). Αν δεν πραγματοποιηθεί ή διακοπεί η εκλογή των μελών της Επιτροπής για την υποστήριξη της κατηγορίας κατηγόρων καθώς και η κλήρωση των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου λόγω λήξης της Συνόδου της Βουλής, διάλυσης αυτής ή λήξης της βουλευτικής περιόδου, αυτές ενεργούνται κατά περίπτωση με την επανάληψη των εργασιών της Βουλής στην επόμενη Σύνοδο ή στην πρώτη Σύνοδο της νέα βουλευτικής Περιόδου (άρθρ.158 4 Κ.Β). 11

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Βουλής αποστέλλει στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου την απόφαση της Βουλής για παραπομπή σε δίκη του κατηγορουμένου Προέδρου, τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, που προέκυψαν από την κλήρωση, τα ονόματα των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής για υποστήριξη της κατηγορίας (κατηγόρων), καθώς και όλη τη σχετική δικογραφία (άρθρ.158 5 Κ.Β). Για τη νόμιμη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου απαιτείται κατ αρχήν η παρουσία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, καθώς επίσης και η παρουσία των δώδεκα τακτικών δικαστών που κληρώθηκαν, αλλά και του Γραμματέα του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά μέλη, κωλυόμενα, αντικαθίστανται με αναπληρωματικά σύμφωνα με την τάξη της κληρώσεως. Τα αναπληρωματικά μέλη παρευρίσκονται καθόλη την διάρκεια της συζητήσεως και αναπληρώνουν τα τακτικά μέλη που αποχωρούν πριν από την έκδοση της αποφάσεως. Τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου κωλυόμενο για οποιονδήποτε λόγο αναπληρώνει ένας Αντιπρόεδρος του ίδιου Δικαστηρίου, κατά τάξη αρχαιότητας, ενώ ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου κωλυόμενος αναπληρώνεται από τον Γραμματέα του Εφετείου της Αθήνας και όταν αυτός απουσιάζει, ελλείπει ή κωλύεται από τους νόμιμους αναπληρωτές του πρώτου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την παραπομπή του ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του και αναπληρώνεται σύμφωνα με το άρθρ.34 του Συντάγματος. Αναλαμβάνει πάλι τα καθήκοντά του, μετά την έκδοση απαλλακτικής απόφασης του Δικαστηρίου, εφόσον όμως δεν εξαντλήθηκε η θητεία του. Γ] Η αναστολή της ποινικής διώξεως του Προέδρου της Δημοκρατίας: Αναστολή της ποινικής διώξεως κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν προβλέπεται ούτε από τις διατάξεις του άρθρ.49 του Συντάγματος, ούτε απ αυτές του Ν.265/1976. Η ποινική δίωξη του Προέδρου δεν μπορεί να αναστέλλεται ούτε σύμφωνα με το άρθρ.30 12

2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η αναστολή της ποινικής δίωξης μπορεί να αποφασίζεται μόνο από την Βουλή κατά το αναθεωρημένο άρθρ.86 3 εδ.γ του Συντάγματος, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και για τον Πρόεδρο. Εξάλλου η λήξη της συνόδου ή της βουλευτικής περιόδου δεν μπορεί να αναστείλει την πρόοδο της δίκης (άρθρ.14 2 Ν.265/1976). Η ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Α] Η Προδικασία: Η προδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 239επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του Ν.Δ.802 (άρθρ.43 Ν.Δ.802). Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, μόλις λάβει την δικογραφία, διορίζει ένα μέλος του Ειδικού Δικαστηρίου στη θέση του ανακριτή και στέλνει σ αυτό την δικογραφία. Ο ανακριτής συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλα τα δικαιώματα και καθήκοντα, τα οποία έχει ο τακτικός ανακριτής των Πλημμελειοδικών, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρ.248επ.). Σε περίπτωση κωλύματός του, ο ανακριτής αναπληρώνεται από κάποιο άλλο μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο διορίζεται από τον Πρόεδρο αυτού. Καθήκοντα Γραμματέα του ανακριτή ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου (άρθρ.24 Ν.Δ.802). Τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά την ανάκριση αντιμετωπίζει τριμελές συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τον ανακριτή και δύο τακτικά μέλη του Δικαστηρίου, που λαμβάνονται κατά την τάξη της κληρώσεώς τους. Αν προκύψει κώλυμα, τα μέλη του συμβουλίου αυτού αναπληρώνονται από τα αμέσως επόμενα κατά την κλήρωση μέλη του Δικαστηρίου. Όσον αφορά την αρμοδιότητα του τριμελούς συμβουλίου, αυτή καθορίζεται κυρίως από τα άρθρ.307 και 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρ.25 Ν.Δ.802). Πρόεδρος του συμβουλίου είναι ο κατά βαθμό ανώτερος δικαστής και στην περίπτωση ισοβαθμίας, ο αρχαιότερος. Καθήκοντα Γραμματέα στο συμβούλιο ασκεί ο Γραμματέας του ανακριτή (άρθρ.26 Ν.Δ.802). Ο ανακριτής πρέπει να περατώσει την ανάκριση μέσα σε τριάντα ημέρες από την αποστολή της δικογραφίας σ αυτόν, εκτός αν το συμβούλιο μετά από απαίτησή του, παρατείνει αυτή την προθεσμία. Μετά το πέρας της ανακρίσεως, ο ανακριτής στέλνει τα σχετικά έγγραφα στους κατηγόρους, ενώ συγχρόνως τα γνωστοποιεί και στον 13

κατηγορούμενο (άρθρ.27 Ν.Δ.802). Μέσα σε δέκα ημέρες από την αποστολή ή την γνωστοποίηση της δικογραφίας, τόσο οι κατήγοροι όσο και ο κατηγορούμενος έχουν την δυνατότητα να υποβάλουν στον ανακριτή όσες παρατηρήσεις και αιτήσεις σχετικές με την ανάκριση κρίνουν αναγκαίες (άρθρ.28 Ν.Δ.802). Αν μέσα σ αυτή την προθεσμία δεν γίνει καμία παρατήρηση ή αίτηση, τότε ο ανακριτής διαβιβάζει την δικογραφία στους κατηγόρους, ενώ συγχρόνως γνωστοποιεί αυτό στον Πρόεδρο του Ειδικού Δικαστηρίου. Ο τελευταίος, μέσα σε δύο ημέρες, προβαίνει στην έκδοση πράξης, με την οποία ορίζει δικάσιμο της υποθέσεως μετά από σαράντα τουλάχιστον ημέρες, ενώ ταυτόχρονα σημειώνει τα ονόματα των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Δικαστηρίου καθώς και τον τόπο της συνεδριάσεως αυτού. Η πράξη αυτή του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου κοινοποιείται στους κατηγόρους και των κατηγορούμενο (άρθρ.29 Ν.Δ.802). Σε περίπτωση που οι κατήγοροι ή ο κατηγορούμενος υποβάλουν κάποια παρατήρηση ή αίτηση σχετική με την ανάκριση, αλλά ο ανακριτής δεν την αποδέχεται, τότε το συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με αυτήν. Μετά την έκδοση ή την εκτέλεση της αποφάσεως του συμβουλίου, η δικογραφία επιστρέφεται στους κατηγόρους, ενώ ταυτόχρονα ειδοποιείται ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου προκειμένου να ενεργήσει όσα ορίζονται στο άρθρ.29 του Ν.Δ.802 (άρθρ.30 Ν.Δ.802). Β] Η κυρίως διαδικασία ή διαδικασία στο ακροατήριο: Η διαδικασία αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρ.329επ.), εφόσον ο Ν.265/1976 δεν ορίζει διαφορετικά. Ο κατηγορούμενος υποχρεούται να εμφανίζεται αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ έχει το δικαίωμα να διορίσει συνηγόρους για την υπεράσπισή του. Σε περίπτωση που ο ίδιος δε διορίσει συνηγόρους, τότε το Δικαστήριο διορίζει δύο ή τρεις αυτεπάγγελτα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ.32 του Νομοθετικού Διατάγματος 802. Αν ο κατηγορούμενος, παρά την κλήτευσή του, δεν εμφανιστεί, τότε θεωρείται ότι δικάζεται κατ αντιμωλία και συνεπώς, στην ίδια δικάσιμο κρίνεται το νόμιμο της κλητεύσεώς του (άρθρ.34 1 εδ.α Ν.Δ.802). Όσον αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στην περίπτωσή του δεν προβλέπεται προφυλάκιση, καθώς η Ειδική Εκτελεστική Επιτροπή, που είναι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή της προανακρίσεως, 14

δεν έχει το δικαίωμα προφυλακίσεως του κατηγορουμένου Προέδρου (άρθρ.145 1 Κ.Β.). Το Ειδικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, με μεταγενέστερη απόφασή του, να διορθώσει πιθανά σφάλματα στον υπολογισμό της ποινής (άρθρ.371 4 εδ.γ Κ.Ποιν.Δ). Ως προς τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου, αυτές απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση από τον Πρόεδρό του, μετά το πέρας της συζητήσεως. Σε περίπτωση που συντρέχουν ειδικοί λόγοι, το Δικαστήριο οφείλει να επιφυλαχθεί και να εκδώσει την απόφασή του, σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ ο Πρόεδρός του είναι υποχρεωμένος να ανακοινώσει τον ακριβή χρόνο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως (άρθρ.371 1 Κ.Ποιν.Δ). Κατά το άρθρ.93 3 εδ.α του Συντάγματος κατοχυρώνεται ότι «πάσα δικαστική απόφασις πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη». Οι διατάξεις των εδαφίων γ, δ του ίδιου άρθρου ορίζουν ότι η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά καθώς και ότι ο νόμος ρυθμίζει τα σχετικά με την καταχώρηση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της. Πράγματι, τα προαναφερθέντα θέματα ρυθμίζονται από τα άρθρα 35-38 του Ν.184/1975 «περί συγκροτήσεως του κατά τας διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του Συντάγματος Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και Πειθαρχικών Συμβουλίων ρυθμίσεως δικαστικών τινών θεμάτων και άλλων τινών διατάξεων». Γ] Η άσκηση ένδικων μέσων: Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρ.462επ.,486επ.) προβλέπει δύο ένδικα μέσα, την έφεση και την αίτηση αναιρέσεως. Όσον αφορά την έφεση, η άσκησή της αποκλείεται εξαρχής καθώς κανένα απ τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορεί έκδηλα να θεωρηθεί εν προκειμένω ως δικαστήριο δεύτερου βαθμού (Εφετείο) ενόψει της συνθέσεως του Ειδικού Δικαστηρίου. Επομένως, το ζήτημα περιορίζεται μόνο στο επιτρεπτό της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως. Ως προς το επιτρεπτό της αιτήσεως αναιρέσεως, υπέρ αυτού συνηγορούν η μη ρητή καθιέρωση της απαγορεύσεως ασκήσεως ένδικων μέσων από το Ν.Δ.802 και η διάταξη του άρθρ.43 του ίδιου Ν.Δ/τος. Ως προς το μη επιτρεπτό της αιτήσεως αναιρέσεως, υπέρ αυτού συγκλίνουν τόσο η φύση του Δικαστηρίου ως ειδικού, όσο και η ανάθεση της προεδρίας στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και συνεπώς, πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτού είναι κατά το Σύνταγμα αμετάκλητη. 15

Δ] Η εκτέλεση των επιβληθέντων ποινών: Όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, αυτή ρυθμίζεται από το άρθρ.522 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί εκτελέσεως της αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου εκτελούνται με την επιμέλεια του Εισαγγελέα του Εφετείου Αθηνών ή Πρωτοδικών, είναι αμέσως εκτελεστές και ότι ο χρόνος της εκτελέσεως είναι ίδιος, είτε πρόκειται για καταδικαστικές, είτε για αθωωτικές αποφάσεις. ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ 1] Τα εγκλήματα του Προέδρου και τα εννοιολογικά τους στοιχεία: Το άρθρ.2 του Ν.265/1976 ορίζει την έννοια των εγκλημάτων της εσχάτης προδοσίας και της παραβίασης με πρόθεση του Συντάγματος, για τα οποία ευθύνεται ο Πρόεδρος. Α] Η εσχάτη προδοσία: Η διάταξη του άρθρου 2 2 του Ν.265/1976 ορίζει το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας ως εξής: «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας 16

διαπράττει το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας οσάκις ούτος, χρησιμοποιών την ιδιότητά του ταύτην και τας εκ του Συντάγματος εμπεπιστευμένας αυτώ εξουσίας, κατέλυσεν ή μετέβαλεν ή αποπειράται να καταλύση ή να μεταβάλη δια βίας το πολίτευμα της Χώρας». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρ.26 1 του Ποινικού Κώδικα προκύπτουν τα εννοιολογικά στοιχεία του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας, τα οποία είναι: α) η κατάλυση 1 ή μεταβολή 2 ή απόπειρα καταλύσεως ή μεταβολής του πολιτεύματος της Χώρας, β) η τέλεση των πράξεων αυτών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τη χρησιμοποίηση της ιδιότητας του αυτής και των εξουσιών που του εμπιστεύεται το Σύνταγμα, γ) η κατάλυση ή μεταβολή ή απόπειρα κατάλυσης ή μεταβολής του πολιτεύματος της Χώρας με βία και δ) ο δόλος. Β] Η παραβίαση του Συντάγματος με πρόθεση: Σύμφωνα με τη διάταξη της 3 του άρθρ.2 του Ν.265/1976, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαπράττει το έγκλημα της από πρόθεση παραβίασης του Συντάγματος «οσάκις υπό την ιδιότητά του ταύτην προβαίνη εκ προθέσεως εις έκδοσιν πράξεως ή εις άλλην ενέργειαν ή υποπίπτει εις παράλειψιν αντικειμένην εις επιτακτικήν διάταξιν του Συντάγματος, εκ των αναφερομένων εις τας υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας ατομικώς και άνευ διακριτικής ευχερείας ασκουμένας αρμοδιότητας, συνεπεία της οποίας επήλθε σοβαρά διατάραξις της λειτουργίας του πολιτεύματος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν τα εννοιολογικά στοιχεία του εγκλήματος της από πρόθεση παραβίασης του Συντάγματος, τα οποία είναι: α) η έκδοση πράξεως ή άλλη ενέργεια ή παράλειψη που αντίκειται σε επιτακτική διάταξη του Συντάγματος, από αυτές που αναφέρονται στις αρμοδιότητες που ο Πρόεδρος ασκεί ατομικά και χωρίς διακριτική ευχέρεια, β)η παραβίαση του Συντάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας γίνεται με την ιδιότητά του ως Προέδρου, γ) από την παραβίαση του Συντάγματος επήλθε σοβαρή διατάραξη της λειτουργίας του πολιτεύματος, δ) η παραβίαση του Συντάγματος γίνεται με πρόθεση. Με τον τρόπο αυτό, η συγκεκριμένη διάταξη περιορίζει σοβαρά την ευθύνη του Προέδρου σ εκείνες τις αντισυνταγματικές πράξεις και παραλείψεις, που αφορούν τις αρμοδιότητές του που ασκούνται από αυτόν υποχρεωτικά και χωρίς την υπουργική προσυπογραφή. 1 Με τον όρο «κατάλυση του πολιτεύματος» εννοείται η πλήρης κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. 2 Ο όρος «μεταβολή του πολιτεύματος»σημαίνει τη μεταβολή μίας από τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. 17

Οι αρμοδιότητες αυτές καθορίζονται από το άρθρ.35 1,2 σε συνδυασμό με το άρθρ.42 2 του Συντάγματος και είναι οι εξής: α) ο διορισμός του Πρωθυπουργού (άρθρ.37 1,2 Συντάγματος), β) η ανάθεση διερευνητικής εντολής(άρθρ.37 2-4 Συντ.), γ) η διάλυση της Βουλής (άρθρ.32 4, 41 1 και 53 1 Συντ.), δ) η αναπομπή νομοσχεδίου ή προτάσεως νόμου που ψηφίστηκε από τη Βουλή (άρθρ.42 1 εδ.α Συντ.), ε) η μη έκδοση και δημοσίευση νομοσχεδίου μέσα σε δέκα ημέρες από τη δεύτερη επιψήφισή του από τη Βουλή (άρθρ.42 2 Συντ.) και ζ) ο διορισμός του προσωπικού των υπηρεσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας (άρθρ.35 2 εδ.ε ). Ο περιορισμός αυτός της ευθύνης του Προέδρου δεν καλύπτεται από την εξουσιοδότηση, η οποία παρέχεται από το άρθρ.49 5 του Συντάγματος στη νομοθετική λειτουργία. 2] Οι προβλεπόμενες ποινές: Όσον αφορά το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, οι προβλεπόμενες ποινές καθορίζονται από το άρθρ.3 1 του Ν.265/1976. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας προβλέπονται οι ποινές της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης, της έκπτωσης από το προεδρικό αξίωμα και της ισόβιας ή πρόσκαιρης αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Όσον αφορά το έγκλημα της παραβίασης του Συντάγματος με πρόθεση, οι προβλεπόμενες ποινές καθορίζονται από το άρθρ.3 2 του Ν.265/1976. Η διάταξη αυτή προβλέπει για το συγκεκριμένο έγκλημα τις ποινές της έκπτωσης από το προεδρικό αξίωμα και της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων από δύο έως δέκα έτη. Τόσο για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, όσο και για το έγκλημα της από πρόθεση παραβιάσεως του Συντάγματος, προβλέπεται η ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρ.3 1,2 Ν.265/1976). Όμως, μετά την επανάκτηση των δικαιωμάτων αυτών και εφόσον συντρέχουν οι απαραίτητες, κατά το Σύνταγμα, προϋποθέσεις, ο Πρόεδρος που έχει καταδικαστεί έχει την δυνατότητα να επανεκλεγεί στο αξίωμα. 3] Η παραγραφή των προεδρικών εγκλημάτων: Το άρθρ.4 του Ν.265/1976 ρυθμίζει τόσο την παραγραφή των προεδρικών εγκλημάτων όσο και την αναστολή της. Η διάταξη της 1 του προηγούμενου άρθρου ορίζει ότι η παραγραφή του εγκλήματος 18

της εσχάτης προδοσίας είναι διετής, ενώ η παραγραφή του εγκλήματος της από πρόθεση παραβίασης του Συντάγματος είναι ετήσια. Η έναρξη της παραγραφής του εγκλήματος προβλέπεται από την διάταξη του αρθρ.112 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία «η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη», δηλαδή από την ημέρα που τελέστηκε το έγκλημα. Η διάταξη αυτή όμως, δεν ισχύει για την παραγραφή του ολοκληρωμένου εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας. Στην περίπτωση αυτή, η έναρξη της παραγραφής του εγκλήματος καθορίζεται από την διάταξη του άρθρ.120 3 του Συντάγματος, κατά την οποία «ο καθ οιονδήποτε τρόπον σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας και των εκ ταύτης απορρεουσών εξουσιών διώκεται άμα τη αποκαταστάσει της νομίμου εξουσίας, αφ ής άρχεται και η παραγραφή του εγκλήματος». Δηλαδή, η παραγραφή του εγκλήματος αρχίζει από την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, της νόμιμης εξουσίας. Η διάταξη του άρθρ.4 2 του Ν.265/1976 προβλέπει την αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρις ότου η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη και πάντως όχι πέρα από ένα έτος για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και έξι μήνες για το έγκλημα της παραβίασης με πρόθεση του Συντάγματος. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Οι διατάξεις του άρθρ.49, ισχύουν μόνο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι για το όργανο που τον αναπληρώνει (Πρόεδρο της Βουλής, Κυβέρνηση). Αυτό φαίνεται καθαρά από την διατύπωση των διατάξεων του άρθρ.49, όπου γίνεται χρήση του όρου «Πρόεδρος της Δημοκρατίας». Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αποκλείεται λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους. Την αντίληψη αυτή ενισχύει και ο Ν.265/1976, ο οποίος προβλέπει την ποινή της εκπτώσεως από το προεδρικό αξίωμα. Συνεπώς, ο αναπληρωτής του Προέδρου της Δημοκρατίας ευθύνεται σύμφωνα με τις άλλες ειδικές και τις γενικές ποινικές διατάξεις. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την ευθύνη των Υπουργών (Ν.Δ.802/1971, Ν.3126/2003, άρθρ.86 Συντ.), ενώ ο Πρόεδρος της Βουλής ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. 19

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η εργασία αυτή, αναλύοντας διεξοδικά το θέμα της ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας, οδηγεί σε κάποια συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, γίνεται κατανοητό ότι ο Πρόεδρος δεν ευθύνεται για τις πράξεις του που ενεργούνται κατά τη διάρκεια της θητείας του (καθιέρωση του ανεύθυνου) παρά μόνο για εσχάτη προδοσία και παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος. Όσον αφορά όμως πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος είναι προσωρινά ανεύθυνος, καθώς η ποινική δίωξη αναστέλλεται μέχρι τη λήξη της θητείας του. Η προσυπογραφή και το τεκμήριο αρμοδιότητας καθορίζουν την έκταση της ευθύνης του. Η νομοθετική ρύθμιση της ευθύνης του Προέδρου γίνεται από το Ν.265/1976 «περί της ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας». Η ποινική δίωξή του ασκείται από την Ολομέλεια της Βουλής, με συγκεκριμένη διαδικασία, ενώ δικάζεται για τα εγκλήματά του ενώπιον ενός Ειδικού Δικαστηρίου, του Υπουργοδικείου, που συγκροτείται από λειτουργούς της τακτικής δικαιοσύνης. Επομένως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως «αρχηγός του Κράτους», χαίρει ειδικής συνταγματικής μεταχείρισης σ ό,τι αφορά τις πράξεις ή τις παραλείψεις του. Γεγονός είναι πάντως, πως παρά την αποδυνάμωση του θεσμικού του ρόλου που επήλθε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1985/86 και τη συνακόλουθη μετατροπή του πολιτεύματος σε πρωθυπουργοκεντρικό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να αποτελεί, έστω και κατ όνομα μόνο, τον ρυθμιστή του πολιτεύματος και τον διεθνή εκπρόσωπο του Κράτους. 20

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας με βάση το ισχύον Σύνταγμα (Σ.1976/1986/2001). Η ευθύνη αυτή διακρίνεται στην ευθύνη που αφορά πράξεις ενεργούμενες κατά την άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου και στην ευθύνη που αφορά πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση αυτή. Για τις πρώτες πράξεις καθιερώνεται το ανεύθυνο, με δύο εξαιρέσεις (εσχάτη προδοσία και παραβίαση του Συντάγματος με πρόθεση), ενώ για τις άλλες πράξεις προβλέπεται προσωρινό ανεύθυνο, το οποίο βασίζεται στην αναστολή της ποινικής διώξεως του Προέδρου. Η ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας ρυθμίζεται από το άρθρ.49 του Συντάγματος και από το Νόμο 265/1976. Μ. Στασινόπουλος 1974-75 Κων. Τσάτσος 1975-80 Κ. Καραμανλής 1980-85,90-95 Χ. Σαρτζετάκης 1985-90 Κ. Στεφανόπουλος 1995-00, 2000-2005 21

ΠΙΝΑΚΑΣ ΛΗΜΜΑΤΩΝ - Αίτηση αναιρέσεως - Αναπληρωτής του Προέδρου - Αναστολή ποινικής διώξεως του Προέδρου - Ανεύθυνο του Προέδρου - Αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων του Προέδρου - Άρειος Πάγος - Άσκηση ένδικων μέσων - Βουλή - Γραμματέας Αρείου Πάγου - Γραμματέας Εφετείου Αθήνας - Δημοσίευση της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου - Είδη προεδρικής ευθύνης - Ειδική συνταγματική μεταχείριση - Ειδικό Δικαστήριο - Έκπτωση από προεδρικό αξίωμα - Έκταση προεδρικής ευθύνης - Εννοιολογικά στοιχεία προεδρικών εγκλημάτων - Εσχάτη προδοσία - Ευθύνη Προέδρου - Έφεση στο Ειδικό Δικαστήριο - Καθιέρωση του προεδρικού ανεύθυνου - Κοινός νομοθέτης - Μυστική ψηφοφορία - Παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος - Παραγραφή προεδρικών εγκλημάτων - Προβλεπόμενες ποινές - Ποινική δίωξη Προέδρου - Ποινική ευθύνη Προέδρου - Προανάκριση Προέδρου - Προεδρικά εγκλήματα - Πρόεδρος Εφετών - Πρόεδρος της Δημοκρατίας - Προσυπογραφή - Πρόταση κατηγορίας κατά του Προέδρου - Τεκμήριο αρμοδιότητας - Υπουργοδικείο 22

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλιβιζάτος Κ. Νίκος, «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία», Τεύχος Α, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 1981 Βενιζέλος Ευάγγελος, «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι», Παρατηρητής Βενιζέλος Ευάγγελος, «Το κοινοβουλευτικό Πολίτευμα και η λειτουργία του κατά το Σύνταγμα του 1975/1986», Παρατηρητής Γεωργόπουλος Λ. Κων/νος, «Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001 Δημητρόπουλος Ανδρέας, «Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου», Οργάνωση και λειτουργία κράτους, Τόμος Β, Αθήνα 2004 Ζηλεμένος Κώστας, «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο νέο πολίτευμα», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1978 Μαυριάς Κώστας, «Συνταγματικό Δίκαιο», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2004 Μπέσιλα-Μακρίδη Ελισάβετ, «Η ποινική ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας», 1987 Παραράς Πέτρος, «Σύνταγμα 1975-Corpus I», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 1994 Ράικος Αθανάσιος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος 1, Εισαγωγήοργανωτικό μέρος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002 Σπυρίπουλος Κ. Φίλιππος, «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως ρυθμιστής του πολιτεύματος», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 1990 Τσάτσος Δημήτριος, «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμος Β, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, Έκδοση Β, εκδ. Σάκκουλα 1993 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ: 1. Ν. 265/1976 2. Ν. 2509/1997 3. Ν. 3126/2003 4. Κανονισμός Βουλής αρθρ.153-159 23