ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΝΗΜΕΣ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΕΣ Μυθιστόρημα
Copyright Dimitris Papadimitriou 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2013 Δημήτρης Παπαδημητρίου ΜΝΗΜΕΣ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΕΣ Μυθιστόρημα ISBN: 978-1-909884-15-1 Copyright Dimitris Papadimitriou 2013 CopyrightHouse.co.uk ID: 150235 Cover Images: Source: ShutterStock.com / Contributor: Jag_CZ / File No: 112356383 Source: ShutterStock.com / Contributor: Aaron Amat / File No: 111688568 Source: ShutterStock.com / Contributor: Rachelle Burnside / File No: 1762790 Mixed and Designed by AKAKIA Publications PUBLICATIONS St Peters Vicarage, Wightman Road, London N8 0LY, UK T. 0044 203 28 66 550 T. 0044 203 28 96 550 F. 0044 203 43 25 030 M. 0044 7411 40 6562 www.akakia.net publications@akakia.net All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. 2013, London, UK
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο 1 Είμαι ο Σολοβάιδ και θα σε ξεναγήσω στην κόλαση Κεφάλαιο 2 Η γαλήνη της οικογένειας του Δημήτρη Σολέγγα Κεφάλαιο 3 Το παραλήρημα του νευροχειρουργού Δημήτρη Γορίδη για μία πιτσιρίκα
Το μυθιστόρημα αυτό, είναι αφιερωμένο στην οικογένειά μου, για την χωρίς όρους αγάπη τους, και στη Sammy Kilminster από το Surrey της Αγγλίας, η οποία φωτίζει τη ζωή μου. Επιπλέον θέλω να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Παπαλέξη, που βρίσκεται στην ξενιτιά, για το ότι είναι αδελφικός μου φίλος. Τέλος, θέλω να εκφράσω και τις θερμές ευχαριστίες μου στις Εκδόσεις ΑΚΑΚΙΑ.
Κεφάλαιο 1 Είμαι ο Σολοβάιδ και θα σε ξεναγήσω στην κόλαση Να πάει στο διάολο το ξέκωλο η Μαρία. Και μου το έπαιζε και φίλη! Και ο μαλάκας ο Αλέξης, που ορκιζόταν πως με αγαπάει. Tο κάθαρμα! Σκουπίδια είναι και οι δυο τους διακόπτει την απόλυτη σιγή της ερημικής ασφάλτου κάπου στη Θεσσαλονίκη μια γυναικεία φωνή, παραποιημένη από τα κλάματα και το αλκοόλ. Είναι η Ελένη, είκοσι δύο ετών, μελαχρινή, ιδιαίτερα λεπτή, ντυμένη προκλητικά με μία κοντή λευκή φούστα και ζαρτιέρες. Αρκετά εντυπωσιακή, αν και τα μαυρισμένα από τη μάσκαρα δάκρια της, έχουν σχηματίσει σκοτεινές γραμμές στο πρόσωπό της, δίνοντας της αθέλητα μια παρωδία γκόθικ εμφάνισης. Πριν από μία ώρα περίπου έπιασε επ αυτοφώρω το αγόρι της με τη καλύτερή της φίλη να έρχονται κοντά μεταξύ τους αρκετά περισσότερο από το αρμοστά επιτρεπτό. Συγκεκριμένα είχε βγει όλη η παρέα στο κλαμπ, αφού είχαν όλοι καταναλώσει προηγουμένως αρκετό κρασί, σε φοιτητικό ταβερνάκι στην Άθωνος. Το αγόρι της ο Αλέξης την ενημέρωσε ότι πάει στην τουαλέτα και εξαφανίστηκε για πάνω από είκοσι λεπτά. Τα καρφιά της παρέας για το πόσο υποδειγματικά πιστός είναι ο Αλέξης, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απουσία της κολλητής της, της εμφύτευσαν την απόφαση για εξόρμηση στις αντρικές τουαλέτες. Τη στιγμή που η Ελένη εισήλθε στο κεντρικό διάδρομο του αποχωρητηρίου, κάποιος φανερά υπέρβαρος πιτσιρικάς την κοιτούσε έκπληκτος, τη στιγμή που ουρούσε στα εξωτερικά ουρητήρια, ενώ ύποπτες φωνές αντηχούσαν από μέσα. Όταν τράβηξε την πόρτα, η εικόνα που αντίκρισε, πολύ δύσκολα θα αποβαλλόταν από τη μνήμη της, όσο χρονικό διάστημα και αν
περνούσε. Ο Αλέξης χαμογελώντας σουρωμένος με κατεβασμένο το παντελόνι και σε πλήρη στύση, έβγαζε ήχους απόλυτης ευτυχίας, καθώς η Μαρία πεσμένη στα γόνατα είχε καταπιεί παραπάνω από τα τρία τέταρτα του πέους του και πήγαινε για το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Ε Ελένη δεν είναι αυτό που νομίζεις εξηγεί φανερά αποτυχημένα με τρεμάμενη φωνή ο Αλέξης, ενώ ακόμη του ξεγλιστρούν πνιχτοί αναστεναγμοί ευχαρίστησης. Τι δεν είναι αυτό που νομίζω ρε σιχαμένε; Και εσύ μωρή πουτάνα δεν ντρέπεσαι; Τσίπα δεν έχεις;. Η Μαρία σταμάτησε τη διαδικασία της πεολειχίας και έστριψε το βλέμμα της προς αυτήν. Το κραγιόν της είχε πασαλειφτεί γύρω από το στόμα της και την έκανε να μοιάζει με κακέκτυπο κλόουν. Δεν είπε τίποτα. Απλά γύρισε το κεφάλι της από την άλλη και έκανε εμετό. Αν ο εμετός της οφειλόταν στο αλκοόλ ή στην δυσβάσταχτη αμηχανία της στιγμής, αυτό είναι κάτι, το οποίο πλέον ούτε η ίδια ήξερε. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι ο Αλέξης παρά την όλη σουρεαλιστικά άβολη κατάσταση παρέμενε ακράδαντος σε στύση. Η Ελένη έφυγε σε κατάσταση αμόκ από το κλαμπ και από εκείνη τη στιγμή περπατάει μόνη της κλαίγοντας και μονολογώντας. Γιατί σε μένα να συμβεί αυτό; Γιατί; Τι ξεφτίλα Θεέ μου. Αυτό ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί!. Σαν μια περίεργα μεταφυσική ανταπάντηση στη φράση της ακούγεται ένα δυνατό φρενάρισμα. Η Ελένη γύρισε το κεφάλι της και βλέπει ένα μαύρο φορτηγάκι, από το οποίο ξεπηδούν δύο άντρες με δερμάτινα και καλυμμένα τα πρόσωπα τους με μαύρες κουκούλες, που διαθέτουν τρύπες μόνο για το στόμα και τα μάτια. Η Ελένη ουρλιάζει για βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει κανείς. Μόνο ένα αυτοκίνητο διαφαίνεται από μακριά, το οποίο συνεχίζει ακάθεκτο την πορεία του. Με συντονισμένες γρήγορες κινήσεις οι δύο απαγωγείς την αρπάζουν και τη χώνουν βίαια στο πίσω μέρος του βαν. Το δυνατό χέρι του ενός έχει φράξει το στόμα της και το ένα ρουθούνι της. Υπόκωφοι ήχοι φόβου ακούγονται από το λάρυγγα της, ενώ τα δάκρια της κυλούν ασταμάτητα. Το ελεύθερο ρουθούνι συσπάται και διαστέλλεται με αφύσικους ρυθμούς με τη διάμετρο της τρύπας του να έχει τριπλασιαστεί. Ο άντρας, που
της σφίγγει το στόμα, βγάζει την κουκούλα του. Το πρόσωπό του είναι αξύριστο, άσχημο και το πιο τραχύ, που έχει δει στη ζωή της. Με ένα διεστραμμένα παγωμένο χαμόγελο βάζει το ένα του χέρι ανάμεσα στα πόδια της. Η Ελένη αισθάνεται τα δάχτυλά του σαν αηδιαστικά πλοκάμια κάποιου σιχαμερού εφιαλτικού πλάσματος να εισβάλλουν στη γενετήσια περιοχή της. Είμαι ο Σολοβάιδ και θα σε ξεναγήσω στην κόλαση της ψιθυρίζει ανατριχιαστικά με σπασμένα ελληνικά ο επίδοξος βιαστής της βυθίζοντας μέσα της ακόμα πιο βαθιά τα δάχτυλά του. Η Ελένη ουρλιάζει πνιχτά αναπνέοντας με δυσκολία μέσα από το ελεύθερο ρουθούνι της και λιποθυμά. Η ώρα έχει πάει εφτά το πρωί. Ο αξιωματικός υπηρεσίας του αστυνομικού τμήματος σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη κοιτάζει εδώ και αρκετή ώρα το ακουστικό. Τρεις φορές έχει ήδη σχηματίσει τον ίδιο αριθμό τηλεφώνου, αλλά το έκλεινε πριν καν αρχίζει να καλεί. Πώς μπορεί να πει κάποιος σε ένα γονιό ότι η εικοσιδυάχρονη κόρη του βρέθηκε νεκρή, βασανισμένη, βιασμένη κατά συρροή και καλυμμένη με σατανιστικά τατουάζ σε όλο της το σώμα; Δεν πληρώνομαι αρκετά για αυτήν την κωλοδουλειά μονολογεί και σχηματίζει τον αριθμό.
Κεφάλαιο 2 Η γαλήνη της οικογένειας του Δημήτρη Σολέγγα Κάπου αλλού η οικογενειακή γαλήνη ενός σπιτιού διατηρεί στο ακέραιο την πορεία της. Δημήτρη ξύπνα. Άντε, ακόμα κοιμάσαι; Θα αργήσεις στη δουλειά. Εφτά πήγε η ώρα φωνάζει ενοχλητικά η όμορφη ξανθιά σαρανταπεντάχρονη στον κοιμισμένο σύζυγό της, ο οποίος ανταπαντάει με δυνατότερο ροχαλητό. Μόνος ένας τρόπος υπάρχει ψιθυρίζει χαμογελώντας πονηρά και με τις άκρες των δακτύλων της τον χαϊδεύει απαλά στα γεννητικά όργανα. Ο σύζυγος ανοίγει διάπλατα το ένα του μάτι και μέσα σε δευτερόλεπτα έχει ξυπνήσει και είναι έτοιμος για δράση. Όμως η γυναίκα του απομακρύνεται απότομα λέγοντας Έλα, σήκω, μόνο έτσι ξυπνάς. Ξέχνα τα πονηρά και ετοιμάσου, θα αργήσεις. Ο άντρας πετάει τσατισμένος το σεντόνι και φωνάζει: Ρε Εύα, σου έχω πει, μη με ξυπνάς έτσι. Μου τη σπάει, όταν με ξεσηκώνεις καλά - καλά και μετά μου το παίζεις κυρία και φεύγεις. Ή κάνε κάτι ή μην το κάνεις. Αυτό το ημιτελές υβρίδιο ξέρεις ότι μου τα κάνει τσουρέκια. Η Εύα γελάει δυνατά. Τον φιλάει και του υπόσχεται ότι θα τον αποζημιώσει το βράδυ. Ο άντρας με μία γκριμάτσα ενόχλησης αρχίζει να ντύνεται. Το όνομά του είναι Δημήτρης Σολέγγας. Πρόκειται για ένα σαραντάχρονο, μελαχρινό, σχετικά αγύμναστο και με σκούρα μάτια, τα οποία πάντοτε σκεπάζει με γυαλιά μυωπίας. Παρά το ότι είναι πέντε χρόνια νεότερος από τη γυναίκα του, παραμένει ερωτευμένος μαζί της, καθώς η εμφάνισή της, σε πλήρη αντίθεση με τη δική του, είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή. Έχει μακριά ξανθά μαλλιά, καταγάλανα μάτια, όμορφο πρόσωπο και σμιλευμένο από τη γυμναστική σώμα, που την έκανε να μοιάζει τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερη. Έχουν ακριβώς 12 χρόνια
παντρεμένοι. Δύο χρόνια την πολιορκούσε και μετά από πολλές περιπέτειες παντρευτήκαν. Η κόρη τους η Μαρία, που σε λίγο καιρό θα κλείσει τα εννιά, μοιάζει εκπληκτικά στη μητέρα της. Τον Δημήτρη κάλλιστα θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κάποιος ως χαζομπαμπά. Από τη στιγμή που γεννήθηκε, την κοιτάζει στα μάτια, μετράει τις αναπνοές της και δεν της χαλάει ποτέ χατίρι. Η Εύα αν και δεν το έχει συζητήσει ποτέ, βαθιά μέσα της γνωρίζει ότι η αγάπη του Δημήτρη για αυτήν μειώθηκε, όταν γεννήθηκε η κόρη τους. Ενώ άλλοτε αυτή ήταν η απόλυτη προτεραιότητα στη ζωή του, τώρα η κόρη τους έχει εμφανώς καταλάβει αυτή τη θέση. Όχι ότι δεν υπεραγαπάει και η ίδια τη Μαρία, αλλά της έχει λείψει ο τρόπος που την κοίταζε, στα πρώτα τους χρόνια. Ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι την αγαπούσε όσο κανένα άλλον στον κόσμο και την έκανε να αισθάνεται μοναδική και ιδιαίτερα ξεχωριστή. Τώρα αυτό το βλέμμα το κέρδισε η Μαρία και γνωρίζει πολύ καλά πως αυτό πλέον δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Ο Δημήτρης, αφού ντύθηκε βιαστικά φιλάει τη γυναίκα του στο λαιμό και μπαίνει με σιγανά βήματα στο δωμάτιο της μικρής Μαρίας, που κοιμάται. Τη φιλάει πολύ απαλά και τρυφερά στο μέτωπο, ενώ αυτή ανταπαντάει με ένα αχνό παιδικό χαμόγελο, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Το χαμόγελο αυτό είναι ό,τι πιο όμορφο για το Δημήτρη και φαίνεται στο πρόσωπό του, το οποίο ξεχειλίζει στοργική λατρεία. Η Εύα, που στέκεται από μακριά, συλλογίζεται ότι παλιότερα μόνο το δικό της χαμόγελο τον έκανε να αισθάνεται έτσι. Λίγο αργότερα βρίσκεται στο δρόμο του για τη δουλειά. Είναι κτηνίατρος. Ένα επάγγελμα, που αρκετοί θα θεωρούσαν κοινότυπο και βαρετό. Αλλά ο Δημήτρης δεν εμπίπτει σε αυτήν την περίπτωση, καθώς εργάζεται σε μια ιδιωτική φαρμακευτική κλινική ερευνών, της οποίας η δραστηριότητα μόνο ανιαρή δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ειδικότερα, η κύρια ασχολία της είναι η διεξαγωγή πειραμάτων πάνω σε ζώα, προκειμένου να δοκιμαστούν κάθε είδους νέα φαρμακευτικά προϊόντα. Τη στιγμή
που περνάει με το αμάξι την κεντρική πύλη της κλινικής, τη διέλευσή του μπλοκάρουν ξανά οι γνώριμοι πλέον οικολόγοι διαδηλωτές με τα υβριστικά πανό φωνάζοντας συνθήματα του τύπου: Δολοφόνε, φασίστα, αλήτη που βασανίζεις ζώα. Πώς θα σου φαινόταν να κάνουν τα ίδια πειράματα σε σένα ή την οικογένειά σου;. Ο Δημήτρης μένει σιωπηλός και δε θυμώνει. Μόνο ένα πικρό αίσθημα ενοχών βαραίνει το στήθος του. Η αλήθεια είναι ότι στη δουλεία του έχει κάνει πράγματα, για τα οποία μόνο περήφανος δεν είναι. Πολλές φορές έκανε συνειδητά κακό σε ζώα, κάτι που είναι εντελώς αντίθετο στην ιδιότητά του ως κτηνιάτρου και ως ανθρώπου. Ωστόσο ο βασικός λόγος που έχει επιλέξει να εργαστεί σε αυτήν την κλινική, που οι οικολόγοι χαρακτηρίζουν ως Νταχάου των ζώων είναι ότι εκεί μπορεί να διεξάγει ανενόχλητος τα πειράματα που ήθελε, για ένα μεγαλεπήβολο επιστημονικό πρόγραμμα, που ο ίδιος εμπνεύστηκε και σχεδόν τον καταδιώκει από τα φοιτητικά του χρόνια. Το πρόγραμμα της Τηλεμνήμης, όπως το έχει ονομάσει, μετά την οικογένειά του είναι ό,τι πιο σημαντικό για αυτόν. Δεν πρόκειται να διστάσει σε τίποτα προκειμένου να το υλοποιήσει. Άλλωστε παρηγοριέται με την ιδέα ότι τα πορίσματα των ερευνών του στο μέλλον θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στον επιστημονικό κόσμο και η θυσία μερικών ζώων μοιάζει ασήμαντη σε σχέση με τη γενικότερη εικόνα. Μερικά λεπτά αργότερα οι φύλακες της κλινικής απομακρύνουν τους διαδηλωτές και ο Δημήτρης δείχνει την κάρτα - ταυτότητα στον υπεύθυνο ασφαλείας στη πύλη. Καλημέρα σας κύριε Σολέγγα. Πάλι σας τα χώσανε οι διαδηλωτές, ε; Μη δίνετε σημασία. Απλά δεν έχουν ζωή. Για αυτό και έρχονται εδώ. Δεν έχουν με τι να ασχοληθούν. Σε λίγο θα μας πούνε να μην τρώμε και αρνιά το Πάσχα. Αν ήταν στο χέρι τους μόνο με μαρουλάκι και σταφίδες θα τη βγάζαμε τον παρηγορεί εμφανώς αποτυχημένα ο υπεύθυνος πατώντας το κουμπί, για να ανέβει η μπάρα ασφαλείας. Ο Δημήτρης χαμογελάει και χαιρετάει αστειευόμενος στρατιωτικά το φύλακα.
Κεφάλαιο 3 Το παραλήρημα του νευροχειρουργού Δημήτρη Γορίδη για μία πιτσιρίκα Σύντομα βρίσκεται στο γραφείο του και πίνει λαίμαργα τον κακόγευστο καφέ του αυτόματου μηχανήματος. Πριν προλάβει να τον τελειώσει η γραμματέας του μπαίνει μέσα και διακόπτει την καθιερωμένη τελετουργία της πόσης του καφέ με το ταυτόχρονο χάζεμα στο facebook. Η γραμματέας ονομάζεται Σοφία. Είναι λεπτή, είκοσι πέντε χρονών και παρά το ότι δεν είναι ιδιαιτέρα εντυπωσιακή, αρέσει πολύ στο Δημήτρη. Ωστόσο ποτέ δεν της έδειξε το παραμικρό, καθώς είναι υποδειγματικά πιστός και σοβαρός οικογενειάρχης. Του υπενθυμίζει ότι σήμερα είναι η μέρα της τρίμηνης αναφοράς, στο διευθύνοντα σύμβουλο και ότι πρέπει να πάει επειγόντως στον επικεφαλής νευροχειρουργό κύριο Γορίδη για τις λεπτομέρειες. Ο Δημήτρης βγάζει ένα ξεφύσημα ξενερώματος και γνέφει καταφατικά. Κάθε τρεις μήνες έρχεται ο διευθύνων σύμβουλος και του κάνουν πλήρη αναφορά. Το κακό είναι ότι το τελευταίο δίμηνο διορίστηκε καινούριος διευθύνων σύμβουλος, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να πει το ποιηματάκι από την αρχή. Ο Γορίδης, που ονομάζεται και αυτός Δημήτρης, είναι ο νεαρός συνεργάτης του νευροχειρουργός, που στρατολόγησε ο ίδιος τα τελευταία χρόνια στο πρόγραμμα. Στην αρχή φοβόταν ότι λόγω της νευροχειρουργικής του ιδιότητας, θα υποσκέλιζε τη θέση του ως χειριστή του προγράμματος. Αυτό ίσως και να γινόταν, αν ο Δημήτρης εκτός από εμπνευστής της Τηλεμνήμης δεν είχε και την ιδιότητα του γαμπρού ενός από τα κορυφαία στελέχη της εταιρίας. Ο πατέρας της γυναίκας του, Γεώργιος Χατζιτρακόγλου είναι μεγαλομέτοχος της φαρμακευτικής εταιρίας. Παρά τις
οξυμμένες σχέσεις μεταξύ τους, καθώς ήταν κατά του γάμου με την κόρη του εξαιτίας της μικρής οικονομικής επιφάνειας του Δημήτρη, η συγγένεια μαζί του, έστω και ανεπιθύμητη, είναι ένα γερό χαρτί. Ο Γορίδης όμως παρά αυτές τις αρχικές φοβίες μοιράστηκε το όραμά του χωρίς διάθεση αυτοπροβολής και στην πορεία έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Ο Γορίδης, φορώντας όπως πάντα την ιατρική φόρμα, εισέρχεται στο γραφείο. Γορίδης: Καλημερούδια Μητσάρα. Τι λέει;. Σολέγγας: Τι να πει ρε Τζιμάκο; Ετοιμάζομαι για το ποιηματάκι. Μήπως θέλεις να πάρεις τη θέση μου;. Γορίδης: Α, όχι. Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Άλλωστε εσύ είσαι ο εμπνευστής. Εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένας σεμνός ιδεαλιστής επιστήμων, που δεν ασχολείται με πολιτικάντηδες και χαρτογιακάδες. Τα γραφειοκρατικά τα σνομπάρω. Είμαι αφοσιωμένος αποκλειστικά στην επιστήμη. Και οι δύο γελάνε δυνατά. Σολέγγας: Α ρε επιστήμονα νευροχειρουργέ. Για εσάς είναι η ζωή. Εμάς τους κτηνιάτρους λίγο πιο πάνω από τους σκουπιδιάρηδες μας έχουν όλοι. Να δεις που σε λίγο θα με βάλλουν να σφουγγαρίσω τις σκάλες δίπλα στην κυρά Σούλα. Γορίδης: Δεν είναι κακή ιδέα. Λοιπόν, άντε ξεμπέρδεψε με τα γραφειοκρατικά και μετά κατέβα κάτω να συζητήσουμε για τη δουλειά. Ο Δημήτρης σκύβει καταφατικά, όπως θα έκανε ένας μπάτλερ σε ένα λόρδο τζέντλεμαν λέγοντας με αστεία αγγλικά προφορά: Yes Sir,as you wish. Ο Γορίδης, ετοιμάζεται να βγει, αλλά ο Δημήτρης τον σταματάει. Σολέγγας: Α, δε μου είπες. Τελικά τι έγινε με εκείνη την πιτσιρίκα, που βγήκες το σαββατοκύριακο. Άντε πες μου τα κουτσομπολιά, αφού ξέρεις ότι ως οικογενειάρχης έχω μηδέν ζωή και τα γκομενικά σου τη φωτίζουν.
Ο Γορίδης αντί να χαμογελάσει, όπως περίμενε ο Δημήτρης παίρνει ένα ύφος μεταξύ κραυγαλέας απελπισίας και απόλυτου ξενερώματος. Γορίδης: Μαχαιριά στα στήθια είναι η ερώτησή σου Δημήτρη. Άστα και αηδίασα. Ένα ολόκληρο μήνα είχα να βγω. Έπηξα στη δουλειά ο άνθρωπος και κανόνισα ένα ραντεβουδάκι και εγώ με μια κοπελίτσα του Θεού. Τι το ήθελα; Αφού δε με θέλει η μπάλα. Σολέγγας: Έλα ρε, πες τι έγινε;. Γορίδης: Άστα να στα πω εκτός δουλειάς. Δε νιώθω άνετα να σου πω τις πομπές μου, εδώ πέρα. Σολέγγας: Έλα ρε Γορίδη, ξεκόλα και πες. Πότε εκτός δουλειάς; Αφού όλο εδώ είμαστε. Άντε πες μου και με έφαγε η αγωνία. Ξέρεις ότι είμαι τάφος. Άλλωστε και εγώ σου έχω εκμυστηρευτεί όλα τα προγαμιαία ξεφτιλίκια μου. Τι θέλεις τώρα να αρχίσω να σε παρακαλάω σαν την γκομενίτσα ολόκληρος μαντράχαλος;. Και οι δύο έχουν εγκαταλείψει πλήρως το προσωπείο της επαγγελματικής τους σοβαροφάνειας και έχουν παραδοθεί σε μία αυθόρμητα ανέμελη, εφηβική διάθεση. Ο Γορίδης διστακτικά κλείνει την πόρτα και κάθεται, γεγονός που υποδηλώνει πως έχει πολλά να πει. Γορίδης: Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω;. Ο Δημήτρης στηρίζει το κεφάλι του με την παλάμη του έχοντας βλέμμα ανυπομονησίας. Ενδόμυχα θυμίζει στο Γορίδη μία ηλικιωμένη θεία του, που πάντα ακτινοβολούσε στο άκουσμα οποιουδήποτε κουτσομπολιού. Έχοντας εγκαταλείψει πλήρως την επιστημονική του ορολογία και καταλαμβανόμενος από την αντρική παιδικότητα, που προκαλεί η εκάστοτε γκομενοσυζήτηση, συνεχίζει την πολυπόθητη για το συνομιλητή του αφήγηση. Γορίδης: Όπως σου είπα, η πιτσιρίκα με την οποία είχα κάνει το κονέ, ήταν εμφανισιακά αστέρι, αλλά ροκού.
Σολέγγας: Τι εννοείς ροκού;. Γορίδης: Ροκού. Δεν καταλαβαίνεις; Η με τα σκουλαρίκια στην μύτη, σκισμένο τζιν γκόμενα, με επιπρόσθετα ψευδοαριστερά στοιχεία. Το έπαιζε και καλά μποέμ τύπος. Για να καταλάβεις, φορούσε κασκόλ στο νυχτερινό μαγαζί, ενώ είχε σκάσει ο τζίτζικας. Και το πιο ωραίο ήταν ότι σε εμφανές σημείο πάνω στη μπάρα δίπλα από το ποτό της είχε τοποθετημένο ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι!. Σολέγγας: Μα ήθελα, να ξερα! Πού τις βρίσκεις όλες αυτές;. Γορίδης: Μιλάμε πυροβολημένη τελείως. Αλλά τρελό πιπίνι. Αλεπουδίτσα απίστευτη. Αυτή περπατάει και σταματάει η κυκλοφορία!. Σολέγγας: Τόσο καλό κομμάτι; Για συνέχισε. Γορίδης: Λοιπόν, ενώ η τύπισσα είναι χύμα κατάσταση και κάνει αβέρτα one night stands, σε μένα, επειδή άκουσε ότι είμαι γιατρός, μου άρχισε μαραθώνιο διαλογικής συζήτησης στο πόσο κουράστηκε από τις επιπόλαιες συμπεριφορές και τα ξενύχτια και θέλει κάτι πιο σοβαρό και τα λοιπά. Σολέγγας: Καλά σε σένα βρήκε να τα πει αυτά;. Γορίδης: Ε, άντε πες τα και εσύ. Αφού το ξέρεις το σύνδρομο που επιβαρύνει εμάς τους γιατρούς. Σολέγγας: Πιο σύνδρομο;. Γορίδης: Σύνδρομο είπα; Μάστιγα πες καλύτερα. Όταν κάποια ακούσει ότι είμαι γιατρός, ακόμα και αν είναι παρτολέ ολέ και το δίνει κατά παντού σαν παλαβή, σε μένα αρχίζει το πολύωρο κουβεντολόι. Ενώ με άλλους εκδηλώνεται αμέσως και βγάζει τα μάτια της, σε μένα λόγω της ιατρικής μου ιδιότητας αλλάζει γραμμή. Λέει μέσα της: Α γιατρός είναι; Τώρα θα το παίξω ιστορία, και καλά σοβαρή, μήπως και είναι το τυχερό μου. Γιατί κάθε, και καλά, τρέντυ πιτσιρίκα, όσο και απελευθερωμένη κι αν είναι, βαθιά μέσα της κρύβει μια κυράτσα. Μια Κατινάρα, που κοιτάει να τυλίξει το γιατρό. Δηλαδή παίρνει αμέσως τη
συνειδητή απόφαση ότι όσα δεν είπε σε όλους τους προηγούμενους τα τελευταία πέντε χρόνια να τα πει σε μένα μονοκοπανιά και να μη μου κάτσει, για να εκτιμήσω το πόσο καλή κοπέλα είναι! Ένιωθα λες και έβγαλε μια σκονισμένη εγκυκλοπαίδεια και άρχισε να απαγγέλει έναν εσώψυχο χείμαρρο φλυαρίας μηδενικού ενδιαφέροντος. Και από γεώτρηση τίποτα! Αλλά στους ψευδοαναρχικούς αμέσως να ανοίξει τα πόδια δεν προλαβαίνεται!. Σολέγγας: Χα, χα. Πλάκα, πλάκα δίκιο έχεις. Ώστε από το ζητούμενο στόχο τίποτα και μόνο μιλητό; Ευτυχώς εγώ παντρεύτηκα και ησύχασα. Για ψευδοαναρχικούς που είπες, τι εννοείς; Με μπέρδεψες!. Γορίδης: Κάτσε να σου εξηγήσω. Καταρχάς τα απαραίτητα προσόντα του ψευδόαναρχικού είναι τα ακόλουθα: Πρώτον κατηγορεί τους πάντες που δεν είναι αριστεροί. Στα μπαρ πίνει πάντα τη μεγάλη τη μπίρα τη χύμα, επειδή είναι η πιο φτηνή. Σε στιλιστικό επίπεδο έχει μούσια ή το επιτηδευμένο αξύριστο των πέντε ημερών και το κυριότερο: η πιτυρίδα κυλάει σαν χιονοστιβάδα στη μαύρη μπλούζα, που πάντα φοράει. Επιπλέον, τα υπολείμματα της πιτυρίδας λαμποκοπάνε μέσα στο σκοτάδι από τα φωσφορίζοντα πολύφωτα του μπαρ. Αυτό είναι το σήμα κατατεθέν τους. Όλο λοιπόν αυτό το φαντασμαγορικό σύνολο, επειδή αποπνέει, υποτίθεται, αέρα επαναστάσεως, αμέσως τον παίρνει από το χέρι η ροκού και πάνε στο φτερό στην τουαλέτα του μαγαζιού και του ξηγιέται κλαρινέτο. Μπαμ μπαμ. Ούτε μιλητά, ούτε κουβεντολόγια. Γιατί νομίζει ότι, όταν πάει στην τουαλέτα του μπαρ με τον αξύριστο, τον δήθεν και καλά, και επιδίδεται στην διαδικασία της πεολειχίας, έτσι έκανε επανάσταση και ότι είναι η θηλυκή έκδοση του Τσε Γκεβάρα. Και να πω ότι ήταν αυτός στα αλήθεια αναρχικός, χαλάλι του. Το θέμα είναι οι περισσότεροι από αυτούς απλά δηλώνουν εκ του ασφαλούς ότι είναι. Πετάνε πετρούλες σε βιτρίνες και αμάξια μια φορά το χρόνο στις 17 Νοεμβρίου και σε κανά δύο άλλες περιστάσεις εθιμικά περισσότερο και όχι από ουσιαστική
πολιτικοποίηση. Πίνουν μπύρες στα Εξάρχεια μεθοκοπώντας, διασκεδάζοντας και πηδώντας ό,τι κινείται. Μετά βγάζουν βαρύγδουπους λόγους το πόσο σάπιοι είναι όλοι και το ποσό καλοί αγωνιστές είναι οι ίδιοι και στο καπάκι στρίβουν και το μαύρο τους, για να ξεδώσουν, που κουράστηκαν από τα πηδήματα. Και στα αγωνιστικά τους μανιφέστα παραλείπουν να αναφέρουν ότι τους ταΐζουν οι γονείς τους, που τους τα χώνουν κιόλας ότι αποτελούν μέρος του συστήματος. Λένε όλοι το ίδιο ποιηματάκι, που ούτε καν το σκεφτήκαν μόνοι τους, και οι περισσότεροι από αυτούς εμένα με το καλημέρα με βρίζουν και θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από μένα που βαράω δεκαεξάωρες βάρδιες στην κλινική σχεδόν καθημερινά!. Σολέγγας: Χα, χα. Μα πως κατάφερες και τα ανακάτεψες όλα αυτά; Με κούφανες τώρα! Τι χρυσαυγίτικες πινελιές είναι αυτές που χρωματίζουν τη διήγησή σου! Εγώ να πω την αλήθεια τους πάω τους αναρχικούς. Έτσι, όπως έχουν γίνει τα πράγματα με την οικονομική κρίση και τη σήψη ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, είναι οι μόνοι που έχουν κάποιο δίκιο, αν και διαφωνώ με τις μεθόδους τους. Τα κόμματα και πολύ περισσότερο αυτούς που φανατικά τους ψηφίζουν και τους υποστηρίζουν τους σιχάθηκα όλους. Αφοί όλοι οι πολιτικοί κοιτάνε την πάρτη τους και έχουν καταντήσει την Ελλάδα κανονική αποικία. Εδώ κάνουν ολόκληρη οικονομική γενοκτονία στους Έλληνες και αυτοί το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα μικροκομματικά τους συμφέροντα. Νομίζω ότι η μικρή αλεπουδίτσα μάλλον σε έχει επηρεάσει και ως προς την πολιτική σου κρίση. Ο Δημήτρης με δυσκολία συγκρατείται να μην ξεσπάσει σε γέλια από το παραλήρημα του συνεργάτη του. Το ότι ο τελευταίος είναι πάντα ιδιαίτερα σοβαρός και με εξειδικευμένες γνώσεις νευροχειρουργός, κάνει την κατάσταση ακόμα πιο αστεία. Γορίδης: Άσε ρε Σολέγγα. Μου τη βάρεσε το μωρό. Όλες ίδιες είναι. Σιχάθηκα. Όταν είναι πιτσιρίκες στα πάνω τους, μας βγάζουν το λάδι και μετά μόλις μπαγιατέψουν όλες τους θέλουν
παντρειές και το παίζουν όλες κυρίες. Και όταν κάποιος δικαιολογημένα απορρίψει τα γαμήλια σχέδια τους, γιατί είναι άσε να μην πω καλύτερα. Τότε με το που φάνε το άκυρο, όλες θα πουν: Ax, δεν υπάρχουν αληθινοί άντρες σήμερα. Tο ότι oι ίδιες κινούνται σε παρανοϊκά επίπεδα συμπεριφοράς δεν παίζει κανένα ρόλο. Αυτή είναι η εξήγηση η μόνη: το ότι δεν υπάρχουν αληθινοί άντρες. Και στη τελική, αν ήταν να παντρευτώ, έχω από τη μάνα μου ήδη υποψήφια προξενιά. Κάτι χοντρές και άσχημες, αλλά προπαντός καλές κοπέλες, νοικοκυρές, που ξέρουν να μαγειρεύουν. Η απόλυτη φαντασίωση της μάνας μου είναι να παντρευτώ μία από αυτές, γιατί φοβάται μη με τυλίξει καμία, όπως η ίδια λέει ξεσόγιαστη, ξεβράκωτη, μαλλιάρα, που έχει μπαλαμουτιαστεί με τον κάθε περαστικό. Άσε και είμαι να σκάσω. Σολέγγας: Χα, χα Χαλάρωσε ρε συ. Δεν έγινε και τίποτα. Απλά δε σου έκατσε μία που βγήκες και στο έπαιξε κυρία επί των τιμών. Γορίδης: Άσε, από εδώ και πέρα κάθε σαββατόβραδο ξέρω τι θα κάνω. Θα ξελαμπικάρω με την εκτόνωση διά μέσου αυτοικανοποιήσεως. Έπειτα θα πιω την μπύρα μου, θα φάω τα σουβλάκια μου, θα δω το ντιβιντί μου και μετά νάνι. Εν κατακλείδι ο μεγάλος νικητής είναι αυτός που το παίρνει απόφαση εξαρχής και δεν ασχολείται καν με το θέμα. Και άσ τους όλους τους άλλους να το παλεύουν. Οι περισσότεροι θα αποτύχουν παταγωδώς και ο ένας που θα τα καταφέρει κάνει ολόκληρη εργατοδουλειά. Να γνέφει καταφατικά σε κάθε βλακεία που θα ξεστομίσει η άλλη, με προσποιητό ενδιαφέρον, για να κάνει ένα φίκι φίκι που είναι όλο και όλο δέκα λεπτά υπόθεση. Για αυτό σου λέω: τσόντα κ ξερό ψωμί. Ή μάλλον τσόντα - ψωμί - ελευθερία. Αυτή είναι αληθινή επανάσταση, και όχι των ψευδοαναρχικών. Σολέγγας: Χα, χα. Τι σόου μου έχεις κάνει σήμερα! Νομίζω δουλεύεις περισσότερες ώρες από όσο πρέπει και στη βάρεσε. Μάλλον θα σε πιέζω λιγότερο από εδώ και πέρα για δουλειά.
Πάντως με βάση από όσα μου είπες καταλαβαίνω ότι αν και γιατρός είσαι βαθιά συναισθηματικός τύπος. Γορίδης: Χα, χα. Να σαι καλά με έκανες και γέλασα. Τέλος πάντων αρκετά με τα βλακώδη και αποτυχημένα προσωπικά μου. Κατεβαίνω κάτω στο υπόγειο να συνεχίσω. Σε περιμένω, αφού ξεμπερδέψεις με τον διευθύνοντα σύμβουλο. Σολέγγας: Έγινε, μεγαλογιατρέ. Ο Σολέγγας προετοιμάζεται για την επικείμενη αναφορά του στο σύμβουλο και αναλογίζεται φευγαλέα το πόσο και ο πιο μετρημένος και μορφωμένος άντρας εύκολα κατρακυλάει στα απύθμενα βάθη της φαιδρότητας, όταν πρόκειται για γυναίκα. Κοιτώντας τις σημειώσεις του, φευγαλέα αναδύονται από τη μνήμη του τα δικά του ευτράπελα, πριν παντρευτεί, και χαμογελάει.