ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση
Όπως είδαμε, η θεωρία των προνοιακών παραγωγικών συστημάτων (welfare production regimes WPR), συνδέει το μοντέλο καπιταλισμού μιας χώρας και άρα το παραγωγικό πρότυπο με τις εργασιακές σχέσεις, τις εταιρικές στρατηγικές, το σύστημα επαγγελματική κατάρτισης και το σύστημα πρόνοιας. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος πρόνοιας αποτελεί ένα κομμάτι ενός ευρύτερου παραγωγικού μοντέλου. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην διασύνδεση του τύπου του κράτους πρόνοιας με τον τύπο των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης που επικρατούν σε μια πολιτική οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος πρόνοιας μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός αντιμετώπισης αποτυχιών της αγοράς, όσον αφορά την απόκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων (Estevez-Abe, Iversen and Soskice, 2001). Πιο συγκριμένα, χωρίς ένα βαθμό εξασφάλισης, οι εργαζόμενοι δεν θα είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν στην απόκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων (αυτή η επένδυση προϋποθέτει χρονικό και οικονομικό κόστος), οι οποίες μπορεί να είναι σημαντικές για μια εταιρεία, παρά μόνο αν πιστεύουν ότι θα παραμείνουν στη συγκεκριμένη εταιρεία για πολύ καιρό και ότι θα έχουν ένα σχετικά εξασφαλισμένο και σταθερό επίπεδο αμοιβών για αρκετό διάστημα. Οι εγγυήσεις αυτές μπορούν να δοθούν από τους εργοδότες, ωστόσο, αυτές ενδέχεται να μην θεωρηθούν αξιόπιστες από τους εργαζομένους για αυτό τον λόγο η ύπαρξη ενός κρατικού συστήματος πρόνοιας γίνεται επιτακτική για την επίλυση αυτού του προβλήματος.
Η θεωρία κατατάσσει τις δεξιότητες σε τρεις κατηγορίες: Δεξιότητες που είναι απαραίτητες για μια συγκεκριμένη εταιρεία (δεν μεταφέρονται) Δεξιότητες που είναι αναγκαίες για ένα κλάδο (μεταφέρονται εντός του κλάδου) Γενικές δεξιότητες (μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε όλους τους κλάδους) Οι δεξιότητες που μπορούν να μεταφερθούν πιο εύκολα εμπεριέχουν λιγότερο κίνδυνο. Διαφορετικά παραγωγικά πρότυπα χρησιμοποιούν διαφορετικούς τύπους δεξιοτήτων οι οποίοι αντίστοιχα συντελούν στην δημιουργία διαφορετικών συγκριτικών θεσμικών πλεονεκτημάτων.
Τύποι κοινωνικής προστασίας: Προστασία απασχόλησης Προστασία κατά την διάρκεια της ανεργίας Προστασία μισθού Η προστασία εργασίας όσον αφορά τις δεξιότητες που είναι αναγκαίες για μια συγκεκριμένη επιχείρηση μπορεί να είναι η θεσμοθετημένη ισόβια απασχόληση (θεσμοθετημένη εδώ μπορεί να σημαίνει καθιερωμένη πρακτική, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην Ιαπωνία), ή η επιδότηση εργαζομένων ώστε αυτοί να μην απολύονται σε περιόδους ύφεσης.
Στη περίπτωση των δεξιοτήτων αναγκαίων για ένα ολόκληρο κλάδο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η προστασία των μισθών για τους εργαζόμενους με ειδική κατάρτιση/ εξειδίκευση. Τέτοιου είδους προστασία μπορεί να είναι ο υψηλός βαθμός αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας, καθώς και η σύνδεση τους με το προηγούμενο εισόδημα του ανέργου, σε συνδυασμό με μεγαλύτερη χρονική διάρκεια του ή/ και «ελαστικό» μηχανισμό για την διαχείριση του. Τέλος, η προστασία του επιπέδου των μισθών για εξειδικευμένους εργαζόμενους μπορεί να σημαίνει συντονισμός στον τρόπο καθορισμού των μισθών τους τόσο στον ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου όσο και στην καθοδική, ώστε να διατηρούνται σε ικανοποιητικό (σε σχέση με την επένδυση σε εξειδίκευση) και σταθερό επίπεδο.
Προστασία Απασχόλησης Χαμηλή Υψηλή Προστασία κατά την διάρκεια της ανεργίας Υψηλή Κλαδική εξειδίκευση (Δανία) Συνδυασμός Κλαδικής και Εταιρικής εξειδίκευσης (Γερμανία) Χαμηλή Γενικές Δεξιότητες (ΗΠΑ) Εταιρική εξειδίκευση (Ιαπωνία)
Τυπολογία χωρών: Μετρήσεις πράγματι δείχνουν ότι υψηλά επίπεδα προστασίας των εργαζομένων, συνήθως εμφανίζονται σε χώρες με υψηλή εξειδίκευση είτε σε επίπεδο εταιριών ή κλάδων, ενώ σε χώρες με χαμηλά επίπεδα προστασίας των εργαζομένων βλέπουμε ότι επικρατούν οι γενικές δεξιότητες.
Εκτός από την διασύνδεση των δεξιοτήτων με την κοινωνική πολιτική και το παραγωγικό μοντέλο, η προσέγγιση WPR, επισημαίνει και τις συνέπειες ενός συγκεκριμένου προφίλ δεξιοτήτων (και του συμπληρωματικού κοινωνικού κράτους) για την κοινωνική ανισότητα και διαστρωμάτωση και τις πολιτικές προϋποθέσεις συντήρησης του. Υπό αυτή την έννοια δίνει μια ευρύτερη εξήγηση για την ύπαρξη και διατήρηση κοινωνικών ανισοτήτων και διαστρωμάτωσης, σε σύγκριση με τις πιο κλασσικές εξηγήσεις που στηρίζονται μόνο στον βαθμό που το κράτος (μέσω της κοινωνικής πολιτικής) αναδιανέμει τον πλούτο στην κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, παραγωγικά μοντέλα που βασίζονται περισσότερο σε εξειδικευμένες εταιρικές ή κλαδικές δεξιότητες προωθούν την κοινωνική ισότητα σε σχέση με μοντέλα που βασίζονται σε γενικές δεξιότητες.
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, τα συστήματα που βασίζονται σε εξειδικευμένες δεξιότητες και γνώσεις, βελτιώνουν την οικονομική θέση αυτών που δεν αποδίδουν καλά σε ακαδημαϊκό επίπεδο (τους λιγότερο καλούς μαθητές), καθώς τους δίνει την δυνατότητα να αποκτήσουν δεξιότητες τις οποίες αξιολογούν θετικά οι εργοδότες και κατά συνέπεια για τις οποίες είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ικανοποιητικούς μισθούς. Επίσης, στα συστήματα αυτά, οι μαθητές αυτοί τείνουν να αποδίδουν καλύτερα και στο γενικό σύστημα παιδείας μέχρι την είσοδο τους στην επαγγελματική σχολή- γιατί έχουν κίνητρο να πάρουν καλούς βαθμούς που θα τους επιτρέψουν να μπουν στην πιο καλή τεχνική σχολή της προτίμησης τους.
Αντίθετα, σε συστήματα που βασίζονται σε γενικές δεξιότητες, οι χειρότεροι μαθητές, δεν έχουν κίνητρο να προσπαθήσουν περισσότερο στις πρώτες βαθμίδες, καθώς δεν υπάρχει μετά η επιλογή της επαγγελματικής κατάρτισης. Επίσης, μόλις τελειώσουν το σχολείο, έχουν χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων και γνώσεων, χωρίς σημαντικές δυνατότητες αναβάθμισης τους, γεγονός που τους εγκλωβίζει σε εργασίες που χρειάζονται πολύ χαμηλό επίπεδο προσόντων και άρα έχουν πολύ χαμηλή αμοιβή, χωρίς να μπορούν εύκολα να «ανέβουν» σε ένα άλλο επίπεδο δεξιοτήτων και άρα επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Στα συστήματα αυτά αντίθετα επιβραβεύονται οι «καλοί» μαθητές, καθώς όσοι μπορούν να μπουν στο πανεπιστήμιο έχουν την δυνατότητα να βρουν καλύτερες δουλειές το πτυχίο του πανεπιστημίου θεωρείται απαραίτητο προσόν ένα «πιστοποιητικό» γενικών δεξιοτήτων.
Το διαφορετικό προφίλ δεξιοτήτων έχει επιπτώσεις και για την ισότητα μεταξύ των φύλων. Γενικά είναι πιο δύσκολο για τις γυναίκες να εξειδικευθούν σε συγκεκριμένες εταιρικές οι κλαδικές δεξιότητες, καθώς η απουσία τους λόγω μητρότητας σημαίνει ότι χρειάζονται περισσότερες εγγυήσεις από τους εργοδότες (το κράτος) για να επενδύσουν σε αυτές τις δεξιότητες (π.χ. άδεια μητρότητας, εξασφάλιση μη απόλυσης, σταθερό επίπεδο μισθού κατά την απουσία, υποστήριξη φύλαξης/ διαπαιδαγώγησης, κοκ). Το γεγονός αυτό κάνει πιο «ακριβές» τις γυναίκες για τους εργοδότες, ενώ και για τις ίδιες τις γυναίκες δημιουργεί αντικίνητρα εξειδίκευσης, καθώς με την απουσία τους θα μείνουν πίσω στην σταδιοδρομία τους σε σχέση με τους άνδρες. Άρα οι γυναίκες τείνουν να επενδύουν περισσότερο σε γενικές δεξιότητες. Αυτό συντελεί και στην δημιουργία «ανδρικών» και «γυναικείων» επαγγελμάτων.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις στο προφίλ δεξιοτήτων πολλές φορές συντηρούνται (και άρα και η συνεπαγόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση) μέσω των διαφορετικών κοινωνικών πολιτικών που αναπτύσσονται, οι οποίες με την σειρά τους επειδή δρουν συμπληρωματικά με συγκεκριμένα προφίλ δεξιοτήτων, στηρίζονται από ομάδες πληθυσμού οι οποίες διαθέτουν αυτό το προφίλ, καθώς και από τύπους επιχειρήσεων οι οποίοι το χρησιμοποιούν.
Η προσέγγιση WPR, όπως παρουσιάστηκε ως τώρα σε σχέση με το θέμα των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης, φαίνεται να λειτουργεί διαφορετικά από την θεωρία PRT. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες συνδυασμού τους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια των Iversen και Stephens (2008). Οι συγγραφείς προσπαθούν να συνδυάσουν τις δύο θεωρίες, ώστε να καταλήξουν σε μια τυπολογία συστημάτων «ανθρώπινου κεφαλαίου» (human capital), η οποία λαμβάνει υπόψη τόσο το παραγωγικό μοντέλο και το αντίστοιχο προφίλ δεξιοτήτων, όσο και τα χαρακτηριστικά και δυναμική του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής «διαπάλης» των τάξεων.
Η σύνθεση αυτή ξεκινά με ορισμένες παραδοχές που βασίζονται σε ευρήματα της υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Η επικράτηση αριστερών κομμάτων οδηγεί σε αναδιανεμητικές πολιτικές Ισχυρά συνδικάτα και συντονισμένος καθορισμός μισθών οδηγεί σε μειωμένες εισοδηματικές ανισότητες Σε χώρες με αδύναμα Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα τα αναλογικά εκλογικά συστήματα οδηγούν σε αριστερές κυβερνήσεις/ συνασπισμούς, ενώ σε χώρες με δυνατή Χριστιανοδημοκρατία οδηγούν σε συνασπισμούς που επικρατεί ή συμμετέχει η τελευταία. Σε χώρες με πλειοψηφικά συστήματα η αριστερά βρίσκεται σε σχετικά αδυναμία καθώς οι κεντρώοι ψηφοφόροι δύσκολα στηρίξουν αριστερά πλειοψηφικά κόμματα Η ύπαρξη περισσότερο αναδιανεμητικών συστημάτων δεν λειτουργεί απαραίτητα εις βάρος την ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ή της οικονομικής ανάπτυξης απλώς διαφορετικά συστήματα πρόνοιας συνδέονται με διαφορετικά προφίλ δεξιοτήτων και άρα εταιρικές στρατηγικές και παραγωγικά πρότυπα.
Η σύνθεση αυτή πολιτικών συσχετισμών και παραγωγικών μοντέλων, οδηγεί σε μια τυπολογία τριών μοντέλων ανθρώπινου κεφαλαίου: Φιλελεύθερες Οικονομίες της Αγοράς με πλειοψηφικά μοντέλα χαρακτηρίζονται από κεντρώες ή κεντροδεξιές κυβερνήσεις, με χαμηλές δαπάνες στην προσχολική και στην πρωτοβάθμια βαθμίδα εκπαίδευσης, (οι όποιες επενδύσεις και ειδικά ιδιωτικές- κατευθύνονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση)- άρα και όπως έχουμε δει κυριαρχούν οι γενικές δεξιότητες, οι απορρυθμισμένες αγορές εργασίας και λείπει η επαγγελματική κατάρτιση. Συντονισμένες Οικονομίες Αγοράς με αναλογικά εκλογικά συστήματα και την απουσία ισχυρών Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων χαρακτηρίζονται από αριστερές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις με αναδιανεμητικές πολιτικές, υψηλές δαπάνες στις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και είτε υψηλά επίπεδα προστασίας της απασχόλησης, είτε υψηλά επίπεδα προστασίας κατά την διάρκεια της ανεργίας.
Συντονισμένες Οικονομίες Αγοράς με αναλογικά εκλογικά συστήματα και ισχυρή παρουσία Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων χαρακτηρίζονται από κεντροδεξιές κυβερνήσεις, εργασιακή ασφάλεια που συνδέεται με το επίπεδο δεξιοτήτων/ προηγούμενου εισοδήματος των εργαζομένων, υψηλή επαγγελματική κατάρτιση, μέτρια επίπεδα δαπανών για τις πρώτες βαθμίδες εκπαίδευσης, λιγότερη έμφαση σε σχέση με τον δεύτερο τύπο στην υποστήριξη φύλαξης/ εκπαίδευσης στην προσχολική ηλικία (λιγότερες ευκαιρίες για τις γυναίκες) Τα εμπειρικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι η έμφαση στην προσχολική ηλικία και στις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, βελτιώνουν τόσο το γενικό επίπεδο γνώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των γνώσεων και δεξιοτήτων που αφορούν την πληροφορική, όσο και την δυνατότητα απόκτησης επαγγελματικών δεξιοτήτων και με αυτό τον τρόπο, βελτιώνουν το επίπεδο εισοδήματος στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, μειώνοντας το εύρος της κατανομής των εισοδημάτων και την εισοδηματική ανισότητα.
Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι σχετικά με το ζήτημα της ισότητας, παρατηρείται υψηλή εισοδηματική ανισότητα στις φιλελεύθερες οικονομίες, σημαντικά φαινόμενα δυισμού στα συντηρητικά συστήματα, ενώ στα σοσιαλδημοκρατικά συστήματα παρατηρούμε σε ένα βαθμό απουσία αυτών των φαινομένων.